Λεξικό των δανείων στη ρωμαίικη γλώσσα

   

 

Λεξικό των δανείων στη ρωμαίικη γλώσσα

από τα: λατινικά, βενετσιάνικα, ιταλικά, αραβικά, τούρκικα, σλάβικα, αλβανικά και βλάχικα

 

λέξεις που αρχίζουν από α-γ

 

Δημήτρη Λιθοξόου

 

2011-2013

 

 




βιβλιογραφία-πηγές

 

1527: Εισαγωγή νέα επιγραφομένη, ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΧΡΗΣΙΜΟΣ, ήγουν Στέφανος τίμιος, ώστε μαθείν, αναγινώσκειν, γράφειν, νοείν & λαλείν, την ιδιωτικήν, & την αττικήν γλώσσαν των γραικώνέτι δε και την γραμματικήν, & την ιδιωτικήν γλώσσαν των λατίνων μετά πάσης ευκολίας, & εν ολίγω χρόνω, και χωρίς διδασκάλου, πράγμα λίαν ωφέλιμον εις πάσαν τάξιν των ανθρώπων, συντεθειμένον και εις φως εκδοθέν παρά του επιτηδειοτάτου, και ευμηχανικού ανθρώπου Στεφάνου του εκ Σαβίου, του τυπωτού των ελληνικών, και των λατινικών γραμμάτων εν τη εκλαμπροτάτη πόλει των Ενετών, Venetiis MDXXVII.

 1614: Ioannis Meursi, glossarium graeco barbarum - In quo præter vocabula quinque millia quadringenta, officia atque dignitates imperij Constantinop. tam in palatio, quàm ecclesia aut militia, explicantur, & illustrantur, Lugduni Batavorum, apud L. Elzevirium, 1614.

1622: Vocabolario Italiano et Greco nel Quale si contiene come le voci Italiane si dicano in Greco Volgare, composto dal P. Girolamo Germano della Compagnia di GIESV, in Roma, per l’Herede di Bartolomeo Zanneti, 1622.

1635: Simone Portio, Λεξικόν Λατινικόν, Ρωμαίκον και Ελληνικόν, εις το οποίον τα λατινικά λόγια συμφωνούναι τα Ρωμαίκα, και τα Ελληνικά. Εσμίχθηκε με τούτο στο τέλος του βιβλίου άλλον ένα λεξικόπουλον, εις το οποίον τα Ρωμαίκα λόγια κατ αλφάβητον βαλμένα γυρίζονται πρώτα ελληνικά και απέκει Λατινικά - Dictionarium latinum, graeco-barbarum, et litterale, in quo dictionibus latinis suae quoque graecae linguae vernaculae necnon etiam litteralis voces respondentAccessit insuper aliud in calce operis dictionariolum, in quo prius ordine alphabetico dispositae vernaculae linguae graecae dictiones, graco-litterales, tum latinar redduntur, Parisiorum 1635.

1659: Θησαυρός της εγκυκλοπαιδικής βάσεως τετράγλωσσος μετά της των επιθέτων εκλογής, και διττού των λατινικών τε και Ιταλικών λέξεων πίνακος, εκ διαφόρων παλαιών τε και νεωτέρων λεξικών συλλεχθείς παρά Γερασίμου Βλάχου του Κρητός, Venetiis MDCLVIIII.

1688: Glossarium ad scriptores mediae et infimae Graecitatis,in quo graeca vocabula novatae significationis,aut usus rarioris,barbara,extica,ecclesiastica,liturgica,tactica,nomica,jatrica,botanica,chymica explicantur,eorum notiones & originationes reteguntur - E libris editis,ineditis veteribus monumentis - Accedit appendix ad glossarium mediae & infimae latinitatis, una cumbravi etymologico linguae gallicae ex utoque glossario, auctore Carlo Du Fresne, domino Du Cange, Lugduni.

1708: Joh. Mich. Langii D. , Philologiae Barbaro-Graecae, Typis &nImpensis Wilhelmi Kohlesii, Univs. Altdorf. Typogr., Noribergae 1709.

1709: Αλέξιος Σουμαβέραιος (Alessio da Somaverra), Θησαυρός της Ρωμαϊκής και της Φραγκικής γλώσσας ήγουν λεξικόν Ρωμαϊκόν και Φραγκικόν πλουσιώτατονΠαρίτζι (Parigi) MDCCIX.

1783: Λεξικό Ρωμαικόν απλούν περιέχον ρωμαικάς απλάς λέξεις με το πόθεν αυταί παράγονται, ήγουν από ποίαις γλώσσαις – εσυλλέχτηκεν εις το σχολείον (σεμινάριον) της Λαύρας της Αγίας Τριάδος, н. новикова 1783 года.

1790: Λεξικόν τρίγλωσσον της Γαλλικής, Ιταλικής και Ρωμαϊκής διαλέκτου, εις τόμους τρεις διηρημένον, συνερανισθέν παρά Γεωργίου Βεντότη, τόμος Γ' Ρωμαϊκο-Γαλλικο-Ιταλικός, Εν Βιέννη της Αουστρίας 1790.

1835: Λεξικόν της καθ' ημάς ελληνικής διαλέκτου, μεθηρμηνευμένης εις το αρχαίον ελληνικόν και το γαλλικόν μετά προσθήκης γεωγραφικού πίνακος των νεωτέρων και παλαιών ονομάτων, υπό Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου, εν Αθήναις, εκ του ιδιωτ. έργων τμήματος της Βασιλ. Τυπογραφίας, 1835.

1837: A Modern Greek and English Lexicon (to which prefixed an Epitome of Modern Greek Grammar), by the Rev. I. Lowndes, Inspector General of Schools in the Ionian Islands, Corfu 1837.

1840: Η Βαβυλωνία ή η κατά τόπους διαφθορά της ελληνικής γλώσσης, κωμωδία εις πράξεις πέντε, συγγραφείσα παρά Δ. Κ. Βυζαντίου (: Δημήτρης Κωνσταντινίδης Χατζή-Ασλάνης 1790-1853), έκδοσις δευτέρα, εν Αθήναις, εκ της τυπογραφίας Κωνστ. Καστόρχη, οδός Αιόλου, 1840

1857: Λεξικόν της καθ' ημάς ελληνικής διαλέκτου, μεθηρμηνευμένης εις το αρχαίον ελληνικόν και το γαλλικόν μετά προσθήκης γεωγραφικού πίνακος των νεωτέρων και παλαιών ονομάτων, έκδοσις δευτέρα επηυξημένη και διωρθωμένη, υπό Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου, Αθήνησι 1857.

1858: Ν. Κ. (Κονεμένος), Γλωσσάριον Ηπειρωτικής, περιοδικό Πανδώρα, Αθήναι 1858.

1859: Ν. Δ. (Νικόλαος Δραγούμης), Γλωσσάριον της καθ’ ημάς Ελληνικής, περιοδικό Πανδώρα, Αθήναι 1857-1859.

1860: Arnoldus Passow, Τραγούδια Ρωμαίκα Popularia Carmina Graeciae Recentioris, Lipsiae MDCCCLX.

1864: Συλλογή λέξεων, φράσεων και παροιμιών εν χρήσει παρά τοις σημερινής κατοίκοις της νήσου Κυθήρων, περιοδικό Πανδώρα, Αθήναι 1861-1864.

1866a: Γ. Γ. Παππαδοπούλου, Περί της ιταλικής επιρροής επί την δημοτικήν γλώσσαν των νεωτέρων Ελλήνων, περιοδικό Πανδώρα, Αθήναι 1866.

1866b: Συλλογή των κατά την Ήπειρον δημοτικών ασμάτων, υπό Γ. Χρ. Χασιώτου, εν Αθήναις 1866.

1872: Γλωσσάριον Λέσβιον, περιοδικό Πανδώρα, Αθήναι 1872.

1874a: Ηλία Τσιτσέλη, Γλωσσάριον Κεφαλληνίας, στα Νεοελληνικά Ανάλεκτα του περιοδικού Παρνασσός, τόμος δεύτερος, Αθήναι 1874.

1874b: Ι. Ν. Σταματέλος, Λευκάδια Διάλεκτος, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, σύγγραμμα περιοδικόν, τόμος Η’, εν Κωνσταντινουπόλει 1874.

1874c: Δημοσθένης Χαβιαράς, Συλλογή λέξεων και φράσεων εν χρήσει εν Σύμη, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, σύγγραμμα περιοδικόν, τόμος Η’, εν Κωνσταντινουπόλει 1874.

1874d: Ν. Γ. Πολίτης, Χιακή διάλεκτος - Γλωσσάριον, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, σύγγραμμα περιοδικόν, τόμος Η’, εν Κωνσταντινουπόλει 1874.

1874e: Σ. Μανασσεΐδης, Διάλεκτος Αίνου, Ίμβρου, Τενέδου - Λεξιλόγια, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, σύγγραμμα περιοδικόν, τόμος Η’, εν Κωνσταντινουπόλει 1874.

1874f: Ιωάννης Κ. Παγούνης, Ηπειρωτική Διάλεκτος - Γλωσσάριον, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, σύγγραμμα περιοδικόν, τόμος Η’, εν Κωνσταντινουπόλει 1874.

1876a: Anton Jeannaraki, Άσματα Κρήτης μετά διστίχων και παροιμιών, Leipzig 1876.

1876b: Θηραϊκής γης γλωσσολογικής ύλης, τεύχος Α’, ιδιωτικόν της θηραϊκής γλώσσης, υπό Νικολάου Πεταλά, Αθήνησι 1876.

1878a: Νέον λεξικόν Ελληνογαλλικόν υπό Κ. Βαρβάτη, Αθήνησι :παρά τω εκδότη Κ. Αντωνιάδη, 1878

1878b: Λεξικόν Ελληνοϊταλικόν, συνταχθέν υπό Μ. Π. Περίδου, Αθήναι 1878.

1884a: Βατταρισμοί ήτοι λεξιλόγιον της λειβησιανής διαλέκτου, υπό Μ. Ι. Μουσαίου, εν Αθήναις 1884.

1884b: Θ. Πούσιος, Συλλογή λέξεων, παραμυθιών, ασμάτων κτλ. του εν Ζαγορίω της Ηπείρου ελληνικού λαού, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, σύγγραμμα περιοδικόν, τόμος ΙΔ’, εν Κωνσταντινουπόλει 1884.

1884c: Ονοματολόγιον ναυτικόν, εν Αθήναις, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1884.

1887a: Αντωνίου Βάλληνδα, Πάρεργα φιλολογικά πονήματα, τεύχος Α’, εν Ερμουπόλει, τύποις Αδελφών Καμπάνη, 1887.

1887b: Περισυναγωγή γλωσσικής ύλης και εθίμων του ελληνικού λαού, ιδία δε του της Πελοποννήσου, υπό Π. Παπαζαφειρόπουλου, εν Πάτραις 1887.

1888a: Το χιακόν γλωσσάριον ήτοι η εν Χίω λαλουμένη γλώσσα, συνέγραψεν Α. Γ. Πασπάτης, εν Αθήναις 1888a.

1888b: Συλλογή λέξεων και διαφόρων δημοτικών ασμάτων της νήσου Νισύρου, υπό Γεωργίου Παπαδοπούλου, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, σύγγραμμα περιοδικόν, τόμος ΙΘ’, εν Κωνσταντινουπόλει 1888.

1891a: Τα Κυπριακά ήτοι γεωγραφία, ιστορία και γλώσσα της Κύπρου από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερον, υπό Αθανασίου Α. Σακελλαρίου, τόμος δεύτερος, Η εν Κύπρω γλώσσα, εν Αθήναις 1891.

1891b: Ήπειρος – Συλλογή, Κωνσταντίνου Βαρζώκα, Ζωγράφειος Αγών - Μνημεία της ελλ. αρχαιότητος ζώντα τω νυν ελληνικώ λαώ, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, εν Κωσταντινουπόλει 1891.

1891c: Νεοελληνικά ανάλεκτα της Ηπείρου, υπό Γεωργ. Δ. Ζηκίδου, Ζωγράφειος Αγών - Μνημεία της ελλ. αρχαιότητος ζώντα τω νυν ελληνικώ λαώ, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, εν Κωσταντινουπόλει 1891.

1891d: Εμ. Μανωλακάκη, Γλωσσική ύλη τη νήσου ΚαρπάθουΖωγράφειος Αγών - Μνημεία της ελλ. αρχαιότητος ζώντα τω νυν ελληνικώ λαώ, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, εν Κωσταντινουπόλει 1891.

1891e: Γεωργίου Παπαδοπούλου, Γλωσσική ύλη της νήσου ΝισύρουΖωγράφειος Αγών - Μνημεία της ελλ. αρχαιότητος ζώντα τω νυν ελληνικώ λαώ, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, εν Κωσταντινουπόλει 1891.

1891f: Δημ. Πουλάκης, Λεξιλόγιον Ικαρίας, Κρήνης κλπ., Ζωγράφειος Αγών - Μνημεία της ελλ. αρχαιότητος ζώντα τω νυν ελληνικώ λαώ, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, εν Κωσταντινουπόλει 1891.

1892: Μελέτη περί του γλωσσικού ιδιώματος Βελβεντού και των περιχώρων αυτού, υπό Ευθ. Μπουντώναεν Αθήναις 1892.

1894: Gustav Meyer, Neugriechische Studien, Sitzungsberichte der Kais, Akademie der Wissenschaften in Wien, Philosophisch-Historische Classe, Wien 1894-1895.

1896a: Δ. Πουλάκη, Λεξικόν ιδία της Σικίνου και τινων άλλων τόπωνΖωγράφειος Αγών - Μνημεία της ελλ. αρχαιότητος ζώντα τω νυν ελληνικώ λαώ, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, εν Κωσταντινουπόλει 1896.

1896b: Καρπαθιακά, περιέχοντα την τοπογραφίαν, ιστορίαν, αρχαιολογίαν, φυσικήν κατάστασιν, στατιστικήν, τοπωνυμίας της νήσου, ήθη και έθιμα, ιδιώματα της γλώσσης, λεξιλόγιον, δημοτικά άσματα και δημώδεις παροιμίας των κατοίκων αυτής, υπό Εμ. Μανωλακάκη, εν Αθήναις 1896.

1899: Ι. Σαραντίδου Αρχελάου, Η Σινασός ήτοι θέσις, ιστορία, ηθική και διανοητική κατάστασις, ήθη, έθιμα και γλώσσα της εν Καππαδοκία κωμοπόλεως Σινασού, εν Αθήναις 1899.

1903: Σπ. Αναγνώστου, Λεσβιακά ήτοι συλλογή λαογραφικών περί Λέσβου πραγματειών, εν Αθήναις 1903.

1905: Σταματίου Ψάλτου, Θρακικά ή μελέτη περί του γλωσσικού ιδιώματος της πόλεως Σαράντα Εκκλησιών, εν Αθήναις 1905.

1908: Φαίδωνος Ι. Κουκουλέ, Οινουντιακά ή μελέτη περί της ιστορίας, των ηθών και των εθίμων και του γλωσσικού ιδιώματος του Δήμου Οινούντος της επαρχίας Λακεδαίμονος, εν Χανίοις 1908.

1909: Π. Αραβαντινού, Ηπειρωτικόν γλωσσάριον, εν Αθήναις 1909.

1910: Λεξικόν ελληνογαλλικόν (και γαλλοελληνικόν) της λαλουμένης Ελληνικής γλώσσης (ήτοι καθαρευούσης και δημώδους) - Dictionnaire grec-francais et francais-grec, υπό Αντωνίου Ηπίτη, 3 τόμοι, εν Αθήναις 1908-1910.

1914: Περί της συγχρόνου Σαμίας διαλέκτου, πραγματεία βραβευθείσα εν τω διαγωνισμώ του 1912 της εν Αθήναις Γλωσσικής Εταιρείας, υπό Νικολάου Ι. Ζαφειρίου, εν Αθήναις 1914.

1915: Ευαγγέλου Παπαχατζή, Δοκίμιον του γλωσσικού ιδιώματος Καρύστου και των πέριξ και τα εν τω ιδιώματι γραπτά ή άγραφα μνημεία, βραβευθέν εν τω διαγωνισμώ της εν Αθήναις Γλωσσικής Εταιρίας, εν Αθήναις 1915.

1918: Γερασίμου Σαλβάνου, Μελέτη περί του γλωσσικού ιδιώματος των εν Κερκύρα Αργυράδων, εν Αθήναις 1918.

1921: Δημητρίου Σάρρου, Παρατηρήσεις εις το Ηπειρωτικόν Γλωσσάριον του Π. Αραβαντινού, 1920.

1923a: Μιχαήλ Δέφνερ, Λεξικόν της Τσακώνικης Διαλέκτου, εν Αθήναις 1923.

1923b: Θ. Χελδράιχ, Τα δημώδη ονόματα των φυτών προσδιοριζόμενα επιστημονικώς, εκδιδόμενα δε υπό Σπ. Μηλιαράκη, Αθήναι 1923.

1925: Σπύρου Μουσούρη (Φώτου Γιοφύλλη), Συλλογή δημώδους γλωσσικού υλικού εκ της πόλεως Ιθάκης, Ιθάκη 1925.

1926a: Κ. Άμαντου, Συμβολή εις το Χιακόν γλωσσάριον, εν Αθήναις 1926.

1926b: Θ. Χελδράιχ, Τα δημώδη ονόματα των φυτών προσδιοριζόμενα επιστημονικώς, εκδιδόμενα δε υπό Σπ. Μηλιαράκη, Β’ έκδοσις επηυξημένη και βελτιωμένη, Αθήναι 1926.

1931: Πέτρου Βλαστού, Συνώνυμα και συγγενικά, τέχνες και σύνεργα, Αθήνα 1931.

1933: Δημητρίου Πασχάλη, Ανδριακόν Γλωσσάριον ή λέξεις και φράσεις του γλωσσικού ιδιώματος της κοινής εν Άνδρω λαλιάς, εν Αθήναις, τυπογραφείον ΕΣΤΙΑ, 1933.

1934: Λεξικόν της νέας ελληνικής γλώσσης, ορθογραφικόν και ερμηνευτικόν, συνταχθέν υπό επιτροπής φιλολόγων και επιστημόνων, επιμέλεια Γεωργίου Ζευγώλη, έκδοσις ΠΡΩΙΑ, Αθήναι 1933-1934.

1938: Ευφροσύνης Σιδηροπούλου, Λεξιλόγιον Κοτυώρων, Αρχείον Πόντου Σύγγραμμα Περιοδικόν, τόμοι 2-8, Αθήναι 1929-1938.

1941: Κων. Α. Άμαντος, Προσθήκαι εις το Χιακόν γλωσσάριον και το Χιακόν τοπωνυμικόν, Λεξικογραφικόν Δελτίον Ακαδημίας Αθηνών, τόμος Γ’, Αθήναι 1941.

1946: Φιλ. Τζομπάρη, Γλωσσάρι ΣτενιμάχουΑρχείον του θρακικού λαογραφικού και γλωσσικού θησαυρού, τομ. ΙΒ', Αθήναι 1946

1957: Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν και εποπτικόν λεξικόν μετά πλήρους γλωσσικού, σημασιολογικού και ορθογραφικού λεξικού της ελληνικής γλώσσης, Μορφωτική Εταιρεία, Αθήναι 1957.

1960a: Κωνστ. Κουκκίδη, Λεξιλόγιον ελληνικών λέξεων παραγομένων εκ της τουρκικής, Αθήναι 1960.

1960b: Χρήστου Παπασταματίου-Μπαμπαλίτη, Ιδιωματικαί λέξεις Σουφλίου, Θρακικά Σύγγραμμα Περιοδικόν, αρ. 31, εν Αθήναις 1961.

1961: Επιτροπής φιλολόγων, Σύγχρονον ορθογραφικόν-ερμηνευτικόν λεξικόν της ελληνικής γλώσσης (καθαρευούσης-δημοτικής), επιμελητής ύλης Θεόκρ. Γούλας, Αθήναι 1961.

1962a: Θεολ. Βοσταντζόγλου, Αντιλεξικόν ή ονομαστικόν της νεοελληνικής γλώσσης, δευτέρα έκδοσις, Αθήναι.

1962b: Βρασίδα Καπετανάκη, Το λεξικό της πιάτσας (λαογραφικόν λεξικολογικόν απάνθισμα), έκδοσις Δευτέρα βελτιωμένη και επαυξημένη, Αθήνα 1962.

1962c: Χρίστου Γ. Γεωργίου, Το γλωσσικό ιδίωμα Γέρμα Καστοριά, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1962.

1963: Λεωνίδα Ζώη, Λεξικόν ιστορικόν και λαογραφικόν Ζακύνθου, τομ. Β’ λαογραφικόν, Αθήναι, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1963.

1964:Ευαγγέλου Αθ. Μπόγκα, Τα γλωσσικά ιδιώματα της Ηπείρου (Βορείου, Κεντρικής και Νοτίου), Α’ Γιαννιώτικο και άλλα λεξιλόγια, Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1964.

1966:Ευαγγέλου Αθ. Μπόγκα, Τα γλωσσικά ιδιώματα της Ηπείρου (Βορείου, Κεντρικής και Νοτίου), Β’ Γλωσσάρια Βορ. Ηπείρου, Θεσπρωτίας, Κόνιτσας κ.ά, Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1966.

1972: Νίκου Β. Κοσμά, Το γλωσσικό ιδίωμα του Λαγκαδά, Μακεδονικά, τόμος δωδέκατος, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1972.

1976: Μιλτιάδη Ι. Παπαϊωάννου, Το γλωσσάριο των Γρεβενών, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1976.

1978: Ανδρέας Στεφόπουλος, Το γλωσσάρι της Χρυσής Καστοριάς, Μακεδονικά, τόμος δέκατος όγδοος, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1978.

1981: Κώστα Ξεινού, Του νησιού μας η γλώσσα – γλωσσάρι της Ίμβρου, Θεσσαλονίκη 1981.

1982: Θανάση Παπαθανασόπουλου, Γλωσσάρι ρουμελιώτικης ντοπιολαλιάς, Αθήνα 1982.

1983a: Ν. Π. Ανδριώτη, Ετυμολογικό λεξικό της κοινής Νεοελληνικής, τρίτη έκδοση με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα, Θεσσαλονίκη 1983.

1983b: Ακακίας Κορδόση, Μιλήστε Μεσολογγίτικα, β’ έκδοση συμπληρωμένη, Αθήνα 1983.

1987a: Θανάση Κωστάκη, Λεξικό της τσακώνικης διαλέκτου, Ακαδημία Αθηνών, 3 τόμοι, Αθήνα 1986-1987.

1987b: Κώστα Μαυρομμάτη, Λεξικό τοπικών όρων και ιδιωματισμών Καναλιών Καρδίτσας, Θεσσαλονίκη 1987.

1988: Δ. Χ. Κοντονάτσιου, Η διάλεκτος της Λήμνου, εθνογλωσσολογική προσέγγιση, διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Σχολή Φιλοσοφική, Τμήμα Φιλολογίας, Θεσσαλονίκη 1988.

1992: Π. Χ. Δορμπαράκη, Το ιδίωμα της Δυτικής Κορινθίας – Γλωσσάριο, (σε συνέχειες στα περιοδικά Κορινθιακά, Αθήνα 19740-1979 και Κορινθιακή Ζωή, Κόρινθος, 1976-1980 και σαν παράρτημα στο βιβλίο των Π. Χ. Δορμπαράκη και Κασ. Πανουτσοπούλου, Η περιοχή της Ευρωστίνης Κορινθίας, Αθήνα 1992).

1995: Εμμανουήλ Κριαρά, Νέο ελληνικό λεξικό της σύγχρονης δημοτικής γλώσσας (γραπτής και προφορικής), Αθήνα 1995.

1996a: Απόστολου Δούκα Σαχίνη, Το καστοριανό γλωσσάρι, Καστοριά 1996.

1996b: Δημ. Λ. Κόμη (επιμέλεια), Κυθηραϊκό Λεξικό, Αθήνα 1996.

1998: Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 1998.

1999: Κυριάκου Δεληγιάννη, Κουβουκλιώτικα ένα μικρασιατικό γλωσσικό ιδίωμα, διδακτορική διατριβή, Αδελαΐδα Αυστραλίας 1999.

2001a: Πανταζή Κοντομίχη, Λεξικό του λευκαδίτικου ιδιώματος, Αθήνα 2001.

2001b: Αντώνιος Β. Ξανθινάκης, Λεξικό ερμηνευτικό και ετυμολογικό του δυτικοκρητικού γλωσσικού ιδιώματος, 2η έκδοση, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2001.

2001c: Νίκος Χρ. Αλιπράντης, Λεξικό των ιδιωμάτων και των εγγράφων της Πάρου, με τρεις μελέτες για τα ιδιώματα της Πάρου, Αθήνα 2001.

2002: Νίκος Γ. Τσικής, Γλωσσικά από το Πυργί της Χίου, Αθήνα 2002.

2003: Ερμιόνη Κοροσίδου-Καρρά, Τα ρομανικά (ιταλικά-γαλλικά) δάνεια στο σύγχρονο ιδίωμα της Ζακύνθου: λεξικολογικές επισημάνσεις (μορφολογία-σημασιολογία), διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 3003.

2006: Ευανθία Δούγα-Παπαδοπούλου & Χρήστος Τζιτζιλής, Το γλωσσικό ιδίωμα της ορεινής Πιερίας, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2006.

2008: Ρίκα Τζιαμπίρη-Στούπα, Ντοπιολαλιές (λέξεις και φράσεις από την τοπική διάλεκτο της περιοχής μας), Φιλοπρόοδος Σύλλογος Αγίου Κοσμά Γρεβενών «Ο Άγιος Αθανάσιος», Γρεβενά 2008.

2010: Χρήστος Παπαπαναγιώτου, Λεξιλόγιο και μορφολογική ανάλυση της γλωσσικής ποικιλίας του Νεοχωρίου Υπάτης, μεταπτυχιακή διατριβή, Πάτρα 2010.

2011: Γιώργος Αλβανός, Βασιλ'τσιώτ'κα λόγια - Λεξικό της ντοπιολαλιάς Βασιλικών Λέσβου: ετυμολογικό, ερμηνευτικό, λαογραφικό, Αθήνα 2011.

 

 

αβαέτι το | δοσίματα, επιδόματα | avait | τούρκικο

αβάζι το | η φωνή | avaz | τούρκικο

αβάζος ο | φωνακλάς, μεγαλόφωνος | avaz | τούρκικο

αβανάκης | βλάκας, αγαθιάρης, ανόητος | avanak | τούρκικο

αβανακλούκι | βλακεία, αγαθομάρα | avanaklık | τούρκικο

αβάνης | συκοφάντης, κακολόγος / άδικος | havan | αραβικό

αβανιά η / αβανία η | συκοφαντία, κακολογία / αδικία | avania | ιταλικό

αβάντα η | πλεονέκτημα / αθέμιτο κέρδος, κωλόκουρο / βοήθεια σε παράνομη πράξη | avantare | ιταλικό

αβαντάγιο το | κέρδος / θάρρος | avantagium | λατινικό

αβαντανλίκι το | το εργαλείο | avadanlık | τούρκικο

αβαντάριο το | σημειωματάριο | aventario | βενετσιάνικο

αβαντατζής ο | τρακαδόρος | avantacı | τούρκικο

αβάντζα η / αβάντσα η | προκαταβολή | avanzo | ιταλικό

αβαντζαδώρος | πιστωτής | avanzatore | ιταλικό

αβαντζάρω / αβαντσάρω / αβατζέρνω | υπερτερώ, πλειοδοτώ, αυξάνω | avanzare | ιταλικό

αβάντζο το / αβάντσο το | πλεόνασμα | avanzo | ιταλικό

αβάντζο το / αβάντσο το | κέρδος, όφελος | avanzo | ιταλικό

αβάντι / αβάντε | εμπρός | avanti | βενετσιάνικο

αβάρα | άπωσον | avara | τούρκικο

αβαραλούκι | αναδουλειά | avarelik | τούρκικο

αβαράρω | αποθώ πλοίο / αντιπιέζω | varare | ιταλικό

αβαράς | άπρακτος, αργόσχολος | avare | τούρκικο

αβαρία η | θαλασσοζημία | avaria | ιταλικό

αβαρίζι το / αβαρίτζι το | πολεμικός φόρος | avarız | τούρκικο

άβαρος | πλούσιος, τσιγκούνης, πλεονέκτης | avarus | λατινικό

αβελίδος | εξαντλημένος | avvilito | ιταλικό

αβελιμέντο  το | στεναχώρια / ανυπομονησία | avvelimento | ιταλικό

αβελίρω | παραζαλίζω | avellere | ιταλικό

αβελίρω | ξεφτιλίζω | avvilire | ιταλικό

αβεντόρος ο | πελάτης, αγοραστής | avventore | ιταλικό

αβεντούρα | συμφορά | aventura | ιταλικό

αβερτίρω | αναγγέλω, ειδοποιώ | avertir | βενετσιάνικο

αβέρτος | ανοιχτός, ευρύχωρος / ελεύθερος | averto | βενετσιάνικο

άβι το | κυνήγι | av | τούρκικο

αβιζαδόρος ο | κήρυκας | avvisatore | ιταλικό

αβιζάδος | ειδοποιημένος | avizado | βενετσιάνικο

αβιζαμέντο | αγγελία, παραγγελία, καταγγελία | avvisamento | ιταλικό

αβιζάρω | ειδοποιώ, ενημερώνω, παραγγέλω / νουθετώ | avisar | βενετσιάνικο

αβίζο το | είδηση, γνωστοποίηση | aviso | βενετσιάνικο

αβλαγάς ο | οικόπεδο κοντά στο σπίτι | avlağa | τούρκικο

αβλαμάς ο | καρτέρι, ενέδρα | avlama | τούρκικο

αβλαντίζω | κυνηγώ, παραμονεύω | avlamak | τούρκικο

αβόι | τόπι, μπάλα | avolio | βενετσιάνικο

αβοκάτος ο / αβουκάτος ο | δικηγόρος | avvocato | ιταλικό

αβόριο το | ελεφαντόδοντο | avorio | βενετσιάνικο

αβουκατλίκι το | δικηγορία | avukatlık | τούρκικο

αβτζής ο | κυνηγός | avcι | τούρκικο

αβτζιλίκι το | κυνήγι | avcılık | τούρκικο

αγάλδερ | μισθωτήριο κτήματος | galder | βενετσιάνικο

αγάλι & αγάλια | σιγά, σιγανά | eguale | ιταλικό

αγαλίκι | η εξουσία του αγά / η αρχοντιά | ağalık | τούρκικο

αγάντα | άντεχε, βάστα | agguanta | ιταλικό

αγαντάρω | συλλαμβάνω / βοηθώ / αντέχω | agguantare | ιταλικό

αγάρα | έχθρα, καβγάς | agara | ιταλικό

άγαρμπος | άκομψος, αδέξιος / ασκημομούρης, άσκημος / άνοστος, σαχλός / α + garbo (κομψότητα) | garbo | βενετσιάνικο

αγάς | άρχοντας, πρόκριτος, προεστός | ağa | τούρκικο

αγγούρι το |  το φυτό Cucumis sativus, δροσίτης, αμελέτητο, καστραβέτσι | agur | αραβικό

αγγούτικας ο | σβέρκος, λαιμός | akot' | σλάβικο

αγγρίφι το / αγκρίφι το | άγκιστρο / αγκάθι, αγκύλι / αγκίδα / απότομος βράχος | grifo | ιταλικό

αγερίνα η | η λεπτή άμμος του γιαλού | arena | ιταλικό

αγέρμανος ο | αγριόπαπια | germano | ιταλικό

αγιάζι το | δροσιά / παγωνιά / πάχνη / ξαστεριά | ayaz | τούρκικο

αγιάνης ο | προύχοντας, προεστός, πρόκριτος | âyan | τούρκικο

αγιάρι το | ρύθμιση, ρέγουλα / έλεγχος | ayar | τούρκικο

αγιαρντίζω | ξελογιάζω, παραπλανώ | ayartmak | τούρκικο

αγιλάκης ο / αϊλάκης ο | χασομέρης, τεμπέλης, ακαμάτης | aylak | τούρκικο

αγίλι το | μάντρα, χειμαδιό, στάνη, στρούγκα | ağıl | τούρκικο

αγιουτάντης ο | βοηθός / μαθητευόμενος / γραμματέας | aiutante | ιταλικό

αγιουτάρω | βοηθώ, ενισχύω, υποστηρίζω / ενθαρρύνω | aiutare | ιταλικό

αγιούτο το | βοήθεια, συνδρομή / κουράγιο / θάρρος | aiuto | βενετσιάνικο

αγκανάδος | οργισμένος, αγανακτισμένος | accanito | ιταλικό

αγκανάρω | εξαπατώ, συκοφαντώ / στεναχωρώ / εξαναγκάζω, καταπιέζω | ingannare | ιταλικό

αγκαρτώ | γκαρίζω | angırdım | τούρκικο

άγκαστα | επίτηδες | an kasden | τούρκικο

αγκέντες ο | μεσάζοντας, πράκτορας | agente | ιταλικό

άγκινας ο / αγκινάρι το / αγκίνι το | αρπάγη, γάντζος, τσιγκέλι / μπαστούνι | uncinus | λατινικό

αγκιόρνο | ενήμερα | a giorno | ιταλικό

αγκλαμίδα η | μικρό κουβάρι με νήμα | glomua | λατινικό

αγκλιά η | κουβάς, σίκλα, χαρκιά, μετάγγι, ανασυρτός / νεροκολοκύθα, φλασκί | anclare | λατινικό

αγκοράρω | αγκυροβολώ / εξασφαλίζομαι | ancorare | ιταλικό

αγκορέτα η | μικρή άγκυρα | ancoretta | ιταλικό

αγκούσα η | άσθμα, δύσπνοια / φούσκωση / καύσωνας / στεναχώρια | angossa | βενετσιάνικο

αγναεύω / αγνάρω / αγναντίζω | καταλαβαίνω, εννοώ | ağnamak | τούρκικο

αγντάς ο | χαλάουα / σιρόπι για γλυκό | ağda | τούρκικο

αγουστέλα η | είδος σύκου και είδος  απιδιού που ωριμάζουν τον Αύγουστο | agosto | ιταλικό

αγραβάνι το | το φυτό Ceratonia siliqua, χαρουπιά, καρουπιά, κουτσουπιά, κουντουριδιά, αγριοκερατιά, ξυλοκερατιά | erguvan | τούρκικο

αγραβάρω | επιβαρύνω / στεναχωρώ | aggravare | ιταλικό

αγράβιο το | φορολογία, επιβάρυνση | aggravio | ιταλικό

αγραμάς ο / αγραμάδα η | περίβολος / σωρός λιθάρια / κέντημα με κρόσσια | agraman | βενετσιάνικο

αγραμπαλώνω | γρατσουνίζω | grampa | ιταλικό

αδετούρης ο | ελεγκτής | auditore | ιταλικό

αζαλίκι το | το αξίωμα του αζά | azalık | τούρκικο

αζάμης | μέγιστος | âzam | τούρκικο

αζάπης  / άζαπος | ταλαίπωρος, δυστυχής / απεριόριστος / άγαμος / ατίθασος, άτακτος / ακροβολιστής του οθωμανικού στρατού | azap | τούρκικο

αζαρόλια η / αζαρόλα η / αζαρόλι το | Το δέντρο Crataegus azarolus, μεμετζιλιά, πέρκα, μπέρκα, κουδουμηλιά, αντρικοκιά | azzeruola | ιταλικό

αζάς ο | σύμβουλος, μέλος συμβουλίου επισήμων οθωμανικών οργάνων | aza | τούρκικο

αζάτης | ελεύθερος / άγαμος / ζόρικος | azat | τούρκικο

αζάτι το | απελευθέρωση, λύτρωση | azat | τούρκικο

αζατλής | ελευθερωμένος | azatlı | τούρκικο

άζι το | ευχή | arzu | τούρκικο

αζίκι το | φαγητό, προσφάγι | azık | τούρκικο

αζολέτα η | κουμπότρυπα | asoleta | βενετσιάνικο

άζουλα η | κόπιτσα | asala | βενετσιάνικο

αζούρα η | καούρα στο στομάχι | arsura | ιταλικό

αζούχι το | προμήθειες τροφίμων | azıklık | τούρκικο

αζουχλαεύω | προμηθεύω τρόφιμα σε ταξιδιώτη | azıklamak | τούρκικο

αΐδα η / αΐτα η / αγίτα η | βοήθεια, ενίσχυση / περίθαλψη | aida | βενετσιάνικο

αϊδάρι το / αϊδάριση η / αϊδάρισμα το | βοήθεια, αρωγή | aidar | βενετσιάνικο

αϊτάρω / αϊδάρω / αϊδέρνω | βοηθώ, επικουρώ | aitare | ιταλικό

ακατσία η | το φυτό Robinia pseudoacacia, ακακία | acacia | ιταλικό

ακιλής | μυαλωμένος, λογικός | akıllı | τούρκικο

ακίλι το | συμβουλή / νοημοσύνη | akıl | τούρκικο

ακιντές ο | γλύκισμα | akide | τούρκικο

ακιντζής ο | ιππέας του οθωμανικού στρατού | akıncı | τούρκικο

ακιστάρω | αποκτώ | acquistare | ιταλικό

ακίστο το | απόκτημα | acquisto | ιταλικό

ακομπανιαμέντο | συνοδεία μουσικού οργάνου | accopagnamento | ιταλικό

ακομπανιάρω | συνοδεύω | acompagnar | βενετσιάνικο

ακόντο το | λογαριασμός | acconto | ιταλικό

ακόντρα | αντίπρωρα | a contra | βενετσιάνικο

ακορδάρω | παρέχω, δίνω, βοηθώ | accordare | ιταλικό

ακόρντο | συμφωνία, αρμονία / συγχορδία | accordo | ιταλικό

ακορτζέρομαι | καταλαβαίνω, νιώθω, συναισθάνομαι | accorgersi | ιταλικό

ακοστάρω | πλευρίζω | accostare | ιταλικό

ακουαρέλα η | υδατογραφία | aquarela | βενετσιάνικο

ακουαφόρτε το | νιτρικό οξύ | acquaforte | ιταλικό

ακουζάρω | κατηγορώ, καταγγέλλω / προκαθορίζω | accusare | ιταλικό

ακουζάτορας ο / ακουζάτορος ο | κατήγορος, μηνυτής | accusatore | ιταλικό

ακουζάτος | κατηγορούμενος / προκαθορισμένος | accusato | ιταλικό

ακουμπέτι | τελικά, επιτέλους, τέλος πάντων, παρά ταύτα | akıbet | τούρκικο

ακουμπώ & ακουμπίζω | στηρίζομαι | accumbo | λατινικό

ακούτης ο | αυχένας | acuto | ιταλικό

ακούτος | οξύς, οξύτονος στη φωνή | acuto | ιταλικό

ακράνης ο | συνομήλικος, ισόβαθμος, φίλος | akran | τούρκικο

ακράπι το | σκορπιός | akreb | τούρκικο

ακταρμάς ο | μεταφορά, μετακόμιση, μεταφόρτωση / ανακάτεμα | aktarma | τούρκικο

ακταρντίζω / ακταρτίζω | μεταφέρω, μετακομίζω, μεταφορτώνω / ανακατεύω | aktarmak | τούρκικο

αλά | κατά τον τρόπο / κατά τη συνήθεια | alla | ιταλικό

άλα | εμπρός ! | ala | βενετσιάνικο

αλαβία | αμέσως / στο δρόμο | alla via | ιταλικό

αλάβρες | μακάρι, ο θεός να δώσει | allah versin | τούρκικο

αλάγι το / αλάι το | πλήθος, σύνολο, πομπή, ακολουθία, σωρός | alay | τούρκικο

αλακάπα | αντίστροφα, αντίθετα / αδιάφορα / αιφνιδιαστικά | alla cappa | ιταλικό

αλακρέγκα / αλαγρέκα | σύμφωνα το ιουλιανό ημερολόγιο | alla greca | ιταλικό

αλαλούμ το | σύγχυση | ulalum | αραβικό

αλαμπάντα η | αναστάτωση, αναταραχή / απόπατος, αναγκαίο, πόρεψη, χρεία, μέρος, καμπινές, χαλές, χεστερή, χεζουριό, αποχωρητήριο | alla banda | ιταλικό

αλαμπάρδα η / αλαμπαρδόνα η | μακρύ δόρυ / άσχημο θηλυκό  / γυναίκα αλανιάρα | alabarda | ιταλικό

αλαμπουρνέζικα | ακαταλαβίστικα, παράξενα, αλλόκοτα | alla Livorno (Liburnum) | ιταλικό

αλαμπρατσέτα | αγκαζέ | a braccetto | ιταλικό

αλάνα η | πλατεία, ανοιχτός χώρος, ξέφωτο | alan | τούρκικο

αλάνης ο / αλανιάρης ο / αλάνι το | αλήτης, άνθρωπος της αλάνας | alan | τούρκικο

αλαντετούρα | κατευθείαν, ολόισια | alla addirittura | ιταλικό

αλάργα | μακριά, απόμακρα / αραιά / λίγο-λίγο | a la larga | βενετσιάνικο

αλαργάρω / αλαργεύω | απομακρύνομαι, ξεμακραίνω | alargar | βενετσιάνικο

αλαρμίζω | ενοχλώ, πειράζω, ταράζω | allarmare | ιταλικό

αλάρω | τραβώ με σκοινί, ρυμουλκώ | alare | ιταλικό

αλάς | ασπρόμαυρος / ποικιλόχρωμος | ala | τούρκικο

αλατζαλής / αλατζιάτικος | παρδαλός, πολύχρωμος | alacalı | τούρκικο

αλατζάς ο | πολύχρωμος / ύφασμα με πολύχρωμες ραβδώσεις και τετράγωνα / ρούχο από πολύχρωμο ύφασμα | alaca | τούρκικο

αλατζατζής ο | αυτός που υφαίνει αλατζάδες | alacaci | τούρκικο

αλάτη η | φτερούγα | alata | ιταλικό

αλατορίζω / αλατουριάζω | χρησιμοποιώ το γάλα και άλλου βοσκού, μαζί με των δικών μου ζώων, για να φτιάξω τυρί, συνεταιρικά | alleato | ιταλικό

αλάφι το | φλόγα | alaz | τούρκικο

αλάφι το | φλυαρία | lâf | τούρκικο

αλάχ ο | θεός | allah | τούρκικο

αλεγραμέντο το | η ευθυμία, η διασκέδαση, το κέφι | allegramento | ιταλικό

αλεγράρω / αλεγρίζω | διασκεδάζω, ευθυμώ, φτιάχνω τη διάθεση | allegrare | ιταλικό

αλεγρία η | ευθυμία, χαρά, κέφι / ελευθερία | allegria | ιταλικό

αλέγρος | εύθυμος, χαρούμενος, κεφάτος | alegro | βενετσιάνικο

αλεγροσύνη η | χαρά, ευθυμία / ζωηρότητα | allegrezza | ιταλικό

αλέμι το | σημαία, λάβαρο / κεφαλομάντηλο | alem | τούρκικο

αλέμι το | διασκέδαση, γλέντι | âlem | τούρκικο

αλένιος | κόκκινος | al | τούρκικο

αλέστα | πρόθυμα, προσεκτικά, έτοιμα / αμέσως, γρήγορα | alla lesta | ιταλικό

αλεστάρω | προετοιμάζω, παρασκευάζω | allestare | ιταλικό

αλέστος | πρόθυμος, έτοιμος / ευκίνητος, γρήγορος | alesto | βενετσιάνικο

αλέτι το | εργαλείο, μαραφέτι | alet | τούρκικο

αλητάμπουρας | αλήτης + berrü (άντρας) | berrü  | αλβανικό

αλί / άλικος | κόκκινος | al | τούρκικο

αλιάδα η | σκορδαλιά | agliata | ιταλικό

αλιβερντίζω | αγοράζω για άλλον / προμηθεύω φτηνά | alıvermek | τούρκικο

αλιγαδούρα η | σχοινί φτιαγμένο από λυγιά, λυγαριά, λύγο | ligatura | ιταλικό

αλικοντίζω / αλικοντεύω | εμποδίζω, παρεμποδίζω / καθυστερώ / μεταπείθω, αποτρέπω | alıkoymak | τούρκικο

αλιμέντο το | διατροφή διαζυγίου | alimento | ιταλικό

αλιμπαρταρω | αναποδογυρίζω | ribaltare | ιταλικό

αλιμπερτά | ελεύθερα, απεριόριστα / ζώα που βόσκουν χωρίς τσοπάνη, | liberta | τούρκικο

αλιμπερτός | ανελεύθερος | liberto | τούρκικο

αλιντίζω | θίγομαι / παραφέρομαι / κυριεύομαι / σκιρτώ | alınmak | τούρκικο

αλισβερίσι το | δοσοληψία, συναλλαγή, νταραβέρι | alιşveriş | τούρκικο

αλισίβα η / αλισία η | σταχτόνερο, θολόσταχτη, αθουδιά, κατασταλαχτή, κατασταλαή, κατενή, πιπιλιά | lissia | βενετσιάνικο

αλκόβα η | εσοχή στον τοίχο με διαχωριστική κουρτίνα | alcova | ιταλικό

αλμάγκο | τουλάχιστον, τέλος πάντων, επί τέλους | almanco | ιταλικό

αλμένο | τουλάχιστον | almeno | ιταλικό

άλμπα η | χάραμα | alba | βενετσιάνικο

αλμπάνης ο | πεταλωτής | nalbant | τούρκικο

άλμπουρο το | κατάρτι | arboro & alboro | βενετσιάνικο

αλουμίνι το | λουμίνι, φυτίλι για καντήλι | lumin | βενετσιάνικο

αλπακάς ο | είδος λεπτού μάλλινου υφάσματος | alpaca | ισπανικό

αλταμάρω | κλυδωνίζομαι χωρίς να προχωρώ σε πλοίο / βαδίζω αργά με ζωηρές κινήσεις | alto mare | ιταλικό

αλτάνα η | παρτέρι με λουλούδια / πρασιά / ζαρτινιέρα / γλάστρα | altana | βενετσιάνικο

αλτάρι το / αλτάρε το | το άγιο βήμα, η αγία τράπεζα | altare | ιταλικό

αλτεράρομαι | συγχύζομαι, ταράζομαι | alterare | ιταλικό

άλτο / αλτάδο | το ύψος του διχτυού | alto | ιταλικό

άλτος | ψηλός / φημισμένος, δοξασμένος, ευγενής / πολύ μακρινός | altus | λατινικό

άλτσα η | κομμάτι δέρματος ή ξύλου στο ψίδι του καλαποδιού / σίδερο στις άκρες της σόλας των παπουτσιών, στις φτέρνες ή στις μύτες | alzo | ιταλικό

αλτσάκης | τιποτένιος, κάθαρμα | alçak | τούρκικο

αμάγκο | τουλάχιστον | almanco | ιταλικό

αμάδα η | πέτρα πλακουτσωτή σα δίσκος / μεγάλος σκληρός βόλος / μεγάλος σκληρός σβόλος | al matt | ιταλικό

αμάκα η | τράκα, τσάμπα / αρπαγή, κλεψιά | a maca | βενετσιάνικο

αμάν | επιφώνημα για λύπη, στεναχώρια / θαυμασμό, έκπληξη / έλεος | aman | τούρκικο

αμανάτι το / αμανέτι το | παρακαταθήκη, ενέχυρο / φροντίδα ατόμου / ταχυδρομικό δέμα | emanet | τούρκικο

αμανές ο | αργόσυρτο παραπονιάρικο τραγούδι / δίστιχο που διαβάζουν στον κλήδονα | emane | τούρκικο

αμανετζής o | ιδιωτικός ταχυδρόμος | emanetaçi | τούρκικο

αμέλι το | πράξη, ενέργεια | amel | τούρκικο

αμέντε | λάβε τα μέτρα σου / έχε κατά νου | a mente | βενετσιάνικο

αμέτι-μουχαμέτι | πεισματικά | amet muhabbet | τούρκικο

άμια η | θεία | amia | βενετσιάνικο

αμίκος ο | φίλος | amico | ιταλικό

αμίρα η | στόχαστρο | mıra | ιταλικό

αμιράλης ο | ναύαρχος | amiral | τούρκικο

αμιράλιος ο / αρμιράγιος ο | ναύαρχος | amiraglio | βενετσιάνικο

αμιράς / αμίρης ο | άραβας άρχοντας / αρχηγός | amir | αραβικό

άμιτο το | κεφαλομάντηλο | ammitto | ιταλικό

αμολάρω / αμολέρνω / αμολώ | αφήνω, εγκαταλείπω / ελευθερώνω / φεύγω / χαλαρώνω | ammollare | ιταλικό

αμόντε | μάταια, ανώφελα / χαμένα | a monte | ιταλικό

αμοράτος | εραστής | amorato | ιταλικό

αμόρε το | έρωτας, αγάπη / εραστής ή ερωμένη | amore | ιταλικό

αμορίδα η | αγαπητικιά, φιλενάδα, γκόμενα, ερωμένη | amoretto | ιταλικό

αμορίζω | έχω ερωμένη | amoreggiare | ιταλικό

αμορίλα η | τεμπελιά / ανικανότητα / κακοτυχία | mora | ιταλικό

αμορόζα η | ερωμένη, αγαπητικιά, γκόμενα | amorosa | ιταλικό

αμορόζα η | περίδεσμος των ιστίων, ακροδέα | borose | βενετσιάνικο

αμορόζος ο | εραστής, αγαπητικός, γκόμενος | amoroso | βενετσιάνικο

άμουλα η | μπουκάλι, φιάλη | amola | ιταλικό

αμπαζούδα η | κυρία | božur' | σλάβικο

άμπακας ο / άμπακος ο | αβάκιο / άμμος / πλήθος πραγμάτων / μεγάλη ποσότητα φαγητού / σοφός | abbaco | ιταλικό

αμπακίστας ο | λογιστής | abachista | ιταλικό

αμπαλάρω | συσκευάζω | abballare | ιταλικό

αμπανόζι το / αμπανός ο | έβενος | abanoz | τούρκικο

αμπαντάρω | εκτιμώ, προσέχω | abbadare | ιταλικό

αμπαντονάρω / αμπαντονεύω | αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ / παραμελώ | abandonar | βενετσιάνικο

αμπάρα η | σύρτης, μάνταλος, μαναβέλα, περάτης, καντινάτσο, σίδερο | barra | ιταλικό

αμπάρι το | αποθήκη ξύλινη ή χτιστή για φύλαξη αγροτικών προϊόντων / το κύτος του πλοίου | ambar | τούρκικο

αμπάριζα η | παιδικό παιχνίδι, λέγεται και έμπατος ή καλές ή σκλαβάκια | ambarezë | αλβανικό

αμπαρτζής ο | αποθηκάριος | ambarcı | τούρκικο

αμπάς ο | χοντρό μάλλινο ύφασμα / χοντρή μάλλινη κάπα βοσκών και αγροτών | aba | τούρκικο

αμπασά η | διάβαση, μπάσιμο | passada | βενετσιάνικο

αμπασάδα | δουλειά, θέλημα / παραγγελιά | ambassada | βενετσιάνικο

αμπασαδόρος | αγγελιαφόρος, αποκρισάριος / αυτός που κάνει το θέλημα, τη δουλειά / εργάτης | ambassador | βενετσιάνικο

αμπάσο | χαμηλά, κάτω | abbasso | ιταλικό

αμπάστα η | σχεδιασμένη ραφή | basta | ιταλικό

αμπατζής | αυτός που φτιάχνει ή πουλάει αμπάδες | abaci | τούρκικο

αμπελέτσα | παίρνω το παιδί στην πλάτη, καλικούτσα, όπαλα, αγκάνια | amplesso | ιταλικό

αμπέρι το / αμπεριά η | το φυτό Acacia farnesiana γαζία, γαντζία | amber | τούρκικο

αμπιτάδος | κατοικημένος | abitado | βενετσιάνικο

άμπιτο το | νυφικό, φουστάνι πολυτελείας, βελέσι | abito | βενετσιάνικο

αμπλά η | μεγαλύτερη αδερφή / θεία, άμια / σεβαστή ηλικιωμένη | abla | τούρκικο

αμπλάκης ο | αμούστακος νεαρός / αγαθός / βλάκας | ablak | τούρκικο

αμπντέστι το | Το πλύσιμο του μουσουλμάνου πριν προσευχηθεί | abdest | τούρκικο

αμπονάδα η | θέση κλεισμένη, προσωπική | abonar | βενετσιάνικο

αμπονάτος | τακτικός επισκέπτης / εκμισθωμένος / όνομα κόκκινου πετρόψαρου | abonato | βενετσιάνικο

αμπονόρα | νωρίς | bonora | βενετσιάνικο

αμπουγάδα η | μπουγάδα | bugada | βενετσιάνικο

αμπούλα η / άμπουλα η | μποτίλια, μπουκάλι, φιάλη | ampulla | λατινικό

αμπουριάζω / αμπουρίζω | αχνίζω, ατμίζω | abureádzà | βλάχικο

αμπουρνελιά | το δέντρο Prunus domestica, μπουρνελιά, δαμασκηνιά, κορομηλιά, τζανεριά, κουμηλίά | brunella | ιταλικό

άμπουρος ο / άμπουρας ο / άμπρος ο | ατμός, αχνός | aburu | βλάχικο

άμπρα η / άμπαρι το / άμπαρο το | ήλεκτρο, κεχριμπάρι / εξαιρετική μυρουδιά | ambra | ιταλικό

αμπράζης ο | καχεκτικός / βάναυσος / άτακτος | ebras | αραβικό

αμπράκαμος ο | χάντρα κεχριμπάρι / το κολιέ, το περιδέραιο | ambracane | ιταλικό

άμπρα-κατάμπρα | «μαγική» λέξη | abracadabra | ιταλικό

αμπρακώνω | βάζω κάτω από τη μασχάλη | imbracciare | ιταλικό

αμπρατσάρω | αγκαλιάζω | abrazzar | βενετσιάνικο

αναβαντάγιο το | παράρτημα, πρόσθεμα | avvantaggio | ιταλικό

ανακαράς ο | μουσικό όργανο | nakkare | τούρκικο

αναμουρεύω | μουσμουρεύω, γοητεύω, ερωτεύομαι | innamorare | ιταλικό

αναμπουμπούλα η / αναμπαμπούλα η  | ανακατωσούρα / αναστάτωση / σύγχυση / ταραχή | ala babula | βενετσιάνικο

αναντάμ-μπαμπαντάμ | από παλιά (από μάνα και πατέρα), από καταγωγή | anadan babadan | τούρκικο

ανασόνι το / ανασονιά η | το φυτό Pimpinella anisum, γλυκάνισο, άνισο | anason | τούρκικο

αναφακάς ο | διατροφή διαζυγίου | nafaka | τούρκικο

αναφιλά | μάταια, άσκοπα, τσάμπα | nafile | τούρκικο

ανελέντο το | αρνάκι | agnelletto | ιταλικό

ανελέτα η | στρογγυλό σκουλαρίκι / διάτρητο στρογγυλό κόσμημα / η βέργα, το χέρι του κανταριού / το μάσκουλο του παράθυρου | anelletta | ιταλικό

ανέλο το / ανέλα α | ο μεγάλος κρίκος της άγκυρας / ο κρίκος του λουριού στο όπλο | anelo | βενετσιάνικο

ανίλα η | νίλα, ζημιά, παίδεμα | an’ilia | βλάχικο

άνιμα η | ψυχή | anima | ιταλικό

ανουνσιάζω | αναγγέλω | annunziare | ιταλικό

αντακόνω / αντακιάζω | αρχίζω κάτι | antaccare | ιταλικό

ανταλέτι το | δικαιοσύνη | adalet | τούρκικο

ανταλής ο | νησιώτης | adalι | τούρκικο

αντάμης ο | πραγματικός άνθρωπος / αντρειωμένος, γενναίος | adam | τούρκικο

αντάντε | αργά | andante | ιταλικό

αντάρε | πηγαίνω | andar | βενετσιάνικο

αντάσορας | μετά ταύτα | andan sonra | τούρκικο

αντάτζιο | αργά | adagio | ιταλικό

άντε / άιντε | εμπρός / πηγαίνετε | haydi | τούρκικο

αντένα | κεραία / γαστροκνημία ή αγκούλα | antena | βενετσιάνικο

αντενάτος ο | πρόγονος | antenato | βενετσιάνικο

αντερί το | μακρύ αντρικό φόρεμα / κελεμπία / εσώρουχο του παπά | entari | τούρκικο

αντετά | κατάλληλα, ταιριαστά | adatto | ιταλικό

αντέτι το | έθιμο, συνήθειο | âdet | τούρκικο

άντζα / άντζακι | μόλις / σπάνια | ancak | τούρκικο

άντζα η / άντσα η | κνήμη, καλάμι / γαστροκνημία, αγκούλα, γάμπα / πέλμα, χοιρομέρι | ancia | λατινικό

αντζίνα η | συνάχι, φαρυγγίτιδα | angina | ιταλικό

αντζούγια η | παστός γαύρος / χαψί | acciuga | ιταλικό

αντζούρι το / αντσούρι το | το φυτό Cucumis sativus, ξυλάγγουρο | acur | τούρκικο

αντιβινιαριστικά | κατ’ εικασία | indivinare | ιταλικό

αντίδι το | το φυτό Cichorium endivia, πικρομάρουλο, ρίτσα, ήμερο ραδίκι | intubus | λατινικό

αντίκα η | παλιό αντικείμενο αξίας | antica | ιταλικό

αντικάμαρα η | προθάλαμος | anticamara | βενετσιάνικο

αντίκος | παλιός, αρχαίος | antico | ιταλικό

αντίο | αποχαιρετισμός | adio | βενετσιάνικο

αντρές ο / αντρέ το | διάδρομος σπιτιού | antrata | ιταλικό

άντσι | αντιθέτως | anzi | βενετσιάνικο

αξαμάρι το / άξαμο το | μέτρο | examen | λατινικό

αξάμι το | σούρουπο, βραδάκι | akşam | τούρκικο

αξίγκι το / αξούγκι το | ξίγκι | axungia | λατινικό

απαλαρέα η | πιάτο, γαβάθα | apallarea | λατινικό

απαντονιάρω / απαντώ | υποχωρώ, απαυδίζω | abbandonare | ιταλικό

απαράρω | προστατεύω, προφυλάσσω | parare | ιταλικό

απαράτο το | φαινόμενο / συμβάν, γεγονός | apparato | ιταλικό

απαρθενεύω | ανήκω / μου χρειάζεται | appartenere | ιταλικό

απαρταμέντο το | διαμέρισμα | appartamento | ιταλικό

απελάρω | κάνω έφεση | appelare | ιταλικό

απένα | μόλις, λίγο πριν | a pena | βενετσιάνικο

απερτούρα η | ευκαιρία | apertura | ιταλικό

απίκο / απίκου | κάθετα / επί τόπου / έτοιμα / αμέσως / ακριβώς / πρόθυμα | a pico | βενετσιάνικο

απλάδενα η / απλάδα η | πλαδένα, πιατέλα, πιατέρα, πινακιά, τσανάκα | piadena | βενετσιάνικο

αποσίμπελο | πιθανό | possibile | ιταλικό

απόστα | επίτηδες | aposta | βενετσιάνικο

αποστάρω | ξανοίγω, παραμονεύω | appostare | ιταλικό

απούντο | ακριβώς, στην ώρα του | appunto | ιταλικό

Απρίλης ο |  ο τέταρτος μήνας του χρόνου | Aprilis | λατινικό

απροπόζιτιο | επί τη ευκαιρία | a proposito | βενετσιάνικο

απτάλης | χαζός, κουτός, βλάκας | aptal | τούρκικο

άρα η | δίχτυ για πιάσιμο μικρών πουλιών | ara | βενετσιάνικο

αραγκιό το | το σωστό / η κοινωνική θέση / η σειρά | a ragione | ιταλικό

αραγκιονάδος | σωστός / δίκαιος | ragionato | ιταλικό

αράδα η, αράδι το | σειρά, στοίχος / γραμμή / κατάσταση | arada | βενετσιάνικο

αραλίκι το | χαραμάδα, χαραγματιά, ρωγμή, σχισμή / χουζούρι, ξεκούραση / ησυχία  | aralιk | τούρκικο

αραμπάς ο | κάρο, αμάξι | araba | τούρκικο

αραμπατζής ο | αμαξάς, καροτσέρης | arabacι | τούρκικο

αραμπούπλιακο το | αναστάτωση, οχλοκρατία | repubblica | ιταλικό

αραντέβω / αραέβω / αραντίζω | γυρεύω, αναζητώ, ζητώ, ερεθνώ | aramak | τούρκικο

αράντισμα το | ψάξιμο, αναζήτηση, έρευνα | arama | τούρκικο

Αράπης ο | νέγρος, μαύρος | Arap | τούρκικο

αραστάς ο | δρόμος με ομοειδή μαγαζιά | arasta | τούρκικο

αργανέλο το | αγκυροσπάστης, βαρούλκο | arganello | ιταλικό

αργάτα η | αγώνας ταχύτητας | argata | ιταλικό

αργεντός | αργυρός, ασημένιος | argenteus | λατινικό

αργιλές ο | ναργιλές | nargile | τούρκικο

αρδίνι το | σειρά κλημάτων | redina | σλάβικο

αρεδόσο το | απάνεμο μέρος, αξανεμιά, ανεμοσκεπή | redosso | βενετσιάνικο

αρέκια η | είδος λαϊκού τραγουδιού | rechia | βενετσιάνικο

αρένα η | άμμος, αμμουδιά | arena | ιταλικό

αρεστάδος | κρατούμενος | arrestato | ιταλικό

αρεστάρω | συλλαμβάνω | arrestare | ιταλικό

αρέστο το | σύλληψη, κράτηση | arresto | ιταλικό

αρέτα η | μέρος του πλοίου | aretta | ιταλικό

αρζουχάλι το | αίτηση ή αναφορά προς της αρχές / ραδιουργία | arzuhal | τούρκικο

άρι το | φιλότιμο / ντροπή | ar | τούρκικο

άρια η | μορφή, σχήμα / αέρας / τραγουδάκι / μουσικός ήχος | aria | βενετσιάνικο

αριάνι το / αϊράνι το | ξινόγαλο | ayran | τούρκικο

αριβάρω | φτάνω, έρχομαι / σώνω / καταντώ / καταπλέω | arivar | βενετσιάνικο

αριβεντέρτσι | στο επανιδείν | arrivederci | ιταλικό

αρίγκα η | ρέγκα | aringa | ιταλικό

αριλής | φιλότιμος  / γενναίος | ar | τούρκικο

αρισμάρης ο | το φυτό Rosmarinus officinalis, δεντρολίβανο, διοσμαρίνι | rosmarino | ιταλικό

αρίτσιος ο | σκατζόχειρος | aričiu | βλάχικο

άρκα η | τάφος, μνήμα | arca | λατινικό

αρκαντάσης ο / αρκαντάσι το | φίλος, σύντροφος | arkadaş | τούρκικο

αρκαντασλίκι το | φιλία, συναναστροφή, συντροφιά | arkadaşlık | τούρκικο

αρκάς ο | νώτα, ράχη, πλάτη / το πίσω μέρος | arka | τούρκικο

αρκάτος ο | πεζοπόρος χωρίς αποσκευές / αζάτης | arcatus | λατινικό

αρκίβιο το | αρχείο | archivio | βενετσιάνικο

αρκιμπούζι το | τουφέκι | archibugio | ιταλικό

άρκλα η | τάφος, μνήμα | arcula | λατινικό

άρκλα η / άρκουλα η | ντουλάπι / κιβώτιο, δοχείο / συρτάρι / τάφος, μνήμα | arcula | λατινικό

αρκομάντο το | επιχείρημα, τεκμήριο | argomento | ιταλικό

αρκουμπούζο το / αρκιμπούζι το / αρκεβούζιο το | παλιό πολεμικό όπλο | arcobugio | βενετσιάνικο

αρλανεύκουμαι | ντρέπομαι | arlanmak | τούρκικο

αρλία η | δεισιδαιμονία | arlia | ιταλικό

αρλούμπα η | σαχλαμάρα, κουταμάρα, ανοησία | burla | ιταλικό

άρμα η | οικόσημο / γένος / μάντρα ζώων / όπλο | arma | βενετσιάνικο

αρμαγάς ο / αρμαγάδα η | δώρο, χάρισμα, πεσκέσι | armağan | τούρκικο

αρμάδα η | πολεμικός στόλος | armada | βενετσιάνικο

αρμαδόρος | αυτός που ράβει τα πανιά και βρίσκει  τα αναγκαία εξαρτήματα για το πλοίο | armador | βενετσιάνικο

αρμαδούρα η | η σκαλμοδόκη του πλοίου / εργαλειοθήκη του μαραγκού | armadura | βενετσιάνικο

αρμαμέντο το | πολεμικό πλοίο / ελαφρύ όπλο / κάθε χρήσιμο αντικείμενο | armamento | ιταλικό

αρμάνι το | δάσος, λόγγος, ρουμάνι | orman | τούρκικο

αρμάρι το | οπλοθήκη / ντουλάπι / ρουχοθήκη | armario | βενετσιάνικο

αρμάτα η | πανοπλία / πολεμικός στόλος / τα γυναικεία στολίδια / ακριβά ρούχα | armada | βενετσιάνικο

αρματώνω | εξοπλίζω | armare | ιταλικό

αρμόνικα η | φυσαρμόνικα | armonica | ιταλικό

αρμούτι το | απίδι, αχλάδι | armut | τούρκικο

άρμπα η | χάραμα | alba | ιταλικό

αρμπακανέλα η | το φυτό Pelargonium fragrans, κανέλα | erba canela | βενετσιάνικο

αρμπαρόριζα η / αλμανόριζα η / αρμπιρόλα η | φυτό Pelargoniun roseum, μοσχομολόχα | erba rosa | ιταλικό

αρμπεντές ο | τσακωμός, καυγάς, φασαρία | arbede | τούρκικο

άρμπουρο το | κατάρτι | arboro & alboro | βενετσιάνικο

Αρναούτης ο | Aρβανίτης, Αλβανός | Arnavut | τούρκικο

αρντίτσι το / αρδίτσι το | το δέντρο Juniperus communis, αγριοκυπαρίσσι | ardıç | τούρκικο

αρόδο | παραμονή του σκάφους έξω από το αγκυροβόλιο / μακριά, αλάργα | arodo | βενετσιάνικο

άρπα η | έγχορδο μουσικό όργανο | arpa | ιταλικό

άρπεζα η | σιδερένιο δοκάρι οικοδομής | arpese | βενετσιάνικο

αρσανάς ο / αρσενάς ο | ταρσανάς, ναυπηγείο | arzana | βενετσιάνικο

αρσάρα η | μικρή πόρτα | artera | ιταλικό

αρσίζης | αδιάντροπος, αναιδής, θρασύς, αναίσχυντος, ξετσίπωτος, αισχρός | arsız | τούρκικο

αρσιζλαεύω | φέρομαι αδιάντροπα, ξετσίπωτα | arsızlaşmak | τούρκικο

αρσιζλίκι το / αρσιζιά η | αδιαντροπιά, αναίδεια, θρασύτητα, αναισχυντία, ξετσιπωσιά / πονηριά | arsızlık | τούρκικο

αρτελαρία η | πυροβολικό | artelaria | βενετσιάνικο

αρτένα η | το πουλί Puffinus cinereus / άπληστος άνθρωπος | arten | ιταλικό

αρτζεντίνα η | λουλούδα, ξελογιασμένη, φιλήδονη γυναίκα | arzentina | βενετσιάνικο

αρτζουαλτζής ο | γραμματικός, αιτησιογράφος artillerie artiglieria | arzuhalci | τούρκικο

αρτζουχάλι το / αρτζουάλι το | αίτηση | arzuhal | τούρκικο

αρτίκ | πια, πλέον | artık | τούρκικο

αρτιλιέρης ο | πυροβολητής | artigliere | ιταλικό

αρτιμάς ο / αρτίρντισμα το | αβγάτισμα,  αύξηση, πολλαπλασιασμός | artıma | τούρκικο

αρτιντίζω / αρτιρίσκω / αρτουρεύω / αρτερίζω | αυγατίζω, αυξάνω, πολλαπλασιάζω | artımak | τούρκικο

αρτίστας ο | καλλιτέχνης | artista | βενετσιάνικο

αρτσέντο | καυτερό | arzente | ιταλικό

αρτσέρα η | φεγγίτης | arciera | ιταλικό

ασαλίρω | εφορμώ | assalire | ιταλικό

ασβέλτο | γρήγορα | svelto | ιταλικό

ασβός ο / ασβούνι το | το θηλαστικό Meles taxus, άρκαλος | jazv’ | σλαβικό

ασγαβάδα η | τρέτουλας / παιδικό παιχνίδι, αλλού λέγεται σβούρος | sgambada | βενετσιάνικο

ασένιο | σύμφωνα, εντάξει, όπου πρέπει | a segno | ιταλικό

ασής ο | αποστάτης, αντάρτης, κινηματίας, στατιαστής | asi | τούρκικο

ασιακιαρέ | φανερά, ανοιχτά | aşikâre | τούρκικο

ασίκης ο | εραστής, αγαπητικός / βάρδος | aşιk | τούρκικο

ασίκι το | κότσι, αστράγαλος | aşιk | τούρκικο

ασικλίκι το | ερωτικό / κομψότητα / προκλητικότητα / παλικαριά | aşιklιk | τούρκικο

ασιλά | ποτέ, ουδέποτε | asla | τούρκικο

ασιλίκι το | αρχοντιά, ευγενική καταγωγή | asillik | τούρκικο

ασίλιος | πραγματικός | asıl | τούρκικο

ασιναλίκι το | γνωριμία / συναναστροφή | aşınaklık | τούρκικο

ασίνο το | γαϊδούρι | asino | ιταλικό

ασιχτίρ | α γαμήσου! | siktirmek | τούρκικο

ασκαρντί | παρά λίγο | az kardı | τούρκικο

ασκέρι το | στρατός | asker | τούρκικο

ασκουλσούν | μπράβο, εύγε | aşkolsun | τούρκικο

ασλάνι το | λιοντάρι | aslan | τούρκικο

ασμάς ο | κληματαριά, κλήμα | asma | τούρκικο

άσος ο | άξονας του κάρου | asso | βενετσιάνικο

ασουρές ο | είδος γλυκίσματος με στάρι και σταφίδες, βαρβάρα | aşure | τούρκικο

ασπάσο το | περίπατος | a spasso | βενετσιάνικο

ασπετάρω | περιμένω | aspetar | βενετσιάνικο

άσπρο το | παλιό οθωμανικό νόμισμα | aspra | λατινικό

άσπρος | λευκός | asper | λατινικό

άστα η | δοκάρι, κοντάρι για σημαία | asta | ιταλικό

άστα η | το κοντάρι της σημαίας / το ξύλο της απόχης / κυρτό ξύλο της πλώρης / ο απόλυτος πλειστηριασμός | asta | ιταλικό

αστάρι το | φόδρα ρούχων / επίστρωση, επικάλυψη / πρώτη βαφή | astar | τούρκικο

ασταρλίκι το | υλικό κατάλληλο για φόδρα | astarlık | τούρκικο

ασταρτζής ο | κατασκευαστής ή πωλητής ασταριών | astarcı | τούρκικο

ασταρώνω | φοδράρω | astarmak | τούρκικο

αστούτος | πονηρός | astuto | ιταλικό

αστράχα η / αστρακιά η | στρέχα & οστρέχα / ακρόστεγο, γείσο / υδρορροή στέγης, ρέντα / κενό κάτω από τη στέγη, ανακάλυβο, περίπατος | straha | σλάβικο

ατακάρω | κολλώ | atacar | βενετσιάνικο

ατέντος | προσεκτικός, έτοιμος | atento | βενετσιάνικο

ατζαμής ο | αδέξιος, αρχάριος, πρωτάρης | acami | τούρκικο

ατζαμλίκι το / ατζαμωσύνη η | αδεξιότητα, αδεξιότητα, απειρία | acemilik | τούρκικο

άτζαμπα / άτζεμπα / άζμπα | άραγε, τάχα, μήπως | acaba | τούρκικο

ατζαρντάρω | τολμώ | azardar | βενετσιάνικο

ατζάρντο το | κίνδυνος, τόλμη | azardo | βενετσιάνικο

ατζελές ο | βιασύνη, φούρια | acele | τούρκικο

ατζέμικος | πέρσικος | Acem | τούρκικο

ατζέμ-πιλάφ | πιλάφι μαγειρεμένο με πέρσικο τρόπο | Acem | τούρκικο

άτζουρας ο | χαντάκι ανάμεσα σ δυο αμπέλια | čur' | σλάβικο

άτι το | άλογο ιππασίας, φαρί | at | τούρκικο

ατλάζι το | στιλπνό μεταξωτό ύφασμα | atlas | τούρκικο

ατλής ο | καβαλάρης, ιππέας, έφιππος | atlı | τούρκικο

άτο το | νεύμα, χειρονομία, κίνηση | ato | βενετσιάνικο

ατσάλι το | χάλυβας | azzal | βενετσιάνικο

άτσαλος | άκομψος / απρόσεκτος / ανίκανος / κακός | azzele | ιταλικό

ατσετάρω | δέχομαι, καταδέχομαι, παραδέχομαι | acetar | βενετσιάνικο

ατσέτο το | ξίδι | aceto | ιταλικό

Ατσίγγανος ο | Τσιγγάνος, Γύφτος, Κατσίβελος | Zingano | ιταλικό

ατσιντέντε | συμβάν, γεγονός / ατύχημα | acidente | βενετσιάνικο

άτσιρος | ο γεμάτο νερό λάκκος, γύρω από το δέντρο | giro | ιταλικό

ατσιτάρω | ξεσηκώνω, προκαλώ | agitare | ιταλικό

ατσουμπάς ο | δαίμονας, ξωτικό, θαύμα, παράξενο | acibe | τούρκικο

Αύγουστος ο | ο όγδοος μήνας του χρόνου | Augustus | λατινικό

άφεριμ | μπράβο, εύγε | aferim | τούρκικο

αφερμάρω | βεβαιώνω, επικυρώνω | affermare | ιταλικό

αφιδάρω | εμπιστεύομαι | affidare | ιταλικό

αφιόνι το | όπιο / το φυτό Papaver somniferum, άγρια παπαρούνα, ύπνος | afyon | τούρκικο

άφουρα η | μεγάλο δοχείο για κρασί |   | ιταλικό

αφουτσιά η | παλάμη, χούφτα, φούχτα | avuç | τούρκικο

αφρόντο το | προσβολή | afronto | βενετσιάνικο

αχλαντίζω | αναστενάζω | ahlamak | τούρκικο

αχμάκης ο | χαζός, βλάκας, ηλίθιος / αγαθός, αφελής/ αδέξιος, άπειρος | ahmak | τούρκικο

άχου | συφορά ! | ahu | τούρκικο

αχούρι το | στάβλος, αχυρώνα | ahır | τούρκικο

αχουρτζής ο | σταβλίτης | ahırcı | τούρκικο

αχταρεύω | ανακατεύω / σκαλίζω | aktarmak | τούρκικο

αχτάρης ο | ψιλικατζής / έμπορος μπαχαρικών / μυροπώλης | aktar | τούρκικο

αχταρμάς ο / αχτάρεμα το | ανακάτεμα, μετακόμιση, μεταφορά / σκάψιμο, σκάλισμα | aktarma | τούρκικο

αχταρμιάζω | μεταφέρω, κουβαλώ / ανακατεύω | aktarmak | τούρκικο

άχτι το | πάθος για εκδίκηση, μνησικακία / μεγάλος πόθος | ahd | τούρκικο

αχτιμάνι το | φροντίδα, έγνοια | ahtiman | τούρκικο

αχτναμές ο | συνθήκη | ahitname | τούρκικο

βάβα η / βαβά η | γιαγιά, καλή, καλομάνα, κυρούλα, λαλά, μάμη, μανή, μανίτσα, νόνα | baba | σλάβικο

βαβουκλί το | μπαμπακερό ρούχο | pambuklu | τούρκικο

βαβούλι το | μπουμπούκι / κουκούλι | valvoli  | λατινικό

βάβω η | μπάμπω, γριά | babo | σλάβικο

βαγαπόντης ο | μπαγαμπόντης, κατεργάρης, απατεώνας | vagabondo | ιταλικό

βαγένι το / βαγένα η | βαρέλι | vagan  | σλάβικο

βάγια η / βάγισα η | βυζάστρα, παραμάνα, μαμή, νταντά | balia  | βενετσιάνικο

βαγιόλι το | πετσέτα / κεφαλομάντηλο | tovagliuolo | ιταλικό

βάγκα η | αυλάκι, χαντάκι | vanga | ιταλικό

βαγκίζω | σκάβω | vangare | ιταλικό

βαγονέτο το | μικρό βαγόνι | vagonetto | ιταλικό

βαγόνι το | όχημα, άμαξα | vagone | ιταλικό

βάδα η | μάρκα (χαρτοπαιξία) / εγγύηση / έξοδο / ζημιά | vada | ιταλικό

βαζγετίζω / βαργετίζω / βαργεστώ | παραιτούμαι / αφήνω / αποκάμνω / παραβλέπω / δυσαρεστούμαι | vargestim | τούρκικο

βαζέτο το | βάζο-φυσιγγιοθήκη | vasetto | ιταλικό

βάζο το / βάζος ο | ανθοδοχείο | vaso | ιταλικό

βάι | επιφώνημα λύπης, πόνου, χαράς, θαυμασμού | vay | τούρκικο

βάιζα η | κόρη, κορίτσι, θυγατέρα | vajzë | αλβανικό

βάιλας ο / βαΐλας ο | άρχοντας, κυβερνήτης | bailo | ιταλικό

βάκα η | χοντρή γυναίκα, σαν αγελάδα | vacca | ιταλικό

βακαλάος ο | μπακαλιάρος | baccalà | ιταλικό

βακάντσα η | διακοπή | vacanza | ιταλικό

βακέτα η | βοδινό δέρμα | vacheta  | βενετσιάνικο

βακίτι το / βαχούτι το / βάχτι το | καιρός | vakit | τούρκικο

βάκλα η | ραβδί | baculum | λατινικό

βακούφης ο | προσκυνητής | vâkıf | τούρκικο

βακούφι το / βάκφι το | εκκλησιαστική ακίνητη περιουσία  | vakιf  | τούρκικο

βακουφτζής ο | εκμεταλλευτής βακουφιού | vakıfcı | τούρκικο

βάκρα η / βάκρενα η / βάκρεσια η / βακρό το | πρόβατο με άσπρο σώμα και μαύρα κεφάλι-πόδια ή με μαύρες βούλες | vakra | αλβανικο

βακώνω | παχαίνω, χοντραίνω, γίνομαι σαν αγελάδα | vacca | ιταλικό

βάλα η / βάλη η | κοιλάδα / μικρός όρμος, κόλπος | valle | ιταλικό

βαλάι / βαλαΐ / βαλαχί | μα το θεό | vallahi | τούρκικο

βαλαΐ-μπιλαΐ | ναι, μα το θεό / εντάξει | vallah billah | τούρκικο

βαλαόρα η | περιοχή κατάλληλη για βοσκή | valaora | βλάχικο

Βαλαχάδες οι / Βαλαάδες οι | ή Μεσημέρηδες, οι μουσουλμάνοι Ρομιοί της περιοχής Γρεβενών (πριν το 1923) | vallahi | τούρκικο

βαλεριάνα η / βαλεριάνη η | το φυτό Valeriana Dioscoridis, αγριοζαμπούκος, μυριστική, καλαμοκάνα | valeriana | ιταλικό

βάλη η | θάρρος, γενναιότητα | vaglia | ιταλικό

βαλής ο | νομάρχης | vali  | τούρκικο

βάλια τα | κατορθώματα / περιπέτειες / στεναχώριες, βάσανα, στρούσια | vaglia | ιταλικό

βαλιδέ η / βαλιντέ η | μάνα, μητέρα | valide | τούρκικο

βαλίδικο | χωράφι καρπερό, ψωμερό, μαξουλίδικο, γεννηταρούδικο | valido | ιταλικό

βαλίζω | χορεύω | ballo | ιταλικό

βαλίτσα η / βαλίτζα η | ταξιδιωτικός σάκος | valigia | ιταλικό

Βαλκάνια τα | δασωμένο βουνό | balkan  | τούρκικο

βαλμάς ο | ζωέμπορας / αλογάρης | valmo | σλάβικο

βαλτζής ο | μπαλτζής, μελισσοκόμος | balcι | τούρκικο

βάλτος ο / βάλτα η | έλος, τέλμα | baltë | αλβανικό

βανίλια η | η αρωματική ουσία από το φυτό Vanilla planifolia | vaniglia | ιταλικό

βαντές ο | προθεσμία, διορία | vade | τούρκικο

βαντιέρα η | δίσκος σερβιρίσματος ποτών | vantiera | βενετσιάνικο

βαντσάρω | αβαντσάρω, αβαντζάρω, υπερτερώ, πλειοδοτώ, αυξάνω | avanzare | ιταλικό

βαπόρι το | παπόρι, ατμόπλοιο | vapore | ιταλικό

βαράκι το | λεπτό φύλλο χρυσού, μαλαματόφυλλο | varak | τούρκικο

βαρβάτος | μη ευνουχισμένος (για ζώο) / αρχιδάτος, αβγάτος | barbatus  | λατινικό

βαργεστισιά η | δυσαρέσκεια | vazgeçti | τούρκικο

βάρδα | προσοχή / μακριά / παραμέρισε | varda  | βενετσιάνικο

βαρδαζέντα η | είδος σκοινιού | varda gente | βενετσιάνικο

βαρδάκι το | κύπελο, ποτήρι | bardak | τούρκικο

βαρδαλάντζα η | η κεραία του λεμβούχου, όπου δένονται οι βάρκες | varda lancia | βενετσιάνικο

βαρδαμάνα η / βαρδαμάς ο | στήριγμα χεριών σε σκάλα / είδος σκοινιού | varda mano | βενετσιάνικο

βαρδάρης ο | παγερός βορειοδυτικός άνεμος (Μακεδονία) | vardar  | σλάβικο

βαρδάρω | προφυλάσσω, απομακρύνω, αποφεύγω, διστάζω | vardar | βενετσιάνικο

βαρδάσα η / βαρδασιά η / βαρδανιά η | το φυτό Prunus domestica, δαμασκηνιά, μπουρνελιά, τζανεριά, κουμηλιά, αγριοπρουνελιά | verdazzo | βενετσιάνικο

βαρδατέντα η | το πλευρικό σχοινί που στηρίζει τη σκηνή | varda tenda | βενετσιάνικο

βαρδαφόγος ο | προώστης (ναυτικός όρος) | varda fogo | βενετσιάνικο

βάρδια η | βαρδιόλα, φρουρά, καραούλι / ομάδα εργασίας | vardia | βενετσιάνικο

βαρδιάνος ο | φρουρός, σκοπός, φύλακας | vardiano | βενετσιάνικο

βαρδιάτορας ο | φρουρός, σκοπός, φύλακας | vardiatore | βενετσιάνικο

βάρδος ο | ποιητής | bardo | ιταλικό

βάρδουλο το | πετσί που πάνω του ράβεται η σόλα παπουτσιού | vardolo  | βενετσιάνικο

βαρέλι το / βαρέλα η | ξύλινο στρογγυλό δοχείο | verella | ιταλικό

βαρελότο το | κροτίδα | barilotto  | ιταλικό

βάρκα η / βαρκί το | λέμβος, φελούκα, καΐκι | barca | λατινικό

βαρκάδα η | περίπατος με βάρκα | barcada  | βενετσιάνικο

βαρκαρόλα η | είδος τραγουδιού | barcarola | βενετσιάνικο

βάρκος | υγρός | vlagë | αλβανικό

βαρόσι το | προάστειο | varoš | σλάβικο

βασιβουζούκος ο | μπασιμπουζούκος, άτακτος στρατιώτης του οθωμανικού στρατού | başιbozuk | τούρκικο

βασιγέτι το | διαθήκη | vasiyet | τούρκικο

βαστάζος | χαμάλης | bastazo | βενετσιάνικο

βάτα η | φόδρα των ώμων | ovata  | βενετσιάνικο

βατάνι το | πατρίδα | vatan | τούρκικο

βατίστα η | μπατίστα, λινό πολυτελές ύφασμα | batista | ιταλικό

βάτρα η | στια | vatra | σλάβικο

βατράλι το | σίδερο ή ξύλο για το βγάλσιμο και το σπρώξιμο των κάρβουνων στο φούρνο | vatral | σλάβικο

βατσέλι το | λεκάνη / δίσκος εκκλησίας / μονάδα μέτρησης δημητριακών | vasello  | ιταλικό

βατσίνα η / βατσίνι το | δαμαλίδα / μπόλι | vaccina  | ιταλικό

βατσινάρω / βατσινιάζω | φελιάζω, μπολιάζω | vaccinare | ιταλικό

βαχ | επιφώνυμα λύπης ή συμπόνιας  | vah  | τούρκικο

βγανιά η | αβανιά, συκοφαντία | avania | ιταλικό

βεγγαλικά τα | πυροτεχνήματα | bengala | ιταλικό

βεγγέρα η | αποσπερίδα, αποσπέρι, εσπεροκάθισμα, νυχτέρι | veggheria | ιταλικό

βεδούρα η / βεδούρι το / βεντούρι το  βέντρα η | καρδάρα, καρδάρι, βουτσέλι | vedro | σλάβικο

βεζβεσές ο | υποψία | vesvese | τούρκικο

βεζενές ο / βεζινές ο / βεζνές ο | ζυγαριά. πλάστιγγα | vezne | τούρκικο

βεζίρης ο | πρωθυπουργός / παιδικό παιχνίδι, ασίκι, αστράγαλος | vezir  | τούρκικο

βέης ο | μπέης | bey | τούρκικο

βέκια η | γριά | veccia | ιταλικό

βεκίλης ο | αντιπρόσωπος, επίτροπος | vekil | τούρκικο

βεκιλιχάρζης | οικονόμος, φροντιστής | vekilharç | τούρκικο

βέκιος ο | γέρος | veccio | ιταλικό

βελάδα η | ρεντικότα, φράκο | velada | βενετσιάνικο

βελέντζα η / βελέντσα η | χοντρό μάλλινο υφαντό κλινοσκέπασμα, φλοκάτη | velense | τούρκικο

βελέσι το | μπαμπάκι / μεσοφόρι, μεσοφούστανο / φουστάνι, άμπιτο | valessio | βενετσιάνικο

βελέτα η | δαντέλα για το κεφάλι | veleta | βενετσιάνικο

βελής ο | συγγενής / άγιος | veli | τούρκικο

βελιόνι το | χοροεσπερίδα, ξενύχτι | veglion | βενετσιάνικο

βελίτσα η / βέλιτσα η | μπέλιτσα / πρόβατο με άσπρο πρόσωπο / ποικιλία σταριού | belica | σλάβικο

βέλο το | τούλι, κρέπι, πέπλο | velo | βενετσιάνικο

βελούδο το | κατιφές, είδος πολυτελούς υφάσματος | veludo | βενετσιάνικο

βένα η / βήνα η | φλέβα | vena | ιταλικό

βενετσιάνικος | βενέτικος | veneziano  | ιταλικό

βεντάλια η / βεντάγια η / βέντουλα η | ριπίδι | ventáglio | ιταλικό

βεντέμα η / βεδέμα η | τρύγος / φούρια / μεγάλη σοδιά / ο μήνας Σεπτέμβρης, Τρυγητής | vendema | βενετσιάνικο

βεντέτα η | δημοφιλής καλλιτέχνης | vedetta | ιταλικό

βεντέτα η | εκδίκηση φόνου | vendetta | ιταλικό

βέντιτα η | πελατεία, κατανάλωση | vendita | βενετσιάνικο

βέντο | άνεμος | vento | ιταλικό

βεντούζα η | μικρό γυάλινο ποτήρι (λαϊκή ιατρική) | ventosa  | βενετσιάνικο

Βεντσιάνος ο / Βενετσάνος ο | ο κάτοικος της Βενετίας | Venezian | βενετσιάνικο

βέρα η | ανακωχή | viera | σλάβικο

βέρα η | δαχτυλίδι αρραβώνα και γάμου, αρραβώνας, βέργα, βεργέτα | vera | βενετσιάνικο

βεραμέντε / βαραμέντε | αληθινά, βέβαια | veramente | ιταλικό

βεράνι το / βιράνι το | ερείπιο | viran | τούρκικο

βεράντα η | εξώστης, μπαλκόνι | veranda  | ιταλικό

βεράτι το | διάταγμα, δίπλωμα | berat | τούρκικο

βερβελιά η / βερβέλα | κακαράντζα, προβατσουλιά | vervella | λατινικό

βερβερές ο | ταραχή, αναστάτωση | velvele | τούρκικο

βερβερίτσα η / βερβέρα η | σκίουρος | ververica  | σλάβικο

βέργα η | βίτσα, ράβδος, ραβδί | verga | ιταλικό

βεργέτα η | βέρα / στρογγυλό σκουλαρίκι | veghetta | ιταλικό

βεργί το | φόρος | vergi | τούρκικο

βεργινάδι το / βεργινάδα η / βεργέτα η | φοράδα που δεν έχει γεννήσει | vergine | ιταλικό

βερδούνι το | το πουλί φλώρος (chloris) | verdone | ιταλικό

βερέμης ο | φθισικός, φυματικός, χτικιάρης / κιτρινιάρης | veremli | τούρκικο

βερέμι το | φυματίωση, χτικιό, μαράζι | verem | τούρκικο

βερές ο | παράδοση, παραδοχή | vere | τούρκικο

βερεσέ το / βερεσές ο | πίστωση | veresiye | τούρκικο

βερεσετζής ο | αυτός που αγοράζει με πίστωση | veresici | τούρκικο

βερικοκιά η | το φυτό Prunus armeniaca, καϊσιά, πρικοκιά, ζαρταλουδιά | berkuk  | αραβικό

βερίνα η | το στρίψιμο του σχοινιού ή της άγκυρας | verina | ιταλικό

βερνίκι το | λούστρο | vernicium | λατινικό

βέρος | γνήσιος, αληθινός, ντόμπρος | vero  | βενετσιάνικο

βέρσο το | στίχος / κελάηδημα | verso | ιταλικό

βερτζέτο το | λάχανο, μάπα | verzeta | βενετσιάνικο

βερτζί | αγνός, παρθένος, καθαρός | vergine | ιταλικό

βερτόνι το | βέλος / δόρυ, ακόντιο | vertone | ιταλικό

βέστα η | μακρύ γυναικείο φόρεμα | vesta | βενετσιάνικο

βετεράνος ο | απόμαχος | veteranus | λατινικό

βετονική η | το φυτό Betonica, πριονίτης | betonica | λατινικό

βετούλι το / βέτουλας ο | χρονιάρικο κατσίκι | vitulus | λατινικό

βετσέρνικος | βραδινό αεράκι | večer | σλάβκο

βιάντζο το / βιάτζο το | περίπατος, βόλτα | viaggio | βενετσιάνικο

βίβα | ζήτω | viva | βενετσιάνικο

βιβάρι το | διβάρι, γιβάρι, λιβάρι, ιχθυοτροφείο | vivarium | λατινικό

βιγκόνια | μπιγκόνια | bigonia | ιταλικό

βίγλα η | σκοπιά, παρατηρητήριο | vigilia  | λατινικό

βιγλάτορας ο / βιγλάρης ο | σκοπός, φρουρός | vigilator | λατινικό

βιγλίζω / βιγλάρω /βιγλεύω | παρατηρώ, επιτηρώ, εποπτεύω | vigilο | λατινικό

βίδα η | κοχλίας | vida | βενετσιάνικο

βιδάνιο το / βαδάνι το | γκανιότα | vadagno | βενετσιάνικο

βιδέλο το | μοσχαρίσιο κρέας ή δέρμα | vitello  | ιταλικό

βιδόνι το | εργαλείο του μαραγκού | vidon | βενετσιάνικο

βίδρα η / βύδρα η | ποταμόσκυλο, σκυλοπόταμο, νερόσκυλο | vidra | σλάβικο

βίζα η | θεώρηση διαβατηρίου | visa | ιταλικό

βιζικάντι το / βιζιγάντι το | είδος έμπλαστρου, τσιρότου | vissigante | βενετσιάνικο

βιζικατόρι το | είδος έμπλαστρου, τσιρότου | vescicatorio | ιταλικό

βίζιτα η | επίσκεψη | visita | ιταλικό

βιζιτάρω | επισκέπτομαι | visitare | ιταλικό

βικάκι το | δισάκι | bisaccium | λατινικό

βικάριος ο | τοποτηρητής, επίτροπος καθολικού επίσκοπου | vicarius | λατινικό

βίκος ο | το φυτό Vicia sativa, αγριοκουκιά, αγραδιά, γάρφος | vicia | λατινικό

βίλα η | πιρούνα | vila | σλάβικο

βίλα η | έπαυλη | villa | ιταλικό

βιλαέτι το | γενική διοίκηση, νομαρχία | vilayet  | τούρκικο

βιλάνος ο / βιλιάνος ο | αγρότης, χωρικός / άξεστος, αγροίκος | villano | ιταλικό

βιλάρι το / βηλάρι το / βηλάρα η | ύφασμα του αργαλειού / δέμα, τόπι υφάσματος/ διασίδι, στημόνι | velarium | λατινικό

βιόλα η | έγχορδο μουσικό όργανο | viola | ιταλικό

βιόλα η | το φυτό Viola canina, βιολέτα | viola | λατινικό

βιολέτα η | το φυτό Viola odorata, μενεξές, γιαούλι, γιούλι, βιολέτα, μανουσάκι, ίτσο | violetta | ιταλικό

βιολί το | έγχορδο μουσικό όργανο | violin | βενετσιάνικο

βιολοντσέλο το |  έγχορδο μουσικό όργανο | violoncello | ιταλικό

βιολούνι το | βιολί | violone | ιταλικό

βίρα | τράβα, σήκωσε / γρήγορα / συνέχεια | vira  | βενετσιάνικο

βιράνι το / βιρανές ο | ερείπιο / άφρακτο | virane | τούρκικο

βιράνικος | έρημος, ρημαγμένος / ακαλλιέργητος, χέρσος | viran | τούρκικο

βιράρω | σύρω, τραβώ, σηκώνω | virar  | βενετσιάνικο

βιρός ο | τέλμα | vir | σλάβικο

βιρτουόζος ο | δεξιοτέχνης οργανοπαίχτης | virtuoso | ιταλικό

βίσαλο το / βήσαλο | χαλίκι / κομμάτι κεραμικό | besalis | λατινικό

βίσεκτος / βίσεχτος | δίσεκτος, δίσεχτος | bisextus | λατινικό

βισκοπάτο το | επισκοπή | vescovado | ιταλικό

βιστιρώ | πρασαράζω, προσκρούω (για πλοίο) | investire | ιταλικό

βίτα η | πολύχρωμο υφαντό ζωνάρι / καλτσοδέτα | vitta | λατινικό

βιτουριέρος ο | νικητής | vittoria | ιταλικό

βιτριόλι το | θειικό οξύ | vitriolo | ιταλικό

βίτσα η  | βέργα | vica | σλάβικο

βιτσίλα η / βίτσιλας ο | γιτσίλα, ιτσίλα, είδος αετού | albicilla | λατινικό

βίτσιο το | κακή συνήθεια, διαστροφή | vizio | ιταλικό

βιτσιόζος | αυτός που έχει βίτσια | vizioso | ιταλικό

βλάγκο | άσπρο | bianco | ιταλικό

βλάμης ο | αδερφοποιτός, σταυραδερφός, μπράτιμος | vëllam | αλβανικό

βλάτα η / βλατί το | κατσαρίδα / βλογιά / ιλαρά / ανεμοπύρι / σημάδι / μεταξωτό πανί, πολυτελές ρούχο / πολύτιμο πράγμα | blatta | λατινικό

Βλάχος ο | Αρουμάνος | Vlah | σλάβικο

βόγα η | κωπηλασία | voga | ιταλικό

βογάρω | κωπηλατώ / πλέω ολοταχώς / ενεργώ | vogare | ιταλικό

βοεβόδας ο / βοϊβόδας ο | έπαρχος / πρόκριτος, άρχοντας | voivoda | σλάβικο

βολκός ο / βουλκός ο | είδος διχτιού | vlak | σλάβικο

βόλτα η / βολίτα η | περίπατος, αναγυρίδα, απογυρίδα / γύρος, στροφή | volta | ιταλικό

βολτάγιο το | αναστροφή πλοίου | voltaggio | ιταλικό

βολτάρω | σεριανώ, τριγυρίζω | voltare | ιταλικό

βολτετζάρω | λοξοδρομώ / περιφέρομαι άσκοπα | volteggiare | ιταλικό

βόλτο το | καμάρα, αψίδα, στοά | volto | ιταλικό

βόμπιρας ο | μπόμπιρας / βρικόλακας / ζωηρό παιδί | vampır | σλάβικο

βόντινα η | είδος στενόμακρου πεπονιού / είδος κολοκύθας | vodna | σλάβικο

βόρδος ο / βορδόνι το | μουλάρι | burdo | λατινικό

βοστίνα η | τυρί από γιδίσιο αποβουτυρωμένο γάλα / το λουλούδι ζουμπούλι | vostina | σλάβικο

βότσαλο το | λιθάρι στρογγυλεμένο από το νερό ποταμού ή θάλασσας / κεραμίδι, τούβλο | bozzolo  | βενετσιάνικο

βότσε η | φωνή | vose | βενετσιάνικο

βότσος ο | φυσικός λάκκος με νερό | bozzo | ιταλικό

βουζιά η / βούζι το | το φυτό Sambucus ebulus, ραγάλο, αφσιά, αβυζιά, φρουσκλιά | b’z | σλάβικο

βούκα η | μπουκιά, μπουκουνιά, χαψιά | bucca  | λατινικό

βούκινο το | σάλπιγγα από κέρατο / μεγάλο θαλασσινό κοχύλι, μπουρού | bucina  | λατινικό

βούλα η | σφραγίδα / κηλίδα, λεκές / σταγόνα, στάλα, σταλαματιά | bulla  | λατινικό

βούλερι η / βούλαρος / βούλιαρο το | το φυτό Sorghum halepense, καλαμότσιτρο, καλαμάγρα, αγριοκεχρί, βρομόριζα, αγούλιαρας, γούλιαρας, γρίλαρι, αγριοκάλαμο | vulër | αλβανικό

βούλια η / βούργια η | δερμάτινο σακίδιο / δέρμα γίδας | bulgia | λατινικό

βουρ | χτύπα, τράβα | vur  | τούρκικο

βούργια η / βουργίδι το | σακούλι, σακίδιο | bulga | λατινικό

βούργος ο | μπούργος, καστέλι, οχυρό | burgus | λατινικό

βουριάνος ο | ο κάτοικος της Χώρας | borghigiano | ιταλικό

βουρλίζω | ταράζω, ζαλίζω, παλαβώνω | burlare |  

βούρλο το / βρούλο | το φυτό Holoschoenus vulgaris, κουφόβουρλο, σκοβούρλο | brula | βενετσιάνικο

βούρτσα η / βρούτσα η | είδος χτένας | brusta | ιταλικό

βούτα η | μεγάλος κάδος, βαρέλα | butta | λατινικό

βουτί το / βουτσί το | βαρέλι, βαγένι, βυτίο | bota | βενετσιάνικο

βραγιά η | πρασιά κήπου, πεζούλα | braia | ιταλικό

βράκα η | είδος φαρδιού παντελονιού | bracae  | λατινικό

βρατσέρα η  | μπρατσέρα, δικάταρτο ιστιοφόρο | brazzera | βενετσιάνικο

βραχιόλι το | κόσμημα που φοριέται στο χέρι, βραχιόνι, βέργα | bracchiale | λατινικό

βρικόλακας ο / βρυκόλακας ο | ανεκαθούμενος, καταχανάς, κατσικάς, σαρκωμένος, φάντακας | vr’kolak  | σλάβικο

βροντάλε το | διάζωμα κάτω από τη στέγη | frontale | ιταλικό

γαβάθα η | βαθύ πιάτο | gavata | λατινικό

γαβανόζι το | κατσαρολάκι | kavanoz | τούρκικο

γαβάρα η | είδος πλοίου | gabara | βενετσιάνικο

γαβράνι το / γιαβράνι το | το πουλί Corvus monedula, καλιακούδα, κάργια, κάρια σιταροκοράκι, γκαλίτσα, γκαλτισιά, γκάλτσα, γκαλτσί, καλίτσι, κατσικατούλα, κολιός | gavran | σλάβικο

γαδίνα η / γαδίνι το | πήλινη λεκάνη | catino | ιταλικό

γαζαλίκι το | νίκη | gazalık | τούρκικο

γαζάς ο | ιερή νίκη | gaza | τούρκικο

γαζέλι το | ελάφι, ζαρκάδι | gazal | τούρκικο

γαζέλια τα | τα πεσμένα φθινοπωρινά φύλλα | gazel | τούρκικο

γαζέπης | θυμωμένος | gazaplı | τούρκικο

γαζέπι το / γκαζέπι το | θυμός, οργή | gazap | τούρκικο

γαζέτα η / γατζέτα η | βενετσιάνικο νόμισμα / νόμισμα μικρής αξίας / εφημερίδα | gazeta  | βενετσιάνικο

γαζής ο | νικητής | gazi | τούρκικο

γαζί το | είδος ραφής | quazzy  | αραβικό

γαζία η / γαντζία η | το φυτό Acacia Farnesiana, ακακία, αμπεριά | gazia  | βενετσιάνικο

γαϊρέτι το / γκαϊρέτι το | προσπάθεια, ζήλος | gayret | τούρκικο

γαϊτάνι | στενή διακοσμητική λουρίδα | kaytan | τούρκικο

γαλαντερίες οι | κοσμήματα | galanteria | ιταλικό

γαλαντόμος o / γαλάντης ο | ανοιχτοχέρης, χουβαρντάς | galantomo  | βενετσιάνικο

γαλαρία η | εξώστης θεάτρου / στοά, τούνελ | galaria | βενετσιάνικο

γαλέρα η | κάτεργο | galera  | βενετσιάνικο

γαλέτα η | είδος παξιμαδιού | galeta | βενετσιάνικο

γαλιάντρα η | το πουλί Melanocorypha calandra, καλιάντρα | calandra  | ιταλικό

γαλίμπης ο | νικητής | galip | τούρκικο

γαλιότα η | είδος μικρού ιστιοφόρου | galeotta | ιταλικό

γαλιφεύω / γαλιφουνίζω | κολακεύω | gaglioffone | ιταλικό

γαλίφης o | κόλακας | gaglioffo | ιταλικό

γαλόνι το | σιρίτι στρατιωτικό | gallone | ιταλικό

γάλος ο | διάνος, κούρκος | gallo  | ιταλικό

γαλότσα η | είδος μπότας για τα λασπόνερα | galozze | βενετσιάνικο

γάμπα η / γαμπούνι το | κνήμη, αρίδα | gamba  | ιταλικό

γαμπάλι το | καλαπόδι για στιβάνι (είδος μπότας) | gambali | βενετσιάνικο

γαμπάς ο | χοντρό πανωφόρι, καπότα με κουκούλα | gabban | βενετσιάνικο

γάμπια η | τετράγωνο ναυτικό πανί | gabia | βενετσιάνικο

γάντζα η | τσιγκέλι | ganza | βενετσιάνικο

γάντζος ο | σιδερένιο άγκιστρο / κοντάρι με άγκιστρο μπροστά | ganzo  | βενετσιάνικο

γάντι | χειρόκτιο | guanto | ιταλικό

γαντσέτο το | μικρός γάντζος | gancetto | βενετσιάνικο

γαράζι το | κακός σκοπός | garaz | τούρκικο

γαράφα η | καράφα, φλάσκα | garrafa | τούρκικο

γαργάρι το | είδος σκαθαριού / είδος σκουληκιού / σιτόψειρα | gurgulio | λατινικό

γαρδέλι το / γκαρδέλι το / γαρδέλα η | το πουλί Carduelis carduelis, αγαρδέλι, αγκαθιλίδι, αγριοκάναρο, καρδερίνα, αγκαθοπούλι, αστραγαλίνος, αμαραντάκι, βασιλοπούλα, γραμματικός. γραμματικούδι, γραφτίκι, ζιγαρδέλι, καρδερίνα, κορκοπούλα, παπαδίτσα, στραγαλιάνος, στραγαλίνι, τουρκάκι, τουρκοπούλι | gardelin | βενετσιάνικο

γαρδένια η | το φυτό Gardenia Rubiaceae | gardenia | ιταλικό

γαρδούμπα η / γαρδούμι το | είδος φαγητού με πλεγμένα άντερα, λέγεται και τυλιχτό, κοτσίδα, πλεξούδα, χορδή | caldume | ιταλικό

γαριζόνι το / γαρζόνι το / γαρδιάνος ο | το φυτό Ammi majus, ασπροκέφαλος, κλινοκέρι | garzon | βενετσιάνικο

γαρίμπης | φτωχός | garib | τούρκικο

γαρίφαλο το / γαρούφαλο το / γαρόφολο το | το λουλούδι του φυτού Dianthus caryophyllus | garofolo  | βενετσιάνικο

γαρλίνι το | είδος σκοινιού | garlin | βενετσιάνικο

γαρμπάρω | αρέσω | garbare | βενετσιάνικο

γαρμπάτος | κομψός | garbato | ιταλικό

γαρμπής ο / γαρμπινός ο | ο νοτιοδυτικός άνεμος, ο λίβας | garbi  | τούρκικο

γαρμπίλι το | χαλικάκι για χαρμάνι | garbuglio  | ιταλικό

γαρμπίνος ο | ο γαρμπής, ο νοτιοδυτικός άνεμος | garbino | ιταλικό

γαρμπόζος | κανονικός / κομψός | garboso | ιταλικό

γάρμπος | ξινός, στυφός | garbo | βενετσιάνικο

γάρμπος το / γάρμπο το | κομψότητα / συμμετρία / χάρη | garbo | ιταλικό

γαρνιμέντο το / γαρλιμέντο το | γαρνίρισμα, γαρνιτούρα | guarnimento | ιταλικό

γάρνιο το | δόλος, απάτη | gagno | ιταλικό

γαρνίρω | διακοσμώ | guarnire | ιταλικό

γαρνιτούρα η | διακόσμηση | guarnitura  | ιταλικό

γαρπάρω | καλπάζω | galopar | βενετσιάνικο

γάσα η | θηλιά σε σχοινί | gassa | βενετσιάνικο

γασμούλος ο | παιδί Φράγκου και Ρομιάς | gasmulo  | ιταλικό

γαστάλδος ο | επιστάτης, επίτροπος | gastaldo | βενετσιάνικο

γάτα η | θηλυκό γατί | gata | βενετσιάνικο

γάτος ο | αρσενικό γατί | gato | βενετσιάνικο

γάτουλο το | αγωγός νερού | giazzo | βενετσιάνικο

γάφα η | είδος αρπάγης | gaffa | ιταλικό

γαφίλης | απρόσεχτος | gafil | τούρκικο

γεδίκι το / γκεδίκι το | άδεια | gedik | τούρκικο

γεζίτης | ασυνείδητος / ξεδιάντροπος | yezit | τούρκικο

γελέρμασι το | το φυτό Helianthus tuberosus, κολοκάσι, κολοκασούδι, μιρμιρινιά, πορτοκαλάσι | yelermasi | τούρκικο

γεμεκλίκι το | έξοδα τροφής / τα τρόφιμα της χρονιάς | yemeklik | τούρκικο

γέμελος ο | δίδυμος, διπλάρι, μπινάρι | gemello | ιταλικό

γεμενί το | τσεμπέρι, φακιόλι, κεφαλομάντηλο, κεφαλογύρι, γιασμάκι, μπαρέζι, σαρίκι, μπόλια, πέτσα / είδος παπουτσιού, σκαρπίνι, τουλούμπα | yemeni | τούρκικο

γέμι το | ζωοτροφή / φαΐ | yem | τούρκικο

γεμίνι το | ο όρκος | yemin | τούρκικο

γεμίσι το | φρούτο, καρπός | yemiş | τούρκικο

γεμιτζής ο / γκεμιτζής ο | θαλασσινός, ναυτικός, μαρινέρης | yemici | τούρκικο

γεμιτσής ο | οπωροπώλης | yemışçi | τούρκικο

γεμλεντίζω | δολώνω | yemlemek | τούρκικο

γεμλίκι το | φάτνη, παχνί | yemlik | τούρκικο

Γενάρης | Ιανουάριος | Januarius | λατινικό

γενεράλης ο | τζενεράλης, αρχηγός, διοικητής | generale | ιταλικό

γενί | νέο (για πράγματα) | yeni | τούρκικο

γενιλίκι το | νέος διορισμός | yenilik | τούρκικο

γενιντουνιάς ο | το φυτό Mespilus germanica, μουσμουλιά, μεσπιλιά, μεσκουλιά | yenı-dünya | τούρκικο

γενίτσαρος ο / γενίτσαρης ο | τούρκος στρατιώτης του σώματος των γενιτσάρων | yeniçeri | τούρκικο

Γενοβέζος | Τζενοβέζος, κάτοικος της Γένοβας | Genovese | ιταλικό

γεντέκι το | σκοινί ρυμούλκησης / υποστήριγμα / εφεδρεία, βοήθημα | yedek | τούρκικο

γεντεκλής | αναπληρωματικός | yedekli | τούρκικο

γεντεκτσής | ρυμουλκός | yedekçi | τούρκικο

γεντίκι το | φόρος / προνόμιο | gedik | τούρκικο

γεράνι το | γενική ονομασία φυτών της οικογένειας Geraniaceae | geranium | λατινικό

γεραντίζω | γεννώ, ευδοκιμώ | yaramak | τούρκικο

γέρασα η | νυχτερίδα | yerasa | τούρκικο

γερατιστής η | δημιουργός | yeratici | τούρκικο

γεργεστεύω | ετοιμάζω | yeryestimek | τούρκικο

γερδέλι το / γκερντέλι το / γερδελιά η | καρδάρα, αρμεγάρι / αγκλιά, ανασυρτάρι, κουβάς, μαστέλο, μπουγέλο, μπουλιός, σαψάκι, σίγλος | gerdel | τούρκικο

γέρι το | θέση, τόπος | yer | τούρκικο

γερινέ | αντί | yerine | τούρκικο

γεριντίζω | κατακρίνω / παραμελώ | yermek | τούρκικο

γερλεστίζω | τακτοποιώ, τοποθετώ, καλοπίζω | yerleştimek | τούρκικο

γερλίσιος / γιαρλής | ντόπιος | yerli | τούρκικο

γερμάνος ο / γερμάνι το | αγέρμανος, αρσενική αγριόπαπια | germano | ιταλικό

γερμεσές ο | είδος πουρναριού | yermese | τούρκικο

γεσίμι το | η πολύτιμη πέτρα νεφρίτης | yeşim | τούρκικο

γεσίρης ο / γεσίρι το | αιχμάλωτος | esir | τούρκικο

γεσιρλίκι το | αιχμαλωσία | esir alma | τούρκικο

γετζενδίζω | ξανανιώνω | gencelmek | τούρκικο

γετίμι το / γιατίμης ο | ορφανός | yetim | τούρκικο

για | ή, είτε | ya  | τούρκικο

για | ναι, βέβαια | ya  | τούρκικο

γιαβάνης | άγευστος, άνοστος / αδύνατος, λιανός | yavan | τούρκικο

γιαβάς / γιαβάσικα | αγάλια, άναργα, αργά, σιγά, σιγανά, γαληνά | yavaş | τούρκικο

γιαβασλαντίζω | επιβραδύνω / ηρεμώ | yavaşlamak | τούρκικο

γιαβασλίκι το | βραδύτητα / πραότητα | yavaşlık | τούρκικο

γιαβέρης ο | υπασπιστής | yaver | τούρκικο

γιαβουκλού η | ερωμένη, αγαπητικιά, αρραβωνιάρα | yavuklu | τούρκικο

γιαβρί το | μωρό, παιδάκι / κουτάβι, κουλούκι / πιτσούνι, παλάζι | yavru | τούρκικο

γιαγιάνης ο | πεζοπόρος, πεζικάριος | yayan | τούρκικο

γιαγίκι το | κάδος, δουρβάνι, βούτα, μπουτινέλο | yayik | τούρκικο

γιαγίνι το | γουλιανός | yayin | τούρκικο

γιαγκάσης | φλύαρος, φωνακλάς, σαματατζής | yanşak | τούρκικο

γιαγκί το | χαλί, στρωσίδι | yaygi | τούρκικο

γιαγκιλίκι το | ο καημός του χωρισμού / ο μεγάλος έρωτας, σεβντάς | yanıklık | τούρκικο

γιαγκιλντίζω | σφάλω, λαθεύω | yanilmak | τούρκικο

γιαγκίνι το | πυρκαγιά, φωτιά | yangın | τούρκικο

γιαγκιόζης | αλλήθωρος, γκαβός, παραμάτης | yan göz | τούρκικο

γιαγλαεύω / γιαγλαταίνω / γιαγλατίζω | αλείφω με βούτυρο, αρτύνω, γιαγλατίζω | yağlanmak | τούρκικο

γιαγλής / γιαγλίδικος | λιπαρός, παχύς | yağlı | τούρκικο

γιαγλίκι το / γιαγλικάς ο | πετσέτα / μαντήλι | yağlık | τούρκικο

γιαγλίσι το / γιαγνίς το / γιαγνίσι το | λάθος, σφάλμα | yanlış | τούρκικο

γιαγούζης | μελαχρινός, μαυριδερός | yağız | τούρκικο

γιαζίκı / γιαζούκ | κρίμα | yazık | τούρκικο

γιαζλίκι | καλοκαιρινό | yazlik | τούρκικο

γιαζμά η | ζωγραφισμένο ύφασμα | yazma | τούρκικο

γιαϊλάς ο | καλοκαιρινό βοσκοτόπι, οροπέδιο | yaylâ | τούρκικο

γιακαλί το | κοντομάνικο μάλλινο πανωφόρι με γιακά | yakalı | τούρκικο

γιακαλίκι το | πλεχτός γιακάς | yakalık | τούρκικο

γιακαλώνω | αρπάζω, συλλαμβάνω | yakalamak | τούρκικο

γιακάς ο | περιλαίμιο, κολάρο / τραχηλιά, λαιμαριά, κολάρα | yaka  | τούρκικο

γιακή η / γιακί το / γιακίσι το | έμπλαστρο, μπλάστρι, κατάπλασμα, ανακόλι, βιζικάντι, βιζικατόρι, | yakı | τούρκικο

γιακιντί το | ρεύμα, ροή | akıntı | τούρκικο

γιακισικλής | ωραίος, όμορφος | yakışıklı | τούρκικο

γιακιστίζω | ταιριάζω, αρμόζω | yakışmak | τούρκικο

γιακλαντίζω | πλησιάζω, κοντοζυγώνω, κοντεύω | yaklaşmak | τούρκικο

γιακμάς ο | έγκαυμα, φλεγμονή / κάψιμο | yakma | τούρκικο

γιακούτι το | ρουμπίνι | yakut | τούρκικο

γιάλα | άντε! εμπρός! | yallah | τούρκικο

γιαλαζάς ο | φλόγα | yalaza | τούρκικο

γιαλάκι το / γιαλάκα η | γούρνα, ποτίστρα, στέρνα, λούμπα / κασόνι, κορίτος, παχνί. πλοκός | yalak | τούρκικο

γιαλαμάς ο | κόλακας, γλείφτης / λειχήνα, μαγιασίλι | yalama | τούρκικο

γιαλαμπένιο | αστραφτερό, γυαλιστερό | yalabık | τούρκικο

γιαλάν το | ψέμα | yalan | τούρκικο

γιαλαντζής | ψεύτης, ψεύτικος, περιγελαντζής | yalancι  | τούρκικο

γιαλάπα η | το φυτό Ipomoea purga | gialappa | ιταλικό

γιαλέλι το | ο σκοπός του τραγουδιού / το τραγούδι | yal-el | αραβικό

γιαλντιζλί το | επιχρύσωση | yaldız | τούρκικο

γιαλντιζλίδικος | επιχρυσωμένος | yaldızlı | τούρκικο

γιαλντιζώνω | επιχρυσώνω, χρυσοβάφω | yaldızlamak | τούρκικο

γιαμάκι το | βοηθός, μαθητευόμενος, τσιράκι | yamak | τούρκικο

γιαμάνικος | κακός | yaman | τούρκικο

γιαμάτσι το | πλαγιά, ανηφόρα | yamaç | τούρκικο

γιαμούκης ο | ο παραμορφωμένος, αυτός που έχει ακανόνιστο κεφάλι | yamuk | τούρκικο

γιαμουρλούκι το | αδιάβροχο, μουσαμάς, κάπα, καπότα, ρασίδι, σαγιά, ταγάνα | yağmuluk | τούρκικο

γιαμουσάκης / γιαμουσάκικος | υγρός, μουσκεμένος | yamyaş | τούρκικο

γιάμπα η / γιαμπάς ο / γιαμπαδάκι το | δικράνι, δικούλι, αχεροφάγι, θρινάκι, καρπολόγι, λιχνιστήρι, τρικούλι | yaba | τούρκικο

γιαμπάνι το / γιαμπανγέρι το | ερημιά, αγριότοπος | yaban | τούρκικο

γιάμπολη η | το φυτό Glycyrrhiza glabra, διάμπολη. γλυκόριζα, γλυκορίζι, αγλυκόριζα, ρεγολίτσα / βελέντζα, κουβέρτα, μαντανία, σάισμα, τσέργα, φλοκάτη | yamboli | τούρκικο

γιαναστεύω / γιαναστίζω | πλησιάζω, κοντεύω | yanaşmak | τούρκικο

γιανελί το | είδος ρούχου | yenli | τούρκικο

γιάνι το | πλευρά, μεριά / τόπος, μέρος | yan | τούρκικο

γιάντες το | είδος στοιχήματος / το διχαλωτό κοκαλάκι από το στέρνο της κότας | yâdes  | τούρκικο

γιαούρτι το / γιαούρτη η | διαούρτι, αϊριάνι, μαρκάτι | yoğurt  | τούρκικο

γιαουρτσής ο | γιαουρτάς | yoğurtçu | τούρκικο

γιαουρτχανάς ο | γιαουρτάδικο | yoğurthane | τούρκικο

γιαπαντζής | ξένος | yabanci | τούρκικο

γιαπί το | οικοδομή, χτίρι | yapι  | τούρκικο

γιαπιστίζω / γιαπιστιρεύω / γιαπιστιρίζω | κολλώ, προσκολλώ | yapışmak | τούρκικο

γιαπμάς ο | κατασκευή / χτίσιμο / χειροποίητο | yapma | τούρκικο

γιαπούτζα η | μάλλινος επενδύτης | cappuccio | βενετσιάνικο

γιαπουτζής ο / γιαπατζής ο | χτίστης, οικοδόμος | yapıcı | τούρκικο

γιαπράκι το | φύλλο / ντολμάς, ντολμαδάκι, σαρμάς | yaprak  | τούρκικο

γιαρά η / γιαράς ο / γιαράδι το | λαβωματιά, πληγή, τραύμα | yara | τούρκικο

γιαραεύω / γιαραντίζω | ωφελώ, χρησιμεύω, αξίζω | yaramak | τούρκικο

γιαραλεύω / γιαραλαντίζω | λαβώνω, πληγώνω, τραυματίζω | yaralamak | τούρκικο

γιαραλής | τραυματισμένος, πληγωμένος | yaralı | τούρκικο

γιαραμάζης | άχρηστος, αχαΐρευτος | yaramaz | τούρκικο

γιαραμπής ο / γεραμπής ο | ο Θεός | ya rabbi | τούρκικο

γιαραντίζω / γεραντίζω / γερατίζω | δημιουργώ, κάνω | yaratmak | τούρκικο

γιαράντισμα το | δημιουργία | yaratılma | τούρκικο

γιαργαλίδικος | γρήγορος, γοργός | yorgali | τούρκικο

γιαρδίζι το | επιχρύσωση | yaldız | τούρκικο

γιαρένης ο / γιαράνης ο | φίλος, σύντροφος / εραστής, γκόμενος, αγαπητικός | yar | τούρκικο

γιαρές ο | παθιάρικο τραγούδι | yare | τούρκικο

γιάρι το | γκρεμός | yar | τούρκικο

γιαρίζω | υποφέρω, βασανίζομαι | yarmak | τούρκικο

γιαρίσι το | αγώνισμα, διαγωνισμός, ανταγωνισμός | yarış | τούρκικο

γιαρμάς ο | ποικιλία ροδάκινου / χαραματιά, σχισμή, σπάσιμο | yarma  | τούρκικο

γιαρντίμι το | βοήθεια | yardım | τούρκικο

γιαρντιμτζής ο | βοηθός | yardımcı | τούρκικο

γιαρτίμι το | τμήμα, κομμάτι | yartım | τούρκικο

γιάσα | ζήτω, μπράβο | yaşa | τούρκικο

γιασάκι το | απαγόρευση, εμπόδιο | yasak | τούρκικο

γιασακτσής ο / γιασαξής ο | διασαξής, φύλακας, φρουρός, καβάσης | yasakçı | τούρκικο

γιασαντίζω | ζω, διαβιώνω | yaşamak | τούρκικο

γιασασίν | να ζήσεις! | yaşasın | τούρκικο

γιασεμί το / γιασουμί το | το φυτό Jasminum sambac, φούλι, μπουγαρίνι | yasemin  | τούρκικο

γιάσι το | το πένθος | yas | τούρκικο

γιασμάκι το / γιασμάς ο | καλύπτρα προσώπου | yaşmak | τούρκικο

γιαστάκι το / γιαστέκι το / γιαστίκι το | μαξιλάρι, προσκέφαλο | yastık | τούρκικο

γιαταγάνι | μεγάλο πλατύ και καμπυλωτό σπαθί | yatağan | τούρκικο

γιατάκης ο | κλεπταποδόχος | yatak  | τούρκικο

γιατάκι το | στρώμα, στρωσίδι, κρεβάτι / λημέρι, άντρο, λόζιος | yatak  | τούρκικο

γιατσάδα η | γιάτσο, παγωνιά, κρυάδα, γυαλάδα, καφούρι, τσίφι, τσιφούρα | giazzada | βενετσιάνικο

γιατσάρω | κρυώνω, ριγώ | giazzar | βενετσιάνικο

γιατσί το | το διάστημα λίγο πριν το βραδινό ύπνο | yati | τούρκικο

γιατσίντο το | το φυτό Hyacinthus orientalis, ζουμπούλι, τσιμπούλι, γιούλι | giacinto | ιταλικό

γιάτσο το | πάγος, κρύο, παγωνιά, παγετός | ghiaccio | ιταλικό

γιαφτάς ο | μετρικό, μερίδα κληρονομιάς | yafta | τούρκικο

γιαχανάς ο | λιοτρίβι / βουτυράδικο | yağhane | τούρκικο

γιαχνί | τρόπος παρασκευής φαγητού | yahni  | τούρκικο

Γιαχουντής | Εβραίος, Οβριός | Yahudi | τούρκικο

γιλαντζίκι το | ανεμοπύρωμα, ανεμοπύρι, ερυσίπελας, μαγουλάς, παραμαγούλα, πυρό, φώκιο, ανεμικό, αμπελοκλάδι, σουσουμιάδες, | yılancık | τούρκικο

γιλγούνης | φοβισμένος | yılgın | τούρκικο

γιλέκο το / γελέκο το / γελέκι το | κοντό ρούχο χωρίς μανίκια | yelek  | τούρκικο

γιλντίζ το | το φυτό Dahlia coccinea, ντάλια | yıldız | τούρκικο

γιλντίζω | δειλιάζω, αποκάμω | yılmak | τούρκικο

γιλντιρίμι το | αστροπελέκι, κεραυνός | yıldırım | τούρκικο

γινάτι το / γενάτι το | πείσμα | inat | τούρκικο

γινατσής / γινατζής | πεισματάρης, ξεροκέφαλος | inatçı | τούρκικο

γιογκάρι το | τρίχορδος μπαγλαμάς | yongar | τούρκικο

γιογκάς ο | ροκανίδι, πελεκούδι, σχίζα | yonga | τούρκικο

γιοζ | άγριος / διεφθαρμένος | yoz | τούρκικο

γιοκ | όχι, δεν | yok | τούρκικο

γιοκλαμάς ο | έλεγχος, επιθεώρηση | yoklama | τούρκικο

γιοκλαντάρω / γιοκλαντεύγω / γιοκλαντίζω | ελέγχω, επιθεωρώ | yoklamak | τούρκικο

γιολαντίζω / γιολάρω | στέλνω, αποστέλλω / διώχνω | yollamak | τούρκικο

γιολντάσης ο / γιολδάσης ο / γιορντάσης ο | σύντροφος, αρκαντάσης, μπουραζέρης / συνοδοιπόρος, συνοδός | yoldaş | τούρκικο

γιολτζής ο | ταξιδιώτης, οδοιπόρος | yolcu | τούρκικο

γιοντζάς ο | το φυτό Medicago sativa, τριφύλλι, μηδική, μελιγκάρι | yonca | τούρκικο

γιόξα | αλλιώς, διαφορετικά / ή / μήπως, άραγε, μπας και | yoksa | τούρκικο

γιοξού | στήθος | göğsü | τούρκικο

γιοργάνι το | πάπλωμα | yorgan | τούρκικο

γιοργαντζής ο | παπλωματάς | yorgancı | τούρκικο

γιοργάς ο / γιοργάδισμα το | τριποδισμός, ραβάνι | yorga | τούρκικο

γιορντάμι το / γιορδάμι το | μέθοδος, σύστημα, δεξιότητα | yordam | τούρκικο

γιορνταμιλής | μεθοδικός, συστηματικός, επιδέξιος | yordamlı | τούρκικο

γιορντάνι το / γερντάνι το / γκερντάνι το | περιδέραιο, κολιέ | gerdan  | τούρκικο

γιορντανλίκι το / γιορνταναλίκι το | περιδέραιο, κολιέ | gerdanlık | τούρκικο

γιοσμαρίνι το | το ροσμαρίνι, το διοσμαρίνι, το δεντρολίβανο | rosmarin  | βενετσιάνικο

γιοσμάς | κομψός, φιλάρεσκος | yosma | τούρκικο

γιότσα η | αποπληξία, κόλπος, νταμπλάς | goccia | ιταλικό

γιότσα η / γιότσολα η | μικρό τραπεζάκι τοίχου, κονσόλα | giozza | βενετσιάνικο

γιουβαρλάκια τα | είδος μαγειρευτού φαγητού με ρύζι και κρέας / κάθε στρογγυλό πράγμα | yuvarlak | τούρκικο

γιουβέτσι το / γκιουβέτσι το | είδος ψητού φαγητού με ζυμαρικά και κρέας / το πήλινο μαγειρικό σκεύος που ψήνεται το φαΐ αυτό | güveç  | τούρκικο

γιούζμπασης ο | λοχαγός | yüzbaşı | τούρκικο

γιούκος ο | σωρός από κλινοσκεπάσματα, στοιβή, τέμπλα, τροχός, τρακάδα | yük  | τούρκικο

γιουλάρι το | χαλινάρι, καπίστρι | yular | τούρκικο

γιουλάφι το | το φυτό Avena sativa, βρώμη, βρόμος, ταή, τηγάνι, αγριογέννημα, βροχός | yulaf | τούρκικο

γιουλδζής ο | οδοιπόρος, ταξιδιώτης | yolcu | τούρκικο

γιουμέκι το | φαΐ | yemek | τούρκικο

γιουμουσάκης | διαλλακτικός, μετριοπαθής, μαλακός | yumuşak | τούρκικο

Γιουνάνης ο | Έλληνας | Yunan | τούρκικο

γιουνάνικος | ελληνικός | yunanî | τούρκικο

γιούνι το | το παιχνίδι, ο αγώνας | oyun | τούρκικο

γιούρια / γιούργια | εφόρμηση | yürü  | τούρκικο

γιουρούκης ο / γιουρούκος | μέλος της νομαδικής φυλής των Γιουρούκων / ο άξεστος, ο απολίτιστος άνθρωπος | yörük | τούρκικο

γιουρουντώ / γιουρουντίζω / γιουρουστίζω / γιουρουντάρω | προχωρώ, βαδίζω / ορμώ | yürümek | τούρκικο

γιουρούσι το | εξόρμηση, έφοδος / επιδρομή | yürüyüş  | τούρκικο

γιούρτι το | κατοικία πρόχειρη/ γιδομάντρι / αυλαγή | yurt | τούρκικο

γιούσουρο το / γιούσουρι το / γερούσι το | είδος μαύρου κοραλλιού | yüsrü  | τούρκικο

γιουσπατρονάτο | αφέντης, άρχοντας | giuspatronato | βενετσιάνικο

γιουστίτσια η | το φυτό Justicia adhatoda | justıcıa | ιταλικό

γιουτίζω | καταπίνω, καταβροχθίζω, χάβω | yutmak | τούρκικο

γιουφκάς ο | είδος ζυμαρικού, λαζάνι, χυλοπίτα, κουσκούσι | yufka | τούρκικο

γιούχα | επιφώνημα αποδοκιμασίας, αίσχος, ντροπή | yuha | τούρκικο

γιρλάντα η | διακοσμητική υφαντή ή πλεκτή ταινία / κόσμημα από άνθη ή φύλλα | ghirlanda | ιταλικό

γιρμάκι το | ποταμάκι, ρέμα | ırmak | τούρκικο

γιτσικά τα | οι γίδες | keçi | τούρκικο

γιύρντα η / γιουρντί το | μάλλινος επενδύτης των χωρικών και των βοσκών | örtü | τούρκικο

γκαβανούζα | ξύλινο ή πήλινο δοχείο | kavanoz | τούρκικο

γκαβομάρα / γκαβαμάρα / γκαβουμάρα | στραβωμάρα, τύφλα, αλληθωριά, γκαλιούρισμα | gâvumara | βλάχικο

γκαβός / γκαϊντός / γκαϊδός | στραβός,, αλλήθωρος, αλληγκιόζης, γκαλιούρης, απανωβλέπης, άσκοπος, βίλης, γαρίλης, παραμάτης, ραϊλός | gavŭ | βλάχικο

γκαβρουγιάνης ο | είδος τυριού, κλοτσοτύρι, μπάτζος | gavruianî | βλάχικο

γκάγκα η | ράμφος πουλιού | gaga | τούρκικο

γκάγκαρο το | μεντεσές, μάσκουλο / αμπάρα | ganghero | ιταλικό

γκαζέλα η / γαζέλα η / γκατζόλα | γαϊδάρα, βασταγούρα | gazella | λατινικό

γκαζόζα | αεριούχο αναψυκτικό | gazosa | ιταλικό

γκαϊλές ο / γαϊλές ο | στεναχώρια, φροντίδα, βάσανο, καημός | gaile | τούρκικο

γκάιντα η / γκάιδα η | δερμάτινο πνευστό μουσικό όργανο, άσκαρος, ασκαύλι, τσαμπούνα, τσαμούντα, τουλούμι, φλασκομαντούρα | gayda | τούρκικο

γκαϊντατζής ο / γκαϊτατζής ο | αυτός που παίζει γκάιντα, ασκομαντουράκης | gaydaci | τούρκικο

γκαλιάτα η | καρδάρα, αρμεχτάρα, βεδούρα | gâleadâ | βλάχικο

γκαλίνα η | όρνιθα, κότα, κοσάρα, κακάβα | gallina | ιταλικό

γκαλινάρι το | κοτέτσι, ορνιθώνας, καθίστρα, καπονιέρα, κάτοικας, κοίτη, κουμάς, κούρνια, φωλιά | gallinarium | λατινικό

γκαλίτσα η / γκαλίτσι το, γκαλιτσιά η / γκάλτσα η | το πουλί Corvus monedula, καλίτσι, καλιακούδα, κάργα, κάργια, κατσιακατούλα, κολιός, σιταροκοράκι, γαβράνι, | galica | σλάβικο

γκάλμπινος | ξανθός, ρούσος, βλάγκος, κοκκινοτρίχης / κιτρινιάρης | galbninu | βλάχικο

γκαλντερίμι το / γκαλτερίμι το | καλντερίμι, λιθόστρωτο | kaldırım | τούρκικο

γκάμα η | κλίμακα, διαβάθμιση | gamma  | ιταλικό

γκάμι το | λύπη, θλίψη, μαράζι, μεράκι, ντέρτι, σεκλέτι, στεναχώρια, βαρυγκώμια | gam | τούρκικο

γκαμσίζης | αμέριμνος, ανέμελος, αδιάφορος, ζαμανφουτίστας, χοντρόπετσος | gamsız | τούρκικο

γκανταλώ | γαργαλάω | gâdâliku | βλάχικο

γκαντέμης ο | ο γρουσούζης | kadem  | τούρκικο

γκαντζιά η | το φυτό Rosa canina, αγριοροδιά, αγριοτρανταφυλλιά, ροδαρά, βάτος | gavjeu | βλάχικο

γκαντιμή η | η αρχαιότητα / τα παλιά | kadim | τούρκικο

γκαντίρης | ικανός, δυνατός | kadîr | τούρκικο

γκαπτσούνα η / γκαπτσουνιά η | το φυτό Fragaria colina, αγριοφράουλα, χαμοκερασιά | câpşuna | βλάχικο

γκάργκος το | υποχρέωση, καθήκον | carico | ιταλικό

γκαρλίτσα | αρρώστια του λαιμού | garliča | σλάβικο

γκαρντίνα η / γαρδίνα η | μαντρωμένο χωράφι | gradina | σλάβικο

γκάτσα η | κυνήγι, καταδίωξη | cazzia | βενετσιάνικο

γκεβεζέλεμα το | βλ. γκεβεζελίκι | gevezelenme | τούρκικο

γκεβεζελεύω | φλυαρώ, κουτσομπολεύω, αερολογώ, γλωσσοκοπανώ, μωρολογώ, πολυλογώ, πολυμιλώ, τσαμπουνώ, φαφλατίζω | gevezelnmek | τούρκικο

γκεβεζελίκι το / γκεβεζιλίκι το | πολυλογία, φλυαρία, μωρολογία, κουτσομπολιό, λίμα, λογογοκοπιά, μαλιματιά, πάρλα, τσαμπούνισμα, φαφλατιό | gevezelik | τούρκικο

γκεβεζές ο / γκεβεζάρης ο | κεβεζές, πολυλογάς, φλύαρος, φαφλατάς | geveze | τούρκικο

γκεβρέκικος | ξεροψημένος, τραγανιστός | gevrek | τούρκικο

γκεβρεντίζω | ξεροψήνω, γίνομαι εύθραυστος | gevremek | τούρκικο

γκεβσέκης ο | χαλαρός, άνευρος, μαλθακός | gevşek | τούρκικο

γκεβσεκλίκι το | χαλαρότητα, ατονία | gevşeklik | τούρκικο

γκεβσεντίζω | χαλαρώνω, παραλύω | gevşemek | τούρκικο

γκέγκα | ραβδί, γκλίτσα | gege | τούρκικο

γκεγκέφι | τελάρο με πανί για κέντημα | gerget | τούρκικο

γκεζέρι το / γκεζεριό το / γκεζί το | περπάτημα, βόλτα, αναγυρίδα, γυροβολιά, σεργιάνι, τσάρκα | gezi | τούρκικο

γκεζεριάνος ο / γκεζεριτζής ο | σουλατσαδόρος, σουρτούκης, βολτογύρης, γυρουλάς, σοκακάς, ρέπης | gezici | τούρκικο

γκεζερώ / γκεζερίζω / γκεζντιρεύω | περπατώ, τριγυρίζω, βολτάρω, γυρνοβολώ, γυροβολώ, γυρουλιάζω, σεριανίζω | gezmek | τούρκικο

γκέλα η | αποτυχία, αστοχία | gele  | τούρκικο

γκελίρι το | εισόδημα, πρόσοδος, απολαβή, σοδειά, μασούλι | gelir | τούρκικο

γκελμπερί το | μασιά, τσιμπίδα / φουρνόξυλο, φουρνοκόντι. συντρίφτης, συνδαύλιστρο, παπαδιά | gelberi | τούρκικο

γκέμι το | χαλινάρι, καπίστρι | gem  | τούρκικο

γκεμιτζιλίκι το | ναυτοσύνη | gemicilik | τούρκικο

γκεμπερντίζω | εξαντλούμαι | gebermek | τούρκικο

γκεργκέφι το | τελάρο / αντί, ανυφαντήρι, αρμενιά, κρεβατίνα, κρεβαταριά, | gergef | τούρκικο

γκερεμές ο / γκιρεμές ο | έθιμο, συνήθεια, | görenek | τούρκικο

γκερένι το | βαλτότοπος, λασπότοπος | geren | τούρκικο

γκερίζι το | οχετός, υπόνομος, βόθρος, λαγούμι | geriz | τούρκικο

γκερντίζω | τεντώνω, τσιτώνω, τεζάρω | germek | τούρκικο

γκεσέμι το / γκιοσέμι το | κριάρι ή τράγος μπροστάρης | kösem  | τούρκικο

γκέσος / γκιόσος | κοκκινωπός, καστανός | gesu | βλάχιχο

γκεστίζω | προσπερνώ | geçmek | τούρκικο

γκέστο το | μορφασμός | gesto | ιταλικό

γκέτα η | περικνήμιο | gheta  | βενετσιάνικο

γκέτσα / γέτσα | αργά | geç | τούρκικο

γκετσιντίζω | βγάζω το ψωμί μου, πορεύομαι, τα βολεύω, τα φέρνω βόλτα, τα καταφέρνω | geçinmek | τούρκικο

γκετσίτι το | διάβαση, πέρασμα, | geçit | τούρκικο

γκιαούρης ο / γκιαβούρης ο | μη μουσουλμάνος, άπιστος | gâvur  | τούρκικο

γκιάστρα η | παιδικό παιχνίδι, τα αλογάκια | giostra | βενετσιάνικο

γκίζα η | είδος τυριού, ούρδα, αβδάλι, κλοτσοτύρι, πρίντζα | giza | βλάχικο

γκίκλα η / γκίγκιλα η | λουρί του σαμαριού | cingolo | ιταλικό

γκίνια η | κακοτυχία, αναποδιά | ghigna | ιταλικό

γκινίσι το / γκινόσο το / γκινόσος ο | είδος ροκάνης | ginoccio | ιταλικό

γκιντής ο | παλιάνθρωπος / νταβατζής, ρουφιάνος | gidi | τούρκικο

γκιόγια | τάχα, δήθεν | göya | τούρκικο

γκιόζα η / γκιόζι το | συρτάρι | göz | τούρκικο

γκιοζεντίζω | παρατηρώ, επιβλέπω | gözetmek | τούρκικο

γκιοζλεμές ο | είδος γλυκού, σβίγκος | gözlemek | τούρκικο

γκιολές ο / γκιουλές ο | βλήμα κανονιού | gülle | τούρκικο

γκιόλι το / γκιόλα η | λίμνη / νερόλακκος | göl | τούρκικο

γκιόνης ο / γκιόνη η / γκιόνι το / γκιονάκι το | το πουλί Otus scops, γιόνι, αγκιονάτσι, τζιόνης, τζόνης, κιόνης, κιούνι, θούπης, θουπί, κλωσσός, κλώσσος, νυχτοπούλι, σκλόπα, σκουλέπα, σκουλούπα, χαροπούλι, χουχουριστής, ασκάλαφος | gjon-i | αλβανικό

γκιόξι το / γκιόξη η | στήθος | gjoks-i | αλβανικό

γκιορέ | σύμφωνα, ανάλογα | göre | τούρκικο

γκιόσα η | η γριά γίδα, γερόγιδα, γεροντόγιδα / παλιόγρια, τραγόγρια | gjosë | βλάχικο

γκιόστρα η / γιόστρα | κονταροχτύπημα | giostra  | ιταλικό

γκιότσι το | μετακόμιση | göç | τούρκικο

γκιουβέζι το | το βιολετί χρώμα, βυσσινί | güvez | τούρκικο

γκιουβεντίζω | εμπιστεύομαι, βασίζομαι | güvenmek | τούρκικο

γκιουβερτζιλές ο | πυρίτης, νίτρικό κάλιο, λατρόνι, σαλνίτρι | güherçile | τούρκικο

γκιουγιούμι το / γκιουγκιούμι το | γκιούμι | güğüm  | τούρκικο

γκιουζέλης | κουζέλης, όμορφος, ωραίος | güzel | τούρκικο

γκιούζι το | φθινόπωρο | güz | τούρκικο

γκιουλές ο | πάλη | güleöş | τούρκικο

γκιούλι το | ρόδο, τριαντάφυλλο | gül | τούρκικο

γκιουλιαγκί το | ροδέλαιο / το φυτό Pelargonium odoratissimum, αρμπαρόριζα | gülyağı | τούρκικο

γκιουλουχτάνι | ανθοδοχείο, βάζο | güldan | τούρκικο

γκιούλσουγιου τ ο / γκιούλσι το | ροδόνερο, ροδόσταμο, ροδόσταγμα, τριανταφυλλόνερο | gülsuyu | τούρκικο

γκιουμέτσι το | κερήθρα | güöeç | τούρκικο

γκιούμι το / γκιουγούμι το | κανάτα, ροΐ | güğüm  | τούρκικο

γκιουμπαχτσές ο | κήπος με τριαντάφυλλα | gülbahçe | τούρκικο

γκιουμρούκι το / γιουμουρούκι το | τελωνείο, ντογάνα / φόρος, δασμός | gümrük | τούρκικο

γκιουμρουκτσής ο / γιουμρουκτσής ο | τελώνης, τελωνειακός | gümrükçü | τούρκικο

γκιουνάχι το | σφάλμα, ενοχή, αμαρτία | günah | τούρκικο

γκιούρικος / γκιουρέδικος | άφθονος, μπόλικος | gür | τούρκικο

γκιουρουτλί το | θόρυβος, φασαρία, βαβούρα, σαματάς | gürütlü | τούρκικο

γκιουσελές ο | σολόδερμα | kösele | τούρκικο

γκιουστέτσα | ορθότητα, ακρίβεια | giustezza | ιταλικό

γκιούστος | δίκαιος, σωστός, ορθός, ακριβής | giusto | βενετσιάνικο

γκίργκιλας ο / γκούργκουλας ο / γούργουρος ο | κούρκουλας, λαρύγγι | gîrgal  | βλάχικο

γκιργκιλιάνος ο / γκαργκαλιάγκος ο / γκαρτιλάνος ο | καρδιλιάγκος, λαρύγγι | gîrgîleanu | βλάχικο

γκιρεμέζι το / γκερεμέζι το | είδος τυριού, αρμόγαλα, αρμούζι, γαλοτύρι, σταλποτύρι | girime | βλάχικο

γκιστάνι το | φυλακή | zindan | τούρκικο

γκιτέρι το / γκιδέρι το | κεντέρι, θλίψη, λύπη | keder | τούρκικο

γκλάβα η / γλάβα η | κλάβα, κεφάλι, καύκαλο, κουτούκι, κούτρα, ξερό / κόκα, κούτρα, μυαλό, ξερό | glava | σλάβικο

γκλαβανή η / γλαβανή η | αγλαβανή, κλαβανή, καταπαχτή, αφάλι, μπουκαπόρτα, καπάντσα, καπαντζές, καταρράχτης | glavani | σλάβικο

γκλάντολα η | αδένας του λαιμού | glandula | λατινικό

γκλασάρω / γλασάρω | καλύπτω με γκλάσο  | glassare | ιταλικό

γκλίζα η | είδος πανιού ιστιοφόρου | ghissa | ιταλικό

γκλίζι το / γκλιζάρι το | χοντρό ξερό κλαδι | griju | βλάχικο

γκλόμπα η / γλόμπα η | κλόπα, πρόστιμο, ζημιά, τζερεμές | globa | σλάβικο

γκλόρια η / γλόρια η | ωραιότητα, τέρψη, χάρμα | gloria | ιταλικό

γκόλιος / γκόλιαβος | γυμνός, γδυτός, ζάρκος, ξεμπέλτσωτος, ξέντυτος, τσίτσιδος, τσίτσιπλος | gol | σλάβικο

γκολιοσάνι το | βρέφος | gulışanu | βλάχικο

γκολιοσανιάζω | γυμνώνω, ξεγυμνώνω | gulışnedzu | βλάχικο

γκόμενα η | ερωμένη, αγαπητικιά, φιλενάδα | gomena  | βενετσιάνικο

γκορίζω | καίω, καψαλίζω, κωρώνω | goret’ | σλάβικο

γκοριτσιά η / γκορτσιά η / γορτσά η / γκορνιτσιά η | το δέντρο Pyrus amygdaliformis, αγκοριτσιά, αγκόριτζα, κόρτζα, αγριαχλαδιά, αγριαπιδιά, αγριάπιδος, μουρτζιά, αχλάδα | gorric-ë | αλβανικό

γκότσι | καβάλα στις πλάτες, καλικούτσα, όπαλα, αγκάνια, αγγουράκια | göç | τούρκικο

γκουβερναδόρος ο / γουβερναδόρος ο | κυβερνήτης | governadore | ιταλικό

γκουβερνάρω / γοβερνάρω / γουβερνάρω | κυβερνώ | governare | ιταλικό

γκουβέρνο το | κυβέρνηση | governo | ιταλικό

γκουβούνα η | κοπριά, βουνιά, βοϊδιά | guvun | βλάχικο

γκούβρος | σκυθρωπός | guvru | βλάχικο

γκουγκουλιάνα η / γουργουλιάνα η | φαγώσιμο μανιτάρι | gugulıana | βλάχικο

γκουγκουρέτσι το | καρπός πλάτανου | gugureciu | βλάχικο

γκουγκούτσα / γκουγκούτσκα / γκουγκουχτούρα / γκουγκουφτούρα | το πουλί Columba palumbus, κουγκούσα, χοντροπερίστερο, γαϊδουροπερίστερο, φασί, φάσα | guguca | σλάβικο

γκουζγκούνης / γκοζκούνης | κατάσκοπος | guzgûn | βλάχικο

γκουμαράτα η | σωρός μαζεμένα λιθάρια, αρμακάς, βολεός | gumarada | βλάχικο

γκουμπλίτσα η / γλομπίτσα η | δοχείο που πήζουν το τυρί | kobelj | σλάβικο

γκουντουλώ | γαργαλάω | gudulis | αλβανικό

γκούπιζα η / γκούβζα η | ξύλινη κούπα | gubezi | σλάβικο

γκούρα η / γκιούρα η | πηγή, ανάβρα, βουρβούλα | gurrë-a | αλβανικό

γκουργκούλι το / γκουργκούνι το | στρογγυλή πέτρα, κροκάλα | gorgyiiu | βλάχικο

γκουργκουλιένω | σαπίζω, κλουβιαίνω. νερουλιάζω, ουριάζω | gurguleadza | βλάχικο

γκουρλίτσα η | αρρώστια των γουρουνιών | gurlica | βλάχικο

γκούσα η / γούσα η | ο πρόλοβος των πουλιών, γούλα, μάμα, σγάρα | guša | σλάβικο

γκουσενίτσα η / γκασανίτσα η / γκασιανίτσα η | κάμπια | gusenica | σλάβικο

γκουτζούκης | κολοβός, κομμένος | gücük | τούρκικο

γκράβα η / γράβα η | και αγράβα, σγράβα, χράπα, η ρωγμή, η σχισμάδα / στενή χαράδρα, γκρότα, μπιστιριά, σπέλα | grabë-a | αλβανικό

γκρανκάσα η | μεγάλο μπάσο τύμπανο | grancassa | ιταλικό

γκράντε ο / γκραν / γράντος | μεγάλος | grande | ιταλικό

γκραντσέσα η | μεγαλείο | granndezza | βενετσιάνικο

γκράτσια η / γράτζα η | χάρη, εύνοια | grazia | ιταλικό

γκράτσιε | ευχαριστώ | grazie | ιταλικό

γκρέκα η | μαίανδρος | greca | ιταλικό

γκρεμούρα η / γκρέμουρας ο / γκρέμουρο το | γκρεμός, λέσκα, πέτακας, στεφάνι | gremur | βλάχικο

γκρεουσάδι το / γκλιουσάδι το / γκρεουσιά η / γκρεούσι το, γκρεουσάρι το | το φυτό Phillyrea media, αγλαβιτσιά, αγλανιδιά, αγλανδινιά, αράφυλλος, αγριομυρτιά, εγλενός, εγλενιός, μερέτι, φελίκι, φιλίκ, φίλικα, φιλουρία, φλιτσάρι | greuşu | βλάχικο

γκρέπι το | αγκίστρι | grep-i | αλβανικό

γκρέτζος / γρέντζος / γρέζος | ακατέργαστος, τραχύς | grezzo | βενετσιάνικο

γκρίζαβος / γκρίτζαβος / γκριζάλαβος / γκριζάλας / γκρίζαλος | καβγατζής, κακότροπος, γκρινιάρης | gr’zo | σλάβικο

γκρίζο το / γκριζάρι το | ρόζος έλατου / ρίζα θάμνου | griz | σλάβικο

γκρίζος / γκρι / γρίζος | ψαρός, σταχτής, αθουδερός | griso  | βενετσιάνικο

γκρίνια η / γρίνια η / γκρίνισμα το | κλαψούρισμα, μουρμούρα, μεμψιμοιρία, γλωσσοφαγιά, γλωσσοφαγούρα | grigna | ιταλικό

γκρινιάζω / γρινιάζω | κλαψουρίζω, μουρμουρίζω, μεμψιμοιρώ | grignare | ιταλικό

γκρίντα η | κραυγή, φωνή | grida | ιταλικό

γκριντέλι το | κοπάδι | krdeľ | σλάβικο

γκρόπα η | λάκκος, λακκούβα / τάφος | grob | σλάβικο

γκρότα η | σπηλιά | grotta | ιταλικό

γκροτέσκος | αστείος, κωμικός, γελοίος | grottesco  | ιταλικό

γκρούμπος ο | μικρός σωρός | grumus | λατινικό

γλαδιόλα η / γλαδιόλος ο | το φυτό Gladiolus segetum, καστανίδα, σπιθάνακας, φοινίκι, ακριοκόρακας, σπαθοβότανο, σπαθόχορτο, σπαθί, σπαθίνακας, σπαθάκι, μαχαίρα, μαχαιρίδα, ξιφάρα, πασχάτικο, | gladiolus | λατινικό

γλάνι / γλάνιο το | παιδί | oğlan | τούρκικο

γλαντί το | το πουλί Ardea cinerea, τσικνιάς, γεροντορτυκοσούρτης, καλπουτζής, ραβανός, σταχτοτσικνιάς, τρυγονοκράχτης, τρυγονοσούρτης, ψαροφάγος, ψαροφαγάς | gladio | ιταλικό

γλάστρα η / γλαστράδα η | γκρεμισμένη μάντρα σε χωράφι | guastra | ιταλικό

γλάστρος ο | το φυτό Isatis tinctoria | glastro | ιταλικό

γλεντζές ο / γλετζές ο | εγλεντζές, αυτός που αγαπά τα γλέντια, χαροκόπος | eğlence  | τούρκικο

γλέντι το / γλέντημα το | εγλέντι, ξεφάντωμα, διασκέδαση | eğlenme | τούρκικο

γλεντώ | ξεφαντώνω, διασκεδάζω | eğlenmek | τούρκικο

γλίνα η / γκλίνα η | λάσπη, γλούσπη, γρούσπη / πηλός / γλίτσα, μαλούπα / ξίγγι, λίπα, λίγδα, άλειμμα, λαρδί | glina | σλάβικο

γλογκιά η / γλόγκος ο | το φυτό Crataegus oxyacantha, αγλογκιά, γκαβτζιά, κοκκινομεσπιλιά, μερμελιτσιά, μουμουτζελιά, μεμετσιλιά, μπουρμπουτσελιά, μορίντζα, μουρτζιά, τρικοκιά | glogk | σλάβικο

γλόμπος ο | λάμπα | globo  | ιταλικό

γλούβα η | λάκκος | glob | σλάβικο

γλουμπόκος ο | λακκούβα | glob | σλάβικο

γλούπος ο | στόμα / οισοφάγος / στόμιο / ο λαίμαργος άνθρωπος | glupak | σλάβικο

γόβα η / γκόβα η | και βόβα, είδος γυναικείου παπουτσιού | goba | βενετσιάνικο

γόδερο το / γοδέρι το | ευημερία, διασκέδαση | goder | βενετσιάνικο

γοδέρω / γοντέρω | απολαμβάνω, ευημερώ | gedere | βενετσιάνικο

γοδιμέντο το / γοδαμέντο το | διασκέδαση | godimento | ιταλικό

γολέτα η | είδος μικρού δικάταρτου ιστιοφόρου | goleta | βενετσιάνικο

γόλι το | χέρι | kol | τούρκικο

γολόζος / γουλόζος | καλοφαγάς / λαίμαργος | goloso | ιταλικό

γόμα η / γκόμα η | παχύρρευστη κολλητική ουσία. / σβηστήρι | goma  | βενετσιάνικο

γομαλάκα η | ρητίνη που γίνεται βερνίκι | gomma lacca | ιταλικό

γόμπα η | σγόμπα, ζούμπα, καμπούρα | goba | βενετσιάνικο

γόμπος | σγόμπος, καμπούρης | gobo | βενετσιάνικο

γοντζές ο / γοτζές ο / γοντσές ο | κοντζές, μπουμπούκι, βαβούλι | gonca | τούρκικο

γόντολα η / γούντουλα η | μεγάλη ψαράδικη βάρκα, τράτα / σκεπαστή βάρκα μεταφοράς προσώπων, στη Βενετία | gondola | βενετσιάνικο

γορδίλι το | είδος σκοινιού | cordiglio | ιταλικό

γοτεζίνι το | ρακοπότηρο | gotesin | βενετσιάνικο

γούβα η | γούβα, λάκκος | guvë-a  | αλβανικό

γουδιμέντο | απόλαυση | godimento | ιταλικό

γούλα η / γούλη η | γκούσα, μάμα, σγάρα / καταπινάρι, καταπιώνας, λαιμός, λάρυγγας, γουργούρι | gula  | λατινικό

γουλί το | το φυτό Brassica oleracea capitata, κράμπη, κραμπί, κραμπολάχανο, κραμπούνι, λάχανο μάπα, φυλλάδα, φρύο, | colis | λατινικό

γουλοζιτά η / γουλοζιτό τπ | λαιμαργία / ορεκτικό φαγητό | golosita | ιταλικό

γουλόζος / γολόζος | λαίμαργος | goloso | ιταλικό

γούμενα η / γούμενη η | παλαμάρι, καραβόσχοινο, καραβοτριχιά, κάβος | gumena | ιταλικό

γούνα η | δέρμα ζώου με μαλακό και πυκνό τρίχωμα | gunna | λατινικό

γουναράς ο / γούναρης ο | αυτός που φτιάχνει ή πουλάει γούνες | gunarius | λατινικό

γουνέλα η | κοντογούνι, μεντενές | gonnella | ιταλικό

γουντουλιέρης ο / γουντουλιάρης ο | ο κάτοχος ή ο οδηγός της γόντολας | gondoliere | βενετσιάνικο

γουργούρα η / γουργούρι το / γουργουρητί το / γούργουρας ο | ο θόρυβος στην κοιλιά | gurgulio | λατινικό

γουρζέρα η / γκουρζέρα η | γιακάς | gorgiera | ιταλικό

γούρι το | και ουγούρι, ογούρι, αγούρι, η καλοτυχία | uğur  | τούρκικο

γουρλής | και ογουρλής, καλότυχος, καλόμοιρος, καλοπίχερος, τυχερός, χερικάρης, μπαχτλήτικος | uğurlu | τούρκικο

γούρνα η / γούρνος ο | ποτίστρα, σκαφίδα, λαρνάκι, μάχτρα / λάκκος, λακκούβα, λούμπα, | gorna  | βενετσιάνικο

γουστάρω / γουστέρνω  | λαχταρώ, επιθυμώ | gustare | βενετσιάνικο

γουστέρα η / γκουστέρα η | σαύρα, αλισαύρα, ζωγραφίδα / βυζάστρα, κολοσαύρα, σελεντρούνα, χολοσαυράς, φαρμάκα, χρυσαφίδα | gušter | σλάβικο

γουστερίτσα η / γκουστερίτσα η | η μικρή σαύρα | gušterica | σλάβικο

γούστο το | καλαισθησία / προτίμηση, αρέσκεια | gusto | βενετσιάνικο

γουστόζος ο | ευχάριστος, χαριτωμένος, διασκεδαστικός | gustoso  | βενετσιάνικο

γράβαλο το / γκράμπαλο το | ξύστρα, τσουγκράνα, χτένι / σιδερομαγκούρα, συνδαύλιστρο, φουρνομασιά, φουρνόξυλο, φουρνοσίδερο | gramola | ιταλικό

γραβάτα η / κραβάτα η | λαιμοδέτης | cravatta | ιταλικό

γραβιέρα η | είδος τυριού | groviera  | ιταλικό

γραδάρω | μετράω την πυκνότητα υγρού | graduare | ιταλικό

γραδέλα η | καλαμωτή | gradella | ιταλικό

γράδο το / γράντο το | βαθμός πυκνότητας υγρού / θερμόμετρο / βαθμός αξιώματος | grado | ιταλικό

Γραικός ο / Γκραίκος ο | Ρομιός, Ρωμιός | Graecus  | λατινικό

γραμάδα η | και αγραμάδα, σωρός λιθάρια, αρμακάς | gramada | σλάβικο

γραμενιά η / γραμενίτης ο / γραμεμίτσα η / γραμενίτσι το | το φυτό Triticum durum, είδος σταριού | gramegna | βενετσιάνικο

γράμπαλος ο / γραμπανέλα / γραμπί το | αρπάγη, άγκιστρο | grappa | ιταλικό

γράνα η / γρανί το | σύνορο, όριο / αυλάκι, χαντάκι, κουφούσι, σαϊτάρι, σούδα / μονοπάτι, στρατώνι, χώρισμα | grana | σλάβικο

γρανάτα η | κόκκινη πολύτιμη πέτρα | granata | ιταλικό

γρανίτα η | παγωμένος χυμός φρούτων | granita | ιταλικό

γρανίτσα η / γράνιτσα η | και αγρανίτσα, το δέντρο Quercus brachyphylla, αγριοβαλανιδιά, δέντρο, δρυς, ημεράδι, μεράδι, ρουπάκι, τσάρι, τσερνόκι, τσερνούχι | granica | σλάβικο

γραντί το | είδος σκοινιού | gradin | τούρκικο

γραντσέολας ο / γραντσέουλα η | κάβουρας / καβουρομάνα | granchıo | ιταλικό

γράπα η | γάντζος, αγκιστρόβεργα | grappa | ιταλικό

γραπώνω | πιάνω, τσακώνω, αρπάζω, αρπακώνω, αρπακολώ, βοδώνω. γριτζαφώνω. μαγκώνω | aggrappare  | ιταλικό

γρασάρω | λιπαίνω μηχάνημα με γράσο | ingrassare | ιταλικό

γράσο το | είδος λιπαντικού, μηχανόλαδο | grasso | ιταλικό

γράτσι | ευχαριστώ | grazie | ιταλικό

γράχος ο / γκράχος ο | το φυτό Vicia sativa, γάρφος, βίκος, ακριοκουκιά, αγραδιά, αγριοαρακάς, αγριοκουκολαθούρ, αγριολαθούρι | grah | σλάβικο

γρεγάλης ο / γκρεκάλης ο / γρεκάλης ο | ο βορειοανατολικός άνεμος, ο μέσης | grecale | ιταλικό

γρεγολεβάντες ο / γρεκολεβάντης | μεσαπηλιώτης | gregolevante | βενετσιάνικο

γρέγος ο / γρέκος ο | ο βορειοανατολικός άνεμος, ο μέσης | grego  | βενετσιάνικο

γρεγοτραμουντάνα η / γρεκοτραμουντάνα η | μεσοβοράς | gregotramontana  | βενετσιάνικο

γρέκι το / γκρέκι το | λόντζα, στάλος / γιατάκι, κατοικιό, κονάκι, μαντρί, μονή, ξωμονή, στάνη, στρούγκα | igrek | σλάβικο

γρέμπανο το / γκρέμπανο το | γκρεμός / τόπος με βράχια, χωράφι με πέτρες | greben | σλάβικο

γρεμπένι το | λειρί, καπερόνι, κρέστα | greben’ | σλάβικο

γρέντα η / γρεντιά η | δοκάρι, κόρδα, πάτερο, πατόξυλο / καβαλάρης, κορφιάς, ποταμός | greda | σλάβικο

γρέντζελο το / γρεντζελιά η | το φυτό Vita vinefera silvestris, αγριοσταφυλιά, αγριόκλημα, αγριάμπελο, πατούλι | agrandzala | βλάχικο

γρέτζος ο / γρέντζος ο / γρέτζα η | το ψάρι Maena vulgaris, μένουλα, μανόλι, μενόλι, στρογγύλα, κόντουρα, μεζίκι | garizo | βενετσιάνικο

γριβάδι το | το ψάρι Cyprinus carpio, γριβάδι, μουστάκι, μποτσικάρι, σαζάνι, τσάφρα | griva | σλάβικο

γριγρί το / γκριγκρί το | είδος ψαράδικου / τρόπος ψαρέματος | gır gır | τούρκικο

γρίζο το | τραχύ ρούχο, γκρίζου χρώματος | griso  | ιταλικό

γρίλια η / γκρίλια η | ξύλο του παντζουριού | griglia | βενετσιάνικο

γρινίζω | νιαουρίζω | grugnire | ιταλικό

γρίπος ο | αλιευτικό σκάφος, τράτα | grippo  | ιταλικό

γρόμπος ο | και σγρόμπος, σβόλος, βόλος, κόμπος, ρόζος | groppo | ιταλικό

γρόσι το  | είδος νομίσματος / τα γρόσια: η περιουσία, τα χρήματα | grosso | ιταλικό

γρούντα η / γκρούντα η | γρόμπος, σβόλος, βόλος, κόμπος | gruda | σλάβικο

γρουσούζης / γουρσούζης / χρουσούζης | και ουγουρσούζης, κακότυχος, κατσικοπόδαρος, κακοσήμαδος, κακοπόδαρος | uğursuz  | τούρκικο

γρουσουζιά η / γρουσουζά η / χρουσουζιά η | και ογουρσουζιά, αναποδιά, ατυχία, κατσιποδιά, κακοσημαδιά, αναμουντζομάρα | uğursuzluk | τούρκικο

γρούτα η | χυλός από αλεύρι | grutum | λατινικό

γρουτάρης ο | πραματευτής | grutarius  | λατινικό

γρύλος ο | είδος μοχλού | grillo | ιταλικό