Οικισμοί
της Θεσσαλονίκης
Δημήτρη
Λιθοξόου
2009
βιβλιογραφία-πηγές
Αυστριακός Χάρτης:
α) φ. Saloniki: 41-41, Saloniki (Thessaloniki),
1: 200.000, Offiz. A. Jersche W. Kocour, Hptm. A. Vogel Hptm. A. Krulis.
β) φ. Vodena:
40-41, Vodena (Edessa), 1: 200.000, 1904, Offiz. W. Ahl
Offiz. R. Dokaupil, Hptm. A. Vogel Hptm. A. Krulis.
γ) φ. Athos:
42-40, Asos (Athos), 1: 200.000, 1899, Aspir. R. Vogl,
Hptm. A. Vogel Hptm. A. Krulis.
Χάρτης Κοντογόνη:
α) φ. Θεσσαλονίκη: Θεσσαλονίκη,
κλίμακα Δ 40 30΄- 41 30΄/ Β 40 30΄- 41 30΄, Αθήναι, Γ. Κοντογόνης, 1910.
β) φ. Βοδενά: Έδεσσα (Βοδένα),
κλίμακα 1: 200.000, Δ 40 30΄- 41 30΄/ Β 39 30΄- 40 30΄, Αθήναι, Γ. Κοντογόνης,
1909.
Σχινάς 1886: Νικόλαος Σχινάς, Οδοιπορικαί
σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, Νέας οροθετικής γραμμής και Θεσσαλίας /
Συνταχθείσαι υπό Νικολάου Θ. Σχινά ταγματάρχου του μηχανικού παρά τω Επιτελείω
του Τρίτου Αρχηγείου, εν Αθήναι, τύποις «Le Messager d'Athènes», τρία τεύχη, 1886-1887.
Кънчов 1900: Васил Кѫнчовъ, Македония
етногрфия и статистика, София 1900.
Brancoff 1905:
D. M. Brancoff, La Macédoine et sa population chrétienne,
Paris, 1905.
Χατζηκυριάκος 1906: Γεωργίου
Χατζηκυριάκου, Σκέψεις και εντυπώσεις εκ περιοδείας ανά την Μακεδονίαν
μετά τοπογραφικών, ιστορικών και αρχαιολογικών σημειώσεων, εν Αθήναις, εκ
των τυπογραφικών καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου, 1906.
Χαλκιόπουλος 1910: Μακεδονία
βιλαέτια Θεσσαλονίκης - Μοναστηρίου, εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου «Νομικής»,
οδός Οφθαλμιατρείου 5, 1910.
Παλαμιώτης 1914: Ελληνική Γεωργική
Εταιρεία, υπό την προεδρία της Α. Μ. του Βασιλέως, Γ. Παλαμιώτου, περιοδεύοντος
γεωπόνου εν Μακεδονία, Γεωργική έρευνα της Μακεδονίας, ήτοι μελέτη της
γεωργικής καταστάσεως, του κτηνοτροφικού πλούτου και της βιομηχανικής παραγωγής
κατά περιφερείας, Α’ της Δυτικής Μακεδονίας και Β’ της Ανατολικής Μακεδονίας,
εν Αθήναις, Μάρτιος 1914.
Απαρίθμηση 1913: Βασίλειον της Ελλάδος -
Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνσις Στατιστικής, Απαρίθμησις των
κατοίκων των νέων επαρχιών της Ελλάδος του έτους 1913, εν Αθήναις, εκ του
Εθνικού Τυπογραφείου, 1915.
Πρόσφυγες 1915: Υπουργείον Οικονομικών –
Διεύθυνσις Κτημάτων Κράτους, Έκθεσις περί των εν Μακεδονία Προσφύγων,
εν Αθήναις, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1916.
Милојевић 1920: Јужна
Македонја – Антропогеографска Испитивања, теза Боровојe Ж. Милојевића, Државна
Штампарија, Београд, 1920.
Απογραφή 1920: Υπουργείον Εθνικής
Οικονομίας - Διεύθυνσις Στατιστικής, α) Πληθυσμός του Βασιλείου της
Ελλάδος κατά την απογραφήν της 19ης Δεκεμβρίου 1920 / πραγματικός πληθυσμός,
Αθήναι, 1921.
ΕΑΠ 1928: Ε.ΑΠ. Γενική Διεύθυνσις
Εποικισμού Μακεδονίας – Τμήμα Στατιστικής, Κατάλογος των προσφυγικών
συνοικισμών Μακεδονίας με τας νέας ονομασίας, Θεσσαλονίκη, 1928.
Απογραφή 1928:Ελληνική Δημοκρατία –
Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας – Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Στατιστικά
αποτελέσματα της απογραφής του πληθυσμού της Ελλάδος της 15 – 16 Μαΐου 1928, Πραγματικός
και νόμιμος πληθυσμός – πρόσφυγες, εν Αθήναις, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου,
1933.
Στατιστικά 1935: Ελληνική Δημοκρατία – Υπουργείον Εθνικής
Οικονομίας – Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Στατιστικά
αποτελέσματα της απογραφής του πληθυσμού της Ελλάδος της 15 – 16 Μαΐου 1928, Τόπος
γεννήσεως - θρησκεία και γλώσσα - υπηκοότης, εν Αθήναις, εκ του Εθνικού
Τυπογραφείου, 1935.
Διοικητικά 1935: Βασίλειον της
Ελλάδος, Πληθυσμός της Ελλάδος κατά την απογραφήν της 15 – 16 Μαΐου
1928 - πραγματικός πληθυσμός κυρωθείς διά του από 23 Νοεμβρίου 1928 διατάγματος
- Δευτέρα έκδοσις, περιέχουσα τας μέχρι τέλους του έτους 1934 διοικητικάς
μεταβολάς, εν Αθήναις, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1935.
Απογραφή 1940: Βασίλειον της Ελλάδος -
Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας - Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Πληθυσμός
της Ελλάδος κατά την απογραφή της 16ης Οκτωβρίου 1940. Πραγματικός
πληθυσμός κατά νομούς, επαρχίας, δήμους κοινότητας και χωρία, έκδοσις
περιέχουσα τα επίσημα ονόματα των διοικητικών υποδιαιρέσεων και των πόλεων και
χωρίων συμφώνως προς την εγκριθείσαν υπό του Συμβουλίου Τοπωνυμιών ορθήν γραφήν
και εκφοράν, εν Αθήναις, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1950.
Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος: Μ. Μαραβελάκη –
Α. Βακαλόπουλου, Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη περιοχή
Θεσσαλονίκης, Ε.Μ.Σ. - Ι.Μ.Χ.Α. Θεσσαλονίκη, 1955. Επανέκδοση ΒΑΝΙΑΣ,
Θεσσαλονίκη 1993.
Παπαδόπουλος: Σ. Ι. Παπαδοπούλου, Η
κατάσταση της παιδείας το 1906 στην ύπαιθρο του καζά Θεσσαλονίκης (μία ανέκδοτη
έκθεση του Δημητρίου Μ. Σάρρου), ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ, σύγγραμα περιοδικόν της
ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, τόμος δέκατος πέμπτος, Θεσσαλονίκη, 1975.
Χουλιαράκης 1975: Μιχαήλ Χουλιαράκη, Γεωγραφική
διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971, τόμος B', ΕΘΝΙΚΟΝ
ΚΕΝΤΡΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ, Αθήναι 1975.
Χουλιαράκης 1976: Μιχαήλ Χουλιαράκη, Γεωγραφική
διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971, τόμος Γ', ΕΘΝΙΚΟΝ
ΚΕΝΤΡΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ, Αθήναι 1976.
Δημητριάδης: Βασίλης Δημητριάδης, Φορολογικές
κατηγορίες των χωριών της Θεσσαλονίκης κατά την Τουρκοκρατία, ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ,
σύγγραμα περιοδικόν της ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, τόμος εικοστός,
Θεσσαλονίκη, 1980.
Μιχαηλίδης: Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης, Σλαβόφωνοι
μετανάστες και πρόσφυγες από τη Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη (1912 – 1930),
διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης – Τμήμα Ιστορίας
και Αρχαιολογίας – Τομέας Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας και Λαογραφίας,
εισηγητής Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος, Θεσσαλονίκη, 1996.
Симовски: Тодор Симовски, Населените
места во Егејска Македонија - географски, етнички и стопански карактеристики,
дел. 2, Скопје 1998.
Σταματελάτου:
Μιχαήλ Σταματελάτος και Φωτεινή Βάμβα-Σταματελάτου, Επίτομο γεωγραφικό
λεξικό της Ελλάδος, Ερμής 2001.
Αϊβάτοβο / Ajvatovo / Ајватово. Μετονομάστηκε σε Λυτή και στη συνέχεια σε Λητή. Οι κάτοικοι του οικισμού ήταν
χριστιανοί προσκείμενοι στο πατριαρχείο και είχαν ως μητρική γλώσσα τη
μακεδονική. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 1.500 άτομα.
Τόσοι ήταν σχεδόν και οι παρόντες δημότες στην απογραφή του 1928. Στο χωριό δεν
εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες.
Πηγές:
Ajvatli [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].
Αϊβάτι (χριστιανικό), καζάς
Θεσσαλονίκης [Χάρτης
Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].
Ayvatlu: Χριστιανικό χωριό το 1771. Χριστιανικό
χωριό με 167 σπίτια το 1862 [Δημητριάδης, 417, 445].
Αϊβάτ: «έχον 80 οικογενείας χριστιανών γεωργών»
[Σχινάς 1886, 391].
Айватово, Солунска Каза, 1.580
χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 141].
Aivatovo, kaza de Salonique. Χριστιανικός
πληθυσμός: 2.000 πατριαρχικοί Βούλγαροι. Υπήρχε ένα ελληνικό σχολείο
με ένα δάσκαλο και 207 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].
Αειβάτι: «Το Αειβάτι αποτελεί Ελληνικήν
Ορθόδοξον κοινότητα αμιγή εκ 200 περίπου οικογενειών, διατηρούσαν σχολεία
αρρένων και θηλέων μετά δύο διδασκάλων εξ εκατέρου των φύλων… Οι του Αειβάτι
έχουσι το γνωστόν Σλαυόμικτον ιδίωμα, καίτοι πάντες σχεδόν εξέμαθον πλέον τη
Ελληνικήν και μεταχειρίζονται αυτήν ευχερώς κατά προτίμησιν» [Χατζηκυριάκος
1906, 21].
Έκθεση Σάρρου: «Αειβάτι (κρατεί η
σλαβομακεδονική διάλεκτος), 27 Μαΐου 1906. Οικίαι 257, οικογένειαι 300,
κάτοικοι 1.395 (725 άρρενες + 670 θήλεις) Έλληνες πάντες. Μαθηταί εγγραφέντες
εν όλω 252, διδάσκαλοι 4. Και το κεφαλοχώριον τούτο εξακολουθεί ευτυχώς βαίνον
καλώς υπό τε εθνικήν και παιδευτικήν έποψιν» [Παπαδόπουλος, 119].
Αειβάτι, επί του όρους Χορτιάτου: «1.395
ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 4].
Αειβάτιον, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης,
1.503 κάτοικοι (763 άρρενες και 740 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11]. Αειβάτι,
κοινότητος Αειβατίου, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ
152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Ајватово, Лугадинска област, 300 σπίτια χριστιανών Σλάβων
[Милојевић, 37].
Αειβάτιον, κοινότητος Αειβατίου,
κάτοικοι 1.495 (721 άρρενες, 774 θήλεις) [Απογραφή 1920, 113].
Μετονομασία: «Η κοινότης Αειβατίου,
μετονομάζεται εις κοινότητα Λητής και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Αειβάτι εις
Λητή (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 31.8.1926 (ΦΕΚ 346/4.10.1926)
[Χουλιαράκης 1975, 258].
Λυτή, κοινότητος Λυτής. Πραγματικός πληθυσμός
1.579 (774 άρρενες και 805 θήλεις), εκ των οποίων 14 ήταν πρόσφυγες ελθόντες
μετά τη μικρασιατική καταστροφή (12 άρρενες και 2 θήλεις).
Υπήρχαν 1.502 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 73 δημότες άλλων δήμων και 4
αλλοδαποί. Οι απογραφέντες αλλού δημότες ήταν 124 [Απογραφή 1928, 235].
Λητή (Αειβάτιον), Λητής (Αειβατίου) [Διοικητικά 1935, 137].
Λητή, κοινότητος Λητής. Πραγματικός πληθυσμός
1.107 κάτοικοι (871 άρρενες και 917 θήλεις) [Απογραφή 1940, 165].
Ајватово: μακεδονικός οικισμός [Симовски, 308].
Λητή
(Αειβάτιον και Αϊβάτι): Οικισμός
του δήμου Μυγδονίας, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως
το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Λητής, της επαρχίας Θεσσαλονίκης.
Υψόμετρο 150. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 3.213, 1961: 1.852, 1971: 1.689, 1981: 1.747, 1991: 2.016
[Σταματελάτου, 428-429].
Ακ Μπουνάρ / Ak Bunar / Ак Бунар. Μετονομάστηκε
σε Ασπρόβρυση. Πρόκειται για ένα μικρό χριστιανικό
οικισμό, που βρισκόταν βορειοδυτικά και δίπλα στο Νταούτ Μπαλή (Ωραιόκαστρον)
και τώρα αποτελεί συνοικία του τελευταίου. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους
ζούσαν εδώ περίπου 70 χριστιανοί, οι οποίοι μιλούσαν μακεδονικά και ήταν
προσκείμενοι στο πατριαρχείο. Μετά την ενσωμάτωση της περιοχής στην Ελλάδα, ο
πληθυσμός του χωριού άλλαξε, τα υπάρχοντα όμως στοιχεία δεν επιτρέπουν τον
προσδιορισμό της σύνθεσής του, από το μεσοπόλεμο και μετά.
Πηγές:
Akbunar [Αυστριακός
Χάρτης, φ. Saloniki].
Ακμπουνάρ (χριστιανικό), καζάς
Θεσσαλονίκης [Χάρτης
Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].
Akbunar: τσιφλίκι 5 χριστιανικών σπιτιών το 1862
[Δημητριάδης, 437].
Акъ Бунаръ, Солунска Каза, 70
χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 141].
Ak Bounar, kaza de
Salonique. Χριστιανικός
πληθυσμός: 80
πατριαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905, 218-219].
Ακ Μπουνάρ, βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης: «23
ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 3].
Λικπουνάρ, καζά Θεσσαλονίκης,
τσιφλίκι 196 στρεμμάτων, με 9 οικοδομές, αξίας 135.000 γροσίων [Παλαμιώτης
1914, 80].
Ακ Μπουνάρ, κοινότητος Μπάλτζης,
βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Ак Бунар, Солунска област - Источно од
доњег Вардара, 3
σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић, 36].
Ακ Μπουνάρ, κοινότητος Μπάλτζης,
κάτοικοι 40 (24 άρρενες, 16 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].
Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Ακ Μπουνάρ
της κοινότητος Μπάλτζης (Μελισσοχωρίου), μετονομάζεται εις Ασπρόβρυση
(Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 31.8.1926 (ΦΕΚ 346/4.10.1926)
[Χουλιαράκης 1975, 259].
Ασπρόβρυση, κοινότητος Μελισσοχωρίου.
Πραγματικός πληθυσμός 61 (27 άρρενες και 34 θήλεις), εκ των οποίων 18 ήταν
πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (6 άρρενες
και 12 θήλεις). Και οι 61 ήταν δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 235].
Ασπρόβρυση (Ακ Μπουνάρ), Μελισσοχωρίου
(Μπάλτζης) [Διοικητικά
1935, 137].
Ак Бунар: πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ένας μικρός
μακεδονικός οικισμός [Симовски, 308].
Ασπρόβρυση
(Ακ Μπουνάρ):
Έως και την απογραφή του 1981 ήταν οικισμός της κοινότητας Μελισσοχωρίου,
της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 260. Πληθυσμός μεταπολεμικών
απογραφών --> 1951: 95, 1961: 122, 1971: 144, 1981: 187 [Σταματελάτου,
106].
Ακσακλή ή Αρσακλή ή Μπουγιούκ Μαχαλέ (Aksakli, Arsakli, Bujuk Mahale / Аксакли, Арсакли, Бујук Махале). Μετονομάστηκε
σε Πανόραμα. Μέχρι το 1912 ήταν ένας καθαρά
μουσουλμανικός τουρκικός οικισμός 200 ατόμων. Στη συνέχεια ερήμωσε καθώς οι
κάτοικοί του αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην Τουρκία. Η ελληνική διοίκηση
εγκατέστησε εδώ χριστιανούς πρόσφυγες από διάφορα χωριά του Πόντου και του
Καυκάσου. Οι περισσότεροι από αυτούς μιλούσαν την ποντιακή διάλεκτο. Το 1928
ήταν ένα προσφυγικό χωριό 550 περίπου κατοίκων.
Πηγές:
Büjük mah. (Arsaklizes) [Αυστριακός
Χάρτης, φ. Saloniki].
Ακσακλή ή Μπουγιούκ Μαχ. (μουσουλμανικό),
καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης
Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].
Aksakallı: Το 1712 καταγράφονται
εδώ 96 στρατιώτες Γιουρούκοι. Το 1862 το Aksakllı ήταν
ένας συνοικισμός με 42 μουσουλμανικά σπίτια [Δημητριάδης, 406, 450].
Аксаклѫ, Солунска
Каза / Гелимерска Нахия, 205 Τούρκοι [Кънчов 1900, 142].
Αϊσακλί, καζά Θεσσαλονίκης: «27 Μουσουλμάνοι»
[Χαλκιόπουλος 1910, 6].
Ακσακλή Θεσσαλονίκης, εγκαταλειμμένο, 6
προσφυγικές οικογένειες (35 άτομα) [Πρόσφυγες 1915, 25, 36].
Αρσακλή, κοινότητος Καπουτζήδων, βασιλικό
διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Арсакли, Солунска област - Источно од
доњег Вардара,
15 σπίτια μουσουλμάνων Τούρκων [Милојевић, 36].
Бијик Махала, Солунска област - Источно од
доњег Вардара, 30 σπίτια
μουσουλμάνων Τούρκων. Κατεστραμμένο και έρημο μετά τους βαλκανικούς
πολέμους [Милојевић, 36].
Αρσακλή, κοινότητος Καπουτζήδων, κάτοικοι 133 (67
άρρενες, 66 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].
Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Αρσακλή της
κοινότητος Καπουτζήδων (Πυλαίας) μετονομάζεται εις Πανόραμα (Επαρχία
Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 12.3.1928 (ΦΕΚ 81/14.5.1927) [Χουλιαράκης 1975,
317].
Αρσακλή (Πανόραμα), γραφείου
Θεσσαλονίκης, 155
προσφυγικές οικογένειες – 549 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928,
50].
Αρσακλή (Πανόραμα), πρόσφυγες: 138 οικογένειες εκ Πόντου, οι
οποίες μιλούσαν την ποντιακή διάλεκτο (75 από Ίμερα, 40 από Παρτίν,
15 από Κρώμνη και 8 εκ Ρουσίων και Πολίτας),
και 10 οικογένειες που μιλούσαν επίσης ποντιακά από το χωριό Μπορζόμ του
Καυκάσου [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 7, 305-306, 313, 318].
Πανόραμα, κοινότητος Πυλαίας. Πραγματικός
πληθυσμός 561 (268 άρρενες και 293 θήλεις), εκ των οποίων 378 ήταν πρόσφυγες
ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (181 άρρενες και 206
θήλεις).
Υπήρχαν 541 δημότες παρόντες στην
κοινότητα και 20 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 236].
Πανόραμα (Αρσακλή), Πανοράματος
(Αρσακλή) [Διοικητικά
1935, 138].
Πανόραμα, κοινότητος Ασβεστοχωρίου. Πραγματικός
πληθυσμός 789 κάτοικοι (394 άρρενες και 395 θήλεις) [Απογραφή 1940, 163].
Арсакли: Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ένας
τούρκικος οικισμός. Οι κάτοικοί του αναγκάστηκαν να φύγουν στην Τουρκία.
Το 1924 η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στο χωριό χριστιανούς πρόσφυγες
[Симовски, 311].
Πανόραμα
(Αρσακλή): Πόλη του δήμου Πανοράματος,
του νομού Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 340. Πληθυσμός μεταπολεμικών
απογραφών --> 1951: 831, 1961: 992, 1971: 1.560, 1981: 4.193,
1991: 10.275 [Σταματελάτου, 584].
Ανταλή / Adali / Адали. Μετονομάστηκε σε Κάτω Σχολάριον. Στους
σύγχρονους οδικούς χάρτες αναγράφεται ως Κάτω Σχολάρι. Οι κάτοικοι του χωριού, που ήταν
μουσουλμάνοι Τούρκοι, ήταν το 1912 περίπου 200 άτομα. Αυτοί κατέφυγαν το
1913-1914 στην Τουρκία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε τότε στα σπίτια τους
πρόσφυγες χριστιανούς Ρωμιούς από το Σχολάρι (Ισικλέρ)
της Ανατολικής Θράκης. Ωστόσο οι πρόσφυγες επέστρεψαν στο χωριό τους στη Θράκη,
στο τέλος του 1920, το οποίο είχε προσαρτηθεί εκείνα τα χρόνια στην Ελλάδα. Στα
τέλη του 1922 άρχισε η δεύτερη εγκατάσταση προσφύγων στο Ανταλή.
Μετά την ολοκλήρωσή της, βρέθηκαν τελικά εδώ 97 οικογένειες από το Σχολάρι,
τέσσερις οικογένειες από τη Μικρά Ασία και 70 οικογένειες που μιλούσαν την
ποντιακή διάλεκτο, από έξι διαφορετικά χωριά του Πόντου. Το 1928 ζούσαν στον
οικισμό σχεδόν 610 πρόσφυγες.
Πηγές:
Adali [Αυστριακός
Χάρτης, φ. Athos].
Adalı: Το 1712 καταγράφονται εδώ 54 στρατιώτες
Γιουρούκοι. Το 1862 το Adalu ήταν χωριό με 51 μουσουλμανικά
σπίτια [Δημητριάδης, 406, 449].
Αδαλή, καζά Θεσσαλονίκης: «125 Μουσουλμάνοι»
[Χαλκιόπουλος 1910, 6].
Адали, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 470 Τούρκοι [Кънчов
1900, 142].
Αδαλήδες, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 190 κάτοικοι
(100 άρρενες και 90 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Αδαλή Θεσσαλονίκης, εγκαταλειμμένο. Εγκαταστάθηκαν
35 προσφυγικές οικογένειες (124 άτομα) [Πρόσφυγες 1915, 25, 36].
Αδαλή, κοινότητος Ζουμπάτων, βασιλικό διάταγμα
28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Αδαλή, κοινότητος Ζουμπάτων, κάτοικοι 477 (309
άρρενες, 168 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].
Μετονομασία: «Η κοινότης Αδαλή,
μετονομάζεται εις κοινότητα Κάτω Σχολαρίου και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός
Αδαλή εις Κάτω Σχολάριον (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 31.8.1926
(ΦΕΚ 346/4.10.1926) [Χουλιαράκης 1975, 259].
Αδαλή (Κάτω Σχολάριον), γραφείου Θεσσαλονίκης, 151 προσφυγικές
οικογένειες – 597 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 25].
Αδαλή (Κάτω Σχολάριον), πρόσφυγες: 97 ελληνόφωνες οικογένειες
(355 άτομα) από το Σχολάριον της Θράκης, 4 οικογένειες
Μικρασιατών (15 άτομα) και 70 οικογένειες (204 άτομα) που μιλούσαν ποντιακά,
από τα χωριά του Πόντου: Καρά Ερίκ, Αγαλούκ Μαντέν, Κουρτ
Μπελή, Περνετζούκ, Άγιο Αντώνιο και Κουρούκ [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος,
7, 378, 386-387].
Κάτω Σχολάριον, κοινότητος Κάτω Σχολαρίου.
Πραγματικός πληθυσμός 619 (307 άρρενες και 312 θήλεις), εκ των οποίων 570 ήταν
πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (278
άρρενες και 292 θήλεις). Υπήρχαν 608 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 11
δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 235].
Κάτω Σχολάριον (Αδαλή), Κάτω Σχολαρίου
(Αδαλή) [Διοικητικά
1935, 136].
Κάτω Σχολάριον, κοινότητος Κάτω Σχολαρίου.
Πραγματικός πληθυσμός 1.047 κάτοικοι (512 άρρενες και 535 θήλεις) [Απογραφή
1940, 164].
Адали: Τούρκικος οικισμός. Μετά τους βαλκανικούς
πολέμους οι κάτοικοί του το εγκατέλειψαν. Στη θέση τους εγκαταστάθηκαν
χριστιανοί πρόσφυγες [Симовски, 307-308].
Κάτω
Σχολάρι (Αδαλή):
Οικισμός του δήμου Μίκρας, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν
οικισμός της κοινότητας Κάτω Σχολαρίου, της επαρχίας Θεσσαλονίκης.
Υψόμετρο 150. Κάτοικοι μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 3.213, 1961: 1.852, 1971: 1.689, 1981: 1.747, 1991: 2.016
[Σταματελάτου, 428-429].
Απανομή / Apanomi / Апаноми. Μεταγράφηκε ως Επανωμή και στη συνέχεια ως Επανομή. Μεγάλο χωριό με κάτοικους γηγενείς χριστιανούς
Έλληνες. Μετά το 1924 προστέθηκε εδώ ένας μικρός αριθμός προσφύγων. Το 1912 και
το 1928, ο πληθυσμός του οικισμού ήταν περίπου 3.000 και 3.500 άτομα
αντίστοιχα.
Πηγές:
Apanomi [Αυστριακός Χάρτης, φ. Athos].
Apanomi: Στα τέλη του 17ου αιώνα ήταν ένα μικτό χωριό χριστιανών και
μουσουλμάνων. Το 1862 το χωριό είχε 183 χριστιανικά σπίτια [Δημητριάδης, 429,
450].
Απανομή: «Η κωμόπολις Απανομή έχει περί τας 500 οικογενείας χριστιανών
γεωργών, εκκλησίαν, παντοπωλεία τινα, καφεία, φρέατα, ίππους φορτηγούς και βόας
δι’ αμάξας» [Σχινάς 1886, 529].
Апанами, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 2.300 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов
1900, 142].
Panolia, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 1.850 Έλληνες. Δύο ελληνικά
σχολεία με τρεις δασκάλους και 325 μαθητές [Brancoff 1905, 220-221].
Έκθεση Σάρρου: «Επανωμή (λαλείται μόνον η ελληνική γλώσσα), 20-21 Μαΐου
1906. Οικίαι 420, κάτοικοι πάντες Έλληνες. Μαθηταί 527. Διδάσκαλοι 5»
[Παπαδόπουλος, 126].
Επανομή, τμήματος Καλαμαριάς: «2.600 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος
1910, 6].
Επανωμή, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 2.948 κάτοικοι (1.496 άρρενες και 1.452
θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Επανωμή, κοινότητος Επανωμής, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918)
[Χουλιαράκης 1975, 134].
Επανωμή, κοινότητος Επανωμής, κάτοικοι 3.430 (1.667 άρρενες, 1.763 θήλεις)
[Απογραφή 1920, 114].
Επανωμή, κοινότητος Επανωμής. Πραγματικός πληθυσμός 3.583 (1.811 άρρενες και
1.662 θήλεις), εκ των οποίων 75 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική
καταστροφή (39 άρρενες και 36 θήλεις). Υπήρχαν 3.419 δημότες παρόντες στην
κοινότητα, 152 δημότες άλλων δήμων και 12 αλλοδαποί [Απογραφή 1928, 234].
Επανωμή, Επανωμής [Διοικητικά 1935, 136].
Επανομή, κοινότητος Επανομής. Πραγματικός πληθυσμός 402 κάτοικοι (197 άρρενες
και 205 θήλεις) [Απογραφή 1940, 164].
Епаноми: μεγάλο ελληνικό χωριό [Симовски, 319].
Επανομή: Οικισμός του δήμου Επανομής, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977
οικισμός της κοινότητας Επανομής, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 50.
Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 4.505, 1961: 4.639, 1971: 4.587,
1981: 4.881, 1991: 5.562 [Σταματελάτου, 220].
Αραπλή / Arapli / Арапли. Μετονομάστηκε Λαχανόκηπος, στη συνέχεια Λαχανόκηποι και τελικά Νέα Μαγνησία. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ιδιοκτησία
μουσουλμάνου τσιφλικά. Οι 200 περίπου κάτοικοί του μιλούσαν μακεδονικά και ήταν
χριστιανοί που είχαν προσχωρήσει στην εξαρχία. Η ελληνική διοίκηση αλλοίωσε το
1923-1924 τη σύνθεση του πληθυσμού, εγκαθιστώντας εδώ 41 οικογένειες προσφύγων
από τη Θράκη και 285 οικογένειες από τη Μικρά Ασία (οι περισσότερες των οποίων
ήταν χριστιανού Τούρκοι).
Πηγές:
Arapli [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].
Αραπλή (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].
Hanlu Araplu: Το 1771 ήταν ένα χριστιανικό χωριό. Το
1862 ήταν τσιφλίκι με 8 χριστιανικά σπίτια [Δημητριάδης, 422, 439].
Арапли, Солунска Каза / Вардарѝя, 155
χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 142].
Araplia, kaza de Salonique. Χριστιανικός
πληθυσμός: 200 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905, 218-219].
Έκθεση Σάρρου: «Αραπλί (κρατεί η
σλαβομακεδονική διάλεκτος), 24 Μαΐου 1906. Τσιφλίκι τουρκικόν μετά 15 οικιών
σλαυοφώνων αποσχισθέντων προ τριετίας. Εις την εκκλησίαν του χωρίου μεταβαίνει
ο ιερεύς του Δουδουλαρίου. Μένει ενταύθα και χωλός τις Βουλγαροδιδάσκαλος
διδάσκων 5-6 μαθητάς» [Παπαδόπουλος, 122].
Αραπλί, βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης: «78 ορθόδοξοι
Έλληνες, υποκείμενοι εις την τρομοκρατίαν του Βουλγαρικού κομιτάτου από του
1906» [Χαλκιόπουλος 1910, 3].
Αραπλή, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 240 κάτοικοι
(134 άρρενες και 106 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Αραπλή, κοινότητος Νεοχωρούδας, βασιλικό
διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Арапово, Солунска област - Источно од
доњег Вардара, 8
σπίτια χριστιανών Σλάβων και 35 μουσουλμάνων Τσιγγάνων [Милојевић, 36].
Αραπλή, κοινότητος Νεοχωρούδας, κάτοικοι 413
(221 άρρενες, 192 θήλεις) [Απογραφή 1920, 116].
Μετονομασία: «Η κοινότης Αρπαλή,
μετονομάζεται εις κοινότητα Λαχανοκήπου και ο οικισμός Αρπαλή εις Λαχανόκηπος
(Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 9.9.1927 (ΦΕΚ 206/28.9.1927)
[Χουλιαράκης 1975, 300].
Αραπλή (Λαχανόκηπος), γραφείου Θεσσαλονίκης, 329 προσφυγικές
οικογένειες – 1.209 άτομα, μικτός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 32].
Αραπλή (Λαχανόκηπος), πρόσφυγες: 41 οικογένειες Θρακών (183
άτομα) και 285 οικογένειες Μικρασιατών (1.306 άτομα). Από τις μικρασιατικές
οικογένειες, 65 τουρκόφωνες είχαν έλθει από το Κεμπίρ Σούσουρλουκ και
122 τουρκόφωνες από το Μουραδιέ [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 6,
112, 115-116].
Λαχανόκηπος, κοινότητος Λαχανοκήπου.
Πραγματικός πληθυσμός 1.800 (894 άρρενες και 906 θήλεις), εκ των οποίων 1.229
ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (609
άρρενες και 620 θήλεις). Υπήρχαν 1.573 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 220
δημότες άλλων δήμων και 7 αλλοδαποί [Απογραφή 1928, 235].
Λαχανόκηπος (Αραπλή), Λαχανοκήπου
(Αραπλή) [Διοικητικά
1935, 137].
Λαχανόκηποι (Νέα Μαγνησία), κοινότητος Λαχανοκήπων.
Πραγματικός πληθυσμός 2.070 κάτοικοι (1.040 άρρενες και 1.030 θήλεις) [Απογραφή
1940, 166].
Μετονομασία: «Ο οικισμός Λαχανόκηπος,
μετονομάζεται εις Νέα Μαγνησία, η δε ομώνυμος κοινότης, εις κοινότης Νέας
Μαγνησίας (Επαρχία Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 24.3.1952 (ΦΕΚ 73/24.3.1952)
[Χουλιαράκης 1976, 81].
Арапли: Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ένας
μακεδονικός οικισμός. Στη συνέχεια η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στο χωριό
χριστιανούς πρόσφυγες από την Τουρκία [Симовски, 310].
Νέα
Μαγνησία (έως το 1928 Αραπλή, ως το 1952 Λαχανόκηποι): Οικισμός του δήμου Εχεδώρου,
του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός του δήμου Ιωνίας,
της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 18. Πληθυσμός μεταπολεμικών
απογραφών --> 1951: 3.451, 1961: 3.026, 1971: 3.170, 1981: 3.770,
1991: 3.664 [Σταματελάτου, 533].
Βαρλάντζα / Varlandža / Варланџа. Μετονομάστηκε Αγιονέρι, στη συνέχεια Αγιονέριον και
τελικά Παλαιόν
Αγιονέριον. Πριν τους βαλκανικούς
πολέμους ήταν ένα μικτό χωριό. Η πλειοψηφία των κατοίκων του ήταν μουσουλμάνοι
Τούρκοι. Υπήρχε μία μικρή μερίδα του πληθυσμού που ήταν χριστιανοί, είχαν ως
μητρική γλώσσα τη μακεδονική και είχαν προσχωρήσει στην εξαρχία. Το 1912 ζούσαν
εδώ 1.000 περίπου μουσουλμάνοι και 40 περίπου χριστιανοί. Μετά τους βαλκανικούς
πολέμους οι μουσουλμάνοι κάτοικοι του χωριού κατέφυγαν στην Τουρκία και οι
περισσότεροι χριστιανοί στη Βουλγαρία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ
μεταξύ 1914-1924 χριστιανούς πρόσφυγες (κυρίως από τον Καύκασο, ομιλητές της
ποντιακής διαλέκτου). Το 1928 κατοικούσαν στον οικισμό γύρω στους 700
πρόσφυγες.
Πηγές:
Vrlandža [Αυστριακός
Χάρτης, φ. Vodena].
Βερλάντσα (μικτό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].
Vırlanca: χωριό με 49 μουσουλμανικά και 50 χριστιανικά
σπίτια το 1862 [Δημητριάδης, 442].
Верланица (Варланджа), Солунска Каза, 35
χριστιανοί Βούλγαροι, 560 Τούρκοι και 35 Τσιγγάνοι [Кънчов 1900,
141].
Varlandja, kaza de Salonique.
Χριστιανικός πληθυσμός: 40 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905,
218-219].
Βερλάντσα, μεταξύ Εχεδώρου και Αξιού:
«100 σχισματικοί Βουλγαρίζοντες και 150 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος
1910, 5].
Βερλάντζα Θεσσαλονίκης, εγκαταλειμμένο,
47 προσφυγικές οικογένειες (211 άτομα) [Πρόσφυγες 1915, 26, 36].
Βερλάντζα, κοινότητος Βερλάντζης,
βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Врландžа, Солунска област - Источно од
доњег Вардара,
230 σπίτια μουσουλμάνων Τούρκων. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους: 300 σπίτια
χριστιανών ελλήνων προσφύγων [Милојевић, 32].
Βερλάντζα, κοινότητος Βερλάντζης,
κάτοικοι 269 (141 άρρενες, 128 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].
Μετονομασία: «Η κοινότης Βερλάντζης
μετονομάζεται εις κοινότητα Αγιονερίου και ο ομώνυμος αυτή οικισμός Βερλάντζα
εις Αγιονέρι (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 28.12.1926
(ΦΕΚ 7/14.1.1927) [Χουλιαράκης 1975, 271].
Βερλάντζα (Αγιονέρι), γραφείου Θεσσαλονίκης, 339 προσφυγικές
οικογένειες – 1.116 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 5].
Βερλάντζα (Αγιονέρι), πρόσφυγες: 7 οικογένειες Θρακών, 5
οικογένειες διάφορες και 165 οικογένειες Καυκασίων (412 άτομα). Από τις
οικογένειες εκ Καυκάσου, 100 είχαν έρθει από το Σουμπατάν, 40 από
το Μουλά Μουσταφά ή Ιβανπόλ και 20 από
το Κιουμπέτ. Όλες αυτές οι οικογένειες μιλούσαν ποντιακά
[Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 6, 160-166].
Αγιονέρι, κοινότητος Αγιονερίου. Πραγματικός
πληθυσμός 749 (372 άρρενες και 377 θήλεις), εκ των οποίων 88 ήταν πρόσφυγες
ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (41 άρρενες και 47
θήλεις).
Υπήρχαν 639 δημότες παρόντες στην
κοινότητα και 110 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 233].
Αγιονέρι (Βερλάντζα), Αγιονερίου
(Βερλάντζης), Κιλκίς [Διοικητικά
1935, 187].
Αγιονέριον, κοινότητος Αγιονερίου, επαρχίας Κιλκίς.
Πραγματικός πληθυσμός 827 κάτοικοι (427 άρρενες και 400 θήλεις) [Απογραφή 1940,
215].
Барланџа (В’рланџа): Ήταν ένα οικισμός
Τούρκων και λίγων Μακεδόνων. Οι πρώτοι έφυγαν στην Τουρκία και οι δεύτεροι
(επίσημα 23 άτομα) στη Βουλγαρία [Симовски, 78].
Παλαιό
Αγιονέρι (έως το 1928 Βερλάντζα, ως το 1940 Αγιονέρι): Οικισμός του δήμου Πικρολίμνης,
του νομού Κιλκίς. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Αγιονερίου,
της επαρχίας Κιλκίς. Υψόμετρο 130. Πληθυσμός μεταπολεμικών
απογραφών --> 1951: 588, 1961: 694, 1971: 543, 1981: 684, 1991:
691 [Σταματελάτου, 572].
Βασιλικά: Πρόκειται για ένα μεγάλο χωριό με
κατοίκους γηγενείς χριστιανούς Έλληνες. Μετά το 1923-1924 εγκαταστάθηκαν εδώ
και λίγοι πρόσφυγες. Ο πληθυσμός του τόσο το 1912, όσο το 1928, ήταν περίπου
2.400 άτομα.
Πηγές:
Vasilika [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].
Βασιλικά (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].
Vasilika: Το 1771 ήταν ένα χριστιανικό χωριό. Το 1862 στο χωριό υπήρχαν 151
χριστιανικά σπίτια [Δημητριάδης, 428, 451].
Βασιλικά: «Η κωμόπολις οικείται υπό 400 οικογενειών, και έχει 3 εκκλησίας,
30 μαγαζεία, 5 χάνια, χωρούντα 250 κτήνη και έχοντα δωμάτιά τινα. Παράγει δε
δημητριακούς, ων εξαγωγή γίνεται, σίσαμον, βάμβακα κτλ.» [Σχινάς 1886,
513-514].
Василика, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 2.000 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов
1900, 142].
Vassiliko, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 1.500 Έλληνες. Ένα
ελληνικό σχολείο με τρεις δασκάλους και 280 μαθητές [Brancoff 1905, 220-221].
Βασιλικά, τμήματος Καλαμαριάς: «2.370 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος
1910, 5].
Βασιλικός, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 2.379 κάτοικοι (1.227 άρρενες και 1.152
θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Βασιλικά, κοινότητος Βασιλικών, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918)
[Χουλιαράκης 1975, 134].
Βασιλικά, κοινότητος Βασιλικών, κάτοικοι 2.280 (1.148 άρρενες, 1.132 θήλεις)
[Απογραφή 1920, 114].
Βασιλικά, κοινότητος Βασιλικών. Πραγματικός πληθυσμός 2.426 (1.240 άρρενες και
1.186 θήλεις), εκ των οποίων 55 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική
καταστροφή (32 άρρενες και 23 θήλεις).
Υπήρχαν 2.332 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 94 δημότες άλλων δήμων
[Απογραφή 1928, 234].
Βασιλικά, Βασιλικών [Διοικητικά 1935, 135].
Βασιλικά κοινότητος Βασιλικών. Πραγματικός πληθυσμός 2.783 κάτοικοι (1.422
άρρενες και 1.361 θήλεις) [Απογραφή 1940, 164].
Василика: χριστιανικός ελληνικός οικισμός [Симовски, 313].
Βασιλικά: Οικισμός του δήμου Βασιλικών, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977
ήταν οικισμός της κοινότητας Βασιλικών, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 75.
Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 2.998, 1961: 3.006, 1971: 2.778,
1981: 2.858, 1991: 3.332 [Σταματελάτου, 325].
Βάτιλακ ή Καντίκιοϊ (Vatilak, Kadikjoј / Ватилак, Кадиќој). Εξελληνίστηκε
σε Βαθύλακκος. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους είχε
περίπου 600 μακεδονόφωνους χριστιανούς κατοίκους, οι οποίοι είχαν προσχωρήσει
στην εξαρχία. Στη συνέχεια το χωριό εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του.
Πολλοί από αυτούς κατέφυγαν στη Βουλγαρία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ,
το 1923-1924, ελληνόφωνους χριστιανούς πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Το 1928
υπήρχαν στον οικισμό γύρω στους 1.400 πρόσφυγες.
Πηγές:
Vatiluk (Kadiköj) [Αυστριακός
Χάρτης, φ. Vodena].
Βαθύλακκος ή Καδί Κιόι (χριστιανικό),
καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης
Κοντογόνη, φ. Βοδενά].
Βαθύλακκο: Στα μέσα του 15ου αιώνα
υπήρχαν εδώ 3 σπίτια χριστιανών και 4 άγαμοι χριστιανοί. To 1862
το χωριό Kaziköy είχε 78 σπίτια [Δημητριάδης,
383, 437].
Ватилѫкъ (Кади Кьой), Солунска Каза / Вардарѝя, 600 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов
1900, 141].
Vatilak, kaza de
Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 640 εξαρχικοί Βούλγαροι. Υπήρχε
ένα βουλγάρικο σχολείο με ένα δάσκαλο και 44 μαθητές [Brancoff 1905,
218-219].
Βαθύλακος, μεταξύ Εχεδώρου και Αξιού:
«572 σχισματικοί Βουλγαρίζοντες» [Χαλκιόπουλος 1910, 5].
Καδή Κιόι, καζά Θεσσαλονίκης,
τσιφλίκι 21.555 στρεμμάτων, με 109 οικοδομές, αξίας 921.875 γροσίων [Παλαμιώτης
1914, 80].
Βαθύλακον, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης,
421 κάτοικοι (227 άρρενες και 194 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Βαθύλακον, κοινότητος Μπουγαριόβου,
βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Ватилак, Солунска област - Источно од
доњег Вардара,
95 σπίτια χριστιανών Σλάβων. Έρημο μετά τους βαλκανικούς πολέμους [Милојевић,
32].
Βαθύλακκον, κοινότητος Μπουγαριόβου,
κάτοικοι 76 (48 άρρενες, 28 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].
Βαθύλακκος, γραφείου Θεσσαλονίκης, 250 προσφυγικές
οικογένειες – 997 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 12].
Βαθύλακκος, πρόσφυγες: 236 οικογένειες Μικρασιατών
(944 άτομα). Από τις ελληνόφωνες αυτές οικογένειες, υπήρχαν 150 από Σεβδήκιοϊ,
44 από Αλή Αγά, 18 από Τσεσνίρ και 17 από Αράπ
Τσιφλίκ [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 6, 254-262, 393].
Βαθύλακκον, κοινότητος Καραβίας.
Πραγματικός πληθυσμός 1.532 (787 άρρενες και 745 θήλεις), εκ των οποίων 1.424
ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (723
άρρενες και 701 θήλεις).
Υπήρχαν 1.175 δημότες παρόντες στην
κοινότητα, 354 δημότες άλλων δήμων και 3 αλλοδαποί [Απογραφή 1928, 235].
Βαθύλακκον, Βαθυλάκκου [Διοικητικά 1935, 135].
Βαθύλακκος, κοινότητος Βαθυλάκκου. Πραγματικός
πληθυσμός 1.483 κάτοικοι (742 άρρενες και 741 θήλεις) [Απογραφή 1940, 163].
Ватилак: Καθαρά χριστιανικός μακεδονικός οικισμός πριν
τους βαλκανικούς πολέμους. Το 1914 μεγάλος αριθμός κατοίκων έφυγε στη
Βουλγαρία. Στη συνέχεια το ελληνικό κράτος εγκατέστησε εδώ πρόσφυγες
[Симовски, 313].
Βαθύλακκος: Οικισμός του δήμου Αγίου
Αθανασίου, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός
της κοινότητας Βαθυλάκκου, της επαρχίας Θεσσαλονίκης.
Υψόμετρο 110. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 1.497, 1961: 1.626, 1971: 1.657, 1981: 1.852, 1991: 2.138
[Σταματελάτου, 118].
Γενί Κιόι ή Αγία Παρασκευή (Jeni Kjoj, Аjia Paraskevi / Јени Ќој, Ајиа Параскеви). Διατηρήθηκε
επίσημα το όνομα Αγία Παρασκευή. Ήταν τσιφλίκι στο οποίο υπήρχαν λίγοι
χριστιανοί Έλληνες. Το 1912 ο πληθυσμός του ήταν περίπου 100 άτομα. Το
1923-1924 το ελληνικό κράτος εγκατέστησε εδώ ελληνόφωνους πρόσφυγες, κυρίως από
τη Θράκη και τη Μικρά Ασία. Το 1928 τα 2/3, από τους σχεδόν 640 κατοίκους του
χωριού, ήταν πρόσφυγες.
Πηγές:
Jeniköj (Aja Paraskevi) [Αυστριακός
Χάρτης, φ. Athos].
Μποντούρ ή Αγία Παρασκευή: Στα τέλη του 15 αιώνα είχε 8 χριστιανικά
σπίτια. Το 1771 το Yeni Köy ήταν τσιφλίκι με
χριστιανούς κατοίκους [Δημητριάδης, 400, 426].
Ени Кьой, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 121
χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 142].
Yeni Keuy, kaza de
Salonique. Χριστιανικός
πληθυσμός: 105
Έλληνες. Υπήρχε ένα ελληνικό σχολείο με δύο δασκάλους και 45 μαθητές [Brancoff 1905,
220-221].
Νεοχώρι, τμήματος Καλαμαριάς: «801 ορθόδοξοι
Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 5].
Γενή Κιόι (Αγία Παρασκευή), καζά Θεσσαλονίκης,
τσιφλίκι 12.119 στρεμμάτων, με 30 οικοδομές, αξίας 727.281 γροσίων [Παλαμιώτης
1914, 80].
Αγία Παρασκευή, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης,
48 κάτοικοι (23 άρρενες και 25 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Αγία Παρασκευή, κοινότητος Βασιλικών,
βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Αγία Παρασκευή, κοινότητος Βασιλικών,
κάτοικοι 180 (101 άρρενες, 79 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].
Αγία Παρασκευή, γραφείου Θεσσαλονίκης, 134 προσφυγικές
οικογένειες – 537 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 5].
Γενήκιοϊ (Αγία Παρασκευή), πρόσφυγες: 77 οικογένειες Θρακών (276
άτομα), 48 οικογένειες Μικρασιατών (203 άτομα), 12 οικογένειες Ποντίων (28
άτομα) και 1 οικογένεια εκ Βουλγαρίας (5 άτομα). Από τις θρακιώτικες
οικογένειες, 45 ήταν ελληνόφωνες από το Πλαγιάρι (Μπουλαΐρ),
12 ελληνόφωνες από το Σουμπάσκιοϊ και 7 ελληνόφωνες από
την Περίσταση (Περίστα ή Σάρκιοϊ). Από
τις μικρασιατικές οικογένειες, 25 ήταν ελληνόφωνες από το Ιντζέκιοϊ [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος,
7, 283-287, 426, 471-472].
Αγία Παρασκευή, κοινότητος Βασιλικών.
Πραγματικός πληθυσμός 643 (333 άρρενες και 310 θήλεις), εκ των οποίων 413 ήταν
πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (217 άρρενες
και 226 θήλεις). Υπήρχαν 634 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 9 δημότες
άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 234].
Αγία Παρασκευή, Αγίας Παρασκευής [Διοικητικά 1935, 134].
Αγία Παρασκευή, κοινότητος Αγίας Παρασκευής.
Πραγματικός πληθυσμός 805 κάτοικοι (411 άρρενες και 394 θήλεις) [Απογραφή 1940,
163].
Ени Ќој: Οικισμός χριστιανών Ελλήνων. Στο χωριό
εγκαταστάθηκαν και πρόσφυγες το 1922 [Симовски, 319].
Αγία
Παρασκευή: Οικισμός του
δήμου Βασιλικών, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977
ήταν οικισμός της κοινότητας Αγίας Παρασκευής, της επαρχίας Θεσσαλονίκης.
Υψόμετρο 95. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 841, 1961: 810, 1971: 655, 1981: 627, 1991: 711
[Σταματελάτου, 7].
Γενί Κιόι ή Νόβο Σέλο ή Νεοχωρούδα (Jeni Kjoj, Novo Selo, Neohorudha / Јени Ќој, Ново Село, Неохоруда). Διατηρήθηκε
επίσημα το όνομα Νεοχωρούδα. Πρόκειται για ένα μεγάλο χωριό, οι
κάτοικοι του οποίου έχουν ως μητρική γλώσσα τη μακεδονική. Πριν τους
βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ 800 περίπου άτομα, διακρινόμενα σε εξαρχικούς
και πατριαρχικούς χριστιανούς. Μερικές οικογένειες έφυγαν κατά τη διάρκεια του
μεσοπολέμου για τη Βουλγαρία. Το 1928 ο οικισμός είχε περίπου 900 κατοίκους.
Πηγές:
Jeniköj [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].
Νεοχωρούδα (χριστιανικό), καζάς
Θεσσαλονίκης [Χάρτης
Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].
Yeni Köy: Το 1771 ήταν ένα χριστιανικό
χωριό. Tο 1862 ήταν ένα χωριό με 76 χριστιανικά σπίτια [Δημητριάδης, 422,
437].
Ново Село (Ени Кьой), Солунска Каза, 772
χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 141].
Novo Selo, kaza de
Salonique. Χριστιανικός
πληθυσμός: 1.016
Βούλγαροι (552 εξαρχικοί και 464 πατριαρχικοί). Υπήρχε ένα βουλγάρικο σχολείο
με ένα δάσκαλο και 44 μαθητές και ένα ελληνικό σχολείο με ένα δάσκαλο και 45
μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].
Έκθεση Σάρρου: «Νεοχωρούδα (κρατεί η
σλαβομακεδονική διάλεκτος), 24 Μαΐου 1906. Κεφαλοχώρι μετά οικιών ελληνιζουσών
μεν 83, σχισματικών δε 35. Μαθηταί εγγραφέντες ημέτεροι 74 (ων 36 θήλεις).
Διδάσκαλοι 2. Μαθηταί Βουλγάρων 20, διδάσκαλοι 2.» [Παπαδόπουλος, 120].
Νεοχωρούδα, βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης: «648
ορθόδοξοι Έλληνες και 35 Σχισματικοί Βουλγαρίζοντες. Ο ναός επί
επταετίαν κλεισθείς, απεδόθη το 1902 εις την Ελληνικήν Κοινότητα, ένεκα της εις
την ορθοδοξίαν προσχωρήσεως των σχισματικών. Αλλά τω 1907 αναπτυχθείσης εκ νέου
σχισματικής ομάδος, διαταγή του Χιλμή Πασά εισεχώρησαν και οι σχισματικοί,
εκκλησιαζόμενοι ήδη εξ υπαμοιβής» [Χαλκιόπουλος 1910, 3].
Νεοχωρούδα, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης,
727 κάτοικοι (362 άρρενες και 365 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 12].
Νεοχωρούδα, κοινότητος Νεοχωρούδας,
βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Νεοχωρούδα, κοινότητος Νεοχωρούδας,
κάτοικοι 884 (439 άρρενες, 445 θήλεις) [Απογραφή 1920, 116].
Νεοχωρούδα: Ρευστοποιήθηκαν
8 περιουσίες κατοίκων που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία
[Μιχαηλίδης, 197].
Νεοχωρούδα, γραφείου Θεσσαλονίκης, 3 προσφυγικές
οικογένειες – 9 άτομα, μικτός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 43]. Νεοχωρούδα,
πρόσφυγες: 4 οικογένειες εκ Βουλγαρίας (12 άτομα). Μέχρι το 1931 οι οικογένειες
αυτές μετοίκισαν σε διάφορα μέρη [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 6, 122].
Νεοχωρούδα, κοινότητος Νεοχωρούδας.
Πραγματικός πληθυσμός 919 (462 άρρενες και 457 θήλεις), εκ των οποίων 7 ήταν
πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (5 άρρενες
και 2 θήλεις). Υπήρχαν 899 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 20 δημότες άλλων
δήμων. Οι απογραφέντες αλλού δημότες ήταν 127 [Απογραφή 1928, 236].
Νεοχωρούδα, Νεοχωρούδας [Διοικητικά 1935, 137]. Νεοχωρούδα,
κοινότητος Νεοχωρούδας. Πραγματικός πληθυσμός 1.138 κάτοικοι (607
άρρενες 531 θήλεις) [Απογραφή 1940, 166].
Novo Selo (Ени Ќој): καθαρά
χριστιανικό μακεδονικό χωριό [Симовски, 336].
Νεοχωρούδα: Οικισμός του δήμου Καλλιθέας,
του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της
κοινότητας Νεοχωρούδας, της επαρχίας Θεσσαλονίκης.
Υψόμετρο 220. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 1.235, 1961: 1.258, 1971: 1.212, 1981: 1.195, 1991: 1.430
[Σταματελάτου, 544].
Γενί Μαχαλέ / Jeni Mahale / Јени Махале. Μετονομάστηκε σε Πετρωτό και στη συνέχεια σε Πετρωτόν. Μέχρι το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 100 μουσουλμάνοι
Τούρκοι. Αυτοί, μετά τους βαλκανικούς πολέμους, εγκατέλειψαν το χωριό τους και
έφυγαν στην Τουρκία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στα σπίτια τους ισάριθμο
αριθμό ελληνόφωνων χριστιανών προσφύγων, από δύο χωριά της Τραπεζούντας.
Πηγές:
Ilidžeharabati [Αυστριακός Χάρτης,
φ. Saloniki].
Γενή Μαχ ή Λούτζια (μουσουλμανικό), καζάς
Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].
Γενή Μααλέ, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης,
85 κάτοικοι (45 άρρενες και 40 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Γενή Μαχαλέ Θεσσαλονίκης, εγκαταλειμμένο,
22 προσφυγικές οικογένειες (75 άτομα) [Πρόσφυγες 1915, 26, 36].
Γενή Μαχαλά, κοινότητος Μπάλτζης,
βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Јени Кеј, Солунска област - Источно од
доњег Вардара,
20 σπίτια μουσουλμάνων Τούρκων. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους: 30 σπίτια
χριστιανών Ελλήνων προσφύγων [Милојевић, 35].
Γενή Μαχαλά, κοινότητος Μπάλτζης,
κάτοικοι 53 (28 άρρενες, 25 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].
Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Γενή Μαχαλά
της κοινότητος Μπάλτζης (Μελισσοχωρίου), μετονομάζεται εις Πετρωτό
(Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 31.8.1926 (ΦΕΚ 346/4.10.1926)
[Χουλιαράκης 1975, 259].
Γενή Μαχαλέ (Πετρωτό), γραφείου
Θεσσαλονίκης, 21
προσφυγικές οικογένειες – 83 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928,
50].
Γενή Μαχαλέ (Πετρωτό), 18 οικογένειες Ποντίων (55 άτομα). Όλες
οι οικογένειες ήταν ελληνόφωνες. Οι 16 ήταν από το Κάγιατλι και
οι 2 από το Κιζιλτζά Χασάν [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 6, 144,
145].
Πετρωτό, κοινότητος Μελισσοχωρίου. Πραγματικός
πληθυσμός 112 (66 άρρενες και 46 θήλεις), εκ των οποίων 10 ήταν πρόσφυγες
ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (5 άρρενες και 5
θήλεις). Υπήρχαν 82 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 30 δημότες άλλων δήμων
[Απογραφή 1928, 235].
Πετρωτό (Γενή Μαχαλά), Μεσιού
(Τζουμά) [Διοικητικά
1935, 137].
Πετρωτόν, κοινότητος Μεσιού. Πραγματικός πληθυσμός
165 κάτοικοι (80 άρρενες και 85 θήλεις) [Απογραφή 1940, 167].
Ени Махала: Ήταν ένας μουσουλμανικός τουρκικός
οικισμός. Το 1924 οι μουσουλμάνοι κάτοικοί του έφυγαν στην Τουρκία και στη θέση
τους ήρθαν χριστιανοί πρόσφυγες από τον Πόντο [Симовски, 319].
Πετρωτό
(Γενή Μαχαλά):
Οικισμός του δήμου Καλλιθέας, του νομού Θεσσαλονίκης.
Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Μεσαίου, της
επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 170. Πληθυσμός μεταπολεμικών
απογραφών --> 1951: 298, 1961: 286, 1971: 191, 1981: 210, 1991:
232 [Σταματελάτου, 617].
Γεντικλή / Jedikli / Једикли. Μετονομάστηκε σε Κάτω Περιστερά. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 80 μουσουλμάνοι
Τούρκοι, οι οποίοι μετά τους βαλκανικούς πολέμους έφυγαν στην Τουρκία. Το
ελληνικό κράτος εγκατέστησε στα σπίτια τους τρεις χριστιανικές προσφυγικές
οικογένειες από τη Θράκη. Ο προσφυγικός οικισμός διαλύθηκε το 1936.
Πηγές:
Jedikler [Αυστριακός
Χάρτης, φ. Saloniki].
Gedikli: συνοικισμός με 12 μουσουλμανικά
σπίτια το 1862 [Δημητριάδης, 450].
Γεδικλή, καζά Θεσσαλονίκης: «25 Μουσουλμάνοι»
[Χαλκιόπουλος 1910, 6].
Гидикли, Солунска Каза / Гелимерска
Нахия, 80 Τούρκοι [Кънчов 1900, 142].
Γεντικλή, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 48 κάτοικοι
(24 άρρενες και 25 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Γεδικλή, κοινότητος Βασιλικών, βασιλικό διάταγμα
28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Γεδικλή της
κοινότητος Βασιλικών μετονομάζεται εις Κάτω Περιστερά (Επαρχία Θεσσαλονίκης)»,
διάταγμα 12.3.1928 (ΦΕΚ 81/14.5.1927) [Χουλιαράκης 1975, 317].
Γεδικλή (Κάτω Περιστερά), γραφείου Θεσσαλονίκης, 3 προσφυγικές
οικογένειες – 13 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 25].
Γεδικλή (Κάτω Περιστερά), πρόσφυγες: 3 οικογένειες Θρακών (13
άτομα). «Ο μικρός ούτος οικισμός διελύθη το 1936, διότι αι δύο εκ των
οικογενειών τούτων, των προερχομένων εκ Περιστάσεως, έφυγον και εγκαταστάθηκαν
εις Λακκιάν (Τροχανλή) και εις Περίστασιν Κατερίνης (του Πέτρου Ανθουλιά και
του Αναστασίου), αγνώστου επωνύμου). Η τρίτη οικογένεια του Ζαφειρίου
Θεοφιλίδου, εξακολούθει μόνη παραμένουσα εις την Κάτω Περιστέραν»
[Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 7, 292].
Κάτω Περιστερά, κοινότητος Βασιλικών.
Πραγματικός πληθυσμός 31 (23 άρρενες και 8 θήλεις), εκ των οποίων 13 ήταν
πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (6 άρρενες
και 7 θήλεις). Και οι 31 ήταν δημότες παρόντες στην κοινότητα [Απογραφή 1928,
234].
Κάτω Περιστέρα (Γεδικλή), Βασιλικών [Διοικητικά 1935, 135].
Едикли
(Једикли): Ήταν ένας
μουσουλμανικός τουρκικός οικισμός. Το 1922 οι μουσουλμάνοι κάτοικοί του
έφυγαν στην Τουρκία [Симовски, 284].
Γιαϊλατζίκ / Jajladžik / Јајлаџик.
Μετονομάστηκε Φίληρος και στη συνέχεια Φίλυρον. Στους σύγχρονους οδικούς χάρτες αναγράφεται ως Φίλυρο. Ήταν ένας μεγάλος οικισμός. Το 1912 ζούσαν εδώ 650
περίπου μουσουλμάνοι Τούρκοι. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους οι μουσουλμάνοι
κάτοικοί του έφυγαν για την Τουρκία. Στα σπίτια τους εγκαταστάθηκαν χριστιανοί
πρόσφυγες, από δύο χωριά του Καυκάσου, ομιλητές της ποντιακής διαλέκτου.
Πηγές:
Jajladžik [Αυστριακός Χάρτης,
φ. Saloniki].
Γιαϊλατζίκ (μουσουλμανικό), καζάς
Θεσσαλονίκης [Χάρτης
Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].
Yaylacık: Το 1771 ήταν ένα μουσουλμανικό χωριό [Δημητριάδης,
426].
Яйладжикъ, Солунска Каза / Вардарѝя, 497
Τούρκοι [Кънчов 1900, 142].
Γιαϊλατζήκ, επί του όρους Χορτιάτου: «665
Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910, 4].
Γιαλατζή, καζά Θεσσαλονίκης,
τσιφλίκι 6.567 στρεμμάτων, με 28 οικοδομές, αξίας 511.175 γροσίων [Παλαμιώτης
1914, 80].
Γιαλιντζίκ, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης,
253 κάτοικοι (106 άρρενες και 147 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Γιαλιτζήκ, κοινότητος Λαϊνών, βασιλικό
διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Γιαϊλατζίκ Θεσσαλονίκης, εγκαταλειμμένο,
50 προσφυγικές οικογένειες (243 άτομα) [Πρόσφυγες 1915, 26, 36].
Јајладžик, Солунска област - Источно од
доњег Вардара,
100 σπίτια μουσουλμάνων Τούρκων [Милојевић, 36].
Γιαλιτζήκ, κοινότητος Λαϊνών, κάτοικοι
361 (191 άρρενες, 170 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].
Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Γιαλιτζίκ
υπαγόμενος εις την κοινότητα Λαϊνών της υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης εις Φίληρος
(νομός Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 9.2.1926 (ΦΕΚ 55/15.2.1926) [Χουλιαράκης
1975, 237].
Γιαλαδζίκ (Φίληρος), γραφείου
Θεσσαλονίκης, 97
προσφυγικές οικογένειες – 365 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928,
60].
Γιαλατζίκ (Φίληρος), 102 οικογένειες Καυκασίων (381 άτομα).
Οι πρόσφυγες αυτοί μιλούσαν την ποντιακή διάλεκτο, προέρχονταν δε από τα χωριά
Τσιπλαχλί και Κιουλεπέρτ [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 5, 38].
Φίληρος, κοινότητος Λαϊνών. Πραγματικός πληθυσμός
463 (228 άρρενες και 235 θήλεις), εκ των οποίων 19 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά
τη μικρασιατική καταστροφή (7 άρρενες και 12 θήλεις). Υπήρχαν
395 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 68 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928,
235].
Φίληρος (Γιαλιτζήκ), Φιλήρου
(Γιαλιτζήκ) [Διοικητικά
1935, 139].
Φίλυρον, κοινότητος Φιλύρου. Πραγματικός
πληθυσμός 555 κάτοικοι (277 άρρενες και 278 θήλεις) [Απογραφή 1940, 167].
Јалиџик: Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ένας
μουσουλμανικός τουρκικός οικισμός. Στη συνέχεια οι μουσουλμάνοι κάτοικοί του το
εγκατέλειψαν. Στη θέση τους ήρθαν πρόσφυγες από τον Καύκασο [Симовски, 322].
Φίλυρο
(έως το 1928 Γιαλιτζήκ, έως το 1940 Φίληρος): Οικισμός του δήμου Χορτιάτη, του
νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Φιλύρου,
της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 400. Πληθυσμός μεταπολεμικών
απογραφών --> 1951: 492, 1961: 519, 1971: 547, 1981: 1.019, 1991:
2.192 [Σταματελάτου, 771].
Γιαχγιαλί ή Άγιοβο (Jahjali, Ajovo / Јахлали, Ајово). Μετονομάστηκε Ακροποταμιά, στη συνέχεια Ασπροποταμιά και τελικά Ακπροπόταμος. Ήταν ένας μικτός οικισμός τουρκόφωνων
μουσουλμάνων και μακεδονόφωνων χριστιανών. Οι τελευταίοι είχαν προσχωρήσει στην
εξαρχία. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ 100 περίπου μουσουλμάνοι και
70 χριστιανοί. Στη συνέχεια ο οικισμός εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του. Η
ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στα σπίτια τους χριστιανούς πρόσφυγες. Το 1928 ο
πληθυσμός του, προσφυγικού πια οικισμού, ήταν περίπου 430 άτομα.
Πηγές:
Jahjali (Jaicevo) [Αυστριακός
Χάρτης, φ. Vodena].
Γιακαλή (μουσουλμανικό), καζάς
Θεσσαλονίκης [Χάρτης
Κοντογόνη, φ. Βοδενά].
Yahyalı: Το 1712 καταγράφονται εδώ 8 στρατιώτες
Γιουρούκοι. Το 1771 ήταν ένα χριστιανικό χωριό-τσιφλίκι με χριστιανούς και
μουσουλμάνους κατοίκους. Το Yahyalu ήταν το 1862
χωριό-τσιφλίκι με 11 μουσουλμανικά και 9 χριστιανικά σπίτια [Δημητριάδης, 404,
426, 442].
Yahlevo, kaza de Salonique.
Χριστιανικός πληθυσμός: 32 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905,
218-219].
Αΐοβον, μεταξύ Εχεδώρου και Αξιού:
«105 Μουσουλμάνοι και 75 σχισματικοί Βουλγαρίζοντες» [Χαλκιόπουλος 1910,
5].
Κιαχαλή ή Αΐοβον, κοινότητος Βερλάντζης,
βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Ајиево, Солунска област - Источно од доњег
Вардара, 15 σπίτια χριστιανών
Σλάβων και 5 μουσουλμάνων Τούρκων [Милојевић, 32].
Γιαχαλή ή Αΐοβον, κοινότητος Βερλάντζης,
κάτοικοι 50 (28 άρρενες, 22 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].
Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Γιαχαλή της
κοινότητος Αγιονερίου (πρώην Βερλάντζας), μετονομάζεται εις Ακροποταμιά (Νομός
Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 4.11.1927 (ΦΕΚ 306/22.12.1927) [Χουλιαράκης 1975,
313].
Γιαχαλή (Ακροποταμιά), γραφείου Αξιουπόλεως, 97
προσφυγικές οικογένειες – 377 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928,
3].
Ασπροποταμιά, κοινότητος Αγιονερίου.
Πραγματικός πληθυσμός 438 (209 άρρενες και 229 θήλεις), εκ των οποίων 176 ήταν
πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (84 άρρενες
και 92 θήλεις). Υπήρχαν 425 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 13 δημότες
άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 233].
Ασπροποταμιά (Γιαχαλή), Προχώματος
(Δογαντζή) [Διοικητικά
1935, 138].
Ακροπόταμος, κοινότητος Προχώματος.
Πραγματικός πληθυσμός 657 κάτοικοι (314 άρρενες και 343 θήλεις) [Απογραφή 1940,
166].
Аиево (Ајово, Јахали): Το 1912 ήταν ένας μικτός οικισμός Μακεδόνων
και Τούρκων. Οι περισσότεροι κάτοικοί του το εγκατέλειψαν μέχρι το 1920. Στη
συνέχεια εποικίστηκε με άλλες οικογένειες [Симовски, 308].
Ακροπόταμος
(έως το 1928 Γιαχαλή, έως το 1940 Ασπροποταμιά): Οικισμός του δήμου Κουφαλίων,
του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της
κοινότητας Προχώματος, της επαρχίας Θεσσαλονίκης.
Υψόμετρο 45. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 668, 1961: 724, 1971: 652, 1981: 650, 1991: 653
[Σταματελάτου, 56].
Γιδά / Jidha / Jида. Μετονομάστηκε
σε Αλεξάνδρεια. Πρόκειται για ένα χριστιανικό οικισμό
γηγενών Ελλήνων, στον οποίο εγκαταστάθηκε ένας αριθμός προσφύγων το 1923-1924.
Το 1912 είχε 700 κατοίκους. Το 1928 ο πληθυσμός του Γιδά ήταν περίπου 1.150
άτομα, εκ των οποίων τα 160 ήταν πρόσφυγες.
Πηγές:
Gida [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].
Γιδάς (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης
Κοντογόνη, φ. Βοδενά].
Γιδά: «Κείται ½ ώραν Δ του άνω (Παληοχώρι) και είναι το
μεγαλύτερον των χωρίων του Ουρουμλούκι, έχον 130 οικογενείας,
εκκλησίαν, σχολείον αρρένων και άνδρας μαχίμους» [Σχινάς 1886, 176, 204].
Гида (Гидахоръ), Солунска Каза / Урумлъкъ, 410 χριστιανοί
Έλληνες και 60 Τσιγγάνοι [Кънчов 1900, 142].
Guida, kaza de Salonique. Χριστιανικός
πληθυσμός: 600 Έλληνες. Ένα ελληνικό σχολείο με δύο δασκάλους και 60
μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].
Έκθεση Σάρρου: «Γιδάς (ελληνόφωνοι), 16
και 28 Μαΐου 1906. Οικίαι 115, κάτοικοι 660 Έλληνες. Μαθηταί εγγραφέντες 50 (ων
5 μόνον κοράσια), διδάσκαλος 1. Το χωρίον τσιφλίκι οθωμανικόν. Το κεντρικώτατον
τούτο χωρίον του Ρουμλουκίου, εν ω από του έτους τούτου γίνεται και εβδομαδιαία
αγορά (παζάρι), έχει σχολείον νεόδμητον λίθινον και εκκλησίαν κομψήν και
ευρείαν, ιδρύματα των προοδευτικών και φιλοπόνων αυτού κατοίκων»
[Παπαδόπουλος, 131].
Γηδάς, περιοχή Ρουμλουκίου: «Κωμόπολις
κεντρικωτάτη του Ρουμλουκίου, μετ’ ομωνύμου σιδηροδρομικού σταθμού της γραμμής
Θεσσαλονίκης-Μοναστηρίου, κλεις της συγκοινωνίας μεταξύ Θεσσαλονίκης και
Κατερίνης. Κάτοικοι 700 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 2].
Γιδά, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 19.806
στρεμμάτων, με 132 οικοδομές, αξίας 1.056.000 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 79].
Γιδά, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 715 κάτοικοι
(356 άρρενες και 359 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Γιδά, κοινότητος Γιδά, βασιλικό διάταγμα
28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Γιδάς, κοινότητος Γιδά, κάτοικοι 844 (431
άρρενες, 413 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].
Γιδάς, γραφείου Βερροιάς, 35 προσφυγικές
οικογένειες – 134 άτομα, μικτός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 5].
Γιδά, κοινότητος Γιδά. Πραγματικός πληθυσμός
1.151 (594 άρρενες και 557 θήλεις), εκ των οποίων 163 ήταν πρόσφυγες ελθόντες
μετά τη μικρασιατική καταστροφή (93 άρρενες και 70 θήλεις).
Υπήρχαν 1.006 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 143 δημότες άλλων δήμων και 2
αλλοδαποί [Απογραφή 1928, 234].
Γιδά, Γιδά [Διοικητικά 1935, 135]. Γιδάς,
κοινότητος Γιδά. Πραγματικός πληθυσμός 1.752 κάτοικοι (985 άρρενες
και 767 θήλεις) [Απογραφή 1940, 164].
Μετονομασία: «Η πόλις Γιδά εν τη
επαρχία και νομώ Ημαθίας, μετονομάζεται Αλεξάνδρεια, ο δε ομώνυμος δήμος, δήμος
Αλεξανδρείας» βασιλικό διάταγμα 6.1.1953 (ΦΕΚ 10/16.1.1953) [Χουλιαράκης
1976, 83].
Гида: ελληνικό χωριό [Симовски, дел. 1, 8].
Αλεξάνδρεια
(έως το 1940 Γιδά, έως το 1945 Γιδάς):
πόλη του δήμου Αλεξανδρείας, του νομού Ημαθίας. Έως το
1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Αλεξανδρείας, της επαρχίας Ημαθίας.
Υψόμετρο 10. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 3.038, 1961: 6.168, 1971: 8.199, 1981: 10.543, 1991: 12.109
[Σταματελάτου, 57].
Γιουντζιλάρ / Jundžilar / Јунцилар. Μετονομάστηκε
σε Κόμινα και στη συνέχεια σε Κύμινα. Πρόκειται για ένα μεγάλο μακεδονόφωνο χριστιανικό
χωριό, οι κάτοικοι του οποίου ήταν διαιρεμένοι, πριν τους βαλκανικούς πολέμους,
σε πατριαρχικούς και ουνίτες. Ο πληθυσμός του το 1912 και το 1928 ήταν
αντίστοιχα περίπου 1.200 και 1.500 άτομα.
Πηγές:
Jundžular [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].
Γιανιτσήδες ή Γιουντζουλάρ (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης
Κοντογόνη, φ. Βοδενά].
Yundcılar: Το 1771 ήταν ένα χριστιανικό χωριό. Το
1862 ήταν ένα χριστιανικό χωριό με 109 σπίτια [Δημητριάδης, 422, 439].
Γεντσίδα: «Κεφαλοχώρι πεδινόν έχον 150 οικογενείας
χριστιανικάς, κείμενον ¼ ώρας ΝΔ της Κολακιάς και 1 ½ ώραν αρκτικώς της ακτής.
Προ εξαετίας ο ποταμός Αξιός (Βαρδάρ) έρρε Δ του χωρίου Γεντσίδα, ¾ της ώρας
προς Ν αυτού, ηνούτο μετά του ποταμού Λουδίου (Καρά Ασμάκι). Επί της
εγκαταλειφθείσης κοίτης ρέει νυν μικρόν ρεύμα. Ώραν προς νότον αυτής επί του
ποταμού Λουδίου υπάρχει δημόσιος περαταριά (καράβι)» [Σχινάς 1886, 202].
Юнчии, Солунска Каза / Вардарѝя, 890
χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 142].
Yountchiité, kaza de Salonique.
Χριστιανικός πληθυσμός: 848 Βούλγαροι (640 πατριαρχικοί και 208
ουνίτες). Υπήρχε ένα ελληνικό σχολείο με δύο δασκάλους και 50 μαθητές [Brancoff 1905,
218-219].
Έκθεση Σάρρου: «Γιουντζίδα ή
τουρκ. Jundžular (κρατεί το σλαυομακεδονικόν ιδίωμα), 22 Μαρτίου
1906. Κεφαλοχώριον μετά οικιών 130 και κατοίκων 650, βουλγαρουνιτικών
δε 5. Μαθηταί εν όλω 68, διδάσκαλοι 2... Τα
διδακτήρια αυτού είναι καλά, οι κάτοικοι όμως έχουσιν ανάγκην ποδηγετήσεως.
Ευτυχώς ελληνοφρονούσι πάντες, πλην των οσημέραι φθινόντων υπό πάσαν έποψιν
Βουλγαρουνιτών οίτινες προ δεκαετίας και πλέον ηρίθμουν 32 οικογενείας»
[Παπαδόπουλος, 135].
Γιουντζήδα, περιοχή Ρουμλουκίου: «780
ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 2].
Γιουντζίδες, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης,
1.247 κάτοικοι (659 άρρενες και 588 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Γιουντζήδες Θεσσαλονίκης, δημόσιο, 273
προσφυγικές οικογένειες / 1.127 άτομα (σημ. Λιθοξόου: προφανώς αφορά τα
γειτονικά Νέα Μάλγαρα) [Πρόσφυγες 1915, 26, 36].
Γιουντζήδες, κοινότητος Γιουντζήδων,
βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134]. Индžији,
Солунска област - Источно од доњег Вардара, 150 σπίτια χριστιανών Σλάβων
[Милојевић, 32].
Γιουντζήδες, κοινότητος Γιουντζήδων,
κάτοικοι 1.441 (759 άρρενες, 682 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114]. Μετονομασία: «Η
κοινότης Γιουντζήδων, μετονομάζεται εις κοινότητα Κομίνων και ο ομώνυμος αυτή
συνοικισμός Γιουντζήδες εις Κόμινα (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα
31.8.1926 (ΦΕΚ 346/4.10.1926) [Χουλιαράκης 1975, 258].
Κύμινα, κοινότητος Κυμίνων. Πραγματικός
πληθυσμός 1.570 (835 άρρενες και 735 θήλεις), εκ των οποίων 17 ήταν πρόσφυγες
ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (9 άρρενες και 8
θήλεις). Υπήρχαν 1.485 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 81 δημότες άλλων δήμων
και 4 αλλοδαποί. Οι απογραφέντες αλλού δημότες ήταν 21 [Απογραφή 1928, 235].
Κύμινα (Γιουντζήδες), Κυμίνων
(Γιουντζήδων) [Διοικητικά
1935, 136].
Κύμινα, κοινότητος Κυμίνων. Πραγματικός
πληθυσμός 2.175 κάτοικοι (1.107 άρρενες και 1.068 θήλεις) [Απογραφή 1940, 165].
Јундџулар (Јунџиди): μεγάλο μακεδονικό χωριό
[Симовски, 323].
Κύμινα
(Γιουντζήδες):
Οικισμός του δήμου Αξιού, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως
το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Κυμίνων, της επαρχίας Θεσσαλονίκης.
Υψόμετρο 8. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 2.493, 1961: 2.677, 1971: 2.709, 1981: 3.139, 1991: 3.469
[Σταματελάτου, 399].
Γιούντογλαρ ή Βαλμάδα ή Κόνιαρε (Jundoglar, Valmada, Konjare / Јундоглар, Валмада, Коњаре). Μετονομάστηκε
σε Ανατολικόν. Στους σύγχρονους οδικούς χάρτες
αναγράφεται ως Ανατολικό. Πρόκειται για ένα μεγάλο μακεδονόφωνο
χριστιανικό χωριό, οι κάτοικοι του ήταν πατριαρχικοί. Το 1912 ο οικισμός είχε
1.000 κατοίκους. Κατά το μεσοπόλεμο μερικές οικογένειες έφυγαν για τη
Βουλγαρία. Το 1928 ζούσαν εδώ περίπου 1.150 άτομα.
Πηγές:
Gündoglar (Valmazes) [Αυστριακός
Χάρτης, φ. Vodena].
Βαλμάδα (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].
Yundoğlanı: χωριό 112 χριστιανικών σπιτιών το
1862 [Δημητριάδης, 439].
Βαλμάδα: «Κεφαλοχώρι πεδινόν έχον 100 οικογενείας
χριστιανικάς, σχολείον δημοτικόν μετ’ αρχών Ελληνικού, εκκλησίαν. Κείται ½ ώραν
Δ του άνω (Κολοπάντσα) και ¼ ώρ. Α του ποταμού Αξιού (Βαρδάρ), εφ’
ου έχει μεγάλην ιδιόκτητον περαταριάν, χωρούσαν άμαξαν μετά του φορτίου της και
των συρόντων αυτήν βοών» [Σχινάς 1886, 201]
Коняри, Солунска Каза / Вардарѝя, 1.220
χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 142].
Koniaré, kaza de Salonique. Χριστιανικός
πληθυσμός: 960 πατριαρχικοί Βούλγαροι. Ένα ελληνικό σχολείο με δύο δασκάλους
και 95 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].
Έκθεση Σάρρου: «Βαλμάδα ή
τουρκ. Gündoglar (κρατεί το σλαυομακεδονικόν ιδίωμα), 21
Μαρτίου 1906. Κεφαλοχώριον μετά κατοίκων 629 κατά την περυσινήν
στατιστικήν. Εφέτος εγκαταστάθησαν ενταύθα και 10 ακόμη οικογένειαι εκ
Σαριτσίου, Καϊλίου και Καβακλίου Άνω και Κάτω, αγοράσασαι και γήπεδα προς
ανέγερσιν οικιών…Το εθνικόν φρόνημα των κατοίκων ευτυχώς είναι ελληνικώτατον μη
δυνηθέντος να διαδοθή εκεί του βουλγαρικού μολύσματος. Και η ελληνική δε γλώσσα
έχει από ετών μεγάλως διαδοθή εκ των σχολείων και της παρακειμένης Κουλακιάς,
τείνουσα ούτως οσημέραι να καταστή και οικογενειακή, καθ’ όσον πλην των γραιών
γινώσκουσι αυτήν και λαλούσι πάντες οι άλλοι. Κατά ταύτα το χωρίον τούτο, ως
και η γείτων Γιουντζίδα είναι δίγλωσσα. Εν τοις σχολείοις του χωρίου, άτινα
λειτουργούσι εν διδακτηρίοις υποφερτοίς, ενεγράφησαν μαθηταί εν όλω 101 –
περυσιν 85 - ήτοι εν μεν τη μικτή δημοτική σχολή 51 (ων 10 θήλεα), εν δε τω
νηπιαγωγείω 50» [Παπαδόπουλος, 134-135].
Βαλμάδα, περιοχή Ρουμλουκίου: «690 ορθόδοξοι
Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 2].
Βαλμάδα, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 968 κάτοικοι
(503 άρρενες και 465 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Βαλμάδα, κοινότητος Βαλμάδας, βασιλικό διάταγμα
28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134]. Конаре, Солунска
област - Источно од доњег Вардара, 250 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић,
32].
Βαλμάδα, κοινότητος Βαλμάδος, κάτοικοι 1.064 (533
άρρενες, 531 θήλεις) [Απογραφή 1920, 113].
Ανατολικό: Ρευστοποιήθηκαν
8 περιουσίες κατοίκων που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία
[Μιχαηλίδης, 197].
Βαλμάδα, κοινότητος Βαλμάδος. Πραγματικός
πληθυσμός 1.149 (579 άρρενες και 570 θήλεις), εκ των οποίων 9 ήταν πρόσφυγες
ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (6 άρρενες και 3
θήλεις). Υπήρχαν 1.148 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 1 δημότης άλλου
δήμου [Απογραφή 1928, 234].
Βαλμάδα, Βαλμάδος [Διοικητικά 1935, 135].
Βαλμάδα, κοινότητος Βαλμάδας. Πραγματικός
πληθυσμός 1.422 κάτοικοι (726 άρρενες και 696 θήλεις) [Απογραφή 1940, 164].
Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Βαλμάδα της
κοινότης Βαλμάδας μετονομάζεται Ανατολικόν, η δε ομώνυμος κοινότης, κοινότης
Ανατολικού (Επαρχία Θεσσαλονίκης)», βασιλικό διάταγμα 11.5.1955
(ΦΕΚ 157/21.6.1955) [Χουλιαράκης 1976, 107].
Коњари (Ѓундулар): μακεδονικός οικισμός
[Симовски, 327].
Ανατολικό
(Βαλμάδα): Οικισμός του
δήμου Χαλάστρας, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977
ήταν οικισμός της κοινότητας Ανατολικού, της επαρχίας Θεσσαλονίκης.
Υψόμετρο 8. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 1.770, 1961: 2.024, 1971: 1.912, 1981: 2.278, 1991: 2.418
[Σταματελάτου, 73].
Γκράντομπορ / Gradobor / Градобор. Εξελληνίστηκε
σε Γραδεμπόριον και στη συνέχεια μετονομάστηκε
σε Πεντάλοφος. Ήταν ένα μεγάλο μακεδονόφωνο χριστιανικό
χωριό, οι κάτοικοι του οποίου ήταν, πριν τους βαλκανικούς πολέμους, διαιρεμένοι
σε εξαρχικούς και πατριαρχικούς. Το 1912 είχε πληθυσμό γύρω στους 800
κατοίκους. Το μεσοπόλεμο κάποιες οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Το
1928 ζούσαν εδώ περίπου 900 άτομα, από τα οποία 70 ήταν πρόσφυγες.
Πηγές:
Gradobor [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].
Γραδομπόρι (χριστιανικό), καζάς
Θεσσαλονίκης [Χάρτης
Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].
Gırdabor: χωριό 79 χριστιανικών σπιτιών το 1862 [Δημητριάδης,
437].
Градоборъ, Солунска Каза, 800
χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 141].
Gradobor, kaza de Salonique.
Χριστιανικός πληθυσμός: 1.040 Βούλγαροι (760 εξαρχικοί και 280
πατριαρχικοί). Υπήρχε ένα βουλγάρικο σχολείο με δύο δασκάλους και 53 μαθητές
και ένα ελληνικό σχολείο με δύο δασκάλους και 30 μαθητές [Brancoff 1905,
218-219].
Έκθεση Σάρρου: «Γραδοβόρι (κρατεί η
σλαβομακεδονική διάλεκτος), 24 Μαΐου 1906. Κεφαλοχώριον μετά οικιών εν όλω 150,
ων 56 ελληνοφρονούσαι, αι δε λοιπαί σχισματικαί. Μαθηταί ημέτεροι 45 (ων
κοράσια), διδάσκαλοι 2… Οι σχισματικοί έχουσι 2 διδασκάλους και 1 ιερέα,
μαθητάς δε 50. Εκκλησιάζονται εκ περιτροπής εν τη αυτή εν η και οι ημέτεροι εκκλησία»
[Παπαδόπουλος, 121].
Γραδαμβόριον, βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης: «310
ορθόδοξοι Έλληνες και 472 σχισματικοί Βουλγαρίζοντες. Εις τον Ελληνικόν ναόν
παραχωρήσει της εξουσίας εκκλησιάζονται και οι σχισματικοί εξ υπαμοιβής»
[Χαλκιόπουλος 1910, 3].
Γραδιμπόριον, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης,
822 κάτοικοι (435 άρρενες και 387 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Γραδεμπόριον, κοινότητος Γραδεμπορίου,
βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Градобор, Солунска област - Источно од
доњег Вардара, 125
σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић, 36].
Γραδεμπόριον, κοινότητος Γιδά, κάτοικοι
740 (355 άρρενες, 385 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].
Πεντάλοφος: Ρευστοποιήθηκαν
6 περιουσίες κατοίκων που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία
[Μιχαηλίδης, 197].
Γραδεμπόριον, γραφείου Θεσσαλονίκης, 4 προσφυγικές
οικογένειες – 13 άτομα, μικτός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 15].
Γραδεμπόριον, πρόσφυγες: 2 ελληνόφωνες οικογένειες
Θρακών (7 άτομα) από το χωριό Κερμέν και 1 οικογένεια Μικρασιατών
(4 άτομα) [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 6, 129].
Γραδεμπόριον, κοινότητος Γραδεμπορίου.
Πραγματικός πληθυσμός 907 (483 άρρενες και 424 θήλεις), εκ των οποίων 66 ήταν
πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (58 άρρενες
και 8 θήλεις). Υπήρχαν 824 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 82 δημότες άλλων
δήμων και 1 αλλοδαπός. Οι απογραφέντες αλλού δημότες ήταν 29 [Απογραφή 1928,
234].
Γραδεμπόριον, Γιδά [Διοικητικά 1935, 136]. Γραδεμπόριον,
κοινότητος Γραδεμπορίου. Πραγματικός πληθυσμός 1.114 κάτοικοι (562
άρρενες και 552 θήλεις) [Απογραφή 1940, 164].
Μετονομασία: «Ο συνοικισμός
Γραδεμπόριον της κοινότητος Γραδεμπορίου εν τη επαρχία Θεσσαλονίκης
μετονομάζεται Πεντάλοφος, η δε ομώνυμος κοινότης, κοινότης Πενταλόφου»,
βασιλικό διάταγμα 16.12.1953 (ΦΕΚ 349/21.12.1953) [Χουλιαράκης 1976, 86].
Градобор: μακεδονικός οικισμός [Симовски, 327].
Πεντάλοφος
(Γραδεμπόριο):
Οικισμός του δήμου Καλλιθέας, του νομού Θεσσαλονίκης.
Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Πενταλόφου, της
επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 120. Πληθυσμός μεταπολεμικών
απογραφών --> 1951: 1.236, 1961: 1.344, 1971: 1.353, 1981: 1.435,
1991: 1.563 [Σταματελάτου, 606].
Ζαγκαρτζή / Zagardži / Загарџи. Μετονομάστηκε σε Ταγαράδες. Ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά. Φαίνεται
πως παλαιότερα ζούσαν και εργάζονταν εδώ χριστιανοί, οι οποίοι στις αρχές
του 20ου αιώνα έφυγαν και στη θέση τους ήρθαν μουσουλμάνοι
Τούρκοι. Το 1920 υπήρχαν στο τσιφλίκι 60 άτομα. Μέχρι το 1924 οι παλαιοί
κάτοικοι είχαν φύγει και ο οικισμός είχε γίνει καθαρά προσφυγικός. Το 1928
κατοικούσαν στο χωριό 400 περίπου πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τη
Θράκη.
Πηγές:
Zagardži [Αυστριακός
Χάρτης, φ. Athos].
Zagarcı: τσιφλίκι με 10 χριστιανικά σπίτια και ένα
μουσουλμανικό το 1862 [Δημητριάδης, 451].
Ταγαρτζίδες «Τσιφλίκιον οθωμανού έχοντος 4
οικογενείας χριστιανών γεωργών, οίκημα ιδιόκτητου και φρέατα» [Σχινάς 1886, 529].
Загърджа, Солунска Каза / Гелимерска
Нахия, 40 Τούρκοι [Кънчов 1900, 142].
Ζαγαρτζήδες, καζά Θεσσαλονίκης,
τσιφλίκι με 21 οικοδομές [Παλαμιώτης 1914, 80].
Ταγαρτζήδες, κοινότητος Βασιλικών,
βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Τογαρτζήδες, κοινότητος Βασιλικών,
κάτοικοι 61 (36 άρρενες, 25 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].
Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Ταγαρτζήδες
της κοινότητος Βασιλικών, μετονομάζεται εις Ταγαράδες (Υποδιοίκησις
Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 20.8.1927 (ΦΕΚ 179/30.8.1927) [Χουλιαράκης 1975,
289].
Ταγαρδτζήδες (Ταγαράδες), γραφείου
Θεσσαλονίκης, 80
προσφυγικές οικογένειες – 324 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928,
59].
Ταγαρτζήδες (Ταγαράδες), πρόσφυγες: 32 οικογένειες Θρακών (109
άτομα) και 48 οικογένειες Μικρασιατών (173 άτομα) [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος,
7].
Ταγαράδες, κοινότητος Βασιλικών.
Πραγματικός πληθυσμός 478 (266 άρρενες και 212 θήλεις), εκ των οποίων 342 ήταν
πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (185
άρρενες και 157 θήλεις). Υπήρχαν 401 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 77
δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 234].
Ταγαράδες (Ταγαρτζήδων), Αγίας Παρασκευής [Διοικητικά 1935, 134].
Ταγαράδες, κοινότητος Αγίας Παρασκευής.
Πραγματικός πληθυσμός 536 κάτοικοι (262 άρρενες και 274 θήλεις) [Απογραφή 1940,
163].
Загрџа (Тагарџидес): Ήταν ένας τουρκικός οικισμός. Το
1924 οι κάτοικοί του έφυγαν στην Τουρκία. Στη θέση τους εγκαταστάθηκαν
πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη [Симовски, 320].
Ταγαράδες
(Ταγαρτζήδες):
Οικισμός του δήμου Θέρμης, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως
το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Ταγαράδων, της επαρχίας Θεσσαλονίκης.
Υψόμετρο 80. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 520, 1961: 465, 1971: 402, 1981: 501, 1991: 750
[Σταματελάτου, 732].
Ζάτβορο / Žatvoro / Жатворо. Έρημο από την περίοδο του μεσοπολέμου.
Βρισκόταν βορειοανατολικά της εκβολής του ποταμού Καρά Αζμάκ (Λουδία). Ήταν ένα
τσιφλίκι στο οποίο ζούσαν 70 περίπου ελληνόφωνοι χριστιανοί.
Πηγές:
Ζάτδορον, καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά]
Έκθεση Σάρρου: «Ζάτφορον, 22
Μαρτίου 1906. Κτήμα του Αβζή βέη εν ω εφέτος εγένετο συνοικισμός 15 οικογενειών
ελληνοφώνων το πλείστον εκ των χωρίων Κορυφής, Κλειδίου, Τσιναφόρνου και
Λιμπανόβου, προσπαθουσών ν’ αποκτήσωσιν ιερέα και διδάσκαλον» [Παπαδόπουλος,
135].
Ζάτφορ, καζά Θεσσαλονίκης,
τσιφλίκι 40.000 στρεμμάτων, με 18 οικοδομές, αξίας 233.000 γροσίων [Παλαμιώτης
1914, 79].
Ζουμπάτ / Zumbat / Зумбат. Μετονομάστηκε σε Τρίλοφον. Στους
οδικούς χάρτες αναγράφεται ως Τρίλοφο. Μεγάλο χωριό κατοικούμενο από γηγενείς
χριστιανούς Έλληνες. Το 1912 και το 1928 αντίστοιχα, ο πληθυσμός του οικισμού
ήταν περίπου 1.100 και 1.400 άτομα.
Πηγές:
Zumbat [Αυστριακός
Χάρτης, φ. Athos].
Ζουμπάτες: Στα μέσα του 15ου αιώνα
ήταν ιδιοκτησία των μπέηδων Defterdar Sinan και Mustafa.
Στα τέλη του 15 αιώνα ήταν τιμάριο του Ishak. Είχε 8 σπίτια χριστιανών και
13 μουσουλμάνων (αλατάδων). Το 1862 το Zumbat ήταν ένα χωριό
με 102 χριστιανικά σπίτια και 2 μουσουλμανικά [Δημητριάδης, 390, 397, 451].
Ζουμπάτι: «κείμενον επί ράχης και εν μέσω χαραδρών και έχον
150 οικογενείας χριστιανών γεωργών, εκκλησίαν, χάνιον μικρόν και ρέοντα ύδατα
προς δε και αρκετά φορτηγά» [Σχινάς 1886, 530].
Замбатъ, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 1.000
χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900, 142].
Zambat, kaza de Salonique.
Χριστιανικός πληθυσμός: 850 Έλληνες. Υπήρχε ένα ελληνικό σχολείο με
δύο δασκάλους και 116 μαθητές [Brancoff 1905, 220-221].
Έκθεση Σάρρου: «Ζουμπάτες (ελληνόφωνο),
20 Μαΐου 1906. Κεφαλοχώριον μετ’ οικιών 210 και κατοίκων 1.260 κατά την
τελευταίαν τουρκικήν στατιστικήν. Μαθηταί 144, διδάσκαλοι 3» [Παπαδόπουλος,
141].
Ζουμπάτες, τμήματος Καλαμαριάς: «1.000
ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 6].
Ζουμπάδες, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης,
1.139 κάτοικοι (590 άρρενες και 549 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Ζουμπάτες, κοινότητος Ζουμπάτων,
βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Ζουμπάταις, κοινότητος Ζουμπάτων,
κάτοικοι 1.238 (581 άρρενες, 657 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].
Μετονομασία: «Η κοινότης Ζουμπάτες,
μετονομάζεται εις κοινότητα Τριλόφου και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Ζουμπάτες
εις Τρίλοφον (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 31.8.1926 (ΦΕΚ
346/4.10.1926) [Χουλιαράκης 1975, 259].
Τρίλοφον, κοινότητος Τριλόφου. Πραγματικός
πληθυσμός 1.390 (684 άρρενες και 706 θήλεις), εκ των οποίων 20 ήταν πρόσφυγες
ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (11 άρρενες και 9
θήλεις). Υπήρχαν 1.359 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 30 δημότες άλλων δήμων
και 1 αλλοδαπός [Απογραφή 1928, 236].
Τρίλοφον (Ζουμπάτες), Τριλόφου
(Ζουμπάτων) [Διοικητικά
1935, 138].
Τρίλοφον, κοινότητος Τριλόφου. Πραγματικός
πληθυσμός 1.481 κάτοικοι (752 άρρενες και 729 θήλεις) [Απογραφή 1940, 167].
Замбат (Зумбатес): ελληνικός οικισμός
[Симовски, 320].
Τρίλοφο
(Ζουμπάτες):
Οικισμός του δήμου Μίκρας, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως
το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Τριλόφου, της επαρχίας Θεσσαλονίκης.
Υψόμετρο 140. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 1.508, 1961: 1.379, 1971: 1.202, 1981: 1.322, 1991: 1.971
[Σταματελάτου, 748].
Ίνγκλιζ / Ingliz / Инглиз. Μετονομάστηκε σε Αγχίαλος Μακεδονίας και στη συνέχεια σε Αγχίαλος. Μέχρι τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ιδιοκτησία
μουσουλμάνου τσιφλικά και είχε 90 περίπου μακεδονόφωνους εξαρχικούς κατοίκους.
Στη συνέχεια ο οικισμός ερήμωσε. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ, μέχρι το
1924, πατριαρχικούς χριστιανούς πρόσφυγες από τη Βουλγαρία. Το 1928 ο πληθυσμός
του χωριού ήταν 800 περίπου άτομα.
Πηγές:
Ingliz čiftl. [Αυστριακός Χάρτης,
φ. Vodena].
Ίγγλις (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης
Κοντογόνη, φ. Βοδενά].
Ингилизъ, Солунска Каза / Вардарѝя, 95
χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 141].
Inglis Tciflik, kaza de
Salonique. Χριστιανικός
πληθυσμός: 88
εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905, 218-219].
Ιγγλίζ τσιφλίκ, μεταξύ Εχεδώρου και Αξιού:
«55 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 5].
Ίγγλις, κοινότητος Μπουγαριόβου, βασιλικό
διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Ίγγλις της
κοινότητος Καραβία (πρώην Μπουγαριόβου), μετονομάζεται εις Αγχίαλος Μακεδονίας (Υποδιοίκησις
Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 20.8.1927 (ΦΕΚ 179/30.8.1927) [Χουλιαράκης 1975,
289].
Ίγγλις (Αγχίαλος Μακεδονίας), γραφείου Θεσσαλονίκης, 266 προσφυγικές
οικογένειες – 849 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 5].
‘Ίγγλις (Αγχίαλος Μακεδονική),
πρόσφυγες: 1 οικογένεια Μικρασιατών (2 άτομα) και 261 οικογένειες εκ Βουλγαρίας
(993 άτομα). Από τις τελευταίες, 185 προέρχονταν από την περιοχή Αγχιάλου,
57 από τον Πύργο και 20 από Στενίμαχο [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος,
6, 176].
Αγχίαλος Μακεδονίας, κοινότητος Αγχιάλου Μακεδονίας.
Πραγματικός πληθυσμός 805 (436 άρρενες και 369 θήλεις), εκ των οποίων 576 ήταν
πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (296
άρρενες και 280 θήλεις). Υπήρχαν 732 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 73
δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 234].
Αγχίαλος Μακεδονίας (Ίγγλις), Αγχιάλου
Μακεδονίας (Ίγγλις) [Διοικητικά
1935, 135].
Αγχίαλος, κοινότητος Αγχιάλου. Πραγματικός
πληθυσμός 661 κάτοικοι (345 άρρενες και 316 θήλεις) [Απογραφή 1940, 163].
Инглиш (Инглиш Чифлик): Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν
τσιφλίκι του Χατζή Μπέη, στο οποίο ζούσαν χριστιανοί Μακεδόνες. Το 1922
εγκαταστάθηκαν εδώ πρόσφυγες από την Αγχίαλο της Βουλγαρίας
[Симовски, 321-322].
Αγχίαλος: Οικισμός του δήμου Αγίου
Αθανασίου, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της
κοινότητας Αγχιάλου, της επαρχίας Θεσσαλονίκης.
Υψόμετρο 25. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 666, 1961: 613, 1971: 568, 1981: 593, 1991: 852
[Σταματελάτου, 43].
Ισενλή / Isenli / Исенли. Μετονομάστηκε σε Μερσινούδα. Πρόκειται για ένα χωριό που βρισκόταν
ανατολικά από το Καγιάτσαλη (Τριάδιον). Το 1912 ζούσαν
εδώ περίπου 350 μουσουλμάνοι Τούρκοι. Μέχρι το 1924 οι κάτοικοί του
αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην Τουρκία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε
στα σπίτια τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Οι τελευταίοι εγκατέλειψαν με τη
σειρά τους το μέρος (λόγω του ορεινού και δυσπρόσιτου του τόπου) μέχρι το 1927
και μετεγκαταστάθηκαν σε γειτονικά χωριά.
Πηγές:
Isenlizes (Seneli) [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].
Esenlı: Το 1712 καταγράφονται εδώ 24 στρατιώτες
Γιουρούκοι. Το 1862 το Esenli ήταν συνοικισμός με 39
μουσουλμανικά σπίτια [Δημητριάδης, 406, 450].
Ασενλή (μουσουλμανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].
Асанли, Солунска Каза / Гелимерска
Нахия, 330 Τούρκοι [Кънчов 1900, 142].
Ασινλί, καζά Θεσσαλονίκης: «32 Μουσουλμάνοι»
[Χαλκιόπουλος 1910, 6].
Ισενλή, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 60 κάτοικοι
(40 άρρενες και 20 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Ισινλή, κοινότητος Χορτιάτη, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918
(ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Ισινλή, κοινότητος Χορτιάτου, κάτοικοι 270 (144
άρρενες, 126 θήλεις) [Απογραφή 1920, 116].
Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Ισινλή της
κοινότητος Χορτιάτου, μετονομάζεται εις Μερσινούδα (Υποδιοίκησις
Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 20.8.1927 (ΦΕΚ 179/30.8.1927) [Χουλιαράκης 1975,
289].
Ισενλή (Μερσινούδα), γραφείου Θεσσαλονίκης, 11 προσφυγικές
οικογένειες – 52 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 37].
Ισενλή (Μερσινούδα), πρόσφυγες: 37 οικογένειες Μικρασιατών
(156 άτομα). Ο νέος προσφυγικός οικισμός διαλύθηκε το 1927, όταν οι κάτοικοί
του εγκατέλειψαν το μέρος και μετοίκησαν στην Νέα Μαινεμένη και το Τριάδι
[Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 7, 361-362].
Μερσινούδα, κοινότητος Χορτιάτη.
Πραγματικός πληθυσμός 42 (22 άρρενες και 20 θήλεις), εκ των οποίων 42 ήταν
πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (22 άρρενες
και 20 θήλεις). Και οι 42 ήταν δημότες παρόντες στην κοινότητα [Απογραφή 1928,
237].
Μερσινούδα (Ισινλή), Χορτιάτου [Διοικητικά 1935, 139].
Исинли: Ήταν ένας τούρκικος οικισμός. Το
1924 οι μουσουλμάνοι κάτοικοί του έφυγαν στην Τουρκία και στη θέση τους ήρθαν
πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Το χωριό ερήμωσε το 1927 [Симовски, 322].
Καβακλή Γκόρνο / Kavakli Gorno / Кавакли Горно. Μετονομάστηκε σε Άγιος Αθανάσιος. Το 1912 ήταν ένα τσιφλίκι στο οποίο
ζούσαν 80 μακεδονόφωνοι πατριαρχικοί χριστιανοί και 30 μουσουλμάνοι Τσιγγάνοι.
Μετά τους βαλκανικούς πολέμους, εγκατέλειψαν τον οικισμό πρώτα οι χριστιανοί
κάτοικοι και τους ακολούθησαν οι μουσουλμάνοι μέχρι το 1924. Το ελληνικό κράτος
εγκατέστησε στα σπίτια τους ελληνόφωνους πρόσφυγες από διάφορα χωριά της Μικράς
Ασίας και της Θράκης. Το 1928 κατοικούσαν εδώ περίπου 2.100 άτομα.
Πηγές:
Kavakli (Levkes) [Αυστριακός Χάρτης,
φ. Vodena].
Καβακλή, καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].
Kavaklu: Το 1771 ο οικισμός ήταν τσιφλίκι και οι κάτοικοί του
χριστιανοί. Το 1862 ήταν τσιφλίκι με 8 χριστιανικά σπίτια [Δημητριάδης,
417, 437].
Горно Каваклиово, Солунска Каза / Вардарѝя, 115
χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 141].
Gorno
Kavaklievo, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 144 πατριαρχικοί Βούλγαροι. Υπήρχε ένα
ελληνικό σχολείο με ένα δάσκαλο και 12 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].
Έκθεση Σάρρου: «Λεύκες ή Άνω Καβακλί
(κρατεί το σλαυομακεδονικόν ιδίωμα), 19 Μαΐου 1906. Κτήμα έχον οικίας 16, ψυχάς
δε 76 (ων 40 άρρενες + 36 θήλεις) ελληνοφρονούσας. Το χωρίον ενοικιασθέν δι’
επταετίαν υπό του Σαούλ ηρίθμει προ τινων ετών τριπλασίους κατοίκους… Οι παραμείναντες
κάτοικοι του χωρίου εννοούσι πάντες την ελληνικήν» [Παπαδόπουλος, 141].
Άνω Καβακλί, τμήματος Βαρδάρ Οβασί: «75
ορθόδοξοι Έλληνες και 30 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910, 4].
Καβακλή Μπουλιά, καζά Θεσσαλονίκης,
τσιφλίκι 14.000 στρεμμάτων, με 20 οικοδομές, αξίας 670.500 γροσίων [Παλαμιώτης
1914, 79].
Άνω Καβακλή, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης,
31 κάτοικοι (20 άρρενες και 11 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Καβακλή, κοινότητος Μπουγαριόβου, βασιλικό
διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Горно Каваклијево, Солунска област -
Источно од доњег Вардара, 3
σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић, 32].
Καβακλή, κοινότητος Μπουγαριόβου, κάτοικοι 166
(102 άρρενες, 64 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].
Μετονομασία: «Η κοινότης Καβακλή
μετονομάζεται εις κοινότητα Αγίου Αθανασίου και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός
Καβακλή εις Άγιος Αθανάσιος (Επαρχία Θεσσαλονίκης)», διάταγμα
12.3.1928 (ΦΕΚ 81/14.5.1927) [Χουλιαράκης 1975, 317].
Καβακλή (Άγιος Αθανάσιος), γραφείου Θεσσαλονίκης, 467 προσφυγικές
οικογένειες – 1.952 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 5].
Καβακλή (Άγιος Αθανάσιος), πρόσφυγες: 455 οικογένειες Θρακών και 80
οικογένειες Μικρασιατών. Από τις ελληνόφωνες θρακιώτικες οικογένειες 130 είχαν
έρθει από Μπουγιούκ Γκερδελή, 195 από Μεσινή, 60 από
Σκόπελο, 30 από Σαφρά, 20 από Πέτρα και 20
από Κερμέν. Οι μικρασιατικές οικογένειες και οι 80 ήταν ελληνόφωνες
από Τσομπανισιά. Το Καβακλή ήταν, πριν την εγκατάσταση των
προσφύγων, τσιφλίκι του Εβραίου Μαλλάχ. Εδώ ζούσαν 10 οικογένειες
μουσουλμάνων Γύφτων. [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 6, 225-247].
Άγιος Αθανάσιος, κοινότητος Αγίου Αθανασίου.
Πραγματικός πληθυσμός 2.158 (1.084 άρρενες και 1.074 θήλεις), εκ των οποίων
2.069 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (1.022
άρρενες και 1.047 θήλεις). Υπήρχαν 2.064 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 92
δημότες άλλων δήμων και 2 αλλοδαποί [Απογραφή 1928, 233].
Άγιος Αθανάσιος (Καβακλή), Αγίου Αθανασίου
(Καβακλή) [Διοικητικά 1935,
134].
Άγιος Αθανάσιος, κοινότητος Αγίου Αθανασίου.
Πραγματικός πληθυσμός 2.865 κάτοικοι (1.406 άρρενες και 1.459 θήλεις) [Απογραφή
1940, 163].
Кавакли (Горно Кавакли): Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν
ένας μακεδονικός οικισμός. Το 1924 έγινε ένας οικισμός προσφύγων από την Ανατολική
Θράκη και τη Μικρά Ασία [Симовски, 323].
Άγιος
Αθανάσιος (Καβακλή):
Οικισμός του δήμου Αγίου Αθανασίου, του νομού Θεσσαλονίκης.
Έως το 1977 ήταν οικισμός του δήμου Θεσσαλονίκης, της
επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 30. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 2.851, 1961: 3.183, 1971: 3.372, 1981: 3.972, 1991: 5.400
[Σταματελάτου, 43].
Καβακλή Ντόλνο / Kavakli Dolno / Кавакли Долно. Επίσημη απογραφική ονομασία Κάτω Καβακλή. Έρημο από το μεσοπόλεμο. Βρισκόταν
νοτιοανατολικά του Γκόρνο Καβακλή. Ήταν ένα τσιφλίκι, στο οποίο
ζούσαν και δούλευαν 70 περίπου μακεδονόφωνοι πατριαρχικοί χριστιανοί. Οι
κάτοικοί του εγκατέλειψαν τον οικισμό, πριν την απογραφή του 1928.
Πηγές:
Köpek Kavaklisi [Αυστριακός Χάρτης,
φ. Vodena].
Κάτω Καβακλή (χριστιανικό), καζάς
Θεσσαλονίκης [Χάρτης
Κοντογόνη, φ. Βοδενά].
Κάτω Καβακλί: «Τσιφλίκιον πεδινόν έχον 7
οικογενείας χριστιανικάς εκκλησιαζομένας εις Βαλμάδαν, ης κείται Α ¼
ώρας» [Σχινάς 1886, 202].
Долно Каваклиово, Солунска Каза / Вардарѝя, 85 χριστιανοί
Βούλγαροι [Кънчов 1900, 141].
Dolno
Kavaklievo, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 80 πατριαρχικοί
Βούλγαροι [Brancoff 1905, 218-219]. Έκθεση Σάρρου: «Κάτω Καβακλί ή Κιοπέκ Καβακλισί
(κρατεί η σλαβομακεδονική διάλεκτος), 24 Μαΐου 1906. Τσιφλίκι μετά 6
οικογενειών σλαυοφώνων ελληνοφρονουσών εκκλησιαζομένων εις Τεκελί»
[Παπαδόπουλος, 122].
Κάτω Καβακλί, τμήματος Βαρδάρ Οβασί: «27
ορθόδοξοι Έλληνες υποκείμενοι εις την Βουλγαρικήν τρομοκρατίαν από του 1907»
[Χαλκιόπουλος 1910, 4].
Κάτω Καβακλή, κοινότητος Τεκελή, βασιλικό
διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Κάτω Καβακλή, κοινότητος Τεκελή, κάτοικοι
71 (37 άρρενες, 34 θήλεις) [Απογραφή 1920, 116].
Καβακλή Ζιρ, καζά Θεσσαλονίκης,
τσιφλίκι 18.905 στρεμμάτων, με 10 οικοδομές, αξίας 403.500 γροσίων [Παλαμιώτης
1914, 79].
Кавакли
(Долно Кавакли):
Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ένα τσιφλίκι με μακεδόνες κατοίκους.
Στη συνέχεια ερήμωσε [Симовски, 317].
Καγιαλή ή Κάνγκαλιτς (Kajali, Kangalič / Кајали, Кангалич). Μετονομάστηκε
σε Βραχιά. Ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά
στην οποία κατοικούσαν 200 περίπου μακεδονόφωνοι χριστιανοί, διαιρεμένοι σε
εξαρχικούς και πατριαρχικούς. Υπήρχαν ακόμα 50 μουσουλμάνοι Τούρκοι (ή και
Τσιγγάνοι). Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι έφυγαν αναγκαστικά μέχρι το 1924 για την
Τουρκία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στον οικισμό οκτώ οικογένειες
χριστιανών Τούρκων από δύο χωριά της Μικράς Ασίας και τρεις πατριαρχικές
οικογένειες από τη Θράκη. Το 1928 ζούσαν εδώ 240 περίπου άτομα, εκ των οποίων
μόνο το ένα δέκατο ήταν πρόσφυγες.
Πηγές:
Kajali (Kangelič) [Αυστριακός Χάρτης,
φ. Vodena].
Καϊλή (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].
Kayalu: τσιφλίκι 80 χριστιανικών σπιτιών το
1862 [Δημητριάδης, 438].
Καϊλί: «Τσιφλίκιον πεδινόν έχον 60 οικογενείας
χριστιανικάς, σχολείον και εκκλησίαν. Κείται 1 ώραν Δ του χωρίου Βαλμάδα και ¾
της ώρας του ποταμού Αξιού» [Σχινάς 1886, 202].
Кънгличъ, Солунска Каза / Вардарѝя, 240
χριστιανοί Βούλγαροι και 60 Τσιγγάνοι [Кънчов 1900, 142].
Kangalitch, kaza de Salonique.
Χριστιανικός πληθυσμός: 480 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905,
218-219].
Έκθεση Σάρρου: «Καϊλί (κρατεί το σλαυομακεδονικόν
ιδίωμα), 21 Δεκεμβρίου, 11 Ιουνίου 1906. Κτήμα τουρκικόν έχον οικίας 40,
οικογενείας δε 45 και κατοίκους (άρρενας 145 + 100 θήλεις) εν όλω 245
ελληνοφρονούντας. Μαθηταί εγγραφέντες 28 ων 2 κοράσια. Οι κάτοικοι του χωρίου
φαίνονται διστακτικοί και απρόθυμοι. Υποκύψαντες ως γνωστόν εις το βουλγαρικόν
κομιτάτον επανήλθον πέρυσιν εις τα πάτρια. Η εκκλησία και το παρακείμενον αυτή
μικρόν διδακτήριον τον χειμώνα περικλύζονται υπό των υδάτων του Αξιού
καθισταμένης ούτως αδυνάτου της εις αυτά μεταβάσεως άνευ λέμβου»
[Παπαδόπουλος, 138].
Καϊλί, περιοχή Ρουμλουκίου: «220 ορθόδοξοι
Έλληνες και 20 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910, 2].
Καγιαλή, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 271 κάτοικοι
(151 άρρενες και 120 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Καγιαλή, κοινότητος Βαλμάδας, βασιλικό διάταγμα
28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134]. Кангалић,
Солунска област - Западно од доњег Вардара, 25 σπίτια χριστιανών Σλάβων και
10 μουσουλμάνων Τούρκων [Милојевић, 29].
Καγιαλή, κοινότητος Βαλμάδος, κάτοικοι 217 (115
άρρενες, 102 θήλεις) [Απογραφή 1920, 113].
Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Καγιαλή της
κοινότητος Βαλμάδας, μετονομάζεται εις Βραχιά (Επαρχία Θεσσαλονίκης)»,
διάταγμα 19.7.1928 (ΦΕΚ 156/8.8.1928) [Χουλιαράκης 1975, 333].
Καγιαλή (Βραχιά), γραφείου Θεσσαλονίκης, 11 προσφυγικές
οικογένειες – 32 άτομα, μικτός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 12].
Καγιαλή (Βραχιά), πρόσφυγες: 8 οικογένειες Μικρασιατών και
3 Θρακών. Από τις μικρασιατικές οικογένειες 5 ήταν τουρκόφωνες από Ανταβάλ (Αντάβαλη)
και 3 τουρκόφωνες από Ουργκιούπ (Προκόπιον)
[Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 6, 28, 219-220].
Βραχιά, κοινότητος Βαλμάδος. Πραγματικός
πληθυσμός 242 (127 άρρενες και 115 θήλεις), εκ των οποίων 21 ήταν πρόσφυγες
ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (11 άρρενες και 10
θήλεις). Και οι 242 ήταν δημότες παρόντες στην κοινότητα [Απογραφή 1928, 234].
Βραχιά (Καγιαλή), Βαλμάδος [Διοικητικά 1935, 135].
Βραχιά, κοινότητος Αδένδρου. Πραγματικός
πληθυσμός 469 κάτοικοι (249 άρρενες και 220 θήλεις) [Απογραφή 1940, 163].
Кангалиќ (Кајали): Πριν то 1924 ήταν ένας μακεδονικός
οικισμός. Τότε εγκαταστάθηκαν στο χωριό και πρόσφυγες από την Βουλγαρία και την
Τουρκία [Симовски, 324].
Βραχιά
(Καγιαλή): Οικισμός του
δήμου Αξιού, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν
οικισμός της κοινότητας Βραχιάς, της επαρχίας Θεσσαλονίκης.
Υψόμετρο 9. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 633, 1961: 638, 1971: 598, 1981: 625, 1991: 638
[Σταματελάτου, 146].
Καγιάτσαλη / Kajačali / Кајачали. Μετονομάστηκε
σε Τριάδι. και στη συνέχεια σε Τριάδιον. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ένας οικισμός με
100 περίπου μουσουλμάνους Τούρκους. Μέχρι το 1924 οι τελευταίοι υποχρεώθηκαν να
μεταναστεύσουν στην Τουρκία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στα σπίτια τους
χριστιανούς πρόσφυγες από τη Θράκη και τον Πόντο. Από αυτούς, άλλοι μίλαγαν
Ελληνικά (το θρακικό ιδίωμα ή την ποντιακή διάλεκτο) και άλλοι Αλβανικά (εννέα
οικογένειες). Το 1928 το χωριό αριθμούσε γύρω στα 250 άτομα.
Πηγές:
Kajačali [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].
Καγιατζάλ, καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].
Коранъ Махале & Кая Чали & Съгърли, Солунска
Каза / Гелимерска Нахия, 106 Τούρκοι [Кънчов 1900, 142].
Καγιά Τσαλή, κοινότητος Καπουτζήδων,
βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Кајачали, Солунска област - Источно од доњег Вардара,
10 σπίτια μουσουλμάνων Τούρκων [Милојевић, 36].
Καγιά Τσαλή, κοινότητος Καπουτζήδων,
κάτοικοι 77 (41 άρρενες, 36 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].
Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Καγιά Τσαλή
της κοινότητος Θέρμης (πρώην Σέδες), μετονομάζεται εις Τριάδι (Υποδιοίκησις
Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 20.8.1927 (ΦΕΚ 179/30.8.1927) [Χουλιαράκης 1975,
289].
Κραν Καγιά Τσαλή (Τριάδι), γραφείου
Θεσσαλονίκης, 69
προσφυγικές οικογένειες – 234 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928,
59].
Κραν-Καγιά-Τσαλί (Τριάδι), πρόσφυγες: 39 οικογένειες Θρακών (161
άτομα) και 34 οικογένειες Ποντίων (106 άτομα). Η μεγαλύτερη ομάδα των
Θρακιωτών, ήταν 15 ελληνόφωνες οικογένειες καταγόμενες από τους Άγιους
Πάντες (Άη Πα) της Κωνσταντινούπολης. Υπήρχαν επίσης 9
αλβανόφωνες οικογένειες από την Μανδρίτσα. Από τους εκ Πόντου
προερχόμενους, υπήρχαν 15 οικογένειες που μιλούσαν την ποντιακή διάλεκτο και
ήταν από το Καγιά Ταπί (Κονάχιανη ή Γονάχιανη)
[Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 7, 295, 372-375].
Τριάδι, κοινότητος Θέρμης. Πραγματικός πληθυσμός
259 (123 άρρενες και 136 θήλεις), εκ των οποίων 19 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά
τη μικρασιατική καταστροφή (7 άρρενες και 12 θήλεις). Υπήρχαν
235 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 24 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928,
235].
Τριάδι (Καγιάτζαλι), Θέρμης [Διοικητικά 1935, 136].
Τριάδιον, κοινότητος Θέρμης. Πραγματικός πληθυσμός
355 κάτοικοι (187 άρρενες και 168 θήλεις) [Απογραφή 1940, 164].
Кајачали: Πριν то 1924 ήταν ένας τουρκικός οικισμός.
Τότε οι κάτοικοί του έφυγαν για την Τουρκία και στη θέση τους ήρθαν πρόσφυγες
από την Ανατολική Θράκη και τον Πόντο [Симовски, 323].
Τριάδιον
(έως το 1928 Καγιάτζαλι, έως το 1940 Τριάδι): Οικισμός του δήμου Θέρμης, του
νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός του δήμου Θέρμης,
της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 140. Πληθυσμός μεταπολεμικών
απογραφών --> 1951: 481, 1961: 431, 1971: 466, 1981: 517, 1991:
842 [Σταματελάτου, 745].
Κάλιανη / Kaljani / Калјани. Μετονομάστηκε σε Άλωρον και στη συνέχεια σε Άλωρος. Ήταν ιδιοκτησία ενός μουσουλμάνου τσιφλικά. Πριν
τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 100 χριστιανοί Έλληνες και 50
μουσουλμάνοι Τσιγγάνοι. Το 1928 είχαν απομείνει στο χωριό γύρω στους 80
Έλληνες. Ο οικισμός ερήμωσε πριν την απογραφή του 1981.
Πηγές:
Kaljani [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].
Κάλιανη (χριστιανικό), καζάς
Θεσσαλονίκης [Χάρτης
Κοντογόνη, φ. Βοδενά].
Kalyan: τσιφλίκι 28 χριστιανικών σπιτιών το
1862 [Δημητριάδης, 438].
Κάλιανη (Κάιλεν): «Τσιφλίκιον πεδινόν κείμενον ½ ώραν
ΒΔ της επί του ποταμού Λουδίου περαταριάς, του χωρίου Γεντσίδα, έχον 50
οικογενείας χριστιανικάς» [Σχινάς 1886, 202].
Каляни, Солунска Каза / Урумлъкъ, 107
χριστιανοί Έλληνες και 48 Τσιγγάνοι [Кънчов 1900, 142].
Kaliani, kaza de Salonique.
Χριστιανικός πληθυσμός: 100 Έλληνες [Brancoff 1905, 218-219].
Έκθεση Σάρρου: «Κάλιανη, 29 Μαΐου 1906.
Τουρκικόν κτήμα. Δεν διαμένουσι πλέον ημέτεραι οικογένειαι αντικαταστάσαι διά
Τουρκαθιγγάνων» [Παπαδόπουλος, 133].
Κάλιανι, περιοχή Ρουμλουκίου: «75 ορθόδοξοι
Έλληνες και 25 Τουρκαθίγγανοι» [Χαλκιόπουλος 1910, 2].
Καλιά, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 12.800
στρεμμάτων, με 65 οικοδομές, αξίας 490.000 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 79].
Κάλιανη, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 102 κάτοικοι
(53 άρρενες και 49 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Κάλιανη, κοινότητος Κορυφής, βασιλικό διάταγμα
28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Κάλιανη, κοινότητος Κορυφής, κάτοικοι 51 (22
άρρενες, 29 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].
Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Κάλιανη υπαγόμενος
εις την κοινότητα Κορυφής εις Άλωρον (νομός Θεσσαλονίκης)», διάταγμα
9.2.1926 (ΦΕΚ 55/15.2.1926) [Χουλιαράκης 1975, 237].
Άλωρος, κοινότητος Κορυφής. Πραγματικός
πληθυσμός 76 (32 άρρενες και 44 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας (που να
ήλθε μετά τη μικρασιατική καταστροφή). Υπήρχαν 45 δημότες παρόντες στην
κοινότητα και 31 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 235].
Άλωρος (Κάλιανη), Κορυφής [Διοικητικά 1935, 136].
Άλωρος, κοινότητος Κορυφής. Πραγματικός
πληθυσμός 109 κάτοικοι (63 άρρενες και 46 θήλεις) [Απογραφή 1940, 165].
Калјани: Ήταν τσιφλίκι Ελλήνων και Τσιγγάνων [Симовски,
дел. 1, 12].
Άλωρος
(Κάλιανη): Οικισμός της
κοινότητας Κλειδίου, της επαρχίας Ημαθίας. Υψόμετρο 9.
Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 104, 1961: 82, 1971: 37 [Σταματελάτου, 63].
Καλύβια / Kalivja / Каливја. Στις ελληνικές πηγές τον βρίσκουμε ως Καλύβια Κλειδίου. Μικρός οικισμός ελληνόφωνων χριστιανών.
Βρισκόταν νοτιοδυτικά από το Κλειδί και νοτιοανατολικά από
το Τσινάρ Φούρνος. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ 85
άτομα. Στη συνέχεια δεν αναφέρεται στις απογραφές. Ίσως ο πληθυσμός του
συνυπολογιζόταν με αυτόν του χωριού Κλειδί.
Πηγές:
Kalivia [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].
Έκθεση Σάρρου: «Καλύβια Κλειδίου
(ελληνόφωνοι), 29 Μαΐου 1906. Έχει οικίας ελληνικάς 11, κατοίκους δε 85.
Εκκλησιάζονται και στέλλουσι τα τέκνα των εις Κλειδί» [Παπαδόπουλος, 133].
Καλύβαι
Κλειδίου, περιοχή Ρουμλουκίου:
«85 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 2].
Καμάρα / Kamara / Камара. Βρισκόταν βορειοδυτικά του χωριού Ντρεμίγκλαβα
(Δρυμός). Ήταν ένας τσιφλίκι το οποίο είχε πριν τους βαλκανικούς
πολέμους 50 περίπου κατοίκους. Το 1928 ζούσαν εδώ γύρω στα 80 άτομα, τα
περισσότερα ετεροδημότες. Οι αντιφατικές πληροφορίες των πηγών δεν επιτρέπουν
την εξαγωγή συμπερασμάτων για τη σύνθεση του πληθυσμού κατά θρησκεία και
γλώσσα. Ο οικισμός ερήμωσε μεταπολεμικά.
Πηγές:
Kamara [Αυστριακός
Χάρτης, φ. Saloniki].
Kamara, kaza de Salonique.
Χριστιανικός πληθυσμός: 88 πατριαρχικοί Βούλγαροι και 5 Έλληνες
[Brancoff 1905, 218-219].
Καμάρα, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 11.245
στρεμμάτων, με 14 οικοδομές, αξίας 122.500 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 79].
Καμάρα, κοινότητος Δρυμιγκλάβων, βασιλικό
διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Καμάρα, κοινότητος Δρυμιγκλάβων, κάτοικοι 49 (27
άρρενες, 22 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].
Камара, Солунска област - Источно од доњег
Вардара, 3 σπίτια μουσουλμάνων
Τούρκων [Милојевић, 35].
Καμάρα, κοινότητος Δρυμού. Πραγματικός πληθυσμός
76 (47 άρρενες και 29 θήλεις), εκ των οποίων 4 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά
τη μικρασιατική καταστροφή (άρρενες). Υπήρχαν 27 δημότες
παρόντες στην κοινότητα και 49 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 234].
Καμάρα, Δρυμού (Σιδηροκεφάλου,
Δρυμιγκλάβων) [Διοικητικά
1935, 136].
Καμάρα, κοινότητος Δρυμού. Πραγματικός πληθυσμός
7 κάτοικοι (6 άρρενες) [Απογραφή 1940, 164].
Камара: Μικρός μακεδονικός οικισμός που
ερήμωσε [Симовски, 324].
Καπουτζιλάρ ή Καπουτζίδες (Kapudžilar, Kapudžidhes / Капуџилар, Капуџидес). Μετονομάστηκε
σε Στρέφα και στη συνέχεια σε Πυλαία. Πρόκειται για ένα μεγάλο οικισμό γηγενών χριστιανών
Ελλήνων. Το 1912 και το 1928 ζούσαν εδώ αντίστοιχα περίπου 2.200 και 3.000
άτομα.
Πηγές:
Kapudžilar (Kapuazizes) [Αυστριακός
Χάρτης, φ. Saloniki].
Καπουτζήδες (χριστιανικό), καζάς
Θεσσαλονίκης [Χάρτης
Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].
Kapucılar: Το 1771 ήταν ένα χριστιανικό χωριό. Το
1862 ήταν ένα χωριό με 111 χριστιανικά σπίτια και ένα μουσουλμανικό [Δημητριάδης,
426, 451].
Καπουτζίδες: «έχον οικίας 150 και ευρύχωρον
μεταξουργείον και τρεις πύργους στερεούς, στερούμενον όμως αφθόνου
ύδατος»[Σχινάς 1886, 186].
Капуджиларъ, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 1.200
χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900, 142].
Kapoudjiler, kaza de Salonique.
Χριστιανικός πληθυσμός: 1.000 Έλληνες. Υπήρχαν δύο ελληνικά σχολεία με
δύο δασκάλους και 104 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].
Έκθεση Σάρρου: «Καπουτζήδες (λαλείται
μόνον η ελληνική γλώσσα), 2 Ιουνίου 1906. Κατά την περυσινήν στατιστικήν του
μουχτάρη οικίαι 320. Ψυχαί εν όλω 1.510 (ων 768 άρρενες και 742 θήλεις. Μαθηταί
εγγραφέντες εν όλω 198 (ων 135 νηπιαγωγείου). Διδάσκαλοι 2. Πάσαι αι
οικογένειαι είναι ελληνόφωνοι πλην 2 εκ σλαυοφώνων μερών προερχομένων. Το
χωρίον τούτο εις τα πρόθυρα της Θεσσαλονίκης, αν και οιονεί πυλωρός αυτής, ως
δηλοί και το τουρκικόν όνομά του, από τσιφλίκιον κατέστη βαθμηδόν κεφαλοχώριον
όλον. Και υλικώς μεν ευπορεί, των κατοίκων ασχολουμένων εις την κτηνοτροφίαν,
ιδία των χοίρων, και την καλλιέργειαν των αμπελώνων και αγρών, ων πολλοί
εκποιούνται νυν υπ’ αυτών, ιδία οι περιλαμβανόμενοι εις το σχέδιον και την
περιοχήν της Θεσσαλονίκης. Υπό πνευματικήν όλως έποψιν διατελεί εν οικτρά
καταστάσει, οφειλομένη το μεν εις την αβελτηρίαν και αδιαφορίαν αυτών των
κατοίκων, το δε εις την έλλειψιν προσηκούσης μερίμνης εκ μέρους της Μητροπόλεως
Θεσσαλονίκης» [Παπαδόπουλος, 125-126].
Καπουτσήδες, τμήματος Καλαμαριάς: «1.510
ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 5].
Καπουτζήδες, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης,
2.330 κάτοικοι (1.195 άρρενες και 1.135 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Καπουτζήδες, κοινότητος Καπουτζήδων,
βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Капудžилар, Солунска област - Источно од
доњег Вардара,
500 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић, 36].
Καπουτζήδες, κοινότητος Καπουτζήδων,
κάτοικοι 2.658 (1.364 άρρενες, 2.658 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].
Μετονομασία: «Η κοινότης Καπουτζήδων
της υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης εις κοινότητα Στρέφας και ο ομώνυμος αυτή
συνοικισμός Καπουτζήδες εις Στρέφα (νομός Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 9.2.1926
(ΦΕΚ 55/15.2.1926) [Χουλιαράκης 1975, 237].
Μετονομασία: «Η κοινότης Καπουτζήδων,
μετονομασθείσα ήδη εις κοινότητα Στρέψας, μετονομάζεται αύθις εις κοινότητα
Πυλαίας και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Καπουτζήδες εις Πυλαία (Επαρχία
Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 12.3.1928 (ΦΕΚ 81/14.5.1927) [Χουλιαράκης 1975,
317].
Πυλαία, κοινότητος Πυλαίας. Πραγματικός
πληθυσμός 3.039 (1.553 άρρενες και 1.486 θήλεις), εκ των οποίων 76 ήταν
πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (37 άρρενες
και 39 θήλεις). Υπήρχαν 2.915 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 116 δημότες
άλλων δήμων και 8 αλλοδαποί [Απογραφή 1928, 236].
Πυλαία (Στρέφα, Καπουτζήδες), Πυλαίας
(Στρέφας, Καπουτζήδων) [Διοικητικά
1935, 138].
Πυλαία, κοινότητος Πυλαίας. Πραγματικός
πληθυσμός 3.972 κάτοικοι (2.025 άρρενες και 1.974 θήλεις) [Απογραφή 1940, 166].
Капуџилар (Капуџидес) [Симовски, 324].
Πυλαία
(έως το 1928 Στρέφα και Καπουτζήδες):
Οικισμός του δήμου Πυλαίας, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως
το 1977 ήταν οικισμός του δήμου Πυλαίας, της επαρχίας Θεσσαλονίκης.
Υψόμετρο 90. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 4.640, 1961: 5.014, 1971: 6.900, 1981: 12.015, 1991: 20.785
[Σταματελάτου, 653].
Καρά Χουσεΐν / Kara Husein / Кара Хусеин. Μετονομάστηκε σε Πολίχνη. Μέχρι το 1912 ήταν ένα τσιφλίκι με πληθυσμό 80
περίπου άτομα. Οι κάτοικοί του μιλούσαν μακεδονικά και ήταν χριστιανοί
προσκείμενοι στο πατριαρχείο. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους οι τελευταίοι
εγκατέλειψαν τον οικισμό. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ χριστιανούς
πρόσφυγες από διάφορα χωριά του Καυκάσου. Από αυτούς, άλλοι μιλούσαν την
ποντιακή διάλεκτο και άλλοι τουρκικά. Το 1928 το προσφυγικό χωριό αριθμούσε 450
περίπου άτομα.
Πηγές:
Karaissi [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].
Καραϊσίν, καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].
Kara Hüşeyin: Το 1771 ο οικισμός ήταν τσιφλίκι και οι
κάτοικοί του χριστιανοί. Το 1862 ήταν τσιφλίκι με 7 χριστιανικά σπίτια
[Δημητριάδης, 417, 445]
Кара Усеинъ, Солунска Каза, 71
χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 141].
Kara Issin, kaza de
Salonique. Χριστιανικός
πληθυσμός: 88
πατριαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905, 218-219].
Καραχουσεΐν, επί του όρους Χορτιάτου: «14
ορθόδοξοι και 25 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910, 4].
Καρά Χουσεΐν, καζά Θεσσαλονίκης,
τσιφλίκι 10.193 στρεμμάτων, με 24 οικοδομές, αξίας 727.125 γροσίων [Παλαμιώτης
1914, 80].
Καρά Ισίν, δήμου Θεσσαλονίκης, κάτοικοι
858 (447 άρρενες, 411 θήλεις) [Απογραφή 1920, 113].
Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Καραϊσίν
της κοινότητος Σταθμού, μετονομάζεται εις Πολίχνη (Υποδιοίκησις
Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 20.8.1927 (ΦΕΚ 179/30.8.1927) [Χουλιαράκης 1975,
289].
Καραϊσίν (Πολύχνη), γραφείου
Θεσσαλονίκης, 153
προσφυγικές οικογένειες – 508 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928,
50].
Καρά Ισίν (Πολίχνη), πρόσφυγες: 139 οικογένειες Καυκασίων
(463 άτομα). Οι οικογένειες αυτές μιλούσαν άλλες την ποντιακή διάλεκτο και
άλλες τούρκικα. Αυτές που μιλούσαν ποντιακά προέρχονταν από την περιοχή Καρς:
25 από Καρά Κιλισέ, 8 από Βεζίνκιοϊ, 3 από Τσιλαχανά,
10 από Τσατάχ, 4 από Αλή Σοφή, 2 από Τεκνελή,
4 από Σουμπατάν, 10 από Αρδαχάν και 10 από Καρς.
Οι τουρκόφωνες οικογένειες ήταν από την περιοχή Τσάλκας: 3
από Ποστ, 3 από Τσισγαρός, 5 από Ιβάνκοβα,
5 από Γεντί Κιλισέ και κάποιες από άλλα χωριά
[Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 5, 31-32].
Πολίχνη, κοινότητος Σταθμού. Πραγματικός
πληθυσμός 451 (223 άρρενες και 228 θήλεις), εκ των οποίων 13 ήταν πρόσφυγες
ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (5 άρρενες και 8
θήλεις). Υπήρχαν 271 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 180 δημότες άλλων
δήμων [Απογραφή 1928, 236].
Πολίχνη (Καραϊσίν), Σταυρουπόλεως
(Λεμπέτ) [Διοικητικά
1935, 138].
Πολίχνη, κοινότητος Πολίχνης. Πραγματικός
πληθυσμός 708 κάτοικοι (347 άρρενες και 361 θήλεις) [Απογραφή 1940, 166].
Кара Исин: Μικρός μακεδονικός οικισμός που
ερήμωσε [Симовски, 325].
Πολίχνη
(Καραϊσίν): Οικισμός του
δήμου Πολίχνης, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977
ήταν οικισμός του δήμου Πολίχνης, της επαρχίας Θεσσαλονίκης.
Υψόμετρο 90. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 2.105, 1961: 5.752, 1971: 19.382, 1981: 22.597, 1991: 27.894
[Σταματελάτου, 634].
Καραμπουρούν Μπουγιούκ / Karaburun Bujuk / Карабурун Бујук. Μετονομάστηκε σε Αγγελοχώρι και στη συνέχεια σε Αγγελοχώριον. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν
τσιφλίκι του Χασάν Μπέη, στο οποίο ζούσαν και δούλευαν 100 περίπου χριστιανοί
Έλληνες. Στα τέλη του 1922 εγκαταστάθηκαν εδώ ελληνόφωνοι χριστιανοί πρόσφυγες,
κυρίως από το Αγγελοχώρι της Θράκης. Ο οικισμός χαρακτηρίστηκε
από την επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων ως καθαρά προσφυγικός οικισμός. Το
1928 ο πληθυσμός του ήταν γύρω στα 330 άτομα.
Πηγές:
Karaburun Mega [Αυστριακός
Χάρτης, φ. Athos].
Kara Burun Sağır και Kebir: τσιφλίκια με 21 χριστιανικά σπίτια
το 1862 [Δημητριάδης, 450].
Буюкъ Кара Бурунъ, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 150
χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900, 142].
Kara Bouroun, kaza de
Salonique. Χριστιανικός
πληθυσμός: 100
Έλληνες. Ένα ελληνικό σχολείο με ένα δάσκαλο και 40 μαθητές [Brancoff 1905,
218-219].
Έκθεση Σάρρου: «Καραμπουρούν Μέγα και
Μικρόν ή Άνω και Κάτω (λαλείται μόνον η ελληνική γλώσσα), 20 Μαΐου 1906.
Αμφότερα τα εν λόγω χωρία είναι κτήματα Χασάν βέη, απέχουσι δ’ αλλήλων 20’ της
ώρας και κείνται παρά το ομώνυμον ακρωτήριον Αιναίον το πάλαι), εν ω και τα
οχυρώματα. Έχουσι δε τα χωρία ταύτα νυν ανά 22 οικίας, ήτοι εν όλω 44
ελληνοφώνους. Η εκκλησία και το σχολείον ίδρυνται εν τω Μεγάλω Καραμπουρούν, ο
διδάσκαλος όμως κατά μήνα εναλλάξ μεταφέρει τους μαθητάς του και εις το μικρόν,
ένθα παρέχεται αυτώ κελλίον τι ως διδακτήριον. Ενεγράφησαν δε κατά το έτος
τούτο 28 μαθηταί (ουδεμία μαθήτρια… Το παρά την Θεσσαλονίκην οχύρωμα Μικρόν
Καραμπουρούν ή Καραμπουρνάκι, κακώς συγχέεται προς το χωρίον)»
[Παπαδόπουλος, 128].
Καρα Μπουρνού Μέγα, τμήματος Καλαμαριάς: «167
ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 6].
Καραμπουρνού Μπεγόκα, καζά Θεσσαλονίκης,
τσιφλίκι 12.437 στρεμμάτων, με 34 οικοδομές, αξίας 595.125 γροσίων [Παλαμιώτης
1914, 79].
Καραμπουρνού Άνω, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης,
77 κάτοικοι (40 άρρενες και 37 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Καραμπουρνού Μέγα, κοινότητος Επανωμής,
κάτοικοι 19 (12 άρρενες, 7 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].
Καραμπουρνού Άνω, κοινότητος Επανωμής,
βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Καραμπουρνού Άνω, κοινότητος Επανωμής,
κάτοικοι 18 (10 άρρενες, 8 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].
Αγγελοχώρι, γραφείου Θεσσαλονίκης, 72 προσφυγικές
οικογένειες – 271 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 5].
Αγγελοχώριον, πρόσφυγες: 75 οικογένειες Θρακών (259
άτομα) και 5 οικογένειες Μικρασιατών (16 άτομα). Οι θρακιώτικες οικογένειες
ήταν ελληνόφωνες από το χωριό Αγγελοχώρι [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος,
8, 454-455].
Αγγελοχώρι, κοινότητος Νέας Μηχανιώνας.
Πραγματικός πληθυσμός 333 (168 άρρενες και 165 θήλεις), εκ των οποίων 288 ήταν
πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (142
άρρενες και 146 θήλεις). Υπήρχαν 318 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 15
δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 236].
Αγγελοχώρι, Νέας Μηχανιώνας [Διοικητικά 1935, 137].
Αγγελοχώρι, Νέας Μηχανιώνας [Διοικητικά 1935, 137].
Αγγελοχώριον, κοινότητος Νέας Μηχανιώνας.
Πραγματικός πληθυσμός 484 κάτοικοι (230 άρρενες και 254 θήλεις) [Απογραφή 1940,
165].
Големо Карабурну (Αγγελοχώριον): Ήταν
μικρό τσιφλίκι κατοικούμενο από Έλληνες. Μετά το 1922 εγκαταστάθηκαν εδώ
πρόσφυγες [Симовски, 314].
Αγγελοχώρι: Οικισμός του δήμου Νέας
Μηχανιώνας, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός
της κοινότητας Αγγελοχωρίου, της επαρχίας Θεσσαλονίκης.
Υψόμετρο 30. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 536, 1961: 532, 1971: 487, 1981: 557, 1991: 1.087
[Σταματελάτου, 3].
Καραμπουρούν Κιουτσούκ / Karaburun Kjučuk / Карабурун Кјучук. Μετονομάστηκε σε Κερασιά, στη συνέχεια σε Έμβολον και τελικά και Νέα Κερασιά. Το 1912 ήταν τσιφλίκι του Χασάν Μπέη με
100 χριστιανούς Έλληνες. Στα τέλη του 1922 εγκαταστάθηκαν εδώ ελληνόφωνοι
χριστιανοί πρόσφυγες από την Κερασιά της Θράκης. Το 1928 ο
πληθυσμός του χωριού ήταν περίπου 260 άτομα, εκ των οποίων τα 9/10 ήταν
πρόσφυγες.
Πηγές:
Karaburun Mikra [Αυστριακός
Χάρτης, φ. Athos].
Kara Burun Sağır και Kebir: τσιφλίκια με 21 χριστιανικά σπίτια
το 1862 [Δημητριάδης, 450].
Кючукъ Кара Бурунъ, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 200
χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900, 142].
Dolno Kara
Bournou, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 125 Έλληνες [Brancoff 1905,
218-219]
Έκθεση Σάρρου: «Καραμπουρούν Μέγα και
Μικρόν ή Άνω και Κάτω (λαλείται μόνον η ελληνική γλώσσα), 20 Μαΐου 1906.
Αμφότερα τα εν λόγω χωρία είναι κτήματα Χασάν βέη, απέχουσι δ’ αλλήλων 20’ της
ώρας και κείνται παρά το ομώνυμον ακρωτήριον Αιναίον το πάλαι), εν ω και τα
οχυρώματα. Έχουσι δε τα χωρία ταύτα νυν ανά 22 οικίας, ήτοι εν όλω 44
ελληνοφώνους. Η εκκλησία και το σχολείον ίδρυνται εν τω Μεγάλω Καραμπουρούν, ο
διδάσκαλος όμως κατά μήνα εναλλάξ μεταφέρει τους μαθητάς του και εις το μικρόν,
ένθα παρέχεται αυτώ κελλίον τι ως διδακτήριον. Ενεγράφησαν δε κατά το έτος
τούτο 28 μαθηταί (ουδεμία μαθήτρια… Το παρά την Θεσσαλονίκην οχύρωμα Μικρόν
Καραμπουρούν ή Καραμπουρνάκι, κακώς συγχέεται προς το χωρίον)»
[Παπαδόπουλος, 128].
Καρα Μπουρνού Μικρόν, τμήματος Καλαμαριάς: «114
ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 6].
Καραμπουρνού Κάτω, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης,
87 κάτοικοι (44 άρρενες και 43 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Καραμπουρνού Κάτω, κοινότητος Επανωμής,
βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Καραμπουρνού Κάτω, κοινότητος Επανωμής, κάτοικοι
191 (111 άρρενες, 80 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].
Νέα Κερασέα, πρόσφυγες: 79 ελληνόφωνες οικογένειες
από την Κερασιά της Θράκης (εγκαταστάθηκαν εδώ στα τέλη του
1922) και 8 οικογένειες Μικρασιατών. Ήταν τσιφλίκι των μπέηδων αδελφών Χασάν,
Μεμέτ, Μουστά και του γαμπρού τους Σουλεϊμάν [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 8,
462-465].
Κερασιά, κοινότητος Νέας Μηχανιώνας. Πραγματικός
πληθυσμός 263 (122 άρρενες και 141 θήλεις), εκ των οποίων 228 ήταν πρόσφυγες
ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (106 άρρενες και 122
θήλεις). Υπήρχαν 258 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 5 δημότες άλλων δήμων
[Απογραφή 1928, 236].
Κερασιά, Νέας Μηχανιώνας [Διοικητικά 1935, 137].
Έμβολον (Κερασέα), κοινότητος Εμβόλου.
Πραγματικός πληθυσμός 402 κάτοικοι (197 άρρενες και 205 θήλεις) [Απογραφή 1940,
164].
Мало Карабурну (Νέα Κερασιά, Έμβολον): Ήταν
μικρό τσιφλίκι κατοικούμενο από Έλληνες. Μετά το 1923 εγκαταστάθηκαν εδώ
πρόσφυγες [Симовски, 331].
Νέα
Κερασιά (έως το 1940 Κερασιά, έως
το 1981 Έμβολο): Οικισμός του δήμου Μηχανιώνας, του
νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Νέας
Μηχανιώνας, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 20. Πληθυσμός
μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 417, 1961: 444, 1971: 416, 1981: 499, 1991:
713 [Σταματελάτου, 533].
Καράογλου / Karaoglu / Караоглу. Μετονομάστηκε σε Καστανάς, στη συνέχεια σε Καστανιά και τελικά ξανά και Καστανάς. Ήταν ένας μουσουλμανικός οικισμός 150 περίπου
μουσουλμάνων Τούρκων και 30-40 Τσιγγάνων (μάλλον χριστιανών εξαρχικών). Μετά
τους βαλκανικούς πολέμους και μέχρι το 1924, οι παλαιοί κάτοικοι, στο σύνολό
τους, εγκατέλειψαν το χωριό. Στα σπίτια τους, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε
χριστιανούς πρόσφυγες. Αρκετοί από αυτούς ήταν ομιλητές της ποντιακής διαλέκτου
και κατάγονταν από το Κεστενέ Μπουνάρ της Μικράς Ασίας.
Στο καθαρά προσφυγικό πλέον χωριό, κατοικούσαν το 1928 γύρω στα 300 άτομα.
Πηγές:
Karaoglu [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].
Καραογλού (μουσουλμανικό), καζάς
Θεσσαλονίκης [Χάρτης
Κοντογόνη, φ. Βοδενά].
Karaoğlu: τσιφλίκι 19 μουσουλμανικών σπιτιών το 1862
[Δημητριάδης, 437].
Кара Оглу (Караглово), Солунска Каза, 150
Τούρκοι και 60 Τσιγγάνοι [Кънчов 1900, 141].
Καρά Ολού, μεταξύ Εχεδώρου και Αξιού:
«75 Μουσουλμάνοι και 30 Βουλγαροαθίγγανοι» [Χαλκιόπουλος 1910, 5].
Καρά Ογλού Θεσσαλονίκης, εγκαταλειμμένο,
60 προσφυγικές οικογένειες (233 άτομα) [Πρόσφυγες 1915, 26, 36].
Καράογλου, κοινότητος Βερλάντζης,
βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Караоглово, Солунска област - Источно од
доњег Вардара,
40 σπίτια μουσουλμάνων Τούρκων. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους: 5 σπίτια
μουσουλμάνων Τούρκων και 65 σπίτια προσφύγων χριστιανών Ελλήνων [Милојевић,
32].
Καράογλου, κοινότητος Βερλάντζης,
κάτοικοι 92 (51 άρρενες, 41 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].
Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Καρά Ογλού
της κοινότητος Βυρλάντζης, μετονομάζεται εις Καστανάς (Υποδιοίκησις
Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 28.12.1926 (ΦΕΚ 7/14.1.1927) [Χουλιαράκης 1975,
270].
Καρά Ογλού (Καστανάς), γραφείου Αξιουπόλεως, 56
προσφυγικές οικογένειες – 225 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928,
5].
Τουλάχιστον 11 οικογένειες που μιλούσαν
ποντιακά κατάγονταν από το Κεστενέ Μπουνάρ της Μικράς Ασίας
[Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 389-390].
Καστανιά και Σιδ. Σταθμός, κοινότητος Αγιονερίου.
Πραγματικός πληθυσμός 313 (162 άρρενες και 151 θήλεις), εκ των οποίων 63 ήταν
πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (30 άρρενες
και 33 θήλεις). Υπήρχαν 248 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 63 δημότες άλλων
δήμων και 2 αλλοδαποί [Απογραφή 1928, 233].
Καστανιά και Σιδ. Σταθμός (Καρά Ογλού),
Προχώματος (Δογαντζή) [Διοικητικά
1935, 138].
Καστανάς, κοινότητος Προχώματος. Πραγματικός
πληθυσμός 456 κάτοικοι (240 άρρενες και 216 θήλεις) [Απογραφή 1940, 166].
Кара Оглу: Μέχρι τους βαλκανικούς πόλεμους
ήταν ένας τούρκικος οικισμός. Στη συνέχεια και μέχρι το 1924, οι κάτοικοί του
έφυγαν για την Τουρκία και στη θέση τους ήρθαν από εκεί χριστιανοί πρόσφυγες
[Симовски, 325].
Καστανάς
(Καρά Ογλού):
Οικισμός του δήμου Κουφαλίων, του νομού Θεσσαλονίκης.
Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Προχώματος, της
επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 35. Πληθυσμός μεταπολεμικών
απογραφών --> 1951: 521, 1961: 617, 1971: 537, 1981: 618, 1991:
596 [Σταματελάτου, 314].
Καρατσοχαλή ή Καρατζοβαλή / Karačohali, Karadžovali / Карачохали, Катацовали. Μετονομάστηκε
σε Καρδιά, στη συνέχεια σε Καρδία. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ένας οικισμός
270 μουσουλμάνων Τούρκων. Μέχρι το 1924 οι κάτοικοί του υποχρεώθηκαν να
μεταναστεύσουν στην Τουρκία. Στα σπίτια τους το ελληνικό κράτος εγκατέστησε
ελληνόφωνους πρόσφυγες από το Πλαγιάρι της Καλλίπολης και
το Τσεσνίρ της Προύσας. Στο προσφυγικό πια χωριό
κατοικούσαν το 1928 περίπου 440 άτομα.
Πηγές:
Kara Čukali [Αυστριακός Χάρτης, φ. Athos].
Καρα Τσοχαλί: Στα τέλη του 15 αιώνα είχε 20 σπίτια
μουσουλμάνων και 4 άγαμους μουσουλμάνους. Το 1712 καταγράφονται στο Kara
Çulhsalı 9 στρατιώτες Γιουρούκοι. Το 1862 το χωριό Kara
Çovallı είχε 25 μουσουλμανικά σπίτια [Δημητριάδης, 399, 406, 449].
Кара Човали, Солунска Каза / Гелимерска
Нахия, 200 Τούρκοι [Кънчов 1900, 142].
Καρατζοβαλί, καζά Θεσσαλονίκης: «180 Μουσουλμάνοι»
[Χαλκιόπουλος 1910, 6].
Καρά Τσοχαλή, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης,
270 κάτοικοι (137 άρρενες και 133 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Καρά Τζοχαλή, κοινότητος Ζουμπάτων,
βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Καρατζοχαλή, κοινότητος Ζουμπάτων,
κάτοικοι 303 (169 άρρενες, 134 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114]. Μετονομασία: «Ο
συνοικισμός Καρατζοχαλή της κοινότητος Ζουμπάτες, μετονομάζεται εις Καρδιά
(Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 31.8.1926 (ΦΕΚ 346/4.10.1926)
[Χουλιαράκης 1975, 259].
Καραδζοχανλή (Καρδιά), γραφείου Θεσσαλονίκης, 110 προσφυγικές
οικογένειες – 452 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 25].
Καρά Τσοχανλή (Καρδία), πρόσφυγες: 84 ελληνόφωνες οικογένειες
(347 άτομα) από το Πλαγιάρι της Θράκης και 30 ελληνόφωνες
οικογένειες (130 άτομα) από το Τσενίρ της Μικράς Ασίας
[Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 7, 393, 426].
Καρδιά, κοινότητος Τριλόφου. Πραγματικός
πληθυσμός 445 (208 άρρενες και 237 θήλεις), εκ των οποίων 444 ήταν πρόσφυγες
ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (207 άρρενες και 237
θήλεις). Υπήρχαν 437 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 8 δημότες άλλων δήμων
[Απογραφή 1928, 236].
Καρδιά (Καρατζοχαλή), Τριλόφου
(Ζουμπάτων) [Διοικητικά
1935, 138].
Καρδία, κοινότητος Τριλόφου. Πραγματικός
πληθυσμός 538 κάτοικοι (252 άρρενες και 286 θήλεις) [Απογραφή 1940, 167].
Карачохали: Ήταν ένας τούρκικος οικισμός. Το
1924 οι κάτοικοί του έφυγαν για την Τουρκία και στη θέση τους ήρθαν πρόσφυγες
από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη [Симовски, 325-326].
Καρδιά
(Καρατζοχαλή):
Οικισμός του δήμου Μίκρας, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως
το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Καρδιάς, της επαρχίας Θεσσαλονίκης.
Υψόμετρο 180. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 563, 1961: 496, 1971: 471, 1981: 429, 1991: 749
[Σταματελάτου, 305].
Καρυά / Karja / Карја. Βρισκόταν βορειοανατολικά του χωριού Τρίκαλα. Ήταν
ένα τσιφλίκι στο οποίο κατοικούσαν πριν τους βαλκανικούς πολέμους 100 περίπου
χριστιανοί Έλληνες. Τα επόμενα χρόνια οι κάτοικοί του εγκατέλειψαν σταδιακά το
χωριό, που μέχρι το 1928 είχε ερημώσει.
Πηγές:
Karja [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].
Карба, Солунска Каза / Урумлъкъ, 100
χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900, 142].
Karye: τσιφλίκι 15 χριστιανικών σπιτιών το
1862 [Δημητριάδης, 438].
Καρυά: «Τσιφλίκιον πεδινόν, κείμενον ½ ώραν ΝΑ του
προηγουμένου, έχον 15 οικογενείας χριστιανικάς και 4 βουλγάρων. Συνοικία του
άνω, είναι το Αϊδενοχώρι, κειμένη ΜΑ και ώραν Δ του ποταμού Λουδίου (Καρά
Ασμάκι), έχουσα 10 οικογενείας χριστιανικάς και 2 τουρκικάς» [Σχινάς 1886, 204].
Karia, kaza de Salonique.
Χριστιανικός πληθυσμός: 100 Έλληνες [Brancoff 1905, 218-219].
Έκθεση Σάρρου: «Καρυά, 29 Μαΐου 1906.
Τουρκικόν κτήμα. Δεν διαμένουσι πλέον ημέτεραι οικογένειαι αντικαταστάσαι διά
Τουρκαθιγγάνων» [Παπαδόπουλος, 133].
Καρυά, καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].
Καρυά, περιοχή Ρουμλουκίου: «85 ορθόδοξοι
Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 2].
Καργιέ και Κάργια, καζά Θεσσαλονίκης,
τσιφλίκι 6.824 στρεμμάτων, με 23 οικοδομές, αξίας 323.650 γροσίων [Παλαμιώτης
1914, 79].
Καρυά, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 34 κάτοικοι
(20 άρρενες και 14 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Καρυά, κοινότητος Κορυφής, βασιλικό διάταγμα
28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Καρυά, κοινότητος Κορυφής, κάτοικοι
16 (12 άρρενες, 4 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].
Κασαπλή / Kasapli / Касапли.
Στις ελληνικές απογραφές αναγράφεται ως Χασαπλή.
Ήταν ένας οικισμός μουσουλμάνων Τούρκων, ο οποίος πριν τους βαλκανικούς
πολέμους αριθμούσε 100 περίπου άτομα. Στη συνέχεια οι κάτοικοί του κατέφυγαν
στην Τουρκία και τη θέση τους πήραν χριστιανοί Έλληνες από το Σχολάρι της
Θράκης. Το 1928 ζούσαν εδώ γύρω στους 50 πρόσφυγες. Οι τελευταίοι εγκατέλειψαν
το μέρος πριν το 1940.
Πηγές:
Kasapli [Αυστριακός
Χάρτης, φ. Athos].
Kasapli: Το 1712 καταγράφονται εδώ 54 στρατιώτες
Γιουρούκοι. Το 1862 ήταν ένας συνοικισμός με 9 μουσουλμανικά σπίτια
[Δημητριάδης, 406, 450].
Касанли, Солунска Каза / Гелимерска
Нахия, 90 Τούρκοι [Кънчов 1900, 142].
Κασσαπλί, καζά Θεσσαλονίκης: «65 Μουσουλμάνοι»
[Χαλκιόπουλος 1910, 6].
Χασαπλή, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 55 κάτοικοι
(36 άρρενες και 19 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Κασαπλή Θεσσαλονίκης, εγκαταλειμμένο, 27
προσφυγικές οικογένειες (111 άτομα) [Πρόσφυγες 1915, 26, 36].
Χασαπλή, κοινότητος Βασιλικών, βασιλικό διάταγμα
28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Χασαπλή, κοινότητος Βασιλικών, κάτοικοι 96 (49
άρρενες, 47 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].
Κασαπλή, γραφείου Θεσσαλονίκης, 9 προσφυγικές οικογένειες – 41 άτομα,
αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 25].
Χασαπλή, πρόσφυγες: 9 ελληνόφωνες οικογένειες (37 άτομα) από
το Σχολάρι της Θράκης [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 7, 288].
Χασαπλή, κοινότητος Βασιλικών. Πραγματικός
πληθυσμός 49 (30 άρρενες και 19 θήλεις), εκ των οποίων 43 ήταν πρόσφυγες
ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (24 άρρενες και 19
θήλεις). Υπήρχαν 44 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 5 δημότες άλλων δήμων
[Απογραφή 1928, 234].
Χασαπλή, Βασιλικών [Διοικητικά 1935, 135].
Хасапли
(Карши Махала, Хасапли Чекишлер) : Ήταν
ένας τούρκικος οικισμός. Το 1924 οι κάτοικοί του έφυγαν για την Τουρκία και στη
θέση τους ήρθαν πρόσφυγες από την Αν. Θράκη [Симовски, 346].
Κασκάρκα / Kaskarka / Каскарка. Μετονομάστηκε σε Καλοχώριον. Στους τουριστικούς χάρτης αναγράφεται
ως Καλοχώρι. Πρόκειται για μια θέση νοτιοανατολικά
του Τεκελή (Σίνδος), για την οποία δεν υπάρχουν στοιχεία ότι
κατοικείτο πριν το 1912. Εδώ η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε χριστιανούς
πρόσφυγες από τη Θράκη, τη Μικρά Ασία και τη Βουλγαρία. Ανάμεσά τους υπήρχαν
και 35 οικογένειες χριστιανών Αλβανών από το Μεγάλο Ζαλούφο της
Θράκης. Το 1928 το χωριό είχε περίπου 1.000 κατοίκους.
Πηγές:
Κασκαρίκα, κοινότητος Τεκελή, κάτοικοι
238 (127 άρρενες, 111 θήλεις) [Απογραφή 1920, 116].
Μετονομασία: «Ο οικισμός και η κοινότης
Κασκαρίκας, μετωνομάσθησαν εις οικισμόν και κοινότητα Καλοχωρίου (επαρχία
Θεσσαλονίκης)», απόφασις υπουργείου Εσωτερικών υπ’ αριθμ. 43707/27.11.1924
(ΦΕΚ 113/1924, τ. Β’) [Χουλιαράκης 1975, 208].
Κασκάρκα (Καλοχώριον), γραφείου Θεσσαλονίκης, 231 προσφυγικές
οικογένειες – 913 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 25].
Κασκάρκα (Καλοχώριον), πρόσφυγες: 160 οικογένειες Θρακών (615
άτομα), 10 οικογένειες Μικρασιατών (40 άτομα), 1 οικογένεια Καυκασίων (4
άτομα), 54 οικογένειες εκ Βουλγαρίας (194 άτομα) και 3 οικογένειες (6 άτομα)
από αλλού. Από τις θρακιώτικες οικογένειες που ήρθαν, υπήρχαν 83 ελληνόφωνες
από το Γιουβαλί και 35 αλβανόφωνες από το Μεγάλο
Ζαλούφο [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 6, 171-173].
Καλοχώριον, κοινότητος Καλοχωρίου.
Πραγματικός πληθυσμός 1.005 (519 άρρενες και 486 θήλεις), εκ των οποίων 435
ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (213
άρρενες και 222 θήλεις). Υπήρχαν 924 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 79
δημότες άλλων δήμων και 2 αλλοδαποί. Οι απογραφέντες αλλού δημότες ήταν 28
[Απογραφή 1928, 235].
Καλοχώριον (Κασκαρίκα), Καλοχωρίου [Διοικητικά 1935, 136]. Καλοχώριον,
κοινότητος Καλοχωρίου. Πραγματικός πληθυσμός 1.373 κάτοικοι (731
άρρενες και 642 θήλεις) [Απογραφή 1940, 164].
Гаскарка (Каскарка): Ήταν τούρκικος οικισμός που ερήμωσε
το 1913. Το ελληνικό κράτος έφερε εδώ πρόσφυγες από τη Θράκη και τη Βουλγαρία
[Симовски, 314].
Καλοχώρι
(Κασκαρίκα):
Οικισμός του δήμου Εχεδώρου, του νομού Θεσσαλονίκης.
Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Καλοχωρίου, της
επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 7. Πληθυσμός μεταπολεμικών
απογραφών --> 1951: 1.623, 1961: 2.109, 1971: 2.609, 1981: 3.020,
1991: 3.424 [Σταματελάτου, 290].
Κίρετς Κιό ή Πεϊζάνοβο / Kireč, Kjoj,
Pejzanovo / Киреч Ќој, Пејзаново. Στις
ελληνικές πηγές απαντάται ως Ασβεστοχώρι ή και Ασβεστοχώριον. Πρόκειται για ένα κεφαλοχώρι, οι
κάτοικοι του οποίου ήταν χριστιανοί και είχαν ως μητρική γλώσσα τη μακεδονική.
Πριν τους βαλκανικούς πολέμους είχε περίπου 4.700 άτομα. Στο χωριό δεν
εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες. Το 1928 ο πληθυσμός του είχε μειωθεί σε 2.700
κατοίκους.
Πηγές:
Kirečköj (Pajzanevo, Neohori) [Αυστριακός
Χάρτης, φ. Saloniki].
Ασβεστοχώριον ή Κιρέτσκιοϊ ή Νεοχώρι,
καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης
Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].
Kireç Yeni Köy: Το 1771 ήταν ένα
χριστιανικό χωριό. Το 1862 είχε 408 χριστιανικά σπίτια [Δημητριάδης, 426, 444].
Ασβεστοχώριον: «Εκ της θέσεως Ρουτζούκι, οδός βαίνουσα
ανωφερώς προς Α και διά στενής και βραχώδους κοιλάδος φέρει εις την κωμόπολιν
κειμένην εις το βάθος και επ’ αμφοτέρων των κλιτύων της κοιλάδος και
διαρρεομένην υπό παμφλάζοντος ρύακος. Οικείται υπό 700 περίπου οικογενειών
ελληνοφώνων και έχει εκκλησίαν, αξιόλογα σχολεία (νηπιαγωγείον, παρθεναγωγείον,
δημοτικόν σχολείον), καφεία και χάνιον. Οι κάτοικοι κύριον επάγγελμα έχουσι την
παραγωγήν ασβέστου εκ των κυκλούντων το χωρίον τιτανολίθων» [Σχινάς 1886,
413-414].
Киречъ Кьой (Пейзаново), Солунска Каза, 4.200
χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 141].
Kiretch Keuy, kaza de
Salonique. Χριστιανικός
πληθυσμός: 8.920
πατριαρχικοί Βούλγαροι. Ένα πρωτοβάθμιο και ένα δευτεροβάθμιο ελληνικό σχολείο
με 9 δασκάλους και καθηγητές και 770 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].
Έκθεση Σάρρου: «Ασβεστοχώριον (κρατεί η
σλαβομακεδονική διάλεκτος), 2 Ιουνίου 1906. Κατά νεωτάτην στατιστικήν γενομένην
υπό του μουκτάρη, το Ασβεστοχώριον έχει οικίας 736, στέφανα 852, άρρενας 2.216
(ων 1.081 αποδημούσι), θήλεις δε 2.206, ήτοι κατοίκους εν όλω 4.422 πάντας
Έλληνας. Γλώσσα λαλουμένη εν μεν τη οικογενεία η σλαυομακεδονική, εκτός δ’
αυτής και η ελληνική, ην άριστα γινώσκουσι και φιλοτιμούνται να μεταχειρίζωνται
πάντες οι νεώτεροι. Μαθηταί εγγραφέντες εν όλω 764, διδάσκαλοι εν όλω 10. Περί
της αξιολογωτάτης ταύτης κωμοπόλεως, ης το φρόνημα παραμένει ακμαίον, η δε
επιχωριάζουσα σλαυομακεδονική γλώσσα οσημέραι περιορίζεται υπό της διά των
σχολείων και των νέων διαδιδομένης ελληνικής, εκτενώς εγράψαμεν κατά το
παρελθόν σχολικόν έτος» [Παπαδόπουλος, 117-118].
Ασβεστοχώριον, επί του όρους Χορτιάτου: «4.422
ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 4].
Ασβεστοχώριον, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης,
4.800 κάτοικοι (2.450 άρρενες και 2.350 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Ασβεστοχώριον, κοινότητος Ασβεστοχωρίου,
βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134]
Кречово, Солунска област -
Источно од доњег Вардара, 1.000 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић, 36].
Ασβεστοχώριον, κοινότητος Ασβεστοχωρίου,
κάτοικοι 2.767 (1.210 άρρενες, 1.557 θήλεις) [Απογραφή 1920, 113].
Ασβεστοχώριον, κοινότητος Ασβεστοχωρίου.
Πραγματικός πληθυσμός 2.705 (1.120 άρρενες και 1.585 θήλεις). Δεν υπήρχε
κανένας πρόσφυγας (που να ήλθε μετά τη μικρασιατική καταστροφή). Υπήρχαν 2.386
δημότες παρόντες στην κοινότητα, 303 δημότες άλλων δήμων και 16 αλλοδαποί
[Απογραφή 1928, 234].
Ασβεστοχώριον, Ασβεστοχωρίου [Διοικητικά 1935, 135].
Ασβεστοχώριον, κοινότητος Ασβεστοχωρίου.
Πραγματικός πληθυσμός 2.732 κάτοικοι (1.324 άρρενες και 1.408 θήλεις) [Απογραφή
1940, 163].
Пејзаново (Киреч Ќој): χριστιανικό μακεδονικό χωριό
[Симовски, 337].
Ασβεστοχώρι
(Κιρέτσκιοϊ):
Οικισμός του δήμου Χορτιάτη, του νομού Θεσσαλονίκης.
Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Ασβεστοχωρίου, της
επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 460. Πληθυσμός μεταπολεμικών
απογραφών --> 1951: 2.519, 1961: 2.618, 1971: 2.593, 1981: 2.602,
1991: 3.326 [Σταματελάτου, 104].
Κίρτζαλαρ / Kirdžalar / Кирџалар. Μετονομάστηκε σε Άδενδρον. Στους τουριστικούς χάρτης αναγράφεται ως Άδενδρο. Ήταν ένας καθαρά μακεδονόφωνος χριστιανικός
οικισμός, ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους είχε
περίπου 200 κατοίκους (κυρίως εξαρχικούς). Το 1923-1924 η ελληνική
διοίκηση εγκατέστησε εδώ και ελληνόφωνους πρόσφυγες από διάφορα χωριά της
Ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας. Το 1928 ο πληθυσμός του χωριού ήταν 800
άτομα, εκ των οποίων 550 πρόσφυγες.
Πηγές:
Kirdzalar [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].
Κιρτζαλάρ (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης
Κοντογόνη, φ. Βοδενά].
Κίρτζα Χαλίλ: Στα μέσα του 15ου αιώνα
υπήρχαν εδώ 4 σπίτια χριστιανών, 13 σπίτια μουσουλμάνων και 8 τσιφλίκια
Γιουρούκων. Το 1862 το Kırcalar ήταν τσιφλίκι με 68
χριστιανικά σπίτια [Δημητριάδης, 382, 439].
Καρζιάλιοβο: «Τσιφλίκιον πεδινόν έχον 80
οικογενείας χριστιανικάς, σχολείον και εκκλησίαν. Κείται ¼ ώρας ΒΔ του
προηγουμένου (Καϊλί)»[Σχινάς
1886, 202].
Кърджалиево (Кърджаларъ), Солунска Каза / Вардарѝя, 250
χριστιανοί Βούλγαροι και 35 Τσιγγάνοι [Кънчов 1900, 142].
Kirjalevo, kaza de Salonique. Χριστιανικός
πληθυσμός: 320 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905, 218-219].
Έκθεση Σάρρου: «Καρτζελάρι ή Γκριτζάλι
(κρατεί το σλαυομακεδονικόν ιδίωμα), 21 Μαρτίου 1906. Κτήμα τουρκικόν μετά
οικογενειών 35, κατοίκων δε 165 (ήτοι) 90 αρρένων και 75 θηλέων). Μαθηταί 30
(ων 10 κοράσια). Προ τριακονταετίας το χωρίον ηρίθμει περί τας 100 οικογενείας,
ων αι πλείους μετώκησαν εις Κουλακιάν και Βαλμάδα ένεκα των πιέσεων των βέηδων.
Οι κάτοικοι υποκύψαντες προπέρυσιν εις την βουλγαρικήν πίεσιν και κλείσαντες το
σχολείον φαίνονται νυν ελληνοφρονούντες, γινώσκουσι δ’ οι πλείους και την
ελληνικήν πλην των γυναικών και των αγραμμάτων κορασίων» [Παπαδόπουλος,
137-138].
Κιρτσιλάρ, περιοχή Ρουμλουκίου: «215
ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 2].
Κιρτζιλάρ, καζά Θεσσαλονίκης,
τσιφλίκι 12.674 στρεμμάτων, με 68 οικοδομές, αξίας 336.625 γροσίων [Παλαμιώτης
1914, 79].
Κηρτζιλάρ, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης,
176 κάτοικοι (89 άρρενες και 87 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Κιρτζιλάρ, κοινότητος Κιρτζιλάρ,
βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Крдžалево, Солунска област - Западно од
доњег Вардара,
32 σπίτια χριστιανών Σλάβων και 3 μουσουλμάνων Τσιγγάνων [Милојевић, 29].
Κιρτζιλάρ, κοινότητος Κιρτζιλάρ,
κάτοικοι 241 (142 άρρενες, 99 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].
Μετονομασία: «Η κοινότης Κιρτζιλάρ,
μετονομάζεται εις κοινότητα Αδένδρου και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Κιρτζιλάρ
εις Άδενδρον (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 20.8.1927 (ΦΕΚ
179/30.8.1927) [Χουλιαράκης 1975, 289].
Κιρτσιλάρ (Άδενδρον), γραφείου Θεσσαλονίκης, 143 προσφυγικές
οικογένειες – 562 άτομα, μικτός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 5].
Κιρτζιλάρ (Άδενδρον), πρόσφυγες: 93 οικογένειες Θρακών (248
άτομα), 61 οικογένειες Μικρασιατών (394 άτομα), 1 οικογένεια Ποντίων (2 άτομα)
και 2 οικογένειες εκ Βουλγαρίας (13 άτομα). Από τις ελληνόφωνες θρακιώτικες
οικογένειες, 30 ήταν από Αλμαλή, 25 από Γιολτζίκ, 14
από Παλαμούτ και 13 από Γιάγατς. Από τις
ελληνόφωνες μικρασιάτικες οικογένειες, υπήρχαν 31 από Γενή Σαρ και
28 από Νεοχώρι (Νιχώρ) [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 6
195-211].
Άδενδρον, κοινότητος Αδένδρου. Πραγματικός
πληθυσμός 800 (423 άρρενες και 377 θήλεις), εκ των οποίων 551 ήταν πρόσφυγες
ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (279 άρρενες και 272
θήλεις). Υπήρχαν 737 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 61 δημότες άλλων δήμων
και 2 αλλοδαποί [Απογραφή 1928, 234].
Άδενδρον (Κιρτζιλάρ), Αδένδρου
(Κιρτζιλάρ) [Διοικητικά
1935, 135].
Άδενδρον, κοινότητος Αδένδρου. Πραγματικός
πληθυσμός 1.441 κάτοικοι (723 άρρενες και 718 θήλεις) [Απογραφή 1940, 163].
Крцилар (Крџалиево): Ήταν ένα χριστιανικό μακεδονικό
χωριό στο οποίο το 1924 εγκαταστάθηκαν και πρόσφυγες [Симовски, 328].
Άδενδρο
(Κιρτζιλάρ):
Οικισμός του δήμου Χαλκηδόνος, του νομού Θεσσαλονίκης.
Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Αδένδρου, της
επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 12. Πληθυσμός μεταπολεμικών
απογραφών --> 1951: 1.947, 1961: 2.048, 1971: 1.920, 1981: 2.117,
1991: 2.201 [Σταματελάτου, 44].
Κλειδί / Klidhi / Клиди. Μεταγράφηκε από τη διοίκηση ως Κλειδίον. Ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά. Οι άνθρωποι
που ζούσαν και δούλευαν εδώ ήταν γηγενείς χριστιανοί Έλληνες. Το 1912 είχε
πληθυσμό 400 περίπου άτομα. Τον ίδιο σχεδόν αριθμό κατοίκων είχε και το 1928.
Πηγές:
Klidi [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].
Κλειδί (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης
Κοντογόνη, φ. Βοδενά].
Klıdı: τσιφλίκι 37 χριστιανικών σπιτιών το
1862 [Δημητριάδης, 438].
Κλειδί: «Χωρίον πεδινόν έχον 60 οικογενείας
χριστιανών Ελλήνων και 7 Βουλγάρων , και απέχον της θαλάσσης 1 ώραν. Η θέσις
αύτη ως κεντρική είναι αξία σημειώσεως. Παρ’ αυτήν εστρατοπέδευσεν, ήτοι μεταξύ
των ποταμών Αλιάκμονος και Αξιού, Αλέξιος ο Κομνηνός βαίνων κατά του αποστάτου
Νικηφόρου Βασιλείου. Εν αυτή δε και ο Μουράτ Β’ εδέχθη παρά των απεσταλμένων
τας κλείδας των Ιωαννίνων. Παρ’ αυτό το χωρίον εις αρχαιοτέραν εποχήν ηνούτο ο
Αλιάκμων μετά του από της λίμνης των Γενιτσών εκρέοντος ποταμού Λουδίου, και
επί της ενώσεως τούτων κατεσκευάσθη η σήμερον εν τη πεδιάδι και τη άμμω
καταφανής μεγάλη μονότοξος εκ λαξευτών λίθων γέφυρα (καμάρα κοινώς) Κλειδί
καλουμένη, έχουσα άνοιγμα εις την νυν επιφάνειαν 17μ. 14, πλάτος 5 μ. 13 και
ύψος φαινόμενον 6 μ. 50 » [Σχινάς 1886, 197-198].
Клиди, Солунска Каза / Урумлъкъ, 600
χριστιανοί Έλληνες και 80 Τσιγγάνοι [Кънчов 1900, 142].
Klidi, kaza de Salonique.
Χριστιανικός πληθυσμός: 400 Έλληνες. Ένα ελληνικό σχολείο με ένα
δάσκαλο και 36 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].
Έκθεση Σάρρου: «Κλειδί (ελληνόφωνοι),
29 Μαΐου 1906. Κτήμα τουρκικόν μετά οικιών 50, κατοίκων δε 430 Ελλήνων. Το
διδασκαλείον του χωρίου, εν ω προσήλθον εφέτος 38 μαθηταί, είναι διώροφον και
καθαρόν» [Παπαδόπουλος, 133].
Κλειδί, περιοχή Ρουμλουκίου: «550 ορθόδοξοι
Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 2].
Κιλίτ-Κλειδί και Καλύβες, καζά Θεσσαλονίκης,
τσιφλίκι 16.861 στρεμμάτων, με 88 οικοδομές, αξίας 562.000 γροσίων [Παλαμιώτης
1914, 79].
Κλειδί, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 407 κάτοικοι
(234 άρρενες και 173 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Κλειδί, κοινότητος Κορυφής, βασιλικό διάταγμα
28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Κλειδί, κοινότητος Κορυφής, κάτοικοι 455 (242
άρρενες, 213 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].
Κλειδί, κοινότητος Κορυφής. Πραγματικός
πληθυσμός 434 (236 άρρενες και 198 θήλεις), εκ των οποίων 9 ήταν πρόσφυγες
ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (7 άρρενες και 2
θήλεις). Υπήρχαν 371 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 63 δημότες άλλων δήμων
[Απογραφή 1928, 235].
Κλειδί, Κορυφής [Διοικητικά 1935, 136].
Κλειδίον, κοινότητος Κορυφής. Πραγματικός
πληθυσμός 574 κάτοικοι (318 άρρενες και 256 θήλεις) [Απογραφή 1940, 165].
Клиди: ελληνικός οικισμός [Симовски, дел. 1,
14].
Κλειδί: Οικισμός του δήμου Πλατέος,
του νομού Ημαθίας. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Κλειδίου,
της επαρχίας Ημαθίας. Υψόμετρο 9. Πληθυσμός μεταπολεμικών
απογραφών --> 1951: 775, 1961: 873, 1971: 997, 1981: 1.244, 1991:
1.412 [Σταματελάτου, 352].
Κουλακιά / Kulakja / Кулаќа. Μετονομάστηκε σε Χαλάστρα, στη συνέχεια σε Πύργος και τέλος ξανά σε Χαλάστρα. Πρόκειται για ένα μεγάλο χωριό, οι κάτοικοι του
οποίου ήταν γηγενείς χριστιανοί Έλληνες. Υπήρχε επίσης εδώ και ένας αριθμός
μακεδονόφωνων πατριαρχικών, που είχαν εγκατασταθεί από γειτονικούς μικρούς
οικισμούς, εξ αιτίας των πλημμυρών του ποταμού Αξιού (Βάρνταρ).
Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ο πληθυσμός του χωριού ήταν περίπου 3.000 άτομα,
εκ των οποίων το 1/10 ήταν μακεδονόφωνοι. Ίδια σχεδόν ήταν η σύνθεση του
πληθυσμού και το 1928.
Πηγές:
Kulakja [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].
Κουλακιά (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].
Köleke: χωριό 286 χριστιανικών σπιτιών το 1862
[Δημητριάδης, 439].
Κουλακιά (αρχ. Χαλάστρα) «Χωρίον κεφαλοχώρι πεδινόν,
πρωτεύουσα της Καμπανίας, έχον προ εξαετίας 400 οικογ. και νυν μόνον 300
οικογενείας χριστιανικάς, 2 σχολεία αρρένων, εκκλησίαν. Παρ’ αυτό άλλοτε έρρεεν
ο ποταμός Αξιός (Βαρδάρ), αλλ’ εγκαταλείψας την αρχαίαν κοίτην, ετράπη
μεσημβρινώτερον. Προ εξαετίας όμως ως ενοχλούμενον υπό των εκάστοτε πλημμυρών
του Αξιού και αποκλειόμενων ως νήσος υπό των 2 κλάδων αυτού εγκαταλείφθη υπό
100 οικογενειών, αίτινες μετώκησαν εις Θεσσαλονίκην και Κασσάνδραν. Εις
αρχαιοτέραν εποχήν παρέκειτο τη ακτή, ης νυν απέχει 1 ½ ώραν σχεδόν,
χωριζόμενον δι’ ελώδους εκτάσεως. Τούτου δ’ ένεκα οι κάτοικοι και νυν έτι
διατηρούσιν εκ των άλλοτε 30, μόνο 10 καΐκια χωρητικότητα 1.600 κοιλών, και
τινα άλλα μικρότερα πλοιάρια αλιευτικά και λέμβους, όντες πολλοί τούτων αλιείς,
έχοντες ως καλλίτερον αυτών ιχθυοτροφείον και κέντρον το του Αγίου Νικολάου»
[Σχινάς 1886, 199].
Куликия, Солунска Каза / Вардарѝя, 1.720
χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900, 142].
Kolakia, kaza de Salonique.
Χριστιανικός πληθυσμός: 400 πατριαρχικοί Βούλγαροι και 1.750 Έλληνες.
Δύο ελληνικά σχολεία με τέσσερις δασκάλους και 220 μαθητές [Brancoff 1905,
218-219].
Έκθεση Σάρρου: «Κουλακιά (ελληνόφωνοι),
22 Μαρτίου 1906. Κατά την περυσινήν στατιστικήν κάτοικοι 2.674 πάντες Έλληνες
και ελληνόφωνοι πλην 35 οικογενειών σλαυοφώνων εγκατεστημένων εκεί εκ των
πλησίον ξενοφώνων τσιφλικίων Λάπρας, Μαχμούτ, Τσαλικίου, Κωλοπαντζίου ένεκα των
πλημμυρών του Αξιού και άλλων κακουχιών. Ευτυχώς και οι ξενόφωνοι
εξελληνίζονται. Μαθηταί εγγραφέντες εν όλω 280, διδάσκαλοι 4. Η Κουλακιά, έδρα
του Επισκόπου Καμπανίας, διατελεί εν διαστάσει προς αυτόν υβρίζοντα και
υβριζόμενον και απειλούντα να καταλίπη αυτήν και εγκατασταθή εν Γιδά… Οι
πλείονες των κατοίκων της Κουλακιάς, ην “Κόλασιν” καλεί ο Επίσκοπός της, είναι
δύστροποι και πλεονέκται και συμμέτοχοι εις καταχρήσεις κοινοτικών χρημάτων και
κτημάτων. Ετοιμόρροπος είναι και η εκκλησία των, ης το ήμισυ εξωτερικώς έχει
καταχωσθή εκ της ιλύος του Αξιού. Όθεν ηναγκάσθησαν να κενώσωσιν αυτήν και
πήξωσιν ξύλινον παράπηγμα, εν ω εκκλησιάζονται, έως ου δυνηθώσι να την
ανιδρύσωσιν. Ούτως εχόντων εκεί καθόλου των πραγμάτων παρήγορον είναι ότι τα
σχολεία λειτουργούντα εν ανεκτοίς διδακτηρίοις ευρίσκονται σχετικώς εν καλή
καταστάσει… Η Κουλακιά ωνομάσθη ούτως εκ τινός υψηλού πύργου (= τουρκιστί
κουλέ), σωζομένου εκεί από εκατονταετίας… Κείται δε κατά τινας εν τη θέσει της
αρχαίας “Χαλάστρας”, ήτις αναμφιβόλως είχε κληθή ούτως εκ των καταστροφών ας
ανέκαθεν επέφερεν ενταύθα ο Αξιός πλημμυρίζων» [Παπαδόπουλος, 129-131].
Κολακιά, περιοχή Ρουμλουκίου: «έδρα του
Έλληνος Επισκόπου Καμπανίας, οικουμένη υπό 2.674 ορθοδόξων Ελλήνων» [Χαλκιόπουλος
1910, 2].
Κουλακιά, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 3.013
κάτοικοι (1.558 άρρενες και 1.445 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Кулакија, Солунска област - Источно од
доњег Вардара,
550 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић, 32].
Κουλουκιά, κοινότητος Κουλουκιάς,
κάτοικοι 3.004 (1.437 άρρενες, 1.507 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].
Μετονομασία: «Η κοινότης Κουλακιάς της
υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης εις κοινότητα Χαλάστρας και ο ομώνυμος αυτή
συνοικισμός Κουλακιά εις Χαλάστραν (νομός Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 9.2.1926
(ΦΕΚ 55/15.2.1926) [Χουλιαράκης 1975, 237].
Χαλάστρα, κοινότητος Χαλάστρας. Πραγματικός
πληθυσμός 3.079 (1.516 άρρενες και 1.563 θήλεις), εκ των οποίων 18 ήταν
πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (13 άρρενες
και 5 θήλεις). Υπήρχαν 3.032 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 47 δημότες
άλλων δήμων. Οι απογραφέντες αλλού δημότες ήταν 269 [Απογραφή 1928, 237].
Χαλάστρα (Κουλακιά), Χαλάστρας
(Κουλακιάς) [Διοικητικά
1935, 139].
Χαλάστρα, κοινότητος Χαλάστρας. Πραγματικός
πληθυσμός 3.987 κάτοικοι (2.033 άρρενες και 1.954 θήλεις) [Απογραφή 1940, 167].
Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Χαλάστρα
της κοινότης Χαλάστρας μετονομάζεται Πύργος, η δε ομώνυμος κοινότης, κοινότης
Πύργου (Επαρχία Θεσσαλονίκης)», βασιλικό διάταγμα 11.5.1955
(ΦΕΚ 157/21.6.1955) [Χουλιαράκης 1976, 106].
Кулаќа: μεγάλο μακεδονικό χωριό [Симовски, 328].
Χαλάστρα
(έως το 1928 Κουλουκιά, έως το 1955 Χαλάστρα, έως το 1981 Πύργος): Οικισμός του δήμου Χαλάστρας,
του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός του δήμου Χαλάστρας,
της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 8. Πληθυσμός μεταπολεμικών
απογραφών --> 1951: 4.547, 1961: 5.094, 1971: 5, 1981: 6.498, 1991:
7.111 [Σταματελάτου, 783].
Κουλούπαντσα / Kulupanca / Кулупанца.
Βρισκόταν βορειοανατολικά από την Κουλακιά. Ήταν ιδιοκτησία
μουσουλμάνου τσιφλικά. Εδώ ζούσαν πριν τους βαλκανικούς πολέμους 100 περίπου
μακεδονόφωνοι πατριαρχικοί χριστιανοί. Ο οικισμός ερήμωσε πριν το 1928.
Πηγές:
Kolopanca (Kulibanča) [Αυστριακός
Χάρτης, φ. Vodena].
Κολοπάντσα, καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].
Kulupanca: τσιφλίκι 29 χριστιανικών
σπιτιών το 1862 [Δημητριάδης, 439].
Κολοπάντσα: «Τσιφλίκιον πεδινόν έχον 12
οικογενείας χριστιανικάς και 2 Γύφτων, κείμενον ¼ της ώρας ΒΔ του άνω (Κολακιά)»
[Σχινάς 1886, 201].
Колопанци, Солунска Каза / Вардарѝя, 175
χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 142].
Kolopantzi, kaza de Salonique. Χριστιανικός
πληθυσμός: 160 πατριαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905, 218-219].
Έκθεση Σάρρου: «Κωλοπάντζι, 11 Ιουνίου
1906. Κτήμα τουρκικόν έχον 8 σλαυοφώνους ελληνοφρονούσας οικογενείας
εκκλησιαζομένας εν Δεκελί» [Παπαδόπουλος, 139].
Κολοπάντσα, περιοχή Ρουμλουκίου: «118
ορθόδοξοι Έλληνες και 20 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910, 2].
Κουλούμπαντζα, καζά Θεσσαλονίκης,
τσιφλίκι 5.953 στρεμμάτων, με 25 οικοδομές, αξίας 154.000 γροσίων [Παλαμιώτης
1914, 79].
Κουλουπάντσα, κοινότητος Τεκελή, βασιλικό
διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Κουλουπάντσα, κοινότητος Τεκελή, κάτοικοι
26 (17 άρρενες, 9 θήλεις) [Απογραφή 1920, 116].
Колопанци: Ήταν ένας μικρός μακεδονικός
οικισμός, ο οποίος ερήμωσε πριν το 1928 [Симовски, 327].
Κόριτεν ή Γκιόρντινο / Koriten, Gjordino / Коритен, Ѓордино. Μετονομάστηκε σε Ξηροχώρι και στη συνέχεια σε Ξηροχώριον. Ήταν τσιφλίκι στο οποίο κατοικούσαν 400
περίπου μακεδονόφωνοι εξαρχικοί. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους η σύνθεση του
πληθυσμού άλλαξε, καθώς οι περισσότεροι παλαιοί κάτοικοι εγκατέλειψαν τον
οικισμό και η ελληνική διοίκηση έφερε εδώ χριστιανούς πρόσφυγες. Οι
περισσότεροι από τους τελευταίους ήταν τουρκόφωνοι από τη Μικρά Ασία. Το 1928
ζούσαν στο χωριό γύρω στα 450 άτομα.
Πηγές:
Kjorzine [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].
Γκιόρδινον (χριστιανικό), καζάς
Θεσσαλονίκης [Χάρτης
Κοντογόνη, φ. Βοδενά].
Gördine: τσιφλίκι 28 χριστιανικών σπιτιών το 1862
[Δημητριάδης, 437].
Коритенъ (Гьордже, Солунска Каза, 370
χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 141].
Koritin, kaza de Salonique. Χριστιανικός
πληθυσμός: 568 εξαρχικοί Βούλγαροι. Υπήρχε ένα βουλγάρικο σχολείο με
ένα δάσκαλο και 28 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].
Κουρίταινα, μεταξύ Εχεδώρου και Αξιού:
«260 σχισματικοί Βουλγαρίζοντες» [Χαλκιόπουλος 1910, 5].
Γκόρδινη, καζά Θεσσαλονίκης,
τσιφλίκι 17.020 στρεμμάτων, με 42 οικοδομές, αξίας 400.000 γροσίων [Παλαμιώτης
1914, 79].
Γιάρδενα, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 379 κάτοικοι
(184 άρρενες και 195 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Γιόρδινον ή Γκόρδινο Θεσσαλονίκης, ιδιωτικό, 26
προσφυγικές οικογένειες (36 άτομα) [Πρόσφυγες 1915, 26, 36].
Γιόρθινον, κοινότητος Βερλάντζης,
βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Коритен, Солунска област - Источно од
доњег Вардара,
50 σπίτια χριστιανών Σλάβων. Μετά τους βαλκανικούς
πολέμους: 20 σπίτια χριστιανών ελλήνων προσφύγων και 4 μουσουλμάνων Τσιγγάνων
[Милојевић, 33].
Γιόρδινον, κοινότητος Βερλάντζης,
κάτοικοι 141 (87 άρρενες, 54 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].
Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Γιόρδινον της
κοινότητος Βυρλάντζης, μετονομάζεται εις Ξηροχώρι (Υποδιοίκησις
Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 28.12.1926 (ΦΕΚ 7/14.1.1927) [Χουλιαράκης 1975,
271].
Γκιόρδενο (Ξηροχώρι), γραφείου Θεσσαλονίκης, 63 προσφυγικές
οικογένειες – 243 άτομα, μικτός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 45].
Γκόρδενο (Ξηροχώρι), πρόσφυγες: 5 ελληνόφωνες οικογένειες (29
άτομα) από το χωριό Αλεπλή της Θράκης, 3 οικογένειες που
μίλαγαν ποντιακά από το Κιουμπέτ του Καυκάσου και 50
τουρκόφωνες οικογένειες (172 άτομα) από το Μίστι της Μικράς
Ασίας [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 6, 165, 176-157, 215].
Ξηροχώρι, κοινότητος Αγιονερίου. Πραγματικός
πληθυσμός 479 (252 άρρενες και 227 θήλεις), εκ των οποίων 174 ήταν πρόσφυγες
ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (96 άρρενες και 78
θήλεις). Υπήρχαν 276 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 203 δημότες άλλων
δήμων [Απογραφή 1928, 233].
Ξηροχώρι (Γιορδινού), Αγιονερίου
(Βερλάντζης), Κιλκίς [Διοικητικά
1935, 187].
Ξηροχώριον, κοινότητος Αγιονερίου, επαρχίας Κιλκίς.
Πραγματικός πληθυσμός 570 κάτοικοι (289 άρρενες και 281 θήλεις) [Απογραφή 1940,
215].
Ѓордино (Коритен): Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν
ένας μακεδονικός οικισμός. Στη συνέχεια οι κάτοικοι εγκατέλειψαν το χωριό τους
και εγκαταστάθηκαν εδώ πρόσφυγες [Симовски, 318].
Ξηροχώρι
(Γιορδινού):
Οικισμός του δήμου Αγίου Αθανασίου, του νομού Θεσσαλονίκης.
Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Ξηροχωρίου, της
επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 190. Πληθυσμός μεταπολεμικών
απογραφών --> 1951: 716, 1961: 169, 1971: 143, 1981: 620, 1991:
827 [Σταματελάτου, 556].
Κορυφή / Korifi / Корифи. Ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά. Οι κάτοικοί
του ήταν γηγενείς χριστιανοί Έλληνες. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους είχε
πληθυσμό 450 περίπου άτομα. Μέχρι το 1924 εγκαταστάθηκαν στον οικισμό μερικές
προσφυγικές οικογένειες. Το 1928 ζούσαν εδώ γύρω στα 800 άτομα, εκ των οποίων
τα 90 ήταν πρόσφυγες.
Πηγές:
Korfi [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].
Κορυφή (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης
Κοντογόνη, φ. Βοδενά].
Körfe: τσιφλίκι 56 χριστιανικών σπιτιών το
1862 [Δημητριάδης, 438].
Κορ(υ)φή: «Τσιφλίκιον πεδινόν, κείμενον ½ ώραν Β του άνω
(Τσαταλοχώρι), έχον 65 οικογενείας χριστιανικάς. Συνοικία του είναι το Φουρς,
έχουσα 12 οικογενείας χριστιανικάς» [Σχινάς 1886, 204].
Korifi, kaza de Salonique.
Χριστιανικός πληθυσμός: 145 Έλληνες. Υπήρχε ένα ελληνικό σχολείο με
ένα δάσκαλο και 50 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].
Έκθεση Σάρρου: «Κορυφή (ελληνόφωνοι),
29 Μαΐου 1906. Κτήμα τουρκικόν εκ των μεγαλυτέρων του Ρουμλουκίου έχον οικίας
60, κατοίκους δε 482 Έλληνας. Εν τω σχολείω αυτού συνεκεντρώθησαν εφέτος 60
μαθηταί (ων 7 κοράσια), εν οις περιλαμβάνονται και δέκα εκ του πλησίον
σλαυοφώνου Νησελλουδίου και της Παλαιοχώρας» [Παπαδόπουλος, 133].
Κορυφή, περιοχή Ρουμλουκίου: «370 ορθόδοξοι
Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 2].
Κιορφή ή Κορυφή, καζά Θεσσαλονίκης,
τσιφλίκι 20.500 στρεμμάτων, με 124 οικοδομές, αξίας 1.357.000 γροσίων
[Παλαμιώτης 1914, 79].
Κορυφή, κοινότητος Κορυφής, βασιλικό διάταγμα
28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Κορυφή, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 455 κάτοικοι
(239 άρρενες και 216 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Κορυφή, κοινότητος Κορυφής, κάτοικοι 568 (316
άρρενες, 252 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].
Κορυφή, γραφείου Βερροιάς, 24 προσφυγικές
οικογένειες – 88 άτομα, μικτός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 22].
Κορυφή, κοινότητος Κορυφής. Πραγματικός
πληθυσμός 816 (453 άρρενες και 363 θήλεις), εκ των οποίων 89 ήταν πρόσφυγες
ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (52 άρρενες και 37
θήλεις). Υπήρχαν 744 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 67 δημότες άλλων δήμων
και 5 αλλοδαποί [Απογραφή 1928, 235].
Κορυφή, Κορυφής [Διοικητικά 1935, 136].
Κορυφή, κοινότητος Κορυφής. Πραγματικός
πληθυσμός 1.206 κάτοικοι (640 άρρενες και 566 θήλεις) [Απογραφή 1940, 165].
Корифи: ελληνικός οικισμός [Симовски, дел. 1,
15].
Κορυφή: Οικισμός του δήμου Πλατέος,
του νομού Ημαθίας. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Κορυφής,
της επαρχίας Ημαθίας. Υψόμετρο 300. Πληθυσμός μεταπολεμικών
απογραφών --> 1951: 1.208, 1961: 1.682, 1971: 1.656, 1981: 1.658,
1991: 1.520 [Σταματελάτου, 372].
Κραν / Kran / Кран.
Ήταν ένας μικρός οικισμός μουσουλμάνων Τούρκων, ο οποίος βρισκόταν
νοτιοανατολικά και κοντά στο χωριό Καγιάτσαλη (Τριάδιον).
Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 100 άτομα. Το 1923-1924 οι
μουσουλμάνοι κάτοικοί του υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να
μεταναστεύσουν στην Τουρκία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στο έρημο Κραν επτά
προσφυγικές οικογένειες από την Ανατολική Θράκη. Οι τελευταίες εγκατέλειψαν το
μέρος μέχρι το 1927.
Πηγές:
Kran [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].
Κραν (μουσουλμανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].
Коранъ Махале & Кая Чали & Съгърли, Солунска
Каза / Гелимерска Нахия, 106 Τούρκοι [Кънчов 1900, 142].
Κράνι, κοινότητος Καπουτζήδων, βασιλικό
διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Кран, Солунска област - Источно од доњег Вардара,
15 σπίτια μουσουλμάνων Τούρκων [Милојевић, 36].
Κράνι, κοινότητος Καπουτζήδων, κάτοικοι 63 (38 άρρενες,
25 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].
Κραν
Μαχαλέ, εγκαταστάθηκαν εδώ
επτά οικογένειες από διάφορα μέρη της Θράκης, οι οποίες το 1927 έφυγαν
για Σέδες και Αμπάρκιοϊ [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος,
372].
Καρίπτσια / Karipcja / Карипцја. Μετονομάστηκε Χλωρονομή. Μικρός οικισμός με απροσδιόριστη (γλωσσικά και
θρησκευτικά) σύνθεση πληθυσμού. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους εγκαταστάθηκε
εδώ και ένας αριθμός χριστιανικών προσφυγικών οικογενειών. Το 1928 ζούσαν στο
χωριό περίπου 200 άτομα. Ερήμωσε μεταπολεμικά.
Πηγές:
Daribeč [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].
Καλύβια Δριμικλαβιανά, καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].
Karibça: Το 1771 ο οικισμός φορολογείται με 900 άσπρα [Δημητριάδης,
417].
Καρίπτσια, κοινότητος Δρυμιγκλάβων,
κάτοικοι 34 (23 άρρενες, 11 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].
Μετονομασία: «Ο εις την κοινότητα
Δρυμού (πρώην Δρυμιγκλάβων), υπαγόμενος συνοικισμός Καρίπτσια, μετονομάζεται
εις Χλωρονομή (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 20.8.1927 (ΦΕΚ 179/30.8.1927)
[Χουλιαράκης 1975, 289].
Χλωρονομή, κοινότητος Δρυμού.
Πραγματικός πληθυσμός 212 (105 άρρενες και 107 θήλεις), εκ των οποίων 101 ήταν
πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (45 άρρενες
και 56 θήλεις). Υπήρχαν 78 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 133 δημότες άλλων
δήμων και 1 αλλοδαπός [Απογραφή 1928, 234].
Χλωρονομή
(Καρίπτσια), Δρυμού (Σιδηροκεφάλου, Δρυμιγκλάβων) [Διοικητικά 1935, 136]. Χλωρονομή,
κοινότητος Δρυμού. Πραγματικός πληθυσμός 48 κάτοικοι (23 άρρενες
και 25 θήλεις) [Απογραφή 1940, 164].
Λαϊνά / Lajna / Lajna. Μετονομάστηκε σε Λαγυνά. Πρόκειται για ένα χωριό γηγενών χριστιανών
Ελλήνων. Ο πληθυσμός του το 1912 και το 1928 ήταν αντίστοιχα 1.000 και 1.250
άτομα περίπου .
Πηγές:
Lajna (Laginovo) [Αυστριακός Χάρτης,
φ. Saloniki].
Λαϊνά (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].
Λαϊνά: Στα μέσα του 15ου αιώνα ήταν
χριστιανικός οικισμός, τιμάριο του Ine Bey. Υπήρχαν εδώ 32 σπίτια,
δύο άγαμοι και μία χήρα. Layna: Το 1771 στο χωριό ζούσαν χριστιανοί
και μουσουλμάνοι. Το 1862 το χωριό είχε 57 χριστιανικά σπίτια [Δημητριάδης,
396, 417, 445].
Λαγηνά: «Αποτελείται εξ 120 και πλέον οικογενειών
Ελληνικών και Ελληνογλώσσων» [Χατζηκυριάκος 1906, 12].
Λαϊνά: «έχοντος 50 οικογενείας χριστιανικάς και βρύσεις»
[Σχινάς 1886, 391].
Лайна (Лъгиново), Солунска Каза, 700
χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900, 141].
Laguinovo
(Laina), kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 675 Έλληνες. Υπήρχαν δύο ελληνικά
σχολεία με δύο δασκάλους και 99 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].
Έκθεση Σάρρου: «Λαηνά (λαλείται μόνον η
ελληνική γλώσσα), 26 Μαΐου 1906. Οικίαι 160, κάτοικοι 875 Έλληνες. Μαθηταί
εγγραφέντες εν όλω 111 (ων 59 νήπια)» [Παπαδόπουλος, 124].
Λαϊνά, επί του όρους Χορτιάτου: «875
ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 4].
Λαϊνά, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 1.011
κάτοικοι (511 άρρενες και 500 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Λαϊνά, κοινότητος Λαϊνών, βασιλικό διάταγμα
28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Лајна, Лугадинска област, 250 σπίτια χριστιανών Ελλήνων
[Милојевић, 37].
Λαϊνά, κοινότητος Λαϊνών, κάτοικοι 944 (405
άρρενες, 539 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].
Λαϊνά, κοινότητος Λαϊνών. Πραγματικός πληθυσμός
1.247 (598 άρρενες και 649 θήλεις), εκ των οποίων 18 ήταν πρόσφυγες ελθόντες
μετά τη μικρασιατική καταστροφή (14 άρρενες και 4 θήλεις).
Υπήρχαν 1.198 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 49 δημότες άλλων δήμων
[Απογραφή 1928, 235].
Λαϊνά, Λαϊνών [Διοικητικά 1935, 137].
Λαγυνά, κοινότητος Λαγυνών. Πραγματικός
πληθυσμός 1.403 κάτοικοι (748 άρρενες και 655 θήλεις) [Απογραφή 1940, 165].
Laginovo (Lajna): μακεδονικό χωριό
[Симовски, 329].
Λαγυνά
(Λαϊνά): Οικισμός του
δήμου Λαγκαδά, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν
οικισμός του δήμου Λαγυνών, της επαρχίας Θεσσαλονίκης.
Υψόμετρο 125. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 1.291, 1961: 1.380, 1971: 1.465, 1981: 1.674, 1991: 1.863
[Σταματελάτου, 408].
Λιάνοβερ / Ljanover / Лјановер. Μετονομάστηκε σε Λιανοβέργι και στη συνέχεια σε Λειανοβέργιον. Ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά.
Το 1912 ζούσαν στο τσιφλίκι περίπου 300 γηγενείς χριστιανοί Έλληνες. Το
1923-1924 εγκαταστάθηκαν εδώ 150 χριστιανοί πρόσφυγες. Το 1928 ο πληθυσμός του
οικισμού ήταν σχεδόν 500 άτομα.
Πηγές:
Laniver [Αυστριακός Χάρτης,
φ. Vodena].
Lianivor, kaza de
Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 185 Έλληνες [Brancoff
1905, 218-219].
Λιανοβέργι: «Τσιφλίκιον πεδινόν, κείμενον ¼
ώρας Β του άνω χωρίου Καρυά, έχον 25 οικογενείας χριστιανικάς» [Σχινάς
1886, 204].
Λιανοβέρι (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης
Κοντογόνη, φ. Βοδενά].
Έκθεση Σάρρου: «Λειονοβέργι
(ελληνόφωνοι), 16 Μαΐου 1906. Κτήμα τουρκικόν μετά οικιών ελληνοφώνων 35. Το
διδακτήριον ισόγειον, υποφερτόν. Εφοίτησαν δ’ εν αυτώ 24 μαθηταί αποσυρθέντες
προ του Πάσχα εις την βοσκήν των αγελάδων των» [Παπαδόπουλος, 132].
Λιανεβέρ, καζά Θεσσαλονίκης,
τσιφλίκι 7.598 στρεμμάτων, με 54 οικοδομές, αξίας 613.000 γροσίων [Παλαμιώτης
1914, 79].
Λιανοβέριον, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης,
297 κάτοικοι (167 άρρενες και 130 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Λιανοβέριον, κοινότητος Γιδά, βασιλικό
διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Λιανοβέριον, κοινότητος Γιδά, κάτοικοι
373 (189 άρρενες, 184 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].
Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Λιανοβέρι
της κοινότητος Γιδά, μετονομάζεται εις Λιανοβέργι (Υποδιοίκησις
Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 1.11.1926 (ΦΕΚ 401/12.11.1926) [Χουλιαράκης 1975,
262].
Λιανοβέργι (Λιανοβέρι), γραφείου Βερροιάς, 31
προσφυγικές οικογένειες – 143 άτομα, μικτός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 31].
Λιανοβέργι, κοινότητος Γιδά. Πραγματικός
πληθυσμός 525 (263 άρρενες και 262 θήλεις), εκ των οποίων 88 ήταν πρόσφυγες
ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (45 άρρενες και 43
θήλεις). Υπήρχαν 469 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 56 δημότες άλλων δήμων
[Απογραφή 1928, 234].
Λιανοβέργι (Λιανοβέριον), Γιδά [Διοικητικά 1935, 135].
Λειανοβέργιον, κοινότητος Γιδά. Πραγματικός
πληθυσμός 840 κάτοικοι (413 άρρενες και 427 θήλεις) [Απογραφή 1940, 164].
Лјановер: ελληνικό χωριό στο οποίο εγκαταστάθηκαν και
πρόσφυγες [Симовски, дел. 1, 17].
Λειονοβέργι
(έως το 1940 Λιανοβέργι και Λιανοβέρι):
Οικισμός του δήμου Πλατέος, του νομού Ημαθίας. Έως το
1977 ήταν οικισμός του δήμου Πλατέος, της επαρχίας Ημαθίας.
Υψόμετρο 9. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 937, 1961: 1.760, 1971: 1.631, 1981: 1.770, 1991: 1.652
[Σταματελάτου, 418].
Λάπρα / Lapra / Лапра. Βρισκόταν βορειοανατολικά από το χωριό Κουλακιά (Χαλάστρα).
Ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν
εδώ 80 περίπου μακεδονόφωνοι πατριαρχικοί χριστιανοί. Ο οικισμός ερήμωσε πριν
την απογραφή του 1920.
Πηγές:
Lapra [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].
Λάπρα, καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].
Lapra: τσιφλίκι 16 χριστιανικών σπιτιών το
1862 [Δημητριάδης, 439].
Λάπρα: «Τσιφλίκιον πεδινόν, έχον 11 οικίας χριστιανών
και 6 Αθιγγάνων (Γύφτων) Αιγυπτίων» [Σχινάς 1889, 199].
Лапра, Солунска Каза / Вардарѝя, 106
χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 142].
Lapra, kaza de Salonique. Χριστιανικός
πληθυσμός: 80 πατριαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905, 218-219].
Έκθεση Σάρρου: «Λάπρα, 11 Ιουνίου
1906. Κτήμα τουρκικόν μετά 9 οικογενειών σλαυοφώνων ελληνοφρονουσών»
[Παπαδόπουλος, 138].
Λάπρα, περιοχή Ρουμλουκίου: «κάτοικοι 98,
ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 2].
Λάπρα, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 14.282
στρεμμάτων, με 24 οικοδομές, αξίας 577.500 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 80].
Λάμπρα, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 54 κάτοικοι
(30 άρρενες και 24 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Λάμπρας, κοινότητος Τεκελή, βασιλικό διάταγμα
28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Лапра: μικρό τσιφλίκι με Μακεδόνες
[Симовски, 330].
Λέμπετ / Lembet / Лембет. Μετονομάστηκε Σταυρούπολις. Στους σύγχρονους οδικούς χάρτες
αναγράφεται ως Σταυρούπολη. Ήταν τσιφλίκι στο οποίο ζούσαν και
δούλευαν 100 περίπου μακεδονόφωνοι πατριαρχικοί χριστιανοί. Μετά τους
βαλκανικούς πολέμους ο οικισμός ερήμωσε. Στη συνέχεια η ελληνική διοίκηση
εγκατέστησε εδώ χριστιανούς πρόσφυγες. Ο οικισμός χαρακτηρίστηκε καθαρά
προσφυγικός. Το 1928 ο πληθυσμός του ήταν γύρω στα 1.300 άτομα.
Πηγές:
Lembet [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].
Λεμπέτ (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].
Lenbet: Το 1771 ο οικισμός ήταν τσιφλίκι και οι κάτοικοί του
χριστιανοί. Το 1862 ήταν τσιφλίκι με 4 χριστιανικά σπίτια [Δημητριάδης, 417, 445].
Лембетъ, Солунска Каза, 42
χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 141].
Lembeto, kaza de Salonique. Χριστιανικός
πληθυσμός: 48 πατριαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905, 218-219].
Λέμπετ, επί του όρους Χορτιάτου: «26
ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 4].
Λεμπέτ, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 7.051
στρεμμάτων, με 20 οικοδομές, αξίας 275.000 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 80].
Лембед, Солунска област - Источно од доњег
Вардара, 13 σπίτια χριστιανών
Σλάβων. Έρημο μετά τους βαλκανικούς πολέμους [Милојевић, 36].
Λεμπέτ, δήμου Θεσσαλονίκης, κάτοικοι 128 (69
άρρενες, 59 θήλεις) [Απογραφή 1920, 113].
Λεμπέτ, γραφείου Θεσσαλονίκης, 146 προσφυγικές οικογένειες –
515 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 32].
Λεμπέτ, κοινότητος Σταθμού. Πραγματικός
πληθυσμός 1.310 (599 άρρενες και 711 θήλεις), εκ των οποίων 1.078 ήταν
πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (488
άρρενες και 590 θήλεις). Υπήρχαν 1.135 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 50
δημότες άλλων δήμων και 125 αλλοδαποί [Απογραφή 1928, 236].
Σταυρούπολις (Λεμπέτ), Σταυρουπόλεως
(Λεμπέτ) [Διοικητικά
1935, 138].
Σταυρούπολις, κοινότητος Σταυρουπόλεως.
Πραγματικός πληθυσμός 4.046 κάτοικοι (2.546 άρρενες και 4.046 θήλεις) [Απογραφή
1940, 166].
Лембет: ήταν ένα μικρό τσιφλίκι με μακεδόνες, στο οποίο
εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες [Симовски, 330].
Σταυρούπολη
(Λέμπετ): Οικισμός του
δήμου Σταυρουπόλεως, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το
1977 ήταν οικισμός του δήμου Σταυρουπόλεως, της επαρχίας Θεσσαλονίκης.
Υψόμετρο 50. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 5.273, 1961: 11.965, 1971: 21.595, 1981: 32.225, 1991: 37.596
[Σταματελάτου, 716].
Λεμπετάκι / Lembetaki/ Лембетаки. Μετονομάστηκε Νέα Ευκαρπία και στη συνέχεια σε Ευκαρπία. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν
τσιφλίκι των Μποσκαραίων. Δεν υπάρχουν ωστόσο πληροφορίες για τον πληθυσμό που
ζούσε και δούλευε τότε στο τσιφλίκι. Μεταξύ 1922-1924 το ελληνικό κράτος
εγκαθιστά εδώ 142 προσφυγικές οικογένειες, εκ των οποίων 118 ήταν χριστιανοί
Τούρκοι από το Ουσάκ της Προύσας. Το 1928
κατοικούσαν στο χωριό περίπου 600 άτομα.
Πηγές:
Λεμπετάκι (Ευκαρπία), πρόσφυγες: 11 οικογένειες Θρακών (25
άτομα), 129 οικογένειες Μικρασιατών (513 άτομα) και 2 οικογένειες Ποντίων (5
άτομα). Από τις οικογένειες των Μικρασιατών, 118 ήταν τουρκόφωνες και
προέρχονταν από το Ουσάκ. Πριν να έρθουν οι πρόσφυγες, ήταν μικρό
τσιφλίκι των Μποσκαραίων [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 5, 77-80].
Νέα Ευκαρπία, κοινότητος Σταθμού.
Πραγματικός πληθυσμός 591 (300 άρρενες και 291 θήλεις), εκ των οποίων 515 ήταν
πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (245
άρρενες και 270 θήλεις). Υπήρχαν 580 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 11
δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 236].
Ευκαρπία, Ευκαρπίας [Διοικητικά 1935, 137].
Ευκαρπία, κοινότητος Ευκαρπίας. Πραγματικός
πληθυσμός 798 κάτοικοι (441 άρρενες και 357 θήλεις) [Απογραφή 1940, 164].
Лембет Чифлик: προσφυγικός οικισμός που δημιουργήθηκε
το 1922 [Симовски, 330].