Η ερήμωση της Αττικής και ο Φαλμεράγιερ (ο εθνικός πονοκέφαλος που φέρνει ένα χειρόγραφο) του Δημήτρη Λιθοξόου
4.5.2018 |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Όταν ο Jakob Fallmerayer βρίσκεται για πρώτη φορά στην Αθήνα, τους δυο τελευταίους μήνες του
1833, η Αθήνα είναι ένα μισοκατεστραμμένο από τον πόλεμο χωριό, τριακοσίων
σπιτιών [1] (ρωμιών και αρβανιτών χριστιανών). Ο Όθωνας θα την επιλέξει για
πρωτεύουσα της χώρας, έναν χρόνο αργότερα. Ο γερμανός λόγιος, είναι
συμπατριώτης με το βασιλιά και τους βαυαρούς αξιωματούχους. Έχει εκπαιδευτική
άδεια και συνοδεύει τον ρώσο στρατηγό κόμη Alexander Ostermann Tolstoi, σε
ένα ταξίδι του στην Ανατολή. Έχει εκδώσει δύο βιβλία ιστορίας. Ένα για την
αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και ένα για τον μεσαιωνικό Μοριά. Η ολιγάριθμη
αθηναϊκή διανόηση μαθαίνει ότι ο νεοφερμένος είναι ιστοριογράφος, μα αγνοεί
το περιεχόμενο των βιβλίων του και κυρίως εκείνο του δεύτερου έργου του, την
εξιστόρηση δηλαδή του αφανισμού των Ελλήνων την περίοδο της αβαροσλαβικής
κατοχής της χώρας. Τις μέρες εκείνες του έχει προταθεί ακόμα μια θέση
καθηγητή ιστορίας, στο υπό δημιουργία πανεπιστήμιο της Αθήνας. Έτσι λοιπόν ο
κύριος Φαλμεράγιερ, είναι ένας καθηγητής με κύρος και η παρέα του επιθυμητή
για κάθε Αθηναίο που ασχολείται με τα γράμματα. Ο Κυριάκος Πιττάκης, παιδί παλιάς αθηναϊκής οικογένειας, με σπουδές στην
Ιόνια Ακαδημία και γραμματέας της νεοσύστατης «Αρχαιολογικής Εταιρείας»
της Αθήνας, συναναστρέφεται με τον σημαντικό ξένο. Κάποια στιγμή του
εκμυστηρεύεται πως έχει στην κατοχή του κάποια παλιά χειρόγραφα, που ανήκαν
κάποτε στη μονή των Αγίων Αναργύρων, ένα παλιό αθηναϊκό μοναστήρι, με
στοιχεία για την ιστορία της Αθήνας και της γύρω περιοχής. Ο Φαλμεράγιερ
ενδιαφέρεται να τα δει και την 1η Δεκεμβρίου ο Πιττάκης του
τα παρουσιάζει [2]. Δεν ξέρουμε πόσα και ποια χειρόγραφα έδειξε ο Πιττάκης στον Φαλμεράγιερ.
Αναμφίβολα όμως μια σελίδα από αυτά, συγκλονίζει τον γερμανό ιστορικό. Το
περιεχόμενό της αξίζει όσο ένας θησαυρός. Ζητάει την άδεια από τον «πολυμαθή
Αθηναίο» [3] να αντιγράψει όσα έχει διαβάσει και αφού
την παίρνει, μεταφέρει στα χαρτιά του, τα λόγια του άγνωστου συγγραφέα
(πιθανόν ενός μορφωμένου μοναχού), όπως αποτυπώνονται στο χειρόγραφο φύλλο Β,
σελ. 9-11: «Κατ’ αυτήν την ιδίαν εκατονταετηρίδα η ελλάς εκατήντησεν ο τόπος των
καταδρομών, η Αττική εκατήντησεν έρημος διά τετρακοσίους σχεδόν
χρόνους, οι Αθηναίοι μετέφερον τας φαμιλίας των εις την Σαλαμίνα. εκεί
ωκοδόμησαν τους οίκους των οι περισσότεροι και εκκλησίας εις το χωρίον
Αμβηλάκια καλούμενον, τας οποίας άχρι τούδε καλούν οι εγχώριοι των Αθηναίων.
Από τους κατοίκους της Αττικής ολίγοι είχον μείνει εις την Ακρόπολιν και
άλλοι τινές εις μερικούς πύργους της πόλεως, καθέ στιγμήν ήρχοντο κλέφται,
τους οποίους οι κάτοικοι εκάλουν Φούστας, εκτυπούντο με τους ολίγους
εγκατοίκους, άρπαζον όσα και αν εδύναντο, και έφυγον εις τα όρη. Αι οικίαι αι
περισσότεραι έπεσον, οι δρόμοι εγέμισαν από δένδρα, και η πόλις κατήντησεν
όλη ένα δάσος ελεεινόν, οι λησταί έβαζον φωτιάν εις τα δένδρα, και αυτά
καιόμενα κατέκαιον και τας αρχαιότητας, τότε έλαβεν την μαύρην μορφήν το γυμνάσιον
του Πτολεμαίου, του οποίου μέρος και εκρήμνισαν, τότε εμαύρισε από τους
καπνούς ο Ναός του πανελληνίου Διός και τόσα άλλα εκρημνήσθησαν. Οι Αθηναίοι
μην υποφέροντες την υστέρησιν της πατρίδος των απεφάσισαν και έστειλαν εις
Κωνσταντινούπολιν ζητούντες ασφάλειαν να επανακάμψουν εις την πατρίδα τους
και να κατοικούν ασφαλώς, και επιτυχόντες τούτο επανήλθον και συναχθέντες
άρχισαν να καθαρίζουν την πόλιν, και να οικοδομούν τους οίκους των. Τότε
πρώτος και ο ιερεύς Δημήτριος Κολοκύνης Αθηναίος πορευθείς εις την
Κωνσταντινούπολιν προς τον πατριάρχην Ιωαννίκιον έλαβεν πατριαρχικήν άδειαν
να κατεσκευάση εις τας Αθήνας Μοναστήριον των αγίων Αναργύρων. το
οποίον επροίκισε με πολλά κτήματα ως εκ του πατριαρχικού γράμματος φανερούται»
[4]. «Το μοναστήριον τούτο κατασκεύασεν κοινόβιον, εις ο διέτριψαν άνδρες
σοφοί, ότε φιλόσοφος Σαμουήλ, και ο τα του Πλάτωνος υπομνηματίσας Μεθόδιος. τούτων
εις λέγω ο ημέτερος προηγούμενος Νικηφόρος ...» [5]. Ο Fallmerayer επιστρέφει στη Γερμανία και δομεί την ακαδημαϊκή πραγματεία του «περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων», πάνω στη βάση αυτού του αποσπάσματος. Την παρουσιάζει σε ανοικτή συνεδρίαση της Βαυαρικής Ακαδημίας Επιστημών και την τυπώνει το 1835. Τον ίδιο χρόνο θα γίνει τακτικό μέλος της Ακαδημίας. Ωστόσο, προσπαθώντας να ερμηνεύσει κάποια σημεία του χωρίου για την
ερήμωση της Αττικής, προβαίνει στα εξής ολισθήματα: Αλλάζει αυθαίρετα το «αυτήν
την ίδια εκατονταετηρίδα» της αρχής, με το «Jm Jahrhundert des Justinianus» (στον αιώνα του Ιουστινιανού)
[6]. Τους κλέφτες που οι κάτοικοι τους ονόμαζαν «Φούστας», υποθέτει
που έρχονται από κάποια «Vroustae, μια σλαβική επαρχία του Μοριά» [7]. Μη βρίσκοντας πατριάρχη
με το όνομα του Ιωαννίκιου τον δέκατο αιώνα, εντοπίζοντας ένα κενό τεσσάρων
ετών στη διαδοχή (στην πραγματικότητα το διάστημα 931-933, μεταξύ Τρύφωνος
και Θεοφύλακτου), πιθανολογεί την τότε άνοδό του στον πατριαρχικό θρόνο ή ακόμα
και τη λανθασμένη ονομασία του Πατριάρχη [8]. Τέλος το μοναστήρι των Αγίων
Αναργύρων το θέλει να ιδρύεται τον δέκατο αιώνα [9], χωρίς να υπάρχει τέτοια
πληροφορία στο χειρόγραφο ή σε άλλη πηγή. Ο Φαλμεράγιερ, χρησιμοποίησε επίσης στην πραγματεία του και προσπάθησε να
συνδυάσει στοιχεία από άλλα χειρόγραφα, που του έδειξε ο Πιττάκης, χειρόγραφα
όμως που ήταν διαφορετικής προέλευσης από το φύλλο για την ερήμωση της
Αττικής. Αυτή την ερήμωση της Αττικής για σχεδόν τέσσερις αιώνες, με εξαίρεση το
κάστρο της Αθήνας (Ακρόπολη), την τοποθετεί αυθαίρετα μεταξύ 6ου κα
10ου αιώνα, χωρίς αυτό να θεμελιώνεται στο υλικό που
διαθέτει. Έχοντας εκδώσει το δεύτερο τόμο της «ιστορίας της χερσονήσου του Μοριά»
(1836) θα ξαναβρεθεί στην Αθήνα, πάλι για ένα δίμηνο, την άνοιξη του 1842,
κατά τη διάρκεια μια δεύτερης περιοδείας του στην Ανατολή, σαν ανταποκριτής
της εφημερίδας Augsburger Allgemeine Zeitung. Η πρωτεύουσα έχει
γίνει τώρα μια μικρή πόλη με περισσότερα από 4.500 σπίτια [10] και ένα
πληθυσμό, φερμένο από διάφορα μέρη, που ξεπερνά τις είκοσι χιλιάδες [11]. Τα χρόνια που πέρασαν ήταν περίοδος δημιουργίας της νέας κρατικής
ιδεολογίας, της εθνικής συγκρότησης, της θεμελίωσης του ελληνικού εθνικού
μύθου, πάνω στο εισαγμένο ευρωπαϊκό ρομαντικό μοντέλο που ήθελε τους Ρωμιούς
να κατάγονται από τους αρχαίους Έλληνες [12]. Ο έλληνας εθνικιστής, όπως κάθε
νεοφώτιστος είναι φανατικός. Και η Αθήνα είναι τώρα γεμάτη από φανατικούς,
αγράμματους ή ημιμαθείς, που μαθαίνουν από τα εθνικά κέντρα, ότι αυτός ο «ανθέλληνας»
Φαλμεράγιερ τολμάει να αμφισβητεί την καταγωγή τους από τους σοφούς της
αρχαιότητας. Ο Διονύσιος Σουρμελής είναι συμβολαιογράφος στην Αθήνα και συγγραφέας
τριών βιβλίων για την ιστορία της πόλης. Στο τρίτο έργο του, τη «συνοπτική
κατάσταση», που τυπώνεται τον Φεβρουάριο του 1842, είναι ο πρώτος που
ανακαλύπτει τον ξένο εχθρό, τον «κύριον Φαλλμεράυερ» (που αμφισβητεί
απροκάλυπτα το βαυαρικής επιλογής ελληνικό εθνικό αφήγημα της ιστορικής
συνέχειας) και του ασκεί δευτερεύουσας σημασίας κριτική, σε τρεις
υποσημειώσεις [13]. Επανέρχεται όμως την ίδια χρονιά - και ενώ ο Φαλμεράγιερ
βρίσκεται στην Αθήνα - με μια δεύτερη συμπληρωμένη επανέκδοση του
προαναφερόμενου βιβλίου, γράφοντας περί «πλαστών χειρογράφων πωληθέντων
εις αυτόν (τον κύριον Φαλλμεράυερ), καθ' όν τρόπον πωλούνται τα κίβδηλα και
επίπλαστα διαμαντικά εις τους απειροκάλους και ευήθεις των ανθρώπων»
[14]. Κοντολογίς ο Σουρμελής χαρακτηρίζει τον Πιττάκη απατεώνα, τον
Φαλμεράγιερ κορόιδο και τα χειρόγραφα πλαστά. Τι άραγε έχει συμβεί. Προφανώς ο Πιττάκης που φιλοδοξεί να αναγνωριστεί
σαν κορυφαίος αρχαιολόγος του Έθνους, έχει δεχτεί επίθεση από τη διανόηση της
εθνικής κοινότητας, για την κουταμάρα που έκανε το 1833, δείχνοντας στον «ανθέλληνα»
τα χειρόγραφα. Και πάνω από όλα εκείνο το φύλλο που περιγράφει την ερήμωση της
Αττικής. Ο Πιττάκης προσπαθώντας να τα μαζέψει και να αποκατασταθεί εθνικά,
προβαίνει στη μεγάλη απάτη. Διαδίδει πως το φύλλο που έδειξε στο γερμανό,
έγραφε πως η Αττική έμεινε έρημος «δια τρεις σχεδόν χρόνους» και όχι «τετρακοσίους»
που έγραψε εκείνος. O Φαλμεράγιερ γίνεται έξαλλος όταν μαθαίνει τον πόλεμο λάσπης που
έχει εξαπολυθεί εναντίον του και ζητά από τον Πιττάκη να φανερώσει το
χειρόγραφο για να φανεί η αλήθεια. Ο τελευταίος όμως αρνείται [15]. Ο
Γερμανός Ludwig Ross, έφορος αρχαιοτήτων στην Αθήνα και
πρώτος καθηγητής αρχαιολογίας στο Πανεπιστημίου Αθηνών, θα υποστηρίξει
(αργότερα και παρότι βρισκόταν σε διαμάχη με τον Φαλμεράγιερ) πως είχε δει
και εκείνος το χειρόγραφο φύλλο και έγραφε «τετρακοσίους» [16]. Θα περάσουν άλλα έντεκα χρόνια, για να πει δημόσια ο Πιττάκης την δική
του εκδοχή για τα χειρόγραφα. Στο έντυπο «Εφημερίς Αρχαιολογική» που
εκδίδει ο ίδιος και έχει αρχίσει να δημοσιεύει κάποια κείμενα εθνικής
χρησιμότητας με τίτλο «ύλη ίνα χρησιμεύση προν απόδειξιν ότι οι νυν
Έλληνές εισιν απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων», γράφει τον Ιούλιο του 1853
[17] τα εξής: Το 1822 έψαχνε στο υπόγειο ενός πύργου, που βρισκόταν δίπλα στο εκκλησάκι
της μητρόπολης Αθηνών και όπου ο αρχιερέας Γρηγόριος είχε μεταφέρει τη
βιβλιοθήκη της μονής Καισαριανής. Εκεί βρήκε διάφορα παλιά έντυπα και
χειρόγραφα. Από τα χειρόγραφα διάλεξε μερικά που είχαν ιστορικό ενδιαφέρον.
Ανάμεσά τους ήταν και τέσσερα φύλλα βενετσιάνικου χαρτιού (που είχαν πάνω
τους την εικόνα του Αγίου Μάρκου) με «περικοπές» από την ιστορία της Αθήνας.
Και δυο πατριαρχικά έγγραφα το ένα γραμμένο σε μεμβράνη και το άλλο σε «αρχαίο»
χαρτί. Αργότερα αγόρασε ένα χειρόγραφο μεταγενέστερης γραφής (από τα
προηγούμενα) για την «Ιστορία των Αθηνών» [18]. Τα τέσσερα φύλλα με τις περικοπές, τα δύο πατριαρχικά γράμματα και το
νεότερο χειρόγραφο με την ιστορία της Αθήνας, είναι αυτά που έδειξε στο
Φαλμεράγιερ και του έδωσε «τρεις μόνον ώρας» για να αντιγράψει ό,τι
τον ενδιέφερε. Στη συνέχεια ο Πιττάκης δημοσιεύει ένα απόσπασμα από τη νεότερη ιστορία
της Αθήνας (αυτή που αγόρασε), το περιεχόμενο των τεσσάρων βενετσιάνικων
φύλλων και το ένα πατριαρχικό γράμμα που σχετίζεται με το περιεχόμενο του
δεύτερου φύλλου (και καθώς φαίνεται ο Φαλμεράγιερ δεν το είδε ποτέ). Το δεύτερο φύλλο είναι το σημαντικό χειρόγραφο που αναφέρεται στην
ερήμωση της Αθήνας για τετρακόσια χρόνια. Συγκρίνοντας αυτά που δημοσίευσε ο
Πιττάκης, σε σχέση με αυτά που δημοσίευσε ο Φαλμεράγιερ, παρατηρούμε πως ο
Πιττάκης προσθέτει ένα τελευταίο κομμάτι με πληροφορίες για τη ζωή των
μοναχών και μια ημερομηνία δυσανάγνωστη (χιλιοστώ ... σιοστώ), που
υποθέτει πως μπορεί να είναι το έτος 1626. Το σημαντικό όμως είναι πως αλλάζει το «η ελλάς εκατήντησεν ο τόπος
των καταδρομών, η Αττική εκατήντησεν έρημος διά τετρακοσίους σχεδόν
χρόνους» του Φαλμεράγιερ με το «η Ελλάς κατήντησε τόπος
των καταδρομών. η Αττική δ’ έρημος διά τρεις σχεδόν
χρόνους». Και σχολιάζει σε υποσημείωση, λες και απευθύνεται σε ηλίθιους:
«Ο Κύριος Φαλλμεράυερ αντέγραψε κατά λάθος το “τρεις σχεδόν χρόνους εις
τετρακοσίους σχεδόν χρόνους”, ίσως τούτο να είναι και τυπογραφικόν αμάρτημα». Μα ο Φαλμεράγιερ ήταν σημαντικός γερμανός λόγιος, δεν ήταν πεταλωτής για
να κάνει έξι λάθη αντιγραφής σε δεκαπέντε λέξεις: «ελλάς» αντί «Ελλάς»,
«εκατήντησεν» αντί «κατήντησε», «ο τόπος» αντί «τόπος»,
«καταδρομών,» αντί «καταδρομών.», «εκατήντησεν έρημος»
αντί «δ’ έρημος» και βέβαια «τρεις» αντί «τετρακοσίους»,
μια λάθος «λεξούλα» που ακύρωνε όλο το βιβλίο του. Από τις δεκάδες διαφορές που εντόπισα σε όσα δημοσίευσαν οι δυο άντρες
είναι φανερό πως ο Πιττάκης έγραψε ξανά το κείμενο, αλλάζοντας τα σημεία
στίξης, αντικαθιστώντας μικρά γράμματα με κεφαλαία, γράφοντας τα «Αμβελάκια»
ως «Αμπελάκια», το «Κολοκύνης» ως «Κολοκύνθης», το «οι
δρόμοι εγέμισαν από δένδρα» σε απλώς «οι δρόμοι εγέμισαν», το «γυμνάσιον
του Πτολεμαίου», σε δυσανάγνωστο «Γυμνάσιον του ...», το «τότε
πρώτος» σε «τότε πρώτον» και άλλα παρόμοια. Ο Πιττάκης έδειξε λέει το χειρόγραφο που δημοσίευσε στην Αρχαιολογική
Εφημερίδα σε αρκετούς ξένους και έλληνες λόγιους. Για να δούνε προφανώς πως
έγραφε «τρεις» και όχι «τετρακοσίους» χρόνους και έτσι να βγει
ο Φαλμεράγιερ απατεώνας. Ο κορυφαίος γερμανός ιστοριοδίφης Karl Hopf, που είδε το χειρόγραφο που δημοσίευσε
στην εφημερίδα του ο Πιττάκης και ξέροντας τον γραφικό χαρακτήρα του, δήλωσε
αργότερα κατηγορηματικά πως αυτά ήταν τα γράμματα του αθηναίου αρχαιολόγου, η
γραφή ήταν «εκ της ιδίας χειρός του “ελλογίμου” αυτών κτήτορος» [19]. Για μένα είναι ξεκάθαρο πως ο Πιττάκης προβαίνει σε αυτή την εθνική
κίνηση, για να καλύψει την κουζουλάδα που έκανε στα νιάτα του, δείχνοντας
αυτό το 400 (τετρακοσίους) στον Φαλμεράγιερ και προκαλώντας ζημιά στο εθνικό
αφήγημα. Για όσους αμφιβάλουν, να επισημάνω πως η χάλκευση και η παραχάραξη
θα γίνει τρόπος ζωής για την ιθαγενή διανόηση, προκειμένου να «μοιάσει»
το έθνος στους αρχαίους. Κορυφαία παραδείγματα: η κρατική επιχείρηση για τον
εξελληνισμό των ονομάτων των οικισμών και των τοπωνυμίων της χώρας και το
εθνικό κίνημα για τον καθαρισμό της γλώσσας. Διαχρονικές προσπάθειες, στις
οποίες στρατεύθηκαν γενιές δασκάλων, φιλολόγων και πανεπιστημιακών. Η άποψη που επικράτησε [20] στον χώρο της ελληνικής εθνικής
ιστοριογραφίας, για το τι τελικά έγινε τότε, είναι η συμφέρουσα εθνικά θέση,
πως όπως δηλαδή και να έχει το πράγμα, το «τετρακοσίους χρόνους» είναι
το λάθος και το «τρεις» είναι το σωστό. Η Αθήνα μπορεί να έμεινε έρημη
τρεις χρόνους – και μάλιστα το διάστημα μετά την αναχώρηση του Μοροζίνι από
την Αθήνα το 1688 – αλλά μέχρι εκεί. Αλλιώς κινδυνεύει η ιστορική μας
συνέχεια. Και τώρα έρχομαι στο δεύτερο τμήμα αυτού του ζητήματος. Στην ουσία των
όσων περιγράφει το επίμαχο χωρίο. Έχοντας σίγουρα μπροστά του κάποιες παλιότερες πηγές, ο (μάλλον μοναχός)
συντάκτης του λέει πως από εκείνο τον άγνωστο σε μας αιώνα (καθώς έχει χαθεί
το προηγούμενο μέρος του χειρογράφου) η Αττική ερήμωσε για τετρακόσια σχεδόν
χρόνια. Οι περισσότεροι Αθηναίοι κατέφυγαν στη Σαλαμίνα, στην περιοχή «Αμβελάκια»
όπου έκτισαν σπίτια και εκκλησίες. Οι λίγοι που παρέμειναν στην Αθήνα ζούσαν
μέσα στο κάστρο (την Ακρόπολη). Κάποιοι κατοικούσαν σε μερικούς πύργους που
υπήρχαν έξω από την πόλη. Ο μεγάλος κίνδυνος ήταν οι επιδρομές που έκαναν οι
«φούστες», κλέφτες που άρπαζαν ότι έβρισκαν. Τα περισσότερα σπίτια της
Αθήνας έπεσαν και δέντρα φύτρωσαν στους δρόμους. Αυτό κράτησε μέχρι την εποχή
που πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Ιωαννίκιος. Τότε οι παλιοί
Αθηναίοι που ζούσαν στη Σαλαμίνα, ζήτησαν από τον πατριάρχη να φροντίσει να
αποκατασταθεί η κρατική εξουσία στην περιοχή της Αθήνας, ώστε να μπορέσουν να
επιτρέψουν στη γη των προγόνων τους. Έτσι λοιπόν και έγινε. Την περίοδο
εκείνη της ανοικοδόμησης της Αθήνας, κάποιος παπάς που λεγόταν Δημήτρης
Κολοκύν(θ)ης πήγε στον Ιωαννίκιο και πήρε την άδεια να φτιάξει το μοναστήρι
των Αγίων Αναργύρων. Δεν ξέρουμε την αρχική αιτία της ερήμωσης της Αττικής (μπορεί να είναι
και πόλεμος, πανούκλα, λιμός ή συνδυασμός όλων αυτών), βλέπουμε όμως πως αυτό
που την επιβάλει στη συνέχεια είναι οι επιδρομές που συνεχώς κάνουν οι
φούστες. Φούστες έλεγαν το μεσαίωνα τους κουρσάρους, τους πειρατές (κυρίως
τους μουσουλμάνους). Το όνομα τους σώζεται με την ίδια σημασία μέχρι σήμερα
σε κάποιες διαλέκτους (όπως στην Κύπρο και την Κάρπαθο) και στη λαϊκή
παράδοση [21]. Για αιώνες τα νησιά και τα παράλια της ηπειρωτικής χώρας ζούσαν
με το καθημερινό φόβο τους [22]. Σκλαβιά και πλιάτσικο έσπρωχνε τον κόσμο να
ζήσει μακριά από της ακτές. Και η Αττική ήταν γεμάτη ακτές. Οι φούστες είχαν πάρει το όνομα τους, από το σκάφος που χρησιμοποιούσαν
και λεγόταν «φούστα». Ήταν ένα πλοίο με κουπιά, γρήγορο και ευκίνητο.
Μια φούστα είχε από 14-22 πάγκους και ένα ή δύο βοηθητικά τριγωνικά πανιά, τα
λατίνια. Δεν είχε μεγάλο βύθισμα, γι’ αυτό μπορούσε να πάει στα ρηχά νερά και
να τραβηχτεί στην ξηρά. Κάθε φούστα είχε 80-120 άντρες [23]. Όσον αφορά τώρα το όνομα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Στον κατάλογο
των πατριαρχών υπάρχουν τρεις με το όνομα Ιωαννίκιος. Ο Ιωαννίκιος Α’ (1526),
ο Ιωαννίκιος Β’ (1646-1656) και ο Ιωαννίκιος Γ’ (1761-1763). Στο πατριαρχικό συγγίλιο που δημοσίευσε ο Πιττάκης στην αρχαιολογική
εφημερίδα και αγνοούσε ο Φαλμεράγιερ, στο βαθμό που δεν είναι πλαστό,
διαβάζουμε πως ο αθηναίος ιερέας «Δημήτριος Κολοκύνθης» πήγε στο
πατριαρχείο και έκανε διαθήκη με την οποία αφήνει στο γυναικείο μοναστήρι
Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού που υπάρχει στην Αθήνα, την εκκλησία που
ανήκε από παλιά στην οικογένεια του, τα σπίτια, τα κελιά, τους ελαιώνες, τα
αμπέλια, τα ιερά σκεύη και κειμήλια και γενικά όλη την πατρική κινητή και
ακίνητη κληρονομιά. Ο πατριάρχης «Ιωανίκιος» και η ιερά σύνοδος,
αποφασίζει πως αυτό το γυναικείο μοναστήρι, θα παραμείνει κοινόβιο και θα
τηρεί τους νόμους των κοινοβίων και κανένας δεν μπορεί να διεκδικήσει την
περιουσία, που του άφησε ο Κολοκύνθης. Η ημερομηνία στο τέλος του συγγιλίου είναι
17 Ιουλίου 1651 [24]. Άρα η υπογραφή είναι του Ιωαννικίου του Β’. Δημιουργείται όμως μια αντίφαση. Το χειρόγραφο φύλλο με την ερήμωση της
Αττικής, γράφει στο τέλος πως ο Δημήτριος Κολοκύν(θ)ης πήγε στον πατριάρχη
Ιωαννίκιο και πήρε την άδεια να φτιάξει μοναστήρι και
εκείνος έφτιαξε μοναστήρι ανδρικό κοινόβιο. Ενώ στο
πατριαρχικό συγγίλιο το μοναστήρι υπάρχει και είναι γυναικείο. Ποιοι είναι αυτοί οι Άγιοι Ανάργυροι της Αθήνας; Υπάρχουν δυο εκκλησίες.
Η μία και μεγαλύτερη βρίσκεται στου Ψυρρή. Το αρχικό κτίσμα θεωρείται πως
είναι του 11ου αιώνα. Η δεύτερη, η μικρότερη (γνωστή και σαν
αγιοταφίτικο μετόχι) έχει δίπλα της και κελιά μοναστηριού, βρίσκεται στο
ριζόκαστρο, κάτω από την ακρόπολη. Κι οι δυο, λόγω μάλλον των περιγραφών που
προαναφέραμε, έχουν χαρακτηριστεί Άγιοι Ανάργυροι «του
Κολοκύνθη». Αυτά είναι τα σημαντικότερα σχετικά με το χειρόγραφο φύλλο που περιέγραφε
την ερήμωση της Αττικής για τετρακόσια σχεδόν χρόνια. Ας σημειωθεί πως αυτό
το χειρόγραφο, που είχε ο Πιττάκης, τελικά «χάθηκε»! Υπάρχει ωστόσο κάτι, που κάνει την ιστορική έρευνα για την «ερήμωση»
ακόμα πιο ενδιαφέρουσα. Πηγαίνοντας δυόμισι αιώνες πίσω, από τότε που ο Ρωμιός Πιττάκης
αποκάλυπτε στον γερμανό Φαλμεράγιερ το φύλλο με την ερήμωση της Αττικής, ένας
άλλος Ρωμιός ο Θεοδόσιος Ζυγομαλάς από το Ανάπλι (Ναύπλιο), νοτάριος στο Πατριαρχείο
Κωνσταντινουπόλεως και κωδικογράφος, που διατηρούσε τακτική αλληλογραφία
φιλολογικού περιεχομένου με τον κορυφαίο γερμανό φιλόλογο Μαρτίνο Κρούσιο
(Martin Crusius), καθηγητή της αρχαίας ελληνικής και λατινικής φιλολογίας στο
Πανεπιστήμιο του Τübingen, στέλνει στις 29 Σεπτεμβρίου 1580 μια επιστολή που
λέει στον Κρούσιο, πως οι τότε ρωμιοί κάτοικοι της Αθήνας μιλούν μια βάρβαρη
διάλεκτο: τον «έλαιον» το λένε «λαφίδι» τον βάτραχο τον
λένε πάκακα, τα σύκα τα λένε σούκα,
το θ το προφέρουν τ, (τεός αντί θεός), το κα το
προφέρουν χα (χαραχάξα αντί καρακάξα ή κορώνη)
και αντί να πουν «όρα, ώ, ευτυχές» λένε «γιαπά καλότυχε». Και αφού λέει αυτά, γράφει μέσα σε μια παρένθεση, λες και υπενθυμίζει
κάτι γνωστό στο γερμανό φιλόλογο, τη φράση «έρημοι έμειναν Αθήναι
χρόνους περίπου 300, ούτοι δε εκ διαφόρων εισί πόλεων συνηγμένοι.
Κρείττον σε ακούειν Αθηναίου, ή νυν οράν» [25]. Ο Κρούσιος δημοσιεύει την επιστολή του Ζυγομαλά στο βιβλίο του
Turcograecia, αφήνοντας ασχολίαστο το γεγονός πως μετά από τρεις αιώνες ερήμωσης
της πόλης, άνθρωποι από διάφορες πόλεις μαζεύτηκαν και κατοίκησαν εξ αρχής
την πόλη. Κι αυτοί οι άνθρωποι μιλούν μια «μιξοβάρβαρη» διάλεκτο και
δεν καταλαβαίνουν τη γλώσσα των παλαιών σοφών Αθηναίων. Τη διαπίστωση αυτή
για τη γλώσσα είχε κάνει και ο επίσκοπος της Αθήνας Μιχαήλ Ακομινάτος, ήδη
από το 1200 μ.Χ. [26]. Κατά περίεργο τρόπο ο Φαλμεράγιερ δεν αναφέρεται στο απόσπασμα του
Ζυγομαλά, για να συνδέσει τα τετρακόσια σχεδόν χρόνια ερήμωσης της Αττικής,
με τα 300 περίπου χρόνια ερήμωσης της Αθήνας, κάτι που το επισημαίνει ο Hopf [27]. Το ερώτημα αν η Αθήνα και η Αττική έμειναν έρημες κατά το μεσαίωνα για
τρεις-τέσσερις αιώνες, γίνεται ενοχλητικό για την ελληνική εθνική
ιστοριογραφία, καθώς εδράζεται στη θέση, ότι οι απόγονοι των πολιτών της
αρχαίας Αθήνας και Αττικής, αποτελούσαν τον πληθυσμό της περιοχής την
πρωτοβυζαντινή περίοδο. Αυτό όμως δεν είναι αλήθεια. Ο πληθυσμός όλης της Αττικής σύμφωνα με απογραφή που πραγματοποίησε ο
Δημήτριος Φαληρεύς το 309 π.Χ., ήταν 21.000 Αθηναίοι, 10.000 μέτοικοι και
400.000 δούλοι: «Τη δεκάτη προς ταις εκατόν Ολυμπιάδι, Αθήνησιν εξετασμόν
γενέσθαι υπό Δημητρίου του Φαληρέως των κατοικούντων την Αττικήν, και
ευρεθήναι Αθηναίους μεν δισμυρίους προς τοις χιλίοις, μετοίκους δε μυρίους,
οίκετών δε μυριάδας τετταράκοντα (Αθήναιος βιβλ.Ζ’)» [28]. Αν οι κάτοικοι της μεσαιωνικής Αττικής ήταν απόγονοι αυτού του αρχαίου
πληθυσμού, θα ήταν κατά κύριο λόγο απόγονοι του τεραστίου αριθμού των δούλων. Εκτός όμως του πολύ μικρού αριθμού τους, οι ελεύθεροι αθηναίοι πολίτες
είχαν την ατυχία κάποια στιγμή να αντισταθούν ανεπιτυχώς στα ρωμαϊκά όπλα. Το
86 π.Χ. έχοντας συμμαχήσει με τον βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη ΣΤ’, η Αθήνα
πολιορκείται από τον ρωμαίο στρατηγό Λεύκιο Κορνήλιο Σύλλα. Ο ρωμαίος
ιστορικός Αππιανός Αλεξανδρεύς διηγείται τι έγινε: Καταλαβαίνοντας πως αυτοί που βρίσκονταν μέσα στην πόλη ήταν πολύ
στριμωγμένοι, είχαν σφάξει όλα τα χτήνη, είχαν βράσει δέρματα και τομάρια και
είχαν γλύψει ό,τι μπορούσαν να φάνε από αυτά, κάποιοι δε είχαν μαγειρέψει
ακόμα και πτώματα, κάλεσε τον στρατό του να σκάψει μια τάφρο γύρω από την
πόλη, για να μην γλιτώσει κανένας και ξεφύγει της προσοχής. Όταν έγινε και
αυτό, έφερε τις σκάλες στο τείχος και το διαπέρασε. Ενώ οι εξαντλημένοι
άνδρες τράπηκαν σε φυγή, ξεχύθηκε στην πόλη και αμέσως έγινε μεγάλη
και ανελέητη σφαγή στην Αθήνα. Γιατί ούτε μπορούσαν να ξεφύγουν από την
αδυναμία, ούτε υπήρξε οίκτος για τα παιδιά ή τις γυναίκες, αφού ο Σύλλας
διέταξε να σκοτώσουν όποιον βρουν μπροστά τους, οργισμένος γιατί ξαφνικά
και χωρίς λόγο συμμάχησαν με τους βαρβάρους και έδειξαν εναντίον του τέτοια
εχθρότητα. Έτσι οι περισσότεροι, όταν άκουσαν τη διαταγή, έπεσαν
μόνοι τους, σαν θύματα πάνω στους σφαγείς τους. Λίγοι τρέξανε
εξασθενισμένοι στην Ακρόπολη. Μαζί τους έφυγε και ο Αριστίων, αφού πρώτα
έκαψε το Ωδείο, για να μην βρει ο Σύλλας εκεί πρόχειρη ξυλεία και πολιορκήσει
την Ακρόπολη. Ο Σύλλας απαγόρευσε να κάψουν την πόλη, αλλά άφησε το στρατό
του να την λαφυραγωγήσει. Σε πολλά σπίτια βρέθηκαν ανθρώπινες σάρκες έτοιμες
να φαγωθούν. Την άλλη μέρα, ο Σύλλας πούλησε τους δούλους, ενώ
τους ελεύθερους, που λόγω της νύχτας ξέφυγαν από τη σφαγή - και οι
οποίοι ήταν πάρα πολύ λίγοι – τους είπε πως τους αφήνει ελεύθερους,
αλλά τους αφαίρεσε το δικαίωμα να ψηφίζουν και να εκλέγονται,
γιατί τον είχαν πολεμήσει. Και αυτό ίσχυε και για τους απογόνους τους [29]. Εδώ σχεδόν τελειώνει η Αθήνα των αρχαίων πολιτών της. Η Αθήνα του 267 μ.Χ. που θα κατακτηθεί, θα πλιατσικολογηθεί και θα καεί
από τους Ερούλους, είναι μια ρωμαϊκή Αθήνα. Τα νήματα που τη συνδέουν με την
ελληνική Αθήνα είναι πολύ λίγα. Και γίνονται κι αυτά αποκαΐδια μαζί με την
πόλη. Οι Γότθοι, οι Αβαροσλάβοι, οι Βυζαντινοί, οι Νορμανδοί, οι Φράγκοι, οι
Βενετσιάνοι, οι Καταλανοί, οι Φλωρεντιανοί, οι Τούρκοι, μαζί με τους πειρατές
(τους σαρακινούς, τους φούστες), τους λιμούς και τους λοιμούς (το θανατικό, κυρίως
την πανούκλα και την χολέρα) θα μετατρέψουν την Αττική σε ερημία. Κάθε νέος κατακτητής, ενδιαφέρεται να κρατήσει το κάστρο (την ακρόπολη).
Ένας μικρός πληθυσμός καστρινών μπορεί να συντηρηθεί μέσα σε αυτό και στο
εσωτερικό του ριζόκαστρου. Στα διαστήματα ειρήνης το χωριό έξω από τα τείχη,
στη βορειοανατολική πλευρά, μαζεύει ή απλώνει, λίγο ή πολύ. Ο γάλλος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη D’Aramon γράφει για την Αθήνα, που
επισκέφτεται το 1546, πως δεν είδε πουθενά αλλού φοβερότερο τόπο, «ερημιά,
ξεραΐλα, αγκαθιές, βάτοι». Ένα «θλιβερό τουρκοχώρι» που
λεγόταν Σετίνα βλέπει ο γάλλος περιηγητής Julien Bordier το 1604. Μια «ασήμαντη πολίχνη με διακόσια σπίτια», την
χαρακτηρίζει ο άγγλος William Lithgow πέντε χρόνια αργότερα [30]. Το 1382, επί Καταλανών, άρχισε η νόμιμη μαζική εγκατάσταση των Αρβανιτών
στην έρημη Αττική και η μερική πλήρωση του δημογραφικού κενού [31]. Από τότε
η Αττική, εκτός από την Αθήνα γίνεται καθαρά αρβανίτικη. Το 1570, σύμφωνα με
ένα οθωμανικό κατάστιχο, υπάρχουν στον καζά της Αθήνας 52 χωριά [32]. Το 1835
ο συνολικός πληθυσμός των χωριών της Αττικής φτάνει περίπου τα 8.300 άτομα
[33]. Η Αθήνα των αρχών του 19ου αιώνα είναι μια κωμόπολη
Ρωμιών, Αρβανιτών και Τούρκων. Οι ρωμιοί κάτοικοί της μιλούσαν τότε μια
διάλεκτο που ανήκει σε μια νότια διαλεκτική ομάδα με κοινά στοιχεία. Σε αυτήν
συμπεριλαμβάνονταν οι Ρωμιοί της Αίγινας, της νότιας Εύβοιας, των Μεγάρων,
της Μάνης και ίσως εκείνοι του Ωρωπού και της Θήβας [34]. Πρόκειται για παλαιότερο πληθυσμό που διατηρήθηκε στα 218 χρόνια της
αβαροσλαβικής κυριαρχίας [35] ή για φερμένους Ρωμιούς, με διαταγή του
αυτοκράτορα Νικηφόρου Ι, τους πρώτους μήνες του 810, από άλλα θέματα της
αυτοκρατορίας [36]; Αυτό είναι ένα ερώτημα προς διερεύνηση. Όχι βέβαια από την εθνική διανόηση. |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
[1] Μάουρερ Γκεοργκ Λούντβιχ, Ο ελληνικός
λαός, μετάφραση Όλγα Ρομπάκη, Αθήνα, 1976, σ. 411. [2] Έλλη Σκοπετέα, Φαλμεράυερ – τεχνάσματα
του αντίπαλου δέους, Αθήνα 1977, σ. 56. [3] Σαν «ein gelehrter Athenienser» τον χαρακτηρίζει στην πραγματεία του. Βλ. σ. 20 της γερμανικής έκδοσης και
σ. 46 της ελληνικής μετάφρασης. [4] Jakob Philipp
Fallmerayer, Welchen Einfluß hatte die Besetzung Griechenlands durch
die Slaven auf das Schicksal der Stadt Athen und der Landschaft Attika? Stuttgart - Tübingen 1835, σ. 23-24. Επίσης Ι. Φ. Φαλλμεράυερ, Περί της
καταγωγής των σημερινών Ελλήνων, μετάφραση-παρουσίαση Κωνσταντίνος
Ρωμανός, Αθήνα 1984, σ. 49 (με τρία μικρά λάθη αντιγραφής). [5] Το μικρό αυτό απόσπασμα, που αποτελεί συνέχεια
του κειμένου, ο Φαλμεράγιερ το παραθέτει σε άλλο σημεία του βιβλίου του. Βλ.
σ. 21 της γερμανικής έκδοσης. [6] Βλ. σ. 22 & 48, της γερμανικής έκδοσης και
της μετάφρασης αντίστοιχα. [7] το ίδιο. [8] Βλ. σ. 61 της μετάφρασης. [9] Βλ. σ. 46 της μετάφρασης. [10] Ο Strong θα καταμετρήσει 4.560 σπίτια. Βλ. Strong Fr., Greece
as a kingdom; or a statistical description of that country from the arrival
of king Otto in 1833 down to the present time, London 1842, σ. 40. [11] Το 1844 ο πληθυσμός της θα φτάσει τα 25.109
άτομα. Βλ. Ι. Δ. Σταματάκης, Πίναξ χωρογραφικός της Ελλάδος,
Αθήναι 1846, σ. 1. [12] «Από μας το άκουσαν» έλεγε ο Φαλμεράγιερ
για τους Ρωμιούς που δήλωναν πως είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Βλ.
Σκοπετέα, σ. 168. [13] Διονύσιος Σουρμελής, Κατάστασις
συνοπτική της πόλεως των Αθηνών από της πτώσεως των Ρωμαίων μέχρι τέλους της
Τουρκοκρατείας, Αθήναι 1842, σ. 28, 47, 51, 58-59. [14] Βλ. σελ. 61 της δεύτερης έκδοσης. [15] Jacob Philipp
Fallmerayer, Fragmente aus dem Orient, Stuttgart und Tübingen,
1845, σ. 472-473. [16] Ludwig Ross, War
Athen jemals vier Jahrhunderte lang verödet? στο Allgemeine
Monatsschrift für Wissenschaft und Literatur, 1853 σ. 600 [17] Εφημερίς Αρχαιολογική, φυλλάδιον 34, 1853, σ.
940-946. [18] Όπως είπε ο γιος του Πιττάκη, στον Δημήτρη
Καμπούρογλου, αυτό το χειρόγραφο το είχε αγοράσει ο μακαρίτης ο πατέρας του
στην Κέρκυρα. Βλ. Δημητρίου Καμπούρογλου, Ιστορία των Αθηναίων, τόμος Α’,
Αθήναι 1889, σ. 30. Ο Karl Hopf που το είδε, λέει πως έγραφε στην αρχή «βιβλίον ιστορικόν περιέχον
διαφόρους ιστορίας - εσυγγράφθη υπέρ εμού του ταπεινού Ανθίμου Αθηναίου,
1614. Νοεμβρ. 20.», αλλά το όνομα του Άνθιμου φαίνεται πως είχε
προστεθεί. Βλ. Καρλ Χοπφ, Οι Σλάβοι εν Ελλάδι, μετάφραση Φραγκίσκου Ζαμβάλδη,
Βενετία 1872, σ. 73. Τμήματα αυτού του χειρογράφου, από άλλα αντίγραφα, είχαν
δημοσιεύσει σαν παράρτημα στα βιβλία τους, οι Χριστόφορος Περραιβός το 1815
(στην Ιστορία Σουλίου και Πάργας, σ. 95-177) και Επαμ. Σταματιάδης το 1869
(Οι Καταλανοί εν Ανατολή, σ. 267-327). Τελικά αυτό το έργο, που είναι άσχετο
με το φύλλο για την ερήμωση της Αττικής, φαίνεται πως το έγραψε ο αθηναίος
δάσκαλος Ιωάννης Μπενιζέλος που έζησε τον 18ο αιώνα. [19] Χοπφ, σ. 76. [20] Αυτό το λάθος έκανα και εγώ. Τόσο στο πρώτο
κείμενό μου για τον Fallmerayer, στη βιβλιοπαρουσίαση της μετάφρασης του βιβλίου «Περί της καταγωγής
των σημερινών Ελλήνων», στο περιοδικό «Τετράδια πολιτικού διάλογου
έρευνας και κριτικής» (τεύχος 11, Αθήνα 1985, σ. 105), όσο και στο
κεφάλαιο «Φαλμεράυερ: το αντίπαλο δέος του ελληνικού εθνικισμού» στο
βιβλίο μου Σύμμικτος Λαός, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 29. [21] Στεφ. Ήμελλος, Η περί πειρατών λαϊκή
παράδοσις (διδακτορική διατριβή), Αθήναι 1968, σ. 7, σ. 100, σ.
146-147, 150. [22] Η Κραντονέλλη αναφέρει αρκετές περιπτώσεις με
φούστες που απειλούσαν τις ακτές του Σαρωνικού. Βλ. Αλεξάνδρα Κραντονέλλη, Ιστορία
της πειρατείας τους πρώτους χρόνους της Τουρκοκρατίας 1390-1538, Αθήνα
1985, σ. 54, 69, 103, 119, 191, 213, 265, 299, 349, 368, 417, 435. [23] Κραντονέλλη, σ. 337-345 και Νίκος
Μπελαβίλας, Λιμάνια και οικισμοί στο Αιγαίο της πειρατείας (διδακτορική
διατριβή), Αθήνα 1992, σ. 168. [24] Ο Hopf όμως λέει πως είχε ημερομηνία 17
Ιουλίου 6051 (δηλαδή 543 μ.Χ.) και αυτό το άλλαξε σε 1651 αυθαίρετα ο Παπαρρηγόπουλος.
Βλ. Χοπφ, σ. 73 & Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορικαί πραγματείαι,
Αθήναι 1858, σ. 232. [25] Martin Crusius, Turcograciae libri octo, Basileae, σ. 99. [26] Για αυτή τη βάρβαρη διάλεκτο των Αθηναίων, στα
τέλη του 12ου αιώνα, μιλάει και ο επίσκοπος της Αθήνας Μιχαήλ
Ακομινάτος. Τη θεωρούσε από τις χειρότερες διαλέκτους της Ελλάδας. Βλ.
Φέρνιναντ Γκρεγκορόβιους, Μεσαιωνική Ιστορία των Αθηνών,
μετάφραση Άγις Τσάρας, Αθήνα 1990, σ. 263-265 και Σπ. Λάμπρος, Αι
Αθήναι περί τα τέλη του δωδεκάτου αιώνος, Αθήνησι 1878, σ.45. [27] Χοπφ, σ. 64-65. [28] Ο Σόλων – αρχαίον ελληνικόν δίκαιον,
μετάφραση Νικόλαος Παππαδούκας, Ερμούπολις 1844, σ. 42. [29] «Αισθόμενος δε τους εν άστει μάλλον τι
πεπιεσμένους, και κτήνη πάντα καταθύσαντας, δέρματα τε και βύρσας έψοντας και
λιχμωμένους το γιγνόμενον εξ αυτών, τινάς δε και των αποθνησκόντων
απτομένους, εκέλευσε τω στρατώ την πόλιν περιταφρεύειν, ίνα μηδέ καθ’ ένα τις
εκφεύγοι λανθάνων. Ως δε και τούτο εξείργαστο αυτώ, κλίμακας επήγεν ομού και
το τείχος διώρυττεν. Τροπής δ’ ως εν ασθενέσιν ανδράσιν αυτίκα γενομένης,
εσέπεσεν ες τήν πόλιν, και ευθύς εν Αθήναις σφαγή πολλή ήν και
ανηλεής: ούτε γάρ υποφεύγειν εδύναντο δι᾽ ατροφίαν, ούτε παιδίων ή γυναικών έλεος ην, του Σύλλα τον εν ποσίν αναιρείν κελεύοντος υπ’ οργής ως επί ταχεία δη
και ες βαρβάρους αλόγω μεταβολή και προς αυτόν ακράτω φιλονεικία. Όθεν
οι πλέονες, αισθανόμενοι του κηρύγματος, εαυτούς τοις σφαγεύσιν υπερρίπτουν
ες το έργον. Ολίγων δ᾽ ην ασθενής ες την ακρόπολιν δρόμος. και
Αριστίων αυτοίς συνέφυγεν, εμπρήσας το ωδείον, ίνα μη ετοίμοις ξύλοις αυτίκα
ο Σύλλας έχοι την ακρόπολιν ενοχλείν. Ο δ᾽ εμπιπράναι μεν
την πόλιν απείπε, διαρπάσαι δε έδωκε τω στρατώ. Και έτοιμοι σάρκες ανθρώπων
ες τροφήν εν πολλοίς οικήμασιν ηυρέθησαν. τη δε εξής ο Σύλλας τους
μέν δούλους απέδοτο, τοις δ᾽ ελευθέροις, όσοι νυκτός επιλαβούσης ουκ έφθασαν
αναιρεθήναι, πάμπαν ούσιν ολίγοις, την μεν ελευθερίαν έφη
διδόναι, ψήφον δε και χειροτονίαν τώνδε μεν ως οι πεπολεμηκότων
αφαιρείσθαι, τοις δ᾽ εκγόνοις και ταύτα διδόναι». Αππιανού Αλεξανδρέως, Ρωμαϊκών ιστοριών τα σωζόμενα, Parisiis 1840, σ. 227. [30] Κυριάκος Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες
στην Ελλάδα 333 μ.Χ.-1700, Αθήνα 1976, σ. 166, 376, 482. [31] Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και
οικισμοί της Πελοποννήσου, Αθήνα 1985, σ.80 και Τίτος Γιοχάλας,
Εύβοια – τα αρβανίτικα, Αθήνα 2002, σ. 64. [32] Τα στοιχεία παραχώρησε ο Machiel Kiel (University of Utrecht – Holland) στον Δημήτρη Γιώτα. Βλ. το βιβλίο του τελευταίου, Συμβολή στην
ιστορική έρευνα της Αττικής 1821-1833, Μενίδι - Χασιά, 2002, σ. 22-24 [33] ΦΕΚ 17/1835. [34] Νικόλαος Παντελίδης, Tο παλαιοαθηναϊκό
ιδίωµα: Πηγές, µαρτυρίες, χαρακτηριστικά, Γλωσσολογία/Glossologia 24
(2016), 103-146. [35] Δημήτρη Λιθοξόου, Το χρονικό της Μονεμβασίας, http://www.lithoksou.net/p/xroniko-tis-monembasias-2005 [36] Peter Charanis, Nicephorus I - The
Savior of Greece from the Slavs (810 A.D.), στο Studies
on the Demography of the Byzantine Empire, London 1972, σ. 77. |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Το χρονικό της Μονεμβασίας Δημήτρη Λιθοξόου 2005 |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Κατά τη διάρκεια των ερευνών του, στις βιβλιοθήκες των μονών του Άγιου
Όρους, ο υφηγητής τότε της Γενικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, και
μετέπειτα καθηγητής και πρωθυπουργός, Σπυρίδων Λάμπρος (1851 – 1919),
ανακάλυψε ένα εξαιρετικά σημαντικό χειρόγραφο στη μονή Ιβήρων (κώδικας 329,
φύλλο 203, α – β), το οποίο έδινε οριστική απάντηση στα ζητήματα της τύχης
του αρχαίου ελληνικού πληθυσμού της Πελοποννήσου και του μεσαιωνικού σλαβικού
εποικισμού. Η απάντηση όμως που έδινε, κατέρριπτε όλα όσα υποστήριζε μέχρι
τότε η ελληνική εθνική ιστορική σχολή και δικαίωνε, εκ του τάφου, τον
Φαλμεράυερ. Είναι προφανές ότι ο Λάμπρος, προβληματίστηκε ιδιαίτερα, για το αν έπρεπε
να προβεί στη δημοσίευση του χειρογράφου. Τελικά η επιστημονική δεοντολογία,
υπερισχύει της εθνικής σκοπιμότητας, και ο Λάμπρος αποφασίζει, δημιουργώντας
την εξαίρεση στον ελληνικό κανόνα, να δημοσιεύσει το κείμενο. Ονομάζει το χειρόγραφο “ιβηριτικό απόγραφο του Χρονικού
της Μονεμβασίας” και το δημοσιεύει, μαζί με άλλα δύο απόγραφα του
χρονικού [Λάμπρος 1884, σ. 97 – 128]. Ένα, που είχε βρει
ο Giouseppe Pasini, στη Βασιλική Βιβλιοθήκη του Τορίνου, με τίτλο “Περί
κτίσεως Μονεμβασίας” και είχε δημοσιεύσει το 1749, και ένα
άλλο που είχε βρει ο ίδιος ο Λάμπρος, στη βιβλιοθήκη της Μονής Κουτλουμουσίου
(κώδικας 220, φύλλο 194α – 196β) και επιγραφόταν “Τον καιρό όπου οίκισεν η
Μονεμβασία και πως”. Επειδή, κατά τη γνώμη μου, το χειρόγραφο του Χρονικού της
Μονεμβασίας της μονής Ιβήρων, αποτελεί το σπουδαιότερο κείμενο για
την κατανόηση των πληθυσμιακών μεταβολών που σημειώθηκαν στην Ελλάδα κατά το
Μεσαίωνα, και επιπλέον είναι το περισσότερο συνειδητά αγνοημένο ή
παραποιημένο από την ελληνική ιστοριογραφία, πριν προχωρήσω στην επί μέρους
παρουσίασή του, το παρουσιάζω στη συνέχεια ολόκληρο. Στον πίνακα που ακολουθεί, υπάρχουν τέσσερις στήλες. Ο αριθμός της πρώτης
στήλης, ορίζει τα εδάφια, έτσι όπως ως προς το περιεχόμενό τους και τη
δυνατότητα σύγκρισης, θεώρησα πως έπρεπε να χωριστούν. Η δεύτερη στήλη
περιέχει το κείμενο του χειρογράφου της μονής Ιβήρων. Η τρίτη στήλη περιέχει
το κείμενο του χειρογράφου της μονής Κουτλουμουσίου και εντός παρενθέσεως της
διαφοροποιήσεις που εμφανίζει το χειρόγραφο της Βασιλικής Βιβλιοθήκης του
Τορίνου. Τα κείμενα και των τριών χειρογράφων παρουσιάζονται με την
ορθογραφία των απογραφέων τους και όχι σύμφωνα με τις διορθώσεις του Λάμπρου
[Λάμπρος1884, σ. 98 – 109] ή τις μεταγενέστερες του Βέη [Βέης 1909, σ. 61 –
73]. Η τέταρτη τέλος στήλη, περιέχει συγκρίσιμα αποσπάσματα βυζαντινών
συγγραφέων, για τα οποία θα γίνει λόγος στη συνέχεια. |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Έχοντας μπροστά μας τα κείμενα, που θεωρούνται ως διαφορετικές εκδοχές
του χρονικού της Μονεμβασίας, μπορούμε να παρατηρήσουμε τα εξής: Από το εδάφιο 46 (“Από δε της βασιλείας κυρ Αλεξίου του Κομνηνού…”)
και μετά, συνεχίζει ένα κείμενο που δεν υπάρχει στο χειρόγραφο των Ιβήρων,
αλλά αποτελεί το τελευταίο μέρος των χειρογράφων Κουτλουμουσίου και Τορίνου.
Το κείμενο αυτό, που βρέθηκε και ως αυτοτελές χειρόγραφο σε έναν κώδικα του
Ελληνικού Κολεγίου της Ρώμης (Collegio Greco) και δημοσιεύτηκε από το
Λάμπρο [Λάμπρος 1912, σ.245 – 251], περιέχει πληροφορίες για την
εκκλησιαστική ιστορία της επισκοπής Λακεδαιμονίας (τέλη 13ου –
μέσα 14ου αιώνα) και δεν έχει σχέση με το καθαυτό χρονικό της
Μονεμβασίας. Γι’ αυτό και παραλείπεται εδώ. Τα χειρόγραφα Κουτλουμουσίου και Τορίνου, διαφοροποιούνται μεταξύ τους,
μόνο ως προς την ορθογραφία ή τη διαφορετική ανάγνωση κάποιων λέξεων, εκτός
από τα εδάφια 32 και 33 που περιέχουν τη διευκρινιστική διαφοροποίηση: “των
επισήμων”. Η ουσιαστική αυτή ταύτιση των δύο χειρογράφων, υποδεικνύει ότι
προέρχονται από κοινή πηγή. Μπορούμε λοιπόν να θεωρήσουμε, το περιεχόμενο των χειρογράφων
Κουτλουμουσίου – Τορίνου, ως τη μία εκδοχή του χρονικού της Μονεμβασίας. Η
εκδοχή αυτή, συγκρινόμενη με εκείνη του χειρογράφου των Ιβήρων, είναι
μικρότερη, καθώς λείπουν ολόκληρα εδάφια (2, 6, 11, 12, 15, 16, 18 – 24, 39,
42, 44, 45) ή επί μέρους πληροφορίες (εδάφια 25 – 28, 31). Αλλά εκτός από
μικρότερη, είναι και λιγότερο αποκαλυπτική, μια και ορισμένα από τα εδάφια
που λείπουν, λες και αφαιρέθηκαν σκόπιμα, για λόγους, που θα λέγαμε σήμερα,
“εθνικού συμφέροντος”. Ερχόμαστε λοιπόν να εξετάσουμε την εκδοχή του χειρογράφου των Ιβήρων, που
αποτελεί το πιο πλήρες και ενδιαφέρον, από πλευράς ιστορικών ειδήσεων,
κείμενο του χρονικού της Μονεμβασίας. Το πρώτο ερώτημα, αφορά το χρόνο σύνταξης του χρονικού. Αυτός προκύπτει,
από το ίδιο το κείμενο. Στο εδάφιο 31 αναφέρει, ότι ένα μέρος του πληθυσμού
των Λακώνων κατέφυγε στην Σικελία, όπου ίδρυσε μία πόλη με το όνομα Δεμενά.
Την εποχή της σύνταξης του χρονικού, οι Λάκωνες αυτοί κατοικούσαν ακόμη στα Δεμενά
(“οι και εις έτι εισίν εν αυτή”). Σύμφωνα όμως με
τον Michele Amari, στο έργο
του Storia dei Musulmani di Sicilia,
τα Demana (Δεμενά), ήταν μια πόλη της βορειοανατολικής Σικελίας,
που έπαψε να υπάρχει στα τέλη του 10ου αιώνα
[Charanis 1950, σ. 144]. Στο εδάφιο 34 του χρονικού, αναφέρεται επίσης, ότι η αβαροσλαβική
κυριαρχία στην Πελοπόννησο, πήρε τέλος το τέταρτο έτος της βασιλείας του “Νικηφόρου
του παλαιού”. Η αναφορά στον “παλαιό” Νικηφόρο, προϋποθέτει την ύπαρξη
άλλου μεταγενέστερου αυτοκράτορα με το όνομα Νικηφόρος. Και αυτός είναι ο
Νικηφόρος Φωκάς που βασίλευσε μεταξύ 963 και 969. Από το συνδυασμό των δύο αυτών πληροφοριών, εξάγεται ότι το χρονικό
συντάχθηκε, μέσα στις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 10ου αιώνα,
και όχι τον 16ο αιώνα, όπως υποστήριξαν οι Karl Hopf [Χοπφ
1872, σ. 62], Gustav Hertzberg [Χέρτσμπεργκ 1906, σ. 197],
Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος [Παπαρρηγόπουλος 1969, σ. 230] και Νίκος Βέης
[Βέης 1909, σ. 104]. Το δεύτερο ερώτημα, σχετικά με το χρονικό, είναι οι ιστορικές γνώσεις του
συντάκτη του. Ο ίδιος, αναφέρει την αξιοποίηση έργων προγενέστερων αυτού
συγγραφέων, όταν γράφει στο εδάφιο 6 “καθώς ο Ευάγριος λέγει”. Εκτός
από τον Ευάγριο, χρησιμοποιεί το Θεοφάνη και το Θεοφύλακτο, όπως φαίνεται από
τη σύγκριση των σχετικών εδαφίων (2, 4, 7, 8, 11, 12, 15 – 18, 20, 22, 23),
στο πρώτο μέρος του χρονικού. Την πληροφορία για την επί 218 χρόνια αβαροσλαβική κυριαρχία επί της
Πελοποννήσου (εδάφιο 34), δεν μπορεί να την έχει πάρει από τη συνοδική
επιστολή του πατριάρχη Νικόλαου (1084 – 1111) προς τον Αλέξιο Κομνηνό, όπως
έγραψαν οι προαναφερόμενοι Hopf [Χοπφ 1872, σ.
63], Hertzberg [Χέρτσμπεργκ 1906, σ. 198], Παπαρρηγόπουλος
[Παπαρρηγόπουλος 1969, σ. 231] και Βέης [Βέης 1909, σ. 32], εφόσον ο
πατριάρχης έζησε ένα αιώνα περίπου μετά τη σύνταξη του χρονικού. Το 1912 ο Σωκράτης Κουγέας, δημοσίευσε ένα σχόλιο του επισκόπου
Καισαρείας Αρέθα, στη σύνοψη του χρονικού του πατριάρχη Νικηφόρου (806 –
815), που ανακάλυψε στον κώδικα Da 12, φύλλο 6α της
βιβλιοθήκη της Δρέσδης [Κουγέας 1912, σ. 473 – 480], κώδικας που μεταφέρθηκε
μεταπολεμικά στο κρατικό αρχείο της Μόσχας [Κορδώσης 1981, σ. 70]. Το σχόλιο
του Αρέθα ταυτιζόταν σε μεγάλο βαθμό με ορισμένα σημαντικά εδάφια του
χρονικού της Μονεμβασίας (27, 34 – 38). Το γεγονός όμως ότι, από τη μια, ο
Αρέθας είχε γράψει του σχόλιό του το έτος 932, και δεν ήταν δυνατόν να έχει
αντιγράψει το χρονικό της Μονεμβασίας, που συντάχθηκε μερικές δεκαετίες
αργότερα, και από την άλλη, το γεγονός ότι το περιεχόμενο του σχολίου του
Αρέθα, αποτελεί εμφανώς υποσύνολο της όλης διήγησης, οδηγεί στο συμπέρασμα
πως τόσο ο Αρέθας, όσο και ο συντάκτης του χρονικού, έγραψαν έχοντας μπροστά
τους ένα άλλο παλαιότερο κείμενο, χαμένο πλέον και άγνωστο σε μας, απ’ όπου
και αντέγραψαν τα κοινά αποσπάσματα. Η ιβηρική εκδοχή του χρονικού της Μονεμβασίας, πρέπει να διασώζει αρκετά
πιστά, το περιεχόμενο αυτού του χαμένου παλαιού χειρογράφου, στο κείμενο που
περιέχεται μεταξύ των εδαφίων 24 έως και 43. Το κείμενο αυτό, που αποτελεί
και την πληρέστερη καταγραφή των γεγονότων, που σχετίζονται με τον αβαροσλαβικό
εποικισμό της Ελλάδας, έχει ως εξής, σε μια απόδοσή του στη νέα ελληνική: “Σε κάποια άλλη δε εισβολή, υποδούλωσαν (οι Άβαροι) όλη τη Θεσσαλία
και όλη την Ελλάδα και την παλαιά Ήπειρο και την Αττική και την Εύβοια.
Εφόρμησαν και στην Πελοπόννησο και την κατέκτησαν με πόλεμο και
διώχνοντας και καταστρέφοντας τα ευγενή (ή γηγενή) και ελληνικά έθνη,
κατοίκησαν αυτοί σε αυτή. Όσοι δε (από τους Έλληνες) κατόρθωσαν
να ξεφύγουν από τα αιματοβαμμένα χέρια τους, διασκορπίστηκαν εδώ και εκεί.
Και η μεν πόλη των Πατρών μετοίκισε στη χώρα του Ρηγίου στην Καλαβρία, οι δε
κάτοικοι του Άργους στο νησί που ονομάζεται Ορόβη (: Ρόβη απέναντι από το
Τολό), οι δε Κορίνθιοι μετοίκησαν στο νησί που ονομάζεται Αίγινα. Τότε και οι
Λάκωνες το πατρώο έδαφος εγκατέλειψαν. Και οι μεν (των Λακώνων) στη νήσο
Σικελία εξέπλευσαν, και είναι ακόμα εκεί, σε ένα τόπο που λέγεται Δεμενά και
Δεμενίτες αντί Λακεδαιμονίτες ονομάζονται, διασώζοντας και την ιδία διάλεκτο
των Λακώνων. Άλλοι δε (των Λακώνων) βρίσκοντας ένα δύσβατο τόπο δίπλα στο γιαλό
της θάλασσας, οικοδόμησαν μια οχυρά πόλη που την ονόμασαν Μονεμβασία, επειδή
είχε μία μόνο είσοδο για να πορευτείς σε αυτή και κατοίκησαν σε αυτή την πόλη
μαζί με τον επίσκοπο τους. Οι δε βοσκοί και οι αγρότες (Λάκωνες) κατοίκησαν
στους εκεί παρακείμενους τραχείς τόπους, που μέχρι πρόσφατα ονομάζονταν
Τζακονίες. Έτσι οι Άβαροι την Πελοπόννησο αφού κατέκτησαν και κατοίκησαν σε
αυτή, διήρκεσαν για 218 χρόνια, μήτε στο ρωμαίο βασιλιά μήτε σε άλλον
υποκείμενοι,
δηλαδή από το έτος 6096 της κατασκευής του κόσμου (587 μ.Χ.), το οποίο ήταν
το έκτο έτος της βασιλείας του Μαυρικίου και μέχρι το έτος 6313 (805 μ.Χ.),
το οποίο ήταν το τέταρτο έτος της βασιλείας Νικηφόρου του παλαιού που είχε
γιο το Σταυράκιο. Μόνο δε το τραχύ και δύσβατο ανατολικό μέρος της Πελοποννήσου,
από Κορίνθου και μέχρι Μαλέα, ήταν απαλλαγμένο από το σλαβικό έθνος και σε
αυτό το μέρος στελνόταν ο στρατηγός της Πελοποννήσου από το ρωμαίο βασιλιά.
Ένας από αυτούς τους στρατηγούς, ορμώμενος από τη Μικρά Αρμενία, από τη
φατρία των επονομαζομένων Σκληρών, πολέμησε, κατέκτησε και αφάνισε τελικά το
σλαβικό έθνος και τους αρχαίους κατοίκους αποκατέστησε, επαναφέροντάς τους
στα σπίτια τους. Μαθαίνοντας αυτό ο προαναφερόμενος βασιλιάς Νικηφόρος και
γεμίζοντας χαρά φρόντισε και τις εκεί πόλεις να ανακαινίσει και όσες
εκκλησίες κατεδάφισαν οι βάρβαροι να ανοικοδομήσει και αυτούς τους βαρβάρους
να κάνει χριστιανούς. Και για αυτό μαθαίνοντας ότι οι κάτοικοι της Πάτρας
ζούσαν ως μέτοικοι διέταξε και τους αποκατέστησε στα αρχαία εδάφη τους μαζί
με τον ποιμένα τους που λεγόταν Αθανάσιος. Και έδωσε στην Πάτρα, που πριν
ήταν αρχιεπισκοπή, δικαιώματα μητρόπολης. Και ανοικοδόμησέ εκ βάθρων την πόλη
αυτών και τις άγιες εκκλησίες του Θεού, επί πατριαρχίας Ταρασίου, του άγιου
πατέρα μας. Τη δε πόλη Λακεδαίμονα, εκ βάθρων και αυτή ανέγειρε και εγκατέστησε
σε αυτή λαό σύμμικτο, από Καφήρους, Θρακησίους, Αρμενίους και λοιπούς
προερχόμενους εκ διαφόρων τόπων και πόλεων, και κατέστησε πάλι αυτή
επισκοπή και θέσπισε να είναι υποκείμενη της μητρόπολης των Πατρών, στην οποία
αφιέρωσε και δύο άλλες επισκοπές, την Μεθώνη και την Κορώνη”. Έχοντας μπρος στα μάτια του αυτό το κείμενο, μαζί με τις έως το 1912,
δημοσιεύσεις των προαναφερόμενων σχετικών μεσαιωνικών κειμένων, που παρείχαν
τις απαραίτητες επιπλέον διευκρινήσεις, ένας αντικειμενικός ιστορικός, θα
έβγαζε το συμπέρασμα, πως ο Φαλμεράυερ είχε φτάσει βασικά σε σωστά
συμπεράσματα, έχοντας στη διάθεση του, περισσότερο ενδεικτικά αποσπάσματα και
όχι ένα τέτοιο συγκεκριμένο αποδεικτικό υλικό. Αν ζούσε ο Φαλμεράυερ, θα μπορούσε θριαμβευτικά να ξαναπεί : “Οι
ιστορικές πηγές εκείνης της εποχής, που το κύρος τους δεν μπορούν οι
αντίπαλοι να κλονίσουν με τα «όχι» τους και με τα «όχι, δεν είναι έτσι»,
ομιλούν τη δική μου γλώσσα” [Φαλμεράυερ 1984, σ. 76 -77]. Κάτω από το βάρος των αποδείξεων, οι έλληνες ιστορικοί σιώπησαν μέχρι το
1944. Τότε, η ανάπτυξη του μακεδονικού εθνικού κινήματος, μεταξύ των
σλαβοφώνων κατοίκων των βορείων ελληνικών επαρχιών, ξαναφέρνει με δραματικό
τρόπο στο προσκήνιο, τα ζητήματα των σχέσεων μεταξύ Ελλήνων και Σλάβων, και
τα συναφή του εκσλαβισμού των Ελλήνων και του εξελληνισμού των Σλάβων. Οι
έλληνες πανεπιστημιακοί και ακαδημαϊκοί (ιστορικοί και άλλοι), αφήνουν τα
προσχήματα και αναλαμβάνουν τον καθαρά πολιτικό – ιδεολογικό ρόλο τους. Ένας
από τους στόχους τους, είναι για μια ακόμη φορά ο Φαλμεράυερ και το άμεσα
συνδεδεμένο με τις θέσεις του, χρονικό της Μονεμβασίας. Η επίθεση άρνησης του περιεχομένου του χρονικού της Μονεμβασίας, διαρκεί
τέσσερα χρόνια και παίρνουν μέρος σε αυτή: ο καθηγητής βυζαντινής ιστορίας και
ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Άμαντος [Άμαντος 1944, σ. 213 - 215, 219 – 221 ] και
[Άμαντος 1946, σ. 14], ο καθηγητής της αρχαιολογίας και ακαδημαϊκός Αντώνιος
Κεραμόπουλος [Κεραμόπουλος 1945, σ. 113, 119 - 120], ο καθηγητής βυζαντινής
ιστορίας και ακαδημαϊκός Διονύσιος Ζακυθηνός [Ζακυθηνός 1945, σ. 37 – 38, 41
– 44, 48], ο ακαδημαϊκός και πολιτικός (πρωθυπουργός το 1949) Αλέξανδρος
Διομήδης [Διομήδης 1946, σ. 39, 71, 137, 202 - 203], ο καθηγητής λαογραφίας
και ακαδημαϊκός Στίλπων Κυριακίδης [Κυριακίδης 1947, σ. 63 – 64, 94 - 95] και
ο φιλόλογος Σπυρίδων Παγουλάτος, που θα γίνει διδάκτωρ της φιλοσοφικής σχολής
του Πανεπιστημίου Αθηνών, “απορρίπτοντας την αξία” του χρονικού της
Μονεμβασίας [Παγουλάτος 1947, σ. 32, 36]. Όσα υποστήριξαν οι ανωτέρω, και ο Χρυσανθόπουλος λίγο αργότερα
[Χρυσανθόπουλος 1951, σ. 245, 252] τα συμπύκνωσε με τον καλύτερο τρόπο ο
Κυριακίδης, όταν συμπερασματικά έγραψε: “Τα λεγόμενα περί ερημώσεως της
Πελοποννήσου από των Ελλήνων αυτής κατοίκων και της επί 218 έτη κατοχής αυτής
υπό των Αβάρων ή Σλάβων, οι οποίοι εκχριστιανισθέντες κατόπιν είναι οι
πρόγονοι των σημερινών Πελοποννησίων, είναι μύθος,
στηριζόμενος εις χονδροειδή και ιδιοτελή πλαστογραφίαν.
Αστήρικτος επίσης είναι και η γνώμη, ότι οι σημερινοί Πελοποννήσιοι είναι
απόγονοι Ελλήνων εποίκων, τους οποίους εκ διαφόρων του κράτους θεμάτων
απώκισεν εις την Πελοπόννησον ο Νικηφόρος ο Α΄. Τα εγγενή ελληνικά γένη δεν
κατεφθάρησαν ούτε και ηφανίσθησαν ποτέ. Αληθές είναι ότι κατά τον Η΄ κυρίως
αιώνα ποιμενικαί σλαβικαί πατριαί, νομαδικώς και ειρηνικώς κινούμενοι,
εισέδυσον και εις την Πελοπόννησον και ένεμον τα ποίμνια αυτών εις τας
ορεινάς περιοχάς” [Κυριακίδης, σ.94]. Ο Κυριακίδης, αντιστρέφοντας την πραγματικότητα, ονομάζει την ιστορία
μύθο, και τον ελληνικό εθνικό μύθο, ιστορία. Αρνείται τα ιστορικά γεγονότα
και πλάθει “γεγονότα” με το μυαλό του. Όσα περιέχει αυτό το απόσπασμα, είναι
ότι ο ίδιος ονομάζει, χονδροειδή και ιδιοτελή πλαστογραφία. Σε γενικές γραμμές, αυτή είναι η θέση της ελληνικής εθνικής ιστορικής
σχολής, μέχρι τις μέρες μας. Υπενθύμιση από την έδρα, του “εθνικά ορθού” ή
αναμάσημα των ίδιων “όχι” και “όχι, δεν είναι έτσι”. Μοναδική
“νέα εθνική συμβολή”, η επισήμανση της καθηγήτριας του πανεπιστημίου
Ιωαννίνων Νυσταζοπούλου Πελεκίδου [Πελεκίδου 1995, σ. 45], ότι αυτοί που θεωρούν
αξιόπιστο το περιεχόμενο του χρονικού της Μονεμβασίας, είναι “ιστορικοί των
Σκοπίων”! |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Άμαντος 1944: Άμαντου
Κωνσταντίνου, Οι Σλάβοι εις την Ελλάδα, BYZANTINISCH – NEUGRIECHISCHE JAHRBÜCHER, Athen 1944. Άμαντος 1946: Άμαντου Κωνσταντίνου, Σλάβοι
και Σλαβόφωνοι εις τας ελληνικάς χώρας, ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ, Αθήναι 1946. Βέης 1909: Βέη Νίκου: Το περί της κτίσεως
της Μονεμβασίας χρονικόν, ΒΥΖΑΝΤΙΣ, 1 (1909). Διομήδης 1946: Διομήδη Αλεξάνδρου, Βυζαντιναί
μελέται / Αι σλαβικαί επιδρομαί εις την Ελλάδα και η πολιτική του Βυζαντίου,
Αθήναι 1946 Ζακυθηνός 1945: Ζακυθυνού Διονυσίου, Οι
Σλάβοι εν Ελλάδι / Συμβολαί στην ιστορίαν του μεσαιωνικού Ελληνισμού,
Αθήναι 1945. Κεραμόπουλος 1945: Κεραμόπουλου
Αντωνίου, Οι Έλληνες και οι βόρειοι γείτονες, Αθήναι 1945. Κορδώσης 1981: Κορδώση Μιχαήλ, Συμβολή στην
ιστορία και τοπογραφία της περιοχής Κορίνθου στους μέσους χρόνους, Αθήνα
1981. Κουγέας 1912: Κουγέα Σωκράτους, Επί του
καλουμένου χρονικού “Περί της κτίσεως της Μονεμβασίας”, ΝΕΟΣ ΕΛΛΗΝΟΜΝΗΜΩΝ,
9 (1912). Κυριακίδης 1947: Κυριακίδου Στίλπωνος, Βυζαντιναί
Μελέται / Οι Σλάβοι εν Πελοποννήσω, Θεσσαλονίκη 1947. Λάμπρος 1884: Λάμπρου Σπυρίδωνος, Ιστορικά
Μελετήματα, Αθήναι 1884. Λάμπρος 1912: Λάμπρου Σπυρίδωνος, Δύο
αναφοραί μητροπολίτου Μονεμβασίας προς τον πατριάρχην, ΝΕΟΣ ΕΛΛΗΝΟΜΝΗΜΩΝ,
9 (1912). Παγουλάτος 1947: Παγουλάτου
Σπυρίδωνος, Οι Τσάκωνες και το περί κτίσεως της Μονεμβασίας χρονικόν,
Αθήναι 1947 Παπαρρηγόπουλος 1969: Παπαρρηγόπουλου
Κωνσταντίνου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους από των αρχαιοτάτων χρόνων
μέχρι των καθ’ ημάς, βιβλίο ένατο, Αθήναι 1969. Πελεκίδου 1995: Νυσταζοπούλου Πελεκίδου Μαρία,
Σλαβικές εγκαταστάσεις στη μεσαιωνική Ελλάδα, Αθήνα 1995. Φαλμεράυερ 1984: Ιακώβου Φιλίππου Φαλμεράυερ, Περί
καταγωγής των σημερινών Ελλήνων, μετάφραση Κωνσταντίνου Ρωμανού, Αθήνα
1984. Χέρτσμπεργκ 1906: Χέρτσμπεργκ Γ. Ιστορία της
Ελλάδος από της λήξεως του αρχαίου βίου έως σήμερον, μετάφραση Π.
Καρολίδου, τόμος Α΄, Αθήναι 1906. Χοπφ 1872: Χοπφ Χαρόλου, Οι Σλάβοι εν Ελλάδι
/ Ανασκευή των θεωριών του Φαλμεράυρ, μετάφραση Φραγκίσκου Ζαμβάλδη,
Βενετία 1872. Charanis 1950:
Charanis Peter, The Chronicle of Monemvasia and the Question of the
Slavonic Settlements in Greece, Dumbarton Oaks Papers, V (1950). |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Τα «αναμίξ γένη εν Πελοποννήσω»
του Μάζαρι Ο πληθυσμός του Μοριά το 1415 Δημήτρη Λιθοξόου 12 Φεβρουαρίου 2010 |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Στο δεύτερο τόμο της «Ιστορίας της Χερσονήσου του Μορέα κατά το
Μεσαίωνα» (Geschichte der Halbinsel Morea während des
Mittelalters), έργο που κυκλοφόρησε το 1836 και παραμένει ακόμα αμετάφραστο
στα ελληνικά*, ο Φαλμεράιερ
(Jakob Philipp Fallmerayer), προσθέτει στα προηγούμενα επιχειρήματά
του για τις μεταβολές που υπήρξαν στην πληθυσμιακή σύνθεση του Μοριά, μερικά
σχολιασμένα από τον ίδιο αποσπάσματα του βυζαντινού συγγραφέα Μάζαρι
[Fallmerayer 1836, 315, 316 442, 446, 448, 450, 451]. Τα αποσπάσματα αυτά ο Φαλμεράιερ τα αντλεί από το έργο «Διάλογος
Νεκρικός – Επιδημία Μάζαρι εν Άδου (Άιδου)», κείμενο που είχε
συμπεριληφθεί στον τρίτο τόμο της συλλογής «Ανέκδοτα (Anecdota Graeca e codicibus regiis)»
και είχε εκδοθεί το 1831, με επιμέλεια του Jean François Boissonade [Μάζαρις
1831, 112-186]. Η «Επιδημία Μάζαρι εν Άδου» είναι μια σατυρική απομίμηση του έργου
του Λουκιανού «Νεκυομαντεία ή Μένιππος». Στο πρώτο κεφάλαιο, «η πευσις νεκυων ενιων περι τινων των ες τα
βασιλεια», ο Μάζαρις πεθαίνει και κατεβαίνει στην Άδη, μετά
από επιδημία που πέφτει στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί συναντά το ρήτορα και
γιατρό Μανουήλ Ολόβολο, πρώτο γραμματέα του αυτοκράτορα. Ο Ολόβολος ρωτά το
Μάζαρι για την κατάσταση που επικρατεί στη βασιλική αυλή και ο τελευταίος του
απαντά, περιγράφοντας την εγωιστική και μικροπρεπή συμπεριφορά των
αξιωματούχων. Ο Ολόβολος συμβουλεύει το Μάζαρι να ανέβει στον πάνω κόσμο, και
μάλιστα να πάει να ζήσει στην Πελοπόννησο (ή Μώρα), όπου μπορεί
να πλουτίσει κάποιος εύκολα. Ο Μάζαρις ακούει τη συμβουλή του, ξαναζωντανεύει
και βγαίνει από τον Άδη στο όρος Ταίναρο, στην Πελοπόννησο. Στο δεύτερο
κεφάλαιο, με τίτλο «ονειρος μετα την
αναβιωσην – η διαλεξις προς ολοβον εκ πελοποννησου εσ αδου εκ ταιναρου
πεμφθεισα», ο Ολόβολος εμφανίζεται στον ύπνο του Μάζαρι και ο
τελευταίος του λέει πως τον ξεγέλασε και τον έστειλε να ζήσει σε ένα τόπο με
άθλιους ανθρώπους. Ακολουθούν δύο κεφάλαια με «επιστολες» από και προς τον Άδη, που ανταλλάσουν ο
Μανουήλ Ολόβολος και ο δούκας Νικηφόρος Παλαιολόγος. Στις επιστολές αυτές
περιγράφονται ξανά, με τα μελανώτερα χρώματα τα κακώς κείμενα στην
Πελοπόννησο. Στο χειρόγραφο του Βερολίνου, υπάρχει στο τέλος και μία επιστολή του
Μάζαρι προς τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β’, με την οποία τον παρακαλεί να διαβάσει
το έργο, αλλά να μην μιλήσει για το περιεχόμενό του στους πελοποννήσιους
αξιωματούχους. Το έργο του Μάζαρι, που γράφτηκε το 1414-1415, θεωρείται, σύμφωνα από τον
κορυφαίο γερμανό λόγιο και βυζαντινολόγο Karl Krumbacher «ως πραγματική
σάτιρα σύγχρονων πραγμάτων», καθώς έχουμε να κάνουμε με «ακριβείς
χρονολογίες» και «σαφείς υπαινιγμούς σε σύγχρονα γεγονότα και
καταστάσεις» [Krumbacher 1900, 170]. Τα αποσπάσματα από την «Επιδημία Μάζαρι» που παρουσιάζουν
ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι δύο. Το ένα αναφέρεται συγκεκριμμένα στην
πολιτισμική-γλωσσική σύνθεση του πληθυσμού του Μοριά (Μωριά - Morea) και
το δεύτερο δίνει επιπρόσθετες πληροφορίες για τους Τσάκωνες. Γράφει λοιπόν ο βυζαντινός συγγραφέας: «Εν
Πελοποννήσω, ως και αυτός οίδας, ξείνε, οικεί αναμίξ γένη πολιτευόμενα
πάμπολλα, ων τον χωρισμόν ευρείν νυν ούτε ράδιον, ούτε κατεπείγον. α
δε ταις ακοαίς περιηχείται, ως πάσι δήλα και κορυφαία, τυχγάνει ταύτα. Λακεδαίμονες,
Ιταλοί, Πελοποννήσιοι, Σθλαβίνοι, Ιλλυριοί, Αιγύπτιοι και Ιουδαίοι (ουκ
ολίγοι δε μέσον τούτων και υποβολιμαίοι), ομού τα τοιαύτα
επαριθμούμενα επτά» [Μάζαρις 1831, 174 και Μάζαρις 1860, 239]. Για τους Λακεδαιμονίους μάλιστα διευκρινίζει: «Δέδοικα ουν ίνα μη γένωμαι και αυτός διατρίβων εν Σπάρτη ώσπερ εν τη
Κωνσταντίνου γέγονεν ο Πελοποννήσιος εκείνος, Συναδινός ο Κορμέας, ή ίνα μη
βαρβαρωθώ και αυτός ώσπερ άρα βεβαρβάρωνταί γε οι Λάκωνες, και νυν κέκληνται
Τζάκωνες, και πιάσον τα και σφίξον τα, και δώσον τα, και ήμενον, και
ηρχόντησαν, και καθεζούτησαν, και έλαδε, πα, και αιτιτοίωσέν (ετετοίωσέν) τον,
και άλλ’ άττα βάρβαρα λέγουσιν» [Μάζαρις 1831, 164 και Μάζαρις
1860, 230]. Σύμφωνα λοιπόν με το Μάζαρι επτά γένη κατοικούν ανακατεμένα (αναμίξ)
στις αρχές του 15ου αιώνα στην Πελοπόννησο ή Μώρα όπως
τη λέει (: ες Μώραν, ήτοι γε εις Πελοπόννησον) [Μάζαρις 1831, 124
και Μάζαρις 1860, 196]. Πρώτοι είναι οι Λακεδαίμονες ή Λάκωνες που
έχουν πια εκβαρβαρωθεί και λέγονται Τζάκωνες (: Τσάκωνες).
Αυτοί μιλάνε μια χυδαία γλώσσα (: βάρβαρα λέγουσιν). Για
παράδειγμα λένε «πιάσον τα», «σφίξον τα», «δώσον τα», «ήμενον»,
«ηρχόντησαν», «καθεζούτησαν», «έλαδε», «πα», «ετετοίωσέν
τον». Ο George Finlay (Φίνλεϋ) σχολιάζοντας το σχετικό
χωρίο, σημειώνει πως οι Τσάκωνες το 1573 κατοικούσαν σε δεκατέσσερα χωριά,
μεταξύ Μονεμβασίας και Ναυπλίου, στα χρόνια του δε είχαν απομείνει 1.500
οικογένειες που ζούσαν σε επτά χωριά [Finley 1851, 40]. Πελοποννήσιοι, είναι οι Ρωμιοί κάτοικοι της χώρας. Κάτω από το γενικό όνομα των Ιταλών περιλαμβάνονται οι
πάσης φύσεως δυτικοευρωπαίοι της εποχής, κυρίως οι Βενετσιάνοι και Φράγκοι. Σθλαβίνοι ονομάζονται (τουλάχιστον) οι
σλαβόφωνες φυλές του Μοριά, οι Εζερίτες (από το σλαβικό ezero:
λίμνη) του Έλους και οι Μελιγγοί του Ταϋγέτου. Στις δύο
αυτές φυλές πιστεύει και William Miller πως αναφέρεται ο
Μάζαρις [Miller 1908, 383]. Ιλλυριοί χαρακτηρίζονται οι Αλβανοί ή
Αρβανίτες, που αποτελούν ήδη σημαντικό τμήμα του μοραΐτικου πληθυσμού
[Vasiliev 1952, 638]. Αιγύπτιοι είναι οι Τσιγγάνοι, που για να
έχουν καλύτερη αντιμετώπιση, διέδιδαν στη μεσαιωνική Ευρώπη ψέματα για
την «αιγυπτιακή καταγωγή τους». Ιουδαίοι είναι όλοι οι Εβραίοι, ως
θρησκευτική-πολιτισμική κοινότητα, ανεξάρτητα από τη γλώσσα που μιλούσαν. Υποβολιμαίοι, τέλος, πρέπει να θεωρούνται τα τέκνα των μικτών γάμων.
Μεταξύ αυτών ήταν και οι Γασμούλοι (Gasmules), των οποίων ο
ένας γονιός ήταν Λατίνος (Καθολικός) [Zakythinos 1953, 1]. Τα «αναμίξ γένη» του Μάζαρι, που τόσο θυμίζουν το «σύμμικτο λαό»
του Χρονικού της Μονεμβασίας, βρίσκονται αντιμέτωπα με την ελληνική
εθνική ιστορία. Ο αρχαιολάτρης βυζαντινός συγγραφέας Μάζαρις συγκλονίζεται γνωρίζοντας
από κοντά την πολύγλωσση πραγματικότητα του μεσαιωνικού Μοριά. Το ίδιο θα
πάθουν αργότερα μια σειρά ρομαντικοί ευρωπαίοι περιηγητές με κλασσικές
σπουδές, που θα επισκεφθούν το γεωγραφικό χώρο που κάποτε ζούσαν οι αρχαίοι
Έλληνες και αντί για τους απογόνους τους θα βρουν στη θέση τους «βάρβαρους»
λαούς. Ο εθνικός ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, στο έργο του,
αναφέρεται στο Μάζαρι, χωρίς ωστόσο να παραθέσει τα σχετικά αποσπάσματα.
Αποδέχεται πως στην Πελοπόννησο υπήρχαν «ουκ ολίγοι Σλαύοι και Φράγκοι»,
«ικανοί Αλβανοί», «Ατσίγκανοι και Ιουδαίοι». Αποσιωπά όμως τα
περί εκβαρβαρισμού των Τσακώνων και γράφει (προκειμένου να δομηθεί ο μύθος
της «αδιάσπαστης συνέχειας του ελληνισμού») διαστρεβλώνοντας συνειδητά
τα στοιχεία, πως «οι Έλληνες αποτέλουν την κυριώτατην βάσιν του πληθυσμού»,
κάτι αντίθετο με τα λεγόμενα του Μάζαρι [Παπαρρηγόπουλος 1874, 310,
313]. Οι επίγονοι του Παπαρρηγόπουλου, περισσότερο σώφρονες, απέφυγαν
συστηματικά να προβληματίσουν τις νεότερες γενιές της εθνικής κοινότητας,
αναφέροντας στις «Ιστορίες» τους τέτοια «ανθελληνικά»
αποσπάσματα, όπως αυτά του Μάζαρι. * Σημείωση Δεκεμβρίου 2015: Ο δεύτερος τόμος του Fallmerayer
μεταφράστηκε από τον Παντελή Σοφτζόγλου και κυκλοφόρησε το 2014, από τις
εκδόσεις Μεγάλη Πορεία. |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Fallmerayer 1836: Jacob
Phil. Fallmerayer, Geschichte der Halbinsel Morea während des
Mittelalters. Zweiter Theil. Morea, durch innere Kriege zwischen
Franken und Byzantinern verwüstet und von albanischen Colonisten
überschwemmt, wird endlich von den Türken erobert. Von 1250-1500 nach
Christus. Stuttgart und Tübingen, 1836. Μάζαρις 1831: Βρίσκεται στο έργο Anecdota
Graeca e codiribus regiis, descripsit annotatione illustravit
J.B.Boissonade. Vol. III, Parisiis, MDCCCXXXI. Finley 1851: The
History of Greece from its conquest by the crusaders to its conquest by the
Turks and of the Empire of Trebizond 1204-1461, by George Finlay,
Honorary Member of the Royal Society of Literature, William Blackwood and
Sons, Edinburgh and London, MDCCCLI. Μάζαρις 1860: Βρίσκεται στο έργο Timarions
und Mazaris' Fahrten in den Hades, nach Hase's und Boissonade's Recension und
erster Ausgabe des Textes griechisch und deutsch, mit Einleitung und
Anmerkunger, herausgegeben von A. Ellissen, Leipzig, Verlag von Otto Wigand, 1860. Παπαρρηγόπουλος 1874: Ιστορία του ελληνικού
έθνους από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των νεωτέρων, υπό Κωνσταντίνου
Παπαρρηγοπούλου, τόμος πέμπτος και τελευταίος, εν Αθήναις, εκ του
τυπογραφείου Ν. Γ. Πάσσαρη, οδώ Ευριπίδου, αριθ. 51, 1874. Krumbacher 1900: Κρουμβάχερ, Ιστορία της
βυζαντηνής Λογοτεχνίας, μεταφρασθείσα υπό Γεωργίου Σωτηριάδου, τόμος
δεύτερος, εν Αθήναις, τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, 1900. Miller 1908: The
Latins in the Levant - A History of Frankish Greece (1204-1566), by
William Miller M. A., New York, E. P. Dutton and Company, 1908. Το έργο μεταφράστηκε στην καθαρεύουσα από τον Σπυρίδωνα Λάμπρου και
εκδόθηκε σε δύο τόμους, το 1909-1910, με σχόλια του μεταφραστή. Το έργο
εκδόθηκε για δεύτερη φορά το 1960, μεταφρασμένο στη δημοτική και σχολιασμένο
από τον Άγγελο Φουριώτη. Vasiliev 1952: A. A.
Vasiliev, History of the Byzantine Empire 324-1453, volume ΙΙ,
Madison-Milwaukee and London, The University of Wisconsin Press, 1952. Zakythinos 1953: D. A. Zakythinos, Le
Despotat grec de Morée, tome second, Vie et institutions, Athènes,
L'Hellénisme Contemporain, 1953. |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Εσθλαβώθη δε πάσα η χώρα και γέγονε βάρβαρος - Γαρασδοειδής όψις
εσθλαβωμένη Δημήτρη Λιθοξόου 17.11.2010 |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Στο έργο «Περί των Θεμάτων (De Thematibus)», του αυτοκράτορα και σημαντικού λόγιου Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου (905-959), και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο «Έκτον θέμα Πελοπόννησος», υπάρχει το εξής απόσπασμα: «ύστερον δε πάλιν των Μακεδόνων υπό των Ρωμαίων ηττηθέντων, πάσα η Ελλάς τε και Πελοπόννησος υπό των Ρωμαίων σαγήνην εγένετο, ώστε δούλους αντ’ ελευθέρων γενέσθαι. εσθλαβώθη δε πάσα η χώρα και γέγονε βάρβαρος, ότε ο λοιμικός θάνατος πάσαν εβόσκετο την οικουμένην, υπηνίκα Κωνσταντίνος ο της κοπρίας επώνυμος τα σκήπτρα της των Ρωμαίων διείπεν αρχής, ώστε τινά των εκ Πελοποννήσου μέγα φροντούντα επί τη αυτού ευγενεία, ίνα μη λέγω δυσγενεία, Ευφήμιον εκείνον τον περιβόητον γραμματικόν αποσκώψαι εις αυτόν τουτοΐ το θρυλούμενον ιαμβείον ”γαρασδοειδής όψις εσθλαβωμένη”. ην δε ούτος Νικήτας ο κηδεύσας επί θυγατρί Σοφία Χριστόφορον τον υιόν του καλού Ρωμανού και αγαθού βασιλέως» [Constantinus Porphyrogenitus, Bonnae 1811, σελ. 53-54]. Σύμφωνα με τον Πορφυρογέννητο (ο οποίος για τη συγγραφή της ιστορίας του είχε στη διάθεσή του τα αυτοκρατορικά αρχεία) η χώρα που περιλάμβανε την Ελλάδα και την Πελοπόννησο (δύο διακριτά τότε διαμερίσματα) είχε σλαβωθεί και είχε γίνει βάρβαρη, από την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Κωνσταντίνος Ε’ Κοπρώνυμος (μεταξύ των ετών 741-775) και μάλιστα κατά τη διάρκεια της μεγάλης επιδημία πανούκλας του 746-747 που έχει εξαπλωθεί παντού: «εσθλαβώθη δε πάσα η χώρα (η Ελλάς τε και Πελοπόννησος) και γέγονε βάρβαρος, ότε ο λοιμικός θάνατος πάσαν εβόσκετο την οικουμένην, υπηνίκα Κωνσταντίνος ο της κοπρίας επώνυμος τα σκήπτρα της των Ρωμαίων διείπεν αρχής». Την πληροφορία αυτή ανέδειξε ο Jakob Philipp Fallmerayer στον
πρώτο τόμο του πολύκροτου έργου του για την ιστορία της χερσονήσου του Μοριά
κατά το Μεσαίωνα [Geschichte der Halbinsel Morea während des Mittelalters,
1830]. Ερμηνεύει εκεί το παραπάνω χωρίο ο Φαλμεράγιερ: «Όσοι από τους Έλληνες της Πελοποννήσου είχαν ξεφύγει από τις
προηγούμενες θύελλες, όσοι είχαν γλιτώσει από το δολοφονικό ατσάλι των
Ούννων, των Αβάρων και των Σλάβων, είχαν τώρα μαζί με τους νεοεγκατεστημένους
ξένους κατά μεγάλο μέρος αφανιστεί σ’ αυτή την ανήκουστη καταστροφή και η
Πελοπόννησος το 747 πρέπει να έμοιαζε περισσότερο με εγκαταλελειμμένο άντρο
ληστών ή με νεκροταφείο γεμάτο σήψη παρά με χερσόνησο κατοικημένη και
καλλιεργημένη από ανθρώπους. Νέα πλήθη Σκλαβήνων εισέβαλαν νότια του Ισθμού,
έπιασαν τις κενές περιοχές, γέμισαν όλη τη χώρα» [σελ. 220-221 της
ελληνικής μετάφρασης του Παντελή Σοφτζόγλου, Αθήνα 2002]. Η αλήθεια είναι πως του Fallmerayer είχε προηγηθεί ο άγγλος
ιστορικός Edward Gibbon, ο οποίος είχε από το 1779 σχολιάσει τα
προαναφερόμενα του Πορφυρογέννητου, στον ένατο τόμο της ιστορίας του ως εξής:
«As early as the eighth century, in the troubled reign of the Iconoclasts, Greece, and even Peloponnesus, were overrun by some Sclavonian bands, who outstripped the royal standard of Bulgaria. The strangers of old,
Cadmus, and Danaus, and Pelops, had planted in that fruitful soil the seeds
of policy and learning, but the savages of the North eradicated what yet
remained of their sickly and withered roots. In this irruption, the country
and the inhabitants were transformed, the Grecian blood was contaminated, and
the proudest nobles of Peloponnesus were branded with the names of foreigners
and slaves». Είχε μάλιστα προσθέσει «The epitomiser of Strabo likewise observes,
και νυν δε πάσαν Ήπειρον και Ελλάδα σχεδόν και Μακεδονίαν, και Πελοπόννησον
Σκύθαι Σκλάβοι νέμονται». [The history of the decline and fall of the Roman Empire]. Γράφοντας ο Πορφυρογέννητος για κάποιο αξιωματούχο Νικήτα από το Μόρια,
που πάντρεψε την κόρη του Σοφία με το Χριστόφορο, το γιο του βασιλιά Ρωμανού,
θυμάται το γραμματικό Ευφήμιο που σατίριζε τραγουδιστά τη «γαρασδοειδή
εσθλαβωμένη όψη» του Νικήτα, που κόμπαζε στο παλάτι για την ευγενική πελοποννησιακή
καταγωγή του. Ο λόγος της κοροϊδίας ήταν, ότι τότε θεωρούσαν στη βασιλική
αυλή πως η Πελοπόννησος έβγαζε μάλλον ανθρώπους από κακή γενιά (δυσγενείς).
Το «σλαβόμουτρο» ο Νικήτας, αυτή η σημαντική λεπτομέρεια της ιστορίας,
δεν μπορούσε να θεωρείται ευγενής και να περηφανεύεται για την αρχαιοελληνική
καταγωγή του, καθώς το 10ο αιώνα, η Πελοπόννησος και η Ελλάδα
ήταν βάρβαρες χώρες, για τους κωνσταντινουπολίτες άρχοντες. Εδώ έχει ενδιαφέρον να δούμε τη θέση που παίρνει επί του προκειμένου,
ένας μεγάλος μεσαιωνοδίφης του 19ου αιώνα, ο
Charle Hopf. Ο Φραγκίσκος Ζαμβάλδης μετέφρασε σε καθαρεύουσα ένα τμήμα
από το έργο του Χοπφ και το δημοσίευσε το 1872. Ο Hopf γράφει, για την
πανούκλα του 746-747, πως υπήρξε ένα τρομερό θανατικό που ήρθε από τη Σικελία
και την Καλαβρία κι έπεσε πάνω στην Πελοπόννησο (πρώτα στη Μονεμβασία), στην
Ελλάδα και στα νησιά. Ο λοιμός «αφήρπαζεν άπαν το πλήθος» και «μόνον
ολίγοι εσώθησαν», «φεύγοντες από των λοιμοβλήτων χωρών». Και
συνεχίζει συνδέοντας το λοιμό με το σλάβικο εποικισμό της χώρας: «Καθ’ ον χρόνον ο λοιμός κατερήμου πάσαν την οικουμένην, η Ελλάς και η
Πελοπόννησος, κατά Κωνσταντίνον Πορφυρογέννητον ”εσθλαβώθη (πάσα η χώρα) και
γέγονε βάρβαρος”. Το «”εσθλαβώθη” όπερ είναι διά τον Φαλμεράυρ άλλο και
κύριον στήριγμα της θεωρίας του, υπελήφθη μεν συχνά ως η υποδούλωσις της
χώρας. αλλά εκτός τούτου ότι ανίσταται οίκοθεν το ζήτημα,
τίνες υπήρξαν οι τότε καταδουλώσαντες – όχι βέβαια οι Βυζαντινοί – ο
αυτοκρατορικός συγγραφέας παρέσχει παρευθείς την μαρτυρίαν, ότι ομιλεί περί
πραγματικού εκσλαβισμού, δηλαδή, περί της εισβολής και της εποικίσεως
βαρβάρων Σλάβων εν Ελλάδι και Πελοποννήσω. Διά τούτο ο περίφημος Γραμματικός
Ευφήμιος απεχαιρέτησε τον Πελοποννήσιον Νικήταν, τον υπανδρεύσαντα την εαυτού
θυγατέρα μετά του αυτοκρατορικού ηγεμόνος Χριστοφόρου (τελευτήσαντος τω 931)
και καυχωμένου επί τη ευγενεία, ή μάλλον επί τη αγενή αυτού καταγωγή, διό του
πολυθρυλλήτου σκωπτικού στίχου. “γαρασδοειδής όψις εσθλαβωμένη” (κατά τον
Φίνλαυ γαϊδαροειδής). Όλαι αι προσπάθειαι του ερμηνεύσαι άλλως πως ταύτην την
λέξιν, π.χ. facies in servitutem redacta (όψις
δεδουλωμένη) είναι τόσο εσφαλμέναι, ώστε είναι θαυμαστόν πως ηδυνήθη τις να
καταφύγη εις ταύτας. Η Πελοπόννησος εσθλαβώθη. αυτό είναι
αναντίρρητον. άρχων τις πελοποννήσιος, υπερήφανος διά τους
προγόνους του, ελοιδορήθη υπό φιλοπαίγμονος ανδρός διά την σλαβικήν καταγωγήν
του και τον ουκέτι εξαλειφθέντα σλαβικόν τύπον» [Καρόλου Χοπφ, Οι
Σλάβοι εν Ελλάδι, 1872, σελ. 27-28]. Ο γερμανός ιστορικός Ferdinand Gregorovius, στον πρώτο τόμο του έργο του
για τη μεσαιωνική ιστορία των Αθηνών [Geschichte der Stadt Athen im
Mittelalter, 1889, σελ. 111-114, 150], σχολιάζοντας τα
προαναφερόμενα από το βυζαντινό αυτοκράτορα γράφει: «Η άποψη των
βυζαντινών εθνογράφων ήταν, ότι τα κενά που δημιουργήθηκαν στο πληθυσμό της
ελληνικής στεριάς από εκείνη τη φοβερή επιδημία αναπληρώθηκαν από έναν ιδιαίτερα
μαζικό εποικισμό Σλάβων». Προσθέτει επίσης πως εκείνα τα χρόνια «σε
μια έκθεση που συνέταξε μια μοναχή για το ταξίδι του (επισκόπου) Wilibald ανάμεσα
στο 722 και 725, χαρακτηρίζεται η ακτή της Αργολίδας, όπου βρίσκεται η
Μονεμβασία ως tera slavinica». Παραπέμπει, όπως ο Gibbon, στο
σχόλιο της επιτομής του Στράβωνα «νυν πάσαν Ήπειρον και Ελλάδα και
Πελοπόννησον και Μακεδονίαν Σκύθαι Σλάβοι νέμονται» και καταλήγει
λέγοντας πως «ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος διηγείται για έναν επιφανή
άνδρα, το Νικήτα Ρενδάκιο από την Πελοπόννησο, ο οποίος συμπεθέρεψε με τον
οίκο του αυτοκράτορα Ρωμανού Λεκαπηνού και που ήταν περήφανος για την
ελληνική καταγωγή του, ότι η σλάβικη φυσιογνωμία του προκάλεσε τους
σαρκασμούς του βυζαντινού γραμματικού Ευφήμιου» [βλ. τις σελίδες 143-144
και 183 της μετάφρασης του Άγ. Τσάρα (1990)]. Ένας ακόμα γερμανός ιστορικός, ο Gustav Friedrich Hertzberg, γράφει για
εκείνους τους βυζαντινούς άρχοντες που «προυκάλουν ενίοτε το σκώμμα και
αυτών των εν Κωνσταντινουπόλει επί τη αξιώσει αυτών ως καταγομένων υπό των
αρχαίων Ελλήνων». Και στέκεται με τη σειρά του στην περίπτωση του Νικήτα.
Ο νεαρός δεσπότης Χριστόφορος, γιος του αυτοκράτορα Ρωμανού του Λεκαπηνού
(του πεθερού και συμβασιλέα του αυτοκράτορα Πορφυρογέννητου), το 923
παντρεύτηκε τη Σοφία, την κόρη του πατρικίου Νικήτα του Πελοποννήσιου. Ο
Νικήτας ήταν τόσο περήφανος για την «ψευδοελληνική καταγωγή» του ώστε
έκανε το γραμματικό Ευφήμιο να τον χλευάσει τραγουδιστά, με το σκωπτικό στίχο
για τη «σλάβική όψη». Το «verschmitztes Slavengesicht»
του Hertzberg για το «γαρασδοειδής όψις εσθλαβωμένη»
[βλ. Geschichte Griechenlands seit dem Absterben des antiken Lebens bis zur Gegenwart,
πρώτος τόμος, 1876, σελ. 253], ο μεταφραστής Παύλος Καρολίδης το αποδίδει
σωστά με το καθαρευουσιάνικο «η επίτριπτος αυτού Σλαυική όψις» [βλ.
σελ. 341-342 του πρώτου τόμου της μετάφρασης της Ιστορίας της Ελλάδος του
Χέρτσβεργ]. Αυτό το αρχαιοελληνικό «επίτριπτος», ο Γιάνναρης το
ερμηνεύει στο λεξικό του με το κατανοητό «τετραπέρατος, παμπόνηρος,
κατεργάρης», μεταφορικά [σελ. 847 του Μικρού Θησαυρού της
Ελληνικής Γλώσσης]. Η ταύτιση του «γαρασδοειδή» με το «γαϊδουρινή» είναι
άσχετη. Ο E. Sophocles που προτείνει αμήχανα το «ονώδης» βάζει
δίπλα του σωστά και ένα ερωτηματικό (?) [Greek lexicon of the Roman and Byzantine periods,
1900, σελ. 325]. O σλαβολόγος Franz Miklosich το «γαρασδοειδή» το
συνδέει με το γοράσδος, που είναι το παλαιοσλαβικό gorazdo και
ερμηνεύει το τελευταίο με το λατινικό peritus [Lexicon Palaeoslovenico,
1865, σελ. 137 & Etymologisches Wörterbuch, 1886, σελ. 73], που
σημαίνει «έμπειρος» [Κουμανούδης, Λατινοελληνικόν Λεξικόν, 1884, τομ.
Β’ σελ. 145]. Ο κορυφαίος γλωσσολόγος Gustav Mayer, αποδίδει το στιχάκι στα
γερμανικά ως «mit schlauem Gesicht” (με πονηρό
πρόσωπο) [Neugriechische Studien ΙΙ, 1894, σελ. 20]. Ο γερμανός
σλαβολόγος του μεσοπολέμου Max Vasmer μεταφράζει το «γαρασδοειδής
όψις εσθλαβωμένη» σαν «verschmitzt aussehendes Slavengesicht»
ή κάποιος που έχει τετραπέρατο σλάβικο πρόσωπο ή σλάβικη πανούργα φάτσα [Die
Slaven in Griechenland, 1941, σελ. 15]. Ο σλαβολόγος Φαίδων Μαλιγκούδης, σημειώνει πως παραλλαγές του σλαβικού
επιθέτου gorazdu (πονηρός), υπάρχουν σήμερα
στις ανατολικές και δυτικές σλάβικες γλώσσες, όχι όμως στις νότιες
[Σλάβοι στη μεσαιωνική Ελλάδα, 1988, σελ. 64]. Για το Νικήτα Ρεντάκιο,
υπογραμίζει επιπλέον πως το επώνυμό του είναι σλαβικό και προέρχεται από
το rediti, που σημαίνει βάζω σε σειρά, σε τάξη, κυβερνώ. Άρα «ρεντάκης»
είναι ο «κυβερνήτης» [σελ. 84, 123]. Το επώνυμο Ρεντάκης σώζεται σήμερα στα χωριά Πενταπλάτανος και Μελίσσι
στην περιοχή Γιαννιτσών. Ανθρώπινη και κατανοητή είναι για μας, η συμπεριφορά του σλαβικής
καταγωγής άρχοντα Νικήτα Ρεντάκη, που θεωρούσε εαυτόν απόγονο των αρχαίων
Ελλήνων και καμάρωνε γι’ αυτό. Η διαφορά του χτες και του σήμερα είναι, πως
μια τέτοια στάση υπήρξε κατά το μεσαίωνα αφορμή για να σπάσουν πλάκα (ή να
κάνουν καζούρα, επί το ρωμαιϊκότερο), ενώ στις μέρες τον κάθε Νικήτα τον
παίρνουν στα σοβαρά και τον τιμούν για την «ευγενική» καταγωγή του. |