Για τη σχέση αρχαίας ελληνικής και
ρωμαίικης γλώσσας
Δημήτρης Λιθοξόου
13.6.2017
αναθεώρηση 29 Απριλίου 2024
Η σχέση της γλώσσας μας με την αρχαία ελληνική, είναι
κατά τη γνώμη μου, ο βασικός πυρήνας του ελληνικού εθνικού μύθου.
Η κυρίαρχη θέση, ότι η σημερινή γλώσσα (κοινή
νεοελληνική, όπως τη λένε) βγήκε μέσα από τη μεσαιωνική και αυτή από την
αλεξανδρινή, η οποία βγήκε από την αττική, όπως οι μπάμπουσκες (οι ρώσικες
κούκλες που βγαίνει η μία μέσα από την άλλη), αποτελεί μηχανιστική σκέψη και
άποψη ενός φανατικού εθνικιστή, του Γ. Χατζιδάκι, που λειτούργησε
αντιεπιστημονικά και ηγήθηκε της κρατικής προσπάθειας για τον εξελληνισμό των τοπωνυμίων της χώρας (για να μην παρέχουν αυτά στους αντιπάλους αντεθνικά
επιχειρήματα, ότι δηλαδή δεν είμαστε απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων).
Ο Χατζιδάκις ηγήθηκε στον αγώνα κατά των δημοτικιστών
και κατάφερε να απαγορευτεί το 1911 η δημοτική (με συνταγματική διάταξη) στη
δημόσια διοίκηση.
Ο Χατζιδάκις (και όλοι οι κορυφαίοι καθαρευουσιάνοι)
ήθελε να εξαφανίσει τη ρωμαίικη γλώσσα, γιατί ήξερε πως η ύπαρξή της διαψεύδει
τον ελληνικό εθνικό μύθο.
Ο Χατζιδάκις στα γεράματα του, επέβαλε ακόμα στον
εκδότη Δημητράκο να ανακατέψει, για εθνικούς λόγους, σε ένα πολύτομο λεξικό τη
δημοτική, την καθαρεύουσα και την αρχαία γλώσσα. Για να φανεί η «συνέχεια».
Η γλώσσα που ονομάστηκε δημοτική, λεγόταν Ρωμαίικη και
ο λαός που τη μιλούσε ρωμαίικος (Ρωμιοί και Ρωμιοσύνη). Το Ελλάς, Έλληνες,
Ελληνική, Νέα Ελληνική, είναι όλα εθνικές ονομασίες και επιβάλλονται μετά τη
δημιουργία του ελληνικού Βασιλείου.
Ο σημαντικός γερμανός γλωσσολόγος Πάουλ Κρέτσμερ
(Kretschmer), που μελέτησε τις διαλέκτους της ρωμαίικης γλώσσας, είχε από τις
αρχές του 20ου αιώνα προτείνει να συνδεθούν αυτές με τις
αρχαίες διαλέκτους και με το μεσογειακό προελληνικό υπόστρωμα. Αυτή ωστόσο η
θέση διαχρονικά αποσιωπήθηκε, γιατί εθνικά αλληθώριζε.
Το εθνικό κίνημα της καθαρεύουσας δεν κατάφερε να
αλλάξει τη σύνταξη και τη γραμματική της ρωμαίικης γλώσσας, άλλαξε όμως
διαχρονικά, με το δημόσιο σχολείο το λεξιλόγιο. Έτσι οι δύο από τις τρεις
λέξεις που βρίσκουμε σήμερα στα λεξικά της «Νεοελληνικής» είναι
νεκραναστημένες αρχαίες λέξεις, από το εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα, τα
τελευταία 150 χρόνια. Αυτό το γεγονός δεν είναι γενικά γνωστό. Ο Μπαμπινιώτης
για παράδειγμα στα λεξικά του (συνήθως) δεν αναφέρει αυτές τις λέξεις σαν «λόγιες»
ή λέξεις της «καθαρεύουσας» με καταλήξεις της δημοτικής, που φυτεύτηκαν
από τους καθαρευουσιάνους λόγιους, αλλά αφήνει να εννοηθεί πως υπάρχουν
διαχρονικά στο στόμα του λαού από την αρχαιότητα.
Η ρωμαίικη γλώσσα, όπως πολλές ζωντανές γλώσσες,
καταγράφεται για πρώτη φορά σε μεσαιωνικά κείμενα. Στην περίπτωση της
ρωμαίικης, οι λέξεις της πρωτοεμφανίζονται στα κείμενα της λεγόμενης βυζαντινής
δημώδους γραμματείας, ανάκατα με λόγιες λέξεις. Το γεγονός ότι τις
πρωτοσυναντάμε σε μεσαιωνικά κείμενα, δεν σημαίνει ότι οι λέξεις αυτές
δημιουργήθηκαν το μεσαίωνα (όπως διδάσκεται). Τότε, κάποιοι λόγιοι, αποφάσισαν
να χρησιμοποιήσουν στα έργα τους και «χυδαίες» λέξεις, από το λαϊκό
λεξιλόγιο, που μέχρι τότε το περιφρονούσαν. Η ηλικία αυτών των λέξεων, που
σιγά-σιγά καταγράφονται, μέχρι και τις τελευταίες δεκαετίες του 20ο αιώνα, μας
είναι άγνωστη. Ο χρόνος της πρώτης καταγραφής τους από τους λόγιους, δεν
σημαίνει πως είναι και ο χρόνος που πλάστηκαν από τον λαό. Πολλές από αυτές
(στις διάφορες παραλλαγές τους) μπορεί να είναι πανάρχαιες. Ο χαρακτηρισμός
τους λοιπόν, ως λέξεων μεσαιωνικών (καθώς δεν υπάρχουν σε παλαιότερα έργα),
είναι αυθαίρετος, κόντρα στη λογική και υπηρετεί μόνο το εθνικό αφήγημα.
Επιπλέον, η προσπάθεια να ετυμολογηθούν συνδεόμενες
(πάση θυσία) με την ελληνική αρχαιότητα, οδηγεί συχνά σε παρετυμολογικές
ακροβασίες, πέρα από τα όρια της σοβαρότητας.
Η δική μου άποψη είναι ότι η ρωμαίικη γλώσσα, τον
πλούτο της οποίας ανακαλύπτεις μόνο αν ασχοληθείς συστηματικά με τις διαλέκτους
της, είναι η γλώσσα που μιλούσαν οι δούλοι της αρχαίας Ελλάδας. Αυτή η γλώσσα
έχει τις ρίζες της στο γλωσσικό υπόστρωμα της προελληνικής περιόδου. Ένα
υπόστρωμα που είναι τόσο Ινδοευρωπαϊκό όσο και μη Ινδοευρωπαϊκό.
Οι έλληνες γλωσσολόγοι δεν γνωρίζουν ότι οι αφέντες Έλληνες της κλασσικής Ελλάδας σχεδόν αφανίστηκαν. Αυτά τα ιστορικά γεγονότα δεν
διδάσκονται στο ελληνικό πανεπιστήμιο.
Οι δούλοι (που ήταν δεκαπλάσιοι των πολιτών) και η
γλώσσα τους ωστόσο διασώθηκαν.
Επίσης οι διαφορές και η ποικιλία των διαλέκτων της
ρωμαίικης είναι τέτοια, που παραπέμπει λογικά σε προϋπάρχουσα αρχαία
πολυδιάσπαση και ποικιλία.
W. Smith, Λεξικόν της ελληνικής αρχαιολογίας
Υπάρχει ένα βασικό λεξιλόγιο αποτελούμενο από 207
λέξεις που επιτρέπει να βρεθεί η γλωσσική συγγένεια ανάμεσα σε δύο γλώσσες.
Πρόκειται για τον κατάλογο Σουάντες (Swadesh List). Με βάση αυτή τη λίστα,
η σχέση ανάμεσα στην αρχαία Ελληνική και τη Ρωμαίικη γλώσσα είναι περίπου 50%,
αν μείνουμε στην «κοινή ρωμαίικη» ή καλύτερα στη σύγκριση των κειμένων
της αρχαίας γραμματείας με το λεξιλόγιο του δυτικού τμήματος της νότιας
ρωμαίικης διαλέκτου.* Αν προχωρήσουμε και στις άλλες διαλέκτους το ποσοστό
συγγένειας είναι ακόμα μικρότερο.
Όσον αφορά τέλος τη «μοναδικότητα» της Αρχαίας
Ελληνικής, είναι απλά ένας εθνικός μύθος. Αυτή αποτελεί ένα μόνο παρακλάδι της
συμβατικά ονομαζόμενης Ινδοευρωπαϊκής γλώσσας.
* Όπως: ΥΔΩΡ / νερό, ΥΕΤΟΣ / βροχή, ΠΥΡ / φωτιά, ΤΕΦΡΑ / στάχτη, ΟΡΟΣ / βουνό, ΥΛΗ / δάσος, ΠΟΑ / χορτάρι, ΑΝΘΟΣ / λουλούδι, ΟΜΙΧΛΗ / καταχνιά, ΣΕΛΗΝΗ / φεγγάρι, ΙΧΘΥΣ / ψάρι, ΟΡΝΙΣ / πουλί, ΩΟΝ / αβγό, ΚΥΩΝ / σκυλί, ΟΦΘΑΛΜΟΣ/ μάτι, ΟΣΤΟΥΝ / κόκαλο, ΟΥΣ / αυτί , ΡΙΣ / μύτη, ΔΗΜΟΣ / ξίγκι, ΝΟΤΟΝ / πλάτη, ΗΠΑΡ / συκώτι, ΕΤΟΣ / χρονιά, ΜΗΤΗΡ / μάνα, ΟΔΟΣ / δρόμος.
Βλ. επίσης τα δύο κείμενα: "Η ρωμαίικη και η μακεδoνικη Swadesh List" και "Για τη μακεδονική και την ελληνική εθνική γλώσσα" στην ενότητα "Για τη μακεδονική γλώσσα".
Προελληνικές
- μη ινδοευρωπαϊκές λέξεις στη ρωμαίικη γλώσσα
Δημήτρη
Λιθοξόου
26.4.2010
Ο Robert Stephen Paul Beekes είναι ένας σημαντικός σύγχρονος γλωσσολόγος
(γεννήθηκε στο Χάρλεμ το 1937), καθηγητής της συγκριτικής ινδοευρωπαϊκής
γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο του Leiden και συγγραφέας πολλών βιβλίων για την
Πρωτο-Ινδοευρωπαϊκή (Proto-Indo-European).
Στο δημοσιευμένο στο ίντερνετ τμήμα του ετυμολογικού λεξικού του, της αρχαίας
ελληνικής [Greek etymological dictionary], για τα γράμματα Α έως και Σ,
μεταξύ 6.723 λέξεων, θεωρεί 1.542 λέξεις αβέβαιης ετυμολογίας, 1.372 σίγουρα ή
μάλλον ινδοευρωπαϊκές και 1.688 σίγουρα ή μάλλον προελληνικές – μη
ινδοευρωπαϊκές.
Για μένα, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι
θεωρούμενες από τον Beekes ως μη ινδοευρωπαϊκές – προελληνικές (Pre-Greek)
λέξεις.
Η συμβατικά χαρακτηριζόμενη «Προελληνική», είναι η γλώσσα ή οι γλώσσες που μιλούσαν οι κάτοικοι της χώρας που κατακτήθηκε από τους ινδοευρωπαίους Έλληνες. Οι αρχαίοι έλληνες συγγραφείς είχαν ονομάσει αυτούς τους λαούς με διάφορα ονόματα, όπως Πελασγούς, Λέλεγες, Κάρες και άλλα.
Ανεξάρτητα από τα ονόματα τους, οι άνθρωποι εκείνοι
είχαν δημιουργήσει ένα πολιτισμό, υψηλότερο των Ελλήνων που τους υπέταξαν. Οι
νέοι κυρίαρχοι, φαίνεται πως ενσωμάτωσαν στο λεξιλόγιο τους πολλές λέξεις των
δούλων τους. Πολλές από αυτές αναφέρονται στη γεωγραφία της παραθαλάσσιας
χώρας, στην πανίδα και τη χλωρίδα της. Άλλες αποκαλύπτουν την προηγούμενη
σύνθετη κοινωνική ζωή και τον αναπτυγμένο παλαιό πολιτισμό των υποταγμένων.
Στη συνέχεια, εξετάζοντας προσωπικά, τις (κατά τον
Beekes) 1.688 προελληνικές λέξεις, είδα πως άλλες έχουν εξαφανιστεί, άλλες
διατηρήθηκαν αγράμματα στο στόμα του λαού και άλλες έχουν μπει ως λόγια δάνεια
στη λεγόμενη Κοινή Νεοελληνική.
Στην Κοινή Νεοελληνική, θεωρώντας πως
είναι «ελληνικές», τις ενσωμάτωσαν διαχρονικά οι φιλόλογοι του Έθνους.
Αυτοί που έφτιαξαν στα γραφεία τους και επέβαλαν μέσω του εκπαιδευτικού
συστήματος ένα λεξιλόγιο κατά 66% καθαρευουσιάνικο ή ελληνοφανές.
Ωστόσο είδα πως στο στόμα του λαού, στη γλώσσα που
παλιά ονομαζόταν Μιξοβάρβαρη ή Ιδιωτική ή Χυδαία ή Δημοτική ή
απλά Ρωμαίικη (Romaic), διατηρήθηκαν 281 από τις 1.688
προαναφερόμενες λέξεις.
Οι 281 αυτές λέξεις, πέρασαν στο απώτερο παρελθόν, από
το στόμα των παλαιών κατοίκων, στο λεξιλόγιο των νέων κυρίαρχων, των Ελλήνων
και των συγγραφέων τους που τις διέσωσαν. Για μένα, είναι ολοφάνερο πως αρκετές
άλλες προελληνικές λέξεις δεν καταγράφηκαν, καθώς δεν πέρασαν στην αρχαία
ελληνική γλώσσα. Αυτές συνέχισαν να τις χρησιμοποιούν οι δούλοι μεταξύ τους.
Σε επιδημίες, σαν την πανούκλα, αφέντες και δούλοι
ήταν ίσοι μπροστά στο θάνατο. Μα στους πολέμους, μόνο οι έχοντες, οι
ιδιοκτήτες, πήγαιναν για να σκοτωθούν
Το 479 π.Χ. η Πελοπόννησος μπόρεσε να παρατάξει 74.000
μαχητές - ελεύθερους Έλληνες. Το 129 μ.X. οι πολεμιστές Έλληνες δεν ξεπερνούσαν
πια τις 3.000 [Karl Saller].
Οι κατά χρονικά διαστήματα, επόμενοι αρματωμένοι που νικηφόρα έμπαιναν στη
χώρα, τα νέα αφεντικά, άφηναν τους δούλους να ζουν, για να δουλέψουν και να
τους ταΐσουν.
Και οι σκλάβοι (έως και δεκαπλάσιοι από τους αφέντες,
στην αρχαιότητα) συνέχισαν να μιλούν (και ως αμόρφωτοι, να μη γράφουν) τα
«δικά» τους. Αυτά που νομίζω πως διατηρήθηκαν (μαζί με άλλες φωνές) σε
απόμερα χωριά του τόπου, στις περιφρονημένες διαλέκτους της ρωμαίικης, αλλά και
στις απλές κουβέντες των ανθρώπων του μόχθου στις πόλεις.
Σημείωση της 30ης Απριλίου 2015: Μετά την απόκτηση του δίτομου λεξικού του Beekes
(Etymological Dictionary of Greek, Leiden, Boston, 2010), έχοντας πια το σύνολο
του έργου στα χέρια μου (μέχρι και το γράμμα Ω), είδα ότι ο αριθμός των
προελληνικών - μη ινδοευρωπαϊκών λέξεων που υπάρχουν στα αρχαία λεξικά και
πέρασαν, εκτός σχολείου, από στόμα σε στόμα, στη ρωμαίικη γλώσσα, ανέρχονται σε
354. Αυτές είναι οι εξής:
ΑΓΓΟΣ |
το αγγειό |
ΑΗΔΩΝ /
ΑΗΔΟΝΟΣ |
το
αηδόνι |
ΑΘΗΡ / ΑΘΕΡΟΣ |
ο αθέρας |
ΑΙΓΥΠΙΟΣ |
ο γύπας |
ΑΚΑΚΙΑ |
η ακακία |
ΑΚΑΝΘΑ |
το
αγκάθι |
ΑΚΡΙΣ / ΑΚΡΙΔΟΣ |
η ακρίδα |
ΑΛΟΞ /
ΑΛΟΚΟΣ |
το
αυλάκι |
ΑΜΑΞΑ |
το αμάξι |
ΑΜΑΥΡΟΣ |
μαύρος |
ΑΜΠΕΛΟΣ |
το αμπέλι |
ΑΜΥΓΔΑΛΗ |
το
αμύγδαλο |
ΑΝΔΡΑΧΝΗ |
η αντράκλα |
ΑΝΗΘΟΝ |
το
άνηθο |
ΑΝΘΡΑΞ / ΑΝΘΡΑΚΟΣ |
η θράκα |
ΑΝΘΡΩΠΟΣ |
ο
άνθρωπος |
ΑΝΝΗΣΟΝ |
το γλυκάνισο |
ΑΝΤΙΚΡΥ |
αντίκρυ |
ΑΠΑΤΑΩ |
απατάω |
ΑΡΑΚΟΣ |
ο
αρακάς |
ΑΡΠΑΖΩ |
αρπάζω |
ΑΣΒΟΛΟΣ |
η ασβόλη |
ΑΣΠΑΛΑΘΟΣ |
ο ασπάλαθος |
ΑΣΤΑΚΟΣ |
ο
αστακός |
ΑΣΤΑΦΙΣ / ΑΣΤΑΦΙΔΟΣ |
η σταφίδα |
ΑΣΤΑΧΥΣ |
το
στάχυ |
ΑΣΤΕΡΟΠΗ & ΑΣΤΡΑΠΗ |
η αστραπή |
ΑΣΤΡΑΓΑΛΟΣ |
το
αστραγάλι |
ΑΣΦΑΡΑΓΟΣ & ΑΣΠΑΡΑΓΟΣ |
η ασπαραγγιά |
ΑΣΦΟΔΕΛΟΣ |
το
ασφόδελο |
ΑΤΡΑΚΤΟΣ |
το αδράχτι |
ΑΦΑΚΗ &
ΑΦΑΚΟΣ |
η
αφάκα |
ΑΧΡΑΣ / ΑΧΡΑΔΟΣ |
η αχλάδα |
ΑΧΥΡΟΣ |
το
άχυρο |
ΑΨΙΝΘΙΟΝ |
η αψιθιά |
ΒΑΙΑ |
η
βάγια |
ΒΑΣΙΛΕΥΣ |
ο βασιλιάς |
ΒΑΤΡΑΧΟΣ |
ο
βάτραχος |
ΒΔΕΛΛΑ |
η βδέλλα |
ΒΗΧΟΣ |
ο
βήχας |
ΒΛΑΒΗ |
η βλάβη |
ΒΛΕΠΩ |
βλέπω |
ΒΛΗΧΩΝ / ΒΛΗΧΩΝΟΣ |
το βληχόνι |
ΒΟΥΝΟΣ |
το
βουνό |
ΒΡΑΚΑΝΑ |
η βρακανίδα |
ΒΥΘΟΣ |
ο
βυθός |
ΒΥΤΙΝΑ |
η βυτίνα |
ΓΕΦΥΡΑ |
η
γέφυρα |
ΓΗ |
η γη |
ΓΡΙΠΟΣ |
ο
γρίπος |
ΓΥΨ / ΓΥΠΟΣ |
ο γύπας |
ΔΑΚΤΥΛΟΣ |
το
δάχτυλο |
ΔΑΥΚΟΣ |
το δαυκί |
ΔΑΦΝΗ |
η
δάφνη |
ΔΕΙΠΝΟΝ |
το δείπνο |
ΔΙΚΕΛΛΑ |
το
δικέλι |
ΔΙΚΤΑΜΟΝ |
το δικτάμι |
ΔΙΚΤΥΟΝ |
το
δίχτυ |
ΔΙΦΘΕΡΑ |
το τεφτέρι |
ΔΙΨΑ |
η
δίψα |
ΔΟΛΟΣ |
το δόλωμα |
ΔΟΞΑ |
η
δόξα |
ΔΟΥΛΟΣ |
ο δούλος |
ΔΡΟΣΟΣ |
η
δροσιά |
ΕΓΧΕΛΥΣ |
το χέλι |
ΕΛΑΙΑ |
η
ελιά |
ΕΞΑΙΦΝΗΣ |
ξαφνικά |
ΕΡΙΝΕΟΣ |
ο
ορνιός |
ΕΣΤΙΑ |
η στια |
ΕΣΧΑΡΑ |
η
σχάρα |
ΕΨΩ / ΕΨΗΣΩ |
ψήνω |
ΘΑΛΑΜΟΣ |
το θαλάμι |
ΘΑΛΑΣΣΑ |
η θάλασσα |
ΘΑΜΒΟΣ |
το θάμπος |
ΘΑΜΝΟΣ |
ο θάμνος |
ΘΑΥΜΑ |
το
θάμα |
ΘΗΣΑΥΡΟΣ |
ο θησαυρός |
ΘΡΗΝΟΣ |
ο
θρήνος |
ΘΡΟΝΟΣ |
το θρονί |
ΘΥΜΒΡΑ |
η
θρούμπη |
ΘΥΜΟΝ |
το θυμάρι |
ΘΥΝΝΟΣ |
ο
τόνος |
ΚΑΒΟΥΡΟΣ |
ο κάβουρας |
ΚΑΘΑΡΟΣ |
ο
καθαρός |
ΚΑΚΚΑΒΗ |
το κακάβι |
ΚΑΚΟΣ |
κακός |
ΚΑΚΤΟΣ |
ο κάκτος |
ΚΑΛΑΘΟΣ |
το
καλάθι |
ΚΑΛΑΜΙΝΘΗ |
η καλαμίθρα |
ΚΑΛΥΒΗ |
η
καλύβα |
ΚΑΜΙΝΟΣ |
το καμίνι |
ΚΑΠΝΟΣ |
ο
καπνός |
ΚΑΡΔΑΜΟΝ |
το κάρδαμο |
ΚΑΡΙΣ |
η
γαρίδα |
ΚΑΡΚΙΝΟΣ |
το καρτσίνι |
ΚΑΡΥΑ |
η
καρυά |
ΚΑΡΥΟΝ |
το καρύδι |
ΚΑΣΤΑΝΟΝ |
το
κάστανο |
ΚΑΥΚΑΛΙΣ / ΚΑΥΚΑΛΙΔΟΣ |
η καυκαλίθρα |
ΚΑΧΛΗΞ /
ΚΑΧΛΙΚΟΣ |
το
χαλίκι |
ΚΕΡΑΜΟΣ |
το κεραμίδι |
ΚΕΡΑΣΟΣ |
η
κερασιά |
ΚΕΡΔΟΣ |
το κέρδος |
ΚΗΠΟΣ |
ο κήπος, το
κηπάρι |
ΚΗΡΟΣ |
το κερί |
ΚΙΝΑΡΑ |
η
αγκινάρα |
ΚΙΣΣΟΣ |
ο κισσός |
ΚΙΧΛΗ |
η
τσίχλα |
ΚΛΑΔΟΣ |
το κλαδί |
ΚΛΑΙΩ |
κλαίω |
ΚΛΗΜΑ |
το κλήμα |
ΚΛΩΘΩ |
κλώθω |
ΚΛΩΝ / ΚΛΩΝΟΣ |
ο κλώνος |
ΚΝΙΔΗ |
η
τσουκνίδα |
ΚΝΙΨ / ΚΝΙΠΟΣ & ΣΚΝΙΨ / ΣΚΝΙΠΟΣ |
η σκνίπα |
ΚΟΚΚΥΜΗΛΕΑ |
η
κουμηλιά |
ΚΟΛΑΞ / ΚΟΛΑΚΟΣ |
ο κόλακας |
ΚΟΛΛΑ |
η
κόλλα |
ΚΟΛΟΒΟΣ |
ο κολοβός |
ΚΟΛΟΙΟΣ |
η
καλιακούδα |
ΚΟΛΟΚΥΝΘΗ |
η κολοκύθα |
ΚΟΜΒΟΣ |
ο κόμπος |
ΚΟΝΥΖΑ |
η κονύτσα (Inula viscosa) |
ΚΟΡΑΛΛΙΟΝ |
το
κοράλλι |
ΚΟΡΙΑΝΝΟΝ |
ο κόλλιανδρος |
ΚΟΡΥΔΟΣ
& ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ |
ο
κορυδαλλός |
ΚΟΡΥΦΗ |
η κορφή |
ΚΟΡΧΟΡΟΣ |
η
κορχήστρα (Anagallis) |
ΚΟΣΚΙΝΟΝ |
το κόσκινο |
ΚΟΦΙΝΙ |
το
κοφίνι |
ΚΟΧΛΟΣ |
ο κοχλιός |
ΚΡΗΣΕΡΑ |
η
κρησάρα |
ΚΡΙΘΗ |
το κριθάρι |
ΚΡΥΠΤΩ |
κρύβω |
ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΣ |
το κρύσταλλο |
ΚΤΥΠΟΣ |
ο χτύπος |
ΚΥΒΕΡΝΑΩ |
κυβερνώ |
ΚΥΔΩΝΕΑ |
η
κυδωνιά |
ΚΥΛΙΝΔΩ |
κυλώ |
ΚΥΜΙΝΟΝ |
το
κύμινο |
ΚΥΠΑΡΙΣΣΟΣ |
το κυπαρίσσι |
ΚΥΠΕΙΡΟΝ |
ο
κύπειρος, η κύπερη |
ΚΥΠΡΙΝΟΣ |
ο κυπρίνος |
ΚΥΠΤΩ |
σκύβω |
ΚΥΡΤΟΣ |
ο κιούρτος |
ΚΩΒΙΟΣ |
ο
κωβιός |
ΚΩΔΩΝ / ΚΩΔΩΝΟΣ |
το κουδούνι |
ΚΩΝΩΨ / ΚΩΝΩΠΟΣ |
το
κουνούπι |
ΛΑΓΥΝΟΣ |
το λαγήνι |
ΛΑΘΥΡΟΣ |
το
λαθούρι |
ΛΑΙΜΟΣ |
ο λαιμός |
ΛΑΜΠΩ |
λάμπω |
ΛΑΜΨΑΝΗ |
η λαμψάνα |
ΛΑΠΑΘΟΝ |
το
λάπαθο |
ΛΑΡΟΣ |
ο γλάρος |
ΛΑΡΥΓΞ /
ΛΑΡΥΓΓΟΣ |
το
λαρύγγι |
ΛΑΧΑΝΟΝ |
το λάχανο |
ΛΕΚΑΝΗ |
η
λεκάνη |
ΛΕΠΙΟΝ |
το λέπι |
ΛΕΠΡΟΣ |
ο λεπρός |
ΛΕΧΡΙΟΣ |
ο λεχρίτης |
ΛΙΘΟΣ |
το
λιθάρι |
ΛΙΝΟΝ |
το λινό |
ΛΩΤΟΣ |
ο
λωτός |
ΜΑΓΓΑΝΟΝ |
το μάγγανο |
ΜΑΓΕΙΡΟΣ |
ο
μάγερας |
ΜΑΛΑΧΗ & ΜΟΛΟΧΗ |
η μολόχα |
ΜΑΛΛΟΣ |
το
μαλλί |
ΜΑΜΑΙΚΥΛΟΝ |
η μαμαίκουλα |
ΜΑΝΔΡΑ |
η
μάντρα |
ΜΑΡΑΘΟΝ |
το μάραθο |
ΜΑΡΜΑΡΟΣ |
το μάρμαρο |
ΜΑΣΗΜΑ |
το μάσημα |
ΜΑΣΤΟΣ |
το
μαστάρι |
ΜΑΣΧΑΛΗ |
η μασκάλη |
ΜΑΧΑΙΡΑ |
το
μαχαίρι |
ΜΕΣΠΙΛΟΝ |
η μεσπιλιά |
ΜΗΝΙΓΞ /
ΜΗΝΙΓΓΟΣ |
το
μηνίγγι |
ΜΗΧΑΝΗ |
η μηχανή |
ΜΙΚΡΟΣ |
μικρός |
ΜΙΝΘΗ |
η μένθα |
ΜΙΣΕΩ |
μισώ |
ΜΟΡΜΥΡΟΣ |
η μουρμούρα (ψάρι) |
ΜΥΕΛΟΣ |
το
μυαλό (μεδούλι) |
ΜΥΡΑΙΝΑ & ΣΜΥΡΑΙΝΑ |
η σμέρνα |
ΜΥΡΙΚΗ |
η
μυρίκη, η μυρικιά |
ΜΥΡΤΟΣ |
το μύρτον, η μυρτιά |
ΜΥΣΤΑΞ /
ΜΥΣΤΑΚΟΣ |
το
μουστάκι |
ΝΗΣΟΣ |
το νησί |
ΝΙΚΗ |
η
νίκη |
ΝΥΜΦΗ |
η νύφη |
ΞΑΙΝΩ |
ξαίνω |
ΞΑΝΘΟΣ |
ξαθός |
ΞΕΝΟΣ |
ξένος |
ΞΙΦΟΣ |
ο ξιφιός |
ΟΜΒΡΟΣ |
η
βροχή |
ΟΝΩΝΙΣ |
η ονωνίδα |
ΟΞΟΣ &
ΟΞΙΔΙΟΝ |
το
ξίδι |
ΟΞΥΑ |
η οξυά |
ΟΡΟΒΟΣ |
το
ορόβι |
ΟΡΤΥΞ |
το ορτύκι |
ΟΣΤΡΕΙΟΝ
& ΟΣΤΡΕΟΝ |
το
στρείδι |
ΟΣΤΡΥΑ |
η οστρυά (Ostrya carpinifolia) |
ΟΥΡΑ |
η
ουρά |
ΟΧΘΗ |
ο όχτος |
ΠΑΓΟΥΡΟΣ |
ο
πάγουρας (κάβουρας) |
ΠΑΛΕΥΩ |
παλεύω |
ΠΑΛΙΟΥΡΟΣ |
ο
παλιούρος, το παλιούρι |
ΠΑΡΘΕΝΟΣ |
η παρθένα |
ΠΕΛΑΓΟΣ |
το
πέλαγο |
ΠΕΛΕΚΑΝΟΣ |
ο πελεκάνος |
ΠΕΛΕΚΥΣ |
το
πελέκι |
ΠΕΡΔΙΞ / ΠΕΡΔΙΚΟΣ |
η πέρδικα |
ΠΕΤΑΥΡΟΝ |
το
πέταυρο |
ΠΕΤΡΑ |
η πέτρα |
ΠΗΓΑΝΟΝ |
το
πήγανο, ο πήγανος |
ΠΗΛΑΜΥΣ / ΠΗΛΑΜΥΔΟΣ |
η παλαμίδα |
ΠΗΛΟΣ |
ο
πηλός |
ΠΙΘΟΣ |
το πιθάρι |
ΠΙΝΗ |
η
πίνη |
ΠΙΣΟΣ |
ο μπίζος, το μπιζέλι |
ΠΙΤΥΡΑ |
το
πίτουρο |
ΠΛΑΣΣΩ |
πλάθω |
ΠΛΑΤΑΝΟΣ |
ο
πλάτανος |
ΠΛΗΜΜΥΡΙΣ / ΠΛΗΜΜΥΡΙΔΟΣ |
η πλημμύρα |
ΠΛΙΝΘΟΣ |
η
πλίθα. η πλίθρα |
ΠΝΙΓΩ |
πνίγω |
ΠΟΛΕΜΟΣ |
ο
πόλεμος |
ΠΡΑΣΟΝ |
το πράσο |
ΠΡΟΥΜΝΗ |
η
πουρνελιά |
ΠΡΥΜΝΟΣ |
η πρύμη |
ΠΤΑΙΩ |
φταίω |
ΠΤΕΛΕΑ |
η πτελιά, η φτελιά |
ΠΤΙΛΟΝ |
το
πούπουλο |
ΠΤΥΟΝ |
το φτυάρι |
ΠΥΡΓΟΣ |
ο
πύργος |
ΠΩΓΩΝ |
το πηγούνι |
ΡΑΒΑΤΤΕΙΝ |
το
ραβάνι (τριποδισμός) |
ΡΑΒΔΟΣ |
το ραβδί |
ΡΑΜΝΟΣ |
ο
ράμνος |
ΡΑΞ / ΡΑΓΟΣ |
η ρώγα |
ΡΑΦΑΝΟΣ |
η
ραφανίδα |
ΡΑΧΙΣ |
η ράχη |
ΡΕΓΚΩ |
ροχαλίζω |
ΡΗΤΙΝΗ |
το ρετσίνι |
ΡΙΠΤΩ |
ρίχνω |
ΡΟΑ & ΡΟΙΑ |
η ροϊδιά, η ροδιά |
ΡΥΚΑΝΗ |
το
ροκάνι |
ΡΩΘΩΝ |
το ρουθούνι |
ΣΑΛΠΗ |
η
σάλπα |
ΣΑΝΔΥΞ |
το σεντούκι |
ΣΑΡΓΟΣ |
ο
σαργός |
ΣΕΛΑΧΟΣ |
το σελάχι |
ΣΕΛΙΝΟΝ |
το σέλινο |
ΣΗΠΙΑ |
η σουπιά |
ΣΙΑΓΩΝ |
το
σαγόνι |
ΣΙΑΛΟΝ |
το σάλιο |
ΣΙΔΗΡΟΣ |
το
σίδερο |
ΣΙΝΑΠΙ |
το σινάπι |
ΣΙΠΑΛΟΣ |
η τσίμπλα |
ΣΙΩΠΑΩ |
σωπαίνω |
ΣΚΑΝΔΙΞ |
το
σκαντζίκι (φυτό) |
ΣΚΕΠΑΡΝΟΣ |
το σκεπάρνι |
ΣΚΟΜΒΡΟΣ |
το
σκουμπρί |
ΣΚΟΡΔΟΝ |
το σκόρδο |
ΣΚΟΡΠΙΟΣ |
ο σκορπιός,
το σκορπίδι |
ΣΚΥΛΑΞ / ΣΚΥΛΑΚΟΣ |
το σκυλί |
ΣΜΑΡΙΣ /
ΣΜΑΡΙΔΟΣ |
η
μαρίδα |
ΣΟΓΧΟΣ |
ο σοχός, ο ζοχός |
ΣΠΑΝΟΣ |
σπανός |
ΣΠΑΡΟΣ |
ο σπάρος |
ΣΠΑΤΑΛΟΣ |
ο
σπάταλος |
ΣΠΗΛΑΙΟΝ |
η σπηλιά |
ΣΠΙΘΑΜΗ |
η
πιθαμή |
ΣΠΙΛΑΣ |
η σπιλιάδα (άνεμος) |
ΣΠΙΝΘΗΡ |
η
σπίθα |
ΣΤΑΜΝΟΣ |
η στάμνα |
ΣΤΑΦΥΛΗ |
το
σταφύλι |
ΣΤΑΧΥΣ / ΣΤΥΛΟΣ |
το στάχυ |
ΣΤΕΛΕΑ |
το
στειλιάρι |
ΣΤΕΜΦΥΛΑ |
τα στράφυλα |
ΣΤΕΝΟΣ |
στενός |
ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΣ |
στρογγυλός |
ΣΤΡΟΥΘΟΣ |
το
στρουθί |
ΣΤΥΠΠΕΙΟΝ |
το στουπί |
ΣΥΚΙΑ |
η
συκιά |
ΣΥΚΟΝ |
το σύκο |
ΣΥΝΑΓΡΙΣ |
η συναγρίδα |
ΣΥΡΩ |
σέρνω |
ΣΦΑΖΩ |
σφάζω |
ΣΦΑΚΟΣ |
η σφάκα |
ΣΦΑΛΙΖΩ |
σφαλίζω |
ΣΦΕΝΔΑΜΟΣ |
ο σφένδαμνος, το σφενδάμι |
ΣΦΕΝΔΟΝΗ |
η
σφεντόνα |
ΣΦΗΞ / ΣΦΗΚΟΣ |
η σφήκα, η σφήγκα |
ΣΦΙΓΓΩ |
σφίγγω |
ΣΦΟΓΓΟΣ |
το σφουγγάρι |
ΣΦΟΝΔΥΛΟΣ |
το σφοντύλι |
ΣΧΕΛΙΣ |
η σκελίδα |
ΣΧΙΝΟΣ |
ο σχίνος |
ΣΧΟΙΝΟΣ |
το σχοινί ή σκοινί |
ΣΩΛΗΝ |
η σωλήνα |
ΤΑΓΓΗ |
ο ταγκός, η ταγκίλα |
ΤΑΓΗΝΟΝ |
το τηγάνι |
ΤΑΠΕΙΝΟΣ |
ταπεινός |
ΤΕΡΜΙΝΘΟΣ |
η τραμιθιά,
η τριμιθιά |
ΤΕΥΤΛΟΝ |
το σέσκλο, η σεύκουλα |
ΤΟΛΥΠΗ |
η τουλούπα |
ΤΟΞΟ |
το δοξάρι |
ΤΟΠΑΖΙΟΝ |
το τοπάζι |
ΤΡΑΥΛΟΣ |
τραυλός |
ΤΡΑΧΗΛΙΣ |
η τραχηλιά |
ΤΡΕΦΩ |
τρέφω |
ΤΡΙΓΛΗ |
το τριγλί
(μπαρμπούνι) |
ΤΡΩΓΩ |
τρώγω, τρώω |
ΤΥΜΒΟΣ |
η τούμπα |
ΤΥΜΠΑΝΟΝ |
το τούμπανο |
ΤΥΡΑΝΝΟΣ |
ο τύραννος |
ΥΑΛΟΣ |
το γυαλί |
ΥΒΡΙΣ |
η βρισιά |
ΥΝΙΣ |
το υνί |
ΦΑΓΡΟΣ |
το φαγγρί |
ΦΑΚΕΛΟΣ |
το φακιόλι |
ΦΑΚΟΣ |
η φακή |
ΦΑΛΑΓΓΙΟΝ |
το φαλάγγι (αράχνη) |
ΦΑΛΑΚΡΟΣ |
φαλακρός |
ΦΑΛΛΑΙΝΑ |
η φάλαινα |
ΦΑΛΟΣ |
μπάλιος
(άσπρος) |
ΦΑΡΑΓΞ |
το φαράγγι |
ΦΑΡΜΑΚΟΝ |
το φαρμάκι |
ΦΑΣΣΑ |
η φάσσα |
ΦΙΛΥΚΗ |
το φιλίκι,
το φελίκι, η φιλίκα |
ΦΛΕΨ |
η φλέβα |
ΦΛΟΜΟΣ |
ο φλόμος |
ΦΡΑΣΣΩ |
φράζω |
ΦΡΥΝΟΣ |
η φουρνιά,
ο φουρνός (Bufo) |
ΦΥΛΑΣΣΩ |
φυλάω |
ΦΥΣΩ |
φυσώ |
ΦΩΚΗ |
φώκια |
ΦΩΛΕΟΣ |
φωλιά |
ΧΑΛΙΝΟΣ |
χαλινάρι |
ΧΑΝΝΟΣ |
ο χάννος
(ψάρι) |
ΧΑΡΑΣΣΩ |
χαράζω |
ΧΕΛΙΔΩΝ |
το χελιδόνι |
ΧΕΛΥΝΗ |
η χελώνα |
ΧΗΡΑΜΟΣ |
η χαραμάδα |
ΧΟΙΡΟΣ |
ο χοίρος |
ΧΟΛΕΡΑ |
η χολέρα |
ΨΑΛΙΣ |
η ψαλίδα, το ψαλίδι |
ΨΑΥΩ |
ψάχνω |
ΨΕΥΔΗΣ |
ψεύτης |
ΨΙΑΘΟΣ |
η ψάθα |
ΨΥΧΗ |
η ψυχή |
ΩΟΝ |
το
ουό, το οβόν, το αβγό |
Αυτοί
που πίνουνε νερό
Δημήτρη
Λιθοξόου
27.2.2010
αναθεώρηση 29.1.2024
«Το έθνος πως λέει το ψωμί,
το κρασί και το νερό; Ψωμί, κρασί και νερό τα
λέει. Άμα έρθη κανένας και μας τα πη άρτος, οίνος και ύδωρ,
τότες μας έφτειασε δέφτερη γλώσσα. τότες έχουμε δυο γλώσσες,
έχουμε και δυο έθνη. Αφτό είναι όλο το ζήτημα»
Ψυχάρης,
Ρόδα και Μήλα, 1907, σ. 271
Υπάρχει ένας μικρός αριθμός λέξεων σε όλες τις γλώσσες
(ζωντανές και νεκρές), που ανήκουν σε αυτό που ονομάζεται βασικό
λεξιλόγιο. Το βασικό λεξιλόγιο δείχνει μεγαλύτερη αντοχή
στις αλλαγές και διατηρείται περισσότερο στο πέρασμα του χρόνου. Ορισμένες
λέξεις του βασικού λεξιλογίου ανήκουν στο σκληρό πυρήνα του.
Αυτές ορίζουν εκείνα που υπάρχουν ανεξάρτητα από τόπο και χρόνο,
χρησιμοποιήθηκαν από τη συγκρότηση των ανθρώπινων κοινοτήτων και προηγούνται
της δημιουργίας και της ανάπτυξης κάθε υλικού πολιτισμού. Είναι οι λέξεις οι
οποίες συγκροτούν το αρχέγονο ή πρωταρχικό (primitive)
πυρήνα του βασικού λεξιλογίου [Swadesh list 100, Yakhontov
list 35]
Παρά τις διαφωνίες που υπάρχουν, για το ποιες λέξεις
μπορεί να ενταχθούν εδώ και ποιες όχι, υπάρχουν κάποιες για τις οποίες υπάρχει
γενική συμφωνία, καθώς είναι φανερό πως οι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι να βρουν
ονόματα για κάποια πράγματα που βρίσκονταν γύρω τους καθημερινά και καθορίζουν
την ίδια τους την ύπαρξη, ανεξάρτητα από τον τόπο και την εποχή που ζουν.
Μία από αυτές τις λέξεις, ίσως η πιο σημαντική, είναι
το «νερό». Χωρίς «νερό» δεν υπάρχει ζωή. Το σύνολο της πανίδας
και της χλωρίδας του πλανήτη, είναι αναπόσπαστα δεμένα με το νερό.
Οι διάφορες λέξεις που χρησιμοποίησαν και
χρησιμοποιούν οι γλωσσικές κοινότητες για το «νερό» αντέχουν ιδιαίτερα στο
πέρασμα των αιώνων.
Ένας εθνικός μύθος, ο οποίος διακηρύσσει πως τα μέλη
του συγκεκριμένου Έθνους συνδέονται με τον κόσμο των αρχαίων κατοίκων της
περιοχής, καθίσταται επί μέρους τρωτός, στο βαθμό που η λέξη που χρησιμοποιεί η
εθνική κοινότητα για το «νερό» είναι διάφορη εκείνης που χρησιμοποιούσαν
οι «αρχαίοι πρόγονοι», για να ονομάσουν ό,τι θεωρείται στη γη, πηγή της
ζωής.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει με το ελληνικό έθνος. Οι εθνικά
Έλληνες, πίνουν νερό (nerò), σε αντίθεση
με τους θεωρούμενους (από τους ίδιους) αρχαίους προγόνους τους που έπιναν ὕδωρ.
Η λέξη ὕδωρ δεν χρησιμοποιήθηκε από τους Ρωμιούς. Απέτυχε να
καθιερωθεί έστω και ως δεύτερη ονομασία, δίπλα στο νερό,
μετά από υποχρεωτική «παιδεία» σχεδόν δύο αιώνων. Όλες οι λέξεις που
υπάρχουν στη λεγόμενη κοινή νεοελληνική και σχετίζονται με
το ὕδωρ, έχοντας ως πρώτο
συνθετικό το «υδρ-», όπως υδραυλικός, υδρογόνο, υδρατμός, υδράργυρος,
είναι λέξεις νεότερες λόγιες, πλασμένες από τους κρατικούς διανοούμενους, με
εθνικά κριτήρια.
Το ὕδωρ, (γενική του ὕδατος), που σημειωτέον δεν
λεγόταν από τους αρχαίους Έλληνες «ìdhor - ìdhatos», όπως διδάσκουν
(μόνο) οι φιλόλογοι στην Ελλάδα, σύμφωνα με το
γλωσσολόγο Julius Pokorny, είναι συγγενικό του φρυγικού βεδυ,
του λιθουανικού vanduo, του παλαιο-σλαβικού voda,
του χιττιτικού wātar, του παλαιο-Σαξονικού watar,
που σημαίνουν όλα «νερό» [INDOGERMANISCHES ETYMOLOGISCHES WÖRTERBUCH,
1959, τομ. 1, σελ. 78-80].
Κατά
τον Pokorny οι πρωτο-ινδοευρωπαϊκές ρίζες ner*,
δεν έχουν καμιά σχέση με το νερό και τα συγγενή του, αλλά παραπέμπουν στις
άσχετες έννοιες του «άντρα» και της «δύναμης», του «υποκάτω»,
του «κρύβομαι» και του «φωλιάζω». Ινδοευρωπαϊκή ρίζα «nir*» δεν
υπάρχει [τομ. 2, σελ. 765-769].
Η λέξη ὕδωρ υπάρχει στα
έργα της ελληνικής, ελληνιστικής και βυζαντινής γραμματείας συνολικά 20.402
φορές, η γενική του ὕδατος 12.540 φορές, ο πληθυντικός τα ὕδατα 1.892 φορές και
η γενική πληθυντικού των ὑδάτων 4.107 φορές (στοιχεία
από CD Mousaios 2001).
Η λέξη νερό(ν), νερού, νερά, νερών / nerò(n), nerù, nerà, neròn απουσιάζει
στην ελληνική γραμματεία από τον Όμηρο μέχρι τον 3ο-4ο αιώνα
μ. Χ.
Ψάχνοντας στα πρώτα
λεξικά της γλώσσας των Ρωμιών, που τυπώθηκαν στην Ευρώπη από το 16ο αιώνα:
Η λέξη νερό υπάρχει στο λεξικό Corona
Preciosa το 1527.
Ως νερόν βρίσκουμε τη λέξη
καταγραμμένη το 1610 (πρώτη έκδοση) και 1614 (δεύτερη έκδοση) στο Glossarium
Graeco-barbarum του Johannes Meursius (σελ. 365), έργο που αποτελεί
ένα από τα πρώτα γλωσσάρια της ρωμαίικης γλώσσας.
Στο λεξικόπουλο του Simone Portio το 1635, βλέπουμε
πως το νερό στα Ρωμαίκα, είναι
στα Ελληνικά τα: ύδωρ, ύδος, χεύμα (σελ.
132).
Ως νερό υπάρχει στο βιβλίο του
Γεράσιμου Βλάχου (Θησαυρός της εγκυκλοπαιδικής βάσεως τετράγλωσσος, σελ.
426), ένα λεξικό τυπωμένο στη Βενετία το 1659, όπου σε κάθε λήμμα μαζί με την
αρχαία ελληνική και τη λατινική, υπάρχουν οι αντίστοιχες λέξεις στην ιταλική
και στην «απλή γλώσσα των Ρωμαίων».
Στον πρώτο τόμο του δίτομου έργου
του Du Cange «Glossarium ad scriptores mediæ
& infimæ Græcitatis», ένα γλωσσάρι του 1688, βρίσκουμε
το νερόν και το παράδειγμα: «ότα διψά η αυλή σου,
όξω νερό μη χύνεις» (σελ. 991-992).
Συναντάμε επίσης το λήμμα νερόν στο
«Θησαυρό της Ρωμαϊκής και της Φραγκικής γλώσσας», ένα λεξικό που
εκδόθηκε στο Παρίσι (Παρίτζι) το 1709, από τον καπουτσίνο Αλέξιο
Σουμαβεραίο (Allessio da Somavera). Ο συγγραφέας κάνει λόγο για το
νερό: το «τρεχάμενο», το «βρόχινο», το «βρύσινο», της
στέρνας ή «στερνόνερο», το «πηγαδίσιο», το «ποταμίσιο», το
«λιμνήσιο», το «χιονόνερο», το «θαλασσόνερο», το «γλυφόνερο»,
το «θολόνερο», το «βουρκιασμένο», το «βρομερό» και διάφορα
άλλα είδη νερού (σελ. 259).
Εκτός από το νερό / nerò,
κοινό σε πολλές ρωμαίικες διαλέκτους, υπάρχουν (ή υπήρχαν):
Νιρό / nirò στη βόρεια διάλεκτο (Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Βόρεια Εύβοια, Βοιωτία, Γρεβενά, Έβρο, Ευρυτανία, Θάσο, Ίμβρο, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Κοζάνη, Λάρισα, Λέσβο, Μαγνησία, Νιγρίτα, Πιερία, Σαμοθράκη, Σάμο, Σέρρες, Σιάτιστα, Φθιώτιδα, Φωκίδα, Χαλκιδική).
Νερόν / neròn σε Κάρπαθο, Κύπρο, Πόντο, Ρόδο.
Νιαρό / njarò στη Σίλλη και στη Στενήμαχο.
Ναρό / narò στη Νικόπολη (Πόντου).
Ν-ναρό / n-narò στο Μαρτάνο (Απουλία).
Αυτός που προσπάθησε να εξηγήσει γιατί οι Ρωμιοί,
παρότι «απόγονοι» των αρχαίων Ελλήνων, δεν πίνουν ὕδωρ αλλά νερό,
έχοντας έτσι «χάσει» μια από τις σημαντικότερες λέξεις τους (από εκείνες
που δεν χάνονται), ήταν ο Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833), ένας λόγιος Ρωμιός,
γιατρός και φιλόλογος, που θεωρούσε εαυτόν απόγονο των αρχαίων Ελλήνων. Ένας
άνθρωπος που έδρασε στο Παρίσι, και το έργο του επηρέασε καθοριστικά πλήθος
μεταγενέστερων λογίων που εργάστηκαν συστηματικά στην κατεύθυνση εξάλειψης του
«βάρβαρου» πολιτισμού της Ρωμιοσύνης.
Ο Κοραής λοιπόν, στον τέταρτο τόμο του έργου του «Άτακτα»,
που κυκλοφορεί στο Παρίσι το 1832 (λίγο πριν το θάνατό του), γράφει για την
ετυμολογία της λέξης νερόν: «Από το Νηρόν ή Ναρόν, Ελλ.
Τούτο δε, ή ως ρηματικόν του Νάω, το ρέω, ή κατά σύγκρασιν ή συγκοπήν, του
Νεαρόν, παραγώγου του Νέον (récent, frais), ή, κατ’ άλλους, συνθέτου από
τι Νεωστί (nouvellement puisé). Όπως αν ετυμολογηθεί, το Ναρόν ή Νηρόν ήτο
καταρχάς επίθετον, ως φαίνεται από τον Φρύνιχον, “Νηρόν ύδωρ, μη είπης, αλλά
πρόσφατον, ακραιφνές”. Λέγει και ο Ησύχιος “Ναρόν… υγρόν” ο δε Φώτιος “Ναράς…
ρευστικής. Αισχύλος”. Ως επίθετον το εμεταχειρίσθη και ο Σοφοκλής (παρά τω
Ετυμολογ. σελ. 597). “Προς ναρά δε κρηναία χωρούμεν ποτά”. Ήκουσα Θεσσαλόν να
το προφέρει, ακόμη σήμερον, Νηρόν» (σελ. 349).
Από το παραπάνω απόσπασμα γίνεται φανερό πως ο Κοραής
δεν είχε αποφασίσει για την ετυμολογία του νερού. Προτείνει
όμως να αναζητηθεί ένα κάποιο «επίθετο», για να μπει στη θέση ενός από
τα πιο συγκεκριμμένα ουσιαστικά της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Μια και το ὕδωρ δεν ακουγόταν
πια από τα στόματα των Ελλήνων (όπως θεωρούσε τους Ρωμιούς), καταφεύγει στην
παρετυμολογία, προτείνοντας «λύσεις» τραβηγμένες από τα μαλλιά.
Οι επίγονοί του, από τα είτε και είτε του
Κοραή, επέλεξαν τελικά το χωρίο του Φρύνιχου.
Ο Φρύνιχος ο Βιθυνός ήταν ένας αττικιστής του 2ου μ.Χ.
αιώνα. Στο έργο του ΦΡΥΝΙΧΟΥ ΕΚΛΟΓΗ (βλ. PHRYNICHI EKLOGAE NOMINUM ET VERBORUM ATTICORUM, LIPSIAE 1820)
διορθώνει αυτούς που δεν ήξεραν καλά τα αρχαία Ελληνικά, τους «αποπλανηθέντες
της αρχαίας φωνής και επί την αμαθίαν καταφεύγοντες» (σελ. 2), αυτούς που
έγραφαν ή μίλαγαν «λάθος».
Γράφει σχετικά:
«Εκοντήν ου χρη λέγειν αλλ’ εθελοντήν» (σελ. 4)
«Όπιθεν άνευ του σ μηδέποτε είπης, όπισθεν δε»
(σελ. 8)
«Ικεσία και τούτο αδόκιμον, ικετεία δε» (σελ.
11).
«Υπόδειγμα: ουδέ τούτο ορθώς λέγεται. παράδειγμα
λέγε» (σελ. 12)
«Μέχρις και άχρις συν τω σ, αδόκιμα. μέχρι δε και
άχρι λέγε» (σελ. 14)
Φτάνοντας δε στο επίμαχο απόσπασμα, διαβάζουμε: «Νηρόν
ύδωρ μη είπης, αλλά πρόσφατον, ακραιφνές» (σελ. 42).
Το Λεξικό του Ησύχιου του Αλεξανδρινού (συμπληρωμένο
από τον Κύριλλο Α’ πατριάρχη Αλεξανδρείας), ένα έργο του 5ου μ.Χ.
αιώνα, ερμηνεύει το «νηρόν» ως «ταπεινόν <υδατεινό?>», το «πρόσφατον»
ως «αρτίως γινόμενον, νέον, νεαρόν» και το «ακραιφνές» ως «καθαρόν»
(Haesychii Alexandrini Lexicon, Janae 1867, σελ. 77,
1088, 1291).
Ψάχνοντας δηλαδή το σωστό γι’ αυτόν επίθετο, για να
ορίσει το καθαρό ὕδωρ, ο Φρύνιχος αναφέρει σε μια πρόταση τρία. Κι αν
έγραφε όλα τα επίθετα για τις ιδιότητες ή τα χαρακτηριστικά του ὕδατος, θα μπορούσε βέβαια
να γράψει δεκάδες.
Τώρα, ότι εδώ στο Φρύνιχο, βρίσκουμε τη μετονομασία
του ὕδατος σε νερό / nerò,
μόνο με ένα λογικό άλμα, από εθνικούς λόγους επιβαλλόμενο, μπορεί να προκύψει.
Η «ερμηνεία» πάντως καθιερώθηκε.
Ο Ανδριώτης ετυμολογεί στο λεξικό του το νερό,
παραπέμποντας στον Κοραή και το νηρόν του Φρύνιχου (Ν.
Π. Ανδριώτη Ετυμολογικό Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Θεσσαλονίκη 1983, σελ.
228).
Ο Κριαράς «βρίσκει» πως το επίθετο «νηρός»
έδωσε το ουσιαστικό «νηρόν» τον 6ο αιώνα (Εμμ.
Κριαράς, Νέο Ελληνικό Λεξικό, Αθήνα 1995, σελ. 937).
Ο Μπαμπινιώτης αντιγράφει απλώς τους προηγούμενους
[Γεωργίου Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, 2η έκδοση,
Κέντρο Λεξικολογίας ΕΠΕ, Αθήνα 2002, σελ. 1175].
Υπάρχει ακόμα ένα σχετικό ερώτημα:
Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι το επίθετο χρησιμοποιείται
τόσο συχνά, σε όλες τις διαλέκτους της γλώσσας, ώστε κάποτε ταυτίζεται με το
ουσιαστικό που προσδιορίζει. Γιατί το ίδιο το ουσιαστικό, που ανήκει στο
σκληρό αρχέγονο πυρήνα του βασικού λεξιλογίου, δεν συνεχίζει
να χρησιμοποιείται παράλληλα στον προφορικό λόγο;
Εκτός από το ύδωρ, χάθηκε και η δεύτερη
ελληνική λέξη για το νερό: το ύδος.
Ακόμα χάθηκαν όλες οι αρχαίες ελληνικές λέξεις,
περίπου 200, που παράγονται από τη λέξη ύδωρ ή περιέχουν αυτή
στη σύνθεση τους.
Μερικές από τις λέξεις αυτές είναι οι παρακάτω:
[Μέσα σε παρένθεση δίνω την αντίστοιχη ρωμαίικη
λέξη, σύμφωνα κυρίως με τα αρχαία ελληνικά λεξικά των Σακελλαρίου (1883) και
Γιάνναρη (1892)]
Υδαλέος (νερουλός), υδαρής (νερουλός), υδαρός
(νερουλός), υδαρότης (νερουλάδα), υδαρώδης (νερουλός), υδάτινος (νερουλός),
υδάτιον (νεράκι), υδατόλουτος (νερολουσμένος), υδατομήτωρ (νερομάνα),
υδατοποσία (νερόπιομα), υδατοποτέω (νεροπίνω), υδατότροφος (νεροφάγος), υδατόω
(νερώνω), υδατώδης (νερουλός), υδερόομαι (νερουλιάζω), ύδρα (νεροφίδα),
υδραγωγός (νεροκράτης), υδραλέτης (νερόμυλος), υδράλμη (σαλαμούρα), υδρέλαιον
(νερόλαδο), ύδρευμα (βρύση), ύδρευσις (πότισμα), υδρεύω (ποτίζω), υδρία
(λαγήνα), υδρίον (νεράκι), υδρίσκη (λαγηνάκι), υδροδόκη (στέρνα), υδροειδής
(νερουλός), υδροθήκη (στέρνα), υδροθήρας (ψαράς), υδροθηρία (ψάρεμα).
υδροθηρικός (ψαράδικος), υδρομιγής (νερωμένος), υδρομύλη (νερόμυλος), υδροποσία
(νερόπιομα), υδρορόσατον (τριανταφυλλόνερο), υδρορρόα (νεροχύτης), ύδρος
(νεροφίδα), υδροστάτης (νεροζύγι), υδροφόρος (νεροκουβαλητής), υδροχοείον
(στέρνα).
Ας γυρίσουμε όμως στους Ρωμιούς και το νερό τους.
Μόνο οι Ρωμιοί πίνουν νερό / nerò ή νιρό / nirò;
Η απάντηση είναι όχι και βρίσκεται στην Ινδία
Ένα μεγάλο μέρος των λαών που προϋπήρχαν της εισβολής
των Αρίων στην Ινδία, σύμφωνα με τις αρχαίες ινδικές πηγές, είχαν ένα κοινό
γλωσσικό υπόστρωμα. Οι άνθρωποι αυτοί ονομάστηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα
από τον Robert Caldwell (1814-1891) Dravidians και η γλώσσα
τους Dravidian (από τη σανσκριτική λέξη drāvida). Οι αντίστοιχες
λέξεις έχουν μεταφραστεί εδώ «Δραβίδες» και «Δραβιδική».
Στην Ινδία υπάρχουν σήμερα αρκετές σύγχρονες γλώσσες
που ανήκουν στη δραβιδική οικογένεια (Dravidian family). Συνολικά υπάρχουν 85
δραβιδικές γλώσσες με 200 εκατομμύρια ομιλητές. Μερικές από αυτές τις γλώσσες
βρίσκονται έξω από την Ινδία: στη Σρι Λάνκα, το Πακιστάν, το Νεπάλ, το
Μπαγκλαντές, το Αφγανιστάν, το Ιράν, τη Μαλαισία και τη Σιγκαπούρη.
Τι κοινό έχουν οι Ρωμιοί με τους Δραβίδες; Τη λέξη για το «νερό / νιρό».
Εκτός από τους λίγους Ρωμιούς, άλλα 200 εκατομμύρια
άνθρωποι πίνουν κάθε μέρα νιρό / nirò, νιρού / nirù και νιρ / nir.
Ενδεικτικά, η λέξη που έχουν για το νερό ορισμένες
δραβιδικές γλώσσες είναι:
Karnataka «niru», Tuluva «nir», Kurgi «niru», Toda «nir», Kota «nire», Badaga «niru», Malabar «nir», Malayalma «nir», Tamil «nir»
(Sir William Wilson Hunter, A comparative dictionary of the languages of India and high Asia, London 1868, σελ. 164).
Ο προαναφερόμενος Caldwell, γράφει πως σε όλες τις
διαλέκτους της Δραβιδικής, μια λέξη, η λέξη nîr ή nîr-u,
χρησιμοποιείται για το νερό. Πρότεινε μάλιστα να εξεταστεί η σχέση αυτής της
δραβιδικής λέξης «with the modern Greek νηρό»! (Robert
Caldwell, A comparative grammar of the Dravidian or South-Indian family
of languages, London 1875, σελ. 458).
Μια εντυπωσιακή σύμπτωση ή ένα νήμα που συνδέει με μια άγνωστη προϊστορία;
Υ.Γ. (5.10.2023)
Η
λέξη-έννοια για το νερό δεν χάνεται, αν δεν χαθεί η γλωσσική κοινότητα.
Η λέξη-έννοια για το νερό ουσιαστικά δεν αλλάζει.
Ο
λαός των Ρωμιών ή Ρουμιών, όπως ονομαζόταν για αιώνες (πριν επικρατήσει η
νεότερη εθνική ονομασία των «Ελλήνων») έπινε και πίνει «νερό / nero», που δεν έπιναν οι πολίτες των πόλεων της αρχαίας
Ελλάδας, οι υποτιθέμενοι (σύμφωνα με την ελληνική εθνική ιδεολογία) αρχαίοι
πρόγονοί τους, που έπιναν «ΥΔΩΡ», καθώς μαρτυρούν τα κείμενα της αρχαίας ελληνικής
γραμματείας.
Θεωρώ
πως οι πρόγονοι των Ρωμιών, οι δούλοι που ζούσαν στην αρχαία Ελλάδα (και ο
αριθμός των οποίων ήταν πολλαπλάσιος των ελευθέρων πολιτών), έπιναν και αυτοί «νερό
/ nero»,
την ίδια ώρα που οι αφέντες τους
Έλληνες, έπιναν «ΥΔΩΡ».
Και
υποθέτω πως και οι πρόγονοι εκείνων των δούλων, που ζούσαν σε αυτή την περιοχή
και είχαν ένα υψηλό πολιτισμό, πριν υποδουλωθούν στους Έλληνες, όπως κι αν λέγονταν,
έπιναν και εκείνοι «νερό / nero».
Το
«ΥΔΩΡ» σταμάτησε να υπάρχει, γιατί αυτοί
που το έπιναν, οι ελεύθεροι Έλληνες, αφανίστηκαν από τους πολέμους και τις επιδημίες,
όπως μαρτυρούν οι πηγές και τα ερείπια. Όσοι επέζησαν από τους κατοίκους της αρχαίας
Ελλάδας, προέρχονταν από το μεγάλο πλήθος των αρχαίων δούλων και συνέχισαν να
πίνουν «νερό / nero»
και να μιλούν τη δική τους γλώσσα, που οι ρίζες της βρίσκονται στην προελληνική
αρχαιότητα.
Σημείωση
πρώτη:
Σύμφωνα
με την ελληνική μυθολογία (Όμηρος και Ησίοδος) ο Νηρεύς υπήρξε, πριν από τον
Ποσειδώνα, ο θεός της θάλασσας (μιας προελληνικής λέξης). Είχε ένα γιο, τον
Νηρίτη και πενήντα κόρες, τις Νηρηίδες. Το όνομα Νηρεύς θεωρείται μάλλον
Προελληνικό και σίγουρα μη Ινδοευρωπαϊκό [Robert Beekes]. Οι Νηρηίδες,
συνειρμικά παραπέμπουν στις Νεράιδες ή Νηράιδις (στη βόρεια διάλεκτο) των
Ρωμιών, τις κυράδες των νερών (νηρών).
Σημείωση
δεύτερη:
α. Θεωρώ
σημαντικό, παρά τις επί μέρους διαφωνίες μου (κυρίως ως προς τους
"Νεοέλληνες" και τους "Πρωτοέλληνες" ) το κείμενο του
Χρίστου Δάλκου "Σχέσεις "προ"ελληνικής και νεοελληνικής
γλώσσας". Βλ. Τετράδια Πολιτικού Διάλογου Έρευνας και Κριτικής, 35 (1994).
β. Κάποια
σημεία του κειμένου μου διευκρινίστηκαν, μετά τη δημοσίευση του Χρίστου Δάλκου, «Το
λεξικό ζεύγος α.ε. ύδωρ – ν.ε. νερό, το λανθάνον γραικικό
υπόστρωμα της καθ’ όλου ελληνικής και η θεωρία του κ. Δ. Λιθοξόου για τη “ρωμαίικη”
γλώσσα», βιβλιοπεριοδικό Ενδοσυγκριτικά, τεύχος 3, εκδόσεις Δίαυλος,
Αθήνα 2023.
Σημείωση τρίτη: Η λέξη «νερό» είναι το ουσιαστικό που εμφανίζεται με τη μεγαλύτερη συχνότητα στα κείμενα της ρωμαίικης λαογραφίας (: 1,43 φορές ανά 1.000 λέξεις, σε ένα σώμα παραδόσεων και παροιμιών που υπολόγισα, αποτελούμενο από 1,7 εκατομμύρια λέξεις). Η επισήμανση αυτή πρέπει να συσχετιστεί με σύγχρονες γλωσσολογικές μελέτες που υποστηρίζουν πως η συχνότητα με την οποία χρησιμοποιούνται οι λέξεις στη γλώσσα, προβλέπει το ρυθμό αντικατάστασής τους στη πορεία της γλωσσικής εξέλιξης, θεωρώντας ότι οι λέξεις που χρησιμοποιούνται συχνά (και μία από αυτές είναι το νερό) χρειάζονται ως και χιλιάδες χρόνια για να αντικατασταθούν, καθώς αλλάζουν με πολύ πιο αργούς ρυθμούς, από όσες λέξεις χρησιμοποιούντα λιγότερο [βλ. Mark Pagel, Quentin D. Atkinson & Andrew Meade, «Frequency of word-use predicts rates of lexical evolution throughout Indo-European history», Nature, 11 October 2007].
Σημείωση
τέταρτη: Από τις πρόσφατες αναζητήσεις μου για το νερό / νιρό σε
άλλες γλώσσες, σημειώνω το nir στην
Western Panjabi Shahpur (μια Ινδοευρωπαϊκή > Ινδο-Ιρανική γλώσσα), με 65
εκατομμύρια ομιλητές στο βόρειο Πακιστάν. Κυρίως όμως το ΝΕΡΙ (neri) για το νερό, της (μη ινδοευρωπαϊκής -
παλαιοευρωπαϊκής) Ετρουσκικής, που βρέθηκε σε αρχαίες επιγραφές στη γειτονική
Ιταλία, η ύπαρξη του οποίου συνηγορεί εντυπωσιακά σε όσα έχω προαναφέρει.
Η
γλωσσογεωγραφία του “βάτραχου” και οι αρχαίοι Έλληνες
Δημήτρη
Λιθοξόου
28.6.2018
Η λέξη “frog” βρίσκεται στο βασικό λεξιλόγιο της
λίστας IDS (Intercontinental Dictionary Series) και της
λίστας ALE (Atlas Linguarum Europae). Οι λίστες αυτές
χρησιμοποιούνται (όπως και η μικρότερη Swadesh List) για να βρεθεί η
γλωσσική συγγένεια μεταξύ διαφόρων γλωσσών.
Οι βάτραχοι που ζουν στην Ελλάδα ανήκουν στις
οικογένειες Ranidae και Hylidae των Άνουρων (Anura) και πρέπει να διακρίνονται
από τους φρύνους (ή τους μεγάλους βάτραχους της ξηράς, όπως περιγράφονται από
το λαό), που κατατάσσονται στις οικογένειες Bufonidae και Bombinatoridae. Οι
φρύνοι (λόγιος τύπος) είναι κυρίως γνωστοί στη χώρα μας με τα ονόματα βούζα,
μπράσκα και ζ(ι)άμπα.
Το πλήθος των λέξεων που χρησιμοποιείται για τον βάτραχο
στις διαλέκτους της ρωμαίικης (δημοτικής) γλώσσας είναι εντυπωσιακό. Στον
πίνακα που ακολουθεί καταγράφω 236 τύπους (και τις περιοχές).
Βάζοντας αυτά τα ονόματα στο χάρτη που δημιούργησα,
βλέπουμε ότι οι συγγενικές λέξεις σχηματίζουν δύο μεγάλες ενότητες. Μία γύρω
από τον τύπο «βάθρακας-βαθρακός» και μία γύρω από τον τύπο «μπάκακας».
Ο βάθρακας (μπλε χρώμα στον χάρτη) καλύπτει τη
νησιωτική χώρα και εισχωρεί σε Πελοπόννησο, Αττική και Εύβοια.
Ο μπάκακας (κόκκινο χρώμα) καλύπτει κυρίως την
ηπειρωτική χώρα και εισχωρεί και αυτός στην Πελοπόννησο.
Υπάρχουν ακόμα κάποιες άλλες ονομασίες, απομονωμένες
σε νησιά. Το «κάρλακας» στην Κέρκυρα, το «κακαράς- κακαρέλι» σε Σκύρο-Κεφαλονιά
και το «κούβακας» στη Σκύρο. Και ακόμα τύποι του σλαβικού «ζ(ι)άμπα», στη βόρεια
χώρα.
Η πολυτυπία που παρατηρείται εντός των δύο μεγάλων
ομάδων, του «βάθρακα» και του «μπάκακα», υποδεικνύουν μία πρώιμη διάσπαση και
των δύο λέξεων.
Αυτή η πολυτυπία καταγράφεται σε μικρότερο βαθμό για
τον «βάτραχο» και στην αρχαία γραμματεία, καθώς εκεί διαβάζουμε σε διάφορες
αρχαίες διαλέκτους τα : βάθρακος, βότραχος, βράταχος, βριαγχόνη, βρίαγχος,
βρόταχος, βρούχετος, βρύτιχος και βύρθακας.
Η λέξη «βάτραχος» δεν είναι ωστόσο ελληνική, αλλά
θεωρείται μη ινδοευρωπαϊκή προελληνική [Robert Beekes, Etymological
Dictionary of Greek, σ. 206].
Υπέρ της μη ινδοευρωπαϊκής προέλευσης της λέξης
«βάτραχος» συνηγορεί επίσης η λέξη vatr̃akš (: frog), που ερευνώντας
συνάντησα στη γλώσσα Erzya Mordvin, μια γλώσσα που ανήκει στην ουραλική
οικογένεια.
Αυτό σημαίνει ότι οι ινδοευρωπαίοι αρχαίοι Έλληνες
πήραν τη λέξη για το βάτραχο από κάποιο παλαιότερό τους, μη ινδοευρωπαϊκό λαό.
Οι μισοί Ρωμιοί χρησιμοποιούν, όπως και οι αρχαίοι
Έλληνες, το μη ινδοευρωπαϊκό βάτραχος-βάθρακας. Εδώ το «ιδεολόγημα» του
Χατζιδάκι για τη προέλευση της «νέας» ελληνικής, από μια «μεσαιωνική», που
προήλθε από μια «ελληνιστική», που με τη σειρά της προέκυψε από την
Αττική, καταρρέει εντελώς, καθώς οι ρωμαίικοι διαλεκτικοί τύποι συνδέονται
απευθείας με τους αρχαίους διαλεκτικούς. Ωστόσο το μέγα πλήθος των ρωμαίικων
τύπων, υποδεικνύει μια γλωσσική διάσπαση, πολύ παλαιότερη από το σχηματισμό της
αττικής διαλέκτου.
Η δεύτερη λέξη «μπάκακας» της ηπειρωτικής ενδοχώρας,
δεν καταγράφεται στην αρχαία γραμματεία. Την αρχαιότητά της ωστόσο μαρτυρεί όχι
μόνο η πολυτυπία της στις ρωμαίικες διαλέκτους, αλλά και η αναγνώρισή της στα
Γεωργιανά: baq’aq’i, Κουρδικά: beq, Ουγγρικά: béka, Κιργιζιανά &
Καζακστανικά: baka. Σε γλώσσες δηλαδή τόσο μη ινδοευρωπαϊκές, όσο και
ινδοευρωπαϊκές, γεγονός που οδηγεί σε αρχαιότερη κοινή προέλευση.
Τέλος, ούτε και τα επιμέρους άγνωστης ετυμολογίας
«κάρλακας», «κακαράς-κακαρέλι», «κούβακας-κούφακας» και το σλαβικό žaba
(ζιάμπακας-ζιάπα-ζιάπκα), μπορούν να θεωρηθούν ελληνικά.
Βλ. επίσης: γλωσσογεωγραφικά - βάτραχος
αβοθρακός ο |
Κρήτη |
|
αβορθακός ο |
Κρήτη
(Ρέθυμνο) |
|
αγκληδόνα η |
Πόντος |
φρύνος |
αθρακλός ο |
Ρόδος
(Μεσαναγρός) |
|
αφαρδακός ο |
Κρήτη (Δυτική Κρήτη) |
|
αφορδακός ο |
Κρήτη
(Λασίθι) |
|
αφορντακός ο |
Κρήτη |
|
αφρακλός ο |
Ρόδος
(Μεσαναγρός) |
|
βαθαακός ου |
Σαμοθράκη |
|
βαθράκ του |
Βελβεντός |
|
βαθράκα η |
Καππαδοκία (Σίλατα, Φάρασα) |
|
βάθρακα η |
Ιστορικό
Λεξικό |
|
βαθρακάγι το |
Εύβοια (Κουρούνι) |
υποκοριστικό |
βαθρακάκ
του |
βόρεια
διάλεκτος |
υποκοριστικό |
βαθρακάκι το |
Ιστορικό Λεξικό |
υποκοριστικό |
βαθράκαλας
ο |
Πόντος |
|
βαθράκαρος ο |
Νάξος (Γαλανάδο) |
μεγεθυντικός |
βαθρακάς ο |
Αίγινα,
Εύβοια (Αυλωνάρι, Κύμη, Οξύλιθος, Κουρούνι), Κεφαλονιά |
|
βάθρακας ο |
Αίγινα, Αιτωλοακαρνανία, Αρκαδία, Αυλωνάρι & Κονίστρες, Αχαΐα
(Σουδενά), Γρεβενά, Θήρα, Θράκη (Αδριανούπολη, Σαράντα Εκκλησιές), Ικαρία
(Άγιος Παντελεήμονας), Εύβοια (Κύμη, Λίμνη), Ευρυτανία (Χελιδόνα), Κεφαλονιά,
Κρήτη, Κύθηρα (Ποταμός), Λήμνος, Μεσσηνία, Μύκονος, Νάξος (Κορωνίδα),
Νιγρίτα, Σάμος (Λέκα), Σίφνος, Σκύρος, Σύρος, Τήνος |
|
βαθρακάτς
του |
Μύκονος |
υποκοριστικό |
βαθρακάτσι το |
Ιστορικό Λεξικό |
υποκοριστικό |
βαθράκι το |
Αχαΐα
(Ζαρούχλα), Κορινθία |
|
βαθράκια η |
Καππαδοκία |
|
βαθρακλάκ
του |
Σάμος
(Λέκα) |
|
βαθρακλάς ο |
Κεφαλονιά (Ασπρογέρακας) |
|
βάθρακλας ο |
Σάμος
(Λάκα) |
μεγεθυντικό |
βαθρακλός ο |
Κεφαλονιά, Νίσυρος |
|
βαθρακόνι
το |
Χίος |
|
βαθρακόπλο το |
Θράκη |
υποκοριστικό |
βαθρακός ο |
Αδραμύττιο,
Άθως, Αμοργός, Θήρα, Θράκη (Αίνος, Μάδυτος, Σαράντα Εκκλησιές, Σηλυβρία),
Κρήτη (Χανιά), Λέρος, Λέσβος (Βασιλικά), Πάρος (Παροικιά), Παλιά Αθήνα,
Πόντος (Κερασούντα), Προποντίδα (Αρτάκη, Κύζικος, Πάνορμος), Ρόδος, Σύρος |
|
βάθρακος ο |
Θράκη (Σηλυβρία), Κορσική, Κρήτη, Νάξος |
|
βαθρακούδι
το |
Ιστορικό
Λεξικό |
υποκοριστικό |
βαθρακούλ του |
Σάμος (Λέκα) |
υποκοριστικό |
βαθρακούλα
η |
Σάμος (Λέκα,
Μαραθόκαμπος) |
υποκοριστικό |
βαθράτσι το |
Ιστορικό Λεξικό |
|
βάθραχας ο |
Νάξος
(Φιλώτι) |
|
βαρδακάς ο |
Μέγαρα |
|
βάρδακας ο |
Ιστορικό
Λεξικό |
|
βαρδακάτσι το |
Πάρος (Νάουσα) |
υποκοριστικό |
βαρδακλιός
ο |
Κάρπαθος |
|
βαρδακός ο |
Πάρος (Νάουσα) |
|
βαρθάκα η |
Ιστορικό
Λεξικό |
|
βάρθακα η |
Φολέγανδρος |
|
βαρθακάς ο |
Εύβοια
(Αυλωνάρι), Μέγαρα |
|
βάρθακας ο |
Άνδρος, Αστυπάλαια, Ικαρία (Άγιος Παντελεήμονας), Ίος, Κάλυμνος, Εύβοια
(Κονίστρες), Κορινθία (Καρυά), Κύθνος, Μάνη, Νάξος, Σίφνος, Σύμη, Φολέγανδρος |
|
βαρθάκι το |
Αχαΐα (Αγία
Βαρβάρα Καλαβρύτων) |
|
βαρθάκλι το |
Αχαΐα |
|
βαρθακλό το |
Κεφαλονιά
(Νεοχώρι), Ρόδος (Σιάνα) |
|
βαρθακλός ο |
Κεφαλονιά, Κύθηρα, Ρόδος (Σιάνα) |
|
βαρθακός ο |
Κρήτη
(Μύρθιος Ρεθύμνης, Χάνια), Πάρος (Λεύκες), Σύρος |
|
βαρθακούλα η |
Σάμος |
υποκοριστικό |
βάρθουκλας
ο |
Αρκαδία
(Γορτυνία) |
|
βαρντακλάς ο |
Τήλος |
|
βάρτακας ο |
Σέριφος |
|
βαρτακλάς ο |
Κεφαλονιά (Κοντογενάδα), Μεσσηνία (Καρδαμύλη) |
|
βαρτλάκα η |
Καππαδοκία
(Αραβάνι) |
|
βάρτλακα η |
Καππαδοκία |
|
βατράκα η |
Καππαδοκία
(Ανακού, Φερτάκαινα) |
|
βατρακλός ο |
Κάρπαθος, Χάλκη |
|
βάτρακλος ο |
Ρόδος
(Μονόλιθος) |
|
βατρακός ο |
Δαρδανέλια |
|
βατρακούδιν
το |
Κύπρος |
υποκοριστικό |
βατράχ του |
Φωκίδα (Γραβιά) |
|
βατράχα η |
Μακεδονία |
|
βατραχάκ του |
Ιστορικό Λεξικό |
υποκοριστικό |
βατραχάκι
το |
Ιστορικό
Λεξικό |
υποκοριστικό |
βατράχαρος ο |
Ιστορικό Λεξικό |
μεγεθυντικό |
βάτραχας ο |
Εύβοια
(Χαλκίδα), Κέα, Μάκρη, |
|
βατραχάτς του |
Ιστορικό Λεξικό |
υποκοριστικό |
βατραχάτσι
το |
Ιστορικό
Λεξικό |
υποκοριστικό |
βατράχι το |
Αχαΐα (Πάτρα), Κορινθία (Ψάρι), Σμύρνη |
|
βατραχόπουλο
το |
Ιστορικό
Λεξικό |
υποκοριστικό |
βάτραχος ο |
Άνδρος (Αποίκια), Αττάλεια, Εύβοια (Μετόχι Χαλκίδος), Κεφαλονιά,
Κωνσταντινούπολη, Μεσσηνία, Βιθυνία (Σιγή), Σμύρνη |
|
βόδρακος ο |
Κύπρος |
|
βοθράκα η |
Καππαδοκία, Πόντος (Ινέπολη, Κερασούντα) |
|
βόθρακας ο |
Κύπρος,
Ρόδος (Αρχάγγελος) |
|
βοθράκι το |
Βιθυνία |
|
βοθρακός ο |
Αστυπάλαια,
Κάλυμνος, Κως (Αντιμάχεια, Ασφενδιού, Κέφαλος, Χώρα), Ρόδος |
|
βόθρακος ο |
Κρήτη, Κύπρος |
|
βοθρακούδι
το |
|
υποκοριστικό |
βορδακάς ο |
Μέγαρα |
|
βορδακλός ο |
Τήλος |
|
βορθάκα η |
Πόντος (Κερασούντα, Τραπεζούντα, Χαλδία) |
|
βόρθακα ο |
Τσακωνιά |
|
βορθακάος ο |
Κύθηρα |
|
βορθακάς ο |
Ιστορικό
Λεξικό |
|
βορθάκι το |
Ιστορικό Λεξικό |
|
βορθακός ο |
Κρήτη
(Χανιά), Κύθηρα |
|
βόρθακος ο |
Ιστορικό Λεξικό |
|
βόρτακας ο |
Κύπρος |
|
βόρτακος ο |
Κύπρος |
|
βορτακούδιν
το |
Κύπρος |
υποκοριστικό |
βορτακούιν το |
Κύπρος |
|
βορτάτσιν
το |
Κύπρος |
|
βοτρακλός ο |
Νίσυρος |
|
βοτράχα η |
Πόντος
(Κερασούντα) |
|
βούζα η |
Αιτωλοακαρνανία, Αχαΐα, Κορινθία (Λυγιά), Ηλεία, Λακωνία |
φρύνος |
βούθρακο ο |
Καλαβρία
(Ροχούδι, Χωρίο Ροχούδι) |
|
βουρδακάς ου |
Σάμος |
|
βουρθακάος
ο |
Κύθηρα |
|
βούρθακας ο |
Κεφαλονιά (Ληξούρι) |
|
βουτράκιου |
Απουλία |
|
βραθάκι το |
Βιθυνία |
|
βραθακός ο |
Ηράκλεια
(Τσαντάς), Βιθυνία (Κίος) |
|
βρίτικο |
Απουλία |
|
βροθάκ το |
Πόντος
(Σούρμαινα) |
|
βροθάκα η |
Πόντος (Κερασούντα, Κοτύωρα, Όφις, Σάντα, Σούρμαινα, Τραπεζούντα, Χαλδία) |
|
βροθάκιν το |
Πόντος |
|
βροθακίτζα η |
Πόντος |
υποκοριστικό |
βροθακίτζος
ο |
Πόντος |
υποκοριστικό |
βροθακόπον το |
Πόντος (Τραπεζούντα, Χαλδία) |
υποκοριστικό |
βροθακός ο |
Φούρνοι |
|
βρόθακος ο |
Κύπρος |
|
βρόσακου |
Καλαβρία |
|
βρότακου |
Καλαβρία |
|
βρόταχος ο |
Αρκαδία
(Γορτυνία) |
|
βρουθάκι το |
Καλαβρία (Μπόβα) |
|
βρούθακο ο |
Καλαβρία
(Βουνί, Γαλλικιανό, Μπόβα) |
|
βρούντακου |
Καλαβρία |
|
βρούτακο ο |
Απουλία |
|
βρούχνος ο |
Πόντος (Σάντα, Χαλδία) |
φρύνος |
ζάμπα η |
Ηλεία
(Τρυπητή), Καβακλί, Κέρκυρα |
φρύνος |
ζάμπακας ο |
Κοζάνη |
φρύνος |
ζάμπας ο |
Θράκη |
|
ζαμπνάκ του |
Γρεβενά |
|
ζάμπος ο |
Κέρκυρα |
φρύνος |
ζιάμπα η |
Γρεβενά (Τρίκωμο), Δρόπολη, Ημαθία, Θεσπρωτία (Έλαφος), Ιωάννινα
(Βούρμπιανη, Ζωτικό), Καστοριά (Γέρμας, Κωσταράζι), Κοζάνη (Αυγερινός,
Νεάπολη, Σιάτιστα), Λαγκαδάς, Νιγρίτα, Πιερία, Πιερία, Πρέβεζα (Λούρος) |
φρύνος |
ζιάμπακας ο |
Γρεβενά
(Άγιος Γεώγριος), Καστοριά, Κοζάνη (Βυθός, Κριμήνι, Χρυσαυγή) |
|
ζιαμπαρόκας ο |
Λαγκαδάς |
φρύνος |
ζιάπα η |
Δρόπολη,
Κοζάνη (Σκαλοχώρι) |
|
ζιάπκα |
Σέρρες |
|
ζιάπκους ου |
Σουφλί |
|
καγκάρελας ο |
Κέρκυρα |
|
καγκαρέλι
το |
Κεφαλονιά |
υποκοριστικό |
κακαράς |
Σκύρος |
|
κακαρέλι το |
Κεφαλονιά
(Αργοστόλι, Κοντογενάδα) |
|
καρκαρέλι το |
Κεφαλονιά, Ζάκυνθος |
φρύνος |
κάρλακας ο |
Κέρκυρα
(Αργυράδες, Λιαπάδες), Παξοί |
|
καρλακίδι το |
Κέρκυρα (Αργυράδες) |
υποκοριστικό |
κούβακας ο |
Χίος |
|
κούφακας ο |
Χίος |
|
μαθράκα η |
Καππαδοκία
(Φάρασα), Πόντος (Οινόη) |
|
μάθρακα η |
Καππαδοκία |
|
μαθρακάς ο |
Εύβοια
(Κουρούνι) |
|
μαθράκια η |
Καππαδοκία (Σίλατα, Σινασσός) |
|
μαθρακός ο |
Ίμβρος,
Λέσβος (Ανεμότια) |
|
μουλουμαθράτς του |
Λέσβος |
φρύνος |
μουρθακό ο |
Προποντίδα
(τσακώνικα χωριά Βάτικα και Χαβουτσί) |
|
μπακάκ του |
Ιωάννινα |
|
μπακακάκ
του |
Αιτωλοακαρνανία
(Ματαράγκα), Άρτα, Ευρυτανία (Κερασοχώρι), Θεσπρωτία, Πιερία, Πρέβεζα,
Φθιώτιδα |
υποκοριστικό |
μπακακάκι του |
Αρκαδία (Τρίπολη), Ηλεία |
υποκοριστικό |
μπακακάος ο |