Από τις ρωμαίικες διαλέκτους στην κοινή νεοελληνική
συνώνυμα
λέξεις που αρχίζουν από αγκ-αγπ
Δημήτρης Λιθοξόου
πρώτη δημοσίευση: 21.9.2019
αναθεώρηση: 26.7.2021
Η εργασία είναι διπλής κατεύθυνσης. Από τις διαλέκτους της
ρωμαίικης γλώσσας (που κατά τη γνώμη μου λαθεμένα καταγράφονται σαν «ιδιώματα
της νέας ελληνικής»), στα συνώνυμα της σύγχρονης εθνικής γλώσσας ή «κοινής
νεοελληνικής» (ΚΝΕ). Αλλά και αντίστροφα, από τις λέξεις της ΚΝΕ στα
διαλεκτικά συνώνυμα.
Η μελέτη αποσκοπεί στην καταγραφή του διαλεκτικού πλούτου της
ρωμαίικης γλώσσας και στη συγκέντρωση υλικού για την ουσιαστική μελέτη της
γλώσσας, πέρα από τα εθνικά στερεότυπα.
Στα λήμματα συνυπάρχουν λέξεις των ρωμαίικων διαλέκτων μαζί με λέξεις
της «κοινής νεοελληνικής».
Στην «ορθογραφία» των διαλεκτικών λέξεων ακολουθώ κυρίως
την πρόταση των λεξικογράφων. Ωστόσο τα διπλά σύμφωνα τα χρησιμοποιώ συνήθως
όταν αυτά σημαίνουν και διαφορετική προφορά (όπως σε Κύπρο, Δωδεκάνησα, Κάτω
Ιταλία, Ικαρία, Χίο).
Με σκούρο κόκκινο χρώμα σημειώνονται οι λέξεις-έννοιες, τα βασικά λήμματα, που
συγκεντρώνουν δίπλα τους τα συνώνυμα. Έτσι δίπλα στο «αβγό», βρίσκουμε τα
διαλεκτικά: αβγιό, αβγκό, αβγκόν, αβγκουό, αβγόν, αβγού, αβιγό, αβκό, αβκόν,
αβό, αβουγό, αγκβό, αγκό, αγκουό, αγκουού, αγουό, αυγό, αυγόν, αφκό, αφκόν,
βγο, βο, εβγό, οβγό, οβγόν, οβό, οβόν, ουό.
Με μπλε χρώμα
σημειώνονται λέξεις-έννοιες της δημοτικής που τις
βρίσκουμε και σαν βασικά λήμματα με κόκκινο χρώμα. Εδώ όμως δίπλα τους δεν έχουμε συνώνυμα, αλλά
στοιχεία από την ιστορική-γεωγραφική εξάπλωση, δηλαδή από τη γλωσσογεωγραφία
της λέξης.
Μέσα σε αγκύλη, δίπλα σε λέξεις της δημοτικής, βρίσκεται το
όνομα ενός λεξικού και η χρονιά που εκδόθηκε. Αυτό διευκρινίζει το έτος πρώτης
καταγραφής της λέξης (ή μια από τις χρονικά πρώτες καταγραφές) σε λεξικό της
κοινής (για την εποχή εκείνη) γλώσσας. Για παράδειγμα το «αβανία
[Germano 1622]» εξηγεί πως τη λέξη «αβανία» την πρωτοσυναντάμε στο «Vocabolario
Italiano et Greco» του Girolamo Germano, που εκδόθηκε στη Ρώμη το 1622. Εκτός
από τα γενικά λεξικά, σε ορισμένες περιπτώσεις αναφέρονται και κάποια ειδικά
λεξικά [λ.χ. Γεννάδιος 1914, Κουκκίδης 1960].
Δίπλα σε κάποιες λέξεις, υπάρχει η συχν(ότητα) εμφ(άνισης) και ένας αριθμός, από
το 2 ως το 7. Πρόκειται για τις
λέξεις με τη συχνότερη παρουσία στη σύγχρονη γλώσσα. Σε αυτή την κλίμακα, κάθε
αριθμός είναι δεκαπλάσιος περίπου από τον προηγούμενο. Λόγου χάρη η λέξη «αβγό»
(με συχν.
εμφ. 3), εμφανίζεται στις
μέρες μας, σχεδόν δέκα φορές πιο συχνά από τη λέξη «άβγαλτος» (με συχν. εμφ. 2) και η λέξη «άβολα»
(με συχν.
εμφ. 4), δέκα φορές συχνότερα
από την πρώτη λέξη και εκατό φορές συχνότερα από τη δεύτερη.
Όπου υπάρχει η ένδειξη δημοτική, σημαίνει πως η λέξη που προηγείται χαρακτηρίζεται
στα λεξικά του περασμένου αιώνα, σαν λέξη της δημοτικής γλώσσας. Όπου υπάρχει η
ένδειξη λόγιο
σημαίνει πως η λέξη είναι λόγιο δάνειο, δεν έχει διασωθεί δηλαδή αγράμματα στο
στόμα του λαού. Οι λόγιες λέξεις μπήκαν στη λαϊκή γλώσσα από το εθνικό
εκπαιδευτικό σύστημα. Οι περισσότερες από αυτές χαρακτηρίζονταν στα παλιά
λεξικά σαν λέξεις της καθαρεύουσας.
Μετά τις διαλεκτικές λέξεις,
ακολουθούν γεωγραφικές περιοχές ή οικισμοί. Πρόκειται
για ονόματα τόπων που συναντιέται η διαλεκτική λέξη (της διπλανής εγγραφής).
Έτσι για τη λέξη «αβασκαμός» βλέπουμε πως είναι (ή ήταν) σε χρήση σε: Αιτωλοακαρνανία,
Αργολίδα, Αχαΐα, Βοιωτία, Ζάκυνθος, Λευκάδα, Μαγνησία, Μάνη, Παξοί, Σκόπελος,
Φθιώτιδα.
Αν δίπλα στον τόπο σημειώνεται αστερίσκος (*), όπως π.χ. Αδριανούπολη* ή
Τραπεζούντα*, αυτό δηλώνει πως οι χριστιανοί Ρωμιοί του οικισμού εγκατέλειψαν
τον τόπο τους μέχρι το 1923-1924.
Σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει μια μικρή ερμηνεία της λέξης ή
η λατινική επιστημονική ονομασία της (για τη χλωρίδα και την πανίδα). Επίσης
για ορισμένες βασικές λέξεις-έννοιες υπάρχουν εδώ αναφορές σε κάποιες
συγκριτικές λίστες λεξικοστατιστικής ή γλωσσογεωγραφίας [Swadesh List, Buck List, Atlas Linguarum Europae].
Στο τέλος του λήμματος καταγράφονται τα συνώνυμα της κοινής
που αντιστοιχούν στις διαλεκτικές λέξεις.
Η βιβλιογραφία υπάρχει στον ιστότοπο σε χωριστή ανάρτηση https://www.lithoksou.net/2020/11/lexiko-synonymon-eisagogi.html
αγκά || Κοτύωρα*, Χαλδία*, Όφις*, Τραπεζούντα* || ανάκατα
άγκα || Σινασός*, Τσακήλι*
|| όχι
αγκαβανέα || Κύθηρα || αγκάβανος
αγκάβανος
[Βλάχος 1897] || το φυτό
Silybum marianum: αγάβανος, αγκαβανέα, αγκάβατος, αγκανός, άγκανου, αγκάνους,
αγκραβανιά, ακάανος, γαϊδουράγκαθο, γομαράγκαθο, κουφάγκαθο || αγκάβανος
αγκάβατος [Γεννάδιος
1914] || αγκάβανος
αγκάβγιστους || Νιγρίτα || αγάβγιστος
αγκάβστους || Λάρισα || αγάβγιστος
αγκαδιά [Χελδράιχ 1926] || αγκαθιά
αγκαδιάζω || Κύπρος || κοιτάζω
αγκαδιάζω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || ερευνώ
αγκάδιασμαν || Κύπρος || έρευνα
αγκαδιώ || Κύπρος || κοιτάζω
αγκαδκιάζω || Κύπρος || κοιτάζω
αγκαδκιακά || Θάσος || γκαρδιακά
αγκαδκιακά || Κύπρος || προσεχτικά
αγκαδκιακός || Κύπρος || γκαρδιακός
αγκαδκιακός || Κύπρος || προσεγμένος
αγκάδκιασμαν || Κύπρος || έρευνα
αγκάδκιασμαν || Κύπρος || κοίταγμα
αγκαδκιώ || Κύπρος || κοιτάζω
αγκαζάρισμα
[Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αγκαζάρισμαν,
αγκαζιάρισμαν || αγκαζάρισμα
αγκαζάρισμαν || Κύπρος || αγκαζάρισμα
αγκαζαρισμένος || αγκαζιαρισμένος || αγκαζαρισμένος
αγκαζάρου || Μάνη, Χαλκιδική || αγκαζάρω
αγκαζάρω || & Βουρλά*, Κορινθία,
Κύπρος, Νάξος || αγκαζάρω
αγκαζάρω
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αγκαζάρου, αγκαζέρνου,
αγκαζεύου, αγκαζιάρω, ανγκαζάρω || αγκαζάρω
αγκαζέ || λόγιο || συχν. εμφ.
2 || αγκαζιέ,
αγκαζίκα, αλαμπρασέντου, αλαμπρασέτο, αλαμπρατσάντε, αλαμπρατσέτα,
αλαμπρατσέτθα, αλαμπρατσέτο, αλαμπρατσέττα, αλαμπρατσία, αλαμπράτσο,
αλεμπρατσάντε, αμπρά, αμπρατσάντε, λαμπρατσέτα || αγκαζέ
αγκαζέρνου || Χαλκιδική || αγκαζάρω
αγκαζεύου || Τρίκαλα || αγκαζάρω
αγκαζιάρισμαν || Κύπρος || αγκαζάρισμα
αγκαζιαρισμένος || Κύπρος || αγκαζαρισμένος
αγκαζιάρω || Κύπρος || αγκαζάρω
αγκαζιέ || Κύπρος || αγκαζέ
αγκαζίζου || Τσακωνιά || γκαρίζω
αγκαζίκα || Μαγνησία || αγκαζέ
αγκαζμάν || Κωνσταντινούπολη || δέσμευση
αγκάζω || Ικαρία || καίω
αγκάθ || Αδριανούπολη*, Αίνος*, Αιτωλοακαρνανία, Βόρεια
Εύβοια, Θεσσαλία, Ίμβρος, Ιωάννινα, Καστοριά, Κόνιτσα, Πάρος, Λέσβος, Σάμος,
Σέρρες, Σιάτιστα, Σίλατα*, Σινασός*, Φθιώτιδα, Φιλιππούπολη* || αγκάθι
αγκαθά || Σιάτιστα || αγκαθιά
αγκάθα || Ζάκυνθος || οξυάκανθα
αγκάθα [Βλάχος 1659] || δημοτική || Κρήτη || αγκάθι
αγκάθα [ΙΛΝΕ
1933] || αγριάγκαθο
αγκάθα
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αγκαθάρα
αγκάθα
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ραχοκοκαλιά
αγκαθάκ || Αιτωλοακαρνανία, Τρίκαλα || αγκαθάκι
αγκαθάκι
[Somavera 1709] || δημοτική || αγκαθάκ,
αγκαθθαδάτσι, αγκαθθάτσι, αγκαθίτσα, αγκαθούλα, αγκαθοπούλα, ακαθθάκι,
ακαθθούκι, ακατθούκι, ακαττάκι, ακαττούντι, αχαντόπον, γκυλούδι || αγκαθάκι
αγκαθαμανίτης || Νάξος || αγκαθομανίταρο
αγκαθάρα
[Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αγκάθα, άγκαθθος, άγκαθο
(το), άγκαθος, αγκαθούρα, άγκαθους, άγκατθας, άγκατθος, αγκδούκλα, άκαθθος || αγκαθάρα
αγκάθαρος
[Γεννάδιος 1914] || δημοτική || γαϊδουρασφάκα
αγκαθάς [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || χαμολιός
αγκαθένιος [Βλάχος 1897] || δημοτική || Κέρκυρα, Μάνη, Ρόδος, Φιλιππούπολη* || αγκάθινος
αγκαθένιους || Λέσβος, Σάμος || αγκάθινος
αγκαθεριώνας || Κύθηρα || αγκαθότοπος
αγκαθερνός || Κέρκυρα || αγκαθερός
αγκαθερό || Αττική || αγκαθότοπος
αγκαθερό
[Οικονομίδης 1973] || το ψάρι Gasterosteus aculeatus: σταυρίδι,
σκυλόψαρο || αγκαθερό
αγκαθερόν || Κύπρος || αγκαθότοπος
αγκαθερός || Βιθυνία* || σκαντζόχοιρος
αγκαθερός
[Germano 1622] || δημοτική || αγκαθερνός,
αγκαθθερός, αγκαθιάρης, αγκαθιάρικος, αγκαθιρός, αγκαττερός, ακαθιρός,
ανγκαθιρός || αγκαθερός
αγκαθές || Κρήτη || αγκαθότοπος
αγκαθθά || Απουλία || αγκαθότοπος
αγκάθθα || Ρόδος || αγκάθι
αγκάθθα || Ρόδος || ραχοκοκαλιά
αγκάθθα || Κύπρος || τσουκνίδα
αγκάθθα || Ρόδος || ψαροκόκαλο
αγκαθθαδάτσι || Καστελλόριζο || αγκαθάκι
αγκαθθάς || Καστελλόριζο || αγκάθι
αγκαθθάτσι || Καστελλόριζο || αγκαθάκι
αγκάθθενος || Καστελλόριζο || αγκάθινος
αγκαθθερός || Κύπρος || αγκαθερός
αγκάθθι || Αυλωνάρι, Καστελλόριζο, Κονίστρες, Κύμη, Κως,
Ρόδος || αγκάθι
αγκαθθιά || Κάρπαθος || αγκάθι
αγκάθθιν || Κύπρος, Λιβίσι* ||
αγκάθι
αγκάθθιν || Κύπρος || τσουκνίδα
αγκάθθινος || Ρόδος || αγκάθινος
αγκαθθίτης || Κως || αγκαθομανίταρο
αγκαθθός || Κύπρος || τσουκνίδα
άγκαθθος || Ικαρία, Κύπρος || αγκαθάρα
άγκαθθος || Ικαρία || γαϊδουράγκαθο
αγκαθθόσοιρος || Ρόδος || σκαντζόχοιρος
αγκαθθοτόπιν || Ικαρία || αγκαθότοπος
αγκαθθωτός || Κύπρος || τσουκνίδα
αγκάθι || & Αμοργός, Άνδρος,
Αργολίδα, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Θήρα, Ιθάκη, Κέα,
Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κρήτη, Κύθνος, Κύπρος, Κως, Λακωνία, Λευκάδα,
Μάνη, Μεσσηνία, Μήλος, Νάξος, Ρόδος, Σίφνος, Σωζόπολη*, Χίος || αγκάθι
αγκάθι || Κρήτη || απόστημα
αγκάθι || Τήνος || φιδάγκαθο
αγκάθι
[Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || Atlas Linguarum Europae 36 | αγκάθ, αγκάθα,
αγκάθθα, αγκαθθάς, αγκάθθι, αγκαθθιά, αγκάθθιν, αγκαθιά, αγκάθους, αγκάι,
αγκανός, αγκάρ, αγκάσι, αγκάτ, άγκατθας, αγκάτθι, αγκάτθιν, αγκάττα, αγκάττι,
αγκάττιν, αγκάφ, αγκέλη, αγκελόνι, αγκρίθι, αγκύλ, αγκύλα, αγκύλι, αγκυλόν,
ακάθ, ακάθθα, ακάθθι, ακαθθιά, ακάθθιν, ακάτθι, ακάτθιν, ακάτι, ακάττι, ακάτχι,
ακάφφι, ακχάθθι, ανγκάθ, ανγκάθθι, ατζύλ, ατζύλι, αχάντ, αχάντι, αχάντιν,
γκάθθιν, γκύλι, γκρίθι, ζντριβόλ, κάττι, κούλε, πατσάδ, χάντι || αγκάθι
αγκάθι
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || τσουκνίδα
αγκάθι
[Χελδράιχ 1926] || αγριάγκαθο
αγκαθιά || Αρκαδία || αγκάθι
αγκαθιά || Αιτωλοακαρνανία, Φωκίδα || αγκαθότοπος
αγκαθιά
[Γεννάδιος 1914] || δημοτική || το φυτό Eryngium
campestre: αγκαδιά, αγκαθά, αγκαθκιά, ανδραΐδα, αντραΐδα, άσπαρτομοσχάγκαθο,
σκανθοχόρτι, τής ἀγάπης το βοτάνι, φιδάγκαθο || αγκαθιά
αγκαθιά
[Γεννάδιος 1914] || Πελοπόννησος || γκορτσιά
αγκαθιάζω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || ερευνώ
αγκαθιάρης
[Βλαστός 1931] || αγκαθερός
αγκαθιάρικος
[Βλαστός 1931] || δημοτική || αγκαθερός
αγκαθιάς || Σάμος || αγκαθότοπος
αγκαθιαστός
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγκαθωτός
αγκαθίζω || Παξοί || αγκαθώνω
αγκαθιλίδι
[Απαλοδήμος 1988] || καρδερίνα
αγκαθινός
[Portius 1635] || δημοτική || αγκάθινος
αγκάθινος
[Βεντότης 1790] || δημοτική || αγκαθένιος,
αγκαθένιους, αγκάθθενος, αγκάθθινος, αγκαθινός, γκαθένιος, απάλινε || αγκάθινος
αγκαθιρός || Κοζάνη, Λέσβος,
Μαΐστρος*, Μεσσηνία, Τρίκαλα || αγκαθερός
αγκαθίστρα || Κύθνος || αγκαθότοπος
αγκαθίτης
[Βλαστός 1931] || Χίος || κολοκύθα
αγκαθίτης
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Ικαρία, Κίμωλος, Κρήτη,
Νάξος, Πάρος || αγκαθομανίταρο
αγκαθίτης
[Οικονομίδης 1973] || κεντρόνι
αγκαθίτς || Μύκονος, Πάρος, Τήνος || αγκαθομανίταρο
αγκαθίτσα || Αχαΐα || αγκαθάκι
αγκαθιώνας
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Μάνη || αγκαθότοπος
αγκαθκιά || Κύπρος || αγκαθιά
αγκαθκιάζω || Κύπρος || κοιτάζω
άγκαθο (το) || Λακωνία || αγκαθάρα
αγκαθοκολέ || Κρήτη || μαστιχάγκαθο
αγκαθοκολιά || Κρήτη || μαστιχάγκαθο
αγκαθοκόπι
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αγκαθοκόπος, αγκαθολόγος,
αγκαθουκόπ, αγκαθουκόπους || αγκαθοκόπι
αγκαθοκόπος
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αγκαθοκόπι
αγκαθολόγος
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αγκαθοκόπι
αγκαθομανίτα || Αχαΐα, Κορινθία || αγκαθομανίταρο
αγκαθομανίταρο
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || το γένος φαγώσιμων
μανιταριών Lycoperdon: αγκαθαμανίτης, αγκαθθίτης, αγκαθίτης, αγκαθίτς,
αγκαθομανίτα, αγκαθομανίτης, αγκάθτας, αγκαττιτάρι, αγκαττίτης, καττιτάρι,
μοσκομανίτης || αγκαθομανίταρο
αγκαθομανίτης
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Θράκη, Σίκινος || αγκαθομανίταρο
αγκαθομαστίχα || Κύθνος || μαστιχάγκαθο
αγκαθόπλου || Σάμος || καρδερίνα
αγκαθοπούλα [Βλάχος 1659] || αγκαθάκι
αγκαθοπούλι || Κάρπαθος, Πελοπόννησος
|| καρδερίνα
αγκαθοράδικο || Κρήτη || σταμνάγκαθο
αγκαθός || Κρήτη || καλός
αγκαθός || Κρήτη || κόψη
άγκαθος || Άνδρος, Βιθυνία*,
Ήπειρος, Σαράντα Εκκλησιές* || αγκαθάρα
αγκαθός
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || γωνιά
αγκαθός
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη || κανθός
αγκαθόσκουπα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αζογκάθα, σκουπάγκαθο || αγκαθόσκουπα
αγκαθόσυρμα || αγκαθουτέλ || αγκαθόσυρμα
αγκαθοτόπι
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αγκαθότοπος
αγκαθότοπος
[Βλάχος 1659] || δημοτική || αγκαθεριώνας,
αγκαθερό, αγκαθερόν, αγκαθές, αγκαθθά, αγκαθιά, αγκαθιάς, αγκαθίστρα,
αγκαθιώνας, αγκαθθοτόπινν, αγκαθοτόπι, αγκαθουτόπ, αγκαθώνας, αγκαϊθιώνας,
αγκαττερόν, αγκελωθιά, αγκυλότοπος, αζουριά, ακαθθοτόπιν, αχαντοτόπ, αχαντώνα || αγκαθότοπος
αγκαθουκόπ || Κοζάνη || αγκαθοκόπι
αγκαθουκόπους || Μακεδονία || αγκαθοκόπι
αγκαθούλα || Αχαΐα || αγκαθάκι
αγκαθουπούλ || Σάμος || καρδερίνα
αγκαθούρα || Αϊβαλί*, Λέσβος,
Μοσχονήσι* || αγκαθάρα
αγκαθούρα || Αϊβαλί*, Λέσβος || ασκόλυμπρος
αγκάθους || Ίμβρος || αγκάθι
άγκαθους || Ίμβρος || αγκαθάρα
αγκαθουτέλ || Σέρρες || αγκαθόσυρμα
αγκαθουτόπ || Αιτωλοακαρνανία || αγκαθότοπος
αγκαθουτός || Ίμβρος, Μάδυτος*, Σέρρες || αγκαθωτός
αγκαθόχοιρος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σκαντζόχοιρος
αγκάθτας || Πάρος || αγκαθομανίταρο
αγκαθώνας || Πάρος || αγκαθότοπος
αγκαθώνου || Κοζάνη, Λέσβος || αγκαθώνω
αγκαθώνω
[Germano 1622] || δημοτική || αγκαθίζω,
αγκαθώνου, ακαθθώννω, ακαθώνου, αχαντάζω, καθθώννω, χατκώνου || αγκαθώνω
αγκαθωπός || Λακωνία, Μάνη || αγκαθωτός
αγκαθωτός
[Βλάχος 1659] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αγκαθιαστός, αγκαθουτός, αγκαθωπός,
αγκατθωτός, αγκελοπίος, αγκελουπίος, αγκυλερός, ακαθιρός, αχαντωτός || αγκαθωτός
αγκάι || Αξός* || αγκάθι
αγκαίγος || Τσακήλι* || αποχωρητήριο
αγκαΐζου || Σαμοθράκη || γκαρίζω
αγκαϊθιώνας || Μάνη || αγκαθότοπος
αγκαΐνα || Νίσυρος || καλικούτσα
αγκαίνιαστος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη || καινούριος
αγκαίους || Θεσσαλονίκη, Λαγκαδάς, Χαλκιδική || αποχωρητήριο
άγκακια || Ρόδος || πράγματι
αγκάκιασμαν || Κύπρος || έρευνα
αγκακιώ || Κύπρος || κοιτάζω
αγκάλ || Αξός*, Αραβανί* || δεμάτι
αγκάλ || Ίμβρος, Πάρος, Σκόπελος || όρμος
αγκαλά || Ηλεία || όταν
αγκαλά || Βουρλά* || παρότι
αγκάλα || Κερασούντα*, Κρώμνη*, Οινόη*, Τραπεζούντα*,
Χαλδία* || αγκαλιά
αγκάλα || Κερασούντα*,
Τραπεζούντα*, Χαλδία* || δεμάτι
αγκάλα || Παλιά Αθήνα || σκάλα
άγκαλα || Οινόη* || αγκαλιαστά
άγκαλα || Κρήτη || εντούτοις
αγκαλά [Du Cange 1688] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || Αρκαδία, Ζάκυνθος, Θήρα, Κάλυμνος, Κάρπαθος,
Καστελλόριζο, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύθηρα, Λακωνία, Λευκάδα, Μάνη, Μεσσηνία,
Μύκονος, Νίσυρος, Πάρος, Σάμος, Σκιάθος, Φωκίδα, Χίος
|| μολονότι
αγκαλά [Germano 1622] || δημοτική || Τσακωνιά || άλλωστε
αγκαλάζω || Κερασούντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αγκαλιάζω
αγκαλάκι || Κρήτη || αγκαλίτσα
αγκαλαμίδα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || μασούρι
αγκαλάσιμο || Όφις || αγκάλιασμα
αγκαλάσιμον || Κερασούντα*, Χαλδία* || αγκάλιασμα
αγκαλάσκομαι || Κοτύωρα*, Οινόη*, Σαμψούντα* || αγκαλιάζομαι
αγκαλάσκουμαι || Κοτύωρα* || αγκαλιάζομαι
αγκάλασμαν || Κερασούντα*, Οινόη*,
Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αγκάλιασμα
αγκαλαστά || Κερασούντα*, Σάντα* || αγκαλιαστά
αγκαλαστός || Κερασούντα*, Σάντα* || αγκαλιαστός
αγκάλαστος || Τραπεζούντα || αναγκάλιαστος
αγκαλαχτέας || Κοτύωρα* || κατήγορος
αγκαλάω || Ηλία || μηνύω
αγκαλέ || Κρήτη || αγκαλιά
αγκάλε || Κερασούντα*, Οινόη*
|| αγκαλιά
αγκαλέα || Βάτικα*, Κάρπαθος, Κύθηρα, Μάνη, Μέγαρα,
Μεσσηνία, Οινόη* || αγκαλιά
αγκαλέα || Κερασούντα*, Οινόη*,
Σάντα*, Χαλδία* || δεμάτι
αγκαλέγουμε || Κερασούντα* || αγκαλιάζομαι
αγκαλέκλα || Θάσος || αγκαλιά
αγκάλεμα || Κοτύωρα*, Όφις* || μήνυση
αγκάλεμαν || Κερασούντα*, Κοτύωρα*,
Κύπρος, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || μήνυση
αγκαλεμένος || Κύπρος || μηνυόμενος
αγκαλένου || Αϊβαλί*, Λέσβος, Μοσχονήσι* || αναγκάζω
αγκαλένου || Αϊβαλί*, Κονίστρες, Κύμη || μηνύω
αγκαλεσίμιν || Κύπρος || μήνυση
αγκαλέσιμον || Τραπεζούντα* || αγκάλιασμα
αγκαλέσιος || Κύπρος || μηνυτής
αγκαλέσκουμε || Κερασούντα* || αγκαλιάζομαι
αγκάλεσμα || Οινόη* || αγκάλιασμα
αγκάλεσμα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || καταγγελία
αγκάλεσμαν || Οινόη* || αγκάλιασμα
αγκάλεσμαν || Κύπρος || μήνυση
αγκαλεστής || Κύπρος || κατήγορος
αγκαλεστής || Κύπρος || μηνυτής
αγκαλέτιος || Κύπρος || μηνυτής
αγκαλετόν || Κοτύωρα || μήνυση
αγκαλετός || Κερασούντα*, Κοτύωρα*,
Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || μήνυση
αγκάλετος || Τραπεζούντα || αμήνυτος
αγκαλεύω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || μηνύω
αγκαλεχτέας || Κοτύωρα* || μηνυτής
αγκάλη || Κύπρος, Νάξος, Ρόδος,
Σύμη, Σύρος || δεμάτι
αγκάλη [Germano 1622] || συχν. εμφ. 2 || Αμοργός, Αχαΐα, Ηλεία, Κάρπαθος, Κρήτη,
Κύπρος, Λέρος, Μάνη, Νάξος, Σίφνος, Σύμη, Χίος || αγκαλιά
αγκάλη [Βλαστός 1931] || Βουρλά*, Θήρα, Μάνη, Σκόπελος || όρμος
αγκαλιά || Κοζάνη, Κρήτη, Κύπρος, Μύκονος, Πελοπόννησος,
Τήνος || δεμάτι
αγκαλία || Αίγινα, Αυλωνάρι, Καλαβρία, Κύμη, Τσακωνιά || αγκαλιά
αγκαλία || Μέγαρα || δεμάτι
αγκάλια || Κοζάνη, Κως, Οινόη*, Σύμη || αγκαλιά
αγκάλια || Κύπρος || αγκαλιαστά
αγκαλιά
[Deheque 1825] || & Αργολίδα,
Αρκαδία, Αυλωνάρι, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Ιθάκη, Κάρπαθος, Κεφαλονιά, Κίμωλος,
Κοζάνη, Κονίστρες, Κρήτη, Λακωνία, Μεσσηνία, Τρίκαλα, Χαλκιδική || αγκαλιά
αγκαλιά
[Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 4 || αγκάλα, αγκάλε, αγκαλέ, αγκαλέα, αγκαλέκλα,
αγκάλη, αγκαλία, αγκάλια, αγκαλιδέ, αγκάλιν, αγκαλκιά, αγκαλλιά, αγκαλούτσα,
αζγκαλιά, ανγκάλλια (τα), γκαλιά, εγκάλα || αγκαλιά
αγκαλιάζομαι
[Somavera 1709] || αγκαλάσκουμαι,
αγκαλέγουμε, αγκαλέσκουμε, αγκαλιάνουμου, αγκαλίζομαι, αγκαλίσκομαι || αγκαλιάζομαι
αγκαλιάζου || Ίμβρος, Καστοριά, Μάνη, Σουφλί, Τσακωνιά || αγκαλιάζω
αγκαλιάζω || & Ήπειρος, Ζάκυνθος,
Λακωνία, Μεσσηνία || αγκαλιάζω
αγκαλιάζω || Πελοπόννησος || δεματιάζω
αγκαλιάζω
[Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || αγκαλάζω, αγκαλιάζου, αγκαλιάντζω, αγκαλιάτζω,
αγκαλίζω, αγκαλίσκω, αμασκαλιάζου, αμουσκαλιάζου, αμασκαλιάζω, αμασκαλώνου,
αμπασκαλιάζω, αμπρατσάρω, ανγκαλιάζζω, γκαλιάζω, γκαλλιάζω, γκαλλιάτζω,
εγκαλάζω, μασκαλιάζου, περιλαμπάνω || αγκαλιάζω
αγκαλιάθι || Τσακωνιά || αγκαλίτσα
αγκαλιακό [Brighenti 1912] || δημοτική || Θήρα || αγκαλιαστά
αγκαλιάνουμου || Λιβίσι* || αγκαλιάζομαι
αγκαλιάντζω || Κάρπαθος || αγκαλιάζω
αγκαλιαρκά || Κύπρος || σταχομαζώχτρα
αγκάλιασμα || & Κάρπαθος, Κοζάνη,
Μάνη, χαβουτσί* || αγκάλιασμα
αγκάλιασμα
[Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || αγκαλάσιμο, αγκαλάσιμον, αγκάλασμαν,
αγκαλέσιμον, αγκάλεσμα, αγκάλεσμαν, αγκαλίασμαν, αγκαλιασμός, εγκαλάσιμο,
εγκάλασμαν, γκάλιασμα || αγκάλιασμα
αγκαλίασμαν || Σάντα* || αγκάλιασμα
αγκαλιασμένος
[Germano 1622] || αγκαλιασμένους, αγκαλιδκιαστός || αγκαλιασμένος
αγκαλιασμένους || Καστοριά || αγκαλιασμένος
αγκαλιασμός [Somavera 1709] || αγκάλιασμα
αγκαλιαστά
[Portius 1635] || δημοτική || άγκαλα,
αγκαλαστά, αγκάλια, αγκαλιακό, αγκαλούδα || αγκαλιαστά
αγκαλιαστός
[Somavera 1709] || δημοτική || αγκαλαστός,
αγκαλιδκιαστός || αγκαλιαστός
αγκαλιάτζω || Καλαβρία || αγκαλιάζω
αγκαλίδα || Πωγώνι || σπίθα
αγκαλίδα
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || δεμάτι
αγκαλιδαρκά || Κύπρος || σταχομαζώχτρα
αγκαλιδαρκά
(η) || Κύπρος || δέμα
αγκαλιδέ || Κρήτη || αγκαλιά
αγκαλιδιάζω || Νάξος || δεματιάζω
αγκαλιδκιαστός || Κύπρος || αγκαλιασμένος
αγκαλιδκιαστός || Κύπρος || αγκαλιαστός
αγκαλίζομαι
[Βλάχος 1659] || αγκαλιάζομαι
αγκαλίζω || Κύπρος || αγκαλιάζω
αγκάλιμα || Αϊβαλί || μήνυση
αγκάλιν || Κύπρος || αγκαλιά
αγκαλίσκομαι || Οινόη* || αγκαλιάζομαι
αγκαλίσκω || Σαμψούντα* || αγκαλιάζω
αγκάλιστρος
[Βλαστός 1931] || τυλιγάδι
αγκαλίτσα
[Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || συχν. εμφ.
3 || αγκαλάκι,
αγκαλιάθι, αγκαλόπον, αγκαλούδα, αγκαλούδι, αγκαλούλα, εγκαλόπον || αγκαλίτσα
αγκαλιώ || Ίμβρος, Λέσβος, Κύπρος || μηνύω
αγκαλίω || Κύπρος || μηνύω
αγκαλκιά || Ρόδος || αγκαλιά
αγκαλλιά || Νίσυρος || αγκαλιά
αγκαλνάου || Ιωάννινα || μηνύω
αγκαλνώ || Βελβεντός, Ιωάννινα,
Καστοριά, Σιάτιστα, Στενήμαχος*, Χαλκιδική || μηνύω
αγκαλολοώ || Κύπρος || δεματιάζω
αγκαλόμενος || Κύπρος || μηνυόμενος
αγκαλόπον || Σάντα*, Τραπεζούντα*,
Χαλδία* || αγκαλίτσα
αγκαλούδα || Μακεδονία || αγκαλιαστά
αγκαλούδα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Μακεδονία || αγκαλίτσα
αγκαλούδι
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κύπρος || αγκαλίτσα
αγκαλούλα || Ευρυτανία, Ιωάννινα || αγκαλίτσα
αγκαλούτσα || Αρκαδία || αγκαλιά
αγκαλώ || Παλιά Αθήνα || προσκαλώ
αγκαλώ
[Βλάχος 1897] || δημοτική || Αϊβαλί*,
Θάσος, Ίμβρος, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κερασούντα*, Κοζάνη, Κοτύωρα*, Κρήτη, Κύμη,
Κύπρος, Κως, Λήμνος, Μοσχονήσι*, Πάρος, Ρόδος, Σάντα*, Σάμος, Σαμψούντα*,
Σιάτιστα, Σκύρος, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || μηνύω
αγκαλώνου || Θράκη, Φθιώτιδα || αγκυλώνω
αγκαλώνουμι || Φθιώτιδα || αγκυλώνομαι
αγκαμπέτ || Καρδίτσα, Μαγνησία
|| βίαια
αγκάν || Χαλκιδική || αρκουδοπούρναρο
αγκανάδος || Κρήτη || αγανακτισμένος
αγκανάδος || Κέρκυρα, Παξοί || κερατάς
αγκαναλοώ || Κύπρος || γκαρίζω
αγκανάρεση || Κάρπαθος || ανάγκη
αγκανάρεση || Κάρπαθος || στεναχώρια
αγκανάρημα || Κύθηρα, Νάξος || υπερπροσπάθεια
αγκαναρίντζομαι || Κάρπαθος || σφίγγομαι
αγκανάριση || Κρήτη || αγανάκτηση
αγκανάριση || Κύθνος || ανάγκη
αγκανάριση
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || πίεση
αγκανάρισμα || Νάξος || υπερπροσπάθεια
αγκανάρισμα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || γκάρισμα
αγκαναρισμένος || Κύθνος || αναγκασμένος
αγκαναριστός || Νάξος || υπερβάλλων
αγκανάριστος || Κρήτη || αβίαστος
αγκανάριστος
[Βλάχος 1659] || αλάνθαστος
αγκανάρομαι || Θήρα, Κύθηρα || αναγκάζομαι
αγκανάρου || Μακεδονία || προσελκύω
αγκανάρω || Θήρα, Κρήτη || αγανακτώ
αγκανάρω || Κέρκυρα, Παξοί || απατώ
αγκανάρω || Κρήτη || διαβάλλω
αγκανάρω || Κρήτη, Μήλος, Παξοί || εξαναγκάζω
αγκανάρω || Νάξος, Πάρος || εξαντλούμαι
αγκανάρω || Κρήτη || εξοργίζω
αγκανάρω || Κύθηρα || ζορίζω
αγκανάρω || Κρήτη || καταπιέζω
αγκανάρω || Κύθνος || στεναχωρώ
αγκανάρω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναγκάζω
αγκανάρω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Θήρα, Κρήτη || ενοχλώ
αγκανάρω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σφίγγομαι
αγκανάς || Καππαδοκία || καλέμι
αγκανέρω || Κάρπαθος || αγανακτώ
αγκανέρω || Κάρπαθος || αναγκάζω
αγκανέρω || Κάρπαθος || στεναχωριέμαι
αγκανιά || Κρήτη || γκάρισμα
αγκάνια
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Λακωνία || καλικούτσα
αγκανίζω [Germano 1622] || δημοτική || Άνδρος, Αχαΐα, Θήρα, Κρήτη, Κύθηρα, Κύπρος,
Μήλος, Μύκονος, Σύμη, Τήνος || γκαρίζω
αγκανίντζω || Κάρπαθος || γκαρίζω
αγκάνισμα [Germano 1622] || δημοτική || Κρήτη, Κύθηρα, Μήλος || γκάρισμα
αγκανισμός
[Somavera 1709] || δημοτική || γκάρισμα
αγκανιστής || Κύθηρα || εκβιαστής
αγκανίστρα || Κύπρος || γκάρισμα
αγκανιτό || Κύθηρα || γκάρισμα
αγκανιώ || Κύπρος || γκαρίζω
άγκανο || Κρήτη, Κύθηρα || άγανο
αγκανολοώ || Κύπρος || γκαρίζω
αγκανός || Σωζόπολη*, Τρίγλια*, Χαλκιδική || αγκάβανος
αγκανός || Λουλέβουργας*, Σκοπός*
|| αγκάθι
άγκανου || Λέσβος, Χαλκιδική || άγανο
άγκανου || Χαλκιδική || αγκάβανος
αγκάνους || Χαλκιδική || αγκάβανος
αγκαντάλστους || Μακεδονία || αγαργάλιστος
αγκαντίρευτος || Θεσπρωτία || ανίκανος
αγκαντίριτους || Χαλκιδική || ανίκανος
αγκαντίριφτους || Χαλκιδική || ανίκανος
αγκάντω || Απουλία || βγάζω
αγκαπάτο || Απουλία, Καλαβρία
|| αγαπητός
αγκαπάω || Καλαβρία || αγαπώ
αγκάπη || Απουλία, Καλαβρία
|| αγάπη
αγκαπητικό || Απουλία || γκόμενος
αγκαπητό || Απουλία, Καλαβρία
|| αγαπητός
αγκαπητό || Απουλία, Καλαβρία
|| γκόμενος
αγκαπία || Απουλία, Καλαβρία
|| αγάπη
αγκαπίτζω || Απουλία || αγαπώ
αγκαπώ || Απουλία, Καλαβρία
|| αγαπώ
αγκάρ || Αραβανί* || αγκάθι
αγκαραδιά || Σίφνος || αγριοφλησκούδι
αγκαραδιά || Σίφνος || γαϊδουρασφάκα
αγκαραθέα || Κύθηρα || γαϊδουρασφάκα
αγκαραθιά || Αίνος*, Κέα, Σίκινος,
Σίφνος || αγριοφλησκούδι
αγκαραθιά || Κρήτη, Σίφνος || γαϊδουρασφάκα
αγκάραθος || Αρκαδία, Κρήτη || γαϊδουρασφάκα
αγκαραθός
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || λουμίνι
αγκαρανία
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || γαϊδουραφάνα
αγκαρανία
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || λουμίνι
αγκαρατιά || Σέριφος || αγριοφλησκούδι
αγκαργιακός || Ήπειρος || γκαρδιακός
αγκαρδιά || Μήλος || γαϊδουρασφάκα
αγκαρδιακά || Αίνος*, Κύπρος || γκαρδιακά
αγκαρδιακός || Αίνος*, Βιθυνία*, Γρεβενά, Ιθάκη, Κύπρος,
Λήμνος, Μάδυτος*, Πάργα, Τρίκαλα || γκαρδιακός
αγκαρδιακός || Πάργα || φίλος
αγκαρδκιακά || Κύπρος || εγκάρδια
αγκαρδκιακός || Κύπρος || γκαρδιακός
αγκάρια || Άρτα || ακροποδητί
αγκαριακός || Ήπειρος, Ικαρία ||
γκαρδιακός
αγκαρίζομαι || Μάνη || γκαρίζω
αγκαρίζου || Αϊβαλί*, Θάσος, Ίμβρος, Κοζάνη, Λέσβος,
Μοσχονήσι*, Νιγρίτα, Πιερία, Σιάτιστα, Τρίκαλα, Τσακωνιά || γκαρίζω
αγκαρίζω || Κύθηρα, Κύπρος, Λακωνία, Μέγαρα, Πωγώνι || γκαρίζω
αγκάρισμα || Ήπειρος, Κρήτη, Σκύρος || γκάρισμα
αγκαριχιά || Μάνη || γκάρισμα
αγκαριχιόνας || Μάνη || γκάρισμα
αγκαρκιακά || Κύπρος || γκαρδιακά
αγκαρκιακά || Κύπρος || εγκάρδια
αγκαρκιακός || Κύπρος || γκαρδιακός
αγκαρλίζου || Σουφλί || γκαρίζω
άγκαρμπος || Τήνος || άγαρμπος
αγκαρνάω || Κόνιτσα || γκαρίζω
αγκαρνώ || Κοζάνη || γκαρίζω
αγκαρξά || Χαλκιδικής || γκάρισμα
αγκαρξιά || Γρεβενά, Κοζάνη || γκάρισμα
αγκάρρα || Κύπρος || πόλεμος
αγκαρρομέννος || Κύπρος || μουτρωμένος
αγκαρρόννω || Κύπρος || μουτρώνω
αγκάρρωμαν || Κύπρος || μούτρωμα
αγκαρρωμένος || Κύπρος || εχθρευόμενος
αγκάρσμα || Γρεβενά, Ίμβρος, Κοζάνη,
Κόνιτσα, Σιάτιστα, Τρίκαλα, Φθιώτιδα || γκάρισμα
αγκαρτσάνστους || Μακεδονία || αγρατζούνιστος
αγκαρτώ || Σινασός* || γκαρίζω
αγκαρφαλώνω || Ζάκυνθος || σκαρφαλώνω
αγκάρωμαν || Κύπρος || δυσαρέσκεια
αγκάσι || Σέριφος || αγκάθι
άγκαστα || Κάλυμνος, Καστελλόριζο
|| επίτηδες
αγκαστέν || Καρδίτσα || επίτηδες
άγκαστη || Θεσπρωτία || επίτηδες
αγκάστιρ || Ίμβρος || εγκυμοσύνη
αγκαστουλουγιέμι || Λέσβος || εγκυμονώ
αγκάστρ || Θάσος, Λάρισα, Λέσβος
|| εγκυμοσύνη
αγκαστρά || Κοζάνη || εγκυμοσύνη
αγκαστράδα || Κύθηρα || έγκυος
αγκάστρι || Θήρα, Ινέπολη*, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κύθηρα,
Ρόδος, Σινώπη* || εγκυμοσύνη
αγκαστρία || Κύθηρα || εγκυμοσύνη
αγκαστριά [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || Ημαθία, Θεσπρωτία, Ιωάννινα, Καστοριά, Κοζάνη,
Λάρισα, Λευκάδα, Πάργα, Πιερία, Σουφλί || εγκυμοσύνη
αγκάστριν || Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κύπρος, Ρόδος || εγκυμοσύνη
αγκαστρούλα || Σύρος || έγκυος
αγκάστρουμα || Καστοριά, Λάρισα || εγκυμοσύνη
αγκαστρουμέν || Ευρυτανία, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Καστοριά,
Λάρισα, Λέσβος, Σέρρες, Τρίκαλα || έγκυος
αγκάστρουτ || Ιωάννινα, Καβακλί* || αγκάστρωτη
αγκάστρουτη || Μάνη || αγκάστρωτη
αγκαστρωμέν [Μέγας 1975] || Κουβούκλια*, Λευκάδα
|| έγκυος
αγκαστρωμένη || Αρκαδία, Αμοργός, Θήρα, Κάλυμνος, Κρήτη,
Κύπρος, Λέρος, Λευκάδα, Μάνη, Ρόδος, Σύρος || έγκυος
αγκαστρώννουμαι || Κύπρος || γκαστρώνομαι
αγκαστρώννω || Κάρπαθος, Κύπρος
|| γκαστρώνω
αγκαστρώνου || Ίμβρος, Καστοριά, Κοζάνη, Λάρισα, Λέσβος,
Νιγρίτα, Σιάτιστα, Τρίκαλα, Χαλκιδική || γκαστρώνω
αγκαστρώνουμι || Καστοριά, Σέρρες, Τρίκαλα || γκαστρώνομαι
αγκαστρώνω || Λευκάδα, Πάργα || γκαστρώνω
αγκαστρώνω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κεφαλονιά, Κύπρος || γκαστρώνω
αγκάστρωτη
[Βεντότης 1790] || δημοτική || αγάστρωτη,
αγκάστρουτ, αγκάστρουτη || αγκάστρωτη
αγκαστσώνουμι || Αϊβαλί*, Λέσβος,
Μοσχονήσι* || γκαστρώνομαι
αγκάτ || Φερτέκι* || αγκάθι
αγκάτ || Βελβεντός || ανάκατα
αγκάτημα || Τσακωνιά || περίφραξη
άγκατθας || Κάλυμνος || αγκαθάρα
άγκατθας || Κάλυμνος || αγκάθι
αγκάτθι || Κάλυμνος, Νίσυρος
|| αγκάθι
αγκάτθιν || Νίσυρος || αγκάθι
άγκατθος || Χίος || αγκαθάρα
αγκατθωτός || Κάλυμνος || αγκαθωτός
αγκατιάζω || Κύπρος || κοιτάζω
αγκατιτέ || Τσακωνιά || περιφραγμένος
αγκάτιτε || Τσακωνιά || άφραχτος
αγκατό || Απουλία || εκατό
αγκατού || Τσακωνιά || περιφράσσω
αγκάτσαρας || Ρόδος || λαδανιά
αγκατσαριά || Ρόδος || λαδανιά
αγκάττα || Ρόδος || αγκάθι
αγκαττερόν || Κύπρος || αγκαθότοπος
αγκαττερός || Κύπρος || αγκαθερός
αγκάττι || Απουλία || αγκάθι
αγκάττιν || Κύπρος || αγκάθι
αγκαττιτάρι || Ρόδος || αγκαθομανίταρο
αγκαττίτης || Χίος || αγκαθομανίταρο
άγκαττος || Κύπρος || τσουκνίδα
αγκάφ || Αραβανί* || αγκάθι
αγκαφάου || Φθιώτιδα || ακουμπώ
αγκαφάς || Κύθηρα || σβέρκος
αγκάφστους || Γρεβενά || αγάβγιστος
αγκβό || Απουλία || αβγό
αγκβοθότσι || Καλαβρία || φώλι
αγκβούκι || Καλαβρία || αβγουλάκι
αγκβούτα || Καλαβρία || αβγοκουλούρα
αγκδέλ || Θάσος, Ίμβρος || αγκιδούλα
αγκδούδ || Θάσος || αγκιδούλα
αγκδούκλα || Θάσος || αγκαθάρα
αγκδούλ || Αιτωλοακαρνανία || αγκιδούλα
άγκε || Τσακωνιά || άντε
αγκειό [Germano 1622] || ουροδοχείο
αγκεκά || Σαμψούντα*, Χαλδία*
|| ανάκατα
αγκέλ || Σάμος || αγκύλι
αγκελάδα || Κύθηρα || αγελάδα
αγκέλαμος || Κρήτη || αγιάλοπας
αγκελάντα || Απουλία || αγελάδα
αγκελάτα || Απουλία || αγελάδα
αγκέλη || Μάνη || αγκάθι
αγκελίζω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγκυλώνω
αγκελόνι || Κορινθία, Κύθηρα
|| αγκάθι
αγκελόνι
[Χελδράιχ 1926] || λαγομηλιά
αγκελοπίος || Κύθηρα || αγκαθωτός
αγκελουμά || Μάνη || αγκύλωμα
αγκέλουμα || Άρτα, Μάνη || αγκύλωμα
αγκελούνου || Μάνη || αγκυλώνω
αγκελουπίος || Κύθηρα || αγκαθωτός
αγκέλουση || Μάνη || αγκύλωμα
αγκελωθιά || Ηλεία || αγκαθότοπος
αγκέλωμα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αχαΐα, Κεφαλονιά, Κύθηρα,
Μεσσηνία || αγκύλωμα
αγκελωματέα || Κύθηρα || αγκύλωμα
αγκελώνομαι || Ιθάκη || αγκυλώνομαι
αγκελώνουμαι || Μεσσηνία || αγκυλώνομαι
αγκελώνω || Ηλεία, Κύθνος || ενοχλώ
αγκελώνω || Λακωνία || κρατιέμαι
αγκελώνω
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Αχαΐα, Αρκαδία, Βιθυνία*,
Ζάκυνθος, Ηλεία, Ιθάκη, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κύθηρα, Κύθνος, Λακωνία, Λευκάδα,
Μεσσηνία, Παξοί, Σίφνος || αγκυλώνω
αγκελωσιά || Κεφαλονιά || αγκύλωμα
αγκελωσία || Ζάκυνθος || αγκύλωμα
αγκέμ || Χαλκιδική || χαλινάρι
άγκεμπα || Κρήτη || άραγε
αγκενάρι || Λακωνία || άγκινας
αγκένατο || Απουλία || αγίνωτος
άγκεννο || Καλαβρία || άγεννη
αγκέντες || Ζάκυνθος || ατζέντης
αγκεντσία || Ζάκυνθος, Παξοί ||
πρακτορείο
αγκέρα || Απουλία || αέρας
αγκεράκι || Απουλία || γεράκι
αγκερίδα || Νάξος || αρπάγη
αγκερίδα || Μύκονος || γάμπα
αγκερίδα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Νάξος || μαγκούρα
αγκεύω || Κοτύωρα* || αναφέρω
αγκζίθι || Τσακωνιά || αρπάγη
αγκζιότ || Χαλκιδική || μπαρούτι
αγκζότ || Λάρισα || μπαρούτι
αγκηδιώ || Κύθηρα || αηδιάζω
αγκηιριάζομαι || Μάνη || ονειρεύομαι
αγκί || Προποντίδα*, Σινασός* || αγκού
αγκί (το) || Τσακωνιά || αντί
αγκί (του) || Λέσβος || αντί
αγκιά || Λέσβος || άγρωστη
αγκιά || Ιωάννινα || δεντροκορφή
αγκιάδα || Λέσβος || αγριάδα
αγκιάδα || Κρήτη || απάγκιο
άγκιαδο || Κρήτη || απάγκιο
αγκιάζζω || Κως || αδειάζω
αγκιάζζω || Κως || ευκαιρώ
αγκιάζω || Κρήτη || απαγκιάζω
αγκιάθριπους || Λέσβος || αγριάνθρωπος
άγκιακκα || Ρόδος || περίπου
αγκίαλε || Τσακωνιά || αντίλαλος
αγκίαλε || Τσακωνιά || θόρυβος
αγκιαμής || Κάλυμνος || ατζαμής
αγκιανός || Κως || άδειος
αγκιανός || Κως || εύκαιρος
αγκιαού || Τσακωνιά || αντιλαλώ
αγκιάου || Σάμος || ακουμπώ
άγκιασμα || Κρήτη || απάγκιο
αγκιάτα || Απουλία || αγελάδα
αγκιβάτα || Τσακωνιά || εμπόδιο
αγκιγούσα || Τσακωνιά || πικρό
αγκίδ || Θάσος, Λήμνος || αγκίδα
αγκίδ || Θάσος || αγκιδούλα
αγκίδα || & Αδριανούπολη*,
Αιτωλοακαρνανία, Βελβεντός, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θάσος, Θεσπρωτία, Ίμβρος,
Ιωάννινα, Κέρκυρα, Κουβούκλια*, Κρήτη, Λαγκαδάς, Λευκάδα, Μεσσηνία, Νίσυρος,
Πάργα, Πάρος, Σαμοθράκη, Σάμος, Σαράντα Εκκλησιές*, Στενήμαχος*, Τρίγλια*,
Φθιώτιδα, Φωκίδα, Χαλκιδική, Χίος || αγκίδα
αγκίδα || Κρήτη || βοήθεια
αγκίδα || Θάσος || δαδί
αγκίδα || Σιάτιστα || κοπέλα
αγκίδα || Άρτα, Παξοί || παρανυχίδα
αγκίδα
[Somavera 1709] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αγκίδ, αγκίδι, αγκίθα, αγκίλα, ακία, ακίδα,
ακκίδα, ανγκίδα, αντζίδα, αντζίδι, αντσίδα, ατζίδα, ατζίθρα, ατζίλα, ατσία,
ατσίδα, γκίδα, ιγκίθα, οντζία, παραφλέτζα, τσίτα ||
αγκίδα
αγκιδάκι [Somavera 1709] || δημοτική || αγκιδούλα
αγκίδερο || Χίος || αντίδωρο
αγκίδι || Τσακωνιά || πικρό
αγκίδι || Κρήτη, Πελοπόννησος || ραδιουργία
αγκίδι [Βεντότης 1790] || δημοτική || Δέλβινο, Ζάκυνθος, Κρήτη || αγκίδα
αγκιδιά || Τρίκαλα || ραδιουργία
αγκιδιάζω || Θεσπρωτία, Πωγώνι
|| ντρέπομαι
αγκιδιάζω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αθυμώ
αγκιδιαστά || Πωγώνι || ντροπαλά
αγκιδούλα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγκδέλ, αγκίδ, αγκιδάκι,
αγκδούδ, αγκδούλ || αγκιδούλα
αγκίδουρου || Λέσβος || αντίδωρο
αγκίδωμα || Φιλιππούπολη* || αγκύλωμα
αγκιδώνω || Φιλιππούπολη* || αγκυλώνω
αγκιδωτός
[Βεντότης 1790] || αγκριθωτός || αγκιδωτός
αγκιεράκι || Απουλία || βραχοκιρκίνεζο
αγκίζ || Σάντα* || αγκίστρι
αγκιζκινέ || Τσακωνιά || αντικρινός
αγκιζόπον || Σάντα* || αγκιστράκι
αγκιζότη || Ηλεία || αγιζότι
αγκιζότι || Ήπειρος || αγιζότι
αγκίθα || Νάξος || παρανυχίδα
αγκίθα [Λεξικό Ιδρύματος
Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || Ηλεία,
Θεσσαλονίκη, Κοζάνη, Νάξος, Νιγρίτα, Σάμος, Χαλκιδική
|| αγκίδα
αγκίκζι || Τσακωνιά || απέναντι
αγκικζίζου || Τσακωνιά || αντικρίζω
αγκίκου || Τσακωνιά || απέναντι
αγκικουτέ || Τσακωνιά || πικραμένος
αγκικόφου || Τσακωνιά || εμποδίζω
αγκίλα || Μύκονος, Σύρος, Τήνος, Τσακωνιά, Χίος || αγκίδα
αγκίλα || Σύμη || γάμπα
αγκιλάδα || Μοσχονήσι* || αγελάδα
αγκίλαλε || Τσακωνιά || αντίλαλος
αγκιλαλού || Τσακωνιά || αντιλαλώ
αγκιλαλώ || Όφις* || αντιλαλώ
Αγκίλας || Κέρκυρα || Αχιλλέας
αγκιλιά || Κάρυστος || αγκλιά
αγκιλόη || Τσακωνιά || δηλητήριο
αγκιλούκου || Τσακωνιά || ντερλικώνω
άγκιμα || Λέσβος || αγρίεμα
αγκιμάδα || Λέσβος || αγρίεμα
αγκιμός || Λέσβος || αγρίεμα
αγκίνα || Ζάκυνθος || φαρυγγίτιδα
αγκιναμώνω || Κύθηρα || ωριμάζω
αγκινάρα || & Αμοργός, Αρκαδία,
Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κάρπαθος, Κρήτη, Κίμωλος, Λακωνία, Λευκάδα, Ρόδος,
Τσακωνιά, Χαβουτσί* || αγκινάρα
αγκινάρα
[Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | το φυτό Cynara
scolymus: αγκνάρα, αγκινάρι, αγκιναριά, αγκνάρα, αγριοκινάρα, ανγκινάρα,
αντζινάζι, αντζινάρα, αντζίναρε, ατζινάρα, ατζιναρέα, εγκινάρα, ιγκινάρα,
κουκούτσα, τσινάρα || αγκινάρα
αγκινάρι || Κρήτη || αγκινάρα
αγκινάρι || Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κύθνος, Νίσυρος, Σίκινος || αρπάγη
αγκινάρι || Κάλυμνος || γκλίτσα
αγκινάρι || Νίσυρος || μπαστούνι
αγκινάρι || Ικαρία, Κύθνος, Σίκινος || τσιγκέλι
αγκινάρι
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κάρπαθος, Κρήτη || άγκινας
αγκιναριά
[Portius 1635] || δημοτική || Κεφαλονιά,
Κίμωλος, Μήλος || αγκινάρα
αγκιναρόφλο || Παξοί || αγκιναρόφυλλο
αγκιναρόφυλλο
[Βλάχος 1897] || αγκιναρόφλο,
αντζιναλόφυλε || αγκιναρόφυλλο
αγκιναρόχορτο
[Βλαστός 1931] || δημοτική || το φυτό
Papaver hybridum: παπαρούνα || αγκιναρόχορτο
άγκινας
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || το άγκιστρο στην κορυφή
του αδραχτιού: αγκενάρι, αγκινάρι, αγκίνι, αντζενάρι, ατζινάρι || άγκινας
αγκινέλι || Νάξος || τσιγκέλι
αγκίνι || Ιθάκη || αγκίστρι
αγκίνι || Ιθάκη, Κεφαλονιά || άγκιστρο
αγκίνι || Κεφαλονιά || πένα
αγκίνι
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αρκαδία, Αχαΐα, Εύβοια,
Κορινθία || άγκινας
αγκίνιαγος || Κέρκυρα || αχρησιμοποίητος
αγκινιάζου || Χαλκιδική || πρωτοχρησιμοποιώ
αγκινιάζω || Κέρκυρα, Νάξος || πρωτοχρησιμοποιώ
αγκινιάζω || Μύκονος || χρησιμοποιώ
αγκινιασμένος || Μύκονος || χρησιμοποιημένος
αγκίνιαστος || Κάρπαθος, Κρήτη, Ρόδος, Σύμη || αχρησιμοποίητος
αγκίνιαστος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη || καινούριος
αγκίνιαστους || Χαλκιδική || αχρησιμοποίητος
αγκίνιαστους || Χαλκιδική || καινούριος
αγκινίδα || Κρήτη || τσουκνίδα
αγκινιός || Κάλυμνος || αρπάγη
αγκίνιος || Κρήτη || αμεταχείριστος
αγκίνιος || Κρήτη || αφόρετος
αγκίνιος || Άνδρος, Κρήτη, Κως, Μύκονος, Κάλυμνος,
Κάρπαθος, Κρήτη, Νίσυρος, Ρόδος || αχρησιμοποίητος
αγκίνιος || Κάλυμνος || καινούριος
αγκίνιους || Τήνος || καινούριος
αγκίννιος || Κάλυμνος, Κάρπαθος,
Κρήτη, Νίσυρος || αχρησιμοποίητος
αγκινόβατος || Ρόδος || σκυλόβατος
αγκινόστομο || Θήρα || σπιθαμή
άγκιο || Απουλία, Καλαβρία
|| άγιος
άγκιο || Κρήτη || απάγκιο
άγκιο || Πάργα || υπερτίμηση
αγκιόβε || Φθιώτιδα || πάθος
αγκιοή || Τσακωνιά || δηλητήριο
αγκιοή || Τσακωνιά || πίκρα
αγκιόκατα || Λέσβος || αγριόγατα
αγκιόμιλσα || Λέσβος || αγριομέλισσα
αγκιόρνο || Ζάκυνθος || αζούρ
αγκιός || Καλαβρία || αποχωρητήριο
αγκιόστρα
[Γεννάδιος 1914] || μεσαντρούλα
αγκίοτρα
[Χελδράιχ 1926] || μεσαντρούλα
αγκιουκουτέ || Τσακωνιά || πικραμένος
αγκιουνγκέρω || Ζάκυνθος || προσθέτω
αγκιουσταμέντο || Λευκάδα || επιδιόρθωση
αγκιουστάρω || Κέρκυρα || δικαιώνω
άγκιουτε || Τσακωνιά || άντυτος
αγκίρ || Κουβούκλια* || άλογο
αγκιρίζια (τα) || Τήνος || σκατά
αγκιρτώ || Σινασός* || γκαρίζω
αγκίρω || Ζάκυνθος || διαπραγματεύομαι
αγκίς || Όφις*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αγκίστρι
αγκίς || Λέσβος || αντί
αγκίσαρος || Κρήτη || λαδανιά
αγκισέα || Πόντος || αγκιστριά
αγκίσερας || Κέρκυρα || κισσός
αγκισεύω || Οινόη* || αγκιστρώνω
αγκίσηρας || Νάξος, Πάρος || ελαφρόπετρα
αγκίσι || Οινόη*, Όφις* || αγκίστρι
αγκίσιν || Οινόη* || αγκίστρι
αγκισοκλέφτας || Κερασούντα* || αγκιστροκλέφτης
αγκισός || Νάξος || κισσός
αγκίστα || Σαμοθράκη || αγκίστρι
αγκιστά (α) || Τσακωνιά || ευθύνη
αγκιστάρω || Παξοί || αποκτώ
αγκίστιρ || Λήμνος || αγκίστρι
αγκίστρ || Καστοριά, Χαλκιδική
|| αγκίστρι
αγκίστρα || Ινέπολη* || αγκίστρι
αγκιστρέ || Κρήτη || αγκιστριά
αγκιστρέα || Αίγινα, Λακωνία, Μάνη || αγκιστριά
αγκιστρεύω
[Germano 1622] || δημοτική || αγκιστρώνω
αγκίστρι || & Αμοργός, Αρκαδία,
Αχαΐα, Ζάκυνθος, Θήρα, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κρήτη, Λακωνία, Λευκάδα, Μάνη,
Μήλος, Νάξος, Σύρος, Χάλκη || αγκίστρι
αγκίστρι
[Corona Preciosa 1527] || δημοτική || συχν. εμφ.
3 || Buck List
12.75 | Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | αγκίζ, αγκίνι, αγκίς, αγκίσι, αγκίσιν,
αγκίστα, αγκίστιρ, αγκίστρ, αγκίστρα, αγκίστριν, άγκιστρο, αγκνάρ, αγκρίφι,
αντζίσι, αντζίστρα, αντζίστρι, αντζίστριν, ατζίστρ, ατζίστρι || αγκίστρι
αγκιστριά
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αγκισέα, αγκιστρέ,
αγκιστρέα, αντζιστρά, ατζιστρέα || αγκιστριά
αγκίστριν || Κάρπαθος || αγκίστρι
άγκιστρο || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || Μάνη || αγκίστρι
άγκιστρο || λόγιο || αγκίνι || άγκιστρο
αγκιστροκάτσουνας || Κάρπαθος || γάντζος
αγκιστροκλέφτης
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || για ψάρι: αγκισοκλέφτας || αγκιστροκλέφτης
αγκιστρωμένος
[Somavera 1709] || δημοτική || αντζιστρωμένος || αγκιστρωμένος
αγκιστρώννω || Κάρπαθος || αγκιστρώνω
αγκιστρώνομαι
[Somavera 1709] || αγκιστρώνομαι
αγκιστρώνου || Μάνη, Σάμος || αγκιστρώνω
αγκιστρώνω || & Αμοργός, Ζάκυνθος,
Κέρκυρα, Πάργα, Παξοί || αγκιστρώνω
αγκιστρώνω
[Portius 1635] || δημοτική || αγκισεύω,
αγκιστρεύω, αγκιστρώννω, αγκιστρώ, αγκιστρώνου, αγκούκου, αντζιστρούκου,
αντζιστρώνω, γκιστρώνω || αγκιστρώνω
αγκιστρωπός || Μάνη || αγκιστρωτός
αγκιστρωτός
[Germano 1622] || δημοτική || αγκιστρωπός || αγκιστρωτός
αγκιτάρω || Ζάκυνθος || συγχύζω
άγκιτε || Τσακωνιά || άπιωτος
αγκίτς || Βελβεντός, Ημαθία, Κοζάνη || βιολέτα
αγκιφωνού || Τσακωνιά || αντηχώ
αγκιώ || Σάμος || ακουμπώ
αγκλαβανή || Αστυπάλαια || καταπακτή
αγκλαβή || Θάσος || διαθήκη
αγκλαβή || Βουρλά*, Κάλυμνος, Κως,
Λέρος, Λήμνος, Νίσυρος, Ρόδος, Σύμη || προικοσύμφωνο
αγκλαβιτσιά || Στερεά || φιλυρέα
αγκλαβουτσιά || Αχαΐα || φιλυρέα
αγκλαή || Χάλκη || προικοσύμφωνο
αγκλακιά || Θήρα, Κρήτη || τρεχάλα
αγκλαμίδα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || μασούρι
αγκλαντίζου || Σουφλί || καταλαβαίνω
αγκλάω || Μάνη || αντλώ
αγκλέορα || Τσακωνιά, Λακωνία
|| αγλέορας
αγκλέορας || Αρκαδία, Ηλεία, Λευκάδα || αγλέορας
αγκλέουρας
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αρκαδία, Ζάκυνθος, Ηλεία,
Κεφαλονιά, Λακωνία, Μεσσηνία || αγλέορας
αγκλεούρι || Ζάκυνθος, Κεφαλονιά || πίκρα
αγκλεουρίζω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγλεουρίζω
αγκλέφαρου || Λάρισα || κούτελο
αγκλέφαρους || Λαγκαδάς, Χαλκιδική
|| κούτελο
αγκληδόνα || Σαμψούντα* || δενδροβάτραχος
αγκλησιά || Ίμβρος, Λαγκαδάς
|| εκκλησία
αγκλησία || Απουλία || εκκλησία
αγκλήσιαστος || Αρκαδία || ανεκκλησίαστος
αγκλήσιαστους || Ίμβρος || ανεκκλησίαστος
αγκλησίδ || Ίμβρος || εκκλησάκι
αγκλί || Σάμος, Χίος || αγκλιά
αγκλιά || & Αϊβαλί*,
Αιτωλοακαρνανία, Αμοργός, Άνδρος, Αρκαδία, Εύβοια, Ηλεία, Κέα, Κορινθία,
Κύθνος, Λέσβος, Μύκονος, Νίσυρος, Σάμος, Χίος || αγκλιά
αγκλιά || Λέσβος, Ρόδος, Σάμος || νεροκολοκύθα
αγκλιά || Σάμος || σκελίδα
αγκλιά || Μαγνησία, Σάμος ||
φλασκί
αγκλία || Αυλωνάρι, Κονίστρες,
Κύθνος, Κύμη, Χίος || αγκλιά
αγκλιά
[Ηπίτης 1908] || δημοτική || δοχείο
για άντληση υγρών (συνήθως αποξηραμένη και κομμένη νεροκολοκύθα): αβγοκαύκι,
αγκλί, αγκλία, αγκιλιά, αγλκιστήρι, αγκλούπ, αγκλούπα, αγκλούπι, αγκλούππι,
αγκλούπφα, αγκλούπφι, αγλιά, αγλιστήρι, αγλιτήρι, αγλούπα, αγλούπι, αγλούπιν,
αγλοτήρι, ακλούμπι, αγκουλιά, λαβούτα, αλαλαγκίτα, ανγκλούπι, αντιλιά, αντιλίν,
αντιλλιά, αντλιά, αντούλλα, αντουλλιά, αντουλλίν, αντουλιούριν, αυλοκαύκι,
γαλιά, κολοτζιά || αγκλιά
αγκλιάζζω || Νίσυρος || αντλώ
αγκλίδα || Δέλβινο, Πωγώνι ||
σόι
αγκλιδέρα
[Βλαστός 1931] || Αιτωλοακαρνανία || κατσούνα
αγκλίδι || Δέλβινο || τσαμπί
αγκλιέφαρους || Χαλκιδική || κούτελο
αγκλίζου || Αιτωλοακαρνανία ||
αντλώ
αγκλίζω
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Μύκονος || αντλώ
αγκλινάρ || Πιερία || παρακλάδι
αγκλιστέρ || Ιωάννινα || κλύσμα
αγκλιστήρι || Αμοργός, Θήρα, Λακωνία,
Μάνη || αγκλιά
αγκλιστίρ || Ιωάννινα || κλύσμα
αγκλιστίρι [Germano 1622] || Κέρκυρα, Τσακωνιά || κλύσμα
αγκλίστρημα || Ήπειρος || γλίστρημα
αγκλιστρώ || Ήπειρος || γλιστρώ
αγκλίτσα [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || Αργολίδα, Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Αχαΐα,
Ζάκυνθος, Εύβοια, Ευρυτανία, Ηλεία, Ιωάννινα, Κεφαλονιά, Κορινθία, Λευκάδα,
Μάνη, Μέγαρα, Σκόπελος, Τρίκαλα, Φωκίδα, Χαλκιδική
|| γκλίτσα
αγκλιώ || Σύρος, Χίος || αντλώ
αγκλού || Μάνη || αντλώ
αγκλούθα || Καστελλόριζο || τσουκνίδα
αγκλουθάω || Λακωνία || ακολουθώ
άγκλουθο || Μάνη || ύστερο
αγκλουθού || Μάνη || ακολουθώ
αγκλουθώ || Καστελλόριζο, Λακωνία
|| ακολουθώ
αγκλουνιάζου || Λήμνος || αρχίζω
αγκλουνιάζουμ || Ίμβρος || αρχίζω
αγκλούπ || Άνδρος, Σάμος || αγκλιά
αγκλούπα || Κως, Νίσυρος, Ρόδος || αγκλιά
αγκλούπα || Άνδρος || κεφάλα
αγκλούπι || Αστυπάλαια, Κως, Νίσυρος,
Ρόδος, Σύμη || αγκλιά
αγκλουπιά || Κως || νεροκολοκυθιά
αγκλούππι || Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κως,
Χάλκη || αγκλιά
αγκλούπφα || Κάλυμνος, Νίσυρος || αγκλιά
αγκλούπφι || Κάλυμνος, Νίσυρος || αγκλιά
αγκλούτσα [Γούλας 1961] || δημοτική || Μαγνησία, Χαλκιδική
|| γκλίτσα
αγκλύζω || Χαλδία* || νερώνω
αγκλώ [Λεξικό
Πρωίας 1933] || δημοτική || Θήρα,
Λακωνία, Παξοί, Σάντα* || αντλώ
αγκλώνου || Ευρυτανία || αγκυλώνω
αγκλώνουμι || Σέρρες || αγκυλώνομαι
αγκμπέτ || Σάμος || τελικά
αγκμπίζου || Ίμβρος || ακουμπώ
αγκμπώ || Ίμβρος, Σάμος || ακουμπώ
αγκνάρ || Θάσος || αγκίστρι
αγκνάρα || Λήμνος || αγκινάρα
αγκό || Απουλία, Καλαβρία
|| αβγό
αγκοδέρου || Τσακωνιά || αγκομαχώ
αγκοθότσι || Καλαβρία || φώλι
αγκοθούτσι || Καλαβρία || φώλι
αγκόλαβους || Κοζάνη || γυμνός
αγκολάω || Μάνη || απομακρύνω
αγκολάω || Μάνη || διώχνω
αγκόλημα || Λακωνία || καταδίωξη
αγκόλι || Μάνη || καταδίωξη
αγκόλιαβους || Κοζάνη || γυμνός
αγκόλφ || Ιωάννινα, Σαμοθράκη || γκόλφι
αγκόλφ || Ιωάννινα || φυλαχτό
αγκόλφι || Πάργα || γκόλφι
αγκολώ || Χίος || καταδιώκω
αγκομάσημα || Κάλυμνος || αγκομαχητό
αγκομάσησμαν || Κύπρος || αγκομαχητό
αγκομασητό || Κάλυμνος || αγκομαχητό
αγκομαχάου || Ηλεία, Μεσσηνία ||
αγκομαχώ
αγκομαχάω
[Γούλας 1961] || δημοτική || Αρκαδία,
Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κάρυστος, Κεφαλονιά, Λακωνία, Μεσσηνία, Παξοί,
Προποντίδα* || αγκομαχώ
αγκομάχημα [Βεντότης
1790] || δημοτική || Κάρπαθος, Κρήτη, Λευκάδα, Παξοί || αγκομαχητό
αγκομάχημαν || Κύπρος || αγκομαχητό
αγκομάχησμα [Somavera
1709] || δημοτική || Κεφαλονιά, Κρήτη, Παξοί, Πάρος || αγκομαχητό
αγκομαχητό || & Βουρλά*, Ζάκυνθος,
Ηλεία, Θήρα, Λευκάδα, Μήλος, Παξοί,Σύρος || αγκομαχητό
αγκομαχητό
[Βλαστός 1931] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αγκομάσημα, αγκομάσησμαν, αγκομασητό,
αγκομάχημα, αγκομάχημαν, αγκομάχησμα, αγκομαχιό, αγκομαχισμός, αγκουμάσησμαν,
αγκουμάχημαν, αγκουμαχητόν, αγκουμαχτό, ασκομάχημα, ασκομαχημός, ασκομαχητό,
ασκομάχι, γκουμάχημα, γκουμαχητό || αγκομαχητό
αγκομαχιό || Παξοί || αγκομαχητό
αγκομαχιούμαι || Ζάκυνθος || αγκομαχώ
αγκομαχισμός || Θράκη || αγκομαχητό
αγκομαχιώμαι || Κεφαλονιά || αγκομαχώ
αγκομάχομαι || Κάρπαθος || αγκομαχώ
αγκομαχού || Τσακωνιά || αγκομαχώ
αγκομαχώ || & Αρκαδία, Ζάκυνθος,
Βουρλά*, Θεσπρωτία, Θήρα, Κάρπαθος, Κρήτη, Λευκάδα, Πάρος, Σίφνος, Χίος || αγκομαχώ
αγκομαχώ
[Germano 1622] || δημοτική || αγκοδέρου,
αγκομαχάου, αγκομαχάω, αγκομαχιούμαι, αγκομαχιώμαι, αγκομάχομαι, αγκομαχού,
αγκουμαχάου, αγκουμαχάω, αγκουμαχού, αγκουμαχώ, αγκοφορώ, ασκοδέρνω, ασκομαχάω,
ασκομαχώ, γκομαχώ, γκουγκουμαχώ, γκουμαχώ, μίσω || αγκομαχώ
αγκονατίτζω || Καλαβρία || γονατίζω
αγκονατίτσω || Καλαβρία || γονατίζω
αγκόνι || Κύθηρα || γόνος
αγκονίζω || Κύπρος || κληροδοτώ
αγκονίν || Κύπρος || κληροδότημα
αγκόννω || Καστελλόριζο || στεναχωριέμαι
αγκόννω || Καστελλόριζο || στεναχωρώ
αγκονυζά || Κρήτη || ακόνυζα
αγκοπανιά || Κεφαλονιά || μονοκοπανιά
αγκορά || Απουλία || χωριό
άγκορα [Λεξικό Δημητράκου
1933] || δημοτική || Κέρκυρα || άγκυρα
αγκοράρω || Ζάκυνθος, Κέρκυρα || αγκυροβολώ
αγκορδακιά || Ρόδος || μωρολογία
αγκορδακίζω || Ρόδος || μωρολογώ
αγκορέτα || Κέρκυρα || αγκουρέτο
αγκόρι || Κρήτη || αγόρι
αγκόριτζα || Αυλωνάρι || γκορτσιά
αγκοριτζιά || Παλιά Αθήνα || γκορτσιά
αγκοριτζίτσα || Αυλωνάρι || γκοριτσούλα
αγκοριτσά || Βουρλά*, Κάρυστος, Μέγαρα, Μεσσηνία || γκορτσιά
αγκορίτσα || Μέγαρα || γκορτσιά
αγκόριτσε || Τσακωνιά || γκόρτσο
αγκοριτσία || Τσακωνιά || γκορτσιά
αγκοριτσιά
[Γεννάδιος 1914] || γκορτσιά
αγκόριτσο || Μεσσηνία || γκόρτσο
αγκοριτσούλα || Αρκαδία, Μεσσηνία
|| γκοριτσούλα
αγκόρνιτσα || Σκόπελος || γκορτσιά
αγκόρνιτσο || Τρίγλια* || γκόρτσο
αγκορντακιά || Ρόδος || ξεδιαντροπιά
αγκόρντσου || Χαλκιδική || γκόρτσο
αγκόρτζ || Ευρυτανία, Φθιώτιδα || γκόρτσο
αγκορτζά || Εύβοια || γκορτσιά
αγκόρτζα || Σάμος || γκορτσιά
αγκόρτζα || Εύβοια || γκόρτσο
αγκόρτζου || Βόρεια Εύβοια, Χαλκιδική || γκόρτσο
αγκόρτς || Φωκίδα || γκόρτσο
αγκόρτσα || Αιδηψός || γκορτσιά
αγκόρτσα || Φωκίδα || γκόρτσο
αγκορτσά
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αρκαδία, Βουρλά*, Εύβοια,
Μεσσηνία || γκορτσιά
αγκόρτσι || Μεσσηνία || γκόρτσο
αγκορτσιά
[Βλαστός 1931] || Αρκαδία,
Ηλεία, Λακωνία, Μέγαρα, Μεσσηνία || γκορτσιά
αγκόρτσο || Αρκαδία, Ηλεία, Λακωνία,
Μεσσηνία || γκόρτσο
αγκόρτσου || Θεσσαλονίκη, Καρδίτσα,
Κοζάνη, Φθιώτιδα, Φωκίδα || γκόρτσο
αγκορτσούλα || Μεσσηνία || γκοριτσούλα
αγκόρφ || Σάμος || γκόλφι
αγκόρφι || Βουρλά*, Ικαρία,
Καστελλόριζο, Ρόδος, Σύμη || γκόλφι
αγκόρφιν || Κάρπαθος, Κύπρος, Κως,
Λιβίσι*, Σύμη, Ρόδος || γκόλφι
αγκός || Ινέπολη* || αγκώνας
άγκος || Κύπρος || εξόγκωμα
αγκοτανίτζω || Απουλία || γονατίζω
αγκοτότσι || Απουλία || φώλι
αγκότσα || Θεσσαλία || καλικούτσα
αγκότσια || Ευρυτανία, Φθιώτιδα || καλικούτσα
αγκού || μωρουδίστικο: αγκί,
άγκου, άγουανκ, άνκου, γκου || αγκού
άγκου || Κάρπαθος, Καστελλόριζο,
Κεφαλονιά || αγκού
αγκουανό || Κρήτη || λίπασμα
αγκουανός || Κρήτη || λίπασμα
αγκουάντω || Απουλία || βγάζω
αγκούδαρος || Κρήτη || αγούδουρας
αγκούδουρας || Κρήτη || αγούδουρας
αγκουθόκι || Καλαβρία || φώλι
αγκουϊνό || Καλαβρία || αυγερινός
αγκουΐντζω || Κάρπαθος || γρυλίζω
αγκούκου || Τσακωνιά || αγκιστρώνω
αγκούκου || Τσακωνιά || κρατιέμαι
αγκούλα || Κύπρος || καμπή
αγκούλα || Κάρυστος || καμπούρα
αγκούλα || Εύβοια, Μαγνησία, Παλιά
Αθήνα || κατσούνα
αγκούλα || Μέγαρα || κούρμπα
αγκούλα || Σκόπελος || στραβάδα
αγκούλα || Κύπρος || στροφή
αγκούλα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αιτωλοακαρνανία, Εύβοια,
Παλιά Αθήνα || μαγκούρα
άγκουλας || Κονίστρες || αγκώνας
αγκουλιά || Βόρεια Εύβοια || αγκλιά
αγκούλλα || Καλαβρία || μαγκούρα
άγκουλου || Καλαβρία || άλογο
αγκουμάς || Ρόδος || κοτέτσι
αγκουμάσησμαν || Καστελλόριζο || αγκομαχητό
αγκουμάσισμα || Καστελλόριζο || λαχάνιασμα
αγκουμαχάου || Αιτωλοακαρνανία, Σάμος, Σκόπελος, Φθιώτιδα,
Φωκίδα || αγκομαχώ
αγκουμαχάω || Αίγινα, Μεσσηνία
|| αγκομαχώ
αγκουμάχημαν || Λιβίσι* || αγκομαχητό
αγκουμαχητόν || Λιβίσι* || αγκομαχητό
αγκουμαχού || Λιβίσι* || αγκομαχώ
αγκουμαχτό || Αιτωλοακαρνανία, Σκόπελος || αγκομαχητό
αγκουμαχώ || Καστελλόριζο, Σάμος, Τήνος, Χαλκιδική || αγκομαχώ
αγκουμούλλα || Λέρος || πεζούλι
αγκουμπέτι || Θεσπρωτία || τελικά
αγκουμπώ || Πάρος, Σύρος || ακουμπώ
αγκουνάρ || Αϊβαλί*, Αιτωλοακαρνανία,
Άρτα, Γρεβενά, Ευρυτανία, Θεσσαλονίκη, Καρδίτσα, Κοζάνη, Λαγκαδάς, Λέσβος,
Μαγνησία, Μοσχονήσι*, Σάμος, Σκόπελος, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Φωκίδα, Χαλκιδική || αγκωνάρι
αγκουνάρι || Ηλεία, Λακωνία || αγκωνάρι
άγκουνας || Αϊβαλί*, Βελβεντός, Ιωάννινα, Καστοριά,
Κοζάνη, Κονίστρες, Κρήτη, Κύμη, Λέσβος, Λιβίσι*, Μοσχονήσι*, Σάμος, Σκόπελος,
Φθιώτιδα, Χαλκιδική || αγκώνας
άγκουνας || Αδριανούπολη*, Ίμβρος,
Λέσβος, Μακεδονία, Σαράντα Εκκλησιές* || άμβωνας
αγκουνή || Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Βελβεντός, Ευρυτανία,
Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Κοζάνη, Κονίστρες, Σιάτιστα, Φθιώτιδα, Φωκίδα || γωνιά
αγκουνή || Ευρυτανία, Καρδίτσα, Φθιώτιδα || στια
αγκουνιά || Άρτα, Σάμος, Τρίκαλα, Φθιώτιδα || αγκωνιά
αγκουνιά || Βελβεντός, Καστοριά, Φωκίδα || γωνιά
αγκουνιάζου || Ίμβρος, Μάνη, Τρίκαλα || γωνιάζω
αγκούνιασμα || Μάνη || γώνιασμα
αγκουνιασμένους || Αιτωλοακαρνανία || γωνιασμένος
αγκουνόχερο || Λακωνία || αγκώνας
αγκούντα || Καλαβρία || αβγοκουλούρα
αγκούντι || Απουλία || αβγουλάκι
αγκουό || Απουλία, Καλαβρία
|| αβγό
αγκουού || Καλαβρία || αβγό
αγκουπάς || Τήλος || σβέρκος
αγκουπέτ || Λάρισα || τελικά
αγκούρα || Κρήτη || ψωλάρα
άγκουρα [Germano 1622] || δημοτική || Αίγινα, Άνδρος, Ζάκυνθος, Ικαρία, Κάλυμνος,
Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κρήτη, Κύθηρα, Κύπρος, Κως, Μάνη, Μύκονος, Νίσυρος,
Παξοί, Πάργα, Ρόδος, Σάμος, Σύμη, Τσακωνιά, Χάλκη
|| άγκυρα
αγκουράγιο || Μύκονος || αγκυροβόλιο
αγκουρέτο || Κέρκυρα || πολυάγκιστρο
αγκουρέτο
[Βλάχος 1897] || δημοτική || μικρή
άγκυρα: αγκορέτα, αγκουρέτου || αγκουρέτο
αγκουρέτου || Σκόπελος || αγκουρέτο
αγκουρίδα [Corona Preciosa 1527] || αγουρίδα
αγκουρίζω [Brighenti 1912] || δημοτική || τραυλίζω
αγκούριο || Ζάκυνθος || γούρι
αγκούριο || Ζάκυνθος || έθιμο
αγκουριτσά || Κύθνος || γκορτσιά
αγκουρμάζομαι || Αχαΐα, Ζάκυνθος ||
αφουγκράζομαι
αγκουρμάζουμαι || Ζάκυνθος, Ηλεία ||
αφουγκράζομαι
αγκουρνιτζιά || Χαλκιδική || γκορτσιά
αγκουρνιτσά || Σκόπελος || γκορτσιά
αγκουρνιτσιά || Χαλκιδική || γκορτσιά
αγκουρνιτσόχλαδου || Χαλκιδική || γκόρτσο
αγκουρρίζζω || Καλαβρία || γρυλίζω
αγκουρτζιά || Βόρεια Εύβοια, Ευρυτανία,
Φθιώτιδα, Χαλκιδική || γκορτσιά
αγκουρτσά || Βουρλά*, Μακεδονία,
Φθιώτιδα, Φωκίδας || γκορτσιά
αγκουρτσιά || Αιτωλοακαρνανία,
Ευρυτανία, Θεσσαλονίκη, Κοζάνη, Φθιώτιδα, Φωκίδα, Χαλκιδική || γκορτσιά
αγκουρτσούλα || Αιτωλοακαρνανία, Φωκίδα || γκοριτσούλα
αγκουρώνω || Βιθυνία* || γουρλώνω
αγκούς || Καρδίτσα || κήλη
αγκούσα || Βουρλά*, Κοζάνη, Κρήτη, Πάργα, Χαλκιδική || άγχος
αγκούσα || Ζάκυνθος, Ηλεία, Ιωάννινα, Καστοριά, Κέρκυρα,
Κεφαλονιά, Κύθηρα, Λευκάδα || βαρυστομαχιά
αγκούσα || Αρκαδία, Κύθνος, Λακωνία, Μεσσηνία, Φθιώτιδα,
Χαλκιδική || καύσωνας
αγκούσα || Αλόννησος, Μαγνησία,
Σκόπελος || πρόλοβος
αγκούσα [Βεντότης 1790] || δημοτική || Αιτωλοακαρνανία, Αρκαδία, Άρτα, Αχαΐα,
Βουρλά*, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Κάρυστος, Κοζάνη, Κορινθία, Κρήτη, Λακωνία,
Μαγνησία, Μεσσηνία, Παξοί, Πάργα, Σάμος, Τσακωνιά, Φθιώτιδα || δύσπνοια
αγκούσα [Βλαστός 1931] || Αιτωλοακαρνανία, Αρκαδία, Άρτα, Βελβεντός,
Βουρλά*, Θεσπρωτία, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Κέρκυρα, Κοζάνη, Κρήτη, Λακωνία,
Λευκάδα, Μάνη, Μεσσηνία, Παξοί, Σιάτιστα, Τσακωνιά, Φθιώτιδα || στεναχώρια
αγκούσα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || κυνάγχη
αγκούσα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || λόξιγκας
αγκουσέβω
[Βλαστός 1931] || στεναχωριέμαι
αγκούσεμα || Παξοί || στεναχώρια
αγκουσεμένος || Βουρλά* || στεναχωρημένος
αγκουσεμός || Κρήτη || άγχος
αγκουσεμός || Κρήτη || δύσπνοια
αγκουσεμός || Παξοί || στεναχώρια
αγκουσεύομαι
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Θεσπρωτία, Κεφαλονιά,
Παξοί || στεναχωριέμαι
αγκουσεύου || Αίνος* || λαχανιάζω
αγκουσεύου || Μάνη || στεναχωρώ
αγκουσεύουμαι || Ηλεία, Μεσσηνία ||
ζεσταίνομαι
αγκουσεύουμαι || Ηλεία, Μεσσηνία ||
στεναχωριέμαι
αγκουσεύω || Κέρκυρα || βαρυστομαχιάζω
αγκουσεύω || Μεσσηνία || ζεσταίνομαι
αγκουσεύω || Ηλεία || λαχανιάζω
αγκουσεύω [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Ήπειρος, Κεφαλονιά, Λευκάδα, Παξοί || στεναχωρώ
αγκουσεύω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || δυσφορώ
αγκουσεφτά || Λευκάδα || ξέγνοιαστα
αγκουσιά || Ηλεία || δύσπνοια
αγκουσιά || Πάρος || στεναχώρια
αγκούσια || Κύθνος, Μύκονος, Τήνος, Χίος || στεναχώρια
αγκουσιάζω || Αρκαδία, Μεσσηνία || δυσφορώ
αγκουσιάζω || Αρκαδία || ζεσταίνομαι
αγκουσιάζω || Αχαΐα, Κορινθία, Μεσσηνία || λαχανιάζω
αγκούσιμα || Αιτωλοακαρνανία ||
ζαλάδα
αγκούσιμα || Αιτωλοακαρνανία ||
στεναχώρια
αγκουσομανάω || Ήπειρος || λαχανιάζω
αγκουσομάνημα || Ήπειρος || δύσπνοια
αγκουσομανώ
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || θρασομανώ
αγκουστέρα || Αχαΐα, Εύβοια, Λακωνία, Μαγνησία, Τρίκαλα,
Φθιώτιδα || σαύρα
αγκουστιρίτσα || Σκόπελος || σαύρα
Άγκουστο || Απουλία || Αύγουστος
αγκούτικας || Κεφαλονιά || σβέρκος
αγκούτκας || Χαλκιδική || ινίο
αγκούτκας || Χαλκιδική || σβέρκος
αγκούτσα || Σκόπελος || ορνιθοσκαλίσματα
αγκούτσα
[Βλαστός 1931] || Εύβοια,
Αιτωλοακαρνανία, Σάμος, Φωκίδα || κατσούνα
αγκούτσα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Βοιωτία, Εύβοια, Μάδυτος*, Σάμος, Φθιώτιδα,
Φωκίδα, Χαλκιδική || γκλίτσα
αγκούτσακας || Κρήτη || γκορτσιά
αγκούτσακας || Κρήτη || μυρμηγκιά
αγκουτσάπιδο || Κρήτη || γκόρτσο
αγκουτσκάλιστους || Μακεδονία || ασκάλιστος
αγκουτσκάλιτους || Μακεδονία || ασκάλιστος
αγκουτσουνάδα || Κρήτη || παπαρούνα
αγκούφ || Αδριανούπολη*, Αίνος* || τυλιγάδι
αγκουφαλιά || Κέρκυρα || κουφάλα
αγκουφαριέμαι || Θήρα || λαχανιάζω
αγκούφι [Somavera 1709] || δημοτική || τυλιγάδι
αγκουφίζω || Χίος || ξεχερσώνω
αγκουφίζω [Somavera 1709] || δημοτική || Σύμη || τυλιγαδιάζω
αγκούφισμα [Somavera 1709] || δημοτική || Αδριανούπολη*, Αίνος* || τυλιγάδιασμα
αγκουφιστής [Somavera 1709] || δημοτική || τυλιγάρης
αγκοφοριχιά || Κύπρος || στεναχώρια
αγκοφορώ || Χίος || βογκώ
αγκοφορώ [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγκομαχώ
άγκρα || Απουλία, Καλαβρία
|| άκρη
αγκραβανιά || Κύθηρα || αγκάβανος
αγκραβάρω || Κύθηρα || αναγκάζω
αγκραβάρω || Κύθηρα || εξαναγκάζω
αγκράβιο || Ζάκυνθος || ενόχληση
αγκράζομαι || Κύμη, Σκύρος || υπακούω
αγκράζω || Κουβούκλια* || τρέχω
αγκράθτι || Καλαβρία || αδράχτι
αγκραΐκου || Τσακωνιά || γραπώνω
αγκραΐτσα || Τσακωνιά || μαγκούρα
αγκραΐχου || Τσακωνιά || γαντζώνω
αγκραΐχου || Τσακωνιά || γραπώνω
άγκραμα || Τσακωνιά || γάντζωμα
αγκράμι || Καλαβρία || άγρωστη
αγκραμπάτσουτους || Μακεδονία || αγρατζούνιστος
αγκραόζα || Τσακωνιά || αχτένιστη
αγκραούνι || Τσακωνιά || νεοσσός
αγκραπιντάρου || Καλαβρία || γκόρτσο
αγκραππιδέα || Καλαβρία || γκορτσιά
αγκραππίδι || Καλαβρία || γκόρτσο
αγκραππιδία || Καλαβρία || γκορτσιά
αγκράππιδο || Καλαβρία || γκόρτσο
αγκράππιντου || Καλαβρία || γκόρτσο
αγκράριο || Ζάκυνθος || γεωπονικός
αγκράστι || Καλαβρία || αδράχτι
αγκράτο || Αρκαδία || μασίφ
αγκράτος || Αχαΐα || αμιγής
αγκρατσάνστους || Μακεδονία || αγρατζούνιστος
αγκράττι || Καλαβρία || αδράχτι
αγκράφα
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || συχν. εμφ.
3 || τουκάς || αγκράφα
αγκράφτι || Καλαβρία || αδράχτι
αγκρέμγους || Φθιώτιδα || αγκρέμιστος
αγκρέμιγος || Ζάκυνθος, Τραπεζούντα* || αγκρέμιστος
αγκρεμίζου || Μάνη || γκρεμίζω
αγκρέμιθας || Κέρκυρα || αγριοφιστικιά
αγκρέμισμα || Μάνη || γκρέμισμα
αγκρέμιστε || Τσακωνιά || αγκρέμιστος
αγκρέμιστος
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αβούλιαχτος,
αβούλιαχτους, αγκρέμγους, αγκρέμιστε, αγκρέμιγος, αγκρένιστε, αγρέμιστος,
ακρέμιστος || αγκρέμιστος
άγκρεμμα || Καλαβρία || γκρεμός
αγκρεμμός || Κως, Ρόδος || γκρεμός
άγκρεμμος || Ρόδος || γκρεμός
αγκρεμνά || Πάρος || γκρεμοί
άγκρεμνας || Ρόδος || γκρεμός
αγκρέμνιστος || Κονίστρες || αγκρέμιστος
αγκρεμνό || Κίμωλος || γκρεμός
αγκρεμνός || Αυλωνάρι, Κονίστρες,
Κύθνος, Κύμη, Πάρος || γκρεμός
αγκρεμνούγι || Κύμη || γκρεμουδάκι
αγκρεμοβόλισμα || Μάνη || γκρεμοτσάκισμα
αγκρεμός || Αυλωνάρι, Κονίστρες, Λακωνία, Μάνη || γκρεμός
αγκρεμούγι || Κύμη || γκρεμουδάκι
αγκρεμούλακας || Μάνη || γκρεμός
αγκρένιστε || Τσακωνιά || αγκρέμιστος
αγκρένου || Τσακωνιά || γαντζώνομαι
αγκρένου || Τσακωνιά || γραπώνω
αγκρέφαλους || Χαλκιδική || κούτελο
άγκρη || Κύπρος || θυμός
άγκρη || Νίσυρος || καβγάς
άγκρη || Ρόδος || κλάψα
άγκρη [Ηπίτης
1908] || δημοτική || Νίσυρος || έχθρα
άγκρη [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κύπρος, Σύμη || γκρίνια
αγκριάπιδο || Κρήτη || γκόρτσο
αγκριγεύγω || Κρήτη || αγριεύω
αγκριγεύω || Κρήτη || αγριεύω
αγκριγιαματέ || Κρήτη || αγριοματιά
αγκριγιαμάτης || Κρήτη || αγριομάτης
αγκριγιόβουϊδο || Κρήτη || αγριόβοϊδο
αγκριγιοδάφνη || Κρήτη || αγριοδάφνη
αγκριγιόκατος || Κρήτη || αγριόγατος
αγκριγιολάμπαθο || Κρήτη || αγριολάπαθο
αγκριγιολαφίνα || Κρήτη || αγριολαφίνα
αγκριγιολιά || Κρήτη || αγριελιά
αγκριγιομέλισα || Κρήτη || αγριομέλισσα
αγκριγιομούλαρο || Κρήτη || αγριομούλαρο
αγκριγιομούρης || Κρήτη || αγριοπρόσωπος
αγκριγιομούτσουνος || Κρήτη || αγριοπρόσωπος
αγκριγιομυγδαλιά || Κρήτη || πικραμυγδαλιά
αγκριγιοπετεινός || Κρήτη || τσαλαπετεινός
αγκριγιόπρασο || Κρήτη || αγριόπρασο
αγκριγιοπρόσωπος || Κρήτη || αγριοπρόσωπος
άγκριγιος || Κρήτη || άγριος
αγκριγιοσκιά || Κρήτη || αγριοσυκιά
αγκριγιόσκυλος || Κρήτη || αγριόσκυλος
αγκριγιοσπάνακο || Κρήτη || αγριοσπανάκι
αγκριγιοσυκιά || Κρήτη || αγριοσυκιά
αγκριγιόχορτα || Κρήτη || αγριόχορτα
αγκριγιόχορτο || Κρήτη || αγριόχορτο
αγκρίζα || Κύθηρα || τσουκνίδα
αγκρίζι || Καστελλόριζο || νάρκισσος
αγκρίζου || Αϊβαλί*, Λέσβος, Μοσχονήσι* || καυλώνω
αγκρίζουμαι || Κύπρος || μουτρώνω
αγκρίζω || Κύπρος, Λακωνία ||
δυσαρεστώ
αγκρίζω || Κύπρος, Λακωνία ||
θυμώνω
αγκρίζω || Κρήτη || καυλώνω
αγκρίζω || Χίος || προγκάω
αγκρίζω [Βλάχος 1897] || δημοτική || Λακωνία || ενοχλώ
αγκρίθι || Ζάκυνθος, Λακωνία, Μεσσηνία, Τσακωνιά || αγκάθι
αγκρίθι || Τσακωνιά || αρπάγη
αγκριθωτός || Αρκαδία || αγκιδωτός
αγκρίκολος || Κρήτη || αγρότης
αγκρικόννω || Απουλία || αγριεύω
αγκριλουμάτς || Αιτωλοακαρνανία || γουρλομάτης
αγκρινιά || Ζάκυνθος || γρατσουνιά
αγκρινιάζω || Ζάκυνθος || γρατζουνάω
αγκρινιασμένος || Ζάκυνθος || γρατζουνισμένος
αγκρίνιαστα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγρίνιαστα || αγκρίνιαστα
αγκρίνιαστος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγρίνιαστος || αγκρίνιαστος
άγκρινο || Απουλία || ακριανός
αγκριντά || Λαγκαδάς || γρεντιά
αγκρίντα || Απουλία,
Καλαβρία || άργιλος
αγκριντιά || Νιγρίτα || γρεντιά
άγκριντο || Απουλία || αγριελιά
αγκριογιομιλώ || Κρήτη || αγριομιλώ
αγκριοκουμαρία || Τσακωνιά || αγριοκουμαριά
αγκριολιά || Κρήτη || αγριελιά
αγκριουμανέτ || Ιωάννινα || παρακαταθήκη
άγκριπας || Κως || αρπάγη
άγκριση || Κύπρος || δυσαρέσκεια
άγκριση || Κύπρος || θυμός
άγκρισμα || Λέσβος || καύλα
άγκρισμα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || παρενόχληση
άγκρισμαν || Κύπρος, Λακωνία ||
διχόνοια
άγκρισμαν || Κύπρος || δυσαρέσκεια
άγκρισμαν || Κύπρος || θυμός
αγκρισμένος || Κύπρος || θυμωμένος
αγκρισμένους || Λέσβος, Μοσχονήσι*
|| καυλωμένος
αγκρίσμιν || Κύπρος || διχόνοια
αγκρίσμιν || Κύπρος || θυμός
αγκρίφ || αρπάγη
αγκριφάς || Νίσυρος || αρπάγη
αγκρίφας || Ρόδος || αρπάγη
άγκριφας
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κως, Νίσυρος, Ρόδος || αρπάγη
αγκρίφι [Germano 1622] || δημοτική || Καστελλόριζο, Κως, Λακωνία, Νίσυρος, Ρόδος,
Τήλος, Χίος || αρπάγη
αγκρίφι [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || Λακωνία, Μάνη || αγκίστρι
αγκριφιάζομαι || Κύθηρα || αφουγκράζομαι
αγκριφίζω [Somavera 1709] || δημοτική || σκαρφαλώνω
αγκρίφιν || Κως, Νίσυρος || αρπάγη
άγκριφους || Λιβίσι* || αρπάγη
αγκριφώνω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || γαντζώνω
αγκριφώνω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Άνδρος, Χίος || σκαρφαλώνω
αγκριφωτός
[Portius 1635] || δημοτική || γαμψός
αγκριώμι || Σκόπελος || διστάζω
αγκριώνω || Αρκαδία || αγγίζω
αγκριώνω || Λακωνία || μπλέκομαι
αγκρό || Απουλία || υγρός
αγκροβέλανο || Καλαβρία || αγριοβέλανο
αγκρογίδι || Καλαβρία || αγριοκάτσικο
αγκροθαλασσία || Καλαβρία || ακρογιαλιά
αγκρολάχανο
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγουρολάχανο
αγκρομάζομαι || Αρκαδία, Κύθηρα, Λακωνία || αφουγκράζομαι
αγκρομάζουμαι || Αρκαδία, Αχαΐα, Μεσσηνία || αφουγκράζομαι
αγκρονιμιά || Καλαβρία || γνωριμία
αγκροσουτσία || Καλαβρία || αγριοσυκιά
αγκρόσπαρτο || Καλαβρία || σκορπιδόχορτο
αγκρόσυντο || Καλαβρία || αγριόσκυλο
αγκρούβιανος || Αρκαδία || άξεστος
αγκρουμάζομαι || Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία, Μεσσηνία || αφουγκράζομαι
αγκρουμάζουμαι || Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία, Ζάκυνθος || αφουγκράζομαι
άγκρουστας || Κρήτη || άγρωστη
άγκρουστος || Κρήτη || άγρωστη
άγκρουστος || Κρήτη || αιματόχορτο
αγκρυλουματιάζου || Λέσβος || αγριοκοιτάζω
αγκρυλώνου || Αϊβαλί*, Αιτωλοακαρνανία,
Λέσβος, Μοσχονήσι* || γουρλώνω
αγκρυλώνω
[Βλαστός 1931] || γουρλώνω
αγκρύφι
[Germano 1622] || αρπάγη
αγκρύφτα || Ρόδος || κρυφτό
άγκσμα || Φωκίδα || φήμη
αγκσμέν || Σάμος, Σκόπελος ||
τσούλα
αγκστέρα || Εύβοια, Μαγνησία
|| σαύρα
αγκύλ || Πάρος || αγκάθι
αγκύλ || Σάμος || κεντρί
αγκύλα
[Somavera 1709] || Σάμος,
Τήνος || κεντρί
αγκύλα
[Βλαστός 1931] || Βουρλά* || αγκάθι
αγκυλερός
[Βλαστός 1931] || αγκαθωτός
αγκύλι || Σμύρνη* || ψαροκόκαλο
αγκύλι [Germano 1622] || δημοτική || Βουρλά*, Θήρα, Νάξος, Σύρος || αγκάθι
αγκύλι
[Germano 1622] || δημοτική || αγκέλ,
αγκυλίδα, αγκύλωμα, ατζύλ, γκέλι, γκύλι, ντζύλωμα, ντζύλωμα || αγκύλι
αγκύλι [Somavera 1709] || δημοτική || Θήρα || κεντρί
αγκυλίδα || Θήρα || αγκύλι
αγκυλλιάρης || Νίσυρος || πειραχτήρι
αγκυλλώννω || Νίσυρος || αγκυλώνω
αγκυλλώνω || Νίσυρος || ματιάζω
αγκυλόν || Σάμος || αγκάθι
αγκυλόν || Σάμος || κεντρί
αγκυλόνα || Αίνος* || κεντρί
αγκυλότοπος
[Βλάχος 1659] || δημοτική || αγκαθότοπος
αγκύλουμα || Φθιώτιδα || αγκύλωμα
αγκυλοχεύω || Χίος || ενοχλώ
αγκύλωμα
[Germano 1622] || δημοτική || αγκελουμά,
αγκέλουμα, αγκέλουση, αγκέλωμα, αγκελωματέα, αγκελωσία, αγκελωσιά, αγκίδωμα,
αγκύλουμα, αγκυλωμαθιά, αγκυλωματιά, άνγκισμα, τσύλωμα
|| αγκύλωμα
αγκύλωμα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Θράκη || αγκύλι
αγκυλωμαθιά || Θήρα || αγκύλωμα
αγκυλωματιά
[Βλάχος 1659] || δημοτική || αγκύλωμα
αγκυλωμός
[Somavera 1709] || αγκύλωμα
αγκυλώνα
[Βλάχος 1659] || αγκύλωμα
αγκυλώννω || Μάκρη*, Ρόδος, Σύμη, Χίος || αγκυλώνω
αγκυλώνομαι
[Somavera 1709] || δημοτική || αγκαλώνουμι,
αγκελώνομαι, αγκελώνουμαι, αγκλώνουμι || αγκυλώνομαι
αγκυλώνου || Αδριανούπολη*, Αίνος*,
Αιτωλοακαρνανία, Θεσσαλονίκη, Κοζάνη, Μαγνησία, Φθιώτιδα, Φωκίδα, Χαλκιδική || αγκυλώνω
αγκυλώνω || & Αρκαδία, Θήρα,
Κρήτη, Λακωνία, Μάνη, Νάξος, Παξοί, Σύρος, Χίος || αγκυλώνω
αγκυλώνω || Κρήτη || ενοχλώ
αγκυλώνω
[Germano 1622] || δημοτική || αγκαλώνου,
αγκελίζω, αγκελούνου, αγκελώνω, αγκιδώνω, αγκλώνου, αγκυλλώννω, αγκυλώννω,
ανγκαθίζου, ανγκυλώνου, αντζελλώνω, αντζελούκου, αντζεούκου, αντζυλλώνω,
ατζελώνω, ατζλώνου, ατζυλώνου, γκελλώνω, γκελώνω, γκυλλώνω, γκυλώνου,
εντζυλλώνω, εντζυλώνω, ντρουβουλιάζου, ντρουβουλίζου, ντρουβουλώ, τσελλώνω,
τζλώνου, τζυλώνω, τσυλώνου, τσυλώνω || αγκυλώνω
αγκυλωτής
[Somavera 1709] || παρακινητής
αγκυλωτής
[Βλαστός 1931] || πειραξιάρη
αγκυνόστομο
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || κυνόστομο
άγκυρα || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || Buck
List 10.89 | άγκορα, άγκουρα, ανέλλο, άνκουρα, άτζυρα
|| άγκυρα
αγκυρίδα
[Κοντόπουλος 1903] || δημοτική || Κεφαλονιά, Νάξος || κατσούνα
αγκυριδιάζω || Κεφαλονιά || καμπουριάζω
αγκυροβόλι
[Βλαστός 1931] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αγκυροβόλιο
αγκυροβόλιο || λόγιο || συχν. εμφ.
2 || αγκουράγιο,
αγκυροβόλι, αραξά, αραξαβόλι, ραξοβόλι || αγκυροβόλιο
αγκυροβολώ || λόγιο || αγκοράρω, αγκυροβουλού,
ανκοράρω || αγκυροβολώ
αγκυροβουλού || Μάνη || αγκυροβολώ
αγκυρουβουλώ || Σκόπελος || κοιτάζω
αγκφίζου || Αδριανούπολη*, Αίνος* || τυλιγαδιάζω
αγκώ || Βάτικα* || αγκώνας
άγκωμα || Λακωνία || παραφάγωμα
άγκωμα || Παξοί || φουσκοθαλασσιά
άγκωμαν || Κύπρος || θυμός
αγκωμένος || Κύπρος || θυμωμένος
αγκωμένος || Λακωνία || παραφαγωμένος
αγκωνά || Χαβουτσί* || γωνιά
αγκώνα || Σινασός* || άμβωνας
αγκώνα || Θεσπρωτία || στια
άγκωνα || Καλαβρία || αγκώνας
άγκωνα || Αραβανί*, Ουλαγάτς*,
Σίλατα*, Φερτέκι*, Χαβουτσί* || άμβωνας
αγκώνα [Meursius 1614] || Κερασούντα*, Οινόη*, Σαμψούντα*, Σάντα*,
Τραπεζούντα*, Φάρασα*, Χαλδία* || αγκώνας
αγκωνάζι || Τσακωνιά || αγκωνάρι
αγκωνάρι || & Αρκαδία, Αχαΐα,
Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Λακωνία, Λευκάδα, Μεσσηνία,
Νάξος, Παξοί, Τσακωνιά || αγκωνάρι
αγκωνάρι
[Βεντότης 1790] || δημοτική || αγκουνάρ,
αγκουνάρι, αγκωνάζι, αγκωνή, αγκωνάριν, αγκωναρκά, αγκωνία, αγκωνίτς,
αναγκουνάρ, αντιγών, γκωνάρ, γουνιά, καντούνι || αγκωνάρι
αγκωναριά || Κεφαλονιά || πετριά
αγκωναρία || Ζάκυνθος || πετριά
αγκωνάριν || Κάρπαθος, Κύπρος || αγκωνάρι
αγκωναρκά || Κύπρος || αγκωνάρι
αγκωναροδέσι
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγκωναροδεσιά
αγκωναροδεσιά
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αγκωναροδέσι || αγκωναροδεσιά
αγκωναρού || Λακωνία, Μεσσηνία
|| κουτσομπόλα
αγκωναρού || Πελοπόννησος || τσούλα
αγκώνας || & Αιτωλοακαρνανία,
Αργολίδα, Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία, Κοζάνη, Κύπρος, Μελένικο*, Παξοί*, Σαράντα
Εκκλησιές*, Χαλκιδική || αγκώνας
αγκώνας || Ίμβρος || γωνιά
άγκωνας || Αρκαδία, Δαρδανέλια*,
Θήρα, Κάλυμνος, Καστελλόριζο, Προποντίδα*, Ρόδος, Σύμη*, Σωζόπολη*, Τσακήλι* || άμβωνας
αγκώνας
[Meursius 1614] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || Buck List 4.32 | άγκουλας, άγκουνας,
αγκουνόχερο, αγκώ, αγκώνα, άγκωνα, άγκωνας, αγκώνη, αγκωνίτης, αγκωνόχερο,
αγκώς, αναγκώνα, αναγκώνας, άνγκουνας, άνγκωνα, ανιγκώνας, αννκώνα, άντζα,
αρμός, εγκώνας, έγκωνας, ναγκώνα, ντιρσέκ, ντιρσέκι, όγκωνας || αγκώνας
άγκωνας [Βεντότης 1790] || δημοτική || Άνδρος, Αχαΐα, Δέλβινο, Ζάκυνθος, Θήρα,
Ικαρία, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κορινθία, Κρήτη, Κύθηρα, Λακωνία,
Μέγαρα, Μύκονος, Νάξος, Νίσυρος, Πάργα, Πάρος, Ρόδος, Σέριφος, Σύμη, Τήλος,
Τσακήλι*, Χιμάρα || αγκώνας
αγκωνέα || Κύθηρα || αγκωνιά
αγκωνή || Κύπρος || αγκωνάρι
αγκώνη || Σύμη || αγκώνας
αγκωνή [Βεντότης 1790] || δημοτική || Αρκαδία, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Ιωάννινα,
Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κύθηρα, Λακωνία, Λευκάδα, Μάνη, Μέγαρα, Μεσσηνία,
Παξοί, Πάργα, Τσακωνιά || γωνιά
αγκωνή
[Βλαστός 1931] || στια
αγκώνι || Μέγαρα, Χιμάρα || γωνιά
αγκωνία || Χαβουτσί* || αγκωνάρι
αγκωνιά
[Χρηστικό Λεξικό 2016] || δημοτική || συχν. εμφ.
2 || αγκωνέα,
αγκουνιά, γκούνιασμα || αγκωνιά
αγκωνιάζου || Τσακωνιά || γωνιάζω
αγκωνιάζω
[Βλαστός 1931] || δημοτική || Ζάκυνθος,
Κέρκυρα, Κύθηρα, Λακωνία || γωνιάζω
αγκωνιάζω [Βλαστός 1931] || Νάξος || στριμώχνω
αγκωνιάρικο || Κέρκυρα || γωνιακό
αγκωνιάρικος
[Βλαστός 1931] || Ζάκυνθος || γωνιακός
αγκώνιασμα || Κως || γωνιά
αγκώνιασμα
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Αιτωλοακαρνανία,
Ζάκυνθος, Λακωνία || γώνιασμα
αγκωνιασμένος || Ζάκυνθος || γωνιασμένος
αγκωνιαστά
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || γωνιακά
αγκωνίζω
[Βλάχος 1659] || παραγκωνίζω
αγκωνίομαι || Απουλία || αγωνίζομαι
αγκωνίστρα || Θεσπρωτία || στια
αγκωνίτζομαι || Απουλία || αγωνίζομαι
αγκωνίτης || Αστυπάλαια, Θήρα
|| αγκώνας
αγκωνίτς || Σαράντα Εκκλησιές* || αγκωνάρι
αγκώννω || Κύπρος || θυμώνω
αγκώννω || Κύπρος || ντερλικώνω
αγκώνου || Κονίστρες || αηδιάζω
αγκώνου || Μακεδονία, Σκόπελος,
Τρίκαλα || ντερλικώνω
αγκωνόχερο || Λακωνία || αγκώνας
αγκωνόχερο
[Βλαστός 1931] || πήχης
αγκώνω || Κύθηρα, Παξοί || αηδιάζω
αγκώνω || Κύθηρα || βαρυστομαχιάζω
αγκώνω
[Βλάχος 1897] || ογκώνω
αγκώνω
[Γούλας 1961] || δημοτική || χορταίνω
αγκώνω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Ζάκυνθος, Ήπειρος,
Θεσπρωτία, Κάλυμνος, Κέρκυρα, Κόνιτσα, Λακωνία, Παξοί, Πάργα, Σίφνος || ντερλικώνω
αγκώνω
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || παραγεμίζω
αγκώνω
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || πρίζομαι
αγκωνωτός
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || γωνιώδης
αγκώς || Καστελλόριζο || αγκώνας
άγλα || Κύπρος || ατμός
αγλαανή || Κως || καταπακτή
αγλάανος || Χαλδία* || ρηχός
αγλαανωτός || Χαλδία* || επιπόλαιος
αγλαβανή || Αστυπάλαια, Κως || καταπακτή
αγλαβή || Λέσβος || προικοσύμφωνο
αγλαβιτσιά [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Πελοπόννησος || φιλυρέα
αγλαβού || Λέσβος || προικοσύμφωνο
αγλαβουτσιά || Αρκαδία, Αχαΐα || φιλυρέα
αγλάγανος || Σάντα*, Χαλδία* ||
ρηχός
αγλαγανωτός || Χαλδία* || επιπόλαιος
αγλάγκανος || Τραπεζούντα* || ρηχός
αγλαγκανωτός || Τραπεζούντα*, Χαλδία*
|| επιπόλαιος
αγλαδινιά
[Χελδράιχ 1926] || εγλενός
αγλάθασμα || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || σκάψιμο
αγλάθαστος || Τραπεζούντα* || άσκαφτος
αγλαθίαγμαν || Χαλδία* || σκάψιμο
αγλαθίασμαν || Χαλδία* || σκάψιμο
Αγλαΐα || λόγιο || Αγλαϊώ || Αγλαΐα
αγλαΐζου || Μάνη || στολίζω
αγλαΐζω || Λακωνία || στολίζω
αγλάισμα || λόγιο || Λακωνία, Μάνη || στόλισμα
Αγλαϊώ || Σκόπελος || Αγλαΐα
αγλάκητα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άβιαστα
αγλακητός
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || τρεχάτος
αγλακηχτά
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || δρομαίως
αγλάκηχτα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άβιαστα
αγλακηχτής || Κρήτη || δρομέας
αγλακηχτός || Κρήτη || τρεχάτος
αγλάκι || Κρήτη || τρέξιμο
αγλακώ || Θήρα, Κάρπαθος, Κρήτη, Νάξος || τρέχω
άγλαμπρος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κάλυμνος, Ρόδος, Τήλος || λαμπρός
αγλανδινιά || Βοιωτία || φιλυρέα
αγλανιδιά || Εύβοια || φιλυρέα
αγλανιτσιά || Μάδυτος* || φιλυρέα
αγλαντζινιά || Βουρλά* || ζαβολιά
αγλαντζινιά || Βουρλά*, Πελοπόννησος
|| φιλυρέα
αγλαντζινιάρης || Βουρλά* || ζαβολιάρης
αγλαντίζω || Κρήτη || καταλαβαίνω
αγλαντινέα || Μεσσηνία || φιλυρέα
αγλαντινιά || Αρκαδία, Βοιωτία
|| φιλυρέα
αγλαουτσιά || Αρκαδία || φιλυρέα
αγλάτους || Σάμος || εύρωστος
αγλαφάζω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακριβολογώ
αγλαφάζω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || βαθουλώνω
άγλειμα || Ζάκυνθος, Κοζάνη, Σκόπελος, Φθιώτιδα || γλείψιμο
αγλειφομούνι || Ζάκυνθος || γλειφομούνι
άγλειφος || Οινόη*, Τραπεζούντα*,
Χαλδία* || άγλειφος
αγλειφοσκουτελάς || Ζάκυνθος || λαίμαργος
αγλείφου || Αδριανούπολη*, Αίνος*, Αιτωλοακαρνανία,
Βελβεντός, Βόρεια Εύβοια, Γρεβενά, Ημαθία, Θεσσαλία, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα,
Καστοριά, Κοζάνη, Νιγρίτα, Σαράντα Εκκλησιές*, Σέρρες, Σκόπελος, Σουφλί,
Τρίκαλα, Τσακήλι*, Φθιώτιδα, Φιλιππούπολη*, Φωκίδα, Χαλκιδική || γλείφω
αγλείφουμι || Τρίκαλα || γλείφομαι
αγλειφουσαλίγκαρους || Σάμος || γυμνοσάλιαγκας
αγλειφούτζης || Λευκάδα || λαίμαργος
αγλειφουχστέλς || Σάμος || λαίμαργος
αγλειφτός || Σάμος || λείος
άγλειφτος
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || άγλειφτος, άλιτε, άλιχος,
άλιχτος || άγλειφος
αγλείφτου || Γρεβενά, Νιγρίτα, Πιερία || γλείφω
αγλείφτω || Προποντίδα* || γλείφω
αγλείφω || Δέλβινο, Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Κάρυστος,
Κύπρος, Λευκάδα, Μέγαρα, Νάξος || γλείφω
αγλείψαβους || Κοζάνη || λαίμαργος
αγλείψας || Κοζάνη || λαίμαργος
αγλειψοσάχανος || Κόνιτσα || λαίμαργος
αγλειψουχασάνς || Κοζάνη || λαίμαργος
αγλενούσα || Νίσυρος || σαλιάρα (ψάρι)
αγλέορας || το φυτό Euphorbia
biglandulosa: αγγλέουρας, αγκλέορα, αγκλέορας, αγκλέουρας, γαλατσίδα,
αγλέουρας, αγλεούρι, αγρέουλας, γαλατσίδα || αγλέορας
αγλέουρας
[Χελδράιχ 1926] || δημοτική || Αρκαδία,
Ιωάννινα, Κεφαλονιά, Κοζάνη, Κύπρος, Λακωνία, Μεσσηνία, Μύκονος, Σάμος, Τρίκαλα,
Χαλκιδική || αγλέορας
αγλεούρι || Κεφαλονιά || αγλέορας
αγλεουρίζω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || φλομώνω νερά για ψάρεμα:
αγκλεουρίζω || αγλεουρίζω
αγλεπίς || Ηλεία || αβλεπί
αγλέστρα || Μύκονος || λειρί
αγλέφαρους || Βόρεια Εύβοια, Θεσσαλία, Χαλκιδική || κούτελο
αγλέω || Κάρπαθος || διαλέγω
αγλήγορα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αίνος*, Αρκαδία, Ήπειρος, Κέρκυρα,
Κουβούκλια*, Κοτύωρα*, Νικόπολη*, Παλιά Αθήνα, Ρόδος, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || γρήγορα
αγλήγορα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || θαψία
αγληγορακά || Κερασούντα* || γρήγορα
αγληγορακός || Κερασούντα* || γρήγορος
αγληγόρεμα || Κοτύωρα* || βιασύνη
αγληγόρεμαν || Χαλδία* || βιασύνη
αγληγορετά || Κοτύωρα*, Χαλδία
|| γρήγορα
αγληγορετός || Τραπεζούντα* || γρήγορος
αγλήγορη [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || θαψία
αγλήγορις || Τρίγλια* || γρήγορα
αγλήγορος [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Θεσπρωτία, Κοτύωρα*, Κρήτη, Χαλδία* || γρήγορος
αγληγορότη || Χαλδία* || γρηγοράδα
Αγληγόρς || Γρεβενά, Τρίκαλα || Γρηγόρης
αγληγορώ || Ήπειρος, Κοτύωρα*, Χαλδία* || βιάζομαι
αγληγορώ || Χαλδία* || γρηγορώ
αγλήγουρα || Αδριανούπολη*, Αιδηψός*, Βοιωτία, Γρεβενά,
Ημαθία, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Λαγκαδάς, Λάρισα,
Λέσβος, Μαγνησία, Μαΐστρος*, Πιερία, Σέρρες, Σιάτιστα, Σουφλί, Τρίκαλα,
Φθιώτιδα, Χαλκιδική || γρήγορα
αγληγουράδα || Καρδίτσα, Φθιώτιδα
|| γρηγοράδα
αγληγουράδα || Καρδίτσα || γρηγοράδα
αγλήγουρας || Ημαθία || γρήγορα
αγληγουρεύγουμι || Λέσβος || βιάζομαι
αγληγουρεύγουμι || Λέσβος || ταχύνω
αγληγουριά || Αϊβαλί*, Λέσβος, Μοσχονήσι* || γρηγοράδα
αγληγουρότιρα || Φθιώτιδα || γρηγορότερα
αγλήγουρους || Αϊβαλί*, Γρεβενά, Ημαθία, Κοζάνη, Κομοτηνή,
Λάρισα, Λέσβος, Μοσχονήσι*, Νιγρίτα, Σιάτιστα, Τρίκαλα, Φθιώτιδα || γρήγορος
αγληγουρώ || Κοζάνη || βιάζομαι
αγλήκουρα || Λάρισα || γρήγορα
αγλημονώ || Κύπρος || ξεχνώ
αγλήορα || Ήπειρος, Κέρκυρα, Κοτύωρα* || γρήγορα
αγληορώ || Κοτύωρα*, Χαλδία*
|| βιάζομαι
αγληορώ || Χαλδία* || γρηγορώ
αγληούγρα || Διδυμότειχο || γρήγορα
αγλήουρα || Θεσσαλονίκη, Καρδίτσα, Κοζάνη, Λάρισα,
Μαγνησία, Σάμος, Σιάτιστα, Σκόπελος, Σουφλί || γρήγορα
αγλήουρους || Σαμοθράκη || γρήγορος
αγλησίδα || Σέριφος || πικραλίδα
αγλί || Βελβεντός, Καστοριά, Κεφαλονιά, Κοζάνη,
Κόνιτσα, Λευκάδα || αλίμονο
αγλί || Θράκη || γομαράγκαθο
αγλιά || Άνδρος, Εύβοια, Θήρα,
Κρήτη, Κύθνος, Λέσβος, Μύκονος || αγκλιά
αγλιά || Ιθάκη, Κεφαλονιά, Λευκάδα || αλίμονο
αγλιά || Αιτωλοακαρνανία, Εύβοια, Φωκίδα || σκελίδα
αγλιά || Άνδρος || φλασκί
αγλιάζου || Πιερία || αναγουλιάζω
αγλίζω || Μύκονος || αντλώ
αγλίθα || Ρόδος || σκελίδα
αγλίμανο || Λευκάδα || αλίμονο
αγλίμανος || Κεφαλονιά || αλίμονο
αγλιμάρα || Κεφαλονιά, Λευκάδα || λιγούρα
αγλίμονο || Δέλβινο, Κεφαλονιά, Κρήτη, Λευκάδα || αλίμονο
αγλιούγουρα || Θράκη, Κοζάνη || γρήγορα
αγλιούγουρας || Κοζάνη || γρήγορα
αγλιούγρα || Κοζάνη || γρήγορα
άγλισμα || Κάρπαθος || άντληση
άγλισμα || Νάξος || καθάρισμα
αγλισμός || Νάξος || εξάντληση
αγλιστήρα || Κύθηρα || τσατσάρα
αγλιστήρι || Κάρπαθος || αγκλιά
αγλιστίρι || Θήρα || κουβαδάκι
άγλιστος || Νίσυρος || ανόργωτος
αγλίστρα || Ζάκυνθος, Καστοριά || γαιοσκώληκας
αγλίστρα [Βεντότης 1790] || Άρτα, Ημαθία, Ιωάννινα, Καστοριά, Κέρκυρα,
Λάρισα, Μαγνησία, Πιερία, Τρίκαλα || γλίστρα
αγλίστρα
[Βλαστός 1931] || αγριόπαπια
αγλιστράου || Βοιωτία, Ιωάννινα, Μαγνησία || γλιστρώ
αγλιστράω || Αρκαδία, Κορινθία
|| γλιστρώ
αγλιστριά || Ηλεία || γαιοσκώληκας
αγλιστρία || Κάρπαθος, Κάσος || αντράκλα
αγλιστρίδα
[ΙΛΝΕ 1984] || αντράκλα
αγλιστρουκουμαριά || Λάρισα || αγριοκουμαριά
αγλιστρώ [Βεντότης 1790] || Αδριανούπολη*, Καστοριά, Κοζάνη, Λάρισα,
Πιερία || γλιστρώ
αγλιτήρι || Κάρπαθος || αγκλιά
αγλίτσα || Κορινθία || γκλίτσα
αγλίτσα || Μαγνησία || γλίτσα
αγλίτσαστος || Νάξος || αβρόμιστος
αγλιτώννω || Κύπρος || γλιτώνω
αγλιτώνου || Κοζάνη, Πιερία || γλιτώνω
αγλιτώνω || Κύθηρα || γλιτώνω
αγλιφτιρός || Πιερία || πηλώδης
αγλιώ || Κάρπαθος, Κρήτη ||
αντλώ
αγλιώ || Νάξος || καθαρίζω
αγλίω || Κάρπαθος || αντλώ
άγλκος || Πάρος || άγλυκος
αγλογκιά || Ερεικούσα, Μαθράκι,
Οθωνοί, Παξοί || αγρουγκιά
αγλογκιά || Αντίπαξοι, Παξοί || γλόγος
αγλογκιά || Παξοί || λευκαγκαθιά
αγλοτήρι || Κάρπαθος || αγκλιά
αγλούγουρα || Σουφλί || γρήγορα
αγλουμμία || Κάρπαθος || χαρούπι
αγλουναριά || Λήμνος || γαλατσιδόχορτο
αγλούπα || Κάρπαθος || αγκλιά
αγλούπα || Μύκονος || φαλακρή
αγλούπα || Κάρπαθος || φλασκί
αγλουπάς || Άνδρος || ανόητος
αγλουπάς || Άνδρος || κεφάλας
αγλούπι || Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κως,
Χάλκη || αγκλιά
αγλούπιγος || Κοτύωρα*, Όφις*, Σάντα*,
Χαλδία* || αξεφλούδιστος
αγλούπιν || Κάρπαθος || αγκλιά
αγλούπιν || Κάρπαθος || φλασκί
αγλούπιστος || Κερασούντα* || ανάγωγος
αγλούπιστος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κερασούντα*, Κοτύωρα*,
Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αξεφλούδιστος
αγλούπιστος [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || απλάνιστος
αγλούπιχτος || Κοτύωρα* || αξεφλούδιστος
αγλύκαντος || & Αρκαδία, Ήπειρος,
Κάρπαθος, Κέρκυρα, Παξοί || αγλύκαντος
αγλύκαντος
[Βεντότης 1790] || δημοτική || αγλύκαντους,
αγλύκαστος, αγλύκαστους, αγλύκατος, αγλύκατους, αγλύτσιαστος || αγλύκαντος
αγλύκαντους || Αδριανούπολη*, Ευρυτανία,
Ιωάννινα, Σκόπελος || αγλύκαντος
αγλύκασος
[Γούλας 1961] || δημοτική || αγλύκαντος
αγλύκαστους || Κοζάνη || αγλύκαντος
αγλύκατο
[Βλαστός 1931] || Αχαΐα,
Ζάκυνθος, Ηλεία, Ήπειρος, Μεσσηνία || αγλύκαντος
αγλύκατος || Μεσσηνία || αγλύκαντος
αγλύκατους || Γρεβενά, Ιωάννινα,
Κοζάνη, Μαγνησία, Σάμος, Σιάτιστα, Σκόπελος || αγλύκαντος
αγλύκιαστος || Λακωνία || άγλυκος
αγλύκιστος || Σύμη || άγλυκος
αγλυκόριζα || Κεφαλονιά || γλυκόριζα
άγλυκος || & Άνδρος,
Δαρδανέλια*, Κάρπαθος, Κρήτη, Κύπρος, Σίφνος, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || άγλυκος
άγλυκος
[Βλάχος 1897] || δημοτική || άγλκος,
αγλύκατος, αγλύκιαστος, αγλύκιστος, άγλυκους, ανάγλυκος, ανάγλυκους, ανέγλυκος,
ανέγλυκους || άγλυκος
άγλυκους || Μάδυτος*, Μυριόφυτο*,
Σέρρες || άγλυκος
άγλυπτος || λόγιο || άγλυφος, άγλυφτος || άγλυπτος
άγλυτος || Κάλυμνος || άγδυτος
αγλύτσιαστος || Μέγαρα || αγλύκαντος
αγλύτωτος || Σύμη || ατέλειωτος
αγλύτωτος
[Βλαστός 1931] || δημοτική || αξεγλύτωτος || αγλύτωτος
άγλυφος || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || άγλυπτος
άγλυφος || Τραπεζούντα* || αξεφλούδιστος
αγλύφου || Νιγρίτα || λαξεύω
άγλυφτος || Κάλυμνος || άγλυπτος
άγλυφτος || Λακωνία || αξεφλούδιστος
άγλυφτος || Κάλυμνος || απελέκητος
άγλυφτος || Λακωνία || απλάνιστος
αγλώ || Θήρα || αντλώ
αγλώ || Νάξος || καθαρίζω
άγλωσος || Κερασούντα*, Οινόη*,
Σάντα* || μουγγός
αγλώσοτος || Σάντα* || μουγγός
αγλώσσευτος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αδιάβλητος
άγλωσση || Κύπος || άγρωστη
άγλωσσο [Γεννάδιος 1914] || Παλιά Αθήνα || άγρωστη
άγλωσσος
[Portius 1635] || άφωνος
άγλωσσος
[ΙΛΝΕ 1933] || Κερασούντα* || αμίλητος
άγλωσσος
[Χελδράιχ 1926] || Άνδρος,
Κύθνος, Μύκονος, Σέριφος, Σίκινος, Σίφνος, Σύρος ||
άγρωστη
αγλωσσοφάγητος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγλωσσοφάγωτος
αγλωσσοφάγωτος
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αγλωσσοφάγητος || αγλωσσοφάγωτος
αγματοκυλίω || Ινέπολη* || αιματοκυλώ
αγματωμένος || Σινασός* || ματωμένος
αγματώνω || Ινέπολη*, Σινασός*
|| ματώνω
αγμόν || Κοτύωρα*, Σάντα*,
Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αμόνι
αγμόνιν || Κερασούντα*, Οινόη* || αμόνι
άγνα || Αρκαδία, Ηλεία, Κύπρος
|| άχνα
άγνα || Κύπρος || άχνη
αγνά [Γούλας 1961] || δημοτική || αγνώς
αγνά [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || συχν. εμφ.
3 || Ζάκυνθος,
Θήρα, Κρήτη, Κύθηρα, Κύπρος || μαλάκια
αγναγκιάζω || Κύπρος || απαγκιάζω
αγνάγκιον || Κύπρος || απάγκιο
αγνάγκιον || Κύπρος || ξάγναντο
αγναγκίχου || Τσακωνιά || αγναντεύω
αγνάγκομαν || Κύπρος || ξάγναντο
αγνάδα || Ίμβρος, Μήλος || απέναντι
αγναδεύου || Ίμβρος, Μελένικο*, Νιγρίτα || αγναντεύω
αγναδεύω || Ηλεία || αγναντεύω
αγναδιά || Στενήμαχος* || συνάντηση
αγνάδια || Θήρα, Ίμβρος, Κύθνος, Μάνη, Μελένικο*,
Νιγρίτα, Πάρος, Σέρρες, Στενήμαχος* || απέναντι
αγναδιάζου || Στενήμαχος* || συναντώ
αγναδιάζω || Νάξος, Πάρος || αγναντεύω
αγναδιαστά || Καβάλα || αντικριστά
αγναδιαστά || Σέρρες || απέναντι
αγνάδιου || Ίμβρος || απέναντι
αγνάδιου || Μαγνησία, Σαμοθράκη || ξάγναντο
αγνάδου || Ίμβρος || απέναντι
αγνάζω || Κύπρος || ησυχάζω
αγναίκια || Νιγρίτα || γυναικεία
αγναίκιους || Νιγρίτα || θηλυπρεπής
αγναμάθης || Κοτύωρα* || ανεπίδεκτος
αγναμάς || Χίος || βλάκας
αγνάντ || Χαλκιδική || απέναντι
αγνάντα || Φωκίδα || αγάντα
αγνάντα || Βάτικα*, Χαβουτσί*
|| απέναντι
αγναντάου || Ιωάννινα || αγναντεύω
αγνανταριό || Γρεβενά || ξάγναντο
αγναντέγκου || Τσακωνιά || αγναντεύω
αγνάντεμα || & Ήπειρος, Λευκάδα,
Μάνη, Πάργα || αγνάντεμα
αγνάντεμα || Μεσσηνία || ξάγναντο
αγνάντεμα || Μεσσηνία || συνάντηση
αγνάντεμα
[Βλαστός 1931] || δημοτική || αγνάντευμα,
αγνάντιμα, ανάντεμα || αγνάντεμα
αγναντένου || Μαγνησία, Φθιώτιδα
|| αγναντεύω
αγναντερός
[Βλαστός 1931] || δημοτική || αγναντιρός,
άγναντος, άγναντους, αναδιερός, ανεδιερός || αγναντερός
αγναντεύγου || Κύμη || αγναντεύω
αγναντεύγω || Χαβουτσί* || αγναντεύω
αγναντεύκω || Κύπρος || αγναντεύω
αγναντεύκω || Κύπρος || απαγκιάζω
αγνάντευμα
[Βεντότης 1790] || αγνάντεμα
αγναντεύου || Αδριανούπολη*, Αίνος*, Αιτωλοακαρνανία,
Γρεβενά, Ευρυτανία, Θεσσαλία, Ίμβρος, Καστοριά, Κοζάνη, Κονίστρες, Κύμη, Άρτα,
Μάνη, Μελένικο*, Πάργα, Πιερία, Σάμος, Σκόπελος, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Φωκίδα || αγναντεύω
αγναντεύου || Κύμη || ακροφαίνομαι
αγναντεύω || & Αρκαδία, Αχαΐα,
Βουρλά*, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Λευκάδα, Μάνη, Μεσσηνία, Παξοί || αγναντεύω
αγναντεύω || Λακωνία, Μάνη || ακροφαίνομαι
αγναντεύω || Αδριανούπολη* || καταλαβαίνω
αγναντεύω || Χίος || συναντώ
αγναντεύω
[Βεντότης 1790] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αβλαντίζου, αγναγκίχου, αγναδεύου, αγναδεύω,
αγναδιάζω, αγναντάου, αγναντέγκου, αγναντένου, αγναντεύγω, αγναντεύκω,
αγναντεύου, αγναντζεύου, αγναντίζου, αγναντίζω, αγναντώ, αγνεύου, αναγναντεύω,
αναδιάζω, αναδκιάζω, αναϊντιάζου, αναντένω, αναντεύου, αναντεύω, αναντιάζζω,
αναντιάζω, αναντιάζω, αναντιάννου, ανεδιάζω, ανεντιάζω, αντιθωράω, αντιθωριάζω,
αντιθωρώ, αξαννοίω, γναδιάζω, γναντιάζω, ξαγναντεύω
|| αγναντεύω
αγναντζεύκω || Κύπρος || απαγκιάζω
αγναντζεύου || Σιάτιστα || αγναντεύω
αγνάντζιφτους || Σιάτιστα || πανέμορφος
αγνάντι [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Αστυπάλαια, Βουρλά*, Κονίστρες, Κως, Μύκονος || απέναντι
αγνάντι
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κύμη, Μεσσηνία || ξάγναντο
αγναντιά || Ζάκυνθος || γκορτσιά
αγνάντια || Αδριανούπολη* || πάνω
αγνάντια [Germano 1622] || δημοτική || Αρκαδία, Βελβεντός, Βουρλά*, Ευρυτανία,
Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Ίος, Ιωάννινα, Κονίστρες, Κύθηρα, Λάρισα, Λευκάδα,
Μέγαρα, Μεσσηνία, Μύκονος, Παξοί, Πιερία, Σάμος, Φθιώτιδα, Φωκίδα, Χαβουτσί*,
Χαλκιδική, Χίος || απέναντι
αγναντιάζω
[Somavera 1709] || δημοτική || Κως,
Νάξος, Χίος || αγναντεύω
αγνάντιασμα || Φιλιππούπολη* || συνάντηση
αγναντιαστά
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αντικριστά
αγναντιαστός
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αντικριστός
αγναντίζου || Αϊβαλί*, Αίνος*, Κύμη, Λέσβος, Μοσχονήσι* || αγναντεύω
αγναντίζου || Ίμβρος, Σαμοθράκη
|| εξηγώ
αγναντίζου || Θράκη, Ίμβρος, Λέσβος, Σαμοθράκη || καταλαβαίνω
αγναντίζου || Κύμη || ξεμυτίζω
αγναντίζω || Κέρκυρα, Μύκονος
|| αντικρίζω
αγναντίζω || Κρήτη || εξηγώ
αγναντίζω || Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κουβούκλια*, Κρήτη,
Κύπρος, Χαβουτσί* || καταλαβαίνω
αγναντίζω || Αχαΐα, Κάρυστος || ξεμυτίζω
αγναντίζω [Βεντότης 1790] || δημοτική || Αχαΐα, Κάρυστος, Καστελλόριζο, Κέρκυρα,
Μύκονος || αγναντεύω
αγνάντιμα || Αδριανούπολη*, Αίνος*,
Αιτωλοακαρνανία, Ήπειρος, Θεσσαλονίκη, Κοζάνη, Φθιώτιδα
|| αγνάντεμα
αγνάντιμα || Ήπειρος || ξάγναντο
αγναντινός [Somavera 1709] || αντικρινός
αγνάντιο || Αργολίδα, Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία, Λακωνία || απέναντι
αγνάντιο [Βλαστός 1931] || δημοτική || Αχαΐα, Ηλεία, Θεσπρωτία, Λευκάδα, Μάνη,
Μεσσηνία, Πάργα || ξάγναντο
αγνάντιομα || Λακωνία || ξάγναντο
αγνάντιος [Germano 1622] || Πελοπόννησος || αντικρινός
αγνάντιου || Αιτωλοακαρνανία, Άρτα,
Γρεβενά, Κάρπαθος, Καστοριά, Λάρισα, Σκόπελος, Τρίκαλα, Φθιώτιδα || ξάγναντο
αγναντιρό || Χαλκιδική || απέναντι
αγναντιρός || Καστοριά, Πιερία, Σάμος,
Σκόπελος, Φωκίδα || αγναντερός
άγναντο
[Ηπίτης 1908] || δημοτική || Μάνη || ξάγναντο
άγναντος || Λακωνία || αγναντερός
άγναντος
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || περίοπτος
αγναντού || Ουλαγάτς* || καταλαβαίνω
αγναντουρεύω [Κουκκίδης
1960] || δημοτική || διηγούμαι
άγναντους || Ήπειρος || αγναντερός
αγνάντστους || Λέσβος || δύστροπος
αγναντώ || Σίλατα* || καταλαβαίνω
αγναντώ [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || Αρκαδία, Ιωάννινα
|| αγναντεύω
αγνάρης || Κερασούντα*, Κοτύωρα*,
Οινόη*, Σαμψούντα*, Τρόπολη* || παράξενος
αγνάρι || Αρκαδία, Ηλεία || χνάρι
αγναρίζω || Ηλεία || βηματίζω
αγναρίζω || Αρκαδία, Ηλεία || περπατώ
αγνάριν || Κύπρος || χνάρι
αγνάρκα || Κύπρος || χνάρια
αγνάρτς || Χαλδία* || παράξενος
αγνάρτς || Χαλδία* || σπάνιος
αγνάρω || Κρήτη || καταλαβαίνω
αγνατίζω || Κύπρος, Φάρασα* ||
καταλαβαίνω
αγνατού || Λιβίσι* || καταλαβαίνω
αγνατουρεύω || Κοτύωρα* || εξηγώ
αγνατουρντίζω || Φάρασα* || εξηγώ
αγνατώ || Φάρασα* || καταλαβαίνω
αγναύω || Κοτύωρα* || καταλαβαίνω
αγνάφισκας || Αστυπάλαια, Νίσυρος, Σύμη || τονάκι
αγναφίσκος || Κάλυμνος, Λέρος || τονάκι
αγναφοπέτσι || Κρήτη || άξεστος
αγναφόπετσο || Κρήτη || άξεστος
άγναφος || Χίος || αγύμναστος
άγναφος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη || αλεύκαντος
άγναφτος || Χίος || αγύμναστος
άγναφτος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αλεύκαντος
αγνέα || Όφις || αγνώς
αγνέα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Χιμάρα || λυγαριά
άγνεθος
[Βλαστός 1931] || δημοτική || άγνεστε,
άγνεστος, άγνετος, άγνιθους, άγνιστους, αδόξευτος, άνεθος, άνεστε, άνεστος,
άνιστους, αννέθεστο || άγνεθος
αγνέος || Όφις*, Σινώπη*,
Τραπεζούντα* || παράξενος
αγνέρης || Κερασούντα*, Σαμψούντα* || παράξενος
αγνές || Φάρασα || κάποτε
άγνες || Σκύρος || λυγαριά
άγνεστε || Τσακωνιά || άγνεθος
αγνέστικα || Κοτύωρα*, Οινόη*, Σάντα*,
Χαδία* || νηστικάτα
αγνέστικος || Κερασούντα*, Κοτύωρα*,
Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || νηστικός
άγνεστος
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Αρκαδία, Μάνη, Μεσσηνία,
Παξοί || άγνεθος
άγνετος || Μάνη || άγνεθος
αγνεύου || Μάνη || αγναντεύω
αγνεύου || Μάνη || γνέφω
άγνευτος
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || άγνεφος || άγνευτος
αγνεύω || Ανατολική Θράκη* || γνέφω
αγνεύω || Κερασούντα* || καταλαβαίνω
αγνέφελος
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ασυννέφιαστος
αγνέφιγος || Κερασούντα*, Χαλδία* || αξύπνητος
αγνέφιστος || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αξύπνητος
άγνεφος || Σάντα*, Τραπεζούντα* || αξύπνητος
άγνεφος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άγνευτος
άγνεφος
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ασυννέφιαστος
άγνη || Κύπρος || άχνη
αγνήστικα || Ινέπολη* || νηστικάτα
αγνήστικος || Ινέπολη* || νηστικός
αγνί || Βάτικα*, Χαβουτσί* || υνί
άγνι || Ίμβρος || ολόιδιος
αγνιά || Κύπρος || αφρόγαλα
αγνιά || Κύπρος || πρωτόγαλα
αγνιά [Γεννάδιος 1914] || δημοτική || Κύπρος || λυγαριά
αγνιάγκιομα || Κύπρος || απάγκιο
αγνιάρης || Οινόη* || παράξενος
αγνιάρικος || Οινόη* || παράξενος
άγνιαστους || Αιτωλοακαρνανία ||
ξέγνοιαστος
αγνιέκου || Σέρρες || θηλυκό
αγνίζω || Αρκαδία, Κύπρος ||
αχνίζω
άγνιθους || Κοζάνη || άγνεθος
αγνικά (τα)
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αιτωλοακαρνανία,
Ζάκυνθος, Ήπειρος, Θήρα, Κεφαλονιά, Κύθηρα, Κύπρος
|| μαλάκια
αγνιός || Κάρπαθος || αμιγής
άγνιστους || Βελβεντός, Κοζάνη,
Σιάτιστα, Τρίκαλα || άγνεθος
αγνίστρα || Ιωάννινα || στια
αγνιτός || Κύθηρα || αμιγής
άγνοια || λόγιο || συχν. εμφ.
4 || αγνωριά,
αγνωρισά, αγνωρισιά, ανηξεροσύνη, ανηξευκά || άγνοια
αγνός || Κρήτη || απαλός
αγνός || Κοτύωρα* || αστείος
αγνός || Αρκαδία || ατμός
αγνός || Κύπρος || λύθρο
αγνός || Κοτύωρα* || παράξενος
αγνός || Τρίκαλα || ωμός
άγνος || λόγιο || Αργυρόκαστρο, Κέρκυρα,
Κύπρος, Παξοί, Σκύρος || λυγαριά
άγνος || Αργυρόκαστρο || λύθρο
αγνός
[Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || αγνύς, αχνός, αρκάρης, αρκάτος, γνυς, χνος || αγνός
αγνοστίλα || Αχαΐα || ανοστιά
αγνουμέταξους || Αδριανούπολη*, Χαλκιδική || ολομέταξος
αγνουμιά || Κοζάνη || ανεγνωμιά
αγνουμιά || Κοζάνη || ανοησία
άγνουμους || Σέρρες || άμυαλος
άγνουμους || Αδριανούπολη*, Μαγνησία,
Μελένικο* || ανέγνωμος
άγνουμους || Αδριανούπολη*, Μελένικο*, Στενήμαχος*, Τήνος || ανόητος
άγνουμους || Κοζάνη, Σέρρες || βλάκας
άγνουμους || Αδριανούπολη* || κακότροπος
άγνουστους || Καρδίτσα, Καστοριά
|| άγνωστος
αγνόφαγους || Αϊβαλί*, Λέσβος,
Μοσχονήσι* || λιγόφαγος
αγνόχολης || Οινόη* || σκυθρωπός
άγνταρτος || Κάρπαθος, Κως || άγδαρτος
αγντάς || Βουρλά* || ζαχαρωτό
αγντάς || Καλλίπολη* || καραμέλα
αγντάς [Λεξικό Δημητράκου
1933] || δημοτική || Ίμβρος, Κωνσταντινούπολη, Παλιά Αθήνα, Πάργα || χαλάουα
άγντι || Τήνος || άντε
αγνύς || Αστυπάλαια, Κάρπαθος, Κέρκυρα, Κρήτη, Κοζάνη,
Κως, Ρόδος, Σάμος, Σύμη, Χίος || αγνός
αγνύς || Σύμη || αμιγής
άγνωθα [Λεξικό Δημητράκου
1933] || δημοτική || ανόητα
αγνωθία || Λακωνία || ανοησία
άγνωθος || Λακωνία || άγνωστος
άγνωθος || Αχαΐα, Κρήτη || αμαθής
άγνωθος [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κάρυστος, Τραπεζούντα*
|| ανόητος
άγνωθος [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || άξεστος
άγνωμα || Κρήτη || απερίσκεπτα
άγνωμα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανέγνωμα
αγνωμάτιστα || Σύρος || ασυμβούλευτα
αγνωμιά || Ήπειρος || έκπληξη
αγνωμιά
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Ήπειρος || ανεγνωμιά
αγνώμιαστος || Σύμη || πράος
αγνώμιαστος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || υπάκουος
αγνώμονας || λόγιο || άμουρος || αγνώμονας
άγνωμος || Σαράντα Εκκλησιές*, Σύρος || ανόητος
άγνωμος || Τραπεζούντα*, Σαμψούντα* || κακότροπος
άγνωμος
[Βεντότης 1790] || δημοτική || Ήπειρος,
Σαράντα Εκκλησιές*, Κρήτη, Κοζάνη, Σαμψούντα*, Τραπεζούντα*, Σύρος, Τήνος || ανέγνωμος
αγνωμοσύνη || λόγιο || αναγρωνιμιά,
ανεγνωριά || αγνωμοσύνη
άγνωρα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγνώριστα
αγνώργους || Φθιώτιδα || αγνώριστος
αγνώρετος || Τραπεζούντα* || αγνώριστος
αγνωριά
[Βλαστός 1931] || άγνοια
αγνώριγος || Ηλεία, Κωτύωρα* ||
αγνώριστος
αγνωρίζω [Brighenti 1912] || δημοτική || Κύπρος || ξέρω
αγνωριμιά || Κύπρος || γνωριμία
αγνωριμιά || Κύπρος || γνώση
αγνωριμίδα || Κύπρος || γνώση
αγνώριμος || Κέρκυρα, Λακωνία
|| άγνωστος
αγνώριμος || Κύπρος || γνώριμος
αγνώριμος [Portius 1635] || δημοτική || Ιθάκη || αγνώριστος
αγνώριος || Παξοί || αγνώριστος
αγνωρισά || Νάξος || άγνοια
αγνωρισιά
[Βλαστός 1931] || άγνοια
αγνωρισιά
[Βλάχος 1659] || δημοτική || αχαριστία
αγνωρισιά
[ΙΛΝΕ 1933] || δημοτική || αγνωρισά || αγνωρισιά
αγνώριστα
[Βλαστός 1931] || δημοτική || άγνωρα,
ανάγνωρα, ανέγνωρα, ανεγνώριγα, ανεγνώριστα || αγνώριστα
αγνώριστε || Βάτικα*, Χαβουτσί*
|| αγνώριστος
αγνώριστος || & Κερασούντα*, Κρήτη,
Οινόη* || αγνώριστος
αγνώριστος
[Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αγνώργους, αγνώρετος, αγνώριγος, αγνώριμος,
αγνώριος, αγνώριστε, άγνωρος, αγνώρστους, αγουνώριστε, αγρόνιστο, αγρόνιστος,
αθώρητος, αλαξιμιός, αλαξιμνιός, αλαχτός, αλεγνώριστος, αλεγρόνιστος,
αναγνώριμος, αναγνώριστος, ανεγνώριγος, ανεγνώριμος, ανεγνώριος, ανεγνώριστος,
ανέγνωρος, ανέγνωρος, ανεγρόνιστος, ανιγνώριμος, ανιγνώρμους, ανίγνωρος,
ανιγνώρστος, ανιγνώρστους, ανιγρώνιστος, ανιγρώνμους, ανιούζιστε, ανιούριστε,
ανίριστε, ασούσουμος || αγνώριστος
άγνωρος
[Βλαστός 1931] || αγνώριστος
άγνωρος
[Βλαστός 1931] || δημοτική || άπειρος
άγνωρος
[Βλαστός 1931] || αχάριστος
άγνωρος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αχαΐα || άγνωστος
αγνώρστους || Ευρυτανία, Καστοριά, Λήμνος, Σιάτιστα,
Φθιώτιδα || αγνώριστος
αγνώς || λόγιο || αγνά, αγνέα || αγνώς
αγνωσά || Χίος* || ανοησία
αγνωσία || Κρήτη, Μάνη || άγνοια
αγνωσία || Τραπεζούντα*, Χίος
|| αδιακρισία
αγνωσία || Ινέπολη*, Κερασούντα*, Λακωνία, Οινόη*,
Σινασός*, Τραπεζούντα* || ανοησία
αγνωσία [Corona Preciosa 1527] || απορία
αγνωσιά [Somavera 1709] || αμάθεια
αγνωσιά [Βλαστός 1931] || Κύπρος || ανοησία
αγνωσκιά || Μήλος || ανοησία
άγνωστα
[Germano 1622] || Αδριανούπολη*,
Όφις*, Τραπεζούντα*, Σαμψούντα* || ανόητα
άγνωστε || Τσακωνιά || άγνωστος
άγνωστη || Ρόδος || άγρωστη
άγνωστος || & Θεσπρωτία,
Κάλυμνος, Κύθηρα, Κύπρος, άγνωστος, Μάνη, Χίος || άγνωστος
άγνωστος || Όφις*, Τραπεζούντα
|| αδιάκριτος
άγνωστος [Germano 1622] || Κύθνος || απερίσκεπτος
άγνωστος
[Somavera 1709] || Βιθυνία*,
Ινάπολη*, Κερασούντα*, Κύθνος, Όφις*, Σάντα*, Σαράντα Εκκλησιές*, Σινασός*,
Τραπεζούντα* || ανόητος
άγνωστος
[Βεντότης 1790] || δημοτική || συχν. εμφ. 4 || Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | άγνουστους,
άγνωθος, αγνώριμος, άγνωρος, άγνωστε, αγρόνιστο, αλόξενος, αναγνώριμος,
ανάγνωρος, ανέγνουρους, ανεγνώριμος, ανέγνωρος, ανέγνωστος, ανέγρουνος,
ανίγνουστους, ανιγνώργους, ανιγνώριστους, ανίγνωρος, αννόριστο, άνωστος,
άξτους, άριφνος || άγνωστος
αγξ || Βελβεντός || άνοιξη
άγο || Τσακωνιά || άλογο
άγοα || Τσακωνιά || άλογα
αγογγυσιά
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || υπομονή
αγόγγυστα || λόγιο || συχν. εμφ.
2 || αγάνιαστα || αγόγγυστα
αγογιάρης
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || φωνακλάς
αγογίζω || Κρήτη, Κύθηρα || αγριεύω
αγόδερ || Παξοί || επικαρπία
αγόι || Θάσος || αυλάκι
αγοΐζομαι || Κρήτη || οργίζομαι
αγοΐζω || Ζάκυνθος || ανυπομονώ
αγοΐζω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || κραυγάζω
αγοϊσμένος || Κρήτη || έξαλλος
αγοϊσμός || Κρήτη || ζωηράδα
αγολέο || Καλαβρία || μπούφος
αγομάς || Κάλυμνος, Κως || κοτέτσι
αγομάτωτος || Όφις* || αναίμακτος
άγομε || Κρήτη, Όφις* || άντε
αγομεντάρω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αυξάνω
αγομεντάρω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || βελτιώνω
αγομέντο || Κύθηρα || επέκταση
αγομέντο
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αβγάτισμα
αγομέντο
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || βελτίωση
αγόμιστος || Μάνη || αγέμιστος
αγόμουζα || Τσακωνιά || αλογόμυγα
αγόμυλε || Τσακωνιά || αλογόμυλος
αγόμωστος || Οινόη* || αγέμιστος
αγόμωτος || Τραπεζούντα* || απάχυντος
αγόμωτος
[Βλαστός 1931] || δημοτική || Κερασούντα*,
Τραπεζούντα* || αγέμιστος
αγονάτιστος [Βλαστός
1931] || δημοτική || ανυπότακτος
αγονάτιστος
[ΙΛΝΕ 1933] || δημοτική || Κερασούντα*,
Τραπεζούντα* || ανεξάντλητος
αγονέο || Καλαβρία || γονιός
αγόνι || Κέρκυρα, Κύθηρα, Παξοί || γόνος
αγονία
[Βλαστός 1931] || στειρότητα
άγονος || λόγιο || συχν. εμφ.
2 || αγριάνκους,
ζερκός || άγονος
αγονουρά || Τσακωνιά, αλουγόμλους
|| αλογοουρά
αγοντζάρω || Κύθηρα || διώκω
αγοπάνω || Δέλβινο, Πωγώνι ||
αποπάνω
αγόπετσε || Τσακωνιά || γαλαζόπετρα
αγόπλου || Κοζάνη || αγαδάκι
αγόπλου || Κοζάνη || αφεντόπουλο
αγόρ || Βόρεια Εύβοια, Ευρυτανία, Θάσος, Κομοτηνή,
Λήμνος, Μάδυτος*, Φωκίδα || αγόρι
αγόρα || Γρεβενά, Καστοριά
|| αγορά
αγόρα || Ήπειρος || κορίτσι
αγορά
[Βλάχος 1659] || δημοτική || συχν. εμφ. 5 || Buck List 11.85 | Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 |
ο τόπος: αγουρά, παζάρ, παζάρι, ρούγα, τσαρσί, τσιαρσί, φόρο, φόρος || αγορά
αγορά
[Βλάχος 1659] || δημοτική || συχν. εμφ. 5 || η πράξη: αγόρα, αγορασιά, αγουά, αορά,
αορασία, αορασμός || αγορά
αγόρα [Λεξικό
Πρωίας 1933] || δημοτική || αγοροκόριτσο
αγοράζζω || Καλαβρία || αγοράζω
αγοράζομαι
[Germano 1622] || εξαγοράζομαι
αγοράζου || Αιτωλοακαρνανία, Μάνη
|| αγοράζω
αγοράζω || & Αμοργός, Ανάφη,
Άνδρος, Αραβανί*, Αργολίδα, Αρκαδία, Αχαΐα, Βάτικα*, Ζάκυνθος, Ηλεία,
Θεσπρωτία, Θήρα, Ιθάκη, Ικαρία, Κάλυμνος, Κάρυστος, Κέα, Κερασούντα*, Κέρκυρα,
Κεφαλονιά, Κίμωλος, Κρήτη, Κύπρος, Κως, Λακωνία, Μεσσηνία, Μήλος, Νίσυρος,
Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαβουτσί*, Χαλδία*, Χίος || αγοράζω
αγοράζω || Αρκαδία, Κεφαλονιά || βολιδοσκοπώ
αγοράζω
[Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 4 || Buck List 11.81 | Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 |
αβοράζω, αβοράτζω, αγοράζζω, αγοράζου, αγοράνου, αγοράντζω, αγουράζου,
αγουράννου, αγουρλώ, αγουρνώ, αοράζω, αοράντζω, αουράζω, αουράννου, αρπάζου,
αφεράτζω, αφοράτζω, βοράζω, βοράτζω, βουράτζω, γκουράζου, γοράζζω, γοράζου,
γοράζω, γοράνω, εφοράτζω, κοράτζω, χοράζζω, χοράτζω
|| αγοράζω
αγοράκι
[Σκαρλάτος 1846] || δημοτική || συχν. εμφ.
4 || αγορούδ,
αγουρέλ, αγουρόπλ, αγουρούδ, αντρουγυρίτσι, αρτσενικοπούλλιν, κοπελλάκι,
κοπεουάτσι || αγοράκι
αγοράνου || Τσακωνιά || αγοράζω
αγοράντζω || Σίφνος || αγοράζω
αγοραπωλησία || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || αγοροπουλησιά,
αγροροπουλησία || αγοραπωλησία
αγόραρος
[Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αγουρέκους || αγόραρος
αγόρας || Λήμνος || έφηβος
αγορασιά [Germano 1622] || Κέρκυρα || αγορά
αγορασιμιός || Κρήτη, Κύπρος, Μύκονος
|| αγορασμένος
αγοράσιμον || Πόντος || αγόρασμα
αγόρασμα
[Portius 1635] || δημοτική || αγοράσιμον,
αγόρασμαν, αγορασμάτ, αγορασμάτιν, αγορασμός, αορασμός, γόρασμα || αγόρασμα
αγόρασμαν || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αγόρασμα
αγορασμάτ || Χαλδία* || αγόρασμα
αγοράσματα [Βλάχος 1659] || ψώνια
αγορασμάτιν || Κερασούντα* || αγόρασμα
αγορασμένος
[Germano 1622] || δημοτική || αβοραμμένο,
αγορασιμιός, αγοραστικός, αγουρασιμιός, αγουρασμένους, χοραμένο || αγορασμένος
αγορασμός
[ΙΛΝΕ 1933] || αγόρασμα
αγοραστάδες || Ικαρία, Κάλυμνος || αγοραστές
αγοραστέ || Τσακωνιά || αγοραστός
αγοραστές
(οι) || αγοραστάδες || αγοραστές
αγοραστής || & Αρκαδία, Ζάκυνθος,
Οινόη*, Σάντα* || αγοραστής
αγοραστής
[Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || αγοραστιός, αγοραστσής, αγουρασιμιός,
αγουραστής, αοραστής || αγοραστής
αγοραστικός || Τραπεζούντα* || αγοραστός
αγοραστικὸς [ΙΛΝΕ 1933] || Τραπεζούντα* || αγορασμένος
αγοραστιός || Κύπρος || αγοραστής
αγοραστός || & Ηλεία, Κρήτη, Μάνη,
Οινόη*, Τραπεζούντα*, Τσακήλι* || αγοραστός
αγοραστός || Μάνη || ψυχογιός
αγοραστός
[Somavera 1709] || δημοτική || αγοραστέ,
αγοραστικός, αγουραστός, αοραστικός, αοραστός, ψουνητός, ψουνιστός || αγοραστός
αγοράστρα
[Somavera 1709] || αγοράστρια
αγοράστρια
[Somavera 1709] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αγοράστρα || αγοράστρια
αγοραστσής || Αραβανί* || αγοραστής
αγόρευση || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || ντισπούτα || αγόρευση
αγόρι || & Αργολίδα, Αρκαδία,
Αχαΐα, Ηλεία, Κέα, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κρήτη, Κύθηρα, Λευκάδα, Μάνη,
Μήλος, Σύρος, Χάλκη || αγόρι
αγόρι || Κρήτη || βουνό
αγόρι
[Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 5 || Buck List 2.25 |Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 |
αγκόρι, αγόρ, αγόριν, αγόρους, αγούρ, αγούρι, αγουρίλα, αγούριν, αγουρίνα,
αγουροπαίδ, αγουροπαίδιν, άγουρος, άγουρους, άγρος, αϊγόρ, άιγορος, αντράκι,
αντροπούλλι, αόρι, άορος, αούρι, άουρος, κοπέλι, κουπέλ, κουπιλάρ, παιδί, πιδί || αγόρι
αγόρι
[Βλαστός 1931] || Αχαΐα,
Ρόδος || γιος
αγόριν || Κερασούντα*, Οινόη*, Τρίπολη* || αγόρι
αγορίνα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Σαράντα Εκκλησιές* || αγοροκόριτσο
αγορίνα
[Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || συχν. εμφ.
3 || χαιδευτικό
για αγόρι ή άντρα: αγουρίν, αγουρίνα || αγορίνα
αγορίστικος
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αγοριτσίστικος,
αγουρίσιους, αγουρίσους, αγουρίτκους, πιδιακίσιους
|| αγορίστικος
αγορίτσα || Αρκαδία, Αχαΐα || κορίτσι
αγορίτσης || Ήπειρος || έφηβος
αγοριτσίστικος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγορίστικος
αγοροβότανο
[Μέγας 1975] || σερνικοβότανο
αγοροκορασούλι || Χαβουτσί* || αγοροκόριτσο
αγοροκόριτσο
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || συχν. εμφ.
3 || αγόρα,
αγορίνα, αγορού, αγόρω, αγουρουκόρτσου, αγριοκόριτσο, αγρόκορτσου,
αγρουκόρτσου, αγοροκορασούλι, αγουρού, αντρίκιους, αντρογιώρζης, αντροκοπελίνα,
αντροκόπελο, αντροπουλλιέρος, αρτσενικοθέλυκος, τσιόρμανους || αγοροκόριτσο
αγορολογάω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || παζαρεύω
αγορολογώ
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || παζαρεύω
αγορομάνα || αγουρουμάνα || αγορομάνα
αγορομάνα || Δαρδανέλια* || αρρενοτόκος
αγοροπουλησιά || Παξοί || αγοραπωλησία
αγοροπουλητής
[Βλαστός 1931] || έμπορος
άγορος || Ήπειρος, Κοζάνη, Μάνη
|| άγουρος
αγορού || Σαράντα Εκκλησιές* || αγοροκόριτσο
αγόρου || Κοζάνη || αντρογυναίκα
αγορούδ || Σαράντα Εκκλησιές*
|| αγοράκι
αγόρους || Πιερία || αγόρι
αγοροφάς || Σκύρος || αγουροφάγος
αγόρω || Σαράντα Εκκλησιές* || αγοροκόριτσο
αγός || Αίνος*, Άρτα, Ίμβρος, Προποντίδα*, Σαράντα
Εκκλησιές*, Σίκινος, Σίφνος, Σκοπός*, Σωζόπολη*, Χίος
|| αυλάκι
αγός [Somavera 1709] || νεροσωλήνας
αγόσευτος || Χαλδία* || άζευκτος
αγοστάρικο || Απουλία || αυγουστιάτικος
Αγοστος || Ινέπολη* || Αύγουστος
αγοτζάρω || Κύθηρα || διώκω
αγότζο || Κύθηρα || κυνηγητό
αγότσιχα || Τσακωνιά || αλογότριχα
αγού || Όφις* || αυτό
άγου || Καππαδοκία* || άλλος
αγουά || Σαμοθράκη || αγορά
άγουανκ || Τσακήλι* || αγκού
αγούβιαστος
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || άγουβος
άγουβος
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αγούβιαστος || άγουβος
αγουβούρα || Θεσσαλία || αγούδουρας
αγούγδιουρας || Λέσβος || αγούδουρας
αγούγια || Κρήτη || αλίμονο
αγουγιάζου || Αδριανούπολη*,
Αιτωλοακαρνανία || αγωγιάζω
αγουγιάτκα || Θάσος, Ίμβρος || αγωγιάτικα
αγουγιάτς || Αιτωλοακαρνανία, Θάσος,
Ίμβρος, Κοζάνη, Κόνιτσα, Λαγκαδάς, Λέσβος, Μαγνησία, Πιερία, Σαμοθρακη, Σάμος,
Σιάτιστα, Σκόπελος, Τρίκαλα, Χαλκιδική || αγωγιάτης
αγούγκ || Σάμος || κήλη
αγουγούτς || Σέρρες || μωρό
αγούδαρας || Κρήτη || αγούδουρας
αγούδαρο || Κρήτη || αγούδουρας
αγούδαρος || Θήρα, Κρήτη || αγούδουρας
αγούδαρους || Λέσβος || αγούδουρας
αγουδέος || Κρήτη || παλιάνθρωπος
αγούδερο || Πάρος || αγούδουρας
αγούδερος || Αχαΐα, Κορινθία || αγούδουρας
αγουδιάτης || Μάκρη* || αγωγιάτης
αγούδιουρας || Λέσβος || αγούδουρας
αγουδίρος || Σέριφος || αγούδουρας
αγούδουνο || Κύθηρα || αγούδουρας
αγουδούρα || Σίκινος || αγουρίδα
αγούδουρας
[Ηπίτης 1908] || δημοτική || το φυτό
Hypericum crispum: αβγούδουρας, αβούλουρας, αγδέρος, αγδούρ, αγδούρι,
αγκούδαρος, αγκούδουρας, αγουβούρα, αγούγδιουρας, αγούδαρας, αγούδαρο,
αγούδαρος, αγούδαρους, αγούδερο, αγούδερος, αγούδιουρας, αγουδίρος, αγούδουνο,
αγούδουρο, αγούδουρος, αγούζαρο, αγουθούρα, αγούθουρας, αγουΐδαρος,
αγουΐδουρας, αγούλουρας, αγούουρας, άγουρας, αγούριδας, αγούρουδας, αζούδουρα,
αούδουρας, αουρίδι, αουρίστρας, αρκουδούρα, ασγουδούρος, ασγουδούρους, γούδερο,
γούδουρας, γούδουρο, γουθούρα, θερμόχορτο, καζαούνι, μαζούλι, μαζουλόχορτο,
μανουδιά, όγδουρας, ουδέρι, ούδουρας, σκουδρίτσα, σκουρδίτσα, σουμάκι, τσέρφα,
φουκάλ, ψιλίνα, ψιλίτα || αγούδουρας
αγούδουρο || Κρήτη || αγούδουρας
αγούδουρο || το φυτό Hypericum hircinum ή Androsaemum hircinum: νεροκίκτι || αγούδουρο
αγούδουρος || Θήρα, Κρήτη || αγούδουρας
αγούζ || Σινασός* || πρωτόγαλα
αγούζαρο || Κρήτη || αγούδουρας
αγουζέτι || Θράκη || αγιζότι
αγουθούρα || Λήμνος || αγούδουρας
αγούθουρας || Κύθνος, Σύρος || αγούδουρας
αγουίδα || Σαμοθράκη || αγουρίδα
αγουΐδαρος || Θήρα || αγούδουρας
αγουΐδουρας || Λέσβος || αγούδουρας
αγουϊστιατικος || Μάνη || αυγουστιάτικος
αγουιστίτικος || Μάνη || αυγουστιάτικος
αγούλ || Κοζάνη || αγαδάκι
αγούλ || Κοζάνη || αφεντόπουλο
αγούλ || Κοτύωρα* || μαντρί
αγούλ || Φθιώτιδα || ούλο
αγούλα || Νιγρίτα || αλευρόκολλα
αγούλα || Φθιώτιδα || οισοφάγος
αγούλα || Σέρρες || πλιγούρι
αγούλα [Λεξικό Δημητράκου
1933] || δημοτική || γαλατσιδόχορτο
αγουλάμπασας || Ζάκυνθος || λαίμαργος
αγουλάνευτος || Κοτύωρα*, Σάντα*,
Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αχρησιμοποίητος
αγούλαρη [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || γαλατσιδόχορτο
αγούλαρο
[Χαλδρέιχ 1926] || το φυτό
Sorghum vulgare: βούλιαρο, δαρί, σκούπα, καλαμπόκι
|| αγούλαρο
αγουλέγκομαι || Καλαβρία || ορέγομαι
αγούλερη || Ανατολικής θράκη* || βούλαρος
αγουλέτα || Αμοργός || γολέτα
αγούλι [Βλάχος 1659] || Μάνη || ούλο
αγουλιά || Φωκίδα || σκελίδα
αγουλία || Καλαβρία || όρεξη
αγούλια || Αλόννησος, Εύβοια, Θράκη, Κρήτη, Λευκάδα,
Μαΐστρος*, Μάνη, Σκόπελος, Φθιώτιδα, Χαβουτσί* || ούλα
αγούλιαβους || Νιγρίτα || αναγούλα
αγουλιανός [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || γουλιανός
αγούλιαρας || Κεφαλονιά || βέλιουρας
αγούλιαστος [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || δυσκολοκατάπιωτος
αγούλιερας [Brighenti 1912] || δημοτική || Κέρκυρα, Κεφαλονιά || βούλαρος
αγουλίθρες
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αμυγδαλές
αγούλις || Θράκη || ούλα
αγουλονάρι [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Λακωνία || γαλατσιδόχορτο
αγουλοναριά [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || γαλατσιδόχορτο
αγούλουπας || Σύρος || αγιάλοπας
αγούλουρας || Σάμος || αγούδουρας
αγουλοφάγος || Μάνη || ουλίτιδα
αγούλπας || Σύρος || αγιάλοπας
αγούλς || Μαΐστρος* || ούλα
αγούλωτος [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κοτύωρα*, Σάντα*
|| λιγόφαγος
αγουμάριαστος || Σύμη || αδεμάτιαστος
αγουμάς || Κάλυμνος, Ρόδος ||
κοτέτσι
αγούμαστε || Τσακωνιά || αγούμαστος
αγούμαστο || Κέρκυρα, Λακωνία || αγούμαστος
αγούμαστος
[Brighenti 1912] || δημοτική || ποικιλία σταφυλιού:
αγούμαστε, αγούμαστο, αγούμαστου, αγούμαστους, αγούμιστο, αγούμιστος || αγούμαστος
αγούμαστου || Βόρεια Εύβοια || αγούμαστος
αγούμαστους || Καβάλα, Λέσβος, Λήμνος,
Λουλέβουργας*, Τήνος || αγούμαστος
αγούμαστους || Πιερία || ασουλούπωτος
αγουμέντο || Κρήτη || βοήθεια
αγούμιστο || Αρκαδία, Ήπειρο || αγούμαστος
αγούμιστος
[Γεννάδιος 1914] || αγούμαστος
αγούμνιαστους || Πιερία || ασουλούπωτος
αγουνατάου || Στερεά || γονατίζω
αγουνάτγους || Αιτωλοακαρνανία || ανεξάντλητος
αγουνατίζου || Στερεά || γονατίζω
αγουνιάζου || Αδριανούπολη* || αγωνιώ
αγουνιάζου || Αδριανούπολη* || βιάζομαι
αγούνιαστος [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγούνωτος
αγούνιαστους || Καστοριά, Σιάτιστα || αγούνωτος
αγουνιέμι || Θεσσαλονίκη, Σάμος
|| αγωνίζομαι
αγουνιέμι || Νιγρίτα || βιάζομαι
αγουνίζουμι || Αιτωλοακαρνανία, Καστοριά, Σάμος, Φθιώτιδα || αγωνίζομαι
αγουνιόμι || Αιτωλοακαρνανία, Σάμος, Τρίκαλα, Φθιώτιδα || αγωνίζομαι
αγουνιούμι || Αδριανούπολη*, Μελένικο*, Φιλιππούπολη* || βιάζομαι
αγουνιούμι || Νιγρίτα, Σέρρες || προσπαθώ
αγουνίστρα || Πωγώνι || γωνιά
αγουνίστρα || Αιτωλοακαρνανία, Αντίπαξοι, Αργυρόκαστρο,
Ερεικούσα, Ιωάννινα, Κέρκυρα, Μαθράκι, Οθωνοί, Παξοί
|| στια
αγουνιώμι || Φθιώτιδα || προσπαθώ
αγουντσκός || Νιγρίτα || βιαστικός
αγουνώριστε || Τσακωνιά || αγνώριστος
αγούνωτος
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αγούνιαστος, αγούνιαστους || αγούνωτος
αγουό || Καλαβρία || αβγό
αγούουρας || Κως || αγούδουρας
αγουπάνου || Λευκάδα || αποπάνω
αγουπάνω || Ήπειρος || αποπάνω
αγουπέρα || Θεσπρωτία || αποπέρα
αγούπος || Κορινθία || γύπας
αγούρ || Κοτύωρα*, Όφις*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αγόρι
αγούρ || Αιτωλοακαρνανία, Λευκάδα, Πάρος || γούρι
αγουρά || Κοζάνη, Λέσβος, Σάμος, Σέρρες, Σουφλί, Τρίκαλα || αγορά
αγουράδα || Χίος || αλετριά
αγουράδα [Germano 1622] || δημοτική || Κονίστρες || στυφάδα
αγουράδα
[Βλαστός 1931] || αμεστωσιά
αγουράζου || Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Καρδίτσα, Κοζάνη,
Λάρισα, Λέσβος, Λήμνος, Νιγρίτα, Σάμος, Τρίκαλα || αγοράζω
αγουράζου || Αίνος*, Αιτωλοακαρνανία || βολιδοσκοπώ
αγουρακός || Κερασούντα*, Όφις*, Σάντα*, Τραπεζούντα*,
Χαλδία* || αντρικός
αγουράννου || Μάκρη* || αγοράζω
άγουρας || Μύκονος, Σάμος || αγούδουρας
αγουρασιμιός || Σάμος || αγορασμένος
αγουρασμένους || Καβακλί*, Φθιώτιδα
|| αγορασμένος
αγουραστής || Άρτα, Καστοριά, Λέσβος
|| αγοραστής
αγουραστός || Αιτωλοακαρνανία, Λουλέβουργας*, Φθιώτιδα,
Χαλκιδική || αγοραστός
αγουράτε || Τραπεζούντα* || ανδρεία
αγουράτικος || Κερασούντα* || αντρικός
αγουράτκος || Χαλδία* || αντρικός
αγουργά || Ιωάννινα || γοργά
άγουρε || Τσακωνιά || άγουρος
αγουρέα || Χαλδία* || αντρίλα
αγουρέκους || Θάσος || αγόραρος
αγουρέλ || Αϊβαλί || αγοράκι
αγουρέτα || Χαλδία* || ανδρεία
αγούρευτος || Κοτύωρα*, Χαλδία* || ακούρδιστος
αγούρευτος || Κοτύωρα*, Χαλδία || ανεπίπλωτος
αγουρήθρα
[Βλαστός 1931] || Τσακωνιά || αγουρίδα
αγούρι || Βιθυνία*, Τρίγλια*, Χαλδία* || αγόρι
αγούρι || Κως, Λακωνία, Μάνη, Μέγαρα, Πάργα || γούρι
αγούρι
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγουρίδα
αγουριά || Μεσσηνία || στυφάδα
αγουρία || Κάλυμνος || αγουρίδα
αγουρίδα || & Αδριανούπολη*,
Αμοργός, Ανάφη, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Θήρα, Ιθάκη,
Ικαρία, Κάρυστος, Κεφαλονιά, Κύμη, Λακωνία, Λέρος, Λευκάδα, Μάνη, Μεσσηνία,
Νάξος, Νίσυρος, Πάργα, Σαράντα Εκκλησιές*, Σέρρες, Χαβουτσί*, Χίος || αγουρίδα
αγουρίδα
[Germano 1622] || δημοτική || άγουρο
σταφύλι: αβρία, αβρίρα, αγγουρίδα, αγκουρίδα, αγουδούρα, αγουίδα, αγουρήθρα,
αγουρία, αγουρίδι, αγουρίκλα, αγουρίτσα, αγουρούα, αγρέστα, αγρίδα, αγρίκλα, αγρίθρα,
αγρίρα, αγριρίρα, αγρούρα, ακουρίδα, αουρία, αουρίδα, αουρίδι, όπακα || αγουρίδα
αγουρίδας || Σάμος || οξύθυμος
αγούριδας || Σέριφος || αγούδουρας
αγουρίδι
[Βλαστός 1931] || δημοτική || Μεσσηνία,
Παξοί, Σέριφος || αγουρίδα
αγουριέμαι || Αχαΐα || οδύρομαι
αγουριέμαι || Ηλεία, Κορινθία ||
ουρλιάζω
αγουριέμαι
[Βλαστός 1931] || αφουγκράζομαι
αγουρίκλα || Ζάκυνθος, Κεφαλονιά || αγουρίδα
αγούρικος || Μάνη || γουρλής
αγουρίλα || Σάμος || αγόρι
αγουρίλα
[ΙΛΝΕ 1933] || Σάμος || στυφάδα
αγουρίλια || Κέρκυρα, Παξοί || στυφάδα
αγουριλίδικος || Μάνη || γουρλής
αγουριλίκι || Μεσσηνία || αγριλίκι
αγουριλίτικος || Μάνη || γουρλής
αγουρίν || Θάσος || αγορίνα
αγούριν || Κερασούντα* || αγόρι
αγουρίνα || Θάσος, Σάμος || αγόρι
αγουρίνα || Θάσος, Σάμος || αγορίνα
αγούριο || Κως || φώλι
αγουρίσιους || Λέσβος || αγορίστικος
αγουρίσους || Σάμος || αγορίστικος
αγουρίστικος || Οινόη* || αντρικός
αγουρίτας || Κέρκυρα || άγουρος
αγουρίτικος || Οινόη* || αντρικός
αγουρίτκους || Φιλιππούπολη* || αγορίστικος
αγουρίτσα || Αχαΐα || αγουρίδα
αγουρίτσης || Ήπειρος, Κερασούντα*
|| έφηβος
αγουρίτσος || Κερασούντα*, Οινόη*, Χαλδία* || έφηβος
αγούρκους || Μαγνησία || άξεστος
αγουρλής || Μάνη || γουρλής
αγουρλιέμι || Άρτα || ουρλιάζω
αγουρλίκι || Μεσσηνία || αγριλίκι
αγουρλώ || Μακεδονία || αγοράζω
αγούρμαστος
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || άγουρος
αγούρμαστους || Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Καρδίτσα, Φθιώτιδα || άγουρος
αγούρμαστους || Αιτωλοακαρνανία, Καρδίτσα || ανώριμος
αγούρνιαστος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγούρνιαστους || αγούρνιαστος
αγούρνιαστους || Μακεδονία || αγούρνιαστος
αγουρνώ || Χαλκιδική || αγοράζω
αγουρογεννημένος
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αγουρογέννητος
αγουρογέννητος
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αγγουρογέντους,
αγουρογεννημένος || αγουρογέννητος
αγουρογεράζω || Αρκαδία || αγουρογερνώ
αγουρογερνάω
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Αχαΐα, Λακωνία || αγουρογερνώ
αγουρογερνώ
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αγγουρογερνού,
αγουρογεράζω, αγουρογερνάω || αγουρογερνώ
αγουρόγλωσος || Χίος || βρομόγλωσσος
αγουρόγλωσσος || Χίος || αισχρολόγος
αγουρογραπιδέα || Βάτικα* || γκορτσιά
αγουροθανατισμένος
[ΙΛΝΕ 1933] || δημοτική || αγρουθανατσμένους || αγουροθανατισμένος
αγουροθάνατος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγρουθάνατους || αγουροθάνατος
αγουροκόβγω || Κάλυμνος || αγουροκόβω
αγουροκόβου || Μάνη || αγουροκόβω
αγουροκόβω || Λακωνία, Τρίγλια* || αγουροξυπνώ
αγουροκόβω
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αγουροκόβγω, αγουροκόβου,
αγουροκόφτου, αγουρομαζώνω, αγρουκόβου, αγρουμαζώνου
|| αγουροκόβω
αγουρόκουλους || Ίμβρος || άγουρος
αγουροκόφτου || Τσακωνιά || αγουροκόβω
αγουρόλαδε || Χαβουτσί* || αγουρόλαδο
αγουρόλαδο || & Ζάκυνθος, Ηλεία,
Μάνη, Πάργα || αγουρόλαδο
αγουρόλαδο
[Somavera 1709] || δημοτική || αγγουρόλαδο,
αγγουρόλαδου, αγουρόλαδε, αγουρόλαδου, αγουρόλαο, αγρόλαδο, αγρόλαδου,
αουρόλαδο || αγουρόλαδο
αγουρόλαδου || Ίμβρος || αγουρόλαδο
αγουρόλαο || Κάλυμνος, Κως || αγουρόλαδο
αγουρολάχανο
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγκρολάχανο || αγουρολάχανο
αγουρολόγι
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγουρολόι || αγουρολόγι
αγουρολόγος || Χίος || αισχρολόγος
αγουρολόγος || Χίος || πειραχτήρι
αγουρολόι
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγουρολόγι
αγουρομαζώνω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγουροκόβω
αγουρόμηλο
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξινόμηλο
αγουρομιλώ
[Somavera 1709] || αγριομιλώ
αγουροξυμάου || Αχαΐα || αγουροξυπνώ
αγουροξυπνάου || Ηλεία || αγουροξυπνώ
αγουροξυπνάω
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Αχαΐα, Ζάκυνθος,
Κορινθία, Μάνη || αγουροξυπνώ
αγουροξύπνημα
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αγγουροξύπνημα,
αγγουροξύπνισμα, αγουροξυπνημός, αγρόκουμα, αουροξύπνημα, αουροξυπνημός,
αουροξύπνισμα, αουροξυπνισμός || αγουροξύπνημα
αγουροξυπνημένος
[Βλαστός 1931] || δημοτική || αγγουροξύπνητος,
αγουροξύπνητος, αγρουκουμένους, αναφάνταλους, ωμόυπνος
|| αγουροξυπνημένος
αγουροξυπνημός
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αγουροξύπνημα
αγουροξύπνητος
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αγουροξυπνημένος
αγουροξυπνώ || & Κουβούκλια*, Κρήτη,
Χαβουτσί*, Χίος || αγουροξυπνώ
αγουροξυπνώ
[Βλαστός 1931] || δημοτική || αγγουροξυπνώ,
αγουροκόβω, αγουροξυμάου, αγουροξυπνάου, αγουροξυπνάω, αγουρουξπνώ, αγρουκόβου,
αουροξυπνώ || αγουροξυπνώ
αγουροπαίδ || Κοτύωρα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αγόρι
αγουροπαίδιν || Κερασούντα* || αγουρέα
αγουροπατώ || Σύμη || παραπατώ
αγουρόπλ || Λουλέβουργας* || αγοράκι
αγουρόπον || Κοτύωρα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αγοράκι
αγουροπρησμένος
[ΙΛΝΕ 1933] || αγγουροπρησμένος,
αγγουρουπρησμένους || αγουροπρησμένος
άγουρος || & Ζάκυνθος, Ηλεία,
Θεσπρωτία, Μάνη || άγουρος
άγουρος || Κοτύωρα* || άντρας
άγουρος
[Germano 1622] || δημοτική || άβουρο,
άβρο, άβρος, άγαρος, άγγουρος, άγγουρους, άγγρο, αγένετος, αγένηστος, αγένουτους,
άγορος, άγουρε, αγουρίτας, αγούρμαστος, αγούρμαστους, αγουρόκουλους, άγουρους,
άγριους, άγρο, άγρος, άγρους, άιγορος, άιγουρος, ακάμουτους, ακαόμωτος,
ακάμωτος, άκναστος, άκνιαστος, άκουρος, άμιστους, άπλερο, άορος, αούρμαστος,
άουρος, άρβο, αρούμαγος, άφταστος, αψώμουτους || άγουρος
άγουρος [Γούλας 1961] || δημοτική || Αρκαδία, Εύβοια, Ζάκυνθος, Ήπειρος, Μάνη,
Μύκονος, Όφις*, Χίος || αγόρι
αγουροσύνα || Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανδρεία
αγουροσύνη
[Βλαστός 1931] || αμεστωσιά
αγουρότα || Νίκαια* || ανδρεία
αγουρότε || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*,
Χαλδία* || ανδρεία
αγουρότε || Κοτύωρα* || ανδρισμός
αγουρότη || Κερασούντα* || ανδρεία
αγουροτρώγω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγουροτρώου, αγουροτρώω,
αγρουτρώου, αουροτρώω || αγουροτρώγω
αγουροτρώου || Μάνη || αγουροτρώγω
αγουροτρώω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγουροτρώγω
αγουρού || Αίνος*, Κομοτηνή || αγοροκόριτσο
αγουρούα || Κως || αγουρίδα
αγουρουβότανου || Μαγνησία || σερνικοβότανο
αγουρούδ || Αδριανούπολη*, Αίνος*, Κομοτηνή*, Λήμνος || αγοράκι
αγούρουδας || Κως || αγούδουρας
αγουρουκόρτσου || Ίμβρος, Καρδίτσα, Σάμος || αγοροκόριτσο
αγουρουμάνα || Πιερία || αγορομάνα
αγουρουμάνα || Αίνος* || αρρενοτόκος
αγουρουξπνώ || Σάμος || αγουροξυπνώ
άγουρους || Τρίκαλα || αγόρι
άγουρους || Αδριανούπολη*, Λάρισα, Πιερία, Σιάτιστα || άγουρος
άγουρους || Νιγρίτα || έφηβος
αγουρουφάης || Θεσπρωτία, Σιάτιστα || αγουροφάγος
αγουρουφάς || Αϊβαλί*, Αμοργός, Ανάφη,
Ίμβρος, Κάλυμνος, Κρήτη, Λέσβος, Μοσχονήσι*, Μύκονος, Σύμη || αγουροφάγος
αγουρουφύλακας || Λήμνος || αγροφύλακας
αγουροφάας || Κως || αγουροφάγος
αγουροφαγάς || Αχαΐα, Χίος || αγουροφάγος
αγουροφάγης
[Βλαστός 1931] || Ήπειρος || αγουροφάγος
αγουροφάγος || & Αχαΐα, Ηλεία,
Κορινθία, Λακωνία || αγουροφάγος
αγουροφάγος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγγουροφάγος, αγγουραφάης,
αγγουροφάς, αγοροφάς, αγουρουφάης, αγουρουφάς, αγουροφάας, αγουροφαγάς,
αγουροφάης, αγουροφάος, αγουροφάς, αγρουφάης, αγρουφάους, αγροφάης, αουροφάς || αγουροφάγος
αγουροφάης || Θεσπρωτία, Κέρκυρα,
Πιερία || αγουροφάγος
αγουροφάος || Αυλωνάρι, Κονίστρες,
Λακωνία, Μάνη || αγουροφάγος
αγουροφάς
[Deheque 1825] || Αμοργός,
Ανάφη, Κάλυμνος, Κουβούκλια*, Λακωνία, Σίφνος, Χίος
|| αγουροφάγος
αγουροφέρνω
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αγρουφέρνου || αγουροφέρνω
αγουρσουζά || Κρήτη || γρουσουζιά
αγουρσούζης || Κρήτη || γρουσούζης
αγουρτάρικο || Απουλία || αυγουστιάτικος
αγουρωμένος || Τραπεζούντα* || ανδρείος
αγουρώνω || Θήρα || προγκάω
αγουρωπέ || Τσακωνιά || αγουρωπός
αγουρωπός
[Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αγγουρωπός, αγουρωπέ,
αγρουπός, αγρουστωτός, ακριάγουρους, αουρωπός, ξιάγρους
|| αγουρωπός
αγουσθιανός || Κρήτη || αυγουστιάτικος
άγουστα || Βουρλά* || αυγουστιάτικα
άγουστα
[Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || κακόγουστα
αγουστάρικο || Απουλία, Καλαβρία || αυγουστιάτικος
αγουστέλα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κεφαλονιά || αγουστέλι
αγούστελας || Κεφαλονιά || εύρωστος
αγουστέλι
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αυγουστιάτικη ποικιλία
φρούτου: αγουστέλα, αχστέλα || αγουστέλι
αγουστέρα || Σκόπελος || σαύρα
αγούστερας || Κέρκυρα || σαύρα
αγουστερίτσι || Κέρκυρα || σαύρα
άγουστη || Ικαρία || άγρωστη
αγουστιά
[Βλαστός 1931] || δημοτική || κακογουστιά
αγουστινός || Κύθηρα || αυγουστιάτικος
αγουστιράς || Σκόπελος || σαύρα
αγουστιρίτσα || Σκόπελος || σαύρα
Άγουστο || Καλαβρία, Κοτύωρα*
|| Αύγουστος
αγουστοκοτσύμπελο || Όφις* || κορομηλιά
Άγουστος [Meursius 1614] || δημοτική || Άνδρος, Αρκαδία, Αυλωνάρι, Αχαΐα, Ζάκυνθος,
Κέα, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κίμωλος, Κονίστρες, Κουβούκλια*, Κρήτη, Κύθηρα, Κύμη,
Κύθνος, Λέρος, Μάνη, Μήλος, Οθωνοί, Σίλλη*, Σίφνος, Χίος || Αύγουστος
άγουστος
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || κακόγουστος
Άγουστους || Σάμος, Τραπεζούντα*, Χαλδία || Αύγουστος
άγουστρας || Θράκη, Ίος || άγρωστη
αγούτε || Κερασούντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αυτή
αγουτζής || Κρήτη || κυνηγός
αγούτος || Κερασούντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αυτός
αγουτουριτά || Μύκονος || εξουσία
αγούτσι || Τσακωνιά || αλογάκι
αγούτσι || Τσακωνιά || λαγουδάκι
άγουψους || Ιωάννινα || ωχρός
αγπάν || Ιωάννινα || πάνω
αγπαναριά || Λευκάδα || κόρα
αγπάνου || Λευκάδα || αποπάνω
αγπανουτός || Ιωάννινα || απανωτός
αγπανωθιός || Λευκάδα || πάνω
προς λέξεις που αρχίζουν από αγκ-αγπ
αβάρετη
[Βλαστός 1931] || αγκάστρωτη
αβγοκαύκι || Κρήτη || αγκλιά
αβγούδουρας || Πάρος || αγούδουρας
αβλαντίζου || Χαλκιδική || αγναντεύω
αβοράζω [Brighenti 1912] || δημοτική || Κύπρος || αγοράζω
αβοραμμένο || Απουλία || αγορασμένος
αβοράτζω || Απουλία || αγοράζω
αβούλιαχτος || Παξοί || αγκρέμιστος
αβούλιαχτους || Λέσβος || αγκρέμιστος
αβούλουρας || Σάμος || αγούδουρας
άβουρο || Καλαβρία || άγουρος
αβούρουλας || Σάμος || αγούδουρας
αβρία || Ρόδος || αγουρίδα
αβρίρα || Αραβανί* || αγουρίδα
άβρο || Απουλία || άγουρος
άβρος [Βλάχος 1897] || Ρόδος || άγουρος
αγάβανος || Κρήτη || αγκάβανος
αγάνιαστα || Μύκονος || αγόγγυστα
άγαρος || Μυριόφυτο* || άγουρος
αγάστρωτη || Σάντα*, Τραπεζούντα*,
Χαλδία* || αγκάστρωτη
αγγάστρωτη
[Ηπίτης 1908] || δημοτική || αγκάστρωτη
αγγλέουρας
[Brighenti 1912] || δημοτική || αγλέορας
αγγουραφάης || Κρήτη || αγουροφάγος
αγγουρίδα
[Corona Preciosa 1527] || Άνδρος, Βουρλά*, Θήρα, Ικαρία, Κρήτη, Κύθηρα,
Λέσβος, Λιβίσι*, Μύκονος, Σκόπελος, Χαλκιδική, Χίος
|| αγουρίδα
αγγουρογέντους || Σκόπελος || αγουρογέννητος
αγγουρογερνού || Λακωνία || αγουρογερνώ
αγγουρόλαδο
[Βλάχος 1659] || Κρήτη || αγουρόλαδο
αγγουρόλαδου || Λέσβος || αγουρόλαδο
αγγουροξύπνημα || Θήρα || αγουροξύπνημα
αγγουροξύπνητος || Θήρα || αγουροξυπνημένος
αγγουροξύπνισμα || Θήρα || αγουροξύπνημα
αγγουροξυπνώ || Θήρα, Κρήτη, Κύθηρα || αγουροξυπνώ
αγγουροπρησμένος || Λακωνία || αγουροπρησμένος
άγγουρος || Άνδρος, Βουρλά*, Θήρα, Κάρυστο, Κρήτη, Κύθηρα,
Κύπρος, Λιβίσι*, Μήλος, Χίος || άγουρος
αγγουρουπρησμένους || Ανατολική Θράκη*, Λέσβος,
Φθιώτιδα || αγουροπρησμένος
άγγουρους || Ίμβρος, Κύπρος, Λέσβος, Λιβίσι*, Μάδυτος*,
Μελένικο*, Σκόπελος, Χαλκιδική || άγουρος
αγγουροφάγος || Αρκαδία, Λακωνία || αγουροφάγος
αγγουρωπός || Άνδρος, Θήρα, Κύθηρα || αγουρωπός
άγγρο || Απουλία || άγουρος
αγδέρος || Πάρος || αγούδουρας
αγδούρ || Τήνος || αγούδουρας
αγδούρι || Πάρος || αγούδουρας
αγένετος || Κερασούντα* || άγουρος
αγένηστος || Οινόη* || άγουρος
αγένουτους || Ιωάννινα, Καρδίτσα
|| άγουρος
αγρέμιστος || Κρήτη || αγκρέμιστος
αγρέουλας || Μύκονος || αγλέορας
αγρέστα || Καλαβρία, Λακωνία || αγουρίδα
αγρέστα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγουρίδα
αγριάνκους || Πιερία || άγονος
αγρίδα
[Γούλας 1961] || δημοτική || Αιτωλοακαρνανία,
Αυδήμι*, Βόρεια Εύβοια, Ευρυτανία, Θάσος, Καρδίτσα, Λαγκαδάς, Λευκάδα,
Λουλέβουργας*, Μαγνησία, Μαΐστρος*, Νιγρίτα, Πιερία, Σέρρες, Στενήμαχος*,
Φθιώτιδα, Φωκίδα || αγουρίδα
αγρίθρα || Φθιώτιδα || αγουρίδα
αγρίκλα || Αιτωλοακαρνανία || αγουρίδα
αγρίνιαστα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγκρίνιαστα
αγρίνιαστος [Λεξικό
Πρωίας 1933] || δημοτική || Νάξος || αγκρίνιαστος
αγριοκινάρα
[Χελδράιχ1926] || αγκινάρα
αγριοκόριτσο
[Βλαστός 1931] || αγοροκόριτσο
άγριους || Μαγνησία || άγουρος
αγρίρα || Σίλλη* || αγουρίδα
αγριρίρα || Σίλλη* || αγουρίδα
άγρο || Καλαβρία || άγουρος
αγρόκορτσου || Θεσσαλονίκη, Κοζάνη
|| αγοροκόριτσο
αγρόκουμα || Φωκίδα || αγουροξύπνημα
αγρόλαδο || Λευκάδα || αγουρόλαδο
αγρόλαδου || Αιτωλοακαρνανία, Λέσβος,
Φθιώτιδα || αγουρόλαδο
αγρόνιστο || Καλαβρία || αγνώριστος
αγρόνιστο || Καλαβρία || άγνωστος
αγρόνιστος [Du Cange
1688] || Αστυπάλαια, Κάλυμνος, Κάρπαθος,
Κύπρος, Νάξος, Ρόδος || αγνώριστος
αγροροπουλησία || Λακωνία || αγοραπωλησία
άγρος || Χαλδία* || αγόρι
άγρος || Σινασός*, Τσακήλι*
|| άγουρος
αγρουθάνατους || Ήπειρος || αγουροθάνατος
αγρουθανατσμένους || Ιωάννινα || αγουροθανατισμένος
αγρουκόβου || Αιτωλοακαρνανία,
Ιωάννινα, Φθιώτιδα || αγουροκόβω
αγρουκόβου || Φωκίδα || αγουροξυπνώ
αγρουκόρτσου || Κοζάνη || αγοροκόριτσο
αγρουκουμένους || Φωκίδα || αγουροξυπνημένος
αγρουμάζουμα || Ιωάννινα || αγουρόκομμα
αγρουμαζώνου || Αιτωλοακαρνανία, Ιωάννινα || αγουροκόβω
αγρουπός || Καρδίτσα, Φθιώτιδα || αγουρωπός
αγρούρα || Σίλλη* || αγουρίδα
άγρους || Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Ιωάννινα, Νιγρίτα,
Σέρρες, Φθιώτιδα, Φωκίδα || άγουρος
αγρουστωτός || Σάντα* || αγουρωπός
αγρουτρώου || Αιτωλοακαρνανία || αγουροτρώγω
αγρουφάης || Θεσπρωτία, Λευκάδα || αγουροφάγος
αγρουφάους || Αιτωλοακαρνανία || αγουροφάγος
αγρουφέρνου || Αιτωλοακαρνανία || αγουροφέρνω
αγροφάης || Ήπειρος, Λευκάδα || αγουροφάγος
αδόξευτος || Σύμη || άγνεθος
αζγκαλιά || Σαμοθράκη || αγκαλιά
αζογκάθα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγκαθόσκουπα
αζούδουρα || Λακωνία || αγούδουρας
αζουριά || Ζάκυνθος || αγκαθότοπος
αθώρητος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγνώριστος
αϊγόρ || Ημαθία || αγόρι
άιγορος || Μάνη || αγόρι
άιγορος || Λακωνία || άγουρος
άιγουρος || Λακωνία || άγουρος
ακάανος || Κάρπαθος || αγκάβανος
ακάθ || Λέσβος || αγκάθι
ακάθθα || Κάρπαθος, Χάλκη ||
αγκάθι
ακαθθάκι || Καλαβρία || αγκαθάκι
ακάθθι || Καλαβρία || αγκάθι
ακαθθιά || Κάρπαθος || αγκάθι
ακάθθιν || Κύπρος || αγκάθι
άκαθθος || Ικαρία || αγκαθάρα
ακαθθοτόπιν || Ικαρία || αγκαθότοπος
ακαθθούκι || Καλαβρία || αγκαθάκι
ακαθθώννω || Καλαβρία || αγκαθώνω
ακαθιρός || Λέσβος || αγκαθερός
ακαθώνου || Λέσβος || αγκαθώνω
ακάμουτους || Αδριανούπολη* || άγουρος
ακάμωτος || Βουρλά*, Κρήτη, Σύρος
|| άγουρος
ακαόμωτος || Καστελλόριζο || άγουρος
ακάτθι || Απουλία, Καλαβρία, Σύμη || αγκάθι
ακάτθιν || Σύμη || αγκάθι
ακατθούκι || Καλαβρία || αγκαθάκι
ακάτι || Απουλία || αγκάθι
ακαττάκι || Απουλία || αγκαθάκι
ακάττι || Απουλία, Σύμη || αγκάθι
ακαττούντι || Απουλία || αγκαθάκι
ακάτχι || Καλαβρία || αγκάθι
ακάφφι || Καλαβρία || αγκάθι
ακία || Κάρπαθος, Ρόδος ||
αγκίδα
ακίδα || Κερασούντα*, Πάρος, Ρόδος, Χαλδία* || αγκίδα
ακκίδα || Σύμη || αγκίδα
ακλούμπι || Νάξος || αγκλιά
άκναστος || Ρόδος || άγουρος
άκνιαστος || Θήρα, Θράκη || άγουρος
ακουρίδα || Λέσβος || αγουρίδα
άκουρος || Κρήτη || άγουρος
ακρέμιστος || Τραπεζούντα* || αγκρέμιστος
ακριάγουρους || Πιερία || αγουρωπός
ακχάθθι || Καλαβρία || αγκάθι
αλαβούτα || Βουρλά* || αγκλιά
αλαλαγκίτα || Ικαρία || αγκλιά
αλαμπρασέντου || Αιτωλοακαρνανία ||
αγκαζέ
αλαμπρασέτο || Μύκονος || αγκαζέ
αλαμπρατσάντε || Κέρκυρα, Κύθηρα, Λευκάδα, Παξοί || αγκαζέ
αλαμπρατσέτα [Λεξικό
Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || Βουρλά*,
Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσσαλονίκη, Καστοριά, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κοζάνη, Κύθηρα,
Κωνσταντινούπολη, Μεσσηνία, Σιάτιστα || αγκαζέ
αλαμπρατσέτθα || Κάλυμνος, Κάρπαθος, Νίσυρος || αγκαζέ
αλαμπρατσέτο || Θήρα, Κέρκυρα, Λευκάδα
|| αγκαζέ
αλαμπρατσέττα || Κάρπαθος || αγκαζέ
αλαμπρατσία || Λήμνος || αγκαζέ
αλαμπράτσο || Ζάκυνθος, Λευκάδα
|| αγκαζέ
αλαξιμιός || Μύκονος || αγνώριστος
αλαξιμνιός || Κρήτη || αγνώριστος
αλαχτός || Χίος || αγνώριστος
αλεγνώριστος || Καστελλόριζο || αγνώριστος
αλεγρόνιστος || Καστελλόριζο || αγνώριστος
αλεμπρατσάντε || Κεφαλονιά || αγκαζέ
άλιτε || Τσακωνιά || άγλειφτος
άλιχος || Χαλδία* || άγλειφτος
άλιχτος || Λακωνία*, Χαλδία* || άγλειφτος
αλόξενος || Πωγώνι || άγνωστος
αμασκαλιάζου || Χαλκιδική || αγκαλιάζω
αμασκαλιάζω || Κρήτη, Νάξος || αγκαλιάζω
αμασκαλώνου || Φθιώτιδα || αγκαλιάζω
άμιστους || Ίμβρος, Σέρρες || άγουρος
άμουρος || Καστελλόριζο || αγνώμονας
αμουσκαλιάζου || Χαλκιδική || αγκαλιάζω
αμπασκαλιάζω || Κρήτη || αγκαλιάζω
αμπρά || Βουρλά* || αγκαζέ
αμπρατσάντε || Κέρκυρα || αγκαζέ
αμπρατσάρω || Ζάκυνθος || αγκαλιάζω
αναγκουνάρ || Καρδίτσα || αγκωνάρι
αναγκώνα || Λάρισα, Τρίκαλα ||
αγκώνας
αναγκώνας || Ευρυτανία, Καρδίτσα, Μαγνησία Σέρρες, Τρίκαλα || αγκώνας
ανάγλυκος
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κονίστρες, Σίφνος || άγλυκος
ανάγλυκους || Μάδυτος*, Σάμος || άγλυκος
αναγναντεύω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγναντεύω
ανάγνωρα
[Βλαστός 1931] || δημοτική || Τσακωνιά || αγνώριστα
αναγνώριμος [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Κερασούντα*, Οινόη*, Σαμψούντα* || αγνώριστος
αναγνώριστος || Σινασός* || αγνώριστος
ανάγνωρος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άγνωστος
αναγρωνιμιά || Κύπρος || αγνωμοσύνη
ανάγρωστο || Καλαβρία || αγνώριστος
αναδιάζω || Κύθηρα || αγναντεύω
αναδιερός || Κρήτη || αγναντερός
αναδκιάζω || Κύπρος || αγναντεύω
αναϊντιάζου || Μάνη || αγναντεύω
ανάντεμα || Μάνη || αγνάντεμα
αναντένω || Λακωνία || αγναντεύω
αναντεύου || Μάνη || αγναντεύω
αναντεύω || Λακωνία || αγναντεύω
αναντιάζζω || Χίος || αγναντεύω
αναντιάζου || Καρδίτσα || αγναντεύω
αναντιάζω || Λακωνία, Μάνη, Χίος
|| αγναντεύω
αναντιάννου || Λιβίσι* || αγναντεύω
αναφάνταλους || Αιδηψός || αγουροξυπνημένος
ανγκαζάρω || Ζάκυνθος || αγκαζάρω
ανγκάθ || Πιερία || αγκάθι
ανγκάθθι || Κως || αγκάθι
ανγκαθίζου || Πιερία || αγκυλώνω
ανγκαθιρός || Πιερία || αγκαθερός
ανγκαλιάζζω || Καλαβρία || αγκαλιάζω
ανγκάλλια (τα) || Κως || αγκαλιά
ανγκίδα || Πιερία || αγκίδα
ανγκινάρα || Κάρπαθος || αγκινάρα
άνγκισμα || Πιερία || αγκύλωμα
ανγκλούπι || Κως, Ρόδος, Σύμη || αγκλιά
άνγκουνας || Γρεβενά, Πιερία ||
αγκώνας
ανγκυλώνου || Πιερία || αγκυλώνω
άνγκωνα (ο) || Καλαβρία || αγκώνας
ανδραΐδα || Αργυρόκαστρο || αγκαθιά
ανέγλυκος
[Βλαστός 1931] || δημοτική || Κάρπαθος,
Τήλος || άγλυκος
ανέγλυκους || Θράκη || άγλυκος
ανέγνουρους || Αιτωλαοακαρνανία
|| αγνώριστος
ανέγνουρους || Αιτωλοακαρνανία || άγνωστος
ανέγνωρα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγνώριστα
ανεγνωριά
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αγνωμοσύνη
ανεγνώριγα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγνώριστα
ανεγνώριγος [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αρκαδία, Ηλεία, Μεσσηνία || αγνώριστος
ανεγνώριμος
[Βλαστός 1931] || δημοτική || Αχαΐα,
Κάρπαθος, Κρώμνη*, Νίσυρος, Παξοί, Τήλος || αγνώριστος
ανεγνώριμος [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αρκαδία, Όφις*, Χαλδία* || άγνωστος
ανεγνώριος || Παξοί || αγνώριστος
ανεγνώριστα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγνώριστα
ανεγνώριστος [Βλαστός
1931] || δημοτική || Ηλεία, Ινέπολη*, Κερασούντα*, Κίμωλος, Κύμη,
Κως, Μάνη, Νάξος, Οινόη*, Παξοί || αγνώριστος
ανέγνωρος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη, Λακωνία || άγνωστος
ανέγνωρος [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || Κάρπαθος, Κρήτη, Μάνη, Μεσσηνία || αγνώριστος
ανέγνωστος || Λακωνία || άγνωστος
ανεγρόνιστος || Σύμη || αγνώριστος
ανέγρουνος [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || άγνωστος
ανεδιάζω || Κρήτη, Κύθηρα || αγναντεύω
ανεδιερός || Κρήτη || αγναντερός
άνεθος || Κονίστρες, Κύμη || άγνεθος
ανέλλο [Λεξικό Δημητράκου
1933] || δημοτική || άγκυρα
ανεντιάζω || Χίος || αγναντεύω
άνεστε || Τσακωνιά || άγνεθος
άνεστος || Κονίστρες || άγνεθος
ανηξεροσύνη || Κέρκυρα || άγνοια
ανηξευκά || Κύπρος || άγνοια
ανιγκώνας || Νιγρίτα || αγκώνας
ανίγνουστους || Ίμβρος, Σαμοθράκη
|| άγνωστος
ανιγνώργους || Άρτα || αγνώριστος
ανιγνώριμος || Κάρπαθος || αγνώριστος
ανιγνώριστους || Αίνος* || άγνωστος
ανιγνώρμους || Φθιώτιδα || αγνώριστος
ανίγνωρος || Ιθάκη || αγνώριστος
ανίγνωρος || Ιθάκη || άγνωστος
ανιγνώρστος || Μάδυτος* || αγνώριστος
ανιγνώρστους || Σκόπελος || αγνώριστος
ανιγρώνιστος || Κάρπαθος || αγνώριστος
ανιγρώνμους || Μακεδονία || αγνώριστος
ανιούζιστε || Τσακωνιά || αγνώριστος
ανιούριστε || Τσακωνιά || αγνώριστος
ανίριστε || Τσακωνιά || αγνώριστος
άνιστους || Σάμος || άγνεθος
ανκοράρω || Ζάκυνθος || αγκυροβολώ
άνκου || Παξοί || αγκού
άνκουρα || Ζάκυνθος || άγκυρα
αννέθεστο || Καλαβρία || άγνεθος
αννκώνα || Απουλία || αγκώνας
αννόριστο || Καλαβρία || άγνωστος
άντζα || Κερασούντα*, Όφις*, Σούρμενα* || αγκώνας
αντζελλώνω || Χίος || αγκυλώνω
αντζελούκου || Τσακωνιά || αγκυλώνω
αντζενάρι || Κως || άγκινας
αντζεούκου || Τσακωνιά || αγκυλώνω
αντζίδα || Κονίστρες, Κύμη, Μεσσηνία, Σαμψούντα*,
Τσακωνιά || αγκίδα
αντζίδι || Τσακωνιά || αγκίδα
αντζινάζι || Τσακωνιά || αγκινάρα
αντζιναλόφυλε || Τσακωνιά || αγκιναρόφυλλο
αντζινάρα || Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κως, Τσακωνιά || αγκινάρα
αντζίναρε || Τσακωνιά || αγκινάρα
αντζίσι || Τσακωνιά || αγκίστρι
αντζιστρά || Κάρπαθος || αγκιστριά
αντζίστρα || Όφις* || αγκίστρι
αντζίστρι || Αίγινα, Άνδρος, Καστελλόριζο, Κύμη, Τσακωνιά || αγκίστρι
αντζίστριν || Κύπρος || αγκίστρι
αντζιστρούκου || Τσακωνιά || αγκιστρώνω
αντζιστρωμένος || Κύπρος || αγκιστρωμένος
αντζιστρώνω || Κύπρος || αγκιστρώνω
αντζυλλώνω || Χίος || αγκυλώνω
αντιγών || Λήμνος || αγκωνάρι
αντιθωράω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγναντεύω
αντιθωριάζω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγναντεύω
αντιθωρώ [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγναντεύω
αντιλίν || Κύπρος || αγκλιά
αντιλλιά || Κύπρος, Λιβίσι* || αγκλιά
αντλιά || Ζάκυνθος || αγκλιά
αντουλιούριν || Κύπρος || αγκλιά
αντούλλα || Κύπρος || αγκλιά
αντουλλιά || Κύπρος || αγκλιά
αντουλλίν || Κύπρος || αγκλιά
αντραΐδα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγκαθιά
αντράκι || Κρήτη || αγόρι
αντρίκιους || Νιγρίτα || αγοροκόριτσο
αντρογιώρζης || Κάλυμνος || αγοροκόριτσο
αντροκοπελίνα || Νάξος || αγοροκόριτσο
αντροκόπελο || Νάξος || αγοροκόριτσο
αντροκόριτσο || Κώς, Νάξος, Σύρος
|| αγοροκόριτσο
αντροπούλλι || Κάρπαθος || αγόρι
αντροπουλλιέρος || Κάρπαθος || αγοροκόριτσο
αντρουγυρίτσι || Αδριανούπολη* || αγοράκι
αντσίδα || Κάρυστος || αγκίδα
άνωστος || Σίλλη* || άγνωστος
αξαννοίω || Κύπρος || αγναντεύω
αξεγλύτωτος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγλύτωτος
άξτους || Σιάτιστα || άγνωστος
αορά || Κάρπαθος || αγορά
αοράζω || Κάρπαθος, Κύπρος, Νάξος, Χίος || αγοράζω
αοράντζω || Κάρπαθος || αγοράζω
αορασία || Κάρπαθος || αγορά
αορασμός || Κάρπαθος || αγορά
αορασμός || Νάξος || αγόρασμα
αοραστής || Κάρπαθος || αγοραστής
αοραστικός || Κύπρος || αγοραστός
αοραστός || Κάρπαθος || αγοραστός
αόρι || Κρήτη || αγόρι
άορος || Κάρπαθος || αγόρι
άορος || Κάρπαθος || άγουρος
αούδουρας || Κύθνος, Νάξος, Πάρος,
Σίφνος, Σύρος || αγούδουρας
αουράζω || Καστελλόριζο || αγοράζω
αουράννου || Λιβίσι* || αγοράζω
αούρι || Τρίγλια* || αγόρι
αουρία || Κάρπαθος, Κύπρος, Ρόδος || αγουρίδα
αουρίδα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Καστελλόριζο, Νάξος,
Ρόδος || αγουρίδα
αουρίδι || Νίσυρος || αγούδουρας
αουρίδι || Νάξος || αγουρίδα
αουρίστρας || Νίσυρος || αγούδουρας
αούρμαστος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άγουρος
αουρόλαδο || Κάρπαθος || αγουρόλαδο
αουροξύπνημα || Νίσυρος || αγουροξύπνημα
αουροξυπνημός || Νάξος || αγουροξύπνημα
αουροξύπνισμα || Νάξος || αγουροξύπνημα
αουροξυπνισμός || Νάξος || αγουροξύπνημα
αουροξυπνώ || Νίσυρος, Κάρπαθος || αγουροξυπνώ
άουρος || Κάρπαθος, Κάσος, Κως, Νάξος, Ρόδος, Σύμη || αγόρι
άουρος [Λεξικό Δημητράκου
1933] || δημοτική || Αίγινα, Κάρπαθος, Κάσος, Καστελλόριζο, Κύπρος,
Κως, Νάξος, Νίσυρος, Ρόδος, Σύμη, Χάλκη || άγουρος
αουροτρώω || Κύπρος || αγουροτρώγω
αουροφάς || Νάξος, Ρόδος || αγουροφάγος
αουρωπός || Κάρπαθος, Νάξος || αγουρωπός
απάλινε || Τσακωνιά || αγκάθινος
απάχαντον || Χαλδία* || αγκάθι
άπλερο || Καλαβρία || άγουρος
αραξά || Αϊβαλί*, Μοσχονήσι*
|| αγκυροβόλιο
αραξοβόλι [Σκαρλάτος
1835] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || Ζάκυνθος, Κάλυμνος, Κεφαλονιά, Λακωνία, Μάνη,
Πάργα, Σωζόπολη* || αγκυροβόλιο
άρβο || Απουλία || άγουρος
άριφνος || Θήρα || άγνωστος
αρκάρης || Καστελλόριζο || αγνός
αρκάτος || Καστελλόριζο || αγνός
αρκουδούρα
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Θεσσαλία || αγούδουρας
αρμός || Μαγνησία || αγκώνας
αρούμαγος || Δέλβινο, Πωγώνι ||
άγουρος
αρπάζου || Τήνος || αγοράζω
αρτσενικοθέλυκος || Κάρπαθος || αγοροκόριτσο
αρτσενικοπούλλιν || Κάρπαθος || αγοράκι
ασγουδούρος || Κρήτη || αγούδουρας
ασγουδούρους || Τήνος || αγούδουρας
ασκοδέρνω || Μάνη || αγκομαχώ
ασκομαχάω || Πελοπόννησος || αγκομαχώ
ασκομάχημα || Κάρπαθος || αγκομαχητό
ασκομαχημός || Κάρπαθος || αγκομαχητό
ασκομαχητό || Μάνη || αγκομαχητό
ασκομάχι || Μάνη || αγκομαχητό
ασκομαχώ || Μάνη || αγκομαχώ
ασούσουμος || Κρήτη, Παξοί || αγνώριστος
άσπαρτο || Αμοργός || αγκαθιά
ατζελώνω || Άνδρος || αγκυλώνω
ατζίδα || Άνδρος, Αυλωνάρι, Κονίστρες, Λέσβος, Μύκονος,
Πάρος, Χίος || αγκίδα
ατζίθρα || Αρκαδία || αγκίδα
ατζίλα || Χίος || αγκίδα
ατζινάρα || Κονίστρες, Κύμη ||
αγκινάρα
ατζιναρέα || Αίγινα, Μέγαρα || αγκινάρα
ατζινάρι || Κύθνος || άγκινας
ατζίστρ || Λέσβος || αγκίστρι
ατζιστρέα || Μέγαρα || αγκιστριά
ατζίστρι || Μέγαρα, Σκύρος || αγκίστρι
ατζλώνου || Αϊβαλί* || αγκυλώνω
ατζύλ || Πάρος || αγκάθι
ατζύλ || Πάρος || αγκύλι
ατζύλι || Νάξος || αγκάθι
ατζυλώνου || Λέσβος || αγκυλώνω
άτζυρα || Κάλυμνος || άγκυρα
ατσία || Κάρπαθος, Κύπρος
|| αγκίδα
ατσίδα || Κύπρος || αγκίδα
αυλοκαύκι || Κρήτη, Κύθηρα || αγκλιά
αφεράτζω || Απουλία || αγοράζω
αφοράτζω || Απουλία || αγοράζω
άφταστος || Ρόδος || άγουρος
αχάντ || Κοτύωρα*, Κρώμνη*, Σάντα*, Τραπεζούντα*,
Χαλδία* || αγκάθι
αχαντάζω || Κερασούντα*, Κοτύωρα*,
Όφις*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αγκαθώνω
αχάντι || Όφις* || αγκάθι
αχάντιν || Κερασούντα*, Οινόη*
|| αγκάθι
αχαντόπον || Σάντα*, Τραπεζούντα*,
Χαλδία* || αγκαθάκι
αχαντοτόπ || Χαλδία* || αγκαθότοπος
αχαντώνα || Κερασούντα*, Όφις* || αγκαθότοπος
αχαντωτός || Κερασούντα* || αγκαθωτός
αχνός || Κάρπαθος, Κάρυστος, Κύπρος, Λευκάδα, Μέγαρα,
Παξοί || αγνός
αχστέλα || Ίμβρος || αγουστέλι
αψώμουτους || Σκόπελος || άγουρος
βοράζω || Απουλία, Καλαβρία, Κύπρος, Σύμη || αγοράζω
βοράτζω || Απουλία, Σύμη || αγοράζω
βούλιαρο || Αργυρόκαστρο || αγούλαρο
βουράτζω || Απουλία || αγοράζω
γαϊδουράγκαθο || Θήρα || αγκάβανος
γαλατσίδα || Αργυρόκαστρο || αγλέορας
γαλιά || Λέσβος || αγκλιά
γκαθένιος || Χίος || αγκάθινος
γκάθθιν || Κύπρος || αγκάθι
γκαλιά || Κύπρος || αγκαλιά
γκαλιάζω || Βάτικα*, Ρόδος, Σέριφος, Σίφνος, Χαβουτσί* || αγκαλιάζω
γκάλιασμα || Νίσυρος || αγκάλιασμα
γκαλλιάζω || Σύμη || αγκαλιάζω
γκαλλιάτζω || Σύμη || αγκαλιάζω
γκέλι [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγκύλι
γκελλώνω || Κάρπαθος || αγκυλώνω
γκελώνω || Κάλυμνος, Κως, Ρόδος,
Σίφνος, Σύρος || αγκυλώνω
γκίδα || Δέλβινο, Νάξος || αγκίδα
γκιστρώνω || Φούρνοι || αγκιστρώνω
γκομαχώ || Κάλυμνος, Κρήτη, Τήλος
|| αγκομαχώ
γκου || Κάρπαθος || αγκού
γκουγκουμαχώ || Σάμος || αγκομαχώ
γκουμάχημα || Σύμη || αγκομαχητό
γκουμαχητό || Σύμη || αγκομαχητό
γκουμαχώ || Καστελλόριζο, Σύμη
|| αγκομαχώ
γκούνιασμα || Σύμη || αγκωνιά
γκουράζου || Καλαβρία || αγοράζω
γκρίθι || Μεσσηνία || αγκάθι
γκύλι || Μύκονος || αγκάθι
γκύλι [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Νάξος || αγκύλι
γκυλλώνω || Κως, Ρόδος, Σύμη || αγκυλώνω
γκυλούδι || Κως || αγκαθάκι
γκυλώνου || Φθιώτιδα, Χαλκιδική || αγκυλώνω
γκωνάρ || Βάτικα*, Χαβουτσί* || αγκωνάρι
γναδιάζω || Νάξος* || αγναντεύω
γναντιάζω || Κάλυμνος, Τσεσμέ*
|| αγναντεύω
γνυς || Ρόδος || αγνός
γομαράγκαθο [Χελδράιχ
1926] || αγκάβανος
γοράζζω || Καλαβρία || αγοράζω
γοράζου || Αυλωνάρι, Κονίστρες
|| αγοράζω
γοράζω || Βάτικα*, Καστελλόριζο, Κίμωλος, Παλιά Αθήνα,
Χαβουτσί*, Φούρνοι || αγοράζω
γοράνω || Σίλλη* || αγοράζω
γόρασμα || Χαβουτσί* || αγόρασμα
γούδερο || Αρκαδία || αγούδουρας
γούδουρας || Πάρος || αγούδουρας
γούδουρο || Αρκαδία, Τήλος, Χίος || αγούδουρας
γουθούρα
[Γεννάδιος 1914] || αγούδουρας
γουνιά || Σάμος || αγκωνάρι
δαρί || Κρήτη || αγούλαρο
εγκάλα || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Νικόπολη*, Όφις*,
Τραπεζούντα*, Χαλδία || αγκαλιά
εγκαλάζω || Κρώμνη*, Όφις*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αγκαλιάζω
εγκαλάσιμο || Όφις* || αγκάλιασμα
εγκάλασμαν || Κρώμνη*, Χαλδία* || αγκάλιασμα
εγκαλόπον || Κοτύωρα*, Κρώμνη*,
Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αγκαλίτσα
εγκινάρα || Κωνσταντινούπολη
|| αγκινάρα
εγκώνας || Ρόδος || αγκώνας
έγκωνας || Χίος || αγκώνας
εντζυλλώνω || Χίος || αγκυλώνω
εντζυλώνω || Αμοργός || αγκυλώνω
εφοράτζω || Απουλία || αγοράζω
ζερκός
[Λεξικό Δημητράκου 1938] || δημοτική || άγονος
ζντριβόλ || Σιάτιστα || αγκάθι
θερμόχορτο || Λακωνία || αγούδουρας
ιγκίθα || Σαμψούντα* || αγκίδα
ιγκινάρα || Αδριανούπολη || αγκινάρα
καζαούνι
[Γεννάδιος 1914] || αγούδουρας
καθθώννω || Καλαβρία || αγκαθώνω
καλαμπόκι
[Χαλδρέιχ 1926] || αγούλαρο
καντούνι || Ρόδος || αγκωνάρι
κάττι || Απουλία || αγκάθι
καττιτάρι || Ρόδος || αγκαθομανίταρο
κολοτζιά || Κύπρος || αγκλιά
κοπέλι || Νάξος || αγόρι
κοπελλάκι || Χάλκη || αγοράκι
κοπεουάτσι || Νάξος || αγοράκι
κοράτζω || Καλαβρία || αγοράζω
κουκούτσα || Αιτωλοακαρνανία, Κέρκυρα, Κεφαλονιά || αγκινάρα
κούλε || Τσακωνιά || αγκάθι
κουπέλ || Ευρυτανία, Φωκίδα || αγόρι
κουπιλάρ || Ίμβρος || αγόρι
κουφάγκαθο
[Γεννάδιος 1914] || αγκάβανος
λαμπρατσέτα || Κοζάνη || αγκαζέ
μαζούλι
[Γεννάδιος 1914] || αγούδουρας
μαζουλόχορτο
[Γεννάδιος 1914] || αγούδουρας
μανουδιά
[Γεννάδιος 1914] || αγούδουρας
μασκαλιάζου || Χαλκιδική || αγκαλιάζω
μίσω || Κρήτη || αγκομαχώ
μοσκομανίτης
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγκαθομανίταρο
μοσχάγκαθο || Κύθνος, Σκύρος, Σέριφος || αγκαθιά
ναγκώνα || Αξός* || αγκώνας
νεροκίκτι || Κρήτη || αγούδουρο
ντζύλωμα || Κάρυστος || αγκύλι
ντιρσέκ || Ουλαγάτς* || αγκώνας
ντιρσέκι || Κωνσταντινούπολη
|| αγκώνας
ντισπούτα || Ζάκυνθος || αγόρευση
ντρουβουλιάζου || Πιερία || αγκυλώνω
ντρουβουλίζου || Πιερία || αγκυλώνω
ντρουβουλώ || Πιερία || αγκυλώνω
ξαγναντεύω
[Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || Ζάκυνθος || αγναντεύω
ξιάγρους || Νιγρίτα || αγουρωπός
όγδουρας || Νάξος || αγούδουρας
όγκωνας || Κάρπαθος || αγκώνας
οντζία || Χίος || αγκίδα
όπακα || Τσακωνιά || αγουρίδα
ουδέρι
[Γεννάδιος 1914] || αγούδουρας
ούδουρας || Πάρος || αγούδουρας
παζάρ || Τρίκαλα, Φθιώτιδα
|| αγορά
παζάρι || Μάνη || αγορά
παιδί || Αχαΐα, Λακωνία || αγόρι
παπαρούνα
[Χελδράιχ 1926] || αγκιναρόχορτο
παραφλέτζα || Θάσος || αγκίδα
πατσάδ || Θάσος || αγκάθι
περιλαμπάνω || Κρήτη || αγκαλιάζω
πιδί || Ευρυτανία, Ημαθία, Θεσσαλονίκη, Κοζάνη,
Λάρισα, Λήμνος, Φθιώτιδα || αγόρι
πιδιακίσιους || Κοζάνη || αγορίστικος
ραξοβόλι || Καστελλόριζο, Κως
|| αγκυροβόλιο
ρούγα || Μάνη || αγορά
σίδερο
[Λεξικό Πρωίας 1934] || δημοτική || άγκυρα
σκανθοχόρτι || Αργυρόκαστρο || αγκαθιά
σκουδρίτσα || Λακωνία || αγούδουρας
σκούπα || Αργυρόκαστρο || αγούλαρο
σκουπάγκαθο [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγκαθόσκουπα
σκουρδίτσα || Λακωνία || αγούδουρας
σουμάκι
[Γεννάδιος 1914] || αγούδουρας
σταυρίδι
[Οικονομίδης 1973] || αγκαθερό
τζλώνου || Λέσβος || αγκυλώνω
τζυλώνω || Κάρυστος || αγκυλώνω
τουκάς || Καρδίτσα, Κοζάνη || αγκράφα
τσαρσί || Κρήτη, Ρόδος || αγορά
τσελλώνω || Κύπρος || αγκυλώνω
τσέρφα || Ρόδος || αγούδουρας
τσιαρσί || Καστοριά, Νιγρίτα
|| αγορά
τσινάρα || Κύπρος || αγκινάρα
τσιόρμανους || Κοζάνη || αγοροκόριτσο
τσίτα || Κρήτη || αγκίδα
τσύλωμα || Κονίστρες || αγκύλι
τσύλωμα || Κονίστρες || αγκύλωμα
τσυλώνου || Κονίστρες || αγκυλώνω
τσυλώνω || Μέγαρα, Χίος || αγκυλώνω
φιδάγκαθο
[Γεννάδιος 1914] || Λακωνία || αγκαθιά
φόρο || Κέρκυρα, Μάνη || αγορά
φόρος [Corona Preciosa 1527] || αγορά
φουκάλ || Θεσσαλία || αγούδουρας
χάντι || Σινώπη* || αγκάθι
χατκώνου || Καλαβρία || αγκαθώνω
χνος || Κάρπαθος || αγνός
χοράζζω || Καλαβρία || αγοράζω
χοραμένο || Καλαβρία || αγορασμένος
χοράτζω || Καλαβρία || αγοράζω
ψιλίνα
[Γεννάδιος 1914] || αγούδουρας
ψιλίτα
[Γεννάδιος 1914] || αγούδουρας
ψουνητός
[Βλαστός 1931] || αγοραστός
ψουνιστός
[Βλαστός 1931] || αγοραστός
ωμόυπνος || Κοτύωρα* || αγουροξυπνημένος