ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΘΟΞΟΟΥ
Ελληνικός
Αντιμακεδονικός Αγώνας
Β’
(1905 - 1908)
Πρόλογος
Ο πρώτος τόμος του «Ελληνικού Αντιμακεδονικού Αγώνα» κυκλοφόρησε το 1998.[1]
Μεταφράστηκε στα μακεδόνικα το 2004[2]
και στα αγγλικά το 2007.[3]
Στηριζόμενος τότε κυρίως σε ελληνικές
πηγές (απομνημονεύματα πρωταγωνιστών και αρχεία), ξαναέγραψα την ιστορία της
ελληνικής επίθεσης στη Μακεδονία, από τον Μάιο του 1903 μέχρι τον Μάρτιο του
1905, επιλέγοντας, από τα βασικά έργα της σχετικής ελληνικής εθνικής
ιστοριογραφίας, τα κεφάλαια και του δικού μου βιβλίου. Έτσι αφηγήθηκα, από μια
άλλη σκοπιά «το Ίλιντεν», «τους δέκα κρητικούς μισθοφόρους», «την αποστολή των τεσσάρων αξιωματικών»,
«τη σύλληψη του Κώτα», «τον Παύλο Μελά», «το γάμο στο Ζέλενιτς», «την είσοδο
του Τσόντου Βάρδα» και «τη σφαγή στη
Ζαγκορίτσανη».
Στο δεύτερο τόμο, ακολουθώ μια
ημερολογιακή καταγραφή των ελληνικών πράξεων βίας, κατά ατόμων, ομάδων και
κοινοτήτων στη Μακεδονία, από τον Μάρτιο του 1905 (ή το Νοέμβριο του 1904, για
την Κεντρική Μακεδονία) έως την επανάσταση των Νεοτούρκων, τον Ιούλιο του 1908.
Ο Κάκκαβος, ο Βάρδας, ο Draganof και ο
Rubin, που δεν είχαν χρησιμοποιηθεί στον πρώτο τόμο, υπήρξαν σημαντικά
βοηθήματα, για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου.
Για πρώτη φορά, αποδελτιώνονται οι
ελληνικές εφημερίδες της εποχής και αξιοποιούνται (αφού πρώτα διασταυρώνονται)
όλες οι ειδήσεις της εποχής, που αφορούν ελληνικές πράξεις «εκδίκησης» ή «αντεκδίκησης» κατά προσώπων ή χωριών.
Εδώ δεν έχουμε, κατά κύριο λόγο, να
κάνουμε με μια άλλη ανάγνωση ή μια διαφορετική ερμηνεία των γεγονότων (επί τη
βάσει κάποιων συμπληρωματικών πληροφοριών), αλλά με μια προσπάθεια συστηματικής
καταγραφής, των εκατοντάδων ελληνικών επιθέσεων κατά αμάχων, που
πραγματοποιήθηκαν εκείνα τα χρόνια στους μακεδονικούς καζάδες και απουσιάζουν
από τα βιβλία της ιστορίας.
Συγκροτήθηκε έτσι μια «μαύρη βίβλος» της δράσης των ελλήνων «Μακεδονομάχων», τριπλάσια σε έκταση από
τον πρώτο τόμο του «Αντιμακεδονικού Αγώνα».
Το έργο συμπληρώνεται, υπό μορφή
υποσημειώσεων, με πληροφορίες για τη γλωσσική και θρησκευτική σύνθεση των 462
οικισμών που αναφέρονται στο κείμενο, καθώς επίσης για τις προσφυγικές
μετακινήσεις που διαχρονικά συντελούνται σε αυτούς.
Η σφαγή
των χτιστάδων από τα Κορέστια
Μετά τη
σφαγή στη Ζαγορίτσανη ή Ζαγκορίτσανη[4]
[Загоричани / Βασιλειάδα][5]
της Καστοριάς, το μεγάλο ελληνικό ένοπλο σώμα, για να αποφύγει την καταδίωξη
του οθωμανικού στρατού, διασπάται σε άλλα μικρότερα, τα οποία σκορπίζουν και
λημεριάζουν στην ευρύτερη περιοχή.
Ο
κρητικός υπολοχαγός Γιώργος Τσόντος (καπετάν Βάρδας) στήνει το επιτελείο του
στο μεγάλο ρωμαίικο[6]
χωριό Βογατσικό ή Μπογκάτσικο [Богацко][7]
του καζά Καστοριάς (Костурска).
Ο
κρητικός οπλαρχηγός Γιώργος Δικώνυμος (καπετάν Μακρής), με τους άντρες του,
βρίσκει κατάλυμα νότια, στο χωριό Δριάνοβο ή Ντριάνοβο [Дрјаново / Δρυόβουνο][8]
του καζά Ανασελίτσας ή Νασελίτσας [Населичка].
Κι ενώ η
είδηση για τη Ζαγκορίτσανη κάνει τον πολιτισμένο κόσμο να παγώσει από την
ελληνική θηριωδία, ο εμπνευστής της[9],
μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, ζητάει με επιστολή που στέλνει
στο Βάρδα «και άλλο αίμα». Τον
ειδοποιεί πως μια ομάδα χτιστάδων από τα χωριά των Κορεστίων [Корешта], που
ετοιμάζεται να πάει να βρει δουλειά στη Θεσσαλία, θα περάσει από τα μέρη που
εκείνος λημεριάζει. Χαρακτηρίζει τους οικοδόμους, «κομιτατζήδες»[10]
και ζητάει από τον έλληνα αξιωματικό να τους πιάσει και να τους εκτελέσει.
Με τη
σειρά του ο Βάρδας στέλνει γράμμα στον Μακρή, που είναι στο Ντριάνοβο, τον
ενημερώνει για όσα γράφει ο Καραβαγγέλης και τον διατάζει να πάει αυτός να βρει
τους χτιστάδες και να τους «αποκεφαλίσει».
Ο Μακρής,
μόλις νυχτώνει, παίρνει τους είκοσι άντρες του και κατευθύνεται νοτιοανατολικά.
Περνάει έξω από τη Σέλιτσα [Селица / Εράτυρα][11]
και μετά ανεβαίνει στο Κοντσικό ή Κόνσκο [Конско / Γαλατινή].[12]
Εκεί βρίσκει το δάσκαλο του χωριού, που του δείχνει πού πρέπει να στήσει
καρτέρι για να τους πιάσει. Η ενέδρα στήνεται το πρωί της 1 / 14ης
Απριλίου.[13]
Ο Μακρής
πιάνει έντεκα Μακεδόνες, δέκα από τη Ζουπάνιστα [Жупаништа / Άνω Λεύκη][14]
και έναν από το Γκάμπρεσι ή Γκάμπρες [Габреш / Γάβρος][15]
της Καστοριάς, μαζί με τα πέντε άλογα που έχουν αυτοί μαζί τους.
Το
απόγευμα, ένας από τους δεμένους αιχμαλώτους λύνεται και καταφέρνει να φτάσει
κυνηγημένος στο Κόνσκο. Εκεί βρίσκει έναν τούρκο δραγάτη (αγροφύλακα) από τη
Σιάτιστα [Шатиста],[16]
που περνάει τυχαία από κει και ζητάει την προστασία του. Ο Μακρής φτάνει ύστερα
από λίγο. Παίρνει με το ζόρι το φυγάδα από το δραγάτη. Του δίνει μάλιστα και
γράμμα προς την οθωμανική διοίκηση στη Σιάτιστα, με το οποίο και αναλαμβάνει
την ευθύνη για την πράξη. Στη συνέχεια επιστρέφει στους άλλους αιχμαλώτους, που
τους ανακρίνει, με βασανιστήρια.
Δυο
αδέλφια από τη Ζουπάνιστα, ο Ναούμ και ο Λάζος Αποστολίδης (όπως είναι το
εξελληνισμένο του επώνυμο) παρακαλάνε για τη ζωή τους, λέγοντας πως ο ένας
είναι γαμπρός του Δημήτρης Νταλίπη (οπλαρχηγού της ελληνικής οργάνωσης) και οι
δύο δε είναι γνωστοί του δεσπότη Καστοριάς. Το βράδυ ο Μακρής οδηγεί τους
Μακεδόνες, εκτός από τους δύο προαναφερόμενους που τους κρατάει για περαιτέρω
εξακρίβωση, σε μια ρεματιά για να τους ξεπαστρέψει. Μέσα στο σκοτάδι, ένας
κατορθώνει να ξεφύγει. Οι Έλληνες σκοτώνουν στη ρεματιά επτά κι αφήνουν,
νομίζοντας πως είναι σκοτωμένος, έναν βαριά τραυματισμένο (εκείνον από το
Γκάμπρες).
Ο Μακρής
γράφει πως τους τουφέκισαν.[17] Ο
Θύμιος Καούδης λέει πως τους λήστεψαν και ύστερα τους έσφαξαν. Σφάζοντας
μάλιστα έναν, έσπασε το σπαθί του Μακρή, σπαθί που του το είχε χαρίσει στην
Αθήνα ο έλληνας αξιωματικός Γιώργος Κολοκοτρώνης.[18]
Το πρωί ο
Μακρής επιστρέφει με τους άντρες του και τους δυο αιχμαλώτους στο Ντριάνοβο. Ο
Μακρής πηγαίνει μετά στη μονή Σισανίου, όπου συναντάει τον Βάρδα και τον
ενημερώνει για τη σφαγή και για τους δυο, από τη Ζουπάνιστα, που κρατάει. Στη
συνέχεια επικοινωνούν με τον Καραβαγγέλη, ο οποίος τους λέει να αφήσουν τους
αδελφούς Αποστολίδη, γιατί «είναι δικοί μας». Τελικά ο Μακρής τους
αφήνει ελεύθερους, αφού όμως πρώτα τους «ελευθερώνει» και από τις είκοσι
λίρες που έχουν επάνω τους.[19]
Στις 11
Απριλίου η εφημερίδα «Εμπρός»[20],
με τη γνωστή καθυστέρηση της εποχής όσον αφορά τις ειδήσεις, «ενημερώνει»
τους αναγνώστες της, πως κοντά στο χωριό «Κοντσικό» έγινε συμπλοκή
ανάμεσα στο σώμα του Μακρή και μιας «βουλγάρικης συμμορίας».[21]
Κατά τη σύγκρουση αυτή σκοτώθηκαν δύο Έλληνες και τραυματίστηκαν τέσσερις. Η «συμμορία» κατά το «Εμπρός» είχε
επτά νεκρούς, ενώ πιάστηκαν και τέσσερις αιχμάλωτοι. Οι υπόλοιποι τράπηκαν σε
φυγή.
Για
σύγκρουση με κομίτες, έγραψαν και οι άλλες εφημερίδες.[22]
Τα ψέματα[23]
του ελληνικού τύπου διαψεύσθηκαν όμως, λίγους μήνες αργότερα από μια
ελληνική εφημερίδα, το «Νέον Άστυ», όταν αναδημοσίευσε μεταφρασμένα,
προφανώς για λόγους δημοσιογραφικού ανταγωνισμού, ορισμένα επίσημα έγγραφα
βρετανών διπλωματών, από την επίσημη αγγλική εκδοτική σειρά που ήταν τότε
γνωστή και ως Blue Books (ή Κυανή
Βίβλος στα ελληνικά).
Στις 28
Νοεμβρίου 1905 λοιπόν, το «Νέον Άστυ» δημοσιεύει ένα έγγραφο του
πρόξενου της Βρετανίας στο Μοναστήρι McGregor, με ημερομηνία 13 / 26 Απριλίου
1905, προς τους ανωτέρους του, όπου αποκαλύπτει τι έγινε στο Κόνσκο. Εδώ οι
έντεκα από τα Κορέστια, χαρακτηρίζονται άοπλη ομάδα χτιστάδων που πήγαινε να
δουλέψει στη Λάρισα, και περιγράφεται η σύλληψη, ο βασανισμός τους, ο φόνος των
επτά και η τύχη των άλλων. Καταλήγει μάλιστα λέγοντας πως ο αρχηγός των
Ελλήνων, δηλαδή ο Μακρής, «φορούσε ελληνική στρατιωτική στολή και τα
χαρακτηριστικά του τα περιέγραψε με λεπτομέρειες αυτός που κατόρθωσε να
διαφύγει».
Ο φόνος
των παιδιών στο Λάγκενι
Τα
ξημερώματα του Μεγάλου Σαββάτου της 16 / 29ης Απριλίου 1905, ο
Μακρής που έχει καταλύσει στο χωριό Λέχοβο [Лехово][24]
της Καστοριάς, μαθαίνει τη σύλληψη, από τον αυτοκρατορικό στρατό, στο εκεί
πλησίον χωριό Μπελκαμένη [Бел Камен / Δροσοπηγή][25]
της Φλώρινας [Леринска], του υπολοχαγού Νικόστρατου Καλομενόπουλου (καπετάν
Νίδα) και 45 ανδρών του. Αμέσως ξεκινά με την ομάδα του και πάει στο λημέρι του
σώματος Νίδα, που βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Βίτσι [Вичо]. Εδώ βρίσκει
πληγωμένο στο πόδι τον υπαρχηγό του σώματος ανθυπολοχαγό Χρήστο Τσολακόπουλο (καπετάν
Ρέμπελο) με 70 άντρες. Μαθαίνει πως ο αρχηγός Νίδας και 47 άντρες, παραδόθηκαν
στο στρατό, που τους κύκλωσε στη Μπελκαμένη, πριν από λίγες ώρες. Ο Ρέμπελος
αρνήθηκε να παραδοθεί, άνοιξε πυρ και διέφυγε με τους υπόλοιπους, διασπώντας
την πολιορκία. Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν οκτώ νεκροί.[26]
Ο Μακρής
έμεινε για λίγες μέρες σε εκείνο το λημέρι, που το ονόμαζαν του «Μαμπινού τα
Ταμπούρια».[27]
Την Τρίτη 19 Απριλίου / 2 Μαΐου
μερικοί άντρες φεύγουν από το λημέρι και πάνε να αρπάξουνε πρόβατα για να τα
σουβλίσουν, από ένα μαντρί που υπήρχε εκεί κοντά,[28]
πάνω από το χωριό Λάγκενι ή Λάγκινο [Лагени или Лагино / Τριανταφυλλιά].[29]
Μετά από κάμποση ώρα αυτοί επιστρέφουν, λέγοντας πως δεν τα κατάφεραν, γιατί
τους πυροβόλησαν από το μαντρί. Τότε αποφασίζουν να επιτεθούν όλοι μαζί στους
τσοπάνηδες, εκτός από τον πληγωμένο Ρέμπελο και δυο άντρες που θα έμεναν πίσω
για να τον φυλάνε.[30]
Αρχηγός της επίθεσης ορίζεται ο οπλαρχηγός Χρήστος Τσίτουρας (καπετάν Ντούρας).
Ο Μακρής συμμετέχει στην επίθεση.
Βλέποντας
να έρχονται εναντίον τους εξήντα ένοπλοι Έλληνες με στολές τσολιάδων, οι
άνθρωποι από τη στάνη κατεβαίνουν τρέχοντας στο χωριό Λάγκενι. Οι επιτιθέμενοι
ακροβολίζονται στην πλαγιά του βουνού πάνω από το χωριό και ανοίγουν πυρ προς
αυτό. Οι μακεδόνες χωρικοί κλείνονται τρομαγμένοι στα σπίτια τους για να
σωθούν. Τα πυρά κρατάνε για δυο ώρες, έως ότου καταφθάνει ένα απόσπασμα τριάντα
στρατιωτών. Το απόσπασμα αυτό έχει ακούσει τους πυροβολισμούς κι έρχεται από το
γειτονικό χωριό Νέρετ ή Νέρεντ [Нерет или Неред /
Πολυπόταμο],[31]
όπου έχει βρει και είχε σκοτώσει, πριν από λίγες ώρες, δυο καταζητούμενους
επαναστάτες αυτονομιστές. Μόλις πλησιάζει ο στρατός, το ελληνικό σώμα υποχωρεί
και χάνεται ψηλά στο βουνό. Ο στρατός, βλέποντας πως οι ένοπλοι είναι Έλληνες,
τους αφήνει να φύγουν ανενόχλητοι.
Μέσα στο
Λάγκενι, στο χώρο γύρω από τη βρύση του χωριού, κείτονται σκοτωμένα τέσσερα
άτομα που δεν πρόλαβαν να κρυφτούν: ο σαρανταεπτάχρονος Χρίστο Μπογίνοφ, ο
δεκαοκτάχρονος Ιβάν Ντένοφ, η οκτάχρονη Κατερίνα Πέτκοβα και ο δωδεκάχρονος Τρίνκο
Χρίστοφ. Δίπλα τους σφαδάζουν σοβαρά πληγωμένοι, η οκτάχρονη Μίτρα Χρίστοβα
(κόρη του πρώτου νεκρού) και ο δεκατριάχρονος Τάνας Μίτρεφ.[32]
Στη
σχετική αναφορά του, με ημερομηνία 9 Μαΐου 1905 (νέα ημερομηνία), προς τον
προϊστάμενό του, βρετανό πρεσβευτή στην οθωμανική πρωτεύουσα, ο πρόξενος
McGregor, αφού περιγράφει την ελληνική επίθεση στο Λάγκενι καταλήγει:
«Την
επόμενη μέρα ο λοχαγός Gastoldi που πήγε στο Λάγκενι, πήρε το πληγωμένο κορίτσι
και το έστειλε στο Μοναστήρι για θεραπεία του ποδιού του. Πριν το λοχαγό είχε
επισκεφτεί το χωριό ο καϊμακάμης και ο Καντρί Μπέης, διοικητής της χωροφυλακής
στη Φλώρινα, οι οποίοι έφυγαν από το χωριό χωρίς να πάρουν κανένα μέτρο για τη
θεραπεία των πληγωμένων. Απεναντίας, σύμφωνα με τους χωρικούς, υποχρέωσαν τον πρόκριτο
του χωριού να υπογράψει ένα έγγραφο, που έλεγε ότι ο στρατός είχε δώσει μάχη με
το ελληνικό σώμα. Ο λοχαγός Gastoldi με πληροφορεί ότι ο Καντρί Μπέης, εκτός
του ότι είναι ανάξιος άνθρωπος, διατελεί καθ’ ολοκληρία υπό την επιρροή του
έλληνα μητροπολίτη της Φλώρινας».[33]
Το αίμα
των αθώων χωρικών και κυρίως το αίμα των μικρών παιδιών, οι ελληνικές
εφημερίδες της εποχής θα προσπαθήσουν να το ξεπλύνουν[34]
με νέα ψέματα, μέσα στα πλαίσια του «δημοσιογραφικού
πολέμου».[35]
Το ίδιο έκαναν αργότερα και οι έλληνες ιστορικοί.[36]
Ο Ι.
Ηλιάδης (αντάρτης του Ρέμπελου) που πήρε μέρος στην επίθεση, μιλάει γι’ αυτήν
στην εφημερίδα «Σκριπ», λίγες μέρες
μετά, λέει πως οι Έλληνες σκότωσαν στο Λάγκενι δεκαεπτά κομίτες.[37]
Ο Μακρής τέλος, στα απομνημονεύματά του, λέει πως «κυνηγήσαμε και σκοτώσαμε
έξι» μέλη μιας δεκαπενταμελούς συμμορίας.[38]
Η εκτέλεση του οπλαρχηγού Μαργαρίτη
Ο
οπλαρχηγός Αριστείδης Μαργαρίτης, καταγόμενος από την πόλη Καστοριά [Костур, Касторија],[39] χαρακτηρίζεται
σε επιστολή του Παύλου Μελά, προς τον πατέρα του Μιχάλη Μελά, γραμμένη στις 14
Μαρτίου 1897, ως «λαμπρός άνδρας », «αληθινός λεβέντης» που «θα κάνει θαύματα» στη Μακεδονία.[40]
Ένα χρόνο
αργότερα ο Μαργαρίτης φαίνεται πως έκανε ένα από τα πρώτα του «θαύματα»: την απαγωγή ενός εμπόρου από
την Κλεισούρα, για λύτρα. Οι οθωμανικές αρχές ωστόσο τον ανακαλύπτουν κι έτσι
αναγκάζεται να φύγει κυνηγημένος στην Ελλάδα.[41]
Ένα
επόμενο «θαύμα» του, είναι η επίθεση
που πραγματοποιεί, μαζί οκτώ μισθοφόρους του (που αμείβονται ο καθένας με 2 ½
εικοσόφραγκα το μήνα), εναντίον του μακεδονικού χωριού Τσιρίλοβο ή Τσουρίλοβο
[Чурилово / Άγιος Νικόλαος],[42]
στις 20 Δεκεμβρίου 1904[43].
Ο οπλαρχηγός Μιχάλης Τσόντος λέει πως τότε ο Μαργαρίτης σκότωσε[44]
πέντε κατοίκους του χωριού και έκαψε ένα σπίτι.[45]
Μετά την
επίθεση στη Ζαγκορίτσανη, ο Μαργαρίτης με τους άντρες του λημεριάζει στα
Καστανοχώρια [Костенарија] και τρομοκρατεί τα χωριά της περιοχής. Στα τέλη
Μαρτίου 1905 η δεκαπενταμελής ομάδα του εισβάλλει στο χωριό Έζερετς [Езерец /
Πετροπουλάκι].[46]
Εκεί πλιατσικολογούν, καίνε σπίτια, βασανίζουν τους χωρικούς και στραγγαλίζουν
τους: Βάνγκελ Τόμοφ, Στάβρε Στάβροβσκι, Πέτρε Νικόλοβσκι, Στέργιο Φότεβσκι,
Νίκολα Κάρερα, Στέργιο Λιότσο και Λάζο Λιότσο.
Ο Μιχάλης
Τσόντος γράφει σχετικά με τους νεκρούς, πως ο Μαργαρίτης αιχμαλώτισε στο
Έζερετς επτά, τους οποίους πήρε μαζί του στο βουνό. Από αυτούς ένας τους
ξέφυγε, τους άλλους όμως τους τουφέκισε.[47]
Το «Εμπρός», σε κύριο άρθρο το, θα γράψει
αργότερα πως ο Μαργαρίτης σκότωσε στο Έζερετς με σκοπό «να αποσπάσει χρήματα».[48]
Ο Καούδης υπογραμμίζει την τάση για λαφυραγωγία της συμμορίας του Μαργαρίτη,
λέγοντας πως αυτοί «σε όποιο σπίτι
έμπαιναν ζητούσαν παράδες, λίρες».[49]
Ο
υπολοχαγός Στέφανος Δούκας (καπετάν Μάλλιος) χαρακτηρίζει τα όσα έγιναν στο
Έζερετς «αισχρή πράξη».[50]
Ας
σημειωθεί, πως πριν από την εισβολή στο Έζερετς, έχει προηγηθεί επίθεση της
ομάδας Μαργαρίτη στα μακεδόνικα χωριά Λουβράδες ή Ολόβραντε [Оловраде / Σκιερό][51]
και Οσνίτσανη [Осничани) / Καστανόφυτο].[52]
Στο πρώτο χωριό σκότωσαν δυο κατοίκους και έκαψαν τέσσερα σπίτια. Νεκρούς
πάντως φαίνεται πως άφησαν φεύγοντας και στο δεύτερο χωριό.[53]
Στις 31
Μαρτίου 1905 ο καπετάν Φιλώτας γράφει, στο ημερολόγιό του,[54]
πως μεταξύ των ανδρών των ενόπλων σωμάτων διαδίδεται ότι η ομάδα του Μαργαρίτη
πλιατσικολόγησε και βίασε στα ρωμαίικα χωριά Λάνγκα [Лјанга, Л’ка][55]
της Καστοριάς και Ζάντσικο [Занцико / Ζώνη][56]
της Ανασελίτσας.
Ο Κώστας
Κλειδής λέει ακόμα πως ο Μαργαρίτης έκλεψε επίσης στο ρωμαίικο χωριό Λόσνιτσα [Лошница / Γέρμας].[57]
Για τη συμπεριφορά του δε στο Λέχοβο, αποκαλύπτει ότι οι κάτοικοι του χωριού
ειδοποίησαν τους έλληνες καπεταναίους, να μη ξαναμπεί ο Μαργαρίτης στα σπίτια
τους, γιατί «θα πιάσουν τα ντουφέκια».
Αλλά το χειρότερο για την ελληνική ηγεσία, από όσα έκανε ο Μαργαρίτης και οι
δικοί του, είναι ότι αυτοί εγκαταλείπουν τη θέση τους σε μάχη στη Λόσνιτσα με
στρατιωτικό απόσπασμα, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τρεις και να αιχμαλωτισθούν
οι υπόλοιποι από την ομάδα του οπλαρχηγού Βαγγέλη Φραγκιαδάκη (Γαλλιανού).[58]
Ο
δεσπότης Καστοριάς Καραβαγγέλης δέχεται τις οργισμένες διαμαρτυρίες των ρωμιών
χωρικών για τις αθλιότητες του Μαργαρίτη και αυτός ζητάει από τον Βάρδα, να
περάσει τον Μαργαρίτη από ανταρτοδικείο και να τον εκτελέσει[59]
για παραδειγματισμό, κατηγορώντας τον για ληστείες και βιασμούς στα γύρω χωριά,
καθώς «αφαίρεσε από τους χωρικούς
χιλιάδες λίρες και με τη βία ατίμασε γυναίκες και νεανίδες».[60]
Το
συμβούλιο των ελλήνων αρχηγών, με τη συμμετοχή του Βάρδα και του Μάλλιου,
αποφασίζει την εκτέλεση του Μαργαρίτη. Την απόφαση εκτελεί ο Παπα-Δράκος
Χρυσομαλλίδης, ο «ανισόρροπος ιερέας»[61],
ο πρωταγωνιστής και στο φόνο του αυτονομιστή Κονστάντοφ[62]
το Δεκέμβριο του 1904 στο χωριό Λιμπίσεβο ή Λιμπίσοβο [Либишево / Άγιος Ηλίας].[63]
Ο Παπα-Δράκος λοιπόν φυτεύει με το όπλο του, μια σφαίρα από πίσω, στο κεφάλι
του Μαργαρίτη.[64]
Ο παπάς θέλει στη συνέχεια να σκοτώσει και τους άντρες του οπλαρχηγού, αλλά
αυτοί γλυτώνουν με την επέμβαση των άλλων ανταρτών.[65]
Από την εκκλησία στο απόσπασμα
Ο πρώτος τόμος του «Ελληνικού Αντιμακεδονικού Αγώνα» και οι πρώτες σελίδες αυτού του
έργου, αναφέρθηκαν μέχρι τώρα σε γεγονότα που διαδραματιστήκαν στη Δυτική
Μακεδονία. Η κύρια επίθεση των ελληνικών ενόπλων σωμάτων στράφηκε δυτικά, καθώς
η πρόσβαση εκεί, από την Ελλάδα, μέσω των χερσαίων συνόρων, καθώς επίσης και η
αντίστροφη πορεία διαφυγής τους σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου, ήταν πιο εύκολη.
Από τα τέλη του 1904, η ελληνική
οργάνωση άρχισε να επεκτείνεται σταδιακά στην Κεντρική Μακεδονία. Κέντρο των επιχειρήσεων
στην περιοχή ήταν το προξενείο Θεσσαλονίκης και ο πρόξενος Λάμπρος Κορομηλάς.
Εδώ οργανώθηκαν μισθοφορικές ομάδες από γηγενείς, μεταφέρθηκαν όμως, με πλοία,
από το ελληνικό Βασίλειο και μεγαλύτερα σώματα, τα οποία αποβιβάστηκαν στις
δυτικές ακτές του Θερμαϊκού κόλπου και ύστερα κατευθύνθηκαν βόρεια, στη
μακεδονική ενδοχώρα.
Ο Κάκκαβος[66]
καταγράφει ως πρώτες επιθέσεις στην Κεντρική Μακεδονία, αυτές του ενόπλου
σώματος του κρητικού οπλαρχηγού Μανώλη Κατσίγαρη. Στις 26 Νοεμβρίου 1904 οι
άντρες του Κατσίγαρη μπαίνουν στο μακεδονικό χωριό Τέοβο [Теово / Καρυδιά][67]
του καζά Βοδενών [Воденска] και φεύγουν παίρνοντας μαζί τους αιχμαλώτους
τέσσερις κατοίκους του χωριού. Κατευθύνονται βόρεια και στον δρόμο σκοτώνουν
τους τρεις, αφήνοντας τον τέταρτο βαριά τραυματισμένο. Την άλλη μέρα, συναντούν
έξω από το χωριό Σαρακίνοβο [Саракиново /
Σαρακινοί][68]
μια ομάδα χωρικών. Υποτίθεται ότι εκεί δίνουν «μάχη» με τους αγρότες και ύστερα συνεχίζουν την προς βορρά πορεία
τους (χωρίς απώλειες, δίχως ούτε έναν τραυματισμό). Ο Καϊμακάμης που θα
επισκεφθεί τον τόπο την επομένη, θα μετρήσει τα θύματα: οκτώ πτώματα και έξι
βαριά τραυματισμένους Μακεδόνες.
Στην επίθεση στο Τέοβο αναφέρεται και η
εφημερίδα «Χρόνος»: «Η “Πολιτική Ανταπόκριση” πληροφορείται από
την Κωνσταντινούπολη, ότι ελληνική συμμορία τριάντα πέντε αντρών, πήγε στο
χωριό Τέχοβο των Βοδενών, όπου καταδίκασε σε θάνατο τέσσερις χωρικούς. Η
απόφαση αυτή εκτελέστηκε με τουφεκισμό των χωρικών, σε ένα γειτονικό δάσος.
Ένας από τους καταδικασμένους, τραυματίστηκε μόνο βαριά και κατόρθωσε να πάει
μετά από λίγες μέρες στη Θεσσαλονίκη και να καταγγείλει το γεγονός».[69]
Στα τέλη του 1904 ο Κατσίγαρης θα
επιτεθεί και στο χωριό Μπάοβο [Баово / Πρόμαχοι][70]
των Βοδενών, όπου θα σκοτώσει άλλα οκτώ άτομα.[71]
Αναφερόμενος στην αγριότητα της ομάδας
του Κατσίγαρη, ο Κλειδής γράφει πως, κάποιος από τους άνδρες του, έσερνε από το
πόδι έναν μακεδόνα αιχμάλωτο, για να «τον
πάει στην Κρήτη, να τον δουν και να
τον βάλει να του σκάβει το αμπέλι».[72]
Τέλος, σε σχέση με τις πρώτες ελληνικές
επιθέσεις στην Κεντρική Μακεδονία, η «Φιλιππούπολις»
αναδημοσιεύει (από εφημερίδα της Σόφιας) την είδηση πως στις 7 Νοεμβρίου 1904,
μια ελληνική συμμορία σκότωσε δύο εξαρχικούς που πήγαιναν στη Στρούμιτσα [Струмица][73]
και έναν άλλο τον πλήγωσε στο χέρι.[74]
Πρωί
Τρίτης, 4ης Ιανουαρίου 1905, η μικρή εκκλησία του χωριού Μάρβιντσι [Марвинци][75] της
Δοϊράνης είναι γεμάτη με χωρικούς που παρακολουθούν τη λειτουργία[76]
στην εκκλησιαστική σλαβική γλώσσα.[77]
Ξαφνικά περικυκλώνουν τον ναό και εισβάλουν μέσα διακόπτοντας τη λειτουργία,
ένοπλοι άντρες ενός ελληνικού μισθοφορικού[78]
σώματος, δύναμης 32 μελών (είκοσι μουσουλμάνων[79]
και δώδεκα χριστιανών) που δρα στην περιοχή.
Την ίδια
στιγμή, άλλοι ένοπλοι γυρίζουν στα σπίτια του χωριού και κάνουν πλιάτσικο.
Τρομοκρατούν και δέρνουν τους χωρικούς, ως συνεργάτες των αυτονομιστών. Ο
αρχηγός του σώματος βιάζει τη Βέλικα Χρίστοβα, μια νιόπαντρη γυναίκα. Όταν
τελειώνουν το έργο τους, φεύγουν ανατολικά, στον δρόμο προς το τούρκικο χωριό
Κάζαντολ [Казандол],[80]
παίρνοντας μαζί τους 26 αιχμαλώτους, από τους πιο εύπορους κατοίκους του
χωριού.
Ένα
τέταρτο της ώρας δρόμο με τα πόδια, σταματούν και προσπαθούν να βάλουν τους
αιχμαλώτους στη σειρά, με προφανή σκοπό να τους εκτελέσουν με τουφεκισμό. Οι
Μακεδόνες αντιστέκονται. Κάποιοι τρέχουν για να σωθούν. Τα μέλη του σώματος
ανοίγουν πυρ και ακολουθεί μακελιό.
Έντεκα
καταφέρνουν να ξεφύγουν τρέχοντας. Δέκα σκοτώνονται επί τόπου. Πέντε
τραυματίζονται σοβαρά και από αυτούς, τρεις θα πεθάνουν από τις λαβωματιές τις
επόμενες μέρες.[81]
Μισή ώρα
μετά την αναχώρηση του σώματος από το χωριό, φτάνει εκεί ένα στρατιωτικό
απόσπασμα. Ο υπολοχαγός που ηγείται του αποσπάσματος, αντί να καταδιώξει τη
συμμορία, απλώς καταγράφει το γεγονός και στη συνέχεια αποχωρεί με τους άντρες
του.
Την
επομένη φτάνει στο Μάρβιντσι ο καϊμακάμης της Δοϊράνης [Стар Дојран],[82]
μαζί με ένοπλη συνοδεία. Κατά τις ανακρίσεις που διεξάγονται, οι κάτοικοι του
χωριού καταγγέλλουν πως μεταξύ αυτών που τους επιτέθηκαν, ήταν και δυο άτομα
που είχαν συλληφθεί ως συμμορίτες, αλλά απελευθερώθηκαν πρόσφατα από τις αρχές.[83]
Αυτοί ήταν οι Άντον Ντίμτσεφ από το γειτονικό χωριό Γκέρτσιστε [Грчиште][84]
και ο Μίλε Σάνα από τη Μπογδάντσα ή Μπόγκνταντσι [Богданци].[85]
Ο δεύτερος μάλιστα χρησιμοποιούσε το εξελληνισμένο όνομα Μιχάλης Σιωνίδης.
Ο
υπολοχαγός που συνόδευε τον καϊμακάμη, προσπαθεί να αποτρέψει τους χωρικούς, να
μεταβούν στη Θεσσαλονίκη και να εξιστορήσουν τα δεινά τους.[86]
Η προσπάθειά του όμως αποτυγχάνει.[87]
Λίγες
μέρες μετά τις εκτελέσεις των Μακεδόνων, ο Λάμπρος Κορομηλάς ανακοινώνει στην
κυβέρνησή του, ότι μετα τον «τουφεκισμό
των 26 συλληφθέντων, από την ελληνική συμμορία» τα πράγματα φαίνονται να
βελτιώνονται για τα ελληνικά συμφέροντα.[88]
Ας
σημειωθεί, πως το ίδιο ελληνικό σώμα που επιτέθηκε στο χωριό Μάρβιντσι, είχε
μπει λίγα εικοσιτετράωρα πριν,[89]
στο χωριό Ζορμπάτοβο [Зорбатово / Μικρό Μοναστήρι][90]
της Θεσσαλονίκης και είχε σκοτώσει έναν πρόκριτο και τον εξαρχικό παπά.[91]
Οι ψαράδες
των Γιανιτσών
Η (αποξηραμένη σήμερα) λίμνη των
Γιαννιτσών, ή πιο σωστά ο τεράστιος βάλτος που βρισκόταν νότια από την πόλη
Γιανιτσά [Ениџе
Вардар или Пазар / Γιαννιτσά],[92]
αποτελούσε τα χρόνια μετά το Ίλιντεν, καταφύγιο των κυνηγημένων, από τον
στρατό, αυτονομιστικών τσετών.
Η αρχή έγινε, όταν το καλοκαίρι του 1903
μια τσέτα κυνηγημένη από το οθωμανικό ιππικό, δανείστηκε από τους ψαράδες τις
λίμνης τις χωρίς καρίνα μονόξυλες βάρκες τους (τις λεγόμενες πλάβες) για να
κρυφτεί μέσα στις πυκνές καλαμιές και τα βούρλα. Το ίδιο το μέρος έδωσε στους
αυτονομιστές την ιδέα ότι η λίμνη μπορούσε να γίνει ένα θαυμάσιο καταφύγιο γι’
αυτούς.[93]
Μέσα στη λίμνη υπήρχαν πλωτές ξύλινες
καλύβες που χρησιμοποιούσαν ήδη οι ψαράδες. Βάζοντας τσουβάλια με άμμο,
περιμετρικά στο πάτωμα σε κάποιες από τις καλύβες, οι επαναστάτες τις
μετέτρεψαν σε μικρά οχυρά, αόρατα, λόγω της πυκνής βλάστησης, από τα μάτια των
εχθρών.[94]
Η λίμνη αποτελούσε ταυτόχρονα και
γλωσσικό σύνορο. Στα χωριά που βρίσκονταν ανατολικά, βόρεια και δυτικά αυτής, η
μακεδονική ήταν η επικρατούσα γλώσσα, ενώ υπήρχαν και χωριά όπου κατοικούσαν
Τούρκοι και Τσιγγάνοι, μόνοι τους ή μαζί με Μακεδόνες. Νότια της λίμνης, στον
τόπο που είναι γνωστός και ως Ρουμλούκι (Urumluk), οι
κάτοικοι μιλούσαν ρωμαίικα.
Η ελληνική οργάνωση θεώρησε εξαρχής πως
το Ρουμλούκι μπορούσε να γίνει κέντρο
εξόρμησης των ελληνικών ένοπλων ομάδων, στις επιθέσεις τους, τόσο κατά των
αυτονομιστών που βρίσκονταν μέσα στη λίμνη, όσο και εναντίον των γειτονικών
μακεδονικών χωριών.
Την Κυριακή 20 Φεβρουάριου 1905, σύμφωνα
με την αφήγηση του Λάμπρου Κορομηλά,[95]
το δεκαεξαμελές ελληνικό σώμα που εδρεύει στο Ρουμλούκι, πραγματοποιεί επίθεση
στην βορειοανατολική πλευρά της λίμνης, κοντά στο χωριό Τσέκρι ή Κιρκάλοβο
[Чекри или Киркалово / Παραλίμνη][96].
Οι Έλληνες, με δώδεκα πλάβες και ισάριθμους πλαβιτζήδες (βαρκάρηδες), πλέουν
και φτάνουν στην «καλύβα του Παύλου»,
την καλύβα ενός μακεδόνα ψαρά, που βρίσκεται εκεί για ψάρεμα μαζί με άλλους
οκτώ μακεδόνες ψαράδες. Οι ένοπλοι της ελληνικής ομάδας τους συλλαμβάνουν όλους
και τους ζητούν να τους οδηγήσουν σε μια καλύβα στη λίμνη, όπου υπάρχουν
αυτονομιστές. Οι ψαράδες αρνούνται και τότε οι Έλληνες αρχίζουν να τους
εκτελούν τον έναν, μετά τον άλλο. Μετά την τρίτη εκτέλεση ένας «λιποψυχεί» και δέχεται να τους οδηγήσει.
Οι ένοπλοι, με τους πέντε αιχμαλώτους
ψαράδες, πλέουν για την «καλύβα του Μποζίνου».
Μόλις πλησιάζουν εκεί, βάζουν έναν ψαρά, που τον ήξεραν, να τους μιλήσει από
απόσταση. Από την καλύβα φεύγουν δυο πλάβες με πέντε άτομα, να τους
συναντήσουν. Οι Έλληνες ανοίγουν πυρ εναντίον τους και αφού τους σκοτώνουν, στη
συνέχεια σημαδεύουν όποιον υπάρχει πάνω στην καλύβα. Οι Μακεδόνες ανταπαντούν
στα πυρά και οι επιτιθέμενοι φεύγουν έχοντας έναν νεκρό πλαβιτζή. Κατά την
επιστροφή, σκοτώνουν τους δεμένους ψαράδες, που έχουν μαζί τους.
Ο έλληνας πρόξενος σημειώνει πως οι
απώλειες του εχθρού[97]
ήταν οι δεκατέσσερις στην καλύβα και οι εννιά αιχμάλωτοι ψαράδες, σύνολο είκοσι
τρεις νεκροί. Ο Χιλμή Πασάς δηλώνει αργότερα πως όλοι «οι φονευθέντες ήταν απλοί ψαράδες» και «κατακρίνει σφόδρα τους Έλληνες».[98]
Η μαρτυρία
του Αλέξανδρου Ξανθόπουλου
Ο Αλέξανδρος Ξανθόπουλος, που στο
παρελθόν είχε δουλέψει για οκτώ χρόνια ως μηχανοδηγός στο σιδηρόδρομο
Θεσσαλονίκης-Κωνσταντινούπολης, είναι ένας οπλαρχηγός της ελληνικής οργάνωσης,
επικεφαλής δέκα ανδρών, που δρα στην περιοχή του Κιλκίς.
Το Μάιο του 1905, συντάσσει μια έκθεση[99]
για την ένοπλη δραστηριότητα των ελληνικών ομάδων, κατά το προηγούμενο
διάστημα, στους καζάδες Θεσσαλονίκης [Солунска], Κιλκίς [Кукушка], Δοϊράνης [Дојранска] και
Γιανιτσών [Енидже Вардарска].
Ο Ξανθόπουλος γράφει στην έκθεση, πως υπάρχουν
εδώ οι εξής πολιτοφυλακές:
Στο τμήμα Θεσσαλονίκης. Μία στο χωριό
Βάλτσα ή Μπάλτσα [Балџа / Μελισσοχώρι],[100]
με αρχηγό τον Πασχάλη. Έχει ένα μάλινχερ, δεκατέσσερα όπλα γκρα και ισάριθμα
περίστροφα. Δεύτερη στη Δρεμιγκλάβα ή Ντρεμίγκλαβα [Дремиглава / Δρυμός],[101]
με αρχηγό τον Αντώνη. Διαθέτει ένα μάλινχερ, δεκατρία όπλα γκρα και ισάριθμα
περίστροφα. Τρίτη στη Νιοχωρούδα ή Νιοχώρι [Неохор / Νεοχώρι][102]
με τρία όπλα γκρα. Τέταρτη στο Γκράντομπορ [Градобор / Πεντάλοφος],[103]
ένα μικτό χωριό πατριαρχικών και εξαρχικών Μακεδόνων, όπου η οργάνωση έχει οκτώ
περίστροφα.
Στο τμήμα της Δοϊράνης, μία πολιτοφυλακή
στη Μπογδάντσα. Εδώ αρχηγός είναι ο Μιχάλης (Σιωνίδης) που έχει στη διάθεσή του
ένα μάλινχερ, επτά όπλα γκρα και ισάριθμα περίστροφα.
Και τέλος μία πολιτοφυλακή στο τμήμα των
Γιανιτσών, με δέκα όπλα γκρα και άλλα τόσα περίστροφα.
Εκτός από τις προαναφερόμενες πολιτοφυλακές,
σε αυτό το γεωγραφικό διαμέρισμα δρούσαν τρεις ένοπλες ομάδες. Μία στην
περιφέρεια Γιανιτσών, υπό την ηγεσία του καπετάν Γεωργάκη (Γιώργος Πέτρου).
Δεύτερη στην περιφέρεια Δοϊράνης, με οπλαρχηγό τον Ζήρια (Γιάννη Σακελαρόπουλο)
και τρίτη στην περιφέρεια Κιλκίς, με οπλαρχηγό, αρχικά τον Τζώρτζη (ανιψιό του
τσιφλικά της περιοχής Γιώργου Χαρίση) και στη συνέχεια τον συντάκτη της
έκθεσης, Αλέξανδρο Ξανθόπουλο.
Αυτές οι πολιτοφυλακές και τα σώματα
απαιτούν συνεχώς «μεγάλες υλικές θυσίες»,
δηλαδή άφθονο χρήμα για να πληρώνονται τα μέλη που τις αποτελούν, χρήμα το
οποίο παρέχει το ελληνικό προξενείο Θεσσαλονίκης.
Όσον αφορά τη δράση τους, οι
πολιτοφυλακές της Μπάλτσας και της Δρεμιγκλάβας, βρίσκονται σε «ασυμφωνία» μεταξύ τους. Συνεργάζονται
μόνο μια φορά για να σκοτώσουν έναν εξαρχικό στη Νιοχωρούδα. Η επταμελής
πολιτοφυλακή της Μπογδάντσας, παραδίνεται μαζί με τον αρχηγό της, όταν
συναντάει τυχαία ένα στρατιωτικό απόσπασμα. Τα μέλη της ωστόσο αποφυλακίζονται
μετά δυο μήνες.[104]
Το σώμα του καπετάν Γεωργάκη, δύναμης
ογδόντα αντρών, παραδίνεται δίχως μάχη στον οθωμανικό στρατό.[105]
Η ομάδα του Ζήρια, με δεκατρία μέλη,
παραδίνεται[106]
κι αυτή χωρίς αντίσταση στον στρατό, στις 12 Μαρτίου 1905. Ο αρχηγός Ζήριας και
ένας άνδρας του, που ήταν στην οπισθοφυλακή, διαφεύγουν. Προηγουμένως η ομάδα
έχει επιτεθεί στο μακεδονικό χωριό Μπάλιντσι [Балинци][107]
της Δοϊράνης, όπου αιχμαλώτισε και στη συνέχεια τουφέκισε οκτώ κατοίκους του.
Η αρχηγία της ομάδας της περιφέρειας
Κιλκίς, πέρασε στον Ξανθόπουλο, όταν ο προηγούμενος αρχηγός Τζώρζης
αυτοτραυματίστηκε, παίζοντας με ένα περίστροφο.
Ο Ξανθόπουλος και η ομάδα του
πραγματοποιούν δύο επιθέσεις κατά μακεδονικών στόχων.
Το πρώτο χτύπημα δίνεται στο χωριό
Πόποβο [Попово / Μυριόφυτο][108]
της Δοϊράνης. Στις 3 Μαρτίου 1905, κατά τις 6 το
απόγευμα, ο Ξανθόπουλος και οι άντρες του, ντυμένοι με στολές του οθωμανικού
στρατού, προσποιούμενοι πως είναι τουρκικό απόσπασμα, για να εξαπατήσουν τα
θύματά τους, μπαίνουν στο χωριό και ψάχνουν να βρουν το σπίτι του εξαρχικού
ιερέα Ιβάν Μίτοφ[109],
που τον θεωρούν συνεργάτη των αυτονομιστών. Βρίσκουν τυχαία στο δρόμο δυο
Μακεδόνες, από ένα γειτονικό χωριό. Πρόκειται για τον μυλωνά της περιοχής και
το γιο του. Τους ζητούν να τους δείξουν το σπίτι του παπά και εκείνοι
αρνούνται. Τότε σφάζουν τον πατέρα. Τρομοκρατημένο το παιδί, τους οδηγεί στον
παπά. Χτυπάνε την πόρτα και ζητάνε, μιλώντας τουρκικά, να τους ανοίξουν. Όταν
βλέπουν πως δεν ανοίγουν, βάζουν δυναμίτη στους τοίχους του σπιτιού και
προσπαθούν να το τινάξουν στον αέρα, μαζί με όσους βρίσκονται μέσα. Με τον
θόρυβο της έκρηξης, βγαίνουν στο δρόμο οι γείτονες. Οι άντρες του Ξανθόπουλου
ανοίγουν πυρ εναντίων των χωρικών. Πολλοί τραυματίζονται. Ένας Τούρκος
σκοτώνεται μπροστα στην πόρτα του σπιτιού του.[110]
Οι εισβολείς φεύγουν ανενόχλητοι,[111]
πιστεύοντας ότι έχουν σκοτώσει συνολικά οκτώ άτομα.[112]
Λίγες μέρες αργότερα, στις 11 / 24
Μαρτίου 1905, στις 5 το απόγευμα, ο Ξανθόπουλος εισβάλλει στο χωριό Νταούτ
Μπαλή [Даут Бали / Ωραιόκαστρο][113]
της Θεσσαλονίκης. Εκτός από τους άντρες του, έχει μαζί του κι εκείνους της
πολιτοφυλακής της Μπάλτσας και της Δρεμιγκλάβας. Οι ένοπλοι γυρίζουν μέσα στο
χωριό και τρομοκρατούν τους κατοίκους. Φεύγουν μετά από μια ώρα, παίρνοντας
μαζί τους οκτώ χωρικούς. Ανεβαίνουν σε ένα λόφο που βρίσκεται κοντά στο βουνό
και ανακρίνουν τους αιχμαλώτους. Αφήνουν τους μισούς να ζήσουν, «με τον όρο» ότι θα στραφούν κατά των
αυτονομιστών και θα ξαναγίνουν πατριαρχικοί. Τους άλλους μισούς τους
καταδικάζουν σε θάνατο, ως συνεργάτες του Κομιτάτου. Τον ένα από αυτούς τον
σφάζουν και τους άλλους τρεις τους εκτελούν με τουφεκισμό.[114]
Ο Ξανθόπουλος κλείνει την έκθεσή του,
μεταξύ άλλων, με τρεις ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις.
Πρώτον, οι αρχηγοί των ενόπλων ομάδων
αγνοούν «τον τόπο, τη γλώσσα, τα ήθη και
τα έθιμα των εγχωρίων».
Δεύτερον, τα ελληνικά σώματα μπαίνουν
στα «φιλικά» χωριά επιδεικτικά και
χωρίς προφύλαξη. Διαμένουν οκτώ έως δέκα μέρες στο ίδιο κατάλυμα, ενώ δεν πρέπει,
για λόγους ασφαλείας, να μένουν εκεί πάνω από σαράντα οκτώ ώρες. Τριγυρίζουν
ανέμελα στους δρόμους, εκκλησιάζονται οπλισμένοι και πάνε στα καφενεία όπου
διασκεδάζουν και φλυαρούν, προδίδοντας μυστικά της οργάνωσης στους χωρικούς.
Τρίτον, οι αρχηγοί πιστεύουν πως η «επίσημη Τουρκία» συμμερίζεται την
ελληνική ένοπλη δράση στη Μακεδονία και είναι δυνατή η συνεργασία μας με τις
οθωμανικές αρχές.[115]
Έτσι «ευκολύνουμε την ύβρη, που μας έχει
προσάψει η Ευρώπη, ότι δηλαδή συμμαχούμε με την Τουρκία και καταθέτουμε τα όπλα
μόλις εμφανιστεί ο τουρκικός στρατός». Με τη συμπεριφορά μας, καταλήγει ο
Ξανθόπουλος, αφενός μεν «δεν κάνουμε
τίποτα άλλο από το να επιβεβαιώνουμε αυτή τη συμμαχία, που δεν μπορεί να
διαφύγει της προσοχής του πολιτισμένου κόσμου, εις βάρος μας», αφετέρου δε
«απογοητεύουμε τους μακεδονικούς
πληθυσμούς που γεμίζουν τις τουρκικές φυλακές».
Η τελευταία
βαρκαδιά
Σάββατο, 30
Απριλίου 1905. Τα ένοπλα σώματα του
υπολοχαγού Κώστα Μαζαράκη (καπετάν Ακρίτα) και του υπομοίραρχου Σπύρου Σπυρομήλιου
(καπετάν Μπούα), συνολικής δύναμης 70 ανδρών, βρίσκονται νοτιοανατολικά της
Βέροιας και του ποταμού Μπίστριτσα (Бистрица / Αλιάκμονα),
κοντά στη μονή Προδρόμου (Μπουντρούμ). Τα χωριά του τόπου είναι ρωμαίικα, αλλά
εδώ δουλεύουν σαν ξυλοκόποι, καρβουνιάρηδες και μυλωνάδες, πολλοί Μακεδόνες που
έχουν έρθει για εργασία, από βορειότερες περιοχές. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν
προγραφεί, αδιακρίτως, από την ελληνική οργάνωση, ως πιθανοί «συνεργάτες των κομιτατζήδων».
Στο δάσος που βρίσκεται κοντά στο χωριό
Μπρατίνιστα [Братиништа / Χαράδρα],[116]
βρίσκονται κάποια καλύβια που ζουν μερικοί καρβουνιάρηδες. Ο ανιχνευτής των δύο
ελληνικών σωμάτων, ένας θρησκόληπτος Βλάχος που ελληνίζει «μέχρι παραφροσύνης», ο Γιώργος Τάσου (με το παρατσούκλι «Ασκητής») οδηγεί την ομάδα του Μαζαράκη
στα καλύβια των καρβουνιάρηδων «εχθρών».
Οι Έλληνες συλλαμβάνουν δεκατρία άτομα, που ζούνε
και δουλεύουν εδώ, αλλά κατάγονταν από το χωριό Τσάπαρι [Цапари][117] του Μοναστηρίου (Битоласка). Ο
Μαζαράκης σημειώνει, γεμάτος προκατάληψη και μίσος, πως όλοι τους «είχαν απαίσιες μορφές». Κατά τη σύλληψη
τους, αυτοί «ήταν σιωπηλοί» και «δεν έκαναν καμιά διαμαρτυρία».
Τα μεσάνυχτα, οι Έλληνες μαζί με τους
αιχμαλώτους Μακεδόνες (δεμένους με σχοινί ανά δύο) προχωρούν στο ποτάμι.
Το μεγαλύτερο μέρος των ελλήνων
ανταρτών, περνάει με σχεδία τον Αλιάκμονα, αφήνοντας πίσω μια ομάδα με το
Σπυρομήλιο και τον Κώστα Γαρέφη, που είναι υπεύθυνοι για τους αιχμαλώτους.
Σε λίγο ο Μαζαράκης βλέπει να φτάνει ο
Γαρέφης λαχανιασμένος και να τους λέει «η δουλειά τελείωσε, η τελευταία
βαρκαδιά[118]
πνίγηκε».
Οι Έλληνες είχαν ρίξει δεμένους και
είχαν πνίξει στον ποταμό τους αιχμαλώτους Μακεδόνες.
Ο Μαζαράκης, σχολιάζοντας την πράξη
αυτή, γράφει στα απομνημονεύματά του: «τότε κατάλαβα ότι στον αγώνα, που
μπήκαμε, δεν χρειαζόταν λιποψυχία».
Και τελειώνει αποτιμώντας τις συνέπειες
του τρόμου που έσπειρε στους εργαζόμενους Μακεδόνες, με αυτές τις δολοφονίες: «Άλλωστε το μάθημα ωφέλησε. Ως διά μαγείας
εξαφανίστηκαν[119]
από την επόμενη μέρα, επανερχόμενοι στις πατρίδες τους, εκατοντάδες σχισματικοί
(: εξαρχικοί) που ήταν διεσπαρμένοι
στο ελληνικό αυτό διαμέρισμα».[120]
Ο Μαζαράκης όμως, δεν λέει όλη την
αλήθεια. Στο βιβλίο «Ο μακεδονικός αγών
και τα εις Θράκην γεγονότα», συλλογικό έργο της Διεύθυνσης Ιστορίας
Στρατού, οι συγγραφείς του, έχοντας υπόψη τους την ανέκδοτη έκθεση του
Σπυρομήλιου, που βρίσκεται κατατεθειμένη στα στρατιωτικά αρχεία, γράφουν πως οι
δυο αρχηγοί των ελληνικών σωμάτων αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν ευρεία
εξερεύνηση της περιοχής και να συλλάβουν όλους τους ύποπτους ξένους
εργαζόμενους. Η διεξαχθείσα έρευνα «απέφερε
αρκετές δεκάδες αιχμαλώτους» και όχι δεκατρείς, όπως λέει ο Μαζαράκης.[121]
Ο Σπυρομήλιος μάλιστα γίνεται πολύ
συγκεκριμένος: οι Έλληνες έπιασαν εκατό και τελικά έπνιξαν ογδόντα έξι
Μακεδόνες, όταν περνούσαν τον ποταμό.[122]
Η «τελευταία
βαρκαδιά» στον ποταμό Μπίστριτσα, ήταν το μαζικότερο έγκλημα των Ελλήνων,
καθ’ όλη τη διάρκεια του αντιμακεδονικού αγώνα. Μεγαλύτερο και από αυτό στη
Ζαγκορίτσανη. Μόνο που ο αριθμός των νεκρών δεν έγινε ποτέ γνωστός στην Ευρώπη.[123]
Ας σημειωθεί μάλιστα, ότι το έγκλημα
αυτό δεν ήταν τυχαίο. Υπάρχει απόρρητη επιστολή του πρόξενου Θεσσαλονίκης
Λάμπρου Κορομηλά, προς το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, γραμμένη ένα μήνα πριν
την πράξη, που λέει ότι σκέφτεται να χρησιμοποιήσει τον υπολοχαγό Γιώργο
Βλαχογιάννη (καπετάν Οδυσσέα), με ένα μικρό σώμα, για να «καθαρίσει το έδαφος», στη Βέροια και τον Όλυμπο από τους
επικίνδυνους αυτούς ξένους καρβουνιάρηδες.[124]
Στην Κεντρική
Μακεδονία στις αρχές του 1905
Οι πληροφορίες των πηγών είναι άνισες σε
ποιότητα και σε έκταση. Άλλοτε υπάρχει στη διάθεση του ερευνητή άφθονο υλικό
και άλλοτε οι ειδήσεις κρύβονται μέσα σε λίγες λέξεις.
Στην ελληνική επίθεση που
πραγματοποιείται στη Μακεδονία, την περίοδο 1903-1905, αυτό συμβαίνει συχνά.
Χρονικά και γεωγραφικά ενοποιημένες, οι
μικρές σκόρπιες ειδήσεις, συγκροτούν κι αυτές κεφάλαια της μεγάλης σφαγής,
αποκαλύπτουν καλύτερα την έκταση του μακελειού του αντιμακεδονικού αγώνα.
Ας δούμε λοιπόν, με αυτό τον τρόπο, πως
υφαίνεται ο καμβάς της ιστορίας, κάνοντας αρχή με την περιοχή ευθύνης του
ελληνικού προξενείου Θεσσαλονίκης, τους πρώτους μήνες του 1905:
Στις 4 Ιανουαρίου, η ελληνική οργάνωση
δολοφονεί στην Γευγελή [Гевгелија][125] то μακεδόνα δάσκαλο Ηλία Κωνσταντίνου, και τους
εξαρχικούς παπάδες Θωμά και Ιβάν Ποπόφ. Ελληνική συμμορία εισβάλλει, τις
πρώτες μέρες του χρόνου, στο μακεδονικό χωριό Γκέρτσιστε της Γευγελής, καίει τα βιβλία της εξαρχικής εκκλησίας και
τρομοκρατεί τους κατοίκους, για να δηλώσουν υποταγή στον Πατριάρχη.[126]
Δύο ή τρεις εξαρχικοί εργάτες
δολοφονούνται την ώρα που δουλεύουν στη συντήρηση του δρόμου
Θεσσαλονίκη-Χορτιάτη.[127]
Στις αρχές Ιανουαρίου, ένα ελληνικό σώμα
εισβάλλει στο χωριό Μπαγιάλτσα [Бајалца / Πλατανιά][128]
της Γευγελής, που θεωρείται «έδρα
κομιτατζήδων». Οι αντάρτες συγκεντρώνουν τους κατοίκους μπροστά στον αρχηγό
του σώματος, ο οποίος τους ανακρίνει «πρόχειρα».
Μετά αυτός ξεχωρίζει τέσσερα άτομα και τα τουφεκίζει.[129]
Η ομάδα του καπετάν Ανδρέα μπαίνει στις 17
Ιανουαρίου στο χωριό Νόβο Σέλο ή Γενί Κιόι ή Νεοχωρούδα [Ново Село или Ени Ќој или Неохоруда][130] της Θεσσαλονίκης και σκοτώνει ένα κάτοικό του (ως
συνεργάτη του Κομιτάτου). Η ίδια ομάδα καίει το σπίτι του Αστερίου, ενός
ρουμανιστή Βλάχου.[131]
Στα μέσα Ιανουαρίου η ελληνική οργάνωση
εκτελεί τον εξαρχικό δάσκαλο στο μακεδονικό χωριό Γκράντομπορ [Градобор / Πεντάλοφος].[132]
Την Τετάρτη 2 / 15 Φεβρουαρίου 1905, η
ελληνική οργάνωση δολοφονεί το Ρουμανόβλαχο Economu Emmanuel, ηγούμενο της
μονής Oršan (: Αρχαγγέλου Όσσιανης του καζά Γευγελής).[133]
Ο πρόξενος Λάμπρος Κορομηλάς γράφει, την Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 1905, σε
αναφορά του προς το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, ότι «δικοί μας» έστησαν ενέδρα και σκότωσαν τον εξαρχικό Πρόδρομο, από
την προαναφερόμενη Νεοχωρούδα, καθώς αυτός επέστρεφε στο σπίτι του, από τη
Θεσσαλονίκη.[134]
Σε άλλο έγγραφο του, ο έλληνας πρόξενος
γράφει ότι την Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 1905, ένας Έλληνας, «υπηρέτης καφενείου»,
μαχαίρωσε και πλήγωσε σοβαρά, στη συνοικία Βαρδάρη της Θεσσαλονίκης, τον
πρόκριτο του Σόροβιτς [Сорович / Αμύνταιο][135] και μέλος του Κομιτάτου, Χατζημίσεφ ή Μίσο Μίτζοφ.[136] Μετά τη πράξη του, ο δράστης κατέφυγε και κρύφτηκε στο ελληνικό
προξενείο. Ο Κορομηλάς, ενημερώνει το υπουργείο, πως αυτός «διαφέρει των άλλων» (: εκτελεστών
της ελληνικής οργάνωσης), γιατί ούτε προσωπικό συμφέρον είχε για την πράξη,
ούτε πληρώθηκε γι’ αυτή, όπως συνήθως γίνεται. Καταλήγει δε λέγοντας πως θα τον
στείλει κρυφά στην Ελλάδα και ζητάει να ανταμειφθεί από την κυβέρνηση και να «του χορηγηθεί εργασία ή θέση», να του
προσφερθεί δηλαδή ένας διορισμός στο δημόσιο.[137]
Η ανακοίνωση της σύλληψης «των υπαλλήλων και των υπηρετών» της
μονής[138]
της Αγίας Τριάδας, που βρίσκεται ανατολικά και κοντά στα Βοδενά και η μεταφορά
τους στη Θεσσαλονίκη, με την κατηγορία της συμμετοχής τους στη δολοφονία ενός
εξαρχικού (κατά το μήνα Ιανουάριο) κάνει το Λάμπρο Κορομηλά να ενημερώσει τον
προϊστάμενο υπουργό, ότι ο φόνος αυτός πραγματοποιήθηκε από «ελληνική συμμορία».[139]
Τη νύχτα της Πέμπτης προς Παρασκευή, 3η
προς 4η Μαρτίου, ένα ελληνικό σώμα πιάνει, έξω από το χωριό
Γιανάκοβο [Јанаково / Γιαννακοχώρι][140]
των Βοδενών, δύο άτομα[141]
και τα τουφεκίζει ως συνεργάτες του Κομιτάτου.[142]
Το δεύτερο δεκαήμερο του Μαρτίου, ο
Χατζή-Αντώνης από το χωριό Αϊβάτοβο [Ајватово / Λητή],[143]
ο οποίος θεωρείται από την ελληνική οργάνωση ως «οδηγός των κομιτατζήδων»,[144]
δολοφονείται με τρεις σφαίρες, ενώ επέστρεφε στο σπίτι του από τη Θεσσαλονίκη
[Солун].[145]
Σε έγγραφο του άγγλου πρόξενου στη
Θεσσαλονίκη Graves, με ημερομηνία 25 Μαρτίου /
7 Απριλίου 19057 Απριλίου 1905, προς τον άγγλο πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Sir Nicholas O’Conor, μεταξύ άλλων διαβάζουμε: «Κύριε, λαμβάνω την τιμή να ανακοινώσω ότι τα ελληνικά σώματα
εξακολουθούν να περιφέρονται ελεύθερα στο βιλαέτι της Θεσσαλονίκης, ιδιαίτερα
δε στον καζά του Γενιτζέ, της Γευγελής και της Δοϊράνης. Από της εποχής
εντούτοις των άγριων φόνων, που διαπράχθηκαν την 4η Μαρτίου κοντά
στο Γενιτζέ Καρά Αζμάκ, όπως ανέφερα ήδη στο χρονολογούμενο από της 11ης
του περασμένου μήνα εγγράφου μου, δεν διέπραξαν τέτοια σοβαρά εγκλήματα, όπως
είναι αυτά που αναγγέλλονται από τα νότια διαμερίσματα του βιλαετίου
Μοναστηρίου, αλλά περιορίστηκαν στο να τρομοκρατούν τα χωριά των εξαρχικών και
να χρησιμεύουν ως κατάσκοποι του τουρκικού στρατού».[146]
Στα τέλη Μαρτίου, προξενικό έγγραφο
καταγράφει, τη σύλληψη δύο χωρικών, από ελληνική ομάδα, στο μακεδονικό Μέσιμερ
[Месимер / Μεσιμέρι][147]
του καζά Βοδενών και το φόνο τους έξω από το χωριό.[148]
Στις 10 Απριλίου ένα ένοπλο ελληνικό
σώμα, μπαίνει σε κάποιο νερόμυλο που βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Βρέζοτ ή Βρες
[Брежот или
Врес / Άγιος Λουκάς][149]
και Λιπαρίνοβο [Липариново / Λιπαρό][150]
του καζά Γιανιτσών και σκοτώνει έξι Μακεδόνες. Τρεις μέρες μετά, μια άλλη
ελληνική ομάδα εισβάλλει στο χωριό Γκολίσανι [Голишани / Λευκάδια][151]
των Βοδενών και σκοτώνει έξι κατοίκους του.[152]
Το δεύτερο δεκαήμερο του Απριλίου, μια
ελληνική ομάδα μπαίνει στο χωριό Νέγκορτσι [Негорци][153] της Γευγελής. Κατευθύνεται «στο σπίτι του Παύλου», τον οποίο οι Έλληνες θεωρούν οδηγό
(ανιχνευτή) των τσετών. Σπάνε την πόρτα, αλλά δέχονται πυροβολισμούς μέσα από
το σπίτι και αναγκάζονται να φύγουν, αφού όμως πρώτα σκοτώνουν ένα «κομιτατζή».[154]
Σε εμπιστευτικό σήμα του, ο Κορομηλάς
αναφέρει, πως στις αρχές Μαΐου, ένα ελληνικό σώμα έπιασε έξω από το μακεδονικό
χωριό Τσερκόβιανι [Црковјани / Εκκλησιοχώρι][155]
του καζά Βοδενών, τρεις κατοίκους του χωριού, τους έδεσε και μετά τους κρέμασε.[156]
Εκείνες τις μέρες, μια ελληνική ομάδα αιχμαλωτίζει έξω
από το Σμπόρσκο [Сборско или Зборско / Πευκωτό][157]
των Βοδενών, εννιά κατοίκους του χωριού και τους παίρνει μαζί της. Ανάμεσα
στους συλληφθέντες υπάρχουν γυναίκες και μικρά παιδιά. Ένας χωρικός που
διαφεύγει της προσοχής των ενόπλων κατά τη σύλληψη, πηγαίνει αμέσως και
καταγγέλλει το γεγονός στις οθωμανικές αρχές, οι οποίες στέλνουν ένα
στρατιωτικό απόσπασμα για να καταδιώξει τους απαγωγείς. Οι Έλληνες μόλις
βλέπουν τους στρατιώτες να πλησιάζουν, εγκαταλείπουν τα θύματά τους και φεύγουν
βιαστικά στο βουνό.[158]
Ένα άλλο ελληνικό σώμα δύναμης σαράντα
ανδρών, που περνάει την Κυριακή 8 Μαΐου μέσα από το χωριό Τσόρνοβο [Чорново /
Φυτεία][159]
του καζά Βέροιας [Берска], συναντάει στο δρόμο του χωριού ένα χωροφύλακα. Ο
καπετάνιος του σώματος, διαβεβαιώνει τον χωροφύλακα πως δεν έχει τίποτα να
φοβηθεί από τους Έλληνες, γιατί αυτοί καταδιώκουν μόνο τους κομιτατζήδες. Και
για του λόγου το αληθές, του δείχνει τρεις αιχμαλώτους Μακεδόνες που έχει μαζί
του και πρόκειται, όπως του λέει, σύντομα «να
τιμωρήσει».[160]
Την Παρασκευή 6 Μαΐου, το ένοπλο σώμα
του επιλοχία Ανδρέα Παπαγεωργίου (καπετάν Βελίτσα), αποτελούμενο από ρωμιούς
μισθοφόρους, στρατολογημένους στο χωριό Ντρεμίγκλαβα της Θεσσαλονίκης,
επιτίθεται στο Αμπάρ Κιόι [Амбар Ќој / Μάνδρες][161]
του Κιλκίς. Αναζητεί ανεπιτυχώς, να βρει και να σκοτώσει τον παπά του χωριού,
εκτελεί όμως έναν νεαρό βοσκό και φεύγει, αφού πρώτα καίει αρκετά σπίτια
Μακεδόνων.[162]
Την Παρασκευή 13 Μαΐου,
ένοπλοι Έλληνες σκοτώνουν έξω από το
χωριό Στογιάκοβο [Стојаково][163] του καζά Γευγελής, τρεις εξαρχικούς χωρικούς.[164]
Τέσσερις μέρες αργότερα, στις 17 Μαΐου,
ένα ελληνικό σώμα μπαίνει στο χωριό Βούντριστα ή Σαρή Καντή [В’дриста или Сари
Кади / Παλαιός Μυλότοπος][165]
των Γιανιτσών, μαζεύει τους προύχοντες και τους απειλεί πως αν δεν πάνε στις
αρχές, να δηλώσουν πως επιστρέφουν στο Πατριαρχείο, θα κάψει το χωριό.[166]
Στις 25 Μαΐου η ελληνική οργάνωση
σκοτώνει κοντά στο Σαρμουσακλί [Сармусакли / Πεντάπολη][167]
των Σερρών, τον Άγκελ Ζαχάριεφ, κάτοικο του μακεδονικού χωριού Ντρένοβο
[Дреново / Δράνοβον],[168]
του ίδιου καζά.[169]
Τη Δευτέρα 30
Μαΐου 1905, ο υπολοχαγός Μαζαράκης
(Ακρίτας) αποφασίζει να «τιμωρήσει» το μακεδονικό χωριό Γκολίσανι των Βοδενών, καθώς το θεωρεί «εχθρικό
χωριό». Το σώμα του Μαζαράκη, δύναμης 57 ανδρών, επιτίθεται το βράδυ,
χωρισμένο σε τρεις ομάδες. Ωστόσο οι μακεδόνες κάτοικοι του χωριού έχουν
πληροφορηθεί τα σχέδια των Ελλήνων και προβάλουν σθεναρή αντίσταση, με τη βοήθεια
και άλλων χωρικών από τα γύρω χωριά. Το ελληνικό σώμα αναχωρεί το πρωί, μόλις
γίνεται γνωστή η άφιξη του οθωμανικού στρατού, αφήνοντας πίσω του 20 νεκρούς
Μακεδόνες.[170]
Από τους Έλληνες σκοτώνονται τρία άτομα.[171]
Από το
ημερολόγιο του Γιώργου Τσόντου (Βάρδα)
Απρίλιος -
Μάιος 1905
Στον επίλογο του πρώτου τόμου του «Αντιμακεδονικού Αγώνα», έγραφα πως
χρονολογικά αυτός τελειώνει, εκεί περίπου που αρχίζει και το ημερολόγιο του
αρχηγού των ένοπλων σωμάτων της Δυτικής Μακεδονίας, του υπολοχαγού Γιώργου
Τσόντου (καπετάν Βάρδα).[172]
Ανέφερα δε τότε, πως στο δεύτερο τόμο
του έργου σκόπευα να αξιοποιήσω αυτό το σημαντικό ημερολόγιο, που ήταν ακόμα
ανέκδοτο και βρισκόταν στα Γενικά Αρχεία του Κράτους.
Ας σημειωθεί πως πολλά σημεία του
ημερολογίου, όπως ονόματα προσώπων και χωριών, ήταν γραμμένα με κώδικες (που
άλλαζαν) για λόγους ασφαλείας. Την εποχή εκείνη διέθετα ένα φωτοαντίγραφο του
έργου και είχα προχωρήσει σημαντικά στην αποκωδικοποίησή του.
Έκτοτε πέρασαν αρκετά χρόνια. Το
ημερολόγιο του Βάρδα, ευτυχώς, εκδόθηκε το 2003 από τον μακεδόνα ερευνητή
Γιώργο Πετσίβα. Αποτελείται από τρεις τόμους μεγάλου σχήματος και ένα σύνολο
1.400 σελίδων. Καλύπτει με καθημερινές εγγραφές[173]
το διάστημα από 26 Απριλίου έως 29 Οκτωβρίου 1905 (πρώτη έξοδος του αξιωματικού)
ο Α’ τόμος και από 4 Ιουνίου 1906 έως 10 Νοεμβρίου 1907 (δεύτερη έξοδος) ο Β1 και ο Β2 τόμος.
Η δημοσίευσή του ωστόσο, δεν αναιρεί τον
αρχικό μου στόχο, την αξιοποίηση δηλαδή των πληροφοριών που κρύβονται μέσα σε
αυτό το ογκώδες έργο και αποκαλύπτουν από πρώτο «επιτελικό» χέρι τον πραγματικό χαρακτήρα αυτού του «αγώνα».[174]
Η μόνη διαφορά είναι ότι οι παραπομπές γίνονται όχι σε χειρόγραφες αλλά σε
τυπωμένες σελίδες.
Μέσα από το ημερολόγιο του Βάρδα,
επιλέγω λοιπόν και παρουσιάζω εδώ αποσπάσματα σχετικά με:
Στοχοποίηση
και επιθέσεις σε οικισμούς, προγραφές κατοίκων, ξυλοδαρμούς χωρικών, εκτελέσεις
και απόπειρες φόνων, κλέψιμο γυναικών και βιασμούς, πλιάτσικο και φορολογία
χωριών, πρόστιμα και λύτρα, χρηματισμό των οθωμανικών αρχών, συνεργασία με
μπέηδες, εξαγορά ντόπιων στοιχείων, καυγάδες μεταξύ των μελών των σωμάτων,
παράπονα για τη μισθοδοσία τους, συνεργασία και αντιθέσεις μεταξύ οπλαρχηγών
και δεσποτάδων, διαμάχες πολιτικών και στρατιωτικών εντός της ελληνικής
οργάνωσης για την ηγεσία, χαρακτηρισμούς κατά στελεχών, αλλά και μαρτυρίες για
τη δυσφορία του πληθυσμού, περιγραφή μακεδονικών εθίμων και αναφορές για τη
μακεδονική γλώσσα.
Η παρουσίαση αυτών των πληροφοριών εδώ
θα γίνει σε χωριστά κεφάλαια, τα οποία εντάσσονται μέσα στη χρονική ροή
αφήγησης των γεγονότων.
Το πρώτο κεφάλαιο με τα αποσπάσματα[175]
από το ημερολόγιο του Βάρδα, αφορά τις εγγραφές των τελευταίων ημερών του
Απριλίου και το μήνα Μάιο του 1905:
Πρώτη
ημέρα του ημερολογίου του Βάρδα, η Τρίτη 26η Απριλίου 1905.[176]
Ο έλληνας αρχηγός, που βρίσκεται σε ένα λημέρι κοντά στο Παλιόκαστρο, στα όρια
του καζά Γρεβενών και του καζά Ανασελίτσας, σημειώνει: «Αναχώρηση των Κουκουλάκη, Σκλαβούνου και Παπαδράκου, μαζί με πολλούς
άλλους. Υπάρχει γενική κατήφεια και απογοήτευση, από το φόβο καταδίωξης».[177]
Στις 30 Απριλίου διαβάζουμε: «Κάθε μέρα αναχωρούν άνδρες (για την
Ελλάδα), αυτό δε προκαλεί μεγάλη
εξασθένιση των σωμάτων. Ο Βέργας από 70-75 άτομα που είχε έμεινε με 20-25, ο
Ρούβας από 45-50 έμεινε με 10-12 και ο Ζούκης από 65-70 με 30. Αυτό τους
απελπίζει όλους και μας αναγκάζει να
υποχωρήσουμε κι άλλο, με την ελπίδα ότι θα έρθουν ενισχύσεις από την Ελλάδα».[178]
Τη Δευτέρα 2 Μαΐου, ο Τσόντος παίρνει
γράμμα από το μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη, στο οποίο του λέει πως «η σφαγή της Ζαγορίτσανης» έχει ξεσηκώσει
μεγάλο μέρος του ευρωπαϊκού Τύπου κατά των Ελλήνων και ότι οι πρεσβευτές της
Αυστρίας και της Ρωσίας έχουν κατηγορήσει ευθέως στην οθωμανική κυβέρνηση, το
δεσπότη της Καστοριάς για την ανάμιξή του στο γεγονός.[179]
Στις 5 Μαΐου έρχεται επιστολή από τον
έλληνα αξιωματικό Στέφανο Δούκα (Μάλλιο), γραμμένη πριν πέντε μέρες, με την
οποία ενημερώνει το Βάρδα ότι στάθηκε αδύνατο να μπει με το σώμα του στα
μακεδόνικα χωριά, στην περιοχή των Καστανοχωρίων [Костенарја] της Καστοριάς, «διότι
μετά την αισχρή πράξη στο Έζερετς των Αριστείδη Μαργαρίτη και Μιχάλη
Ταγαρούλια, έχουν εξαγριωθεί εναντίον μας».
Την ίδια μέρα λαμβάνει επιστολή από τη
Λάψιστα ή Ανασελίτσα [Лапшишта или Населица /
Νεάπολη],[180]
με την οποία η εκεί ελληνική οργάνωση τον ενημερώνει ότι: «Πολλοί δικοί μας και μάλιστα προύχοντες, έχουν τη γνώμη πως τα ελληνικά
όπλα πρέπει να στραφούν και κατά των Τούρκων. Κατηγορούν τους αρχηγούς των σωμάτων για ανανδρία, στην οποία πιστεύουν
πως οφείλεται η αποφυγή της συμπλοκής τους με το στρατό και όχι σε εντολές που
έχουν πάρει κεντρικά. Επίσης τους μέμφονται και για κατάχρηση χρημάτων».[181]
Το Σάββατο 7 Μαΐου, παίρνει κι άλλο
γράμμα από τον Καραβαγγέλη, με το οποίο ο δεσπότης του ζητάει να «εκτελέσει πράξη», δηλαδή να σκοτώσει, τον εξαρχικό παπά της Καστοριάς[182],
που θα μεταβεί την προσεχή Τετάρτη στο χωριό Απόσκεπο [Апоскеп][183]
της Καστοριάς, για την εορτή του Αγίου Μεθοδίου. Ο Βάρδας του απαντά ότι δεν
μπορεί να το πράξει, γιατί δεν έχει αρκετούς άνδρες.[184]
Στις 11 Μαΐου, το σώμα του Βάρδα λημεριάζει
στη θέση Βουζίλια, ένα δάσος κοντά στο χωριό Σισάνι [Сисани].[185]
Εκεί του έρχεται η πληροφορία, πως η ελληνική οργάνωση σκότωσε έναν δάσκαλο
στην Καστοριά, ο οποίος ήταν γραμματέας του εξαρχικού παπά.[186]
Τη Δευτέρα 16 Μαΐου, διαβάζει γράμμα του
Δικώνυμου (Μακρή), με το οποίο τον ενημερώνει, πως η ομάδα του κατέλαβε[187]
το μακεδονικό χωριό Στρέμπενο ή Σρέμπρενο [Сребрено / Ασπρόγεια][188]
του καζά Φλώρινας.[189]
Στις 25 Μαΐου κι ενώ έχει βρει κατάλυμα
στο χωριό Πιπίλιστα ή Πεπέλιστα [Пепелишта / Νάματα][190]
της Ανασελίτσας, μαθαίνει ότι ο λοχαγός Οικονομίδης στα Τρίκαλα, σύνδεσμος και
τροφοδότης των ελληνικών σωμάτων, βρέθηκε καταχραστής του ποσού των δύο
χιλιάδων λιρών.[191]
Την επόμενη μέρα, ο καπετάν Μακρής του
γράφει ότι ο άνδρας της ομάδας του που συνόδευσε τον Ρέμπελο στο Μορίχοβο (Мариово), «επέστρεψε
και διηγείται ότι το εκεί σώμα έχει διχασθεί, κινδυνεύουν να αλληλοσκοτωθούν,
ότι είναι ανάγκη να μεταβεί άλλο σώμα εκεί και ίσως τότε συμβιβαστούν».[192]
Τη Δευτέρα 30 Μαΐου, του γράφουν από την
Κλεισούρα [Клисура][193]
της Καστοριάς, και του «συνιστούν την τιμωρία» μερικών
ρουμανιζόντων του χωριού, που θα πάνε τις επόμενες μέρες στην εκκλησία του
Αγίου Μάρκου, που βρίσκεται εκεί κοντά. Ο έλληνας αρχηγός σημειώνει: «είναι κατάλληλη ευκαιρία να τιμωρηθούν, αλλά
ποιοι να το πράξουν».[194]
Την επομένη, του γράφουν από την
οργάνωση στη Σιάτιστα και του λένε ότι ο μητροπολίτης Γρεβενών τους ειδοποίησε
πως έχει βρει πενήντα άνδρες που είναι έτοιμοι να γίνουν μισθοφόροι των
ελληνικών σωμάτων, αλλά ρωτάει να μάθει πόσα χρήματα «θα λαμβάνουν κάθε μήνα κι αν σε αυτό το ποσό θα περιλαμβάνεται η τροφή».
Τέλος, την ίδια μέρα, παίρνει επιστολή
του Κωνσταντίνου Μελά, αδελφού του Παύλου, που του ζητάει να «κόβει κεφάλια» εξαρχικών χωρικών, αφού «συμμορίες δεν υπάρχουν».[195]
Στη Δυτική
Μακεδονία την Άνοιξη του 1905
Εκτός από τα γεγονότα που έλαβαν χώρα
στη Δυτική Μακεδονία την Άνοιξη του 1905 και έχουν αναφερθεί έως τώρα, αξίζει
να αναφερθούν και τα εξής:
Την άνοιξη αυτού του έτους, πολλοί
μακεδόνες αγρότες από τον καζά της Καστοριάς, όπως έκαναν εδώ και χρόνια,
ξεκίνησαν (σε μικρές ομάδες των δέκα-δεκαπέντε ατόμων) να πάνε στην Ελλάδα, να
δουλέψουν ως εποχικοί εργάτες. Ο καιρός όμως πέρασε και οι οικογένειες πολλών
από αυτούς δεν είχαν μάθει νέα τους, πράγμα ασυνήθιστο. Ρώτησαν τότε τους
αγωγιάτες (κυρατζήδες), αν ξέρουν τίποτα γι αυτούς και εκείνοι τους είπαν ότι
οι περισσότεροι δεν είχαν φτάσει στην Ελλάδα. Στη συνέχεια, οι οικογένειές τους
παρακάλεσαν τις οθωμανικές αρχές να τους αναζητήσουν. Κατά την έρευνα που
ακολούθησε, βρέθηκαν 63 παραμορφωμένα πτώματα αγνοούμενων, μέσα σε μικρές
σπηλιές, κατά μήκος του δρόμου Σιάτιστα-Κοζάνη. Σε μια μόνο σπηλιά υπήρχαν
δεκαεπτά πτώματα και σε μια άλλη δεκατρία. Δέκα από αυτά τα πτώματα
αναγνωρίστηκαν.[196]
Πρόκειται για τους: Μίτρε Πάλασεφ, Νάσο Ντόρεφ, Γκάμο Μίτεφ, Μίτρε Ζέσοφ, Πάντο
Μίτρεφ, όλοι από το χωριό Ίζγκλιμπε [Изглибе / Πορειά],[197]
τους Νάσο Πάλασεφ (γέροντας), Ντίνε Νάσοφ, Χρίστο Ντίμιτροφ, Πέτρε Φότελ, από
το χωριό Μπρέστενι [Брештени / Αυγή][198]
και τον Νίκολας Ίσκαμποφ από το χωριό Ψόρα [Псора / Υψηλό].[199]
Όλοι είχαν σκοτωθεί από ένοπλες ελληνικές ομάδες που δρούσαν στην περιοχή, μια
και είχαν παραβεί την απαγόρευση μετάβασης στην Ελλάδα, που είχε εκδώσει η
ελληνική οργάνωση. Η μετάβαση επέβαλε να έχουν μαζί τους ειδικό πιστοποιητικό
(πατριαρχικής πίστης και ελληνικών φρονημάτων) υπογραμμένο από τον δεσπότη ή
τον έλληνα αρχηγό του σώματος της περιοχής.[200]
Την Τρίτη 1η Μαρτίου, στα
Μπίτολα, ο Λάζος Παμπουράκης, μέλος της ελληνικής οργάνωσης, πυροβολεί
ανεπιτυχώς το γιατρό Βλάντοφ. Στον τόπο της δολοφονικής απόπειρας, υπήρχαν
χωροφύλακες οι οποίοι αφήνουν το δράστη να ξεφύγει, δίχως να τον καταδιώξουν.[201]
Στις 3 Μαρτίου, στις 9 το πρωί, πάλι στα
Μπίτολα και μάλιστα σε κεντρικό δρόμο, «δυο
νεοσύλλεκτα παιδιά του εκτελεστικού»[202],
πυροβολούν και πληγώνουν τον Ντανιήλ Ρίζοφ, γνωστό μακεδόνα επιχειρηματία της
πόλης.[203]
Γύρω στις 20 Μαρτίου, το σώμα του
Ρέμπελου, σκοτώνει πέντε «κομιτατζήδες»
έξω από το χωριό Γκορνίτσεβο [Горничево / Κέλλα][204]
της Φλώρινας.[205]
Το ίδιο σώμα, κατευθυνόμενο στη συνέχεια
προς βορρά, μπαίνει στο χωριό Σέτινα [Сетина / Σκοπός][206]
της Φλώρινας, αλλά δέχεται πυρά από την φρουρά των αυτονομιστών του χωριού και
αναγκάζεται να φύγει.[207]
Στις 25 Μαρτίου, οι δυο προαναφερόμενοι
του ελληνικού «εκτελεστικού»,
πυροβολούν στα Μπίτολα, τον Λάζαρ Γκεοργίεφ, ενώ αυτός πήγαινε στην εξαρχική
εκκλησία.[208]
Την επομένη, τα ίδια άτομα επιχειρούν να
δολοφονήσουν το Μακεδόνα Ναούμ Χρίστοφ. Ο Χρίστοφ είναι ναυτιλιακός πράκτορας
και ασφαλιστής των χωρικών που μεταναστεύουν στην Αμερική και κατάγεται από το
χωριό Γκόρνο Νεβόλιανη [Горно Неволјани / Σκοπιά][209]
της Φλώρινας. Ο δράστης πυροβολεί με περίστροφο, τρεις φορές ανεπιτυχώς,
εναντίον του Χρίστοφ και στη συνέχεια εξαφανίζεται.[210]
Τη Δευτέρα 28 Μαρτίου / 10 Απριλίου,
σύμφωνα με έγγραφο του πρόξενου της Αγγλίας στο Μοναστήρι McGregor προς τον πρεσβευτή O’Conor στην
Κωνσταντινούπολη (με ημερομηνία 26 Απριλίου 1905), ελληνικό σώμα έκανε επιδρομή
στο χωριό Ζούζελτσι [Жужелци / Σπήλαια][211]
της Καστοριάς και αιχμαλώτισε οκτώ κατοίκους, τους οποίους στη συνέχεια
σκότωσε.[212]
Μια νεαρή κοπέλα, η μακεδόνισσα Βίλα
Νικόλεβα, από τη Ρούπιστα ή Χρούπιστα [Рупишта / Άργος Ορεστικό][213]
της Καστοριάς, είχε απειληθεί από την ελληνική οργάνωση, για τα φρονήματά της.
Κατά τη διάρκεια του Μαρτίου, η κοπέλα τραυματίστηκε θανάσιμα, από πυροβολισμό
που προήλθε έξω από το παράθυρο του σπιτιού της, ενώ εκείνη δειπνούσε. Πριν
πεθάνει είπε στις οθωμανικές αρχές τα ονόματα των τριών προσώπων που την είχαν
απειλήσει. Ωστόσο δεν ασκήθηκε καμία δίωξη εναντίων αυτών των ατόμων.[214]
Στις 10 Απριλίου ένας μακεδόνας
φούρναρης ονόματι Σάτσοφ, ενώ επέστρεφε με το μαθητευόμενό του στα Μπίτολα, από
το γειτονικό Τίρνοβο [Трново],[215]
φονεύθηκε έξω από το χωριό, από μέλη της ελληνικής οργάνωσης.[216]
Στις 13 Απριλίου τη νύχτα, στο χωριό
Λιουμπέτινο [Љубетино / Πεδινό][217] του καζά Φλώρινας, δολοφονήθηκε με δυο σφαίρες περιστρόφου,
την ώρα που γύριζε σπίτι του, ο εξαρχικός δάσκαλος του χωριού. Οι δράστες τον
πυροβόλησαν από απόσταση δέκα μέτρων.[218]
Στις 20 Απριλίου οι αρχηγοί των
ελληνικών σωμάτων Τσόντος (Βάρδας), Κατεχάκης (Ρούβας), Μάνος (Βέργας) και
Γύπαρης, που λημεριάζουν με τους άντρες τους στην πλαγιά του βουνού, ανατολικά
από το χωριό Μπλάτσα [Блаца / Βλάστη][219]
των Καϊλαρίων [Кајларска], αποφασίζουν να επιτεθούν στο γειτονικό Εμπόριο ή
Έμπορε [Емборе
/ Εμπόριο].[220]
Το χωριό Έμπορε θεωρείται κέντρο των αυτονομιστών και αποτελεί στόχο της
ελληνικής οργάνωσης. Χαρακτηρίζεται μάλιστα «ως άλλη Ζαγορίτσανη».[221]
Η παρουσία όμως των πολυπληθών ελληνικών σωμάτων γίνεται γνωστή στις οθωμανικές
αρχές κι έτσι αυτά αναγκάζονται να αναβάλουν την επίθεση εναντίον του Έμπορε.[222]
Την Πέμπτη 11 Μαΐου, στα Μπίτολα, o
καθηγητής Έφτιμ Νάκοφ πίνει τον καφέ του, μπροστά από το σπίτι του, με τη
σύζυγό του και τον κουνιάδο Νίκοφ. Τότε, δύο μέλη της ελληνικής οργάνωσης, που
συζητούσαν για ώρα πριν με τον φρουρό της συνοικίας, βγάζουν τα περίστροφα τους
και πυροβολούν πολλές φορές εναντίον τους. Ο καθηγητής και η γυναίκα του
τραυματίζονται ελαφρά. Στη συνέχεια οι δράστες φεύγουν ανενόχλητοι, χωρίς να
τους εμποδίσει ο φρουρός. Οι αρχές, που ενημερώνονται για το συμβάν, δεν
εξετάζουν το φρουρό.[223]
Την Δευτέρα 16 Μαΐου, στο παζάρι της
Καστοριάς, ο Έλληνας Λουκάς Ζωΐδης σκοτώνει,[224]
για εθνικούς λόγους, έναν εξαρχικό δάσκαλο, από το γειτονικό χωριό Σεστέοβο [Шештеово / Σιδηροχώρι].[225]
Λίγες μέρες αργότερα, στην πλατεία της
ίδιας πόλης, ο Έλληνας Δημήτρης Καραστέργιος σκοτώνει «εκδικούμενος» έναν εξαρχικό.[226]
Την Παρασκευή
20 Μαΐου 1905, οι ομάδες του Γιώργου
Δικώνυμου (Μακρή) και του ανθυπίλαρχου Φιλολάου Πηχέωνα (Φιλώτα) πιάνουν στο
όρος Βίτσι δεκαοκτώ χωρικούς. Οι μισοί από αυτούς είναι από το χωριό Μπλάτσα [Блаца / Οξυά][227]
κι οι άλλοι μισοί από το χωριό Βίσενι [Вишени / Βυσσινέα
ή Βυσσινιά].[228]
Πρόκειται για δυο χωριά του καζά Καστοριάς, που βρίσκονται στη δυτική πλαγιά
του προαναφερόμενου βουνού. Ο Μακρής με το Φιλώτα διαφωνούν για την τύχη των
αιχμαλώτων. Ο πρώτος θέλει να τους σκοτώσει και ο δεύτερος να τους αφήσει
ελεύθερους. Αποφασίζουν τελικά να τους μοιράσουν. Ο Φιλώτας παίρνει τους εννιά
από το χωριό Βίσενι και τους αφήνει να φύγουν. Ο Μακρής παίρνει τους εννιά από
την Μπλάτσα και τους αποκεφαλίζει. Στα απομνημονεύματά του ο Μακρής κοροϊδεύει
το Φιλώτα, που «είχε κρυφτεί για να μη βλέπει το θέαμα».[229]
Η αφήγηση του Μακρή στην Πηνελόπη Δέλτα,
τέλειωνε με γέλια. Και το σχετικό σχόλιο της Δέλτα, που δεν δημοσιεύτηκε στα
απομνημονεύματα: «όπως θα γελούσε κανείς
αν έβλεπε ένα μάγειρα να λυπάται να σφάξει μια όρνιθα».[230]
Λίγες μέρες μετά, δυο άντρες του Μακρή
πάνε κρυφά και σφάζουν έναν τσοπάνη, που έχει τη στάνη του σε μια κορυφογραμμή,
ανάμεσα στη Μπελκαμένη και τη Νεγκοβάνη [Негован / Φλάμπουρο].[231]
Ο τσοπάνης θεωρείται τροφοδότης των τσετών.[232]
Το ίδιο χρονικό διάστημα, έξω από την
Κατράνιτσα [Катраница / Πύργοι][233]
των Καϊλαρίων, βρίσκεται σφαγμένος με τέσσερις μαχαιριές, ένας εξαρχικός παπάς,
μέλος του Κομιτάτου.[234]
Στις 28 Μαΐου 1905 το βράδυ, ο Ματζάροφ,
πρόεδρος της εξαρχικής κοινότητας του χωριού Έμπορε του καζά Καϊλαρίων, ενώ
δειπνεί στην τραπεζαρία, η οποία βρίσκεται στο ισόγειο του σπιτιού του, δέχεται
δύο πυροβολισμούς από το παράθυρο που βλέπει στον δρόμο και μένει στον τόπο
νεκρός. Οι δολοφόνοι του, δύο μέλη της ελληνικής οργάνωσης, αναγνωρίζονται και
περιγράφονται στη χωροφυλακή. Κανένας τους όμως δεν συλλαμβάνεται.[235]
Την Κυριακή 29 Μαΐου, μια ελληνική ομάδα, μπαίνει στο μακεδονικό
χωριό Πάτελι [Патели / Άγιος Παντελεήμονας][236]
του καζά Φλώρινας. Απαγάγει τους προύχοντες Ίτσο Σιάπερα, Βασίλη Πέγιο, Γιώργο
Ζόρε, Ίτσο Σιάτι και Χρήστο Ντέλμο και τους σφάζει[237]
έξω από το χωριό.[238]
Η σφαγή στο
Κλαντόρομπι
Το χωριό Κλαντόρομπι ή Κλόντοροπ
[Кладороби / Κλαδορράχη][239]
της Φλώρινας αποτελεί στόχο της ελληνικής οργάνωσης. Ο Γιάννης Καραβίτης λέει
πως το «Κέντρο» Μοναστηρίου, δηλαδή
το ελληνικό προξενείο στην Μπίτολα [Битола],[240]
του γράφει να μη λησμονήσει να επιτεθεί σε αυτό το χωριό, που βρίσκεται μέσα
στα όρια δράσης της ομάδας του. Και σχολιάζει χαρακτηριστικά ο κρητικός
οπλαρχηγός στα απομνημονεύματά[241]
του, την εμμονή του προξενείου με αυτό το χωριό: «του έχει κάψει την καρδιά, αυτό το Κλαδοράπ, πολύ ενοχλητικό έχει γίνει».[242]
Ο Καραβίτης βάζει ως βασικό πρωταγωνιστή
σε αυτή την επίθεση τον «Αράπη». Ο
Αράπης είναι ένας μαύρος νέος, καταγόμενος από την Τύνιδα. Ο πατέρας του είναι
αζάς (aza: μέλος) του δικαστηρίου στα Μπίτολα. Ο ίδιος είναι
έφεδρος στρατιώτης, με επιπρόσθετο χρόνο υπηρεσίας λόγω συμπεριφοράς, καθώς
είναι μπεκρής και σαματατζής. Λιποτακτεί από τον οθωμανικό στρατό και γίνεται
μισθοφόρος στην ομάδα του Καραβίτη. Πρώτα περνάει τη δοκιμασία ένταξης στο
ελληνικό σώμα που, σύμφωνα με την εντολή του Καραβίτη, είναι να πυροβολήσει την
ώρα που εργάζεται στο χωράφι του, έναν μακεδόνα αγρότη, το «Γιώργο από τη Σφέτα Πέτκα». Στη συνέχεια
αναλαμβάνει άτυπα χρέη «υπασπιστή»
του έλληνα αρχηγού και κυκλοφορεί συνεχώς πλάι του, έχοντας στα χέρια ένα
ρόπαλο.
Στην επίθεση στο Κλαντόρομπι παίρνει
μέρος και η ομάδα του Γιώργου Δικώνυμου (Μακρή) που φτάνει στην περιοχή. Τον
Μακρή και τους άντρες του, οδηγούν στο λημέρι του Καραβίτη, χωρικοί από το
μουσουλμανικό αλβανικό χωριό Κίσαβα [Кишава],[243]
που δουλεύουν ως οδηγοί και αγγελιοφόροι της ελληνικής οργάνωσης.[244]
Μετά την άφιξη του Μακρή, το «Κέντρο Μοναστηρίου» διατάζει τις δύο
ομάδες να μπουν στο Κλαντόρομπι και να σκοτώσουν πέντε αυτονομιστές, τα ονόματα
των οποίων τους τα στέλνει με ένα σημείωμα.[245]
Τους άντρες του Καραβίτη και του Μακρή
οδηγούν στο Κλαντόρομπι, το απόγευμα της 29ης Ιουλίου 1905, δυο
μισθοφόροι της οργάνωσης που γνωρίζουν καλά το μέρος, ο Χατζή και ο Ζεΐρη,[246]
από το χωριό Γκόρνο Κλέστινο [Горно Клештино / Άνω Κλεινές].[247]
Για τον αιφνιδιασμό των κατοίκων του
χωριού, οι επιτιθέμενοι είναι ντυμένοι με στολές του τάγματος των κυνηγών (αβτζού ταμπουρού) του οθωμανικού
στρατού.[248]
Ανάμεσά τους βρίσκονται και αρκετοί ένοπλοι μουσουλμάνοι Αλβανοί από την
προαναφερόμενη γειτονική Κίσαβα.[249]
Η μόνη «φρουρά» του χωριού είναι κάτι δραγάτηδες Γκέκηδες (: αγροφύλακες
που κατάγονται από τη Βόρειο Αλβανία). Το ελληνικό σχέδιο προβλέπει την εξουδετέρωσή
τους, με πονηριά, από τον προαναφερόμενο Αράπη.
Ο Αράπης έχει μπει από τα πριν στο
χωριό, έχει βρει στην πλατεία τους γνωστούς του δραγάτηδες και έχει βγάλει τα
δώρα του: μπόλικο τσίπουρο και καλό καπνό από το Ελμπασάν. Το στρώνουν λοιπόν
στο ναργιλέ και στο ποτό, μέχρι που μεθυσμένοι «βλέπουν» μπροστά τους το ένοπλο σώμα να έχει καταλάβει το χωριό και
τον Αράπη να τους σημαδεύει με το όπλο του.
Οι ένοπλοι εισβολείς ξεχύνονται στο
χωριό για πλιάτσικο. Στόχος τους είναι κυρίως ορισμένοι κάτοικοί του, που έχουν
επιστρέψει πρόσφατα από την Αμερική, όπου είχαν μεταναστεύσει, έχοντας φέρει
μαζί τους και τις οικονομίες της ξενιτιάς. Μπαίνουν στους στάβλους και αρπάζουν
τα άλογα των χωρικών. Κάποιοι εκτός από τη λαφυραγωγία, προβαίνουν και σε
βιασμό γυναικών.[250]
Δεκαοκτώ αιχμάλωτοι χωρικοί οδηγούνται
στην πλατεία του χωριού. Ο Μακρής και ο Καραβίτης τους βάζουν στη γραμμή και
αρχίζουν την «ανάκριση», δηλαδή τον
ξυλοδαρμό, για να μαρτυρήσουν τους πέντε προγραμμένους, τα ονόματα των οποίων
βρίσκονται στο σημείωμα του προξενείου.
Θυμάται ο Καραβίτης την ανάκριση:[251]
- Ποιος
πηγαίνει τα γράμματα στην Καμπάσνιτσα [Кабасница / Πρώτη];[252]
-
Νε ζναμ [: δεν γνωρίζω], μου απαντούν.
-
Ποιος τροφοδοτεί τους κομιτατζήδες;
-
Νε ζναμ.
-
Πως ονομάζονται αυτοί;
-
Νε ζναμ.
-
Που είναι ο Μποζίνης;[253]
-
Νε ζναμ.
-
Πως ονομάζεσαι εσύ;
-
Νε ζναμ.
-
Νε ζναμ κάκο τε βίκα; (δεν γνωρίζεις πως ονομάζεσαι;)
-
Νε ζναμ.
Τότε ο Καραβίτης φωνάζει οργισμένος τον
Αράπη, του δίνει «ένα γερό τρικαλινό
μαχαίρι» και τον διατάζει να τους «κόψει»
όλους.
Ο Αράπης παίρνει το μαχαίρι, το
γυροφέρνει στον αέρα, μετά το φιλάει και το ξαναδίνει στον Καραβίτη.
Ο Καραβίτης τον
κοιτάει απορημένος.
«Είναι κρίμα να λερωθεί τέτοιο μαχαίρι στο αίμα αυτών των ανθρώπων»,
του λέει ο Αράπης. Και πριν προλάβει να απαντήσει ο Καραβίτης, αρπάζει έναν
αιχμάλωτο Μακεδόνα από τα μαλλιά, του κατεβάζει μια γροθιά στο μελίγγι και τον
αφήνει στον τόπο νεκρό.
«Μη βρε Αράπη», φωνάζει ο Καραβίτης, «όχι έτσι»!
Και γυρίζοντας προς
τους Γκραικομάνους[254]
της συμμορίας που κατάγονταν από τα Μπίτολα τους λέει: «σφάχτε τους εσείς Μοναστηριώτες, με μια μαχαιριά στο αριστερό πλευρό».
Όλοι οι Μακεδόνες
σφάζονται, εκτός από έναν. Ο Καραβίτης του λέει ότι τον αφήνει ζωντανό για να
πάει να πει στα χωριά της περιοχής, πως όποιος δεν προσκυνήσει τους Έλληνες, «δεν θα μείνει στο σπίτι του, ούτε γάτα
ζωντανή».
Τα ονόματα[255]
των νεκρών Μακεδόνων είναι: Τέμελκο Πόποφ (50 ετών), Χρίστε Πέτρεφ (45), ο γιος
του Χρίστο (25), Βάσιλ Νόβατσεφ (70), Στόιτσε Τόμεφ (75), οι δύο γιοί του, Ίλου
(50) και Γκεόργκι (25), Ίβαν Στέφοφ (65), Πέβελ Χρίστοφ (45), Σπας Στέφοφ (65),
Τρέντο Ρίστεφ (42), Λάζαρε Γκεοργκίεφ (48), Ίβαν Ντίμοφ (52), ο γιός του Πέτκο
(24), Τόντορε Ντίμοφ (40), Χρίστε Κόλεφ (60) και Τάσε Στογιάνοφ (38).[256]
Λίγες μέρες αργότερα ο
Μακρής και ο Καραβίτης παίρνουν, στο λημέρι που βρίσκονται, επιστολή από το
ελληνικό προξενείο, με την οποία μαθαίνουν ότι από ότι από τους δεκαεπτά που
σκότωσαν[257],
μόνο δύο ήταν στη λίστα των προγραμμένων. Οι άλλοι δεκαπέντε «ήταν απλοί χωρικοί».[258]
Το προξενείο, αντί να τους συγχαρεί τους επιπλήττει, καθώς φοβάται πως θα
ξεσπάσει πάλι θόρυβος στον διεθνή τύπο, για τις σφαγές αθώων χωρικών από τις
ελληνικές συμμορίες.[259]
Ο Καραβίτης γίνεται
έξαλλος και ανταπαντά γράφοντας: «ο
Ηρώδης έσφαξε δεκατέσσερις χιλιάδες παιδιά για να πετύχει ένα και δεν το
πέτυχε, εγώ στους δεκαεπτά πέτυχα τρεις»!
Το καλοκαίρι
του 1905
Στις αρχές
Ιουνίου δολοφονείται έξω από το χωριό Έξι Σου ή Γκόρνο Βέρμπενι [Екси Су или
Горно Врбени / Ξυνό Νερό][260]
ο Αντ. Λιόντος, «φανατικός οπαδός του Κομιτάτου».[261]
Ο Γκότζε
Στόιτσεφ, εξαρχικός παπάς στα Γιανιτσά, πηγαίνει μια μέρα του Ιουνίου, στο
μικρό μακεδονικό χωριό Κιρκάλοβο ή Τσέκρι. Στο δρόμο της επιστροφής του στην
πόλη, άνδρες ενός ελληνικού σώματος, τον πυροβολούν από απόσταση και τον
τραυματίζουν. Στη συνέχεια τον πιάνουν και τον σφάζουν.[262]
Τη Δευτέρα 6
Ιουνίου 1905, η ελληνική οργάνωση δολοφονεί το Ρουμανόβλαχο Naskou Constantin
Torouz,[263]
κοντά στην πόλη Κρούσεβο [Крушево][264] των
Μπιτολίων.
Την Τετάρτη 8
1905,[265] ένα
ελληνικό σώμα σκοτώνει έξι Βλάχους στη Χούμα [Хума][266] της
Γευγελής και έξι βλάχους μαθητές στο Αλτσάκ [Алчак / Χαμηλό].[267]
Την Παρασκευή
10 Ιουνίου, ένα ελληνικό σώμα δύναμης 35
ανδρών συναντάει στο βουνό Βίτσι έξι χωρικούς. Τέσσερις από αυτούς (οι Πάντο
Στέργιοφ, Ίβαν Χρίστοφ, Γκεόργκι Χρίστοφ και Βάσιλ Ίβανοφ) είναι κάτοικοι του
μακεδονικού χωριό Μπλάτσα [Οξυά] της Καστοριάς και δύο (οι Στέφο και Λίντο
Σίντεροφ) είναι κάτοικοι του χωριό Πρεκοπάνα [Прекопана / Περικοπή][268]
της Φλώρινας. Ο Βάσιλ Ίβανοφ και ο Γκεόργκι Χρίστοφ καταφέρνουν να γλυτώσουν
από τα χέρια των Ελλήνων (ο δεύτερος τραυματισμένος).[269]
Οι άλλοι τέσσερις[270]
σκοτώνονται με τον πιο φρικτό τρόπο.[271]
Τα πτώματά τους θα βρεθούν αργότερα[272]
με σπασμένα κρανία και βγαλμένα μάτια.[273]
Την Παρασκευή 24 Ιουνίου, σκοτώνεται από
ελληνικό σώμα, ο δάσκαλος του οικισμού Ζερβοχώρι [Жербохор][274]
της Βεροίας, λίγο έξω από το χωριό.[275]
Το ίδιο διάστημα, στο χωριό Έμπορε του
καζά Καϊλαρίων, δολοφονείται με σφαίρα στο κεφάλι και ενώ καθόταν στο μπαλκόνι
του σπιτιού του, ο εξαρχικός επίτροπος.[276]
Στις 24 Ιουνίου 1905, η ελληνική
οργάνωση δολοφονεί το Ρουμανόβλαχο Hristake Toli, από το Γκόρνο Γκραματίκοβο
των Καϊλαρίων.[277]
Ο Λάμπρος Κορομηλάς γράφει στις 27
Ιουνίου 1905, πως πρόσφατα ένα ελληνικό σώμα σκότωσε δυο αυτονομιστές στο χωριό
«Κουρεντζέλ» (;) των Βοδενών και τον
εξαρχικό παπά στο χωριό Τσέκρι ή Κιρκάλοβο.[278]
Τον Ιούλιο του 1905, δολοφονείται από
ένα ελληνικό σώμα, στο βουνό Βίτσι,[279]
ο εξηντάχρονος βοσκός Κόλε Κολίσανοφ, από το χωριό Μόκρενη [Мокрени / Βαρικό][280]
της Καστοριάς.
Τα μεσάνυχτα
26 προς 27 Ιουνίου, το σώμα
του ανθυπολοχαγού Χρήστου Τσολακόπουλου (Ρέμπελου),[281]
εισβάλλει υπό βροχή, στο χωριό Μπίρνικ [Брник][282]
του Πρίλεπ. Στόχος του είναι το σπίτι του αυτονομιστή Τράικου. Ο Ρέμπελος μένει
με τα καραούλια, έξω από το χωριό. Οι οπλαρχηγοί Παναγιώτης Φιωτάκης και
Αντώνης Ζώης, με πολλούς άνδρες, πολιορκούν στο σπίτι του Τράικου. Ψάχνουν μέσα
αλλά δεν βρίσκουν το νοικοκύρη. Ο Ζερβουδάκης πυροβολεί και σκοτώνει τον αδελφό
του Τράικου, ενώ ο Πρωτοπαπαδάκης εκτελεί το γέρο πατέρα. Οι γυναίκες
ουρλιάζουν. Οι γείτονες βγαίνουν αναστατωμένοι στο δρόμο. «Τα σπίρτα παιδιά και φωτιά να τους κάψουμε σαν καβούρια τους
γουρονομύτες», φωνάζει ο Παντής και βάζει φωτιά. Σε λίγο επτά σπίτια
λαμπαδιάζουν.[283]
Ο Κρητικός Π. Ζερβουδάκης σκοτώνει δεκαπέντε άτομα. «Γυναίκες, παιδιά, γέροντες άνδρες, μισόγυμνοι σαν φαντάσματα, τρύπωναν
στα έγκατα της γης για να γλυτώσουν», γράφει χαρακτηριστικά ο Κουτσουκάλης.[284]
Τριάντα άνθρωποι σκοτώνονται συνολικά.[285]
Ανάμεσά τους βρίσκονται και έξι παιδιά.[286]
Το μακελειό[287]
θα ήταν ακόμα μεγαλύτερο, εάν δεν κατέφθανε ένα στρατιωτικό απόσπασμα, που
μόλις το βλέπουν, οι εισβολείς εγκαταλείπουν το χωριό.[288]
Σε έκθεση του προξένου Θεσσαλονίκης, με
ημερομηνία 28 Ιουνίου 1905,[289]
αναφέρεται πως λίγες μέρες πριν, το σώμα του Μαζαράκη (Ακρίτα) σκότωσε τον
καβάση του επιθεωρητή των ρουμανικών σχολείων και το γιο του καβάση,[290]
που συνάντησε στο χωριό Γκόρνο Γκραματίκοβο [Горно Граматиково / Άνω Γραμματικό][291]
των Καϊλαρίων.[292]
Σύμφωνα με το Γερμανό Καραβαγγέλη,[293]
την Κυριακή 3 Ιουλίου, ένα ελληνικό σώμα σκοτώνει τον εξαρχικό ιερέα, έξω από
την εκκλησία του κάτω μαχαλά, στο χωριό Κουμανίτσεβο ή Κομανίτσεβο [Куманичево / Λιθιά][294]
του καζά Καστοριάς.
Μια μέρα
του Ιουλίου, ο Σάτζο Κέτσεφ, δάσκαλος στο χωριό Τέοβο των Βοδενών, έχει πάει
στο χωράφι του να εργαστεί. Κάποια στιγμή απομακρύνεται λίγο από τους συγχωριανούς του. Τότε οι άνδρες ενός ελληνικού σώματος, που
παραμονεύουν, πετάγονται και τον σφάζουν με τα μαχαίρια τους. Φεύγοντας, οι
δράστες αφήνουν πάνω στο πτώμα ένα χαρτί που γράφει: «θα σας σφάξουμε όλους, αν δεν γίνεται πατριαρχικοί». Το σημείωμα
αυτό δόθηκε στο ρώσο αξιωματικό στα Βοδενά.[295]
Στις 13 Ιουλίου 1905,[296]
η ελληνική οργάνωση σκοτώνει το Βλάχο Nicolas Mihale από το χωριό Γκόλεμα
Λίβαντα [Голема Ливада / Μεγάλα Λιβάδια][297]
της Γευγελής.
Τη νύχτα της 14ης Ιουλίου, ο
καπετάν Γκόνος με τους επτά Γκέκηδες (Αλβανούς) της ομάδας του, μπαίνει στο
χωριό Καντίνοβο [Кадиново / Γαλατάδες][298]
των Γιανιτσών και σκοτώνει δυο αυτονομιστές.[299]
Στις 17
Ιουλίου 1905 το απόγευμα, η ομάδα του
Γιώργου Δικώνυμου (Μακρή), μετά από υπόδειξη κάποιου Λάζου από το Πίσοντερ
[Писодер / Πισοδέρι],[300]
εισβάλλει στο χωριό Τίρνοβο [Тирново или Трнаа / Πράσινο][301]
στα Κορέστια, σκοπεύοντας να σκοτώσει το δάσκαλο και τον παπά. «Τους
κυνηγήσαμε, ρίξαμε και πληγώσαμε τον παπά στο χέρι, όπως μάθαμε ύστερα, γιατί
εκείνη την ώρα μας κρύφτηκε στο δάσος. Ο δάσκαλος όμως κατόρθωσε να διαφύγει
αβλαβής», γράφει ο Μακρής στα απομνημονεύματά του. Στη συνέχεια οι Έλληνες
πάνε στην εκκλησία, μαζεύουν τους χωρικούς, τους τρομοκρατούν και καίνε τα
εξαρχικά βιβλία που βρίσκουν. Το άλλο βράδυ, ο Μακρής και οι άντρες του
μεταβαίνουν στο χωριό Μπούκοβικ [Буковик / Οξυά],[302]
όπου καίνε ξανά τα βιβλία της εκκλησίας και τρομοκρατούν τους χωρικούς.[303]
Το Σάββατο 23 Ιουλίου βρίσκονται στη
λίμνη του Οστρόβου, τα πτώματα δυο μακεδόνων ξυλοκόπων από το χωριό Γκορνίτσεβο
της Φλώρινας. Οι συγγενείς τους καταλογίζουν το έγκλημα στους Έλληνες.[304]
Την Κυριακή 24 Ιουλίου 1905, ο εξαρχικός
παπάς του χωριού Μέσιμερ των Βοδενών φεύγει νωρίς το πρωί και πάει στο
μοναστήρι της Αγίας Τριάδας που βρίσκεται μισή ώρα έξω από το χωριό, για να
λειτουργήσει. Τον συνοδεύουν ένας επίτροπος της εκκλησίας, δυο ψάλτες και δυο
χωρικοί. Το μοναστήρι (που φυλάσσεται από πέντε ένοπλους οθωμανούς) έχει από
βραδίς περικυκλωθεί από τον Μαζαράκη και τους άνδρες του. Μόλις έχει αρχίσει η
λειτουργία, όταν μια ομάδα από το σώμα, έχοντας επικεφαλής το λοχία Βασίλη
Παπακώστα,[305]
σπάζει την κλειστή πόρτα του μοναστηριού και μπαίνει μέσα φωνάζοντας και
πυροβολώντας στον αέρα.[306]
Πιάνουν τον παπά, τους δύο ψάλτες, τον επίτροπο και τους δύο προσκυνητές και
τους σέρνουν έξω από την εκκλησία. Στο προαύλιο τους πυροβολούν και τους κόβουν
τους λαιμούς.[307]
Οι πέντε στρατιώτες, μόλις βλέπουν τους ένοπλους Έλληνες εγκαταλείπουν τη μονή
και φεύγουν, δίχως μάχη, για το χωριό.[308]
Το πρωί της Δευτέρας 25ης
Ιουλίου, η ομάδα του οπλαρχηγού Νικόλα, καίει τη στάνη και καταστρέφει το
κοπάδι (400 προβάτων) του Ρουμανόβλαχου Sterie Duma, που βρίσκεται κοντά στο
βλαχοχώρι Γκόλεμα Λίβαντα της Γευγελής.[309]
Ο πρόκριτος Ίγκο Μπακάλοφ, του χωριού
Κρίβα [Крива / Γρίβα][310]
των Γιανιτσών, έχει λάβει τρεις απειλητικές επιστολές από την ελληνική οργάνωση,
για να εργαστεί υπέρ της επιστροφής του χωριού του στη δικαιοδοσία του
πατριαρχείου. Ο Μπακάλοφ αγνοεί τις απειλές. Την Τετάρτη 27 Ιουλίου, ενώ
πηγαίνει στο γειτονικό χωριό Ράμνα [Рамна / Ομαλό],[311]
ο Γιώργος Γκόνος, που έχει στήσει ενέδρα και τον περιμένει, τον πυροβολεί και
τον σκοτώνει.[312]
Το απόγευμα της Κυριακής 31 Ιουλίου
1905, το σώμα του Ρέμπελου[313]
περικυκλώνει το χωριό Μπέσιστε [Бешиште].[314]
Μέσα στο χωριό μπαίνουν οι Βαγγέλης Δημητρίου (Πριονιστής), Μάρκος
Φραγκόπουλος, Παναγιώτης Ζερβός, Μιχάλης Κοκκινάκης και Κώστας Μπαριώτης.[315]
Αυτοί, δέρνουν αρκετούς κατοίκους. Βιάζουν γυναίκες και κορίτσια. Φεύγοντας,
παίρνουν μαζί αιχμαλώτους, τους Μακεδόνες Βέλτσε, Μάνιο, Μίρκο, Τόλε, Ρίστε και
Μίλε.[316]
Δυο ώρες αργότερα σκοτώνουν[317]
στο βουνό τους έξι χωρικούς.[318]
Τη νύχτα της 31ης Ιουλίου 1905,
μια οκταμελής ένοπλη ελληνική ομάδα (κουκουλοφόρων), μπαίνει στο χωριό
Ελέσνιτσα [Елешница][319]
του Πετριτσίου. Κατευθύνεται στο σπίτι του μακεδόνα προύχοντα Τράικοφ και τον
αιχμαλωτίζει. Την ώρα που φεύγει, παίρνοντάς τον μαζί της, σκοτώνει τον Τάσε,
το γιο του Τράικοφ, που προσπαθεί να βοηθήσει τον πατέρα του. Μια ώρα δρόμο με
τα πόδια, έξω από το χωριό, ο Τράικοφ εκτελείται. Το πτώμα του βρίσκεται την
επόμενη μέρα. Το κεφάλι βρίσκεται πεταμένο παράμερα, με κομμένα τα αυτιά.[320]
Το βράδυ της Παρασκευής 29 Ιουλίου, το
σώμα του Βέργα συλλαμβάνει στην Αβδέλλα [Авдела][321]
των Γρεβενών τρεις ρουμανίζοντες,[322]
το Στέργιο Παπά (επιθεωρητή των ρουμανικών σχολείων), το γιο του Τόλιο και τον
άντρα της κόρης του Κώστα Παπαδημητρίου. Τους παίρνει αιχμαλώτους και τους
σκοτώνει[323]
σε ένα δάσος κοντά στα Γρεβενά.[324]
Στις 5 Αυγούστου, ο Ρέμπελος και οι
άντρες του μπαίνουν στο χωριό Σκότσιβιρ [Скочивир][325]
του Μοναστηρίου. Τρομοκρατούν τους κατοίκους και φεύγουν, παίρνοντας μαζί τους
δέκα προύχοντες. Τέσσερις από αυτούς, τους Ίβαν Τόλεφ, Γκέορκι Άτανας, Τόλε
Ίβανοφ και Στόιτσε Σέκουλεφ, τους κρατούν ομήρους, μέχρι που το χωριό
αναγκάζεται να δηλώσει πως επιστρέφει στο Πατριαρχείο.[326]
Οι άλλοι έξι δεν είναι καθαρό τι απέγιναν. Ο Draganof λέει πως αφέθηκαν
ελεύθεροι[327],
ο Ράπτης[328]
όμως γράφει πως τους σκότωσαν[329]
στο δρόμο για το Πετάλινο [Петалино],[330]
γιατί πίστευαν πως είναι «κομιτατζήδες».
Την Κυριακή 7 Αυγούστου 1905, στην πόλη
Βοδενά [Воден / Έδεσσα],[331]
η ελληνική οργάνωση δολοφονεί το ρουμανιστή Βλάχο Mihale Dina Baideki.[332]
Στις 9 Αυγούστου 1905, κοντά στο χωριό
Παπάντιγια [Пападија / Παπαδιά][333]
της Φλώρινας, μια ελληνική ομάδα συλλαμβάνει τους Ρουμανόβλαχους Nasu Costa
Zora και Zicou Cole Terziu. Ο ένας εκτελείται και ο άλλος καταφέρνει να
δραπετεύσει.[334]
Σε απόρρητο έγγραφο του Λάμπρου Κορομηλά
της 14ης Αυγούστου, διαβάζουμε πως η ελληνική οργάνωση πρόσφατα
σκότωσε: α) τον πρόκριτο Μάτσα Καρά, στο χωριό Ρουσίλοβο [Русилово / Ξανθόγεια][335]
των Βοδενών, β) το γιο του εξαρχικού γαλατά Ζήση, κοντά στα Βοδενά και γ) δυο
αυτονομιστές, οδηγούς των τσετών, κοντά στα Βοδενά.[336]
Την Πέμπτη 18 Αυγούστου 1905, μια ώρα
απόσταση έξω από την πόλη των Σερρών [Серес / Σέρρες][337]
μια ελληνική ομάδα δολοφονεί τον δεκαοκτάχρονο Γκεόργκι Μπατσέβαροφ,[338]
κάτοικο του γειτονικού μακεδονικού χωριού Λάκος [Лакос / Λάκκος].[339]
Την ίδια μέρα, μια ελληνική ομάδα
σκοτώνει, διά ακρωτηριασμού, δύο Ρουμανόβλαχους,[340]
στο χωριό Λιούμνιτσα [Лјумница / Σκρα][341]
της Γευγελής.
Στις 19 Αυγούστου, ο Γκόνος με τους
Γκέκηδές του, σκοτώνει έξω από το χωριό Βούντριστα των Γιανιτσών, ένα Βλάχο.[342]
Την Κυριακή 21η Αυγούστου,
στο χωριό Σάριτζα ή Σαράτσεβο [Сарачево
/ Βαλτοχώρι][343]
της Θεσσαλονίκης, μια ελληνική ομάδα καίει τα σπίτια των χωρικών Κοτζαμάνη και
Χρήσου.[344]
Το πρωί της 23ης Αυγούστου
1905 τα ενωμένα σώματα του υπίλαρχου Πέτρου Μάνου (Βέργα) και του υπολοχαγού
Στέφανου Δούκα (Μάλλιου), δύναμης 150 περίπου αντρών, μπαίνουν στο μακεδονικό
χωριό Οσνίτσανη στα Καστανοχώρια,[345]
με σκοπό να «καταστρέψουν αυτή τη φωλιά
των κομιτατζήδων».[346]
Οκτώ χωρικοί που έχουν τουφέκια, προβάλλουν για δύο ώρες απεγνωσμένη αντίσταση
και μετά εγκαταλείπουν τη θέση τους. Οι άνδρες του σώματος σκοτώνουν εννέα
κατοίκους του χωριού και τραυματίζουν πολλούς.[347]
Μεταξύ των σοβαρά τραυματισμένων είναι τέσσερις γυναίκες και ένα παιδί. Ένας
από τους σκοτωμένους, ο εξαρχικός παπάς Θωμά Ζίσοφ, θα βρεθεί με κομμένα τα
χέρια και τη μύτη και βγαλμένα τα μάτια. Ακολουθεί πλιάτσικο στα σπίτια του
χωριού. Αρκετά τρόφιμα, πολύτιμα αντικείμενα και 150 λίρες αποτελούν το προϊόν
αυτής της λεηλασίας. Ταυτόχρονα βάζουν φωτιά και καίνε δεκαεπτά σπίτια. «Τα καλύτερα σπίτια του χωριού, μεταβάλλονται
σε ερείπια».[348]
Ο στρατός θα φτάσει έξι ώρες μετά την αναχώρηση των Ελλήνων. Ο υπολοχαγός
Καμπέρ Εφέντη, λέει προκλητικά στους χωρικούς, πως για να βρουν την ησυχία τους
από τα ελληνικά σώματα, πρέπει να δηλώσουν πίστη στο μητροπολίτη Γερμανό
Καραβαγγέλη. Τα γεγονότα καταγγέλλονται εγγράφως, από τους προκρίτους του
χωριού, στο βαλή Μοναστηρίου και τους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων.[349]
Στις 23 Αυγούστου, επίσης, το χωριό
Σλίβνιτσα [Сливница][350] που βρίσκεται στις Πρέσπες, περικυκλώνεται από ένα εξηνταμελές ελληνικό
σώμα. Οι νέοι άνδρες του χωριού προλαβαίνουν να φύγουν στο βουνό πριν το χωριό
κυκλωθεί εντελώς, οι υπόλοιποι όμως χωρικοί εξαναγκάζονται να συρθούν, μέσα στη
νύχτα, στην πλατεία, όπου εκεί κακοποιούνται από τους άνδρες του σώματος. Το
πρωί, ο έλληνας αρχηγός λέει πως όλη η Σλίβνιτσα θα περάσει από το μαχαίρι και
τη φωτιά, αν οι κάτοικοί της δεν είναι στο εξής πιστοί στην ελληνική οργάνωση
και τον πατριαρχικό δεσπότη. Φεύγοντας, το σώμα παίρνει μαζί του ομήρους το
Στόγιαν Σέρμπινοφ και τον Κίταν Βέλκοφ.[351]
Στα μέσα Αυγούστου, μπαίνει στο χωριό
Μόκρενη της Καστοριάς, το σώμα του
υπολοχαγού Γιώργου Βλαχογιάννη (καπετάν Οδυσσέα), δύναμης ογδόντα ανδρών. Οι
Έλληνες αιχμαλωτίζουν 25 Μακεδόνες και τους πάνε σε ένα δάσος, στο γειτονικό
βουνό «Κουρί», όπου τους «κατηχούν» και μετά τους αφήνουν. Πρώτα
όμως τους βάζουν να ορκιστούν ότι θα πάνε στον δεσπότη Καραβαγγέλη και θα
δηλώσουν επιστροφή στο Πατριαρχείο. Την άλλη μέρα το σώμα ανοίγει την κλειστή
πατριαρχική εκκλησία του χωριού με τα όπλα και υποχρεώνει τον εξαρχικό παπά να
λειτουργήσει στα ελληνικά. Φεύγοντας ο Βλαχογιάννης αφήνει πίσω «φρουρά»
δώδεκα ανδρών.[352]
Επειδή όμως περνούν οι μέρες και οι πρόκριτοι καθυστερούν να πάνε στην Καστοριά
για να αλλαξοπιστήσουν, το σώμα επιστρέφει στο χωριό, στις 25 Αυγούστου[353]
και παίρνει δεκαπέντε όμηρους. Αυτοί,
όπως δηλώνει στους κατοίκους ο καπετάνιος, θα εκτελεστούν, αν δεν τηρήσουν
άμεσα οι προύχοντες τον όρκο τους.[354]
Έτσι η Μόκρενη υποχρεώνεται να δηλώσει στις οθωμανικές αρχές πως γίνεται «ελληνικό»
χωριό.[355]
Στις 26 Αυγούστου η εφημερίδα «Χρόνος» δημοσιεύει τηλεγράφημα από τη
Θεσσαλονίκη που αναφέρει τρεις πράξεις «εκδίκησης»
των ελληνικών σωμάτων: α) το φόνο του «κομιτατζή»
Νίκου Μάτσα, που βρισκόταν μέσα στη στάνη του Γιώργου Μίσιου, β) τη δολοφονία
του «αγγελιοφόρου του Κομιτάτου»
Ίτσκο στην περιοχή των Γιανιτσών και γ) το φόνο δυο συγγενών του εξαρχικού
βοσκού Στέργιου Δήμου, μέσα στη στάνη.[356]
Στις 27 Αυγούστου
1905, ο Βάρδας αποφασίζει να επιτεθεί στο
χωριό Μπέσφινα [Бесфина / Σφήκα][357]
των Πρεσπών. Προηγουμένως το σώμα του έχει αιχμαλωτίσει δυο γέρους, δυο νεαρούς
και τέσσερις γυναίκες, στο δρόμο που οδηγεί από τη Μπέσφινα στο Μπούκοβικ. Ο
Βάρδας στέλνει μια γυναίκα από τους αιχμαλώτους στο χωριό, με επιστολή που
απαιτεί από τους κατοίκους να υποδεχτούν το σώμα του. Στην επιστολή ο Βάρδας
απειλεί πως αν οι χωρικοί φύγουν από το χωριό και κρυφτούν στο δάσος, θα
σκοτώσει και θα κάψει σπίτια. Το σώμα μπαίνει στο χωριό το βράδυ.[358]
Ο Πύρζας γράφει πως «αν βρίσκαμε τους παπάδες είχαμε απόφαση να τους κάψουμε».
Όλοι οι άντρες του χωριού έχουν καταφύγει για να γλιτώσουν στο βουνό. Βρίσκουν
μόνο γυναίκες και δυο γέρους. Ο Πύρζας περιγράφει το πλιάτσικο που έγινε και
μετά το κάψιμο ενός μπακάλικου και των σπιτιών των δύο εξαρχικών παπάδων: «Μόλις
πήγα στο χωριό είχαν κατεβεί όλοι και είχαν αρχίσει το πλιάτσικο, έσπασα την
πόρτα του μαγαζιού του Τόλο από τον Τίρναβο. Οι χωρικοί είχαν φύγει με τους
παπάδες, είχαν μείνει 2- 3 γέροντες, ρώτησα ένα γέρο, μου είπε που είναι το
σπίτι του ενός παπά. Στου αλλουνού παπά είχεν πάει ο Μιχάλης Τσόντος να βάλει
φωτιά. Μόλις πήγα στου παπά ήλθαν πολλοί άλλοι, αμέσως έτρεξαν επάνω να το
γυμνώσουν. Εγώ με τον Πάνο έβαζα φωτιά από κάτω. Είπα σε ένα παιδί από τα
Τρίκαλα να βάλει φωτιά και επάνω, όπου ήταν μια ψάθα από άχυρο και βγήκαμε.
Είχα αμφιβολία, γύρισα ξανά με το Γιάννη από την Καβάλα. Του είπα να ανέβει
πάνω να ρίξει τσάκνα να πάρει γρηγορότερα φωτιά, ενώ μαζευόμαστε να φύγουμε
πήγα στου καντηλανάφτη το σπίτι, με το γέρο Φώτη, να πάρουμε τα κλειδιά της
εκκλησίας να κάψουμε τα βιβλία. Αφού πήραμε το κλειδί πήρα τον Σπανό και το
Λεωνίδα από την Καστοριά. Τραβήξαμε τον ανήφορο προς την εκκλησία, ανοίξαμε την
εκκλησία, μαζέψαμε όλα τα βιβλία, τα έβαλα στη μέση της εκκλησίας. Έβαλα φωτιά
και όσα κεριά είχε στο παγκάρι, τα έβαλα να μη σβήσουν τα βιβλία».[359]
Η συνολική αποτίμηση της ελληνικής
επίθεσης στη Μπέσφινα ήταν: Λεηλασία του σπιτιού του Ναούμ Κόλεφ και των
καταστημάτων των Στέρι Τόλεφ και Τόλε Πέτρεφ. Κάψιμο των σπιτιών του παπά
Χρίστε και του αδελφού του, καθώς επίσης των σπιτιών του Στέφο Λάζοφ, του Κόστα
Φίλεφ και του παπά Μίτρε Χρίστοφ. Οι άνδρες του σώματος φεύγοντας παίρνουν μαζί
τους και αρκετά μοσχάρια.[360]
Το βράδυ της Κυριακής 28 Αυγούστου, μια
ελληνική ομάδα που δρα στην περιοχή νότια της πόλης Μπίτολα (πιθανόν εκείνη του
Δικώνυμου-Μακρή),[361]
μπαίνει στο μακεδονικό χωριό Ορέχοβο [Орехово][362]
και απαγάγει τον προύχοντα Γκεόργκι Τραγιάνοφ. Στη συνέχεια αιχμαλωτίζει το
μακεδόνα μάγειρα της μονής Μπουκόβου. Τα πτώματα των δυο αιχμαλώτων
εγκαταλείπονται αργότερα στο δάσος, κοντά στο χωριό Γκραέσνιτσα [Граешница].[363] Τέσσερις μέρες αργότερα, η ίδια ομάδα μπαίνει ξανά
στο Ορέχοβο και παίρνει ομήρους τρεις χωρικούς. Τέλος την επομένη τραυματίζει
σοβαρά το Γκόσι Σιμέονοφ,[364] κάτοικο του χωριού Μπρούσνικ [Брусник].[365]
Σε επιστολή του προξένου Κορομηλά, της
29ης Αυγούστου, γίνεται αναφορά στη δολοφονία, από τα ελληνικά
σώματα: α) των βοσκών Ι. Παλάν και Γ. Χούρτου στο χωριό Τσέρνα Ρέκα [Црна Река
/ Κάρπη][366]
του καζά Γευγελής και β) του μουχτάρη του χωριού Ποντ [Под / Φλαμουριά][367]
των Βοδενών. Πάνω σε όλα τα πτώματα, βρέθηκαν καρφιτσωμένα σημειώματα, των
ελλήνων «εκδικητών».[368]
Την Τετάρτη 31 Αυγούστου, ένα ελληνικό
σώμα εισβάλλει στο χωριό Σταρίτσανη [Старичани / Λακκώματα][369]
της Καστοριάς, ανοίγει πυρ κατά των χωρικών και βάζει φωτιά σε σπίτια του
χωριού. Όταν αναχωρεί, δώδεκα άτομα (άνδρες, γυναίκες και παιδιά) έχουν δεχτεί
σφαίρες και δεκατέσσερα σπίτια καίγονται. Ο διοικητής της χωροφυλακής, Χαϊντάρ
Μπέη, που φτάνει στο χωριό από τη Χρούπιστα για ανακρίσεις, λέει στους χωρικούς
πως κινδυνεύουν να πάθουν και χειρότερα, όσο εναντιώνονται στους Έλληνες.[370]
Από το
ημερολόγιο του Βάρδα
Καλοκαίρι
1905
Στις 5 Ιουνίου ο Βάρδας βρίσκεται με
τους άνδρες του σε ένα λημέρι στη δυτική πλαγιά του βουνού Σινιάτσικο, στα όρια
των καζάδων Καϊλαρίων και Ανασελίτσας. Εκεί λαμβάνει διάφορες επιστολές από
μέλη της ελληνικής οργάνωσης, που βρίσκονται σε οικισμούς της ευρύτερης
περιοχής. Από τη Σιάτιστα τον ενημερώνουν για τη δολοφονία του έλληνα
πρωθυπουργού Θεόδωρου Δηλιγιάννη. Ο Βάρδας υποθέτει ότι ο δράστης μπορεί να
είναι κάποιος πατριώτης που σκότωσε τον γηραιό πολιτικό λόγω του «δειλού και αναποφάσιστου χαρακτήρα του»
και την υποχωρητικότητά του στο μακεδονικό, εξαιτίας «των διαμαρτυριών Τουρκίας και Ευρώπης» για τη δράση των ελληνικών
σωμάτων.[371]
Από το Βογατσικό, του γράφει ο Αθανασίου
και του λέει ότι πρέπει «να τιμωρηθούν»
στο χωριό οι Νάτσηδες, για να μπορέσει να συνεχιστεί «το έργο» εκεί. Ο οπλαρχηγός Γιάννης Καλογεράκης του γράφει από το
Λέχοβο και τον πληροφορεί ότι η ομάδα του μπήκε στο Στρέμπενο και εκεί μια
γυναίκα του είπε πως στο χωριό υπάρχουν κομίτες, αλλά δεν του είπε που ακριβώς.
Του γράφει επίσης ότι αν σε αυτό το χωριό «δεν
κάψουμε έξι σπίτια είναι αδύνατον να γίνει δικό μας». Επίσης του γράφει ο
Κιάντος από την Κλεισούρα και του προτείνει να τιμωρηθούν οι Ρωμούνοι (: ρουμανίζοντες) του χωριού,
γιατί προδίδουν και συκοφαντούν τους ελληνίζοντες.[372]
Την επομένη, Δευτέρα 6 Ιουνίου, διαβάζει
σε ελληνικές εφημερίδες, που του στέλνουν από το Σόροβιτς, τα αίτια της
δολοφονίας του Δηλιγιάννη, το κλείσιμο δηλαδή των χαρτοπαικτικών λεσχών.
Παίρνει επίσης επιστολή από τον «Άγιο
Καστοριάς», τον Γερμανό Καραβαγγέλη, στην οποία του γράφει πως θα έρθει να
συναντηθούν σε είκοσι μέρες, αλλά «είναι
ανάγκη να γίνουν πριν έλθει μερικοί φόνοι, όπως των ιερέων Φιλίππου στο Κάτω Κουμανίτσι
και του Γερμανού στην Τσερέσνιτσα».[373]
Στις 9 Ιουνίου, ο έλληνας οπλαρχηγός
λημεριάζει σε μια στρούγγα, κοντά στη Λόσνιτσα. Εκεί έρχεται ο αγγελιοφόρος
Κόκκινος από τη Μπλάτσα και του ανακοινώνει πως το μυστικό σώμα που έφτιαξαν
στη Μπλάτσα, με αρχηγό το Νάκο Μπερικετλή, πραγματοποίησε το πρώτο έργο του: τη
δολοφονία του εξαρχικού παπά στο χωριό Έμπορε.[374]
Στις 14 Ιουνίου ο Βάρδας σημειώνει: «Έρχεται το πρωί ο Μπερεκιτλής, του δίνω
χρήματα για το μυστικό σώμα και για την εξόντωση του Αρίφ».[375]
Την Τετάρτη 15 Ιουνίου, μαθαίνει ότι ο
Δούκας (Μάλλιος) μπήκε με το σώμα του στο χωριό Οσνίτσανη και υποχρέωσε τους
κατοίκους του να ορκιστούν πίστη και υπακοή στα ελληνικά σώματα και στο
δεσπότη.[376]
Στις 19 Ιουνίου ο Τσόντος παίρνει
επιστολή του καπετάν Φιλώτα, με την οποία του αφηγείται το συμβάν στο Βίτσι, το
μοίρασμα των αιχμαλώτων με το Μακρή και «το
φόνο οκτώ χωρικών» (όχι εννιά, όπως γράφει ο Μακρής). Παίρνει επίσης
επιστολή από το Ζέλενιτς [Зеленич / Σκλήθρο][377]
της Φλώρινας, από την οικογένεια των Γραμμενόπουλων,[378]
που απευθύνεται προς τον Κατεχάκη (Ρούβα), για οικονομική βοήθεια, σημειώνοντας
πως οι άνδρες της οικογένειας έχουν φυλακισθεί από τις τουρκικές αρχές, ως
μετέχοντες στην επίθεση και τη σφαγή του περασμένου Νοεμβρίου.[379]
Το Σάββατο 25 Ιουνίου, παίρνει μήνυμα
του «Αγίου Γρεβενών», για την τέλεσης
«πράξης» (: φόνων) από το σώμα του
Βάρδα, όσο ο δεσπότης θα «απουσιάζει»
από την επαρχία του. Μαθαίνει επίσης, από τον πρωτοσύγκελο Καστοριάς, ότι
ετοιμάζεται ελληνική μισθοφορική ομάδα στη Βίγλιστα ή Μπίκλιστα [Биклишта],[380]
αποτελούμενη από πέντε-έξι Αλβανούς. Έργος της είναι να «καθαρίσει» [381]
τα εχθρικά χωριά Λαμπάνιτσα [Лабаница / Άγιος
Δημήτριος],[382]
Κωστενέτσι ή Κόσινετς [Косинец / Ιεροπηγή][383]
και Σμάρδεσι ή Σμάρντες [Смрдеш /
Κρυσταλοπηγή].[384]
Στις 27 Ιουνίου, πληροφορείται πως «οι δικοί μας σκότωσαν 25 Βλάχους κοντά στην
Κατράνιτσα». Επίσης έκαψαν δύο εξαρχικά χωριά.[385]
Την Κυριακή 3 Ιουλίου, ο Βάρδας με το
σώμα του βρίσκεται πάνω από το Κουμανίτσεβο. Έχει στείλει μια ομάδα εννέα
ανδρών για να σκοτώσουν τον εξαρχικό ιερέα Φίλιππο. Κάποια στιγμή ακούει «το κτύπημα της καμπάνας και μετά από λίγο
κραυγές γυναικών». Σε λίγο οι άνδρες του επιστρέφουν και του ανακοινώνουν
το φόνο του παπά.[386]
Στις 6 Ιουλίου βρίσκεται στο λημέρι «Μπριαλάγκα», κοντά στο χωριό Σέλιτσα.
Εκεί συναντά τον οπλαρχηγό Παύλο Κύρου από το Ζέλεβο [Желево / Ανταρτικό],[387]
που παραπονιέται για τους μισθούς που του χρωστάει ο Ρούβας. «Αυτό το ζήτημα διαρκώς με βασανίζει»
γράφει ο Βάρδας. Η γκρίνια δηλαδή των μισθοφόρων για την καθυστέρηση καταβολής
των μισθών.[388]
Την άλλη μέρα, στη Σέλιτσα, κατσαδιάζει
«τους παρεκτρεπομένους αχρείους αντάρτες
Κουτσούκη και Τσιτσικάρη», που μένουν συνέχεια μέσα στα χωριά, ακόμα και το
καλοκαίρι, μπεκρουλιάζοντας και καβγαδίζοντας.[389]
Στις 8 Ιουλίου, έρχεται στο λημέρι «Παλαιοκόζανη» και τον βρίσκει ο
οπλαρχηγός Τσολάκης. Αυτός του λέει πως έχει συμφωνήσει να παίρνει μισθό οκτώ
εικοσόφραγκα το μήνα. Ο Βάρδας το βρίσκει παράδοξο, γιατί όλοι οι επικεφαλής
παίρνουν μισθό πέντε εικοσόφραγκα.[390]
Στις 14 Ιουλίου, ενώ βρίσκεται στα
μαντριά κοντά στο Κωσταράζι ή Κωσταράντζα [Костараџа],[391]
ο Τσόντος παίρνει γράμμα από το Φιλώτα, που του λέει ότι πήγε για λίγες μέρες
στην πόλη της Καστοριάς και κατάλαβε από κοντά πως ο Γερμανός Καραβαγγέλης
κάνει εκεί ό,τι θέλει, μαζί με δυο-τρεις άλλους, της απολύτου εμπιστοσύνης του.
Χαρακτηρίζει μάλιστα το μητροπολίτη ως «μεγάλο
μπαγαπόντη».[392]
Την Κυριακή 17 Ιουλίου πηγαίνει στη
Λόσνιτσα με σκοπό να σκοτώσει τον Κότα Ζούλα και να δείρει το γιο του Λιόλια.
Οι τελευταίοι όμως τον πείθουν ότι οι εναντίον τους κατηγορίες είναι άδικες και
έτσι γλυτώνουν.[393]
Την επομένη, έρχεται και τον βρίσκει ο
Βελή Μπέης από τη Λάψιστα. Φέρνει μαζί του διάφορα τρόφιμα. Ο Βελή διαβεβαιώνει
τον έλληνα αρχηγό ότι οι περισσότεροι μπέηδες δεν προδίδουν τα ελληνικά σώματα,
αλλά ενδιαφέρονται για την πρόοδο του έργου τους. Υπόσχεται ότι θα φροντίσει
για τη μετάθεση του μουδίρη Κλεισούρας, που δεν είναι αρεστός στην ελληνική
οργάνωση, καθώς επίσης πως «θα
δωροδοκήσει το λοχαγό».[394]
Στις 20 Ιουλίου μαθαίνει[395]
ότι ο Καραβίτης με την ομάδα του είχε μεγάλη επιτυχία, σε μάχη με την τσέτα του
Ναούμ, που έγινε μεταξύ των χωριών Ντράγος [Драгош][396]
και Ράκοβο [Раково / Κρατερό],[397]
όπου και σκότωσε δεκαπέντε κομίτες.[398]
Στις 30 Ιουλίου και ενώ βρίσκεται στο
Λέχοβο πληροφορείται την επίθεση των Καραβίτη και Μακρή στο Κλαντόρομπι. Η
επιστολή μιλάει για «συμπλοκή» και
φόνο 25 κομιτών.[399]
Την Κυριακή 31 Ιουλίου, παίρνει επιστολή
από τη Σιάτιστα όπου τον ενημερώνουν ότι το σώμα του Βέργα που βρίσκεται στα
βουνά των Γρεβενών, πολιόρκησε πριν λίγες μέρες την Αβδέλλα και σκότωσε
τέσσερις ρουμανίζοντες, την άλλη δε μέρα συνέλαβε στο δρόμο έξι άτομα, που
πήγαιναν από τα Γρεβενά στην Αβδέλλα. Την ίδια μέρα σε άλλο γράμμα από τη
Σέλιτσα του γράφουν ότι οι άνθρωποι της οργάνωσης στην πόλη της Καστοριάς δεν
μπορούν να εργαστούν όσο υπάρχει ο Γερμανός Καραβαγγέλης, ο οποίος ζητάει
συνεχώς να μαζευτούν κι άλλα χρήματα «για
να τα καταβροχθίσει».[400]
Την 1η Αυγούστου οι
αποφυλακισθέντες Γραμμενόπουλοι και ο Σουλεϊμάν (Σούλιος) από το Ζέλενιτς, οι
καταδότες του «ματωμένου γάμου» στο
Ζέλενιτς, επισκέπτονται το Βάρδα στο λημέρι του και κουβεντιάζουν για «διάφορα ενδιαφέροντα ζητήματα της
περιφέρειας».[401]
Στις 3 Αυγούστου, ένας άνθρωπος της
οργάνωσης από την Κλεισούρα, του γράφει πως οι κάτοικοι του χωριού Μόκρενη
φοβούνται πολύ τα ελληνικά σώματα. Όμως «αν
τιμωρηθούν μερικοί εκεί, ελπίζει πως θα προσέλθουν στην ορθοδοξία».[402]
Στις 4 Αυγούστου 1905 ο Βάρδας μπαίνει
στο χωριό Πρεκοπάνα, μαζεύει του κατοίκους στην εκκλησία, τους απειλεί[403]
και τους ορκίζει να είναι πιστοί στον ελληνισμό.[404]
Την Παρασκευή 5 Αυγούστου 1905, ο
Θανάσης Σκλαβούνος τον ενημερώνει πως σκότωσε μια μουσουλμάνα («την οθωμανίδα»),
μετά από υπόδειξη του δάσκαλου στο Ζέλενιτς και του μουσουλμάνου Χούλη, γιατί
αυτή «ήταν εμπόδιο».[405]
Την επομένη τον επισκέπτεται ο Φεΐμης,
ένας Αλβανός από τη Φλώρινα ή Λέριν [Флорина или Лерин][406]
που μισθοδοτείται από την ελληνική οργάνωση ως αγγελιοφόρος, μαζί με το Στέφο
Γρηγορίου.[407]
Ο Φεΐμης έχει δολοφονήσει πρόσφατα έναν εξαρχικό πρόκριτο της πόλης και έχει
έρθει να πάρει την αμοιβή του, για αυτή την πράξη. Ο Βάρδας του δίνει μισό
εικοσόφραγκο. Του δίνει επίσης πέντε οκάδες τυρί μανούρι να το δώσει στον
προϊστάμενό του Ιτζέτ Πασά, μαζί με τους χαιρετισμούς του.[408]
Στις 9 Αυγούστου πληρώνει στους άνδρες
το μισθό του Ιουλίου. Ο Παύλος Γύπαρης και οι άνδρες του παραπονιούνται.
Διεκδικούν αμοιβές από το παρελθόν κι απειλούν ότι θα φύγουν αν δεν τις πάρουν.
Ο Τσόντος τους υπόσχεται ότι θα βρει χρήματα και θα τακτοποιήσει το ζήτημα σε
δυο μέρες.[409]
Ο οπλαρχηγός Λάκης Νταϊλάκης του γράφει,
στις 10 Αυγούστου, πως σκότωσε μέσα στο χωριό Σδράλτσι ή Ζντράλτσι [Здралци /
Αμπελόκηποι][410]
δυο άτομα, «τον Κοσμά και πεθερό του».
Την ίδια μέρα μαθαίνει πως ο Βέργας δεν μετακινεί το σώμα του από την περιοχή
των Γρεβενών, αν δεν πάρει πρώτα «τα
πενήντα εικοσόφραγκα».[411]
Στις 17 Αυγούστου 1905 το σώμα του Βάρδα
ξαναμπαίνει στην Πρεκοπάνα. Οι χωρικοί προλαβαίνουν και εγκαταλείπουν το χωριό.
Οι εισβολείς καίνε[412]
το σπίτι του μουχτάρη και ενός άλλου προγραμμένου.[413]
Γράφει σχετικά ο έλληνας αρχηγός: «Κατεβαίνουμε στο χωριό, που είναι εντελώς
εγκαταλελειμμένο, ανοίγουμε με τη βία πολλά σπίτια, αλλ’ αδύνατον να βρούμε
ψυχή ζωντανή για να μάθουμε τουλάχιστον ποια είναι τα δυο σπίτια των τριών
οργάνων των κομιτών. Ευτυχώς αναγνωρίζουμε δύο σπίτια, του μουχτάρη και ενός
άλλου, βάζουμε φωτιά σε αυτά και φεύγουμε».[414]
Το Σάββατο 20 Αυγούστου ο Τσόντος
παίρνει επιστολή από τον Γερμανό Καραβαγγέλη. Ο δεσπότης Καστοριάς του γράφει
πως έμαθε τα όσα έγιναν στην Πρεκοπάνα. Του συνιστά να προχωρήσει και σε άλλες
επιθέσεις και προτείνει ως υποψήφιους στόχους[415]
τα χωριά Αετόζι ή Αϊτός [Ајтос
/ Αετός],[416]
Τσερέσνιτσα [Черешница / Πολυκέρασο][417]
και Νέβεσκα [Невеска / Νυμφαίο].[418]
Την άλλη μέρα έρχεται και τον βρίσκει
στο λημέρι ο Καραβίτης με τους άνδρες του από την Κρήτη.[419]
Του λέει πως γυρίζει πίσω στην Ελλάδα, γιατί όλοι οι Κρητικοί θέλουν να
επιστρέψουν και αυτός δεν μπορεί να μείνει εδώ, στηριζόμενος μόνο στους
ντόπιους. Έχει επίσης παράπονα με τη συμπεριφορά των ανθρώπων του προξενείου.[420]
Ο Βάρδας προσπαθεί να τον μεταπείσει, χωρίς να το καταφέρει. Σημειώνει σχετικά
στο ημερολόγιο: «Μετά λύπης μου βλέπω ότι
εγκαταλείπει μόνο του ολόκληρο τμήμα, αφού το έκανε πρώτα άνω-κάτω, και το
εξέθεσε, σκοτώνοντας στο Κλαντορόπι της Φλώρινας δεκαεπτά χωρικούς. Του λέω με
πίκρα ότι αυτό που κάνει είναι εγκατάλειψη θέσης και ζημιώνει το έθνος».[421]
Την Τρίτη 23 Αυγούστου του φέρνουν
χρήματα από το προξενείο για τη μισθοδοσία και επιστολή με οδηγίες. Του
ανακοινώνουν ότι ο μισθός των Κρητικών και των ξένων ανδρών που είναι πολύ
καιρό στα σώματα, αυξάνει σε 2 ½ ναπολεόνια. Του λένε να μην έχει εμπιστοσύνη
στους προκρίτους στο Πισοδέρι γιατί είναι «φιλοχρήματοι
και τεμπέληδες». Του υποδεικνύουν σαν στόχους μελλοντικών ενεργειών[422]
τα χωριά Γκέρμαν [Герман / Άγιος Γερμανός],[423]
Σμάρδεσι, Γκάμπρεσι και Άρμενσκο [Арменско / Άλωνα].[424]
Στις 27 Αυγούστου το σώμα του Βάρδα
επιτίθεται στο χωριό Μπέσφινα.[425]
Δύο έγγραφα
της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (ΕΜΕΟ)
Στις 12 / 25 Μαρτίου 1905, με το υπ.
αριθμ. 118 έγγραφό της, η Οργάνωση της 11ης
Μακεδονο-Ανδριανουπολιτικής Επαναστατικής Περιφερείας (: στην πόλη Μπίτολα),
απευθύνεται με ανακοίνωσή της προς τους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων,
αναφορικά με τη δράση των ενόπλων ελληνικών σωμάτων και τη συνεργασία τους με
τους έλληνες πρόξενους και τους πατριαρχικούς μητροπολίτες στη Μακεδονία.
Το έγγραφο μεταφράζεται και δημοσιεύεται
και στον ελληνικό τύπο:
«Είναι
γνωστές σε σας, οι κατά τους τελευταίους μήνες δολοφονίες αθώων ατόμων (ανδρών,
γυναικών και παιδιών) και σε κανένα δεν είναι μυστικό, προπάντων δε στη
Διεύθυνση της 11ης επαναστατικής περιφερείας, ότι ένοχοι αυτών είναι
τα όργανα του Ελληνισμού με τους μητροπολίτες και τους προξένους επικεφαλής.
Η
ενέργειά τους, κύριοι, έχει σκοπό να διακυβεύσει το όριο της
Μακεδονο-Ανδριανουπολιτικής Οργάνωσης, η οποία εργάζεται δραστήρια, εδώ και
πολλά χρόνια, στο όνομα της ελευθερίας και της φιλανθρωπίας, για τη βελτίωση
της τύχης των πληθυσμών των Ευρωπαϊκών Νομών, δίχως διάκριση εθνότητας και
θρησκεύματος.
Μέχρι
τώρα η διεύθυνση της 11ης επαναστατικής περιφερείας δεν θέλησε να
επέμβει, καθώς επιθυμούσε να δώσει τον καιρό στους παραλόγους, να επανέλθουν
στη λογική. Και αν ποτέ η Οργάνωση τιμωρούσε μερικά πρόσωπα, το έκανε αυτό
γιατί είχε αναμφισβήτητες αποδείξεις, ότι ήταν προδότες.
Εντούτοις
η Διεύθυνση παρατηρεί με λύπη ότι αυτοί που προκαλούν τη διχόνοια δεν παύουν
την καταστρεπτική, για την ιδέα της απελευθέρωσης, δράση τους. Λόγω αυτού,
λαμβάνουμε την τιμή να σας κάνουμε γνωστό κύριε πρόξενε, ότι η Διεύθυνση
αποφάσισε οριστικά να λάβει αυστηρότερα μέτρα, σύμφωνα με το καταστατικό της
Εσωτερικής Οργάνωσης, εναντίον εκείνων, που ξένοι προς τις δυστυχίες και τα
συμφέροντα του πληθυσμού, θα ήθελαν να επιχειρήσουν πράξεις αντίθετες προς τον
ιερό σκοπό της ελευθερίας.
Αυτό
η Διεύθυνση θεωρεί καθήκον της να ανακοινώσει στους κ. κ. Προξένους των Μεγάλων
Δυνάμεων».[426]
Το δεύτερο έγγραφο, δημοσιεύτηκε σε
εφημερίδα του Βελιγραδίου και από εκεί αναδημοσιεύτηκε στη «Νέα Ημερησία» της Βιέννης στις αρχές
Ιουλίου 1905. Το «Εμπρός» και το «Σκριπ», το μεταφράζουν από την τελευταία
και το αναδημοσιεύουν λίγες μέρες μετά, με σχόλια έκδηλης αμηχανίας.
Πρόκειται για ένα σημαντικό κείμενο,[427]
που υπογραμμίζει εμφαντικά τη μακεδονική εθνική συνείδηση των συντακτών του
και αναδεικνύει το υπόβαθρο της σύγκρουσης των μακεδόνων αυτονομιστών με τους
βουλγαρίζοντες και τους σερβίζοντες:
«Από
μηνών δημιουργήθηκε στα Μπίτολα, από τη Μακεδονική Οργάνωση, επιτροπή η οποία
ανέλαβε το έργο να συντάξει Μακεδονική Γραμματική. Η επιτροπή αποτελείται από
επτά καθηγητές της γλωσσολογίας. Ως βάση της γραμματικής αυτής θα ληφθεί η
διάλεκτος που ομιλείται στο Βιλαέτι Βιτολίων.
Η
διάλεκτος αυτή ανακηρύχθηκε από την επιτροπή ως η Μακεδονική Γλώσσα.
Οι
δάσκαλοι των σλαβικών σχολείων στη Μακεδονία διατάσσονται να διδάσκουν τη
γλώσσα αυτή, αντί της σερβικής ή της βουλγαρικής, και μέσω αυτής της
διδασκαλίας να τίθεται η βάση προς τη δημιουργία της Ανεξάρτητης Μακεδονίας.
Προσεχώς
θα τυπωθούν και διάφορα άλλα βιβλία στη Μακεδονική Γλώσσα, κατόπιν δε η
Οργάνωση σκέφτεται να απαγορεύσει τη χρήση της σερβικής και βουλγαρικής γλώσσας».[428]
Σεπτέμβριος
και Οκτώβριος του 1905
Μια ομάδα, που δημιουργήθηκε από την
ελληνική οργάνωση στο χωριό Γκόρνο Πορόι [Горно Порој / Άνω Πορόια][429]
του Ντεμίρ Χισάρ, με αρχηγό το «βουτυρέμπορο»
Μπάρμπα Γιώργη, δολοφόνησε τον Σεπτέμβριο του 1905 μερικούς μακεδόνες
ξυλοκόπους που δούλευαν στην περιοχή και βίασε αρκετές γυναίκες.[430]
Επίσης έσφαξε ένα γέρο ενενήντα χρονών και τον δεκαοκτάχρονο ανιψιό του, ενώ
επέστρεφαν στο χωριό τους, από το Πετρίτσι [Петрич].[431]
Μια άλλη μισθοφορική συμμορία της
ελληνικής οργάνωσης στην περιοχή των Βοδενών, αποτελούμενη από τους
μουσουλμάνους Αλβανούς Τζεμάλ και Ντιστάν και τους γραικομάνους ληστές Γκεόργι
Πίτσε, Ντίνε Στόικο, Τρίπτσε και Στόιτσε, δολοφόνησε χωριστά, κατά τη διάρκεια
του Σεπτεμβρίου, έξι Μακεδόνες.[432]
Την 1η Σεπτεμβρίου η
εφημερίδα «Τύπος» δημοσιεύει την
είδηση της δολοφονίας δύο «κομιτατζήδων»
από την ελληνική οργάνωση. Ο ένας σκοτώθηκε στο δρόμο που συνδέει το Λαγκαδά [Лагадина][433]
με το χωριό Νέγκοβαν ή Λίγκοβαν [Негован или Лигован / Ξυλόπολη][434]
και ο άλλος στο μακεδονικό χωριό Μπλάτσα της Καστοριάς.[435]
Την Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου, στην πόλη
Μπίτολα, μέλη του «εκτελεστικού» της
ελληνικής οργάνωσης, τραυματίζουν τους Μακεδόνες, Ντίμε Αποστόλοφ από το Μπαΐρ
Μαχαλέ και Γκόσε Όγκενοφ από το χωριό Μπρούσνικ.[436]
Το μακεδονικό χωριό Λουβράδες ή
Ολόβραντε της Καστοριάς δέχεται επίθεση[437]
στις 5 Σεπτεμβρίου 1905, από τα ελληνικά σώματα του υπολοχαγού Πέτρου Μάνου
(Βέργα) και των οπλαρχηγών Θόδωρου Κουκουλάκη και Μανώλη Σκουντρή. Έχουν
προηγηθεί πολλές απειλητικές επιστολές, της ελληνικής οργάνωσης προς τους
κατοίκους, για να αλλάξουν φρονήματα. Οι Έλληνες πλιατσικολογούν και μετά
βάζουν φωτιά. Πολλά σπίτια καίγονται,[438]
έξι δε από αυτά εντελώς. Φεύγουν, παίρνοντας μαζί τους και αρκετά άλογα των χωρικών,
που τα άρπαξαν από τους στάβλους.[439]
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1905, κοντά στην πόλη
Γιανιτσά, το σώμα του καπετάν Ακρίτα σκοτώνει[440]
τους Ρουμανόβλαχους Toli Pashata και Tasin Tusia από το χωριό Γκόλεμα Λίβαντα
της Γευγελής.[441]
Το Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου στο χωριό
Περιβόλι [Периволи][442]
των Γρεβενών, το σώμα του καπετάν Βέργα σφάζει τα κοπάδια των ρουμανιζόντων
Tego Lani και Leon Canstantinesco.[443]
Το βράδυ της 10ης
Σεπτεμβρίου, τα σώματα των υπολοχαγών Τσόντου (Βάρδα) και Βλαχογιάννη (Οδυσσέα)
μπαίνουν μαζί στο χωριό Γκέρμαν της Πρέσπας. Το Γκέρμαν είναι ένα μεγάλο
χριστιανικό μακεδονικό χωριό, στο οποίο υπάρχουν και δεκαπέντε σπίτια
μουσουλμάνων Αλβανών. Την επίθεση στο χωριό έχει υποδείξει το ελληνικό
προξενείο και έχουν ζητήσει επίμονα οι παπα-Σταύρος (Τσάμης) από το Πισοδέρι
και παπά-Βασίλης από τη Μιλόβιστα.[444]
Οδηγοί στην επίθεση είναι ο Παύλος Κύρου (για να τους δείξει το δρόμο) και δυο
Βλάχοι από το Πισοδέρι, οι Ανδρίκος και Βασίλης (για να τους δείξουν τα σπίτια
των προγραμμένων). Για την επίθεση υπάρχουν καταγραμμένες οι μαρτυρίες τριών
πρωταγωνιστών: του Βάρδα, του Λάκη Πύρζα και του Θύμιου Καούδη.
Ο Βάρδας λέει πως μπαίνοντας στο χωριό,
πιάσανε κάποιους χωρικούς. Αυτοί τους είπανε πως δεν υπήρχε εκεί ούτε στρατός
ούτε τσέτα. Οι άνδρες χωρίστηκαν σε ομάδες και με οδηγούς τους αιχμαλώτους
χωρικούς, πήγαν να συλλάβουν τους πιο «φανατικούς».
Ωστόσο δεν βρήκανε κανέναν από αυτούς. Έτσι το έριξαν στο πλιάτσικο. Η μεγάλη
λεία ήταν στο μαγαζί και το σπίτι του Ναούμ. Μετά τη λεηλασία, ήθελαν να βάλουν
φωτιά, αλλά ο Βλαχογιάννης δεν τους άφησε, γιατί το χωριό ήταν τσιφλίκι της
Σουλτάνας «και θα υπήρχαν πολλά παράπονα»
προς τις ελληνικές αρχές. Οι άνδρες των δύο σωμάτων έφυγαν από το χωριό, «μετά από πολύ σύγχυση, αταξία και φωνές».
Αξιολογώντας την επίθεση, ο Βάρδας σημειώνει πως: «Εκατό σχεδόν άνδρες δεν κατόρθωσαν να πράξουν τίποτα άλλο παρά να
αρπάξουν κάποια πράγματα, γεγονός που θα κάνει κακή εντύπωση και να απαγάγουν
μια γυναίκα. Γίνονται συνεχώς καυγάδες για τη διανομή των όσων άρπαξαν και
υπάρχουν πολλές δυσαρέσκειες για τη μοιρασιά». Όσο για τη γυναίκα γράφει
πως τελικά την πήραν τρεις άνδρες, την οδήγησαν λίγο πιο μακριά και τη
σκότωσαν.[445]
Ο Πύρζας γράφει πως, μαζί με έναν χωρικό
και τέσσερις άνδρες του σώματος, τράβηξαν στο σπίτι του ιερέα Γιοβάν Πόποφ και
τον έπιασαν. Μετά τον έφεραν έξω από την εκκλησία του χωριού, όπου είχε οριστεί
ως τόπος συνάντησης και περίμενε εκεί ο Βάρδας. Τα σώματα έφυγαν από το Γκέρμαν
κατά τις 4 το πρωί. Στις 11 η ώρα, ο Κύρου κι άλλος ένας πήραν την αιχμάλωτη
γυναίκα που χαρακτηρίζεται «αγγελιοφόρος
των κομιτών» και «πήγαν να τη
χαλάσουν».[446]
Ο Καούδης απλώς θυμάται πως πήγαν στο
Γέρμαν κι έσφαξαν ένα δάσκαλο και μια δασκάλα.[447]
Η γυναίκα που σκότωσαν ήταν η Αγγελίνα
Ντίνεβα, χήρα του βοεβόδα Ντίνε. Όσο για τα πράγματα που άρπαξαν στο πλιάτσικο,
χρειάστηκαν πενήντα πέντε άλογα για να τα κουβαλήσουν, άλογα τα οποία τα
άρπαξαν και αυτά από το χωριό.[448]
Την Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου, μια ελληνική
ομάδα αιχμαλώτισε, κοντά στο μακεδονικό χωριό Καντίνοβο ή Σουγιουτλή των
Γιαννιτσών, το μακεδόνα πρόκριτο Ντίονις Κόλεφ και τον υπηρέτη του. Οι δυο
μακεδόνες βασανίστηκαν και στη συνέχεια σκοτώθηκαν με φρικτό τρόπο. Τα πτώματα
τους βρέθηκαν ακρωτηριασμένα.[449]
Την ίδια μέρα, μια άλλη ομάδα απήγαγε
πέντε προύχοντες από το χωριό Γκόρνο Κοπάνοβο [Горно Копаново / Άνω Κοπανός],[450]
του καζά Βέροιας, για να αναγκαστεί το χωριό να υποταχθεί στα ελληνικά
κελεύσματα.[451]
Τηλεγράφημα του Αθηναϊκού Πρακτορείου
από την Κωνσταντινούπολη, με ημερομηνία 14 Σεπτεμβρίου 1905, μεταδίδει ότι ο
πρεσβευτής της Ρουμανίας επέδωσε στην Πύλη τον κατάλογο των Βλάχων που υπήρξαν
θύματα της δράσης των ελληνικών συμμοριών στη Μακεδονία και ζήτησε να ληφθούν
μέτρα.[452]
Με εντολή του Γιώργου Τσόντου,[453]οι
Μανώλης Νικολούδης, Παύλος Κύρου και Λάκης Πύρζας, μαζί με τους άνδρες τους,
εισβάλουν στο μακεδονικό χωριό Άρμενσκο της Φλώρινας, τη νύχτα της 14ης
Σεπτεμβρίου. Στόχος τους είναι ο εξαρχικός παπά-Σταύρος. Στο δρόμο «τσακώνουν» ένα χωρικό που τον βάζουν, με
το ζόρι, να τους οδηγήσει στο καινούριο σπίτι του παπά. Όταν φτάνουν στο σπίτι,
ο Στέφος Γρηγορίου, που είναι στην ελληνική ομάδα, φωνάζει (στα μακεδόνικα)
στον παπά που είναι στο παράθυρο και του λέει αν μπορεί να τους προσφέρει
κατάλυμα για το βράδυ.[454]
Ο παπάς τους ανοίγει και μπαίνουν μέσα. Εκεί, σε ένα δωμάτιο, είναι και οκτώ
εργάτες που χτίζουν το νέο σπίτι του παπά. Ο Κύρου και κάποιοι άνδρες φεύγουν
και πάνε να συλλάβουν τους προύχοντες του χωριού. Γυρίζουν έχοντας μαζί τους το
μουχτάρη, πέντε προύχοντες και ένα νέο είκοσι πέντε χρονών, ψάλτη, ονόματι
Βασίλη Μποζίνοφ. Ο τελευταίος, τους λέει πως είχε βγει για κυνήγι, γι’ αυτό
είχε και όπλο μαζί του. Όλους αυτούς, μαζί με τον παπά και τους εργάτες, σύνολο
δεκαέξι άτομα, τους δένουν και μετά τους πάνε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου,
που βρίσκεται στο νότιο μέρος του χωριού. Εκεί μετά από «ανάκριση», βγάζουν στην άκρη τον παπά και τον ψάλτη. Αφού καίνε
πρώτα όλα τα βιβλία της εκκλησίας, «εκτός
από ένα που είναι ελληνικό», ορκίζουν τους υπόλοιπους πως «θα πάνε στο δεσπότη στη Φλώρινα να
προσκυνήσουν, ότι επανέρχονται στην Ορθοδοξία». Τους λένε, πως αν δεν
τηρήσουν τον όρκο τους, θα τους κάψουν όλους και μετά τους αφήνουν να φύγουν
τρέχοντας. Η ώρα είναι 4 το πρωί. Ο Στέφος παίρνει τον παπά και τον σφάζει.[455]
Μετά τον παραχώνει σε κάτι κλαδιά για να μη φαίνεται και λέει δυνατά: «σε έσφαξα για την πίστη μου». Ο Πύρζας
αρχίζει να χτυπάει στο πρόσωπο τον ψάλτη και να τον σπρώχνει προς το μέρος που
είναι σφαγμένος ο παπάς. Εκείνος προσπαθεί να το σκάσει, αλλά όπως είναι
δεμένος μπερδεύεται και πέφτει κάτω. Ένας Κρητικός, ο Θόδωρος, μαζί με το
Στέφο, πέφτουν πάνω του, «τον αρχίζουν
στις μαχαιριές, άλλος με τη λόγχη, τον τελειώνουν».[456]
Φεύγοντας, παίρνουν μαζί τους ότι πολύτιμο υπάρχει στην εκκλησία.[457]
Στις 16 Σεπτεμβρίου τη νύχτα, το σώμα
του Βάρδα μπαίνει στο χωριό Ρούλια [Рулја / Κώτας][458]
της Καστοριάς. Ο παπά-Παύλος, ο ιερέας του χωριού, υπόσχεται στον έλληνα αρχηγό
να πάει στο δεσπότη Καστοριάς και να δηλώσει την επιστροφή του χωριού στο
πατριαρχείο.[459]
Η αντιπροσωπεία από τη Ρούλια, που πάει στο Γερμανό Καραβαγγέλη για να δηλώσει
την επιστροφή του χωριού, καλείται στη συνέχεια και από τον καϊμακάμη, που τους
ρωτάει γιατί δηλώνουν τώρα πίστη στο πατριαρχείο. Εκείνοι του απαντούν πως το
κάνουν για να σώσουν το χωριό τους από τα ελληνικά όπλα. Λίγες μέρες μετά, στις
28 Σεπτεμβρίου, το σώμα του Βάρδα επιστρέφει στο χωριό. Ο έλληνας αρχηγός
σημειώνει πως όσο έμειναν εκεί ήταν ανήσυχοι λόγω «της διαγωγής των κατοίκων που φέρθηκαν ψυχρότατα».[460]
Ο Draganof γράφει πως οι αντιπρόσωποι του χωριού που είχαν μεταβεί στον
καϊμακάμη, ξυλοκοπήθηκαν αλύπητα από τους Έλληνες, λες και οι τελευταίοι ήξεραν
την απάντηση που έδωσαν οι κάτοικοι στον οθωμανό αξιωματούχο. Εκείνη τη μέρα
υπήρξαν στη Ρούλια και βιασμοί γυναικών.[461]
Στις 20 Σεπτεμβρίου ο καπετάν Γκόνος με
την ομάδα του μπαίνει στο χωριό Γκόλο Σέλο [Голо Село / Ακρολίμνη][462]
των Γιανιτσών και σκοτώνει έναν Μακεδόνα, που θεωρείται κομιτατζής.[463]
Στις 21 Σεπτεμβρίου, ένα ελληνικό σώμα εισβάλει στο μακεδονικό χωριό Μπρούσνικ,
κοντά στα Μπίτολα. Οι άνδρες του σώματος δέρνουν τους κατοίκους του χωριού και
πλιατσικολογούν πολλά σπίτια.[464]
Το σώμα του Βάρδα επιτίθεται στο χωριό
Τύρσια ή Τίρσιε [Трсје / Τρίβουνο][465]
της Καστοριάς, στις 22 Σεπτεμβρίου 1905. Σύμφωνα με τον Καούδη, οι Έλληνες δεν
καταφέρνουν τίποτα γιατί οι κάτοικοι είναι οπλισμένοι και αντιστέκονται.[466]
Το σώμα αποχωρεί. Κάποιοι προτείνουν να επιστρέψουν και να κάψουν όσα σπίτια
μπορούν, αλλά ο Βάρδας απορρίπτει την πρόταση ως επικίνδυνη.[467]
Στις 23 Σεπτεμβρίου εκδηλώνεται διπλή
ελληνική επίθεση,[468]
στα χωριά Πούτουρους [Путурус][469]
και Τσερνίτσανι [Црничани][470] του Πρίλεπ. Ο Ρέμπελος με τους Ζώη, Φιωτάκη, Μυλωνάκη,
Πεντεράκη, Κοκκινάκη και πολλούς άλλους, επιτίθεται στο χωριό Τσερίτσανι. Οι
Περδίκας και Τρομάρας με τους Έσλιν, Ξενοφώντα, Σαμψάρογλου, Ζερβουδάκη, Πιάλα,
Αγγελή και άλλους, χτυπούν το χωριό Πούτουρους.[471]
Στο Πούτουρους καίνε τα δεκατέσσερα, από
τα δεκαεπτά σπίτια του χωριού. Τραυματίζουν τον Σόκλε Άναστοφ. Σκοτώνουν τον
Στόγιαν Μούργιεφ, τον Στόγιαν Ντόμαζετ και την Κάλια Τραΐτσεβα. Τα δυο μικρά
παιδιά του Κίταν Νίκολοφ, ηλικίας επτά και εννέα ετών, τα αρπάζουν από την
αγκαλιά της μάνας τους και τα ρίχνουν να καούν στη φωτιά.[472]
Στο χωριό Τσερνίτσανι καίνε δέκα σπίτια,
τις αποθήκες με τους καρπούς και τους στάβλους με τα ζώα. Οι ιταλοί αξιωματικοί
της χωροφυλακής Ciconi και Luzzi καθώς και ο άγγλος πρόξενος, που επισκέπτονται
αργότερα τα χωριά, επιβεβαιώνουν αυτές τις απώλειες. [473]
Στην Κλεισούρα της Καστοριάς, το Σάββατο
24 Σεπτεμβρίου, η ελληνική οργάνωση δολοφονεί το ρουμανιστή George Nazla.[474]
Στις 24 Σεπτεμβρίου το σώμα του Βάρδα
μπαίνει στη Μπέσφινα. Οι περισσότεροι κάτοικοι, έχουν εγκαταλείψει από φόβο το
χωριό. Βρίσκουν εκεί μόνο «άχρηστους
γέροντες, νέους και γυναίκες». Σφάζουν ένα βόδι για να φάνε. Πολλοί άνδρες
μπαίνουν στα σπίτια και κάνουν πλιάτσικο. Φεύγοντας ο έλληνας αρχηγός αφήνει
μία επιστολή, με την οποία τους απειλεί, πως αν δεν αλλαξοπιστήσουν, θα το
κάψει το χωριό.[475]
Την ίδια μέρα, το σώμα των Λουκά και
Γκαλντέμη σκοτώνει κοντά στο χωριό Λαμπάνιτσα [Лабимица / Μικρολίβαδο][476]
των Γρεβενών, το ρουμανιστή Γιώργη Γούση από το χωριό Περιβόλι.[477]
Εκείνες τις μέρες του Σεπτεμβρίου, ένα
ελληνικό σώμα μπαίνει στο χωριό Κρίβα των Γιανιτσών, συλλαμβάνει «πέντε κομιτατζήδες, τους οποίους δικάζει δημόσια
στην αγορά και τους τιμωρεί παραδειγματικά».[478]
Την Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου, η ελληνική
οργάνωση δολοφονεί το Ρουμανόβλαχο Tasku Darja από το Κρούσεβο.[479]
Την ίδια μέρα, μια ελληνική ομάδα
δολοφονεί, στο δρόμο κοντά στα Μπίτολα, δυο Μακεδόνες που επιστρέφουν στα χωριά
τους.[480]
Τον Πέτρε από το Μπουντίμιρτσι [Будимирци][481] και το Ζάγιακοφ από το Πέτρινο [Петрино].[482]
Σε απόρρητο έγγραφο του έλληνα πρόξενου
Θεσσαλονίκης Λάμπρου Κορομηλά προς το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, της 28ης Σεπτεμβρίου 1905, περιγράφονται
τα εξής γεγονότα:
Δύο ελληνικές ένοπλες ομάδες στήνουν
ενέδρα βόρεια της πόλης των Βοδενών. Η πρώτη, του Κώστα Γαρέφη, αποτελούμενη
από 24 άνδρες, πιάνει θέση στον δρόμο που οδηγεί από τα Βοδενά στο μακεδόνικο
χωριό Σαρακίνοβο. Η δεύτερη, με αρχηγό τον Θεοδόση, παραμονεύει στον δρόμο που
οδηγεί από την πόλη στο χωριό Λούκοβετς [Луковец / Σωτήρα].[483]
Το απόγευμα, η ομάδα του Γαρέφη αιχμαλωτίζει οκτώ Μακεδόνες που επιστρέφουν στο
Σαρακίνοβο. Σκοτώνει τους επτά, ενώ ο ένας ξεφεύγει τραυματισμένος. Μετά
επιτίθεται στο γειτονικό χωριό Πότσεπ [Почеп / Μαργαρίτα],[484]
όπου σκοτώνει άλλους επτά κατοίκους του και τραυματίζει έναν. Η ομάδα του
Θεοδόση σκοτώνει δέκα Μακεδόνες από το Λούκοβετς, που γυρίζουν από τα Βοδενά
στο χωριό τους.[485]
Ο πρόξενος ωστόσο θεωρεί, πως οι «δικοί μας είναι ανίκανοι να επωφεληθούν
της τρομοκρατίας που έσπειραν», με την εκτέλεση των 24 Μακεδόνων.[486]
Στις 28 Σεπτεμβρίου, η ομάδα του Γκόνου,
μπαίνει στο χωριό Γκιούπτσεβο [Гјупчево /
Γυψοχώρι][487]
των Γιανιτσών και δολοφονεί ένα κάτοικό του.[488]
Την 1η
Οκτωβρίου 1905 ο Γιώργος Τσόντος (Βάρδας)
έχει αποφασίσει να χτυπήσει το χωριό Ποζντίβιστα [Поздивишта / Χάλαρα][489]
της Καστοριάς.[490]
Το σούρουπο, το σώμα του βρίσκεται σε έναν λόφο δυτικά του χωριού. Περιμένει να
κοιμηθούν οι κάτοικοι και να βγει η σελήνη. Χωρίζει τους άνδρες σε τέσσερις
ομάδες. Η πρώτη υπό την ηγεσία του Θανάση Σκλαβούνου και του Δημήτρη Νταλίπη
πιάνει τον δρόμο βόρεια του χωριού, από όπου μπορεί να έλθει στρατός από το
Κονομλάντι, που απέχει ¾ της ώρας. Η δεύτερη ομάδα με αρχηγούς τον Μανόλη
Νικολούδη και τον Παύλο Κύρου και οδηγό κάποιο Λάμπρο από την Ποζντίβιστα
πηγαίνει στα σπίτια δύο προγραμμένων εξαρχικών. Ο Λάκης Νταϊλάκης και οι άντρες
του, πηγαίνουν στο σπίτι του ενός εξαρχικού παπά, που τους το δείχνει ο
Λάμπρος. Τέλος ο Θύμιος Καούδης και ο Λάκης Πύρζας με τους υπόλοιπους άνδρες, πάνε
στο σπίτι του άλλου εξαρχικού παπά, με οδηγό έναν Γιοβάν από την Ποζντίβιστα. Ο
Βάρδας σημειώνει στο ημερολόγιό του, το σκοπό της επίθεσης: «επρόκειτο όλοι δε να προσπαθήσουν να
φονεύσουν αυτούς, να κάψουν τα σπίτια και να φύγουμε».
Η ομάδα των Σκλαβούνου - Νταλίπη
πλησιάζει το σπίτι του ενός προγραμμένου και του φωνάζουν στα μακεδόνικα να
βγει έξω. Εκείνος ανοίγει, τους βλέπει και κλείνει ξανά την πόρτα. Οι αντάρτες
αρχίζουν να βρίζουν, μαζεύουν κλαδιά και βάζουν φωτιά στο σπίτι. «Οι γυναίκες μέσα στο σπίτι κραυγάζουν και
καλούν σε βοήθεια το χωριό».[491]
Ο Χρήστος Λευκαρουδάκης σπάει με το κοντάκι του όπλου του την πόρτα του πάνω
ορόφου. Μπαίνουν μέσα πολλοί και αρχίζουν να πυροβολούν, ενώ η φωτιά αρχίζει να
φουντώνει. Η ομάδα του Νικολούδη και του Παύλου Κύρου, δεν βρίσκει τον παπά στο
σπίτι. Το πλιατσικολογούν και μετά φεύγοντας του βάζουν φωτιά. Ύστερα πηγαίνουν
στο σπίτι του Μακεδόνα Τσολάκη όπου κάνουν τα ίδια. Τέλος καταλήγουν στην
εξαρχική εκκλησία. Καίνε τα βιβλία και αρπάζουν τα ασημένια σκεύη και το «ασημένιο ντύμα του Ευαγγελίου».
Η επιχείρηση τελειώνει όταν φτάνουν
λίγοι μακεδόνες χωρικοί από το γειτονικό χωριό Τσερνόβιστα και αρχίζουν να
πυροβολούν από τους αχυρώνες έξω από το χωριό, κατά των Ελλήνων. Ο Βάρδας,
συνοψίζοντας το αποτέλεσμα της επιχείρησης, γράφει ότι το πρώτο σπίτι κάηκε
εντελώς, με όλους μέσα (και τα γυναικόπαιδα), ενώ για τα άλλα δύο έχει
αμφιβολίες, καθώς άργησαν να βάλουν φωτιά «γιατί
επιδόθηκαν οι άνδρες (Αλβανοί και
Κρητικοί) στην αρπαγή». Την άλλη μέρα στο λημέρι ξεσπούν μεταξύ των
ανδρών «καυγάδες για τα λάφυρα, κυρίως γιατί πολλοί έκλεψαν από
την Αγία Τράπεζα και τα αφιερώματα των Αγίων και τα στεφάνια».[492]
Ο Καούδης θυμάται πως σε αυτή την
επίθεση έκαψαν δυο σπίτια,[493]
ένας δε άνδρας του σώματος, κάποιος Παπαδόπουλος, άρπαξε «τα δισκοπότηρα, όλα τα ιερά άμφια και το ευαγγέλιο».[494]
Το Σάββατο 1η Οκτωβρίου 1905,
η ελληνική οργάνωση δολοφονεί το Ρουμανόβλαχο Nicolas Apostolina από το
Περιβόλι Γρεβενών.[495]
Σε αναφορά της 2ας Οκτωβρίου,
ο Λάμπρος Κορομηλάς γράφει πως στο Γκόρνο Γκραματίκοβο «συνελήφθησαν και τιμωρήθηκαν» κάποιοι τροφοδότες των κομιτατζήδων.[496]
Στις 6 Οκτωβρίου σκοτώνονται δύο
χωρικοί, στο μακεδόνικο χωριό Μέσιμερ των Βοδενών.[497]
Πάνω στα πτώματα τους βρέθηκε σημείωμα που έγραφε «Προδότες του Ελληνισμού» και από κάτω είχε τις σφραγίδες των
οπλαρχηγών Θεοδόση και Σάββα.[498]
Στις 7 Οκτωβρίου πραγματοποιείται
επίθεση[499]
εναντίον του μακεδονικού χωριού Αετόζι ή Αετός της Φλώρινας, από τις ομάδες του
υπολοχαγού Γιώργου Βλαχογιάννη (Οδυσσέα) και του ληστή Γιάννη Μπούλακα
(Πούλακα).[500]
Σύμφωνα με τον Βάρδα, οι κάτοικοι του χωριού, που έχουν πληροφορηθεί για το
επερχόμενο χτύπημα, έχουν εγκαταλείψει εγκαίρως τα σπίτια τους και έχουν
καταφύγει στο βουνό για να σωθούν. Οι Έλληνες σκοτώνουν το γέροντα παπά Ηλία
Ντίνε Μίντσοφ, που βρίσκουν μόνο του στον έρημο οικισμό[501]
και καίνε δέκα σπίτια.[502]
Την Παρασκευή 7 Οκτωβρίου, η ομάδα του
Πούλακα[503]
μπαίνει, νωρίς το πρωί, στο μακεδονικό χωριό Μόκρενη της Καστοριάς, και
συλλαμβάνει δυο προύχοντες, τον Χρήστο Σαμάτζιεφ και τον Βασίλ Στέρεφ.[504]
Φεύγοντας, τους παίρνει μαζί της ομήρους, μέχρι να προσχωρήσει το χωριό στην
ελληνική παράταξη. Στη συνέχεια πηγαίνει στο γειτονικό μακεδονικό χωριό
Στρέμπενο του καζά Φλώρινας και παίρνει ομήρους, για τον ίδιο λόγο, το Βασίλ
Βαλαβίτσαροφ και τέσσερις γυναίκες. Μια άλλη ελληνική ομάδα, του Θύμιου Καούδη,
συλλαμβάνει την ίδια μέρα έξω από τη Φλώρινα και παίρνει μαζί της ομήρους, τους
Κότε Κόλεφ, Στόγιαν Γκεοργίε, Ηλία Μέντσοφ και Τράικο Ράιοκφ, μουχτάρη και
προύχοντες του χωριού Γκέρμαν των Πρεσπών.[505]
Οι αιχμάλωτοι εκτελούνται αργότερα.[506]
Στα Μπίτολα, στις 7 Οκτωβρίου, η
ελληνική οργάνωση σκοτώνει ένα μπακάλη, που θεωρείται μέλος του Κομιτάτου.[507]
Το Σάββατο 8 Οκτωβρίου 1905 μια ελληνική
ομάδα σκοτώνει τους ρουμανίζοντες Βλάχους Petku και Mitako από την Χρούπιστα.[508]
Στις 9 Οκτωβρίου το σώμα του Βάρδα
μπαίνει στο χωριό Όστιμα ή Όστσιμα [Осчима / Τρίγωνο][509]
στα Κορέστια. Ο έλληνας αρχηγός δέρνει τον μουχτάρη του χωριού, γιατί έχει
πληροφορηθεί, πως αυτός διαμαρτυρήθηκε σε έναν τούρκο επιλοχία, κατά των
ελλήνων ανταρτών. Στην Όστιμα τον βρίσκει ο Καούδης, όπου του λέει πως σκότωσε
τέσσερις αιχμαλώτους από το Γκέρμαν.[510]
Από αυτούς, δύο ήταν πατριαρχικοί και δύο εξαρχικοί.[511]
Στις 10 Οκτωβρίου σκοτώνεται, κοντά στη
πόλη Γκούμεντζα ή Γκούμεντζε [Гкуменџе / Γουμένισσα][512]
των Γιανιτσών, από την ελληνική οργάνωση, ο αυτονομιστής Τράιο Κάζαρι.[513]
Το
βράδυ της 12ης Οκτωβρίου 1905, το σώμα του Βάρδα μπαίνει στο χωριό
Όροβνικ [Оровник / Καρυές],[514]
στις Πρέσπες. Πηγαίνει στο σπίτι του παπά, αλλά δεν τον βρίσκει. Οι
περισσότεροι άνδρες λείπουν από τα σπίτια τους. Οι γυναίκες λένε πως αυτοί
βρίσκονται στο παζάρι στη Φλώρινα και στα χωράφια. Ο Βάρδας υποψιάζεται πως
στην πραγματικότητα αυτοί το έσκασαν από φόβο. Το σώμα φεύγει από το χωριό,
έπειτα όμως από λίγο ξαναγυρίζει. Πιάνουν κάποιους και τους δέρνουν για να
ομολογήσουν που βρίσκονται οι άνδρες του χωριού. Τελικά εγκαταλείπουν το χωριό
όταν ακούγονται οι πρώτοι πυροβολισμοί, από τσέτες που φτάνουν σε βοήθεια του
χωριού.[515]
Στις 14 Οκτωβρίου, μέλη της ελληνικής
οργάνωσης από το Λέχοβο, σκοτώνουν έξω από την Πρεκοπάνα της Φλώρινας, τον
Πάσχο και δυο ανιψιούς του Μακεδόνες, από το προαναφερόμενο χωριό.[516]
Το Σάββατο 15 Οκτωβρίου 1905, το σώμα
του καπετάν Αρκούδα, μπαίνει στο βλαχοχώρι Αβδέλλα των Γρεβενών και καίει μια
ολόκληρη συνοικία.[517]
Το σχολείο, 135 σπίτια, μύλοι, και πριονιστήρια, γίνονται στάχτη.[518]
Το σύνολο των ζημιών φτάνει στις 16.000 λίρες.[519]
Την ίδια μέρα, στο χωριό Ξηρολίβαδο
[Ксироливадо][520]
της Βέροιας, ένα ελληνικό σώμα καίει το ρουμάνικο σχολείο και τα σπίτια των
Toli Hagi Gogu, Nicolas Carafli και Georges Douli.[521]
Πάλι στις 15 Οκτωβρίου, μια ελληνική
ομάδα πηγαίνει στο χωριό Γκόλο Σέλο των Γιανιτσών και παίρνει ομήρους τους
Μακεδόνες Ντίονις Γκεοργίεφ, Βάσιλ Ντίνεφ και Πέταρ Ντίνεφ. Η ίδια ομάδα,
συναντάει στο δρόμο το μακεδόνα ξυλοκόπο Τράγιο Κόζαροφ, τον οποίο σκοτώνει επί
τόπου.[522]
Στις 16 Οκτωβρίου, στο παζάρι της πόλης
Μπίτολα, μέλος της ελληνικής οργάνωσης, χτυπάει με πέτρα στον κρόταφο και
σκοτώνει τον εξαρχικό Τράικο Μοριχόφτσι.[523]
Στις 17 Οκτωβρίου 1905, η ομάδα του
καπετάν Γκόνου σκοτώνει δυο άτομα, στο χωριό Ντόλνο Βλάσι [Долно Власи /
Εξώβαλτα][524]
των Γιανιτσών. Λίγο μετά, η ίδια ομάδα, συνεργάζεται με τον οθωμανό αξιωματικό
Γκαλίπ Πασά, για να χτυπήσει την καλύβα των αυτονομιστών στο Τσέκρι και να
σκοτώσει τρεις από αυτούς.[525]
Στις 18 Οκτωβρίου, μέλη του «εκτελεστικού» στα Μπίτολα, πυροβολούν
στη μασχάλη και τραυματίζουν βαριά τον εξαρχικό έμπορο Λοζάντσεφ.[526]
Την Τετάρτη 19 Οκτωβρίου μια ελληνική
ομάδα (ίσως πάλι του Πούλακα) ξαναμπαίνει στη Μόκρενη. Οι χωρικοί Τρύφων
Στόικοφ, Κόλε Μπούτσινε, Χρίστο Τόλατα και Πέταρ Ατανάσοφ ξυλοκοπούνται άγρια.
Τα σπίτια του εξαρχικού ιερέα και του αγρότη Γκεόργκι Τάσεφ λεηλατούνται.[527]
Μετά από αυτή την επίθεση οι κάτοικοι του χωριού αναγκάζονται να δηλώσουν στο
δεσπότη και τον καϊμακάμη της περιοχής πως το χωριό επιστρέφει στην εξουσία του
Πατριαρχείου.[528]
Στις 20 Οκτωβρίου, ένα ελληνικό σώμα
μπαίνει στο μακεδονικό χωριό Λιουμπέτινο της Φλώρινας.[529]
Οι χωρικοί έχουν ειδοποιηθεί για την επίθεση και έχουν προλάβει να φύγουν στο
βουνό. Οι άνδρες του σώματος κάνουν πλιάτσικο στα άδεια σπίτια και σκοτώνουν[530]
ένα γέροντα ογδόντα χρονών, τον Τζίλε Ζάπεφ, που έχει απομείνει στο χωριό.[531]
Την Παρασκευή 21η Οκτωβρίου
1905, το σώμα του Βάρδα μπαίνει ξανά στο μακεδονικό χωριό Μπέσφινα των Πρεσπών.[532]
Οδηγούν τον μουχτάρη (κοινοτάρχη) και πολλούς χωρικούς έξω από την εκκλησία.
Τους δέρνουν για να παραδώσουν τα όπλα που υπάρχουν στο χωριό. Μαζεύουν
συνολικά οκτώ γκρα, από διάφορα σπίτια. Τους βάζουν να ορκιστούν ότι θα
επιστρέψουν στο πατριαρχείο και πως θα δηλώσουν πως είναι πατριαρχικοί, στην
επικείμενη απογραφή πληθυσμού. Τον μουχτάρη Παύλο Κύρου, τον «σφάζει σαν αρνί», ο Ανδρέας Δικόνιμος (ή
Μπαρμπαντρέας). Τον δραγάτη Χρήστου Νόβατσκο, που τρέχει για να ξεφύγει, τον
πιάνει και του κόβει το κεφάλι ο Χρήστος Λευκαρουδάκης, αφού πρώτα τον έχουν
πυροβολήσει οι άλλοι, πολλές φορές.[533]
Ο Καούδης θυμάται πως δεν μπήκε στο χωριό. Γιατί, όπως λέει, εκείνη την ημέρα,
«δεν είχα καμία διάθεση ούτε να
λαφυραγωγήσω, ούτε να σκοτώσω».[534]
Το μεσημέρι της 21ης
Οκτωβρίου, το εκτελεστικό της ελληνικής Οργάνωσης, δολοφονεί στα Μπίτολα το
γυμνασιάρχη Χρήστο Βούλκανοφ.[535]
Την ίδια μέρα, στο χωριό Βλάντοβο
[Владобо / Άγρας][536]
των Βοδενών, δολοφονείται από δύο μέλη της ελληνικής οργάνωσης, ο επίτροπος της
εξαρχικής εκκλησίας Χρήστο Ντίμιτροφ Όμπεφ. Τα ονόματα των δολοφόνων (Κέση και
Τσαμπούρ) γίνονται γνωστά στις οθωμανικές αρχές,[537]
αλλά αυτοί δεν συλλαμβάνονται.[538]
Το Σάββατο 22 Οκτωβρίου, η ελληνική
οργάνωση δολοφονεί τον Constantin Ghica,[539]
διευθυντή του ρουμανικού σχολείου στην Κλεισούρα.[540]
Στις 27 Οκτωβρίου, μια ελληνική ομάδα
επιτίθεται κοντά στο χωριό Σέρμενιν [Серменин],[541]
σε μια παρέα χωρικών που έχει πάει στο παζάρι της Γευγελής.[542]
Σκοτώνει δύο και τραυματίζει σοβαρά ένα άτομο.[543]
Στη συνέχεια πάει και βρίσκει κατάλυμα στο μικτό γειτονικό χωριό Νέγκορτσι,
χωρίς να ενοχληθεί από το στρατιωτικό απόσπασμα που βρίσκεται εκεί.[544]
Στις 27 Οκτωβρίου το σώμα του Βάρδα
μπαίνει στο μακεδονικό χωριό Μπρέζνιτσα στα Κορέστια.[545]
Οι άντρες του συλλαμβάνουν πολλούς χωρικούς και τους οδηγούν στην εκκλησία.
Εκεί τους δέρνουν και στη συνέχεια τους πάνε δεμένους σε έναν λόφο. Τους
χτυπούν ξανά και τους απειλούν να αλλάξουν φρονήματα. Ύστερα τους αφήνουν. Τον
Χρήστο Τσαούση όμως, τον κρατούν, τον οδηγούν σε ένα δάσος και εκεί τον
σκοτώνουν.[546]
Την Παρασκευή 28η Οκτωβρίου,
ένα ελληνικό σώμα καίει τα σπίτια έξι προυχόντων στο βλάχικο χωριό Περιβόλι των
Γρεβενών.[547]
Την Κυριακή 30 Οκτωβρίου, η ελληνική
οργάνωση δολοφονεί τον Βλάχο Georges Poupi, δήμαρχο της Αβδέλλας.[548]
Την ίδια μέρα, ένα ελληνικό σώμα δύναμης
τριάντα ανδρών, σκοτώνει τον Βλάχο Gusu Biturnu, που βρίσκεται στον δρόμο για
τα Βοδενά.[549]
Από το
ημερολόγιο του Βάρδα
Σεπτέμβριος-Οκτώβριος
1905
Την Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου ο έλληνας
αρχηγός βρίσκεται στη Μονή της Αγίας Τριάδας, κοντά στο Πισοδέρι. Ο Παύλος
Κύρου του ζητάει τον μισθό του Αυγούστου. Ο Βάρδας του λέει να περιμένει
δυο-τρεις μέρες ακόμη, μέχρι να του στείλουν χρήματα. Ο Κύρου θυμώνει και τον
απειλεί, ότι αν δεν πληρωθεί άμεσα θα τους παρατήσει και θα πάει στην Ελλάδα.
Την ίδια μέρα του γράφουν από την
οργάνωση, ότι ο γάλλος δημοσιογράφος Παγιαρές της εφημερίδας «Φανός», που «υπηρετεί»[550]
την ελληνική υπόθεση, επιθυμεί να συναντηθεί κάπου μαζί του και να συζητήσουν.[551]
Στις 5 Σεπτεμβρίου παίρνει γράμμα από το
Γερμανό Καραβαγγέλη, όπου μεταξύ των άλλων του ζητάει να χτυπήσει το
Κωστενέτσι. Επιπλέον του στέλνει ένα πίνακα χωρικών που κατοικούν σε χωριά της
περιοχής Κορεστίων της Καστοριάς και πρέπει να σκοτωθούν από την ελληνική
οργάνωση.[552]
Στις 7 Σεπτεμβρίου ο Βάρδας παίρνει τη
μισθοδοσία των ανδρών για το μήνα Αύγουστο. Όπως σημειώνει, οι οπλαρχηγοί
Μιχάλης Τσόντος (ξάδελφος του Βάρδα) και Παύλος Γύπαρης, παίρνουν αύξηση και
έτσι θα λαμβάνουν στο εξής έξι ναπολεόντια το μήνα.[553]
Στις 15 Σεπτεμβρίου παίρνει γράμμα από
το ελληνικό προξενείο στα Μπίτολα, με το οποίο τον προτρέπουν να επιτεθεί στο
χωριό Μπουφ [Буф / Ακρίτας][554]
της Φλώρινας, καθώς θεωρούν αυτό το χωριό σημαντικό εχθρικό στόχο, και την
πτώση του «ζήτημα υπάρξεως για όλη την
περιφέρεια».[555]
Το Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου ο Βάρδας
λημεριάζει κοντά στο μακεδονικό χωριό Ρούλια της Καστοριάς. Από εκεί στέλνει επιστολή
στον μητροπολίτη Καραβαγγέλη και του ζητάει να βάλει τον οθωμανικό στρατό να
χτυπήσει την τσέτα του Μήτρου Βλάχου (Митре Влаха), που βρίσκει καταφύγιο στο
χωριό Γκάμπρες στα Κορέστια ή να ζητήσει, «έναντι
μεγάλης αμοιβής», από τον Φλώρο, τον αδελφό του Νταλίπη, να προδώσει τον
βοεβόδα.[556]
Στις 20 Σεπτεμβρίου ο υπίλαρχος Πέτρος
Μάνος (καπετάν Βέργας) ζητάει από τον Βάρδα να μην αναγνωρίσει το σώμα του
οπλαρχηγού Κώστα Ντόγρη, γιατί η διαγωγή του ήταν απαράδεκτη, όσο τον είχε μαζί
του και γιατί «έχει τάσεις
πλιατσικολογίας και φέρεται σκληρά προς όλους τους χωρικούς, χωρίς να κάνει
διάκριση».[557]
Στις 25 Σεπτεμβρίου, ο δεσπότης
Καραβαγγέλης γράφει στο Βάρδα ότι ζήτησε από το προξενείο Μοναστηρίου να τεθεί
στη διάθεσή του, η ομάδα του Λάκη Νταηλάκη. Να τη στέλνει να «πατάει τα χωριά που πρέπει να διορθωθούν»
και να σκοτώνει αντιφρονούντες χωρικούς, όταν πηγαίνουν από τα χωριά τους, στα
εβδομαδιαία παζάρια της Καστοριάς, της Χρούπιστας και της Βίγλιστας. Ζητάει
επίσης[558]
από τον έλληνα αξιωματικό, πριν μπει ο χειμώνας, να σκοτώσει τους εξαρχικούς
ιερείς στα μακεδονικά χωριά Στάτιστα ή Στάτιτσα [Статица / Μελάς],[559]
Ποζντίβιστα και Μπρέζνιτσα [Брезница /
Βατοχώρι].[560]
Την Τρίτη 27η Σεπτεμβρίου, ο
Γιώργος Τσόντος παίρνει επιστολή από το ελληνικό προξενείο στα Μπίτολα.
Μαθαίνει πως ο Ρέμπελος καίει το Μορίχοβο. Μέσα σε δυο μέρες έκαψε τρία χωριά.
Τον ειδοποιούν ότι στο Μπουφ της Φλώρινας τοποθετήθηκε στρατιωτική φρουρά
δύναμης 60-80 ανδρών, οπότε δεν είναι δυνατόν, επί του παρόντος, να επιχειρηθεί
επίθεση ελληνικού σώματος, εναντίον αυτού του χωριού. Του γράφουν ωστόσο, ότι
θα λάβει σύντομα λίστα των προγραμμένων στο Μπουφ. Σημειώνουν ακόμα, πως είναι
επείγον να καεί το χωριό Νέρεντ του ίδιου καζά.[561]
Στις 28 Σεπτεμβρίου, ο Βάρδας μαθαίνει
πως οι Τούρκοι κρέμασαν στα Μπίτολα, τον φυλακισμένο οπλαρχηγό Κώτα ή Κότε
(Коте Христов), από το χωριό Ρούλια της Καστοριάς.[562]
Την ίδια μέρα, ένας παπάς του φέρνει επιστολή του δεσπότη Καστοριάς Καραβαγγέλη.
Του γράφει πως αυτή την περίοδο ο Μήτρος Βλάχος δεν βρίσκεται στο Γκάμπρες. Θα
φροντίσει να στείλει στρατιωτικό απόσπασμα εναντίον του βοεβόδα, αλλά πρέπει ο
Βάρδας να εισβάλει στο Γκάμπρες. Του γράφει μάλιστα ποιοι κάτοικοι του χωριού
πρέπει να σκοτωθούν και να καούν τα σπίτια τους.[563]
Στις 29 Σεπτεμβρίου, παίρνει γράμμα του
Βασίλη Μπάλκου, από τη Φλώρινα. Του λέει πως στο χωριό Τύρσια δεν υπάρχει «κανένας δικός μας». Γράφει επίσης πως
είναι ανάγκη να «ενεργήσουμε κατά του
χωριού Νεβόλιανη». Πριν πραγματοποιηθεί όμως επίθεση εκεί, πρέπει να
υπάρξει συνεννόηση με κάποιους μουσουλμάνους, που ζουν σε αυτό το χωριό.[564]
Την Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου, μαθαίνει
πως τάγμα κυνηγών του στρατού (αβτζή ταμπούρ) μπήκε στο χωριό Γκάμπρες, σκότωσε
τον πρωτόγερο και συνέλαβε τους προεστούς.[565]
Στις 4 Οκτωβρίου μαθαίνει, από το
προξενείο, ότι ο οπλαρχηγός Πούλακας, θέλει περισσότερα χρήματα γι’ αυτόν και
τους άνδρες του. Αυτά που παίρνει τα βρίσκει λίγα και λέει πως άλλη συμφωνία
είχε κάνει στην Αθήνα. Απειλεί πως χωρίς αύξηση δεν πάει πουθενά και θα γυρίσει
στην Ελλάδα. Τα ίδια απειλεί και ο οπλαρχηγός Κώστας Ντόγρης.[566]
Στις 5 Οκτωβρίου, του φέρνουν 822
φράγκα, επιπλέον οικονομική ενίσχυση για το σώμα, που έστειλε από την Αθήνα η
κόμισα Λουΐζα Ριανκούρ.[567]
Στις 11 Οκτωβρίου, του φέρνουν γράμμα
του δάσκαλου Θανάση Ιατρού από το Βογατσικό. Κατηγορεί τους ντόπιους ως
τιποτένιους και προδότες και λέει πως δεν υπάρχει καμιά «ελληνική ψυχή». Η μόνη λύση είναι «να έλθουν πολλά σώματα και να σφάξουν τους περισσότερους».[568]
Την Κυριακή 23 Οκτωβρίου το βράδυ, ο
Βάρδας μπαίνει με το σώμα του στο χωριό Μπούκοβικ στις Πρέσπες. Πολλοί χωρικοί
βγαίνουν να τους υποδεχτούν. Ο ίδιος πιστεύει ότι η αλλαγή αυτή στη συμπεριφορά
των κατοίκων είναι το «αποτέλεσμα των
φόνων στη Μπέσφινα».[569]
Στις 24 Οκτωβρίου με αφορμή την
αποχώρηση του οπλαρχηγού Πούλακα για τη Αθήνα, γράφει γι’ αυτόν πως είναι «απείθαρχος και λαφυραγωγός».[570]
Στις 27 Οκτωβρίου μαθαίνει, από το
ελληνικό προξενείο στα Μπίτολα, πως η οθωμανική στρατιωτική φρουρά στο Ζέλοβο
και το Πισοδέρι, αποσύρθηκε και από τα δύο χωριά. Αυτό έγινε δυνατόν, γιατί η
ελληνική οργάνωση δωροδόκησε τον αρχηγό του επιτελείου. Το ποσό της δωροδοκίας
ήταν «πενήντα λίρες, μόνο».[571]
Η τελευταία εγγραφή που υπάρχει, στο
ημερολόγιο της πρώτης εξόδου, του Βάρδα, είναι εκείνη της 29ης
Οκτωβρίου 1905. Το σώμα του βρίσκεται το βράδυ έξω από μακεδονικό χωριό Βάμπελ
[Бмбел / Μοσχοχώρι][572]
των Πρεσπών και ετοιμάζεται να μπει μέσα για να διανυκτερεύσουν εκεί οι άνδρες
του.[573]
Ο δεύτερος
ματωμένος γάμος
Την Τρίτη 25 Οκτωβρίου, ο Βασίλης
Μπάλκος, στέλεχος της ελληνικής οργάνωσης στη Φλώρινα, γράφει του Βάρδα, πως
την προσεχή Κυριακή θα γίνουν στη Νεβόλιανη τρεις γάμοι και θα συγκεντρωθούν
εκεί πολλοί καλεσμένοι. Είναι ευκαιρία λοιπόν, να επιτεθεί εναντίον τους ένα ελληνικό
σώμα.[574]
Το χωριό Γκόρνο Νεβόλιανη της Φλώρινας
ήταν ένα μεγάλο χωριό. Τα 3/4 των κατοίκων του, ήταν χριστιανοί Μακεδόνες και
οι υπόλοιπο μουσουλμάνοι Τούρκοι.
Ο Βάρδας
γράφει, την επόμενη μέρα στον Καούδη, ότι αφού «θέλει να ακουστεί το όνομά του» ας επιτεθεί την Κυριακή στο χωριό,
που θα γίνουν οι γάμοι. Να ενημερώσει όμως πρώτα την οργάνωση στη Φλώρινα. Ο
Βάρδας γράφει γι’ αυτή την απόφασή του στο «Κέντρο»
της Φλώρινας.[575]
Την Πέμπτη ο Βάρδας μαθαίνει, ότι ο
Καούδης «πείστηκε με προθυμία να
εκτελέσει την εργασία στη Νεβόλιανη», το βράδυ του Σαββάτου. Θα του
στείλουν μάλιστα και δυο τούρκους οδηγούς, να τον παραλάβουν από το Πισοδέρι
και να τον οδηγήσουν στη Νεβόλιανη.[576]
Ο Θύμιος Καούδης περιγράφει την επίθεση
στα απομνημονεύματά του. Κάνει όμως λόγο για έναν γάμο και όχι για τρεις, όπως
γράφει ο Βάρδας.[577]
Λέει λοιπόν ο Καούδης, πως έφυγε με τους
άνδρες του, μαζί με την ομάδα του κρητικού οπλαρχηγού Γιώργου Σκαλίδη και δυο
τούρκους οδηγούς (από το γειτονικό χωριό Μαχαλά). Οι Τούρκοι τους οδηγούν, το
Σάββατο της 29ης, στην πλαγιά του βουνού, νοτιοανατολικά από τη
Νεβόλιανη. Όταν νυχτώνει κατεβαίνουν στα πρώτα σπίτια του οικισμού. Βλέπουν από
μακριά μια παρέα χωρικούς, να πηγαίνει από τον ανατολικό στη δυτικό μαχαλά.
Υποθέτουν πως πάνε στο σπίτι που γίνεται ο γάμος, αλλά δεν προλαβαίνουν να τους
ακολουθήσουν. Ψάχνουν στο χωριό, μέχρις ότου ακούνε τραγούδια και φωνές. Αυτές
τους οδηγούν στο σπίτι όπου γίνεται ο γάμος.
Το σπίτι είναι του Μακεδόνα Γκεόργκι
Γιάνεφ. Σε αυτό βρίσκονται και γλεντάνε πενήντα άτομα. Ο Σκαλίδης, μαζί με το
Λευκαρουδάκη και τον Ταραντούλη, πλησιάζουν και βάζουν φωτιά από δυο μεριές. Το
σπίτι λαμπαδιάζει. Όσοι βρίσκονται μέσα τρέχουν έξω για να σωθούν. Εκεί τους
περιμένουν οι σφαίρες από τα μάουζερ και τους γκράδες των ανταρτών.[578]
Αρκετοί καταφέρνουν να σωθούν, φεύγοντας
από μια μικρή πόρτα, που βγάζει στην πίσω αυλή και από κει στα γειτονικά
σπίτια.
Το ελληνικό σώμα παραμένει στο χωριό
τρεις ώρες. Είκοσι λεπτά απόσταση από το χωριό, βρίσκονται δυο τάγματα πεζικού
και δυο μοίρες ιππικού, αλλά ο τουρκικός στρατός, που προφανώς ακούει τους
συνεχείς πυροβολισμούς, δεν έρχεται. Οι Έλληνες αποχωρούν, αφού πρώτα αρπάζουν,
ότι πολύτιμο βρίσκουν πάνω στα πτώματα.[579]
Πίσω τους, αφήνουν δώδεκα νεκρούς: Το
Γκεόργκι Γιάνεφ, ιδιοκτήτη του καμένου σπιτιού και τους αδελφούς του Ναούμ και
Λάζο. Το Βάνε Μίλεφ και το δεκατετράχρονο γιό του, Στόιτσο. Τους Πέτρε Σλάβοφ,
Ναούμ Ιβάνοφ, Κόλε Τάρπιν, Βάνε Ντίμοφ, Βάσιλ Τίπουνοφ. Τον Κούπα, ένα τσιγγάνο
οργανοπαίχτη. Και ένα κορίτσι που βρέθηκε καμένο, τη Μίτρα Ντέλου Τίλεβα.
Αφήνουν επίσης πληγωμένες οκτώ κορίτσια
και γυναίκες: Την Έλενα και τη Μίτρα Ιβάνοβα, τη Γιάνα και την Τάσα Κόστοβα,
την Έλενα Κόλεβα, τη δωδεκάχρονη Πάντα Γκεοργκίεβα, τη δεκάχρονη Έλενα Τάσεβα
και την εννιάχρονη Λένκα Τσόμινα.
Ο λοχαγός Μουσταφά Εφέντη, που έφτασε
πρώτος την άλλη μέρα, όχι μόνο αρνήθηκε να μαζευτούν τα πτώματα, έως ότου να
έρθουν οι προϊστάμενες αρχές, αλλά επιπλέον είπε στους στρατιώτες του «αφήστε τους να τους φάνε τα σκυλιά».[580]
Ας σημειωθεί πως πέντε από τους νεκρούς
και δύο από τους τραυματίες ήταν πατριαρχικοί.[581]
Στην έκθεση του τέλος, σχετικά με όσα
έγιναν εδώ,[582]
ο αυστριακός πρόξενος έγραψε πως στη Νεβόλιανη υπήρχαν πολλές ομοιότητες με την
ελληνική επίθεση, που έγινε πριν έναν περίπου χρόνο, στο γάμο του Ζέλενιτς.[583]
Άλλος ένας ματωμένος γάμος.
Νοέμβριος
και Δεκέμβριος 1905
Την Τρίτη 1η Νοεμβρίου 1905,
η ελληνική οργάνωση δολοφονεί τον παπά του χωριού Ντόλνο Χόμοντος [Долно
Хомондос / Κάτω Μητρούσι][584]
των Σερρών.
Στις 3 Νοεμβρίου, οι ελληνικές
εφημερίδες ανακοινώνουν ότι επιχειρήθηκε να δολοφονηθεί, δίχως επιτυχία, από
μέλη της ελληνικής οργάνωσης, ο εξαρχικός μητροπολίτης των Σερρών. Κατά την
επίθεση τραυματίστηκε ένας από τους καβάσηδες (σωματοφύλακες) του μητροπολίτη.[585]
Στις 6 Νοεμβρίου, η εφημερίδα του
Καλαποθάκη γράφει πως το σώμα του «καπετάν
Βλαχούρα», μπήκε στο εξαρχικό χωριό «Ριζιόπολι»,
μάλλον στο [Ντόλνο Ορίζαρι / Долно Оризари],[586]
έξω από το Μοναστήρι, πήρε μαζί του αιχμαλώτους τρεις προύχοντες, τους οποίους
στη συνέχεια τους σκότωσε. Μετά τους φόνους, το χωριό επέστρεψε στο
πατριαρχείο.[587]
Το βράδυ της 7ης Νοεμβρίου,
ένα ελληνικό σώμα[588]
μπήκε στο χωριό Ντομπρόβενι [Добровени],[589]
της Φλώρινας και πήγε στο σπίτι του προύχοντα Πέτκο Μίτρεφ. Το σπίτι
λεηλατήθηκε. Άρπαξαν όλα τα φορητά αντικείμενα, τα μαγειρικά σκεύη και τρία
άλογα από το στάβλο. O καπετάνιος του
σώματος διέταξε τους κατοίκους του χωριού να φέρουν, εντός έξι ημερών,
επιστολές από τον έλληνα πρόξενο και τον επίσκοπο Μοναστηρίου, που θα
βεβαιώνουν την επιστροφή στο Πατριαρχείο. Φεύγοντας πήρε μαζί του ομήρους, το
Γκέοργκι Μίτρεφ, τον αδελφό του Πέτκο και το Ντίμιτρι Μπόγιανοφ.[590]
Την Τετάρτη 9 Νοεμβρίου, μέλη της
ελληνικής οργάνωσης, μεταμφιεσμένοι σε κυνηγούς, πυροβολούν δύο χωρικούς που
επιστρέφουν από τις Σέρρες στα σπίτια τους, στο χωριό Ντούτλιγια [Дутлија /
Ελαιώνας].[591]
Ο Στέργιο Στογιάνοφ σκοτώνεται επί τόπου, ενώ ο Νίκολας Πόποφ καταφέρνει να
ξεφύγει τραυματισμένος.[592]
Την ίδια μέρα, η ελληνική οργάνωση
δολοφονεί το Βλάχο Demetre Douca στο Πισοδέρι.[593]
Στις 9 Νοεμβρίου 1905, δημοσιεύεται,
στον ελληνικό τύπο, η πληροφορία για τη δολοφονία «δύο μελών του Κομιτάτου», από την ελληνική οργάνωση, στο χωριό
Μαρζέντσι [Мрзенци],[594]
κοντά στη Γευγελή.[595]
Την επομένη, στις 10 Νοεμβρίου,
δημοσιεύεται η είδηση για αποτυχημένες απόπειρες δολοφονίας εναντίον δύο
Μακεδόνων, μέσα στην πόλη των Σερρών: κατά του εμπορικού αντιπροσώπου Τσόντσεφ
και του γυμνασιάρχη Κόρτσιλοφ (που τραυματίστηκε στο χέρι).[596]
Το πρωί της Παρασκευής της 11ης
Νοεμβρίου 1905, ένα ελληνικό σώμα επιτίθεται[597]
στο μακεδονικό χωριό Ζαμπάρντενι [Забрдени / Λόφοι][598]
της Φλώρινας. Ο Νίκολας Νούντσεφ, ο Τίπε Στογιάνοφ και η γυναίκα του, Νέντα
Τράπτσεβα, σκοτώνονται. Η Μάσλινα Κίρκοβα και η Τόντορα Ντόνοβα τραυματίζονται
σοβαρά. Οι εισβολείς, πριν φύγουν, καίνε την εκκλησία του χωριού, το σπίτι του
Νίκολας Νούντσεφ και τέσσερις αχυρώνες.[599]
Το Σάββατο 12 Νοεμβρίου, μια ελληνική
ομάδα, στήνει ενέδρα στην άκρη ενός δάσους και ανοίγει πυρ εναντίον μακεδόνων
αγωγιατών που μεταφέρουν κρασί από την Γκούμεντζα των Γιανιτσών, στον
σιδηροδρομικό σταθμό. Ο Γκέοργκι Χρίστοφ τραυματίζεται σοβαρά, ενώ οι υπόλοιποι
κατορθώνουν να ξεφύγουν. Ο τραυματισμένος άνδρας μεταφέρεται στη Θεσσαλονίκη,
όπου και πεθαίνει.[600]
Η εφημερίδα «Αθήναι» της 14ης Νοεμβρίου, γράφει πως ένας Βλάχος από
το χωριό Λούγκουντσι ή Λούντσι [Лугунци или Лунци /
Λαγκαδιά][601]
της Γευγελής, δολοφονήθηκε από «συμμορία
έλληνα αξιωματικού», γιατί κατά την απογραφή πληθυσμού, δήλωσε στις αρχές
πως είναι «Βλάχος».[602]
Την Τετάρτη 16 Νοεμβρίου, ένα ελληνικό
σώμα μπαίνει στο μακεδονικό χωριό Γκόρνο Καράτζοβο [Горно Караџово / Μονοκκλησιά][603] του καζά Σερρών και πυρπολεί τα σπίτια του Νίκολας
Άνγκοφ και του Στόιλ Πέτροφ. Μερικοί χωρικοί προσπαθούν να σβήσουν τη φωτιά,
αλλά οι άντρες του ελληνικού σώματος, ανοίγουν πυρ εναντίον τους, από απόσταση.
Το ίδιο σώμα, είχε κάψει πριν από λίγες μέρες, στο μακεδόνικο χωριό Ντόλνο Καράτζοβο
[Долно Караџово / Βαρικό],[604]
το σπίτι του χωρικού Τρέντσοφ και είχε δείρει εκεί αρκετούς κατοίκους.[605]
Το Νοέμβριο του 1905, η ομάδα του
Δικώνυμου Μακρή πηγαίνει στο μακεδόνικο χωριό Ντράγκος του καζά Μοναστηρίου,
όπου σκοτώνει τον μουχτάρη και τον παπά.[606]
Στις 26 Νοεμβρίου, η ομάδα του Γιώργου
Σκαλίδη μπαίνει στο χωριό Γκόρνο Πόζαρ [Горно Пожар / Άνω Λουτράκι][607]
των Βοδενών και απαγάγει πολλούς χωρικούς. Τους αφήνει ελεύθερους αφού
ορκίζονται πρώτα, πως το χωριό τους θα γίνει πατριαρχικό.[608]
Το μακεδονικό χωριό Σταρίτσανη της
Καστοριάς δέχεται ελληνική επίθεση[609]
στα τέλη Νοεμβρίου 1905, από τα σώματα του ανθυπολοχαγού Αντώνη Βλαχάκη
(Λίτσα), του ανθυπολοχαγού Κώστα Πούλου (Πλάτανου), και του ληστή Λουκά
Κόκκινου. Τριάντα-σαράντα σπίτια καταστρέφονται εκείνη τη μέρα από τη φωτιά που
βάζουν οι Έλληνες.[610]
Σκοτώνονται επίσης πολλοί Μακεδόνες. Τα σώματα φεύγουν μόλις φτάνει ο στρατός.[611]
Την 1η Δεκεμβρίου ένα
ελληνικό σώμα αποκεφαλίζει τρεις Βλάχους, τον Kitu Gaki και τους
γιους του Ghiza και Musu, από το χωριό
Σπουρλίτα [Спурлита / Ελαφίνα][612]
της Βέροιας.[613]
Στις αρχές Δεκεμβρίου, η ελληνική
οργάνωση σκοτώνει το δεκατετράχρονο γιο του μακεδόνα έμπορου Γκότζε
Χατζή-Μίτζεφ, ενώ επιστρέφει από έναν μύλο, που βρίσκεται δέκα λεπτά έξω από τη
Γευγελή.[614]
Μέλη της ίδιας οργάνωσης, πυροβολούν και
τραυματίζουν σοβαρά τον Μακεδόνα Άντον Σεκερτζιάτα, μέσα στην πόλη της
Γευγελής, στις 3 Δεκεμβρίου 1905.[615]
Ανακοινώνεται επισήμως στις αρχές
Δεκεμβρίου, από τη Θεσσαλονίκη, ότι «επανήλθαν
στη Μεγάλη Εκκλησία» (: στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως), τέσσερα χωριά.
Η Μόκρενη της Καστοριάς (με 135 σπίτια), και τρία χωριά του καζά Φλώρινας, το
Άρμενσκο (με 104 σπίτια), το Ντομπρόβενι (με 40 σπίτια) και το Κλαντόρομπι (με
80 σπίτια).[616]
Στην πραγματικότητα και τα τέσσερα αυτά χωριά έχουν υποκύψει, όπως έχει
προαναφερθεί, στη βία των ελληνικών σωμάτων.
Την νύχτα της 11ης Δεκεμβρίου
1905, το ελληνικό σώμα του ανθυπολοχαγού Σταύρου Ρήγα (Καβοντόρου),[617]
πάει στο χωριό Άλαρ [Алар / Αρχοντικό][618]
των Γιανιτσών, για να σκοτώσει δυο «επικίνδυνους»
κατοίκους του. Μπαίνοντας στο χωριό, οι Έλληνες ακούνε ήχους γκάιντας. Η
μουσική τους οδηγεί σε ένα σπίτι όπου γίνεται γάμος. Ένα απόσπασμα, υπό την
ηγεσία του οπλαρχηγού Χρήστου Πραντούνα, εισβάλλει στο σπίτι όπου
πραγματοποιείται το γλέντι και ανοίγει πυρ εναντίον των καλεσμένων.[619]
Μια γυναίκα, ονόματι Βέλικα σκοτώνεται. Ο Γκόνο Χρίστοφ, ο Γκλίγκορ Στογιάνοφ
και ένα νεαρό κορίτσι, η Ντόνα Αργίροβα, τραυματίζονται σοβαρά. Ένας Τούρκος, ο
Μουράντ Χότζα, που είναι καλεσμένος στο γάμο και οπλοφορεί, ανταπαντά στα
ελληνικά πυρά. Ταυτόχρονα κάποιοι αγρότες που έχουν όπλα, μόλις ακούνε τους
πυροβολισμούς, προστρέχουν σε βοήθεια. Τότε η ελληνική ομάδα αποσύρεται, αφού
πρώτα βάζει φωτιά σε ένα γειτονικό σπίτι.[620]
Αυτή είναι η Τρίτη καταγραμμένη επίθεση ελληνικού σώματος σε μακεδονικό γάμο.
Στις 17 Δεκεμβρίου 1905, μέλη της
ελληνικής οργάνωσης σκοτώνουν[621]
τους Βλάχους Georges Furca από το Περιβόλι και Gusu Muru από τη Νιζόπολη ή Νιζέπολε [Нижеполе].[622]
Μια μέρα του Δεκεμβρίου, ένα μέλος της
ελληνικής οργάνωσης, μαχαιρώνει μέσα στην πόλη των Σερρών, το Μακεδόνα Ιβάν
Φιλίποφ,[623]
από το γειτονικό χωριό Ορέχοβο [Орехово / Μαρμαράς].[624]
Στις 20
Δεκεμβρίου 1905 οι ομάδες των καπετάν Λίτσα και Λουκά Κόκκινου εισβάλουν
στο χωριό Έζερετς της Καστοριάς. Οι έλληνες αντάρτες καίνε δύο σπίτια και σκοτώνουν μερικούς χωρικούς.[625]
Την Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου, ένα
ελληνικό σώμα[626]
καίει εκατό σπίτια στο βλάχικο χωριό Γκόρνο Γκραματίκοβο των Καϊλαρίων.[627]
Στις 28 Δεκεμβρίου 1905, η ομάδα του
οπλαρχηγού Γιάννη Σημανίκα καίει τα σπίτια στο Νεοχώρι, στην περιοχή Ρουμλούκι
της Θεσσαλονίκης, αν και οι χωρικοί που ζούνε εδώ είναι Ρωμιοί. Ο Σημανίκας το
κάνει αυτό, γιατί θεωρεί τον τσιφλικά του χωριού, τον Τζέκα, συνεργάτη των
ρουμανιστών Βλάχων.[628]
Δύο
επιστολές προς και από το Προξενείο Μοναστηρίου
Τον Δεκέμβριο του 1905, ο έλληνας
πρόξενος Μοναστηρίου Νίκος Ξυδάκης παίρνει μια επιστολή, γραμμένη από τον
Κρητικό Γιάννη Χρηστοδουλάκη, αντάρτη της ομάδας του Κρητικού Βαγγέλη
Νικολούδη.
Ο Χρηστοδουλάκης περιγράφει, με αυτή την
επιστολή, στον πρόξενο, τη δράση δύο ομάδων, του οπλαρχηγού Νικολούδη και του
επίσης κρητικού οπλαρχηγού Γιώργου Σκαλίδη. Οι δυο αυτές ομάδες, συνολικής
δύναμης είκοσι έξι ανδρών, έχουν εγκατασταθεί και επιχειρούν στην περιοχή του
Μορίχοβου [Мариово].
Από τους άνδρες αυτούς, όπως γράφει ο
Χρηστοδουλάκης, δύο ή τρεις μόνο πιστεύουν στον αγώνα «υπέρ της πατρίδος», ενώ οι υπόλοιποι ήρθαν στη Μακεδονία «μόνο για να
κλέψουν και να πλιατσικολογήσουν». Στα πατριαρχικά χωριά βρίζουν τις
επιτροπές, δέρνουν τους δασκάλους και συχνά δεν πληρώνουν αυτά που τρώνε. Έχουν
τέτοια συμπεριφορά, ώστε οι φιλικά προσκείμενα προς την ελληνική οργάνωση
χωρικοί, σύντομα «θα αναγκαστούν να
ζητήσουν τη συνδρομή του (τουρκικού) στρατού,
όπως έκαναν και στην Μπελκαμένη».
Ο Χρηστοδουλάκης αναφέρει διάφορα
περιστατικά, κλοπής, εκφοβισμού, βιαιοπραγίας και χαρακτηρίζει τους δύο
οπλαρχηγούς «κακούργους». Ζητάει
τέλος από τον Ξυδάκη, να μη γίνει γνωστή η επιστολή του σε άλλον, γιατί φοβάται
πως θα τον σκοτώσουν.
Ο πρόξενος Μοναστηρίου, γράφει σχετικά
στον έλληνα υπουργό Εξωτερικών και επισυνάπτει την επιστολή του Χρηστοδουλάκη.[629]
Σημειώνει μάλιστα πως ανησυχεί μήπως αυτός έχει ήδη φονευθεί «υπό του τέρατος αρχηγού του».
Με την ευκαιρία, ο Ξυδάκης κάνει μια
γενική ανασκόπηση της δράσης των ελληνικών σωμάτων.
Ξεκινάει γράφοντας πως οι Σκαλίδης και
Νικολούδης είχαν παρεκτραπεί, στο παρελθόν, τόσο στη Μπελκαμένη, όσο και στη
Γκραέσνιτσα (Γραδέσνιτσα). Στη συνέχεια δε, έκαναν τα ίδια όταν έφτασαν στο
Μορίχοβο. Οι χωρικοί του Μορίχοβου, όσων τα σπίτια επισκέφτηκαν αυτοί οι
οπλαρχηγοί, «εκφράζονται γι’ αυτούς με
αποστροφή και φρίκη».
Γενικά, η αποστολή όλων των αρχηγών και
των οπλαρχηγών, την τελευταία περίοδο, χαρακτηρίζεται «εντελώς ανεπιτυχής».
Ο πρόξενος μάλιστα δίνει ένα
χαρακτηριστικό παράδειγμα συμπεριφοράς αρχηγού σώματος. Του ανθυπολοχαγού
Γιώργου Ζήρα ή Ζήρια:
«Ο
αρχηγός Ζήριας[630] τέτοιο μυαλό και γνώσεις έχει ώστε γράφει σε
μας, από το Ζέλοβο, να του στείλουμε εκεί, 15 πρόβατα, 60 οκάδες μακαρόνια, 100
πλάκες σοκολάτα, 50 οκάδες λουκούμια και 50 οκάδες σύκα! Φανταστείτε, Κύριε
Υπουργέ, ολόκληρη πομπή υποζυγίων να μεταφέρει όλα αυτά τα είδη, και ένα βοσκό
να οδηγεί τα πρόβατα, διερχόμενο το δρόμο σε όλη την πεδιάδα, μέσα από τη
Φλώρινα και την Καστοριά, για να ικανοποιήσει την όρεξη του νέου αυτού
Λούκουλου».
Ο Ξυδάκης αναφέρεται μετά στη συμπεριφορά
του ανθυπολοχαγού Κωνσταντίνου Πούλου (ή καπετάν Πλάτανου):
Ο αρχηγός Πλάτανος «καταδίκασε άδικα και αναίτια σε θάνατο και σκότωσε τρεις άνδρες, που
ανήκαν στις πιο γνωστές οικογένειες του Γραματίκοβου και της Κατράνιτσας».
Η εκτέλεση των τριών αυτών πατριαρχικών, του Σταύρου Γουσόπουλου, του Αναστάση
Μαντσόπουλου και του Μανώλη Μπασδέκη «άφησε
έκπληκτη τη Μακεδονία και ξεσήκωσε την αγανάκτηση όλων εναντίον μας».[631]
Στη συνέχεια της επιστολής, διαβάζουμε
πως επιστρέφοντας στην Ελλάδα ο υπολοχαγός Γιώργος Βλαχογιάννης (ή καπετάν
Οδυσσέας), όρισε ως αντικαταστάτη του τον «άριστο
από τους άνδρες» του σώματος του,
κάποιο Γιώτα, ο οποίος «εκτός από τα άλλα
ελαττώματά του, του αρέσει ιδιαίτερα η οινοποσία και γι αυτό και βρισκόταν
συνέχεια σε κατάσταση κραιπάλης». Αυτός λοιπόν ο Γιώτας, σκότωσε στο χωριό
Λάχτσι ή Λάβτσι [Лавци][632]
του Μοναστηρίου, μετά από σκληρά βασανιστήρια, τον εικοσιτετράχρονο Βασίλη
Μιχαήλ, άνδρα του ελληνικού σώματος, μόλις επέστρεψε από άδεια που είχε πάρει
για να επισκεφτεί τους γονείς του στη γειτονική πόλη.
Στο τέλος της επιστολής του, ο Ξυδάκης
αναφέρεται στην κατάσταση που επικρατεί στον καζά Γρεβενών, όπου έχουν
συγκεντρωθεί εκεί δέκα ελληνικές ομάδες των 15-20 ανδρών η κάθε μία. Αυτές οι
ομάδες «αποτελούνται στην πλειοψηφία τους
από φυγόδικους». Συνέχεια ζητούν χρήματα από το μητροπολίτη Γρεβενών και
συνεχίζουν να ασκούν το μόνο επάγγελμα που γνωρίζουν, να ληστεύουν δηλαδή τους
χωρικούς της περιοχής, πολλοί από τους οποίους είναι Ρωμιοί. Το προξενείο
Μοναστηρίου ζήτησε από τους οπλαρχηγούς αυτών των ομάδων να πάνε βορειότερα,
καθώς στα Γρεβενά δεν υπάρχει ανάγκη, αυτοί όμως παραμένουν εκεί, με το ένα
πόδι στο ελληνικό και το άλλο στο τουρκικό έδαφος, έτσι ώστε εκ του ασφαλούς, «να προβάλουν αξιώσεις εθνομάρτυρα».
Ο έλληνας πρόξενος καταλήγει, γράφοντας
στον υπουργό Εξωτερικών, πως είναι τέτοια η κατάσταση των ελληνικών σωμάτων στη
Μακεδονία, ώστε προκύπτει το ερώτημα «αν
είναι προτιμότερο να εκλείψει εντελώς η δράση των σωμάτων κατά των εχθρών μας
στη Μακεδονία, αφού τα λίγα θετικά αποτελέσματα, εξουδετερώνονται από τις
πολλές ζημιές που συνήθως αυτά προκαλούν».
Ιανουάριος -
Φεβρουάριος 1906
Την Κυριακή 1η Ιανουαρίου
1906, το βράδυ, η ομάδα του καπετάν Ανδρέα (επιλοχία Παπαγεωργίου),[633]
δύναμης δέκα ανδρών, μπαίνει στο δάσος της Συκιάς, στον καζά της Κασσάνδρας [Касандра] και φτάνει στο καμίνι όπου ζούνε και εργάζονται επτά
μακεδόνες καρβουνιάρηδες, δύο από τα Μπίτολα και πέντε (οι Γκεόργι Σιμέονοφ,
Κόσταντιν Φιλίποφ, Ίλια Ανγκέλοφ, Ντόμιτρι Μάνγκαροφ και Σιμεών Σάπνοφ) από το
χωριό Τέρλις [Трлис / Βαθύτοπος][634]
του καζά Νευροκοπίου [Неврокопска]. Το σώμα
ανοίγει πυρ εναντίον τους κι φεύγει αφήνοντας πίσω του πέντε νεκρούς και δυο
σοβαρά τραυματίες.[635]
Στις αρχές Ιανουαρίου «άγνωστοι» καίνε το τσιφλίκι του
ρουμανιστή Βλάχου Χρήστου Τσέγκα,[636]
κοντά στην Κατερίνη [Катерина].[637]
Στις 4 Ιανουαρίου 1906, ένα ελληνικό
σώμα καίει δεκαοκτώ καλύβια του ρουμανιστή Παπαλέξη στα Σέλια: Άνω Σέλι [Горно Шел][638]
και Κάτω Σέλι [Долно Шел][639]
της Βεροίας.[640]
Ένα μεγάλο ελληνικό σώμα, μάλλον αυτό
του Βλαχάκη (Λίτσα),[641]
μπαίνει ξανά στο μακεδονικό χωριό Έζερετς της Καστοριάς, το βράδυ της 9ης
Ιανουαρίου 1906. Οι άνδρες του σώματος ανοίγουν πυρ, για να τρομάξουν τους
κατοίκους και στη συνέχεια βάζουν φωτιά και καίνε αρκετά σπίτια[642]
και στάβλους. Μέσα σε ένα σπίτι καίγεται ζωντανή μια γυναίκα.[643]
Ορισμένοι κάτοικοι, που έχουν όπλα, πυροβολούν εναντίον των εισβολέων. Η
ελληνική επίθεση τελειώνει μόλις φτάνει ένα τουρκικό απόσπασμα, οπότε και
αποχωρεί το σώμα. Σκοτώνονται αρκετοί χωρικοί,[644]
ενώ οι Έλληνες έχουν ένα νεκρό (Δουκάκης) και δύο τραυματίες (Δημητράκης και
Σταμούλης).
Στις 12 Ιανουαρίου η ομάδα των Ζούκα και
Σακουρέλα, αιχμαλωτίζει κοντά στο ρωμαίικο χωριό Λάγκα της Καστοριάς, τους ρουμανιστές Βλάχους Ζήση Μπαλαμούτη και Κώστα
Σπύρου. Στους αιχμαλώτους πρόκειται να «επιβληθεί
η αρμόζουσα ποινή».[645]
Το πρωί της 17ης Ιανουαρίου,
o Μακεδόνας Σάρπε Σοτίροφ ξεκινάει να πάει στις Σέρρες για να πουλήσει το
καλαμπόκι του, μαζί με δυο ακόμα Μακεδόνες, τον υπηρέτη του και έναν άλλο
αγρότη. Όταν φτάνουν κοντά στο χωριό Κούλα [Кула / Παλαιόκαστρο],[646]
άνθρωποι της ελληνικής οργάνωσης τους πυροβολούν. Οι δυο συνοδοί του Σοτίροφ
κατορθώνουν να ξεφύγουν, αλλά εκείνος σκοτώνεται επί τόπου.[647]
Τη νύχτα της 20ης Ιανουαρίου
1906, το σώμα των Σκαλίδη και Νικολούδη, ντυμένο με τουρκικές στολές,[648]
μπαίνει στο χωριό Ίβεν [Ивен][649]
και σκοτώνει δεκαέξι άτομα.[650]
Το τελευταίο δεκαήμερο του Ιανουαρίου,
το εκτελεστικό της ελληνικής οργάνωσης[651]
σκοτώνει κοντά στην Καστοριά, ως μέλη του Κομιτάτου,[652]
δυο Μακεδόνες, από τα χωριά Άποσκεπ και Βίσενι.[653]
Την 1η Φεβρουαρίου βρίσκεται
κοντά στα Γρεβενά, το ακρωτηριασμένο πτώμα του ρουμανιστή Βλάχου Sotir από τη
Φούρκα [Фурка][654]
της Ηπείρου. Πάνω στον νεκρό είναι καρφιτσωμένο ένα χαρτί με τη σφραγίδα της
ελληνικής οργάνωσης.[655]
Στις 2 Φεβρουαρίου, βρίσκονται σκοτωμένοι
τρεις ρουμανιστές[656],
οι Trajan Palan, Vani Popa Dimitri και Moti Todi, από το
βλάχικο χωριό Τσέρνα Ρέκα της Γευγελής. Στα πτώματα υπάρχουν απειλητικές
επιστολές τις ελληνικής οργάνωσης, προς τους ρουμανίζοντες.[657]
Μια ελληνική ομάδα επιτίθεται, την Κυριακή
5 Φεβρουαρίου, στο χωριό Χρίστος [Христос или Горно Христос / Άνω Χριστός][658]
των Σερρών. Οι επιτιθέμενοι πυροβολούν πολλές φορές τα σπίτια του χωριού. Το
σπίτι του Άτανας Στογιάνοφ γεμίζει βόλια. Οι επιτιθέμενοι φεύγουν, όταν
δέχονται τα πρώτα πυρά, από αμυνόμενους χωρικούς που έχουν όπλα.[659]
Τηλεγράφημα από τη Θεσσαλονίκη, με
ημερομηνία 6 Φεβρουαρίου 1906, μεταδίδει πως στην Χρούπιστα της Καστοριάς, σε
γάμο που γινόταν στην αυλή του σπιτιού του Κιριάζοφ, ενός γνωστού μέλος του
Κομιτάτου, είχε τοποθετηθεί βόμβα. Από την έκρηξή της βόμβας καταστράφηκε ο
τοίχος του σπιτιού και σκοτώθηκε μια ηλικιωμένη γυναίκα. Η χωροφυλακή θεωρεί
υπεύθυνη της πράξης την ελληνική οργάνωση.[660]
Στις 7 Φεβρουαρίου, ο Βαγγέλης Γεωργίου,
μέλος της ελληνικής οργάνωσης στην πόλη των Σερρών, πυροβολεί ανεπιτυχώς
εναντίον του μακεδόνα βιβλιοπώλη Άτανας Νίκοφ. Ο Γεωργίου είχε τραυματίσει το
Νίκοφ, για πρώτη φορά, τον Ιανουάριο του 1906, όταν είχε προσπαθήσει να τον
δολοφονήσει. Τελικά ο Νίκοφ θα δολοφονηθεί τον Οκτώβριο του 1906, από έξι
άνδρες της ελληνικής οργάνωσης, οι οποίοι δολοφονούν επίσης την ίδια ημέρα, τον
αδελφό του και τον ανιψιό του.[661]
Την Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 1906, ο
Γκεόργκι Τάνεφ Γκραματίκοφ, από το χωριό Βόλτσιστα [Волчишта / Υδρέα],[662]
επιστρέφει από το παζάρι των Γιανιτσών στο σπίτι του. Όταν φτάνει κοντά στο χωριό
Βέχτι Παζάρ [Вехти Пазар / Ποντοχώρι],[663]
δέχεται επίθεση από μια ελληνική ομάδα. Το πτώμα του βρίσκεται αποκεφαλισμένο
μετά από τρεις μέρες.
Την ίδια μέρα, o Ίλια Τράικοφ, δέχεται
τρεις πυροβολισμούς στο στήθος, από μέλη της ελληνική οργάνωσης που παραμονεύουν,
καθώς βγαίνει από το σπίτι του,[664]
στο χωριό Κέσετζι Τσιφλίκ [Кесеџи Чифлик / Σιδηροχώρι][665]
του Ντεμίρ Χισάρ.
Την Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 1906, κοντά
στο χωριό Ράπες του Πρίλεπ δολοφονείται από ελληνική ομάδα, ο βλάχος έμπορος Georges Sugunitza.[666]
Την Παρασκευή το βράδυ της 17ης
Φεβρουαρίου 1906, μια ελληνική ομάδα δολοφονεί κοντά στο μακεδονικό χωριό
Τσουρίλοβο της Καστοριάς, τον χωρικό Ντίνε Μίλεφ, κάτοικο αυτού του χωριού.[667]
Την ίδια μέρα, μια άλλη ελληνική ομάδα
σκοτώνει ένα μακεδόνα χωρικό από το χωριό Κουμανίτσεβο της Καστοριάς.[668]
Στις 18 Φεβρουαρίου,[669]
ένα ελληνικό σώμα, δύναμης τριάντα ανδρών, εισβάλει στα μικρά χωριά Πολόγκ
[Полог][670]
και Τσένγκελ [Ченгел].[671]
Οι κάτοικοί τους, που περιμένουν την ελληνική επίθεση, έχουν καταφύγει στο
δάσος για να σωθούν. Έτσι οι άνδρες του ελληνικού σώματος, περιορίζονται στη
λεηλασία των έρημων σπιτιών.[672]
Το βράδυ της 19ης Φεβρουαρίου
1906, μερικοί μακεδόνες καρβουνιάρηδες, που εργάζονται σε ένα καμίνι, στο βουνό
βόρεια της λίμνης Μπέσισκο [Бешиско / Βόλβη] του καζά Λαγκαδά [Лагадинска],
δέχονται επίθεση από ένα ελληνικό σώμα. Τρεις από αυτούς, καταγόμενοι από το
χωριό Τέσοβο [Тешово][673]
του Νευροκοπίου, σκοτώνονται. Δύο άλλοι μακεδόνες καρβουνιάρηδες έχουν ήδη
σκοτωθεί, μερικά εικοσιτετράωρα πριν, από το ίδιο ελληνικό σώμα.[674]
Λίγες μέρες αργότερα, ένα άλλο ελληνικό
σώμα σκοτώνει άλλους τέσσερις μακεδόνες καρβουνιάρηδες, καταγόμενους από τον
καζά της Γευγελής, που εργάζονται στην περιοχή της Κασσάνδρας, κοντά στο χωριό
Άγιος Μάμας.[675]
Τη Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 1906, ένα
ελληνικό σώμα μπαίνει στο χωριό Ρούπελ [Рупел /
Κλειδί][676]
του Ντεμίρ Χισάρ και τρομοκρατεί τους κατοίκους του.[677]
Την ίδια μέρα, και μάλλον το ίδιο σώμα,[678]
εισβάλει στο χωριό Κουμλί [Кумли / Αμμουδιά].[679]
Την Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 1906, ένα
ελληνικό σώμα μπαίνει στο μακεδονικό χωριό Κούλα των Σερρών και καίει το σπίτι
του εξαρχικού παπά Άτανας. Ο παπάς έχει απειληθεί λίγες μέρες πριν, από τον
έλληνα πρόξενο Σερρών, πως θα τιμωρηθεί αυστηρά, εάν δεν επανέλθει, με το
ποίμνιό του, στο Πατριαρχείο.[680]
Στις 22
Φεβρουαρίου, το Κουμανίτσεβο της Καστοριάς δέχεται επίθεση από μεγάλο ελληνικό
σώμα. Της επίθεσης ηγείται ο ανθυπολοχαγός Ζαχαρίας Παπαδάς (Φούφας). Υπαρχηγοί
του είναι οι Στέλιος Κλειδής και Δημήτρης Νταλίπης. Το σώμα λεηλατεί και μετά
κάνει «στάχτη»[681]
τα σπίτια των προυχόντων Φίλιπ Γκεοργίεφ, Γκουέλο Κουνούκοφ, Πόπε Άτανας,
Στάβρο Πόπε Βασίλιεφ, Νάσο Μίτσοφ και Χρίστο Αντόνοφ,[682]
που βρίσκονται στον πάνω μαχαλά του χωριού.[683],
Άνθρωποι μέσα στα σπίτια καίγονται ζωντανοί.[684]
Στη συνέχεια το σώμα φεύγει και πάει στη στάνη του μακεδόνα Κούζου, όπου την
καίει και σκοτώνει το γιό του βοσκού, που βρίσκεται εκεί.[685]
Την Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 1906, ο
Ατανάς Γκίρνεφ και ο Στογιάν Ανγκέλοφ, δυο έμποροι βαμβακιού από το χωριό
Λιμπιάχοβο [Либјахово][686]
του Νευροκοπίου, δέχονται επίθεση από ελληνική ομάδα και μαχαιρώνονται
θανάσιμα, κοντά στο χωριό Κιουπ Κιόι [Ќуп Ќој / Πρώτη][687]
της Ζίχνας.[688]
Στις 22 Φεβρουαρίου, στα Μπίτολα, ένας
άνδρας της ελληνικής οργάνωσης πυροβολεί και τραυματίζει στο πόδι τον μακεδόνα
κηροποιό Μήτρο Μουμτζή. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας, στην ίδια πόλη, άλλο μέλος
της ελληνικής οργάνωσης, μπαίνει στο μαγαζί του μακεδόνα μπακάλη Τράιτσε και
τον πυροβολεί, τραυματίζοντάς τον στο χέρι.[689]
Την Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου, πολλοί
χωρικοί από το χωριό Σάβεκ [Савек / Βαμβακόφυτο][690]
του Ντεμίρ Χισάρ, ξεκινάνε να πάνε να πάρουνε ξυλοκάρβουνο, όταν περίπου ένα
χιλιόμετρο απόσταση από το χωριό, δέχονται τα πυρά μιας ελληνικής ομάδας που
έχει στήσει ενέδρα. Οι χωρικοί, καταφέρνουν να ξεφύγουν, παίρνοντας μαζί τους
και τον σοβαρά λαβωμένο Άντον Μαργκάριτοφ.[691]
Το Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 1906, ένα
ελληνικό σώμα ασκεί βία κατά χωρικών, στο μακεδονικό χωριό Μπουφ της Φλώρινας.[692]
Τη Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 1906, ένα
ελληνικό σώμα καίει τους μύλους του Tanase Jaca και του Trajan Pili, δύο
ρουμανιστών Βλάχων, κοντά στο χωριό Τσέρνα Ρέκα της Γευγελής.[693]
Την ίδια μέρα, το σώμα του υπολοχαγού
Σταύρου Ρήγα (καπετάν Καβοντόρου) δύναμης ογδόντα ανδρών, μπαίνει στο χωριό
Γκόλο Σέλο των Γιαννιτσών και καίει τα σπίτια των Μακεδόνων Γκότζε Γκάνοφ και
Ντιονίσι Γκοργίεφ (Διονύση Τσέκρελη). Ο δεύτερος μάλιστα τραυματίζεται σοβαρά
από τα ελληνικά πυρά.[694]
Επίσης στις 27 Φεβρουαρίου, η ομάδα του
οπλαρχηγού Σκαλίδη επιτίθεται στο χωριό Τσένγκελ του Μοναστηρίου.[695]
Φεύγοντας παίρνει μαζί της, για ομήρους, τον παπά του χωριού και οκτώ χωρικούς.[696]
Ο Ντίμιτρε Απόστολοφ από το χωριό
Τσουτσουλίγκοβο [Чучулигово / Αναγέννηση][697]
των Σερρών, έχει απειληθεί τρεις φορές, από διαφορετικά άτομα της ελληνικής
οργάνωσης των Σερρών. Η χωροφυλακή της πόλης είχε ενημερωθεί από αυτόν, για τις
απειλές των Ελλήνων, αλλά εκείνη δεν κάνει τίποτα. Το βράδυ της 28ης
Φεβρουαρίου, ο Απόστολοφ πέφτει νεκρός από ελληνικές σφαίρες.[698]
Στις 28 Φεβρουαρίου, στα Μπίτολα, μέλος
του ελληνικού «εκτελεστικού» της
πόλης, μπαίνει στο ξενοδοχείο που διαμένει, και πυροβολεί, πληγώνοντάς στο
χέρι, τον Ίτσιο Μαχνετζή, από το μακεδονικό χωριό Μπρούσνικ.[699]
Την ίδια μέρα, το σώμα του Σημανίκα
μπαίνει στο χωριό Σβέτα Μάρινα [Света Марина / Αγία
Μαρίνα][700]
της Βέροιας και σκοτώνει δυο χωρικούς.[701]
Στα τέλη Φεβρουαρίου 1906, δολοφονείται
από την ελληνική οργάνωση, μια Μακεδόνισσα, που ζει στο Λέχοβο, ως συνεργάτης
του Κομιτάτου.[702]
Το πρώτο δίμηνο του 1906, σύμφωνα με τα
στοιχεία του Κάκκαβου[703],
σκοτώνονται ακόμα, από ελληνικά σώματα ή μέλη της ελληνικής οργάνωσης, τα εξής
άτομα:
Οι Μακεδόνες Μίντσε Κόλεφ Κορεστλί και
Χρίστε Μπέλτσεφ, έξω από το χωριό Όστροβο [Острово / Άρνισσα][704] των Βοδενών, από το σώμα του Μανώλη Σκουντρή.
Οι Μακεδόνες Πέτρε Στόικοφ και Γκόσε
Ντίμεφ, στο Σούμπουτσκο [Суботско /
Αριδαία][705]
των Βοδενών, από το σώμα του Μανώλη Κατσίγαρη.
Ένας μυλωνάς και ένας χωρικός (ονόματι
Τάνε), στο μακεδονικό χωριό Βούντριστα ή Σαρί Καντί των Γιανιτσών.
Ένας Μακεδόνας από το Άλαρ, έξω από το
χωριό Πόστολ ή Σβέτι Άποστολ [Постол или Свети Апостол / Πέλλα][706]
των Γιαννιτσών.
Ο Γιάννης Νατσόπουλος, μέσα στη Νάουσα
[Негуш].[707]
Ο μυλωνάς Γιόβαν, στη Γκούμενζα των Γιανιτσών.
Δυο Βλάχοι, στο Γκόρνο Γκραματίκοβο των
Καϊλαρίων, από το σώμα του Γιάννη Σημανίκα.
Οι επιστολές
του θανάτου
Το Μάρτιο του 1906, η εφημερίδα «Αθήναι» μετέφρασε και αναδημοσίευσε το
κείμενο της «Ερυθράς Βίβλου», μιας
επίσημης βουλγαρικής έκδοσης για τα τότε συμβάντα στη Μακεδονία.
Μεταξύ των εγγράφων που δημοσιεύονται,
ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι επιστολές του θανάτου. Αυτές είναι
απειλητικές επιστολές που στέλνει η ελληνική οργάνωση σε σημαντικά άτομα ή
χωριά, χαρακτηρισμένα ως εχθρικά, προκειμένου να φοβηθούν και να δηλώσουν
επίσημα στις οθωμανικές αρχές, πως είναι πιστά στο πατριαρχείο
Κωνσταντινουπόλεως (και στον Ελληνισμό). Είναι επίσης, σημειώματα καρφιτσωμένα
στα ρούχα εκτελεσμένων αντιπάλων, με τα οποία καλούν τους ζωντανούς ομοϊδεάτες
τους, που αντιστρατεύονταν τα ελληνικά συμφέροντα στη Μακεδονία, να υποταχθούν,
για να μην έχουν και αυτοί την ίδια τύχη με τα θύματα.
Το πρώτο έγγραφο, είναι ένα σημείωμα που
έχει πάνω τυπωμένο το δικέφαλο αετό (το σύμβολο του Πατριαρχείου) και κεφαλίδα
τις λέξεις «Ελληνομακεδονική Άμυνα»,
υπογράφεται από τον καπετάν Ακρίτα (: τον υπολοχαγό Κώστα Μαζαράκη) και βρέθηκε
πάνω σε ένα πτώμα ενός χωρικού, κοντά στα Βοδενά. Σε αυτό διαβάζουμε: «Εάν έλθετε να συνεννοηθείτε με μας, θα σας
βοηθήσουμε. Εάν αρνηθείτε θα σας τιμωρήσουμε. Πρέπει να πάτε στο μητροπολίτη
Βοδενών για να τον χαιρετήσετε και να στείλετε στον καϊμακάμη έγγραφο, όπου θα
λέτε, ότι με τη βία σας έκαναν να πείτε πως είστε σχισματικοί, ενώ στην
πραγματικότητα είστε ορθόδοξοι Έλληνες».
Το δεύτερο, είναι μια επιστολή
απευθυνόμενη προς τους χωρικούς του μακεδονικού χωριού Γκόρνο Πόζαρ των
Βοδενών, υπογραμμένη από τον καπετάνιο Κώστα Βαρζόφαρο (πρόκειται μάλλον για
ψευδώνυμο του Σκαλίδη). Αυτή γράφει: «Χωρικοί
του Πόζαρσκο. Αν εντός 48 ωρών, δεν πάτε στο μητροπολίτη να δηλώσετε εγγράφως
ότι επανέρχεσθε στην Ορθοδοξία, θα φονεύσω τους δέκα αιχμαλώτους του χωριού
σας, τους οποίους κρατώ, και έπειτα θα έλθω στο χωριό σας με εκατό Έλληνες, οι
οποίοι ήλθαν προχθές από την Ελλάδα, για να μην αφήσω εκεί ούτε μια γάτα
ζωντανή. Επιπλέον πρέπει να μου στείλετε εκατό τουρκικές λίρες. Εάν δε λάβω
αυτό το ποσόν μέχρι σήμερα το απόγευμα, οι δέκα αιχμάλωτοί μου θα φονευθούν.
Έπειτα, όταν δηλώσετε ότι είστε Έλληνες, θα σας επιστρέψω τις εκατό λίρες και
θα αφήσω στο χωριό σας πενήντα ανθρώπους για να το φυλάνε. Προσέξτε να μη με
καταγγείλετε στο στρατό, γιατί τότε θα χαθείτε όλοι. Περιμένω στην απάντησή
σας, με τον ίδιο άνθρωπο που σας φέρνει αυτή την επιστολή. Υστερόγραφο: Έπειτα
από τα παρακάλια των αιχμαλώτων, σας δίνω προθεσμία έως το βράδυ της Πέμπτης».[708]
Το τρίτο, είναι μια επιστολή
απευθυνόμενη προς τον ιερέα, τον κοινοτάρχη και τους προύχοντες της κοινότητας
Βέρτικοπ [Вертикоп / Σκύδρα][709]
των Βοδενών. Έχει ημερομηνία 10 Αυγούστου 1905 και την υπογράφει ο καπετάν
Ακρίτας. Σε αυτή γράφει: «Σας δίνω δυο
μέρες προθεσμία, για να πάτε στον καϊμακάμη να παρουσιάσετε δήλωση που θα λέει
ότι είστε Έλληνες και πιστοί Ορθόδοξοι. Αν δεν πάτε να υποβάλλετε τα σέβη σας
στο Μητροπολίτη, θα σας θεωρήσω εχθρούς και θα σας τιμωρήσω, όπως τιμώρησα τους
κατοίκους στο χωριό Μεσημέρι».
Το τέταρτο έγγραφο έχει αποδέκτες του
κατοίκους του χωριού Νέρεντ της Φλώρινας. Έχει ημερομηνία 24 Ιουνίου 1905 και
το υπογράφει ο αρχηγός Γιώργος Βάρδας (Τσόντος). Εδώ ο Βάρδας γράφει: «Μου αρκεί να μάθω ότι μεταμελείστε και ότι
θέλετε να εργαστείτε μαζί μου. Εκείνοι όμως οι οποίοι θα επιμείνουν να
υποστηρίζουν το Κομιτάτο θα τιμωρηθούν, όπως τιμωρήθηκαν οι κάτοικοι της
Ζαγορίτσανης. Μόλις λάβετε την παρούσα επιστολή πρέπει να έρθετε σε συνεννόηση
μαζί μου και να μας δεχθείτε σαν αδέλφια σας, όπως πράγματι είμαστε. Εάν δεν με
ακούσετε, θα πάθετε όσα δεν φανταστήκατε ποτέ. Είναι ευνόητο, πως αν
αποφασίσετε να συνεννοηθείτε μαζί μου, πρέπει να διακόψετε κάθε σχέση με το
Κομιτάτο».[710]
Στη συνέχεια δημοσιεύονται ορισμένες
απειλητικές επιστολές προς ρουμανιστές Βλάχους. Από αυτές ιδιαίτερη εντύπωση
κάνει ένα σύντομο γράμμα, προς τους κατοίκους του χωριού Πλεάζα ή Πλιάσα [Plasë
της Αλβανίας],[711]
που βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά των Πρεσπών. Έχει ημερομηνία 20
Ιουλίου 1905 και την υπογράφει ο καπετάν Μάλλιος (υπολοχαγός Στέφανος Δούκας):
«Γνωστοποιούμε σε όλους τους κατοίκους,
ότι εκείνος που θα στείλει τα παιδιά του στο ρουμανικό σχολείο ή θα πάει στη
ρουμανική εκκλησία, είναι καταδικασμένος σε θάνατο και θα αποκεφαλισθεί».[712]
Σχετικό με τις απειλές του Μάλλιου, προς
τους ρουμανίζοντες του προαναφερόμενου χωριού, είναι και το επόμενο απόσπασμα
από το ημερολόγιο του οπλαρχηγού Ηλία Δεληγιαννάκη. Ο Δεληγιαννάκης, που είναι
μέλος σε αυτό το ελληνικό σώμα, γράφει:
«Μόλις
σουρούπωσε, είμαστε πάνω από την Πλιάστη και λημεριάσαμε στο βουνό. Ήταν 20
Ιουλίου 1905. Στις μία η ώρα, τη νύχτα, κατεβήκαμε στο χωριό. Αυτό το χωριό
ήταν διχασμένο. Οι μισοί κάτοικοι έμειναν Έλληνες (: πατριαρχικοί), οι άλλοι μισοί έλεγαν ότι είναι φίλοι με
τους Ρουμάνους, διάβαζαν ρουμανικά βιβλία στην εκκλησία τους και άλλα πολλά.
Μόλις πατήσαμε στο χωριό, τραβήξαμε μπροστά στην εκκλησία και εκεί καλέσαμε
όλους τους χωρικούς, τον παπά, το δάσκαλο και την επιτροπή. Αυτοί οι τελευταίοι
ήσαν όλοι φίλοι με τους Ρουμάνους. Ο αρχηγός (: Μάλλιος) τότε διέταξε και του έφεραν όλα τα
ρουμανικά βιβλία, εκκλησιαστικά, άλλα που διάβαζαν τα παιδιά, άλλα που είχε στο
σπίτι του ο δάσκαλος. Όλα τα μάζεψε ο αρχηγός σε ένα σωρό εκεί μπροστά και τους
έβαλε φωτιά. Έπειτα ο αρχηγός ρωτάει τον
παπά και την επιτροπή. “Γιατί, μωρέ, αφού πάππου προς πάππον είστε Έλληνες με
το πατριαρχείο, λέτε πως είστε Ρουμάνοι και διαβάζετε ρουμανικά”; Αυτοί είπαν
κάτι για να δικαιολογηθούν, πως τους ξεγέλασαν. Δεν θέλαμε να τους
τουφεκίσουμε, γιατί αυτοί δεν είχαν μεταχειριστεί το τουφέκι για να γυρίσουν το
μισό χωριό, ούτε είχαν κάνει κακουργήματα. Ο αρχηγός όμως θύμωσε πολύ γι’ αυτά
που έλεγαν και τους αρχίζει στο ξύλο. Τους δώσαμε κ’ εμείς με το βούρδουλα και
στην επιτροπή και στο δάσκαλο, που θα μας θυμούνται για πάντα. Τότε τους λέει ο
αρχηγός. “Να μη μάθω μωρέ πως λέτε πια ότι είστε Ρουμάνοι, γιατί θα σας περάσω
στο τουφέκι ένα-ένα. Ό,τι ήταν ο πατέρας σας, είστε και εσείς. Έλληνες είστε.
Και αυτό πρέπει να το έχετε για υπερηφάνεια. Δεν πουλάει κανείς την πατρίδα
του”. Έπεσαν τότε στα πόδια του αρχηγού και έδωσαν όρκο πως θα μείνουν Έλληνες.
Το δάσκαλο τον διώξαμε από εκεί την ίδια νύχτα. Κατά τα ξημερώματα φύγαμε και
εμείς και τραβήξαμε για τη Γράμμοστα».[713]
Μάρτιος –
Απρίλιος 1906
Ο Μίτρους Καρακέφιτι, ένας Μακεδόνας από
την περιοχή της Καστοριάς, ζει εδώ και πολύ καιρό στο Έγκρι Ντερέ [Егри Дере / Καλλιθέα][714]
της Ζίχνας. Την Τετάρτη 1η Μαρτίου 1906 και ενώ ο προαναφερόμενος
Καρακέφιτι μπαίνει στο Έγκρι Ντερέ, κάποια άτομα από την ελληνική οργάνωση της
περιοχής, που του έχουν στήσει ενέδρα, τον σκοτώνουν. Οι δολοφόνοι δεν
συλλαμβάνονται, αν και τα ονόματά τους γίνονται γνωστά στις αρχές.[715]
Την ίδια μέρα, την 1η
Μαρτίου, οι βοσκοί Τάνε Τράικοφ και Κούζε Τραπτσέφσκι και οι αγρότες Νάιντο
Μπέζινοφ, Κούζε Στογιάνοφ (μουχτάρης), Μίτρε Χρίστοφ και Άτανας Πέροφ, κάτοικοι
όλοι του χωριού Ράπες [Рапеш][716]
του Πρίλεπ, αιχμαλωτίζονται από ένα ελληνικό σώμα. Ο αρχηγός του σώματος,
στέλνει δύο από τους αιχμαλώτους του, τον Χρίστοφ και τον Τραπτσέφσκι, να πούνε
στους χωρικούς του Ράπες[717]
και των γειτονικών χωριών, πως αν δεν δηλώσουν στις αρχές, μέσα σε πέντε μέρες,
πως επιστέψουν στο Πατριαρχείο, οι όμηροι θα σφαχτούν. Οι τέσσερις αιχμάλωτοι
μεταφέρονται στο χωριό Γκραντέσνιτσα, στην περιοχή του Μορίχοβου. Εκεί οι
άνδρες του σώματος ξυλοκοπούν μέχρι θανάτου, μπροστά στα μάτια των κατοίκων του
χωριού, τον Μπέζινοφ. Μετά παίρνουν τους τρεις ομήρους και τους οδηγούν σε ένα
γειτονικό δάσος. Σκάβουν τρεις λάκκους για να τους θάψουν. Οι όμηροι,
εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι, προσπαθούν απελπισμένα να το σκάσουν τρέχοντας. Οι
δύο καταφέρνουν να σωθούν, αλλά ο μουχτάρης Στογιάνοφ σκοτώνεται από τις
σφαίρες των ανταρτών.[718]
Την Πέμπτη 2 Μαρτίου, λίγο πριν τα
μεσάνυχτα, το πολυπληθές σώμα των Σκουντρή και Σουμανίκα εισβάλει στο
μακεδονικό χωριό Γκολίσανι των Βοδενών. Οι αντάρτες βάζουν φωτιά σε αρκετά
σπίτια. Το χωριό είναι τσιφλίκι του Ταχίρ Μπέη. Ο τελευταίος, που βρίσκεται
εκεί, μαζί με τρεις ένοπλους φρουρούς του, ανοίγει πυρ κατά των εισβολέων. Η
ανταλλαγή πυρών διαρκούν μισή ώρα. Ένας χωρικός, κατορθώνει να φτάσει σε ένα
γειτονικό μέρος, όπου σταθμεύει ένα στρατιωτικό απόσπασμα και ζητάει βοήθεια.
Ένας αξιωματικός φτάνει με είκοσι άνδρες στο χωριό, αλλά το ελληνικό σώμα είχε
ήδη αποχωρήσει. Βρίσκει νεκρούς[719]
τρεις χωρικούς και τρία σπίτια που έχουν γίνει στάχτη. [720]
Στις 2 Μαρτίου, μέλος του ελληνικού «εκτελεστικού» στα Μπίτολα, πυροβολεί και
τραυματίζει στο χέρι ένα μακεδόνα αλευρέμπορο.[721]
Τη νύχτα της 2ας Μαρτίου,
τριάντα πέντε μακεδόνες καρβουνιάρηδες από το χωριό Τέσοβο του Νευροκοπίου δέχονται επίθεση, από ελληνικό
σώμα, κοντά στο χωριό Ορμύλια [Ормилија][722]
της Κασσάνδρας. Οι καρβουνιάρηδες τρέχουν να κρυφτούν για να γλυτώσουν το
θάνατο. Όταν το σώμα αναχωρεί, η ομάδα των καρβουνιάρηδων ξανασυναντιέται. Τότε
καταλαβαίνουν πως οι Γκεόργκι Πτσίναροφ, Μάνο Μασόλινσκι, οι αδελφοί Νίκολας
και Άνγκελ Βούτσεφ, που λείπουν, δεν στάθηκαν τυχεροί.[723]
Ο Τάνκο Μπόικοφ, ένας Μακεδόνας που ζει
στη Γευγελή, είχε λάβει απειλητικές επιστολές από την ελληνική οργάνωση, για να
απαρνηθεί τα φρονήματά του. Η άρνησή του να «συμμορφωθεί», είναι ο λόγος που δολοφονείται, στις 3 Μαρτίου, την
ώρα που βρίσκεται στον κήπο του,[724]
από τον Κ. Κεχαγιά, ένα μέλος του ελληνικού «εκτελεστικού».[725]
Την Παρασκευή 3 Μαρτίου 1906, ένα
ελληνικό σώμα εισβάλει στο μακεδονικό χωριό Σάβεκ του καζά Ντεμίρ Χισάρ και
τρομοκρατεί τους κατοίκους του.[726]
Στις αρχές του 1906, ο μακεδόνας
προύχοντας Ιβάν Μίτσεφ είχε λάβει απειλητικές επιστολές από την ελληνική
οργάνωση στα Μπίτολα. Ο Μίτσεφ ενημερώνει γι’ αυτό τη χωροφυλακή και το βαλή. Ο
τελευταίος δεν παίρνει κανένα μέτρο, για την προστασία του. Στις 4 Μαρτίου
1906, έλληνες εκτελεστές επιτίθενται στον Μίτσεφ, μέρα μεσημέρι, στον κεντρικό
δρόμο της πόλης. Τον πυροβολούν τρεις φορές και τον αφήνουν νεκρό. Ας σημειωθεί
ότι λίγες ημέρες πριν από τον φόνο, η χωροφυλακή είχε πάρει το περίστροφο που
είχε το θύμα, για την προστασία του. Οι δολοφόνοι, αν και τα ονόματά τους
γίνονται γνωστά στις αρχές, δεν συλλαμβάνονται.[727]
Την ίδια ημέρα, κάποια άλλα μέλη του
ελληνικού «εκτελεστικού» στα Μπίτολα,
πυροβολούν αρκετές φορές και τραυματίζουν τον μακεδόνα προύχοντα Γκεόργκι. Η
επίθεση γίνεται σε κεντρικό δρόμο της πόλης. Οι θύτες, μετά
την απόπειρα δολοφονίας, πάνε και κρύβονται στο σπίτι του έλληνα γιατρού
Βαφειάδη, χωρίς να ενοχληθούν ωστόσο από τη χωροφυλακή.[728]
Επίσης, το Σάββατο 4 Μαρτίου, ένα
ελληνικό σώμα δολοφονεί, κοντά στο χωριό Σχοινά [Схина][729]
της Θεσσαλονίκης, το Μακεδόνα Αντώνη Πέτκοφ, από τη Μπλάτσα της Καστοριάς.[730]
Την Κυριακή 5 Μαρτίου 1906, κοντά στο
χωριό Συκιά [Сиќа][731]
της Κασσάνδρας, μέλη της ελληνικής οργάνωσης[732]
δολοφονούν τους ρουμανιστές βοσκούς Douma και Tonce, από το βλάχικο χωριό
Λιούμνιτσα της Γευγελής.[733]
Εκείνη τη μέρα, μια ελληνική ομάδα καίει
το σπίτι του εξαρχικού ιερέα Παπαδημητρίου, στο χωριό Έμπορε των Καϊλαρίων.[734]
Ο ιερέας σώζεται από τη φωτιά, έχοντας εγκαύματα, ο γιος του όμως, ο δάσκαλος
Σταύρος Πόποφ, που βρίσκεται στο σπίτι του πατέρα του, καίγεται ζωντανός.[735]
Στον καζά Καστοριάς, δολοφονείται στις 5
Μαρτίου, ένας χωρικός από το μακεδονικό χωριό Άποσκεπ.[736]
Έξω από την πόλη Κρούσεβο του
Μοναστηρίου, βρίσκονται τα πτώματα δυο εξαρχικών παπάδων. Οι δολοφόνοι τους,
που υπονοείται πως είναι Έλληνες, έχουν χρησιμοποιείσει τσεκούρια για να τους
σκοτώσουν[737]
Στις 7 Μαρτίου 1906, οι μακεδόνες
βαμβακέμποροι Άτανας Γκάρντεφ και Στόγιαν Ανγκέλοφ Τσόλεφ, από το χωριό
Λιμπιάχοβο του Νευροκοπίου, δολοφονούνται από μέλη της ελληνικής οργάνωσης,
κοντά στο χωριό Κιουπ Κιόι της Ζίχνας, όπου έχουν πάει για να αγοράσουν
βαμβάκι.[738]
Την ίδια μέρα, δολοφονούνται από την
ελληνική οργάνωση, δυο ρουμανιστές Βλάχοι, στον καζά Βέροιας. Ο Toli Ghitzi Carafoli,
στο χωριό Λουτρός [Лутрос][739] και ο Dem. Hagio, κοντά στο χωριό Γκρίτζαλι ή Γκρίσελ [Гриџали или Грисел / Αγκαθιά].[740]
Επίσης δολοφονείται ο Const. Bucina, στο χωριό Τούρια ή Κρανιά [Турје или Крања][741]
των Γρεβενών.[742]
Στις 11 Μαρτίου 1906, πέντε χωρικοί από
το χωριό Όσιν [Ошин / Αρχάγγελος][743]
της Γευγελής, δέχονται επίθεση από ένοπλη ομάδα, που έχει στήσει ενέδρα. Δύο
από αυτούς τραυματίζονται και ένας σκοτώνεται.[744]
Στις 13 Μαρτίου, ένα ογδονταμελές
ελληνικό σώμα, εισβάλει στο μακεδονικό χωριό Τσένγκελ του Μοναστηρίου.
Παραμένει στο χωριό για δεκατρείς ώρες βασανίζοντας τους χωρικούς, προκειμένου
να αλλάξουν φρονήματα. Στη συνέχεια φεύγει, παίρνοντας μαζί του έντεκα ομήρους.
Ανάμεσα σε αυτούς είναι και ο εξηνταπεντάχρονος παπάς του χωριού, άρρωστος και
τυφλός από το ένα μάτι. Ο έλληνας καπετάνιος λέει, πως αν το χωριό δεν δηλώσει
τις επόμενες μέρες πως είναι ελληνικό, θα σφάξει τους ομήρους και μετά θα
επιστρέψει να σφάξει όλους τους κατοίκους του.[745]
Την Τρίτη 14 Μαρτίου 1906, δυο μέλη του
ελληνικού εκτελεστικού, δολοφονούν ένα δεκαοκτάχρονο αγόρι, κοντά στο χωριό
του, στο Χαρμάν Κιόι [Харман Ќој / Ελευθέριο - Κορδελιό][746]
της Θεσσαλονίκης. Το θύμα τους, ο νεαρός Αποστόλ Γκεοργκίεφ, σφάζεται με
δεκατέσσερις μαχαιριές.[747]
Στις 16 Μαρτίου, δολοφονείται λόγω των
φρονημάτων του, από μια ελληνική ομάδα, δυο ώρες έξω από τη Γκούμεντζα, ένας
χωρικός από το μικρό χωριό Ίζβορ [Извор / Πηγή][748]
της Γευγελής. Την ίδια μέρα, στο μακεδονικό χωριό Τσέρνα Ρέκα της Γευγελής, μια
ελληνική ομάδα καίει έναν μύλο.[749]
Στις 17 Μαρτίου, μέλη του ελληνικού «εκτελεστικού» πυροβολούν και
τραυματίζουν βαριά, σε κεντρικό δρόμο στα Μπίτολα και λίγα μέτρα από το σπίτι
του Βαλή, το σαραντάχρονο Μακεδόνα Μίρτσε Κοκάροφ (γνωστού και ως Μπέλα Σέλτα),
ενός εμπόρου από το Πρίλεπ [Прилеп].[750]
Το θύμα πεθαίνει την επομένη.[751]
Το «εκτελεστικό» του Μοναστηρίου θα
δολοφονήσει λίγες μέρες μετά και έναν μακεδόνα μπακάλη, μπροστά στο ξενοδοχείο
«Κωνσταντινούπολις».[752]
Ένα ισχυρό ελληνικό σώμα μπαίνει, στις
17 Μαρτίου, στο μακεδονικό χωριό Βρανιέβτσι [Вранјевци][753]
του Μοναστηρίου και παίρνει αιχμαλώτους δυο άτομα, το Χρίστο Πέτροφ και τον
Πέτρε Τόντορεφ. Οι δυο χωρικοί αφήνονται αργότερα ελεύθεροι, αφού πρώτα
ορκίζονται πως θα επιστρέψουν στο χωριό τους για να πείσουν τους συγχωριανούς
τους να δηλώσουν επισήμως πίστη προς τον Ελληνισμό και το Πατριαρχείο. Σε
αντίθετη περίπτωση, το σώμα θα επιστρέψει στο χωριό για να κάψει τα σπίτια και
να σφάξει τους κατοίκους του.[754]
Το ίδιο σώμα πηγαίνει στη συνέχεια στο
χωριό Όρλε [Орле].[755]
Οι εισβολείς λεηλατούν τα σπίτια. Τα λάφυρα τα φορτώνουν σε άλογα που βρίσκουν
στους στάβλους. Από τις γυναίκες αρπάζουν τα κοσμήματα που φορούν. Κάποιες από
αυτές βιάζονται. Φεύγοντας οι εισβολείς, παίρνουν μαζί τους αιχμαλώτους, тоυς αγρότες Στόγιαν Κόιντεφ και Νάιντο
Τρίπτσεφ και τον βοσκό Ίτζο. Τα πτώματα των δύο πρώτων, βρίσκονται αργότερα,
ένα τέταρτο έξω από το χωριό. Η τύχη του βοσκού δεν γίνεται γνωστή.[756]
Ο μακεδόνας ράφτης Άτανας Ανγκέλοφ
Τόντοφ, κάτοικος του χωριού Στάρτσιστα [Старчишта /
Περιθώριον][757] του Νευροκοπίου, φεύγει στις 6 Μαρτίου από το σπίτι του,
για να πάει για δουλειά, στο χωριό Κάλαποτ [Калапот / Πανόραμα][758]
της Ζίχνας. Από εκείνη τη μέρα, ο μακεδόνας ράφτης εξαφανίζεται. Το πτώμα του
το βρίσκουν κάποιοι χωρικοί, γεμάτο μαχαιριές, στις 18 Μαρτίου 1906.[759]
Το Σάββατο 18 Μαρτίου 1906, μια ελληνική
ομάδα μπαίνει στο χωριό Λοπάτιτσα [Лопатица][760]
των Μπιτολίων και ασκεί βία κατά των κατοίκων του.[761]
Στις 21 Μαρτίου, η εφημερίδα Ακρόπολις» δημοσιεύει την εξής είδηση: «Μοναστήρι 18 Μαρτίου 1906. Πληροφορούμαστε
αυτή τη στιγμή ότι το ελληνομακεδονικό σώμα του Σκαλίδη, εισήλθε σε οκτώ
σχισματικά χωριά του Δυτικού Μορίχοβου, στα οποία έσπειρε τον πανικό και τα
ανάγκασε να δηλώσουν άμεσα, ότι επανέρχονται στους κόλπους της Μητρός Ορθοδόξου
Εκκλησίας. Το προαναφερόμενο σώμα απήγαγε, από τα οκτώ χωριά, σαράντα περίπου
χωρικούς ως ομήρους,[762]
προκειμένου να εκτελεστεί η υπόσχεση περί απαρνήσεως του σχίσματος. Πράγματι
δε, σήμερα και τα οκτώ χωριά, δήλωσαν ότι επανέρχονται στην ορθοδοξία. Τα χωριά
αυτά είναι τα: Πόλογκ, Τσέγκελ, Τέποβτσι, Μπαλντόεβτσι, Παράλοβο, Γκαρντίλοβο,
Νέγκοτιν, τα οποία σημειωτέον απέχουν δύο ώρες περίπου από το Μοναστήρι».[763]
Στις 21 Μαρτίου, το σώμα του Μανώλη
Κατσίγαρη, επιτίθεται σε μια ομάδα μακεδόνων χωρικών που πηγαίνει στο παζάρι
της Βέροιας.[764]
Η επίθεση πραγματοποιείται στη θέση Κρεβατά.[765]
Οι Γκεόργκι Πάρις, Τράπτσε Πόπε Ίβανοφ και Γκεόργκι Τράπτσεφ από το χωριό
Ντόλνο Κουφάλοβο [Долно Куфалово / Κάτω Κουφάλια][766]
της Θεσσαλονίκης και ο Γκεόρκι Λούτακ από το χωριό Γκολίσανι των Βοδενών,
σκοτώνονται. Ο Γκέλε Γκέχεσοφ τραυματίζεται σοβαρά και πεθαίνει αργότερα.[767]
Την Τετάρτη 22 Μαρτίου 1906, ένα
ελληνικό σώμα εισβάλει στο μακεδονικό χωριό Ίβεν του καζά Πρίλεπ, και εκφοβίζει
τους κατοίκους του.[768]
Στις 23 Μαρτίου,[769]
μια ελληνική ομάδα σκοτώνει κοντά στο χωριό Άποσκεπ της Καστοριάς, ως
κομιτατζή, το Μακεδόνα Χρήστο Ασβεστά, από το γειτονικό χωριό Ντέμπενι [Д’мбени /
Δενδροχώρι].[770]
Την ίδια μέρα, δολοφονείται ως
ρουμανιστής, ένας Βλάχος, που έχει το χάνι κοντά στο χωριό Πρόδρομος [Продром][771]
της Βέροιας.[772]
Την Παρασκευή 24 Μαρτίου 1906, μια
ελληνική ομάδα καίει το σπίτι και τους στάβλους, του ρουμανιστή Papa Rizu, στην
Αβδέλλα των Γρεβενών.[773]
Την Κυριακή 26 Μαρτίου ένα ελληνικό
σώμα, αιχμαλωτίζει τον Ιβάν Βασίλιεφ και τον Τάσο Κιόροφ, δυο μακεδόνες
δραγάτηδες (αγροφύλακες) του χωριού Μέσιμερ των Βοδενών. Οι αιχμάλωτοι
μεταφέρονται σε ένα απόμακρο μέρος, όπου και αποκεφαλίζονται.[774]
Πάνω στα ακέφαλα πτώματα τους, υπάρχει μια επιστολή, με την υπογραφή «Ακρίτας».[775]
Αιτία θανάτου: θεωρήθηκαν πως ήταν «κομιτατζήδες».[776]
Στις 26 Μαρτίου[777]
σκοτώνονται από ελληνικό σώμα, στη λίμνη των Γιανιτσών, τρεις μακεδόνες
μυλωνάδες.[778]
Οι άνδρες του σώματος, κόβουν τα κεφάλια των θυμάτων τους και τα κρεμάνε σε
τηλεγραφικούς στύλους.[779]
Στο στόμα τους βρίσκονται σημειώματα με τις σφραγίδες των εκτελεστών.
Την Τρίτη 28 Μαρτίου, ο Νίκολας
Μέτσκαροφ και ο Κονσταντίνε Νίκολοφ, από το μακεδονικό χωριό Λάκος των Σερρών,
σκοτώνονται, από ένα ελληνικό σώμα, ενώ επιστρέφουν στα σπίτια τους από την
πόλη Στρούμιτσα, όπου είχαν πάει για δουλειές. Οι άνδρες του σώματος πετάνε
τους δυο νεκρούς στα νερά του ποταμού Στρυμόνα [Струма].[780]
Στις 30 Μαρτίου 1906, μέλη της ελληνικής
οργάνωσης στη Γκούμεντζα των Γιανιτσών, δολοφονούν τον Ντίμιτρι Καραγκεόργιεφ,
ένα δωδεκάχρονο αγόρι. Το πτώμα του παιδιού βρέθηκε γεμάτο μαχαιριές.[781]
Τα ίδια άτομα, την ίδια μέρα, καίνε το
μύλο του μακεδόνα Ντίνο Χατζή Γκεοργκίεφ. Ο μυλωνάς, λίγες μέρες πριν είχε
λάβει απειλητικές επιστολές από τους θύτες του.[782]
Το βράδυ της 30ης Μαρτίου,[783]
η ομάδα του Θύμιου Καούδη πάει στο μακεδονικό χωριό Ζέλεβο τη Καστοριάς και
βάζει φωτιά[784]
στο μαντρί του Τράικο, ενός οπαδού του Κομιτάτου. Ο Καούδης γράφει πως «το σκυλί» ο Τράικο γλύτωσε, αλλά το «ντάμι» κάηκε εντελώς.[785]
Ο Μακρής λέει πως οι Έλληνες «προσπάθησαν
να κάψουν τα παιδιά του μαντριού», δηλαδή την οικογένεια του βοσκού, «μα τα παιδιά σώθηκαν».[786]
Την Παρασκευή 31 Μαρτίου 1906, ένα
ελληνικό σώμα μπαίνει στο χωριό Μπέσιστε του Πρίλεπ και σκοτώνει ένα άτομο, ως
συνεργάτη του Κομιτάτου. Φεύγοντας παίρνει μαζί του ομήρους, τον παπά και ένα
προύχοντα.[787]
Λίγες μέρες αργότερα το χωριό δηλώνει πίστη στον ελληνισμό και επιστροφή στην
ορθοδοξία.[788]
Ο Μακεδόνας Νίκολας Σόκουτσεφ,
καταγόμενος από το χωριό Κιούπρι [Ќупри / Γεφυρούδι][789]
του Ντεμίρ Χισάρ, διατηρεί τα τελευταία χρόνια, μαζί με τον αδελφό του, ένα
καφενείο, στο Ραντολίεβο [Радолиево /
Ροδολίβος][790]
της Ζίχνας. Μια μέρα του Μαρτίου του 1906, ο διευθυντής του ελληνικού σχολείου
του χωριού, μαζί με δυο ακόμα άτομα της ελληνικής οργάνωσης, τον μαχαιρώνουν
και τον αφήνουν νεκρό, μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του.[791]
Στα τέλη Μαρτίου, το «Εμπρός» αναφέρει την εκτέλεση οκτώ
εξαρχικών. Τεσσάρων από το μακεδονικό χωριό Γκορνίτσεβο, που σκοτώνονται κοντά
στο χωριό Πέτορακ ή Πετόριτσα [Петорак или Петорица /
Τριπόταμος][792]
της Φλώρινας και άλλων τεσσάρων που πήγαιναν από το χωριό Ντομπρόμιρι [Добромири][793]
στην πόλη Μπίτολα.[794]
Την Κυριακή 2 Απριλίου 1906, κοντά στο
βλάχικο χωριό Τούρια ή Κρανιά των Γρεβενών, μια ελληνική ομάδα σκοτώνει το
ρουμανιστή βοσκό Ziss Bozica και
τραυματίζει τον γέρο πατέρα του. Η ομάδα αρπάζει και εξήντα πρόβατα.[795]
Την ίδια μέρα, η ελληνική οργάνωση δολοφονεί
τον Βλάχο Georges Monstaka, κοντά στην πόλη των Βοδενών.[796]
Στις 3 Απριλίου, μέλος της ελληνικής
οργάνωσης δολοφονεί έναν Μακεδόνα στο Κρούσεβο, κάτω από τη βρύση του Μουράτ.[797]
Στις 3 Απριλίου 1906,[798]
ένα ελληνικό σώμα[799]
μπαίνει στο χωριό Μπόμπιστα [Бобишта / Βέργα][800]
της Καστοριάς. Οι άνδρες του σώματος συλλαμβάνουν τους Βασ. Σιδέρη, Π.
Μαντζούφα και Ι. Κίτσο[801]
και τους οδηγούν στο βουνό, όπου και τους σκοτώνουν.[802]
Φαίνεται πως οι Έλληνες έκαψαν εκείνη τη μέρα τέσσερα σπίτια στο χωριό και
τραυμάτισαν θανάσιμα δύο ακόμα χωρικούς.[803]
Μια παρέα ανδρών, γυναικών και παιδιών, από τρία μακεδονικά χωριά, τα Τύρσια, το Τούριε [Турје / Κορυφή][804] και το Κονομλάντι [Кономлади / Μακροχώρι][805]