Λεξικό των δανείων στη ρωμαίικη γλώσσα

   

 

Λεξικό των δανείων στη ρωμαίικη γλώσσα

από τα: λατινικά, βενετσιάνικα, ιταλικά, αραβικά, τούρκικα, σλάβικα, αλβανικά και βλάχικα

 

λέξεις που αρχίζουν από α-ν

 

Δημήτρη Λιθοξόου

 

2011-2013

 

 


βιβλιογραφία-πηγές

 

1527: Εισαγωγή νέα επιγραφομένη, ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΧΡΗΣΙΜΟΣ, ήγουν Στέφανος τίμιος, ώστε μαθείν, αναγινώσκειν, γράφειν, νοείν & λαλείν, την ιδιωτικήν, & την αττικήν γλώσσαν των γραικώνέτι δε και την γραμματικήν, & την ιδιωτικήν γλώσσαν των λατίνων μετά πάσης ευκολίας, & εν ολίγω χρόνω, και χωρίς διδασκάλου, πράγμα λίαν ωφέλιμον εις πάσαν τάξιν των ανθρώπων, συντεθειμένον και εις φως εκδοθέν παρά του επιτηδειοτάτου, και ευμηχανικού ανθρώπου Στεφάνου του εκ Σαβίου, του τυπωτού των ελληνικών, και των λατινικών γραμμάτων εν τη εκλαμπροτάτη πόλει των Ενετών, Venetiis MDXXVII.

 1614: Ioannis Meursi, glossarium graeco barbarum - In quo præter vocabula quinque millia quadringenta, officia atque dignitates imperij Constantinop. tam in palatio, quàm ecclesia aut militia, explicantur, & illustrantur, Lugduni Batavorum, apud L. Elzevirium, 1614.

1622: Vocabolario Italiano et Greco nel Quale si contiene come le voci Italiane si dicano in Greco Volgare, composto dal P. Girolamo Germano della Compagnia di GIESV, in Roma, per l’Herede di Bartolomeo Zanneti, 1622.

1635: Simone Portio, Λεξικόν Λατινικόν, Ρωμαίκον και Ελληνικόν, εις το οποίον τα λατινικά λόγια συμφωνούναι τα Ρωμαίκα, και τα Ελληνικά. Εσμίχθηκε με τούτο στο τέλος του βιβλίου άλλον ένα λεξικόπουλον, εις το οποίον τα Ρωμαίκα λόγια κατ αλφάβητον βαλμένα γυρίζονται πρώτα ελληνικά και απέκει Λατινικά - Dictionarium latinum, graeco-barbarum, et litterale, in quo dictionibus latinis suae quoque graecae linguae vernaculae necnon etiam litteralis voces respondentAccessit insuper aliud in calce operis dictionariolum, in quo prius ordine alphabetico dispositae vernaculae linguae graecae dictiones, graco-litterales, tum latinar redduntur, Parisiorum 1635.

1659: Θησαυρός της εγκυκλοπαιδικής βάσεως τετράγλωσσος μετά της των επιθέτων εκλογής, και διττού των λατινικών τε και Ιταλικών λέξεων πίνακος, εκ διαφόρων παλαιών τε και νεωτέρων λεξικών συλλεχθείς παρά Γερασίμου Βλάχου του Κρητός, Venetiis MDCLVIIII.

1688: Glossarium ad scriptores mediae et infimae Graecitatis,in quo graeca vocabula novatae significationis,aut usus rarioris,barbara,extica,ecclesiastica,liturgica,tactica,nomica,jatrica,botanica,chymica explicantur,eorum notiones & originationes reteguntur - E libris editis,ineditis veteribus monumentis - Accedit appendix ad glossarium mediae & infimae latinitatis, una cumbravi etymologico linguae gallicae ex utoque glossario, auctore Carlo Du Fresne, domino Du Cange, Lugduni.

1708: Joh. Mich. Langii D. , Philologiae Barbaro-Graecae, Typis &nImpensis Wilhelmi Kohlesii, Univs. Altdorf. Typogr., Noribergae 1709.

1709: Αλέξιος Σουμαβέραιος (Alessio da Somaverra), Θησαυρός της Ρωμαϊκής και της Φραγκικής γλώσσας ήγουν λεξικόν Ρωμαϊκόν και Φραγκικόν πλουσιώτατονΠαρίτζι (Parigi) MDCCIX.

1783: Λεξικό Ρωμαικόν απλούν περιέχον ρωμαικάς απλάς λέξεις με το πόθεν αυταί παράγονται, ήγουν από ποίαις γλώσσαις – εσυλλέχτηκεν εις το σχολείον (σεμινάριον) της Λαύρας της Αγίας Τριάδος, н. новикова 1783 года.

1790: Λεξικόν τρίγλωσσον της Γαλλικής, Ιταλικής και Ρωμαϊκής διαλέκτου, εις τόμους τρεις διηρημένον, συνερανισθέν παρά Γεωργίου Βεντότη, τόμος Γ' Ρωμαϊκο-Γαλλικο-Ιταλικός, Εν Βιέννη της Αουστρίας 1790.

1835: Λεξικόν της καθ' ημάς ελληνικής διαλέκτου, μεθηρμηνευμένης εις το αρχαίον ελληνικόν και το γαλλικόν μετά προσθήκης γεωγραφικού πίνακος των νεωτέρων και παλαιών ονομάτων, υπό Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου, εν Αθήναις, εκ του ιδιωτ. έργων τμήματος της Βασιλ. Τυπογραφίας, 1835.

1837: A Modern Greek and English Lexicon (to which prefixed an Epitome of Modern Greek Grammar), by the Rev. I. Lowndes, Inspector General of Schools in the Ionian Islands, Corfu 1837.

1840: Η Βαβυλωνία ή η κατά τόπους διαφθορά της ελληνικής γλώσσης, κωμωδία εις πράξεις πέντε, συγγραφείσα παρά Δ. Κ. Βυζαντίου (: Δημήτρης Κωνσταντινίδης Χατζή-Ασλάνης 1790-1853), έκδοσις δευτέρα, εν Αθήναις, εκ της τυπογραφίας Κωνστ. Καστόρχη, οδός Αιόλου, 1840

1857: Λεξικόν της καθ' ημάς ελληνικής διαλέκτου, μεθηρμηνευμένης εις το αρχαίον ελληνικόν και το γαλλικόν μετά προσθήκης γεωγραφικού πίνακος των νεωτέρων και παλαιών ονομάτων, έκδοσις δευτέρα επηυξημένη και διωρθωμένη, υπό Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου, Αθήνησι 1857.

1858: Ν. Κ. (Κονεμένος), Γλωσσάριον Ηπειρωτικής, περιοδικό Πανδώρα, Αθήναι 1858.

1859: Ν. Δ. (Νικόλαος Δραγούμης), Γλωσσάριον της καθ’ ημάς Ελληνικής, περιοδικό Πανδώρα, Αθήναι 1857-1859.

1860: Arnoldus Passow, Τραγούδια Ρωμαίκα Popularia Carmina Graeciae Recentioris, Lipsiae MDCCCLX.

1864: Συλλογή λέξεων, φράσεων και παροιμιών εν χρήσει παρά τοις σημερινής κατοίκοις της νήσου Κυθήρων, περιοδικό Πανδώρα, Αθήναι 1861-1864.

1866a: Γ. Γ. Παππαδοπούλου, Περί της ιταλικής επιρροής επί την δημοτικήν γλώσσαν των νεωτέρων Ελλήνων, περιοδικό Πανδώρα, Αθήναι 1866.

1866b: Συλλογή των κατά την Ήπειρον δημοτικών ασμάτων, υπό Γ. Χρ. Χασιώτου, εν Αθήναις 1866.

1872: Γλωσσάριον Λέσβιον, περιοδικό Πανδώρα, Αθήναι 1872.

1874a: Ηλία Τσιτσέλη, Γλωσσάριον Κεφαλληνίας, στα Νεοελληνικά Ανάλεκτα του περιοδικού Παρνασσός, τόμος δεύτερος, Αθήναι 1874.

1874b: Ι. Ν. Σταματέλος, Λευκάδια Διάλεκτος, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, σύγγραμμα περιοδικόν, τόμος Η’, εν Κωνσταντινουπόλει 1874.

1874c: Δημοσθένης Χαβιαράς, Συλλογή λέξεων και φράσεων εν χρήσει εν Σύμη, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, σύγγραμμα περιοδικόν, τόμος Η’, εν Κωνσταντινουπόλει 1874.

1874d: Ν. Γ. Πολίτης, Χιακή διάλεκτος - Γλωσσάριον, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, σύγγραμμα περιοδικόν, τόμος Η’, εν Κωνσταντινουπόλει 1874.

1874e: Σ. Μανασσεΐδης, Διάλεκτος Αίνου, Ίμβρου, Τενέδου - Λεξιλόγια, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, σύγγραμμα περιοδικόν, τόμος Η’, εν Κωνσταντινουπόλει 1874.

1874f: Ιωάννης Κ. Παγούνης, Ηπειρωτική Διάλεκτος - Γλωσσάριον, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, σύγγραμμα περιοδικόν, τόμος Η’, εν Κωνσταντινουπόλει 1874.

1876a: Anton Jeannaraki, Άσματα Κρήτης μετά διστίχων και παροιμιών, Leipzig 1876.

1876b: Θηραϊκής γης γλωσσολογικής ύλης, τεύχος Α’, ιδιωτικόν της θηραϊκής γλώσσης, υπό Νικολάου Πεταλά, Αθήνησι 1876.

1878a: Νέον λεξικόν Ελληνογαλλικόν υπό Κ. Βαρβάτη, Αθήνησι :παρά τω εκδότη Κ. Αντωνιάδη, 1878

1878b: Λεξικόν Ελληνοϊταλικόν, συνταχθέν υπό Μ. Π. Περίδου, Αθήναι 1878.

1884a: Βατταρισμοί ήτοι λεξιλόγιον της λειβησιανής διαλέκτου, υπό Μ. Ι. Μουσαίου, εν Αθήναις 1884.

1884b: Θ. Πούσιος, Συλλογή λέξεων, παραμυθιών, ασμάτων κτλ. του εν Ζαγορίω της Ηπείρου ελληνικού λαού, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, σύγγραμμα περιοδικόν, τόμος ΙΔ’, εν Κωνσταντινουπόλει 1884.

1884c: Ονοματολόγιον ναυτικόν, εν Αθήναις, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1884.

1887a: Αντωνίου Βάλληνδα, Πάρεργα φιλολογικά πονήματα, τεύχος Α’, εν Ερμουπόλει, τύποις Αδελφών Καμπάνη, 1887.

1887b: Περισυναγωγή γλωσσικής ύλης και εθίμων του ελληνικού λαού, ιδία δε του της Πελοποννήσου, υπό Π. Παπαζαφειρόπουλου, εν Πάτραις 1887.

1888a: Το χιακόν γλωσσάριον ήτοι η εν Χίω λαλουμένη γλώσσα, συνέγραψεν Α. Γ. Πασπάτης, εν Αθήναις 1888a.

1888b: Συλλογή λέξεων και διαφόρων δημοτικών ασμάτων της νήσου Νισύρου, υπό Γεωργίου Παπαδοπούλου, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, σύγγραμμα περιοδικόν, τόμος ΙΘ’, εν Κωνσταντινουπόλει 1888.

1891a: Τα Κυπριακά ήτοι γεωγραφία, ιστορία και γλώσσα της Κύπρου από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερον, υπό Αθανασίου Α. Σακελλαρίου, τόμος δεύτερος, Η εν Κύπρω γλώσσα, εν Αθήναις 1891.

1891b: Ήπειρος – Συλλογή, Κωνσταντίνου Βαρζώκα, Ζωγράφειος Αγών - Μνημεία της ελλ. αρχαιότητος ζώντα τω νυν ελληνικώ λαώ, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, εν Κωσταντινουπόλει 1891.

1891c: Νεοελληνικά ανάλεκτα της Ηπείρου, υπό Γεωργ. Δ. Ζηκίδου, Ζωγράφειος Αγών - Μνημεία της ελλ. αρχαιότητος ζώντα τω νυν ελληνικώ λαώ, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, εν Κωσταντινουπόλει 1891.

1891d: Εμ. Μανωλακάκη, Γλωσσική ύλη τη νήσου ΚαρπάθουΖωγράφειος Αγών - Μνημεία της ελλ. αρχαιότητος ζώντα τω νυν ελληνικώ λαώ, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, εν Κωσταντινουπόλει 1891.

1891e: Γεωργίου Παπαδοπούλου, Γλωσσική ύλη της νήσου ΝισύρουΖωγράφειος Αγών - Μνημεία της ελλ. αρχαιότητος ζώντα τω νυν ελληνικώ λαώ, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, εν Κωσταντινουπόλει 1891.

1891f: Δημ. Πουλάκης, Λεξιλόγιον Ικαρίας, Κρήνης κλπ., Ζωγράφειος Αγών - Μνημεία της ελλ. αρχαιότητος ζώντα τω νυν ελληνικώ λαώ, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, εν Κωσταντινουπόλει 1891.

1892: Μελέτη περί του γλωσσικού ιδιώματος Βελβεντού και των περιχώρων αυτού, υπό Ευθ. Μπουντώναεν Αθήναις 1892.

1894: Gustav Meyer, Neugriechische Studien, Sitzungsberichte der Kais, Akademie der Wissenschaften in Wien, Philosophisch-Historische Classe, Wien 1894-1895.

1896a: Δ. Πουλάκη, Λεξικόν ιδία της Σικίνου και τινων άλλων τόπωνΖωγράφειος Αγών - Μνημεία της ελλ. αρχαιότητος ζώντα τω νυν ελληνικώ λαώ, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, εν Κωσταντινουπόλει 1896.

1896b: Καρπαθιακά, περιέχοντα την τοπογραφίαν, ιστορίαν, αρχαιολογίαν, φυσικήν κατάστασιν, στατιστικήν, τοπωνυμίας της νήσου, ήθη και έθιμα, ιδιώματα της γλώσσης, λεξιλόγιον, δημοτικά άσματα και δημώδεις παροιμίας των κατοίκων αυτής, υπό Εμ. Μανωλακάκη, εν Αθήναις 1896.

1899: Ι. Σαραντίδου Αρχελάου, Η Σινασός ήτοι θέσις, ιστορία, ηθική και διανοητική κατάστασις, ήθη, έθιμα και γλώσσα της εν Καππαδοκία κωμοπόλεως Σινασού, εν Αθήναις 1899.

1903: Σπ. Αναγνώστου, Λεσβιακά ήτοι συλλογή λαογραφικών περί Λέσβου πραγματειών, εν Αθήναις 1903.

1905: Σταματίου Ψάλτου, Θρακικά ή μελέτη περί του γλωσσικού ιδιώματος της πόλεως Σαράντα Εκκλησιών, εν Αθήναις 1905.

1908: Φαίδωνος Ι. Κουκουλέ, Οινουντιακά ή μελέτη περί της ιστορίας, των ηθών και των εθίμων και του γλωσσικού ιδιώματος του Δήμου Οινούντος της επαρχίας Λακεδαίμονος, εν Χανίοις 1908.

1909: Π. Αραβαντινού, Ηπειρωτικόν γλωσσάριον, εν Αθήναις 1909.

1910: Λεξικόν ελληνογαλλικόν (και γαλλοελληνικόν) της λαλουμένης Ελληνικής γλώσσης (ήτοι καθαρευούσης και δημώδους) - Dictionnaire grec-francais et francais-grec, υπό Αντωνίου Ηπίτη, 3 τόμοι, εν Αθήναις 1908-1910.

1914: Περί της συγχρόνου Σαμίας διαλέκτου, πραγματεία βραβευθείσα εν τω διαγωνισμώ του 1912 της εν Αθήναις Γλωσσικής Εταιρείας, υπό Νικολάου Ι. Ζαφειρίου, εν Αθήναις 1914.

1915: Ευαγγέλου Παπαχατζή, Δοκίμιον του γλωσσικού ιδιώματος Καρύστου και των πέριξ και τα εν τω ιδιώματι γραπτά ή άγραφα μνημεία, βραβευθέν εν τω διαγωνισμώ της εν Αθήναις Γλωσσικής Εταιρίας, εν Αθήναις 1915.

1918: Γερασίμου Σαλβάνου, Μελέτη περί του γλωσσικού ιδιώματος των εν Κερκύρα Αργυράδων, εν Αθήναις 1918.

1921: Δημητρίου Σάρρου, Παρατηρήσεις εις το Ηπειρωτικόν Γλωσσάριον του Π. Αραβαντινού, 1920.

1923a: Μιχαήλ Δέφνερ, Λεξικόν της Τσακώνικης Διαλέκτου, εν Αθήναις 1923.

1923b: Θ. Χελδράιχ, Τα δημώδη ονόματα των φυτών προσδιοριζόμενα επιστημονικώς, εκδιδόμενα δε υπό Σπ. Μηλιαράκη, Αθήναι 1923.

1925: Σπύρου Μουσούρη (Φώτου Γιοφύλλη), Συλλογή δημώδους γλωσσικού υλικού εκ της πόλεως Ιθάκης, Ιθάκη 1925.

1926a: Κ. Άμαντου, Συμβολή εις το Χιακόν γλωσσάριον, εν Αθήναις 1926.

1926b: Θ. Χελδράιχ, Τα δημώδη ονόματα των φυτών προσδιοριζόμενα επιστημονικώς, εκδιδόμενα δε υπό Σπ. Μηλιαράκη, Β’ έκδοσις επηυξημένη και βελτιωμένη, Αθήναι 1926.

1931: Πέτρου Βλαστού, Συνώνυμα και συγγενικά, τέχνες και σύνεργα, Αθήνα 1931.

1933: Δημητρίου Πασχάλη, Ανδριακόν Γλωσσάριον ή λέξεις και φράσεις του γλωσσικού ιδιώματος της κοινής εν Άνδρω λαλιάς, εν Αθήναις, τυπογραφείον ΕΣΤΙΑ, 1933.

1934: Λεξικόν της νέας ελληνικής γλώσσης, ορθογραφικόν και ερμηνευτικόν, συνταχθέν υπό επιτροπής φιλολόγων και επιστημόνων, επιμέλεια Γεωργίου Ζευγώλη, έκδοσις ΠΡΩΙΑ, Αθήναι 1933-1934.

1938: Ευφροσύνης Σιδηροπούλου, Λεξιλόγιον Κοτυώρων, Αρχείον Πόντου Σύγγραμμα Περιοδικόν, τόμοι 2-8, Αθήναι 1929-1938.

1941: Κων. Α. Άμαντος, Προσθήκαι εις το Χιακόν γλωσσάριον και το Χιακόν τοπωνυμικόν, Λεξικογραφικόν Δελτίον Ακαδημίας Αθηνών, τόμος Γ’, Αθήναι 1941.

1946: Φιλ. Τζομπάρη, Γλωσσάρι ΣτενιμάχουΑρχείον του θρακικού λαογραφικού και γλωσσικού θησαυρού, τομ. ΙΒ', Αθήναι 1946

1957: Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν και εποπτικόν λεξικόν μετά πλήρους γλωσσικού, σημασιολογικού και ορθογραφικού λεξικού της ελληνικής γλώσσης, Μορφωτική Εταιρεία, Αθήναι 1957.

1960a: Κωνστ. Κουκκίδη, Λεξιλόγιον ελληνικών λέξεων παραγομένων εκ της τουρκικής, Αθήναι 1960.

1960b: Χρήστου Παπασταματίου-Μπαμπαλίτη, Ιδιωματικαί λέξεις Σουφλίου, Θρακικά Σύγγραμμα Περιοδικόν, αρ. 31, εν Αθήναις 1961.

1961: Επιτροπής φιλολόγων, Σύγχρονον ορθογραφικόν-ερμηνευτικόν λεξικόν της ελληνικής γλώσσης (καθαρευούσης-δημοτικής), επιμελητής ύλης Θεόκρ. Γούλας, Αθήναι 1961.

1962a: Θεολ. Βοσταντζόγλου, Αντιλεξικόν ή ονομαστικόν της νεοελληνικής γλώσσης, δευτέρα έκδοσις, Αθήναι.

1962b: Βρασίδα Καπετανάκη, Το λεξικό της πιάτσας (λαογραφικόν λεξικολογικόν απάνθισμα), έκδοσις Δευτέρα βελτιωμένη και επαυξημένη, Αθήνα 1962.

1962c: Χρίστου Γ. Γεωργίου, Το γλωσσικό ιδίωμα Γέρμα Καστοριά, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1962.

1963: Λεωνίδα Ζώη, Λεξικόν ιστορικόν και λαογραφικόν Ζακύνθου, τομ. Β’ λαογραφικόν, Αθήναι, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1963.

1964:Ευαγγέλου Αθ. Μπόγκα, Τα γλωσσικά ιδιώματα της Ηπείρου (Βορείου, Κεντρικής και Νοτίου), Α’ Γιαννιώτικο και άλλα λεξιλόγια, Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1964.

1966:Ευαγγέλου Αθ. Μπόγκα, Τα γλωσσικά ιδιώματα της Ηπείρου (Βορείου, Κεντρικής και Νοτίου), Β’ Γλωσσάρια Βορ. Ηπείρου, Θεσπρωτίας, Κόνιτσας κ.ά, Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1966.

1972: Νίκου Β. Κοσμά, Το γλωσσικό ιδίωμα του Λαγκαδά, Μακεδονικά, τόμος δωδέκατος, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1972.

1976: Μιλτιάδη Ι. Παπαϊωάννου, Το γλωσσάριο των Γρεβενών, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1976.

1978: Ανδρέας Στεφόπουλος, Το γλωσσάρι της Χρυσής Καστοριάς, Μακεδονικά, τόμος δέκατος όγδοος, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1978.

1981: Κώστα Ξεινού, Του νησιού μας η γλώσσα – γλωσσάρι της Ίμβρου, Θεσσαλονίκη 1981.

1982: Θανάση Παπαθανασόπουλου, Γλωσσάρι ρουμελιώτικης ντοπιολαλιάς, Αθήνα 1982.

1983a: Ν. Π. Ανδριώτη, Ετυμολογικό λεξικό της κοινής Νεοελληνικής, τρίτη έκδοση με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα, Θεσσαλονίκη 1983.

1983b: Ακακίας Κορδόση, Μιλήστε Μεσολογγίτικα, β’ έκδοση συμπληρωμένη, Αθήνα 1983.

1987a: Θανάση Κωστάκη, Λεξικό της τσακώνικης διαλέκτου, Ακαδημία Αθηνών, 3 τόμοι, Αθήνα 1986-1987.

1987b: Κώστα Μαυρομμάτη, Λεξικό τοπικών όρων και ιδιωματισμών Καναλιών Καρδίτσας, Θεσσαλονίκη 1987.

1988: Δ. Χ. Κοντονάτσιου, Η διάλεκτος της Λήμνου, εθνογλωσσολογική προσέγγιση, διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Σχολή Φιλοσοφική, Τμήμα Φιλολογίας, Θεσσαλονίκη 1988.

1992: Π. Χ. Δορμπαράκη, Το ιδίωμα της Δυτικής Κορινθίας – Γλωσσάριο, (σε συνέχειες στα περιοδικά Κορινθιακά, Αθήνα 19740-1979 και Κορινθιακή Ζωή, Κόρινθος, 1976-1980 και σαν παράρτημα στο βιβλίο των Π. Χ. Δορμπαράκη και Κασ. Πανουτσοπούλου, Η περιοχή της Ευρωστίνης Κορινθίας, Αθήνα 1992).

1995: Εμμανουήλ Κριαρά, Νέο ελληνικό λεξικό της σύγχρονης δημοτικής γλώσσας (γραπτής και προφορικής), Αθήνα 1995.

1996a: Απόστολου Δούκα Σαχίνη, Το καστοριανό γλωσσάρι, Καστοριά 1996.

1996b: Δημ. Λ. Κόμη (επιμέλεια), Κυθηραϊκό Λεξικό, Αθήνα 1996.

1998: Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 1998.

1999: Κυριάκου Δεληγιάννη, Κουβουκλιώτικα ένα μικρασιατικό γλωσσικό ιδίωμα, διδακτορική διατριβή, Αδελαΐδα Αυστραλίας 1999.

2001a: Πανταζή Κοντομίχη, Λεξικό του λευκαδίτικου ιδιώματος, Αθήνα 2001.

2001b: Αντώνιος Β. Ξανθινάκης, Λεξικό ερμηνευτικό και ετυμολογικό του δυτικοκρητικού γλωσσικού ιδιώματος, 2η έκδοση, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2001.

2001c: Νίκος Χρ. Αλιπράντης, Λεξικό των ιδιωμάτων και των εγγράφων της Πάρου, με τρεις μελέτες για τα ιδιώματα της Πάρου, Αθήνα 2001.

2002: Νίκος Γ. Τσικής, Γλωσσικά από το Πυργί της Χίου, Αθήνα 2002.

2003: Ερμιόνη Κοροσίδου-Καρρά, Τα ρομανικά (ιταλικά-γαλλικά) δάνεια στο σύγχρονο ιδίωμα της Ζακύνθου: λεξικολογικές επισημάνσεις (μορφολογία-σημασιολογία), διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 3003.

2006: Ευανθία Δούγα-Παπαδοπούλου & Χρήστος Τζιτζιλής, Το γλωσσικό ιδίωμα της ορεινής Πιερίας, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2006.

2008: Ρίκα Τζιαμπίρη-Στούπα, Ντοπιολαλιές (λέξεις και φράσεις από την τοπική διάλεκτο της περιοχής μας), Φιλοπρόοδος Σύλλογος Αγίου Κοσμά Γρεβενών «Ο Άγιος Αθανάσιος», Γρεβενά 2008.

2010: Χρήστος Παπαπαναγιώτου, Λεξιλόγιο και μορφολογική ανάλυση της γλωσσικής ποικιλίας του Νεοχωρίου Υπάτης, μεταπτυχιακή διατριβή, Πάτρα 2010.

2011: Γιώργος Αλβανός, Βασιλ'τσιώτ'κα λόγια - Λεξικό της ντοπιολαλιάς Βασιλικών Λέσβου: ετυμολογικό, ερμηνευτικό, λαογραφικό, Αθήνα 2011.

 

 

αβαέτι το | δοσίματα, επιδόματα | avait | τούρκικο

αβάζι το | η φωνή | avaz | τούρκικο

αβάζος ο | φωνακλάς, μεγαλόφωνος | avaz | τούρκικο

αβανάκης | βλάκας, αγαθιάρης, ανόητος | avanak | τούρκικο

αβανακλούκι | βλακεία, αγαθομάρα | avanaklık | τούρκικο

αβάνης | συκοφάντης, κακολόγος / άδικος | havan | αραβικό

αβανιά η / αβανία η | συκοφαντία, κακολογία / αδικία | avania | ιταλικό

αβάντα η | πλεονέκτημα / αθέμιτο κέρδος, κωλόκουρο / βοήθεια σε παράνομη πράξη | avantare | ιταλικό

αβαντάγιο το | κέρδος / θάρρος | avantagium | λατινικό

αβαντανλίκι το | το εργαλείο | avadanlık | τούρκικο

αβαντάριο το | σημειωματάριο | aventario | βενετσιάνικο

αβαντατζής ο | τρακαδόρος | avantacı | τούρκικο

αβάντζα η / αβάντσα η | προκαταβολή | avanzo | ιταλικό

αβαντζαδώρος | πιστωτής | avanzatore | ιταλικό

αβαντζάρω / αβαντσάρω / αβατζέρνω | υπερτερώ, πλειοδοτώ, αυξάνω | avanzare | ιταλικό

αβάντζο το / αβάντσο το | πλεόνασμα | avanzo | ιταλικό

αβάντζο το / αβάντσο το | κέρδος, όφελος | avanzo | ιταλικό

αβάντι / αβάντε | εμπρός | avanti | βενετσιάνικο

αβάρα | άπωσον | avara | τούρκικο

αβαραλούκι | αναδουλειά | avarelik | τούρκικο

αβαράρω | αποθώ πλοίο / αντιπιέζω | varare | ιταλικό

αβαράς | άπρακτος, αργόσχολος | avare | τούρκικο

αβαρία η | θαλασσοζημία | avaria | ιταλικό

αβαρίζι το / αβαρίτζι το | πολεμικός φόρος | avarız | τούρκικο

άβαρος | πλούσιος, τσιγκούνης, πλεονέκτης | avarus | λατινικό

αβελίδος | εξαντλημένος | avvilito | ιταλικό

αβελιμέντο  το | στεναχώρια / ανυπομονησία | avvelimento | ιταλικό

αβελίρω | παραζαλίζω | avellere | ιταλικό

αβελίρω | ξεφτιλίζω | avvilire | ιταλικό

αβεντόρος ο | πελάτης, αγοραστής | avventore | ιταλικό

αβεντούρα | συμφορά | aventura | ιταλικό

αβερτίρω | αναγγέλω, ειδοποιώ | avertir | βενετσιάνικο

αβέρτος | ανοιχτός, ευρύχωρος / ελεύθερος | averto | βενετσιάνικο

άβι το | κυνήγι | av | τούρκικο

αβιζαδόρος ο | κήρυκας | avvisatore | ιταλικό

αβιζάδος | ειδοποιημένος | avizado | βενετσιάνικο

αβιζαμέντο | αγγελία, παραγγελία, καταγγελία | avvisamento | ιταλικό

αβιζάρω | ειδοποιώ, ενημερώνω, παραγγέλω / νουθετώ | avisar | βενετσιάνικο

αβίζο το | είδηση, γνωστοποίηση | aviso | βενετσιάνικο

αβλαγάς ο | οικόπεδο κοντά στο σπίτι | avlağa | τούρκικο

αβλαμάς ο | καρτέρι, ενέδρα | avlama | τούρκικο

αβλαντίζω | κυνηγώ, παραμονεύω | avlamak | τούρκικο

αβόι | τόπι, μπάλα | avolio | βενετσιάνικο

αβοκάτος ο / αβουκάτος ο | δικηγόρος | avvocato | ιταλικό

αβόριο το | ελεφαντόδοντο | avorio | βενετσιάνικο

αβουκατλίκι το | δικηγορία | avukatlık | τούρκικο

αβτζής ο | κυνηγός | avcι | τούρκικο

αβτζιλίκι το | κυνήγι | avcılık | τούρκικο

αγάλδερ | μισθωτήριο κτήματος | galder | βενετσιάνικο

αγάλι & αγάλια | σιγά, σιγανά | eguale | ιταλικό

αγαλίκι | η εξουσία του αγά / η αρχοντιά | ağalık | τούρκικο

αγάντα | άντεχε, βάστα | agguanta | ιταλικό

αγαντάρω | συλλαμβάνω / βοηθώ / αντέχω | agguantare | ιταλικό

αγάρα | έχθρα, καβγάς | agara | ιταλικό

άγαρμπος | άκομψος, αδέξιος / ασκημομούρης, άσκημος / άνοστος, σαχλός / α + garbo (κομψότητα) | garbo | βενετσιάνικο

αγάς | άρχοντας, πρόκριτος, προεστός | ağa | τούρκικο

αγγούρι το |  το φυτό Cucumis sativus, δροσίτης, αμελέτητο, καστραβέτσι | agur | αραβικό

αγγούτικας ο | σβέρκος, λαιμός | akot' | σλάβικο

αγγρίφι το / αγκρίφι το | άγκιστρο / αγκάθι, αγκύλι / αγκίδα / απότομος βράχος | grifo | ιταλικό

αγερίνα η | η λεπτή άμμος του γιαλού | arena | ιταλικό

αγέρμανος ο | αγριόπαπια | germano | ιταλικό

αγιάζι το | δροσιά / παγωνιά / πάχνη / ξαστεριά | ayaz | τούρκικο

αγιάνης ο | προύχοντας, προεστός, πρόκριτος | âyan | τούρκικο

αγιάρι το | ρύθμιση, ρέγουλα / έλεγχος | ayar | τούρκικο

αγιαρντίζω | ξελογιάζω, παραπλανώ | ayartmak | τούρκικο

αγιλάκης ο / αϊλάκης ο | χασομέρης, τεμπέλης, ακαμάτης | aylak | τούρκικο

αγίλι το | μάντρα, χειμαδιό, στάνη, στρούγκα | ağıl | τούρκικο

αγιουτάντης ο | βοηθός / μαθητευόμενος / γραμματέας | aiutante | ιταλικό

αγιουτάρω | βοηθώ, ενισχύω, υποστηρίζω / ενθαρρύνω | aiutare | ιταλικό

αγιούτο το | βοήθεια, συνδρομή / κουράγιο / θάρρος | aiuto | βενετσιάνικο

αγκανάδος | οργισμένος, αγανακτισμένος | accanito | ιταλικό

αγκανάρω | εξαπατώ, συκοφαντώ / στεναχωρώ / εξαναγκάζω, καταπιέζω | ingannare | ιταλικό

αγκαρτώ | γκαρίζω | angırdım | τούρκικο

άγκαστα | επίτηδες | an kasden | τούρκικο

αγκέντες ο | μεσάζοντας, πράκτορας | agente | ιταλικό

άγκινας ο / αγκινάρι το / αγκίνι το | αρπάγη, γάντζος, τσιγκέλι / μπαστούνι | uncinus | λατινικό

αγκιόρνο | ενήμερα | a giorno | ιταλικό

αγκλαμίδα η | μικρό κουβάρι με νήμα | glomua | λατινικό

αγκλιά η | κουβάς, σίκλα, χαρκιά, μετάγγι, ανασυρτός / νεροκολοκύθα, φλασκί | anclare | λατινικό

αγκοράρω | αγκυροβολώ / εξασφαλίζομαι | ancorare | ιταλικό

αγκορέτα η | μικρή άγκυρα | ancoretta | ιταλικό

αγκούσα η | άσθμα, δύσπνοια / φούσκωση / καύσωνας / στεναχώρια | angossa | βενετσιάνικο

αγναεύω / αγνάρω / αγναντίζω | καταλαβαίνω, εννοώ | ağnamak | τούρκικο

αγντάς ο | χαλάουα / σιρόπι για γλυκό | ağda | τούρκικο

αγουστέλα η | είδος σύκου και είδος  απιδιού που ωριμάζουν τον Αύγουστο | agosto | ιταλικό

αγραβάνι το | το φυτό Ceratonia siliqua, χαρουπιά, καρουπιά, κουτσουπιά, κουντουριδιά, αγριοκερατιά, ξυλοκερατιά | erguvan | τούρκικο

αγραβάρω | επιβαρύνω / στεναχωρώ | aggravare | ιταλικό

αγράβιο το | φορολογία, επιβάρυνση | aggravio | ιταλικό

αγραμάς ο / αγραμάδα η | περίβολος / σωρός λιθάρια / κέντημα με κρόσσια | agraman | βενετσιάνικο

αγραμπαλώνω | γρατσουνίζω | grampa | ιταλικό

αδετούρης ο | ελεγκτής | auditore | ιταλικό

αζαλίκι το | το αξίωμα του αζά | azalık | τούρκικο

αζάμης | μέγιστος | âzam | τούρκικο

αζάπης  / άζαπος | ταλαίπωρος, δυστυχής / απεριόριστος / άγαμος / ατίθασος, άτακτος / ακροβολιστής του οθωμανικού στρατού | azap | τούρκικο

αζαρόλια η / αζαρόλα η / αζαρόλι το | Το δέντρο Crataegus azarolus, μεμετζιλιά, πέρκα, μπέρκα, κουδουμηλιά, αντρικοκιά | azzeruola | ιταλικό

αζάς ο | σύμβουλος, μέλος συμβουλίου επισήμων οθωμανικών οργάνων | aza | τούρκικο

αζάτης | ελεύθερος / άγαμος / ζόρικος | azat | τούρκικο

αζάτι το | απελευθέρωση, λύτρωση | azat | τούρκικο

αζατλής | ελευθερωμένος | azatlı | τούρκικο

άζι το | ευχή | arzu | τούρκικο

αζίκι το | φαγητό, προσφάγι | azık | τούρκικο

αζολέτα η | κουμπότρυπα | asoleta | βενετσιάνικο

άζουλα η | κόπιτσα | asala | βενετσιάνικο

αζούρα η | καούρα στο στομάχι | arsura | ιταλικό

αζούχι το | προμήθειες τροφίμων | azıklık | τούρκικο

αζουχλαεύω | προμηθεύω τρόφιμα σε ταξιδιώτη | azıklamak | τούρκικο

αΐδα η / αΐτα η / αγίτα η | βοήθεια, ενίσχυση / περίθαλψη | aida | βενετσιάνικο

αϊδάρι το / αϊδάριση η / αϊδάρισμα το | βοήθεια, αρωγή | aidar | βενετσιάνικο

αϊτάρω / αϊδάρω / αϊδέρνω | βοηθώ, επικουρώ | aitare | ιταλικό

ακατσία η | το φυτό Robinia pseudoacacia, ακακία | acacia | ιταλικό

ακιλής | μυαλωμένος, λογικός | akıllı | τούρκικο

ακίλι το | συμβουλή / νοημοσύνη | akıl | τούρκικο

ακιντές ο | γλύκισμα | akide | τούρκικο

ακιντζής ο | ιππέας του οθωμανικού στρατού | akıncı | τούρκικο

ακιστάρω | αποκτώ | acquistare | ιταλικό

ακίστο το | απόκτημα | acquisto | ιταλικό

ακομπανιαμέντο | συνοδεία μουσικού οργάνου | accopagnamento | ιταλικό

ακομπανιάρω | συνοδεύω | acompagnar | βενετσιάνικο

ακόντο το | λογαριασμός | acconto | ιταλικό

ακόντρα | αντίπρωρα | a contra | βενετσιάνικο

ακορδάρω | παρέχω, δίνω, βοηθώ | accordare | ιταλικό

ακόρντο | συμφωνία, αρμονία / συγχορδία | accordo | ιταλικό

ακορτζέρομαι | καταλαβαίνω, νιώθω, συναισθάνομαι | accorgersi | ιταλικό

ακοστάρω | πλευρίζω | accostare | ιταλικό

ακουαρέλα η | υδατογραφία | aquarela | βενετσιάνικο

ακουαφόρτε το | νιτρικό οξύ | acquaforte | ιταλικό

ακουζάρω | κατηγορώ, καταγγέλλω / προκαθορίζω | accusare | ιταλικό

ακουζάτορας ο / ακουζάτορος ο | κατήγορος, μηνυτής | accusatore | ιταλικό

ακουζάτος | κατηγορούμενος / προκαθορισμένος | accusato | ιταλικό

ακουμπέτι | τελικά, επιτέλους, τέλος πάντων, παρά ταύτα | akıbet | τούρκικο

ακουμπώ & ακουμπίζω | στηρίζομαι | accumbo | λατινικό

ακούτης ο | αυχένας | acuto | ιταλικό

ακούτος | οξύς, οξύτονος στη φωνή | acuto | ιταλικό

ακράνης ο | συνομήλικος, ισόβαθμος, φίλος | akran | τούρκικο

ακράπι το | σκορπιός | akreb | τούρκικο

ακταρμάς ο | μεταφορά, μετακόμιση, μεταφόρτωση / ανακάτεμα | aktarma | τούρκικο

ακταρντίζω / ακταρτίζω | μεταφέρω, μετακομίζω, μεταφορτώνω / ανακατεύω | aktarmak | τούρκικο

αλά | κατά τον τρόπο / κατά τη συνήθεια | alla | ιταλικό

άλα | εμπρός ! | ala | βενετσιάνικο

αλαβία | αμέσως / στο δρόμο | alla via | ιταλικό

αλάβρες | μακάρι, ο θεός να δώσει | allah versin | τούρκικο

αλάγι το / αλάι το | πλήθος, σύνολο, πομπή, ακολουθία, σωρός | alay | τούρκικο

αλακάπα | αντίστροφα, αντίθετα / αδιάφορα / αιφνιδιαστικά | alla cappa | ιταλικό

αλακρέγκα / αλαγρέκα | σύμφωνα το ιουλιανό ημερολόγιο | alla greca | ιταλικό

αλαλούμ το | σύγχυση | ulalum | αραβικό

αλαμπάντα η | αναστάτωση, αναταραχή / απόπατος, αναγκαίο, πόρεψη, χρεία, μέρος, καμπινές, χαλές, χεστερή, χεζουριό, αποχωρητήριο | alla banda | ιταλικό

αλαμπάρδα η / αλαμπαρδόνα η | μακρύ δόρυ / άσχημο θηλυκό  / γυναίκα αλανιάρα | alabarda | ιταλικό

αλαμπουρνέζικα | ακαταλαβίστικα, παράξενα, αλλόκοτα | alla Livorno (Liburnum) | ιταλικό

αλαμπρατσέτα | αγκαζέ | a braccetto | ιταλικό

αλάνα η | πλατεία, ανοιχτός χώρος, ξέφωτο | alan | τούρκικο

αλάνης ο / αλανιάρης ο / αλάνι το | αλήτης, άνθρωπος της αλάνας | alan | τούρκικο

αλαντετούρα | κατευθείαν, ολόισια | alla addirittura | ιταλικό

αλάργα | μακριά, απόμακρα / αραιά / λίγο-λίγο | a la larga | βενετσιάνικο

αλαργάρω / αλαργεύω | απομακρύνομαι, ξεμακραίνω | alargar | βενετσιάνικο

αλαρμίζω | ενοχλώ, πειράζω, ταράζω | allarmare | ιταλικό

αλάρω | τραβώ με σκοινί, ρυμουλκώ | alare | ιταλικό

αλάς | ασπρόμαυρος / ποικιλόχρωμος | ala | τούρκικο

αλατζαλής / αλατζιάτικος | παρδαλός, πολύχρωμος | alacalı | τούρκικο

αλατζάς ο | πολύχρωμος / ύφασμα με πολύχρωμες ραβδώσεις και τετράγωνα / ρούχο από πολύχρωμο ύφασμα | alaca | τούρκικο

αλατζατζής ο | αυτός που υφαίνει αλατζάδες | alacaci | τούρκικο

αλάτη η | φτερούγα | alata | ιταλικό

αλατορίζω / αλατουριάζω | χρησιμοποιώ το γάλα και άλλου βοσκού, μαζί με των δικών μου ζώων, για να φτιάξω τυρί, συνεταιρικά | alleato | ιταλικό

αλάφι το | φλόγα | alaz | τούρκικο

αλάφι το | φλυαρία | lâf | τούρκικο

αλάχ ο | θεός | allah | τούρκικο

αλεγραμέντο το | η ευθυμία, η διασκέδαση, το κέφι | allegramento | ιταλικό

αλεγράρω / αλεγρίζω | διασκεδάζω, ευθυμώ, φτιάχνω τη διάθεση | allegrare | ιταλικό

αλεγρία η | ευθυμία, χαρά, κέφι / ελευθερία | allegria | ιταλικό

αλέγρος | εύθυμος, χαρούμενος, κεφάτος | alegro | βενετσιάνικο

αλεγροσύνη η | χαρά, ευθυμία / ζωηρότητα | allegrezza | ιταλικό

αλέμι το | σημαία, λάβαρο / κεφαλομάντηλο | alem | τούρκικο

αλέμι το | διασκέδαση, γλέντι | âlem | τούρκικο

αλένιος | κόκκινος | al | τούρκικο

αλέστα | πρόθυμα, προσεκτικά, έτοιμα / αμέσως, γρήγορα | alla lesta | ιταλικό

αλεστάρω | προετοιμάζω, παρασκευάζω | allestare | ιταλικό

αλέστος | πρόθυμος, έτοιμος / ευκίνητος, γρήγορος | alesto | βενετσιάνικο

αλέτι το | εργαλείο, μαραφέτι | alet | τούρκικο

αλητάμπουρας | αλήτης + berrü (άντρας) | berrü  | αλβανικό

αλί / άλικος | κόκκινος | al | τούρκικο

αλιάδα η | σκορδαλιά | agliata | ιταλικό

αλιβερντίζω | αγοράζω για άλλον / προμηθεύω φτηνά | alıvermek | τούρκικο

αλιγαδούρα η | σχοινί φτιαγμένο από λυγιά, λυγαριά, λύγο | ligatura | ιταλικό

αλικοντίζω / αλικοντεύω | εμποδίζω, παρεμποδίζω / καθυστερώ / μεταπείθω, αποτρέπω | alıkoymak | τούρκικο

αλιμέντο το | διατροφή διαζυγίου | alimento | ιταλικό

αλιμπαρταρω | αναποδογυρίζω | ribaltare | ιταλικό

αλιμπερτά | ελεύθερα, απεριόριστα / ζώα που βόσκουν χωρίς τσοπάνη, | liberta | τούρκικο

αλιμπερτός | ανελεύθερος | liberto | τούρκικο

αλιντίζω | θίγομαι / παραφέρομαι / κυριεύομαι / σκιρτώ | alınmak | τούρκικο

αλισβερίσι το | δοσοληψία, συναλλαγή, νταραβέρι | alιşveriş | τούρκικο

αλισίβα η / αλισία η | σταχτόνερο, θολόσταχτη, αθουδιά, κατασταλαχτή, κατασταλαή, κατενή, πιπιλιά | lissia | βενετσιάνικο

αλκόβα η | εσοχή στον τοίχο με διαχωριστική κουρτίνα | alcova | ιταλικό

αλμάγκο | τουλάχιστον, τέλος πάντων, επί τέλους | almanco | ιταλικό

αλμένο | τουλάχιστον | almeno | ιταλικό

άλμπα η | χάραμα | alba | βενετσιάνικο

αλμπάνης ο | πεταλωτής | nalbant | τούρκικο

άλμπουρο το | κατάρτι | arboro & alboro | βενετσιάνικο

αλουμίνι το | λουμίνι, φυτίλι για καντήλι | lumin | βενετσιάνικο

αλπακάς ο | είδος λεπτού μάλλινου υφάσματος | alpaca | ισπανικό

αλταμάρω | κλυδωνίζομαι χωρίς να προχωρώ σε πλοίο / βαδίζω αργά με ζωηρές κινήσεις | alto mare | ιταλικό

αλτάνα η | παρτέρι με λουλούδια / πρασιά / ζαρτινιέρα / γλάστρα | altana | βενετσιάνικο

αλτάρι το / αλτάρε το | το άγιο βήμα, η αγία τράπεζα | altare | ιταλικό

αλτεράρομαι | συγχύζομαι, ταράζομαι | alterare | ιταλικό

άλτο / αλτάδο | το ύψος του διχτυού | alto | ιταλικό

άλτος | ψηλός / φημισμένος, δοξασμένος, ευγενής / πολύ μακρινός | altus | λατινικό

άλτσα η | κομμάτι δέρματος ή ξύλου στο ψίδι του καλαποδιού / σίδερο στις άκρες της σόλας των παπουτσιών, στις φτέρνες ή στις μύτες | alzo | ιταλικό

αλτσάκης | τιποτένιος, κάθαρμα | alçak | τούρκικο

αμάγκο | τουλάχιστον | almanco | ιταλικό

αμάδα η | πέτρα πλακουτσωτή σα δίσκος / μεγάλος σκληρός βόλος / μεγάλος σκληρός σβόλος | al matt | ιταλικό

αμάκα η | τράκα, τσάμπα / αρπαγή, κλεψιά | a maca | βενετσιάνικο

αμάν | επιφώνημα για λύπη, στεναχώρια / θαυμασμό, έκπληξη / έλεος | aman | τούρκικο

αμανάτι το / αμανέτι το | παρακαταθήκη, ενέχυρο / φροντίδα ατόμου / ταχυδρομικό δέμα | emanet | τούρκικο

αμανές ο | αργόσυρτο παραπονιάρικο τραγούδι / δίστιχο που διαβάζουν στον κλήδονα | emane | τούρκικο

αμανετζής o | ιδιωτικός ταχυδρόμος | emanetaçi | τούρκικο

αμέλι το | πράξη, ενέργεια | amel | τούρκικο

αμέντε | λάβε τα μέτρα σου / έχε κατά νου | a mente | βενετσιάνικο

αμέτι-μουχαμέτι | πεισματικά | amet muhabbet | τούρκικο

άμια η | θεία | amia | βενετσιάνικο

αμίκος ο | φίλος | amico | ιταλικό

αμίρα η | στόχαστρο | mıra | ιταλικό

αμιράλης ο | ναύαρχος | amiral | τούρκικο

αμιράλιος ο / αρμιράγιος ο | ναύαρχος | amiraglio | βενετσιάνικο

αμιράς / αμίρης ο | άραβας άρχοντας / αρχηγός | amir | αραβικό

άμιτο το | κεφαλομάντηλο | ammitto | ιταλικό

αμολάρω / αμολέρνω / αμολώ | αφήνω, εγκαταλείπω / ελευθερώνω / φεύγω / χαλαρώνω | ammollare | ιταλικό

αμόντε | μάταια, ανώφελα / χαμένα | a monte | ιταλικό

αμοράτος | εραστής | amorato | ιταλικό

αμόρε το | έρωτας, αγάπη / εραστής ή ερωμένη | amore | ιταλικό

αμορίδα η | αγαπητικιά, φιλενάδα, γκόμενα, ερωμένη | amoretto | ιταλικό

αμορίζω | έχω ερωμένη | amoreggiare | ιταλικό

αμορίλα η | τεμπελιά / ανικανότητα / κακοτυχία | mora | ιταλικό

αμορόζα η | ερωμένη, αγαπητικιά, γκόμενα | amorosa | ιταλικό

αμορόζα η | περίδεσμος των ιστίων, ακροδέα | borose | βενετσιάνικο

αμορόζος ο | εραστής, αγαπητικός, γκόμενος | amoroso | βενετσιάνικο

άμουλα η | μπουκάλι, φιάλη | amola | ιταλικό

αμπαζούδα η | κυρία | božur' | σλάβικο

άμπακας ο / άμπακος ο | αβάκιο / άμμος / πλήθος πραγμάτων / μεγάλη ποσότητα φαγητού / σοφός | abbaco | ιταλικό

αμπακίστας ο | λογιστής | abachista | ιταλικό

αμπαλάρω | συσκευάζω | abballare | ιταλικό

αμπανόζι το / αμπανός ο | έβενος | abanoz | τούρκικο

αμπαντάρω | εκτιμώ, προσέχω | abbadare | ιταλικό

αμπαντονάρω / αμπαντονεύω | αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ / παραμελώ | abandonar | βενετσιάνικο

αμπάρα η | σύρτης, μάνταλος, μαναβέλα, περάτης, καντινάτσο, σίδερο | barra | ιταλικό

αμπάρι το | αποθήκη ξύλινη ή χτιστή για φύλαξη αγροτικών προϊόντων / το κύτος του πλοίου | ambar | τούρκικο

αμπάριζα η | παιδικό παιχνίδι, λέγεται και έμπατος ή καλές ή σκλαβάκια | ambarezë | αλβανικό

αμπαρτζής ο | αποθηκάριος | ambarcı | τούρκικο

αμπάς ο | χοντρό μάλλινο ύφασμα / χοντρή μάλλινη κάπα βοσκών και αγροτών | aba | τούρκικο

αμπασά η | διάβαση, μπάσιμο | passada | βενετσιάνικο

αμπασάδα | δουλειά, θέλημα / παραγγελιά | ambassada | βενετσιάνικο

αμπασαδόρος | αγγελιαφόρος, αποκρισάριος / αυτός που κάνει το θέλημα, τη δουλειά / εργάτης | ambassador | βενετσιάνικο

αμπάσο | χαμηλά, κάτω | abbasso | ιταλικό

αμπάστα η | σχεδιασμένη ραφή | basta | ιταλικό

αμπατζής | αυτός που φτιάχνει ή πουλάει αμπάδες | abaci | τούρκικο

αμπελέτσα | παίρνω το παιδί στην πλάτη, καλικούτσα, όπαλα, αγκάνια | amplesso | ιταλικό

αμπέρι το / αμπεριά η | το φυτό Acacia farnesiana γαζία, γαντζία | amber | τούρκικο

αμπιτάδος | κατοικημένος | abitado | βενετσιάνικο

άμπιτο το | νυφικό, φουστάνι πολυτελείας, βελέσι | abito | βενετσιάνικο

αμπλά η | μεγαλύτερη αδερφή / θεία, άμια / σεβαστή ηλικιωμένη | abla | τούρκικο

αμπλάκης ο | αμούστακος νεαρός / αγαθός / βλάκας | ablak | τούρκικο

αμπντέστι το | Το πλύσιμο του μουσουλμάνου πριν προσευχηθεί | abdest | τούρκικο

αμπονάδα η | θέση κλεισμένη, προσωπική | abonar | βενετσιάνικο

αμπονάτος | τακτικός επισκέπτης / εκμισθωμένος / όνομα κόκκινου πετρόψαρου | abonato | βενετσιάνικο

αμπονόρα | νωρίς | bonora | βενετσιάνικο

αμπουγάδα η | μπουγάδα | bugada | βενετσιάνικο

αμπούλα η / άμπουλα η | μποτίλια, μπουκάλι, φιάλη | ampulla | λατινικό

αμπουριάζω / αμπουρίζω | αχνίζω, ατμίζω | abureádzà | βλάχικο

αμπουρνελιά | το δέντρο Prunus domestica, μπουρνελιά, δαμασκηνιά, κορομηλιά, τζανεριά, κουμηλίά | brunella | ιταλικό

άμπουρος ο / άμπουρας ο / άμπρος ο | ατμός, αχνός | aburu | βλάχικο

άμπρα η / άμπαρι το / άμπαρο το | ήλεκτρο, κεχριμπάρι / εξαιρετική μυρουδιά | ambra | ιταλικό

αμπράζης ο | καχεκτικός / βάναυσος / άτακτος | ebras | αραβικό

αμπράκαμος ο | χάντρα κεχριμπάρι / το κολιέ, το περιδέραιο | ambracane | ιταλικό

άμπρα-κατάμπρα | «μαγική» λέξη | abracadabra | ιταλικό

αμπρακώνω | βάζω κάτω από τη μασχάλη | imbracciare | ιταλικό

αμπρατσάρω | αγκαλιάζω | abrazzar | βενετσιάνικο

αναβαντάγιο το | παράρτημα, πρόσθεμα | avvantaggio | ιταλικό

ανακαράς ο | μουσικό όργανο | nakkare | τούρκικο

αναμουρεύω | μουσμουρεύω, γοητεύω, ερωτεύομαι | innamorare | ιταλικό

αναμπουμπούλα η / αναμπαμπούλα η  | ανακατωσούρα / αναστάτωση / σύγχυση / ταραχή | ala babula | βενετσιάνικο

αναντάμ-μπαμπαντάμ | από παλιά (από μάνα και πατέρα), από καταγωγή | anadan babadan | τούρκικο

ανασόνι το / ανασονιά η | το φυτό Pimpinella anisum, γλυκάνισο, άνισο | anason | τούρκικο

αναφακάς ο | διατροφή διαζυγίου | nafaka | τούρκικο

αναφιλά | μάταια, άσκοπα, τσάμπα | nafile | τούρκικο

ανελέντο το | αρνάκι | agnelletto | ιταλικό

ανελέτα η | στρογγυλό σκουλαρίκι / διάτρητο στρογγυλό κόσμημα / η βέργα, το χέρι του κανταριού / το μάσκουλο του παράθυρου | anelletta | ιταλικό

ανέλο το / ανέλα α | ο μεγάλος κρίκος της άγκυρας / ο κρίκος του λουριού στο όπλο | anelo | βενετσιάνικο

ανίλα η | νίλα, ζημιά, παίδεμα | an’ilia | βλάχικο

άνιμα η | ψυχή | anima | ιταλικό

ανουνσιάζω | αναγγέλω | annunziare | ιταλικό

αντακόνω / αντακιάζω | αρχίζω κάτι | antaccare | ιταλικό

ανταλέτι το | δικαιοσύνη | adalet | τούρκικο

ανταλής ο | νησιώτης | adalι | τούρκικο

αντάμης ο | πραγματικός άνθρωπος / αντρειωμένος, γενναίος | adam | τούρκικο

αντάντε | αργά | andante | ιταλικό

αντάρε | πηγαίνω | andar | βενετσιάνικο

αντάσορας | μετά ταύτα | andan sonra | τούρκικο

αντάτζιο | αργά | adagio | ιταλικό

άντε / άιντε | εμπρός / πηγαίνετε | haydi | τούρκικο

αντένα | κεραία / γαστροκνημία ή αγκούλα | antena | βενετσιάνικο

αντενάτος ο | πρόγονος | antenato | βενετσιάνικο

αντερί το | μακρύ αντρικό φόρεμα / κελεμπία / εσώρουχο του παπά | entari | τούρκικο

αντετά | κατάλληλα, ταιριαστά | adatto | ιταλικό

αντέτι το | έθιμο, συνήθειο | âdet | τούρκικο

άντζα / άντζακι | μόλις / σπάνια | ancak | τούρκικο

άντζα η / άντσα η | κνήμη, καλάμι / γαστροκνημία, αγκούλα, γάμπα / πέλμα, χοιρομέρι | ancia | λατινικό

αντζίνα η | συνάχι, φαρυγγίτιδα | angina | ιταλικό

αντζούγια η | παστός γαύρος / χαψί | acciuga | ιταλικό

αντζούρι το / αντσούρι το | το φυτό Cucumis sativus, ξυλάγγουρο | acur | τούρκικο

αντιβινιαριστικά | κατ’ εικασία | indivinare | ιταλικό

αντίδι το | το φυτό Cichorium endivia, πικρομάρουλο, ρίτσα, ήμερο ραδίκι | intubus | λατινικό

αντίκα η | παλιό αντικείμενο αξίας | antica | ιταλικό

αντικάμαρα η | προθάλαμος | anticamara | βενετσιάνικο

αντίκος | παλιός, αρχαίος | antico | ιταλικό

αντίο | αποχαιρετισμός | adio | βενετσιάνικο

αντρές ο / αντρέ το | διάδρομος σπιτιού | antrata | ιταλικό

άντσι | αντιθέτως | anzi | βενετσιάνικο

αξαμάρι το / άξαμο το | μέτρο | examen | λατινικό

αξάμι το | σούρουπο, βραδάκι | akşam | τούρκικο

αξίγκι το / αξούγκι το | ξίγκι | axungia | λατινικό

απαλαρέα η | πιάτο, γαβάθα | apallarea | λατινικό

απαντονιάρω / απαντώ | υποχωρώ, απαυδίζω | abbandonare | ιταλικό

απαράρω | προστατεύω, προφυλάσσω | parare | ιταλικό

απαράτο το | φαινόμενο / συμβάν, γεγονός | apparato | ιταλικό

απαρθενεύω | ανήκω / μου χρειάζεται | appartenere | ιταλικό

απαρταμέντο το | διαμέρισμα | appartamento | ιταλικό

απελάρω | κάνω έφεση | appelare | ιταλικό

απένα | μόλις, λίγο πριν | a pena | βενετσιάνικο

απερτούρα η | ευκαιρία | apertura | ιταλικό

απίκο / απίκου | κάθετα / επί τόπου / έτοιμα / αμέσως / ακριβώς / πρόθυμα | a pico | βενετσιάνικο

απλάδενα η / απλάδα η | πλαδένα, πιατέλα, πιατέρα, πινακιά, τσανάκα | piadena | βενετσιάνικο

αποσίμπελο | πιθανό | possibile | ιταλικό

απόστα | επίτηδες | aposta | βενετσιάνικο

αποστάρω | ξανοίγω, παραμονεύω | appostare | ιταλικό

απούντο | ακριβώς, στην ώρα του | appunto | ιταλικό

Απρίλης ο |  ο τέταρτος μήνας του χρόνου | Aprilis | λατινικό

απροπόζιτιο | επί τη ευκαιρία | a proposito | βενετσιάνικο

απτάλης | χαζός, κουτός, βλάκας | aptal | τούρκικο

άρα η | δίχτυ για πιάσιμο μικρών πουλιών | ara | βενετσιάνικο

αραγκιό το | το σωστό / η κοινωνική θέση / η σειρά | a ragione | ιταλικό

αραγκιονάδος | σωστός / δίκαιος | ragionato | ιταλικό

αράδα η, αράδι το | σειρά, στοίχος / γραμμή / κατάσταση | arada | βενετσιάνικο

αραλίκι το | χαραμάδα, χαραγματιά, ρωγμή, σχισμή / χουζούρι, ξεκούραση / ησυχία  | aralιk | τούρκικο

αραμπάς ο | κάρο, αμάξι | araba | τούρκικο

αραμπατζής ο | αμαξάς, καροτσέρης | arabacι | τούρκικο

αραμπούπλιακο το | αναστάτωση, οχλοκρατία | repubblica | ιταλικό

αραντέβω / αραέβω / αραντίζω | γυρεύω, αναζητώ, ζητώ, ερεθνώ | aramak | τούρκικο

αράντισμα το | ψάξιμο, αναζήτηση, έρευνα | arama | τούρκικο

Αράπης ο | νέγρος, μαύρος | Arap | τούρκικο

αραστάς ο | δρόμος με ομοειδή μαγαζιά | arasta | τούρκικο

αργανέλο το | αγκυροσπάστης, βαρούλκο | arganello | ιταλικό

αργάτα η | αγώνας ταχύτητας | argata | ιταλικό

αργεντός | αργυρός, ασημένιος | argenteus | λατινικό

αργιλές ο | ναργιλές | nargile | τούρκικο

αρδίνι το | σειρά κλημάτων | redina | σλάβικο

αρεδόσο το | απάνεμο μέρος, αξανεμιά, ανεμοσκεπή | redosso | βενετσιάνικο

αρέκια η | είδος λαϊκού τραγουδιού | rechia | βενετσιάνικο

αρένα η | άμμος, αμμουδιά | arena | ιταλικό

αρεστάδος | κρατούμενος | arrestato | ιταλικό

αρεστάρω | συλλαμβάνω | arrestare | ιταλικό

αρέστο το | σύλληψη, κράτηση | arresto | ιταλικό

αρέτα η | μέρος του πλοίου | aretta | ιταλικό

αρζουχάλι το | αίτηση ή αναφορά προς της αρχές / ραδιουργία | arzuhal | τούρκικο

άρι το | φιλότιμο / ντροπή | ar | τούρκικο

άρια η | μορφή, σχήμα / αέρας / τραγουδάκι / μουσικός ήχος | aria | βενετσιάνικο

αριάνι το / αϊράνι το | ξινόγαλο | ayran | τούρκικο

αριβάρω | φτάνω, έρχομαι / σώνω / καταντώ / καταπλέω | arivar | βενετσιάνικο

αριβεντέρτσι | στο επανιδείν | arrivederci | ιταλικό

αρίγκα η | ρέγκα | aringa | ιταλικό

αριλής | φιλότιμος  / γενναίος | ar | τούρκικο

αρισμάρης ο | το φυτό Rosmarinus officinalis, δεντρολίβανο, διοσμαρίνι | rosmarino | ιταλικό

αρίτσιος ο | σκατζόχειρος | aričiu | βλάχικο

άρκα η | τάφος, μνήμα | arca | λατινικό

αρκαντάσης ο / αρκαντάσι το | φίλος, σύντροφος | arkadaş | τούρκικο

αρκαντασλίκι το | φιλία, συναναστροφή, συντροφιά | arkadaşlık | τούρκικο

αρκάς ο | νώτα, ράχη, πλάτη / το πίσω μέρος | arka | τούρκικο

αρκάτος ο | πεζοπόρος χωρίς αποσκευές / αζάτης | arcatus | λατινικό

αρκίβιο το | αρχείο | archivio | βενετσιάνικο

αρκιμπούζι το | τουφέκι | archibugio | ιταλικό

άρκλα η | τάφος, μνήμα | arcula | λατινικό

άρκλα η / άρκουλα η | ντουλάπι / κιβώτιο, δοχείο / συρτάρι / τάφος, μνήμα | arcula | λατινικό

αρκομάντο το | επιχείρημα, τεκμήριο | argomento | ιταλικό

αρκουμπούζο το / αρκιμπούζι το / αρκεβούζιο το | παλιό πολεμικό όπλο | arcobugio | βενετσιάνικο

αρλανεύκουμαι | ντρέπομαι | arlanmak | τούρκικο

αρλία η | δεισιδαιμονία | arlia | ιταλικό

αρλούμπα η | σαχλαμάρα, κουταμάρα, ανοησία | burla | ιταλικό

άρμα η | οικόσημο / γένος / μάντρα ζώων / όπλο | arma | βενετσιάνικο

αρμαγάς ο / αρμαγάδα η | δώρο, χάρισμα, πεσκέσι | armağan | τούρκικο

αρμάδα η | πολεμικός στόλος | armada | βενετσιάνικο

αρμαδόρος | αυτός που ράβει τα πανιά και βρίσκει  τα αναγκαία εξαρτήματα για το πλοίο | armador | βενετσιάνικο

αρμαδούρα η | η σκαλμοδόκη του πλοίου / εργαλειοθήκη του μαραγκού | armadura | βενετσιάνικο

αρμαμέντο το | πολεμικό πλοίο / ελαφρύ όπλο / κάθε χρήσιμο αντικείμενο | armamento | ιταλικό

αρμάνι το | δάσος, λόγγος, ρουμάνι | orman | τούρκικο

αρμάρι το | οπλοθήκη / ντουλάπι / ρουχοθήκη | armario | βενετσιάνικο

αρμάτα η | πανοπλία / πολεμικός στόλος / τα γυναικεία στολίδια / ακριβά ρούχα | armada | βενετσιάνικο

αρματώνω | εξοπλίζω | armare | ιταλικό

αρμόνικα η | φυσαρμόνικα | armonica | ιταλικό

αρμούτι το | απίδι, αχλάδι | armut | τούρκικο

άρμπα η | χάραμα | alba | ιταλικό

αρμπακανέλα η | το φυτό Pelargonium fragrans, κανέλα | erba canela | βενετσιάνικο

αρμπαρόριζα η / αλμανόριζα η / αρμπιρόλα η | φυτό Pelargoniun roseum, μοσχομολόχα | erba rosa | ιταλικό

αρμπεντές ο | τσακωμός, καυγάς, φασαρία | arbede | τούρκικο

άρμπουρο το | κατάρτι | arboro & alboro | βενετσιάνικο

Αρναούτης ο | Aρβανίτης, Αλβανός | Arnavut | τούρκικο

αρντίτσι το / αρδίτσι το | το δέντρο Juniperus communis, αγριοκυπαρίσσι | ardıç | τούρκικο

αρόδο | παραμονή του σκάφους έξω από το αγκυροβόλιο / μακριά, αλάργα | arodo | βενετσιάνικο

άρπα η | έγχορδο μουσικό όργανο | arpa | ιταλικό

άρπεζα η | σιδερένιο δοκάρι οικοδομής | arpese | βενετσιάνικο

αρσανάς ο / αρσενάς ο | ταρσανάς, ναυπηγείο | arzana | βενετσιάνικο

αρσάρα η | μικρή πόρτα | artera | ιταλικό

αρσίζης | αδιάντροπος, αναιδής, θρασύς, αναίσχυντος, ξετσίπωτος, αισχρός | arsız | τούρκικο

αρσιζλαεύω | φέρομαι αδιάντροπα, ξετσίπωτα | arsızlaşmak | τούρκικο

αρσιζλίκι το / αρσιζιά η | αδιαντροπιά, αναίδεια, θρασύτητα, αναισχυντία, ξετσιπωσιά / πονηριά | arsızlık | τούρκικο

αρτελαρία η | πυροβολικό | artelaria | βενετσιάνικο

αρτένα η | το πουλί Puffinus cinereus / άπληστος άνθρωπος | arten | ιταλικό

αρτζεντίνα η | λουλούδα, ξελογιασμένη, φιλήδονη γυναίκα | arzentina | βενετσιάνικο

αρτζουαλτζής ο | γραμματικός, αιτησιογράφος artillerie artiglieria | arzuhalci | τούρκικο

αρτζουχάλι το / αρτζουάλι το | αίτηση | arzuhal | τούρκικο

αρτίκ | πια, πλέον | artık | τούρκικο

αρτιλιέρης ο | πυροβολητής | artigliere | ιταλικό

αρτιμάς ο / αρτίρντισμα το | αβγάτισμα,  αύξηση, πολλαπλασιασμός | artıma | τούρκικο

αρτιντίζω / αρτιρίσκω / αρτουρεύω / αρτερίζω | αυγατίζω, αυξάνω, πολλαπλασιάζω | artımak | τούρκικο

αρτίστας ο | καλλιτέχνης | artista | βενετσιάνικο

αρτσέντο | καυτερό | arzente | ιταλικό

αρτσέρα η | φεγγίτης | arciera | ιταλικό

ασαλίρω | εφορμώ | assalire | ιταλικό

ασβέλτο | γρήγορα | svelto | ιταλικό

ασβός ο / ασβούνι το | το θηλαστικό Meles taxus, άρκαλος | jazv’ | σλαβικό

ασγαβάδα η | τρέτουλας / παιδικό παιχνίδι, αλλού λέγεται σβούρος | sgambada | βενετσιάνικο

ασένιο | σύμφωνα, εντάξει, όπου πρέπει | a segno | ιταλικό

ασής ο | αποστάτης, αντάρτης, κινηματίας, στατιαστής | asi | τούρκικο

ασιακιαρέ | φανερά, ανοιχτά | aşikâre | τούρκικο

ασίκης ο | εραστής, αγαπητικός / βάρδος | aşιk | τούρκικο

ασίκι το | κότσι, αστράγαλος | aşιk | τούρκικο

ασικλίκι το | ερωτικό / κομψότητα / προκλητικότητα / παλικαριά | aşιklιk | τούρκικο

ασιλά | ποτέ, ουδέποτε | asla | τούρκικο

ασιλίκι το | αρχοντιά, ευγενική καταγωγή | asillik | τούρκικο

ασίλιος | πραγματικός | asıl | τούρκικο

ασιναλίκι το | γνωριμία / συναναστροφή | aşınaklık | τούρκικο

ασίνο το | γαϊδούρι | asino | ιταλικό

ασιχτίρ | α γαμήσου! | siktirmek | τούρκικο

ασκαρντί | παρά λίγο | az kardı | τούρκικο

ασκέρι το | στρατός | asker | τούρκικο

ασκουλσούν | μπράβο, εύγε | aşkolsun | τούρκικο

ασλάνι το | λιοντάρι | aslan | τούρκικο

ασμάς ο | κληματαριά, κλήμα | asma | τούρκικο

άσος ο | άξονας του κάρου | asso | βενετσιάνικο

ασουρές ο | είδος γλυκίσματος με στάρι και σταφίδες, βαρβάρα | aşure | τούρκικο

ασπάσο το | περίπατος | a spasso | βενετσιάνικο

ασπετάρω | περιμένω | aspetar | βενετσιάνικο

άσπρο το | παλιό οθωμανικό νόμισμα | aspra | λατινικό

άσπρος | λευκός | asper | λατινικό

άστα η | δοκάρι, κοντάρι για σημαία | asta | ιταλικό

άστα η | το κοντάρι της σημαίας / το ξύλο της απόχης / κυρτό ξύλο της πλώρης / ο απόλυτος πλειστηριασμός | asta | ιταλικό

αστάρι το | φόδρα ρούχων / επίστρωση, επικάλυψη / πρώτη βαφή | astar | τούρκικο

ασταρλίκι το | υλικό κατάλληλο για φόδρα | astarlık | τούρκικο

ασταρτζής ο | κατασκευαστής ή πωλητής ασταριών | astarcı | τούρκικο

ασταρώνω | φοδράρω | astarmak | τούρκικο

αστούτος | πονηρός | astuto | ιταλικό

αστράχα η / αστρακιά η | στρέχα & οστρέχα / ακρόστεγο, γείσο / υδρορροή στέγης, ρέντα / κενό κάτω από τη στέγη, ανακάλυβο, περίπατος | straha | σλάβικο

ατακάρω | κολλώ | atacar | βενετσιάνικο

ατέντος | προσεκτικός, έτοιμος | atento | βενετσιάνικο

ατζαμής ο | αδέξιος, αρχάριος, πρωτάρης | acami | τούρκικο

ατζαμλίκι το / ατζαμωσύνη η | αδεξιότητα, αδεξιότητα, απειρία | acemilik | τούρκικο

άτζαμπα / άτζεμπα / άζμπα | άραγε, τάχα, μήπως | acaba | τούρκικο

ατζαρντάρω | τολμώ | azardar | βενετσιάνικο

ατζάρντο το | κίνδυνος, τόλμη | azardo | βενετσιάνικο

ατζελές ο | βιασύνη, φούρια | acele | τούρκικο

ατζέμικος | πέρσικος | Acem | τούρκικο

ατζέμ-πιλάφ | πιλάφι μαγειρεμένο με πέρσικο τρόπο | Acem | τούρκικο

άτζουρας ο | χαντάκι ανάμεσα σ δυο αμπέλια | čur' | σλάβικο

άτι το | άλογο ιππασίας, φαρί | at | τούρκικο

ατλάζι το | στιλπνό μεταξωτό ύφασμα | atlas | τούρκικο

ατλής ο | καβαλάρης, ιππέας, έφιππος | atlı | τούρκικο

άτο το | νεύμα, χειρονομία, κίνηση | ato | βενετσιάνικο

ατσάλι το | χάλυβας | azzal | βενετσιάνικο

άτσαλος | άκομψος / απρόσεκτος / ανίκανος / κακός | azzele | ιταλικό

ατσετάρω | δέχομαι, καταδέχομαι, παραδέχομαι | acetar | βενετσιάνικο

ατσέτο το | ξίδι | aceto | ιταλικό

Ατσίγγανος ο | Τσιγγάνος, Γύφτος, Κατσίβελος | Zingano | ιταλικό

ατσιντέντε | συμβάν, γεγονός / ατύχημα | acidente | βενετσιάνικο

άτσιρος | ο γεμάτο νερό λάκκος, γύρω από το δέντρο | giro | ιταλικό

ατσιτάρω | ξεσηκώνω, προκαλώ | agitare | ιταλικό

ατσουμπάς ο | δαίμονας, ξωτικό, θαύμα, παράξενο | acibe | τούρκικο

Αύγουστος ο | ο όγδοος μήνας του χρόνου | Augustus | λατινικό

άφεριμ | μπράβο, εύγε | aferim | τούρκικο

αφερμάρω | βεβαιώνω, επικυρώνω | affermare | ιταλικό

αφιδάρω | εμπιστεύομαι | affidare | ιταλικό

αφιόνι το | όπιο / το φυτό Papaver somniferum, άγρια παπαρούνα, ύπνος | afyon | τούρκικο

άφουρα η | μεγάλο δοχείο για κρασί |   | ιταλικό

αφουτσιά η | παλάμη, χούφτα, φούχτα | avuç | τούρκικο

αφρόντο το | προσβολή | afronto | βενετσιάνικο

αχλαντίζω | αναστενάζω | ahlamak | τούρκικο

αχμάκης ο | χαζός, βλάκας, ηλίθιος / αγαθός, αφελής/ αδέξιος, άπειρος | ahmak | τούρκικο

άχου | συφορά ! | ahu | τούρκικο

αχούρι το | στάβλος, αχυρώνα | ahır | τούρκικο

αχουρτζής ο | σταβλίτης | ahırcı | τούρκικο

αχταρεύω | ανακατεύω / σκαλίζω | aktarmak | τούρκικο

αχτάρης ο | ψιλικατζής / έμπορος μπαχαρικών / μυροπώλης | aktar | τούρκικο

αχταρμάς ο / αχτάρεμα το | ανακάτεμα, μετακόμιση, μεταφορά / σκάψιμο, σκάλισμα | aktarma | τούρκικο

αχταρμιάζω | μεταφέρω, κουβαλώ / ανακατεύω | aktarmak | τούρκικο

άχτι το | πάθος για εκδίκηση, μνησικακία / μεγάλος πόθος | ahd | τούρκικο

αχτιμάνι το | φροντίδα, έγνοια | ahtiman | τούρκικο

αχτναμές ο | συνθήκη | ahitname | τούρκικο

βάβα η / βαβά η | γιαγιά, καλή, καλομάνα, κυρούλα, λαλά, μάμη, μανή, μανίτσα, νόνα | baba | σλάβικο

βαβουκλί το | μπαμπακερό ρούχο | pambuklu | τούρκικο

βαβούλι το | μπουμπούκι / κουκούλι | valvoli  | λατινικό

βάβω η | μπάμπω, γριά | babo | σλάβικο

βαγαπόντης ο | μπαγαμπόντης, κατεργάρης, απατεώνας | vagabondo | ιταλικό

βαγένι το / βαγένα η | βαρέλι | vagan  | σλάβικο

βάγια η / βάγισα η | βυζάστρα, παραμάνα, μαμή, νταντά | balia  | βενετσιάνικο

βαγιόλι το | πετσέτα / κεφαλομάντηλο | tovagliuolo | ιταλικό

βάγκα η | αυλάκι, χαντάκι | vanga | ιταλικό

βαγκίζω | σκάβω | vangare | ιταλικό

βαγονέτο το | μικρό βαγόνι | vagonetto | ιταλικό

βαγόνι το | όχημα, άμαξα | vagone | ιταλικό

βάδα η | μάρκα (χαρτοπαιξία) / εγγύηση / έξοδο / ζημιά | vada | ιταλικό

βαζγετίζω / βαργετίζω / βαργεστώ | παραιτούμαι / αφήνω / αποκάμνω / παραβλέπω / δυσαρεστούμαι | vargestim | τούρκικο

βαζέτο το | βάζο-φυσιγγιοθήκη | vasetto | ιταλικό

βάζο το / βάζος ο | ανθοδοχείο | vaso | ιταλικό

βάι | επιφώνημα λύπης, πόνου, χαράς, θαυμασμού | vay | τούρκικο

βάιζα η | κόρη, κορίτσι, θυγατέρα | vajzë | αλβανικό

βάιλας ο / βαΐλας ο | άρχοντας, κυβερνήτης | bailo | ιταλικό

βάκα η | χοντρή γυναίκα, σαν αγελάδα | vacca | ιταλικό

βακαλάος ο | μπακαλιάρος | baccalà | ιταλικό

βακάντσα η | διακοπή | vacanza | ιταλικό

βακέτα η | βοδινό δέρμα | vacheta  | βενετσιάνικο

βακίτι το / βαχούτι το / βάχτι το | καιρός | vakit | τούρκικο

βάκλα η | ραβδί | baculum | λατινικό

βακούφης ο | προσκυνητής | vâkıf | τούρκικο

βακούφι το / βάκφι το | εκκλησιαστική ακίνητη περιουσία  | vakιf  | τούρκικο

βακουφτζής ο | εκμεταλλευτής βακουφιού | vakıfcı | τούρκικο

βάκρα η / βάκρενα η / βάκρεσια η / βακρό το | πρόβατο με άσπρο σώμα και μαύρα κεφάλι-πόδια ή με μαύρες βούλες | vakra | αλβανικο

βακώνω | παχαίνω, χοντραίνω, γίνομαι σαν αγελάδα | vacca | ιταλικό

βάλα η / βάλη η | κοιλάδα / μικρός όρμος, κόλπος | valle | ιταλικό

βαλάι / βαλαΐ / βαλαχί | μα το θεό | vallahi | τούρκικο

βαλαΐ-μπιλαΐ | ναι, μα το θεό / εντάξει | vallah billah | τούρκικο

βαλαόρα η | περιοχή κατάλληλη για βοσκή | valaora | βλάχικο

Βαλαχάδες οι / Βαλαάδες οι | ή Μεσημέρηδες, οι μουσουλμάνοι Ρομιοί της περιοχής Γρεβενών (πριν το 1923) | vallahi | τούρκικο

βαλεριάνα η / βαλεριάνη η | το φυτό Valeriana Dioscoridis, αγριοζαμπούκος, μυριστική, καλαμοκάνα | valeriana | ιταλικό

βάλη η | θάρρος, γενναιότητα | vaglia | ιταλικό

βαλής ο | νομάρχης | vali  | τούρκικο

βάλια τα | κατορθώματα / περιπέτειες / στεναχώριες, βάσανα, στρούσια | vaglia | ιταλικό

βαλιδέ η / βαλιντέ η | μάνα, μητέρα | valide | τούρκικο

βαλίδικο | χωράφι καρπερό, ψωμερό, μαξουλίδικο, γεννηταρούδικο | valido | ιταλικό

βαλίζω | χορεύω | ballo | ιταλικό

βαλίτσα η / βαλίτζα η | ταξιδιωτικός σάκος | valigia | ιταλικό

Βαλκάνια τα | δασωμένο βουνό | balkan  | τούρκικο

βαλμάς ο | ζωέμπορας / αλογάρης | valmo | σλάβικο

βαλτζής ο | μπαλτζής, μελισσοκόμος | balcι | τούρκικο

βάλτος ο / βάλτα η | έλος, τέλμα | baltë | αλβανικό

βανίλια η | η αρωματική ουσία από το φυτό Vanilla planifolia | vaniglia | ιταλικό

βαντές ο | προθεσμία, διορία | vade | τούρκικο

βαντιέρα η | δίσκος σερβιρίσματος ποτών | vantiera | βενετσιάνικο

βαντσάρω | αβαντσάρω, αβαντζάρω, υπερτερώ, πλειοδοτώ, αυξάνω | avanzare | ιταλικό

βαπόρι το | παπόρι, ατμόπλοιο | vapore | ιταλικό

βαράκι το | λεπτό φύλλο χρυσού, μαλαματόφυλλο | varak | τούρκικο

βαρβάτος | μη ευνουχισμένος (για ζώο) / αρχιδάτος, αβγάτος | barbatus  | λατινικό

βαργεστισιά η | δυσαρέσκεια | vazgeçti | τούρκικο

βάρδα | προσοχή / μακριά / παραμέρισε | varda  | βενετσιάνικο

βαρδαζέντα η | είδος σκοινιού | varda gente | βενετσιάνικο

βαρδάκι το | κύπελο, ποτήρι | bardak | τούρκικο

βαρδαλάντζα η | η κεραία του λεμβούχου, όπου δένονται οι βάρκες | varda lancia | βενετσιάνικο

βαρδαμάνα η / βαρδαμάς ο | στήριγμα χεριών σε σκάλα / είδος σκοινιού | varda mano | βενετσιάνικο

βαρδάρης ο | παγερός βορειοδυτικός άνεμος (Μακεδονία) | vardar  | σλάβικο

βαρδάρω | προφυλάσσω, απομακρύνω, αποφεύγω, διστάζω | vardar | βενετσιάνικο

βαρδάσα η / βαρδασιά η / βαρδανιά η | το φυτό Prunus domestica, δαμασκηνιά, μπουρνελιά, τζανεριά, κουμηλιά, αγριοπρουνελιά | verdazzo | βενετσιάνικο

βαρδατέντα η | το πλευρικό σχοινί που στηρίζει τη σκηνή | varda tenda | βενετσιάνικο

βαρδαφόγος ο | προώστης (ναυτικός όρος) | varda fogo | βενετσιάνικο

βάρδια η | βαρδιόλα, φρουρά, καραούλι / ομάδα εργασίας | vardia | βενετσιάνικο

βαρδιάνος ο | φρουρός, σκοπός, φύλακας | vardiano | βενετσιάνικο

βαρδιάτορας ο | φρουρός, σκοπός, φύλακας | vardiatore | βενετσιάνικο

βάρδος ο | ποιητής | bardo | ιταλικό

βάρδουλο το | πετσί που πάνω του ράβεται η σόλα παπουτσιού | vardolo  | βενετσιάνικο

βαρέλι το / βαρέλα η | ξύλινο στρογγυλό δοχείο | verella | ιταλικό

βαρελότο το | κροτίδα | barilotto  | ιταλικό

βάρκα η / βαρκί το | λέμβος, φελούκα, καΐκι | barca | λατινικό

βαρκάδα η | περίπατος με βάρκα | barcada  | βενετσιάνικο

βαρκαρόλα η | είδος τραγουδιού | barcarola | βενετσιάνικο

βάρκος | υγρός | vlagë | αλβανικό

βαρόσι το | προάστειο | varoš | σλάβικο

βασιβουζούκος ο | μπασιμπουζούκος, άτακτος στρατιώτης του οθωμανικού στρατού | başιbozuk | τούρκικο

βασιγέτι το | διαθήκη | vasiyet | τούρκικο

βαστάζος | χαμάλης | bastazo | βενετσιάνικο

βάτα η | φόδρα των ώμων | ovata  | βενετσιάνικο

βατάνι το | πατρίδα | vatan | τούρκικο

βατίστα η | μπατίστα, λινό πολυτελές ύφασμα | batista | ιταλικό

βάτρα η | στια | vatra | σλάβικο

βατράλι το | σίδερο ή ξύλο για το βγάλσιμο και το σπρώξιμο των κάρβουνων στο φούρνο | vatral | σλάβικο

βατσέλι το | λεκάνη / δίσκος εκκλησίας / μονάδα μέτρησης δημητριακών | vasello  | ιταλικό

βατσίνα η / βατσίνι το | δαμαλίδα / μπόλι | vaccina  | ιταλικό

βατσινάρω / βατσινιάζω | φελιάζω, μπολιάζω | vaccinare | ιταλικό

βαχ | επιφώνυμα λύπης ή συμπόνιας  | vah  | τούρκικο

βγανιά η | αβανιά, συκοφαντία | avania | ιταλικό

βεγγαλικά τα | πυροτεχνήματα | bengala | ιταλικό

βεγγέρα η | αποσπερίδα, αποσπέρι, εσπεροκάθισμα, νυχτέρι | veggheria | ιταλικό

βεδούρα η / βεδούρι το / βεντούρι το  βέντρα η | καρδάρα, καρδάρι, βουτσέλι | vedro | σλάβικο

βεζβεσές ο | υποψία | vesvese | τούρκικο

βεζενές ο / βεζινές ο / βεζνές ο | ζυγαριά. πλάστιγγα | vezne | τούρκικο

βεζίρης ο | πρωθυπουργός / παιδικό παιχνίδι, ασίκι, αστράγαλος | vezir  | τούρκικο

βέης ο | μπέης | bey | τούρκικο

βέκια η | γριά | veccia | ιταλικό

βεκίλης ο | αντιπρόσωπος, επίτροπος | vekil | τούρκικο

βεκιλιχάρζης | οικονόμος, φροντιστής | vekilharç | τούρκικο

βέκιος ο | γέρος | veccio | ιταλικό

βελάδα η | ρεντικότα, φράκο | velada | βενετσιάνικο

βελέντζα η / βελέντσα η | χοντρό μάλλινο υφαντό κλινοσκέπασμα, φλοκάτη | velense | τούρκικο

βελέσι το | μπαμπάκι / μεσοφόρι, μεσοφούστανο / φουστάνι, άμπιτο | valessio | βενετσιάνικο

βελέτα η | δαντέλα για το κεφάλι | veleta | βενετσιάνικο

βελής ο | συγγενής / άγιος | veli | τούρκικο

βελιόνι το | χοροεσπερίδα, ξενύχτι | veglion | βενετσιάνικο

βελίτσα η / βέλιτσα η | μπέλιτσα / πρόβατο με άσπρο πρόσωπο / ποικιλία σταριού | belica | σλάβικο

βέλο το | τούλι, κρέπι, πέπλο | velo | βενετσιάνικο

βελούδο το | κατιφές, είδος πολυτελούς υφάσματος | veludo | βενετσιάνικο

βένα η / βήνα η | φλέβα | vena | ιταλικό

βενετσιάνικος | βενέτικος | veneziano  | ιταλικό

βεντάλια η / βεντάγια η / βέντουλα η | ριπίδι | ventáglio | ιταλικό

βεντέμα η / βεδέμα η | τρύγος / φούρια / μεγάλη σοδιά / ο μήνας Σεπτέμβρης, Τρυγητής | vendema | βενετσιάνικο

βεντέτα η | δημοφιλής καλλιτέχνης | vedetta | ιταλικό

βεντέτα η | εκδίκηση φόνου | vendetta | ιταλικό

βέντιτα η | πελατεία, κατανάλωση | vendita | βενετσιάνικο

βέντο | άνεμος | vento | ιταλικό

βεντούζα η | μικρό γυάλινο ποτήρι (λαϊκή ιατρική) | ventosa  | βενετσιάνικο

Βεντσιάνος ο / Βενετσάνος ο | ο κάτοικος της Βενετίας | Venezian | βενετσιάνικο

βέρα η | ανακωχή | viera | σλάβικο

βέρα η | δαχτυλίδι αρραβώνα και γάμου, αρραβώνας, βέργα, βεργέτα | vera | βενετσιάνικο

βεραμέντε / βαραμέντε | αληθινά, βέβαια | veramente | ιταλικό

βεράνι το / βιράνι το | ερείπιο | viran | τούρκικο

βεράντα η | εξώστης, μπαλκόνι | veranda  | ιταλικό

βεράτι το | διάταγμα, δίπλωμα | berat | τούρκικο

βερβελιά η / βερβέλα | κακαράντζα, προβατσουλιά | vervella | λατινικό

βερβερές ο | ταραχή, αναστάτωση | velvele | τούρκικο

βερβερίτσα η / βερβέρα η | σκίουρος | ververica  | σλάβικο

βέργα η | βίτσα, ράβδος, ραβδί | verga | ιταλικό

βεργέτα η | βέρα / στρογγυλό σκουλαρίκι | veghetta | ιταλικό

βεργί το | φόρος | vergi | τούρκικο

βεργινάδι το / βεργινάδα η / βεργέτα η | φοράδα που δεν έχει γεννήσει | vergine | ιταλικό

βερδούνι το | το πουλί φλώρος (chloris) | verdone | ιταλικό

βερέμης ο | φθισικός, φυματικός, χτικιάρης / κιτρινιάρης | veremli | τούρκικο

βερέμι το | φυματίωση, χτικιό, μαράζι | verem | τούρκικο

βερές ο | παράδοση, παραδοχή | vere | τούρκικο

βερεσέ το / βερεσές ο | πίστωση | veresiye | τούρκικο

βερεσετζής ο | αυτός που αγοράζει με πίστωση | veresici | τούρκικο

βερικοκιά η | το φυτό Prunus armeniaca, καϊσιά, πρικοκιά, ζαρταλουδιά | berkuk  | αραβικό

βερίνα η | το στρίψιμο του σχοινιού ή της άγκυρας | verina | ιταλικό

βερνίκι το | λούστρο | vernicium | λατινικό

βέρος | γνήσιος, αληθινός, ντόμπρος | vero  | βενετσιάνικο

βέρσο το | στίχος / κελάηδημα | verso | ιταλικό

βερτζέτο το | λάχανο, μάπα | verzeta | βενετσιάνικο

βερτζί | αγνός, παρθένος, καθαρός | vergine | ιταλικό

βερτόνι το | βέλος / δόρυ, ακόντιο | vertone | ιταλικό

βέστα η | μακρύ γυναικείο φόρεμα | vesta | βενετσιάνικο

βετεράνος ο | απόμαχος | veteranus | λατινικό

βετονική η | το φυτό Betonica, πριονίτης | betonica | λατινικό

βετούλι το / βέτουλας ο | χρονιάρικο κατσίκι | vitulus | λατινικό

βετσέρνικος | βραδινό αεράκι | večer | σλάβκο

βιάντζο το / βιάτζο το | περίπατος, βόλτα | viaggio | βενετσιάνικο

βίβα | ζήτω | viva | βενετσιάνικο

βιβάρι το | διβάρι, γιβάρι, λιβάρι, ιχθυοτροφείο | vivarium | λατινικό

βιγκόνια | μπιγκόνια | bigonia | ιταλικό

βίγλα η | σκοπιά, παρατηρητήριο | vigilia  | λατινικό

βιγλάτορας ο / βιγλάρης ο | σκοπός, φρουρός | vigilator | λατινικό

βιγλίζω / βιγλάρω /βιγλεύω | παρατηρώ, επιτηρώ, εποπτεύω | vigilο | λατινικό

βίδα η | κοχλίας | vida | βενετσιάνικο

βιδάνιο το / βαδάνι το | γκανιότα | vadagno | βενετσιάνικο

βιδέλο το | μοσχαρίσιο κρέας ή δέρμα | vitello  | ιταλικό

βιδόνι το | εργαλείο του μαραγκού | vidon | βενετσιάνικο

βίδρα η / βύδρα η | ποταμόσκυλο, σκυλοπόταμο, νερόσκυλο | vidra | σλάβικο

βίζα η | θεώρηση διαβατηρίου | visa | ιταλικό

βιζικάντι το / βιζιγάντι το | είδος έμπλαστρου, τσιρότου | vissigante | βενετσιάνικο

βιζικατόρι το | είδος έμπλαστρου, τσιρότου | vescicatorio | ιταλικό

βίζιτα η | επίσκεψη | visita | ιταλικό

βιζιτάρω | επισκέπτομαι | visitare | ιταλικό

βικάκι το | δισάκι | bisaccium | λατινικό

βικάριος ο | τοποτηρητής, επίτροπος καθολικού επίσκοπου | vicarius | λατινικό

βίκος ο | το φυτό Vicia sativa, αγριοκουκιά, αγραδιά, γάρφος | vicia | λατινικό

βίλα η | πιρούνα | vila | σλάβικο

βίλα η | έπαυλη | villa | ιταλικό

βιλαέτι το | γενική διοίκηση, νομαρχία | vilayet  | τούρκικο

βιλάνος ο / βιλιάνος ο | αγρότης, χωρικός / άξεστος, αγροίκος | villano | ιταλικό

βιλάρι το / βηλάρι το / βηλάρα η | ύφασμα του αργαλειού / δέμα, τόπι υφάσματος/ διασίδι, στημόνι | velarium | λατινικό

βιόλα η | έγχορδο μουσικό όργανο | viola | ιταλικό

βιόλα η | το φυτό Viola canina, βιολέτα | viola | λατινικό

βιολέτα η | το φυτό Viola odorata, μενεξές, γιαούλι, γιούλι, βιολέτα, μανουσάκι, ίτσο | violetta | ιταλικό

βιολί το | έγχορδο μουσικό όργανο | violin | βενετσιάνικο

βιολοντσέλο το |  έγχορδο μουσικό όργανο | violoncello | ιταλικό

βιολούνι το | βιολί | violone | ιταλικό

βίρα | τράβα, σήκωσε / γρήγορα / συνέχεια | vira  | βενετσιάνικο

βιράνι το / βιρανές ο | ερείπιο / άφρακτο | virane | τούρκικο

βιράνικος | έρημος, ρημαγμένος / ακαλλιέργητος, χέρσος | viran | τούρκικο

βιράρω | σύρω, τραβώ, σηκώνω | virar  | βενετσιάνικο

βιρός ο | τέλμα | vir | σλάβικο

βιρτουόζος ο | δεξιοτέχνης οργανοπαίχτης | virtuoso | ιταλικό

βίσαλο το / βήσαλο | χαλίκι / κομμάτι κεραμικό | besalis | λατινικό

βίσεκτος / βίσεχτος | δίσεκτος, δίσεχτος | bisextus | λατινικό

βισκοπάτο το | επισκοπή | vescovado | ιταλικό

βιστιρώ | πρασαράζω, προσκρούω (για πλοίο) | investire | ιταλικό

βίτα η | πολύχρωμο υφαντό ζωνάρι / καλτσοδέτα | vitta | λατινικό

βιτουριέρος ο | νικητής | vittoria | ιταλικό

βιτριόλι το | θειικό οξύ | vitriolo | ιταλικό

βίτσα η  | βέργα | vica | σλάβικο

βιτσίλα η / βίτσιλας ο | γιτσίλα, ιτσίλα, είδος αετού | albicilla | λατινικό

βίτσιο το | κακή συνήθεια, διαστροφή | vizio | ιταλικό

βιτσιόζος | αυτός που έχει βίτσια | vizioso | ιταλικό

βλάγκο | άσπρο | bianco | ιταλικό

βλάμης ο | αδερφοποιτός, σταυραδερφός, μπράτιμος | vëllam | αλβανικό

βλάτα η / βλατί το | κατσαρίδα / βλογιά / ιλαρά / ανεμοπύρι / σημάδι / μεταξωτό πανί, πολυτελές ρούχο / πολύτιμο πράγμα | blatta | λατινικό

Βλάχος ο | Αρουμάνος | Vlah | σλάβικο

βόγα η | κωπηλασία | voga | ιταλικό

βογάρω | κωπηλατώ / πλέω ολοταχώς / ενεργώ | vogare | ιταλικό

βοεβόδας ο / βοϊβόδας ο | έπαρχος / πρόκριτος, άρχοντας | voivoda | σλάβικο

βολκός ο / βουλκός ο | είδος διχτιού | vlak | σλάβικο

βόλτα η / βολίτα η | περίπατος, αναγυρίδα, απογυρίδα / γύρος, στροφή | volta | ιταλικό

βολτάγιο το | αναστροφή πλοίου | voltaggio | ιταλικό

βολτάρω | σεριανώ, τριγυρίζω | voltare | ιταλικό

βολτετζάρω | λοξοδρομώ / περιφέρομαι άσκοπα | volteggiare | ιταλικό

βόλτο το | καμάρα, αψίδα, στοά | volto | ιταλικό

βόμπιρας ο | μπόμπιρας / βρικόλακας / ζωηρό παιδί | vampır | σλάβικο

βόντινα η | είδος στενόμακρου πεπονιού / είδος κολοκύθας | vodna | σλάβικο

βόρδος ο / βορδόνι το | μουλάρι | burdo | λατινικό

βοστίνα η | τυρί από γιδίσιο αποβουτυρωμένο γάλα / το λουλούδι ζουμπούλι | vostina | σλάβικο

βότσαλο το | λιθάρι στρογγυλεμένο από το νερό ποταμού ή θάλασσας / κεραμίδι, τούβλο | bozzolo  | βενετσιάνικο

βότσε η | φωνή | vose | βενετσιάνικο

βότσος ο | φυσικός λάκκος με νερό | bozzo | ιταλικό

βουζιά η / βούζι το | το φυτό Sambucus ebulus, ραγάλο, αφσιά, αβυζιά, φρουσκλιά | b’z | σλάβικο

βούκα η | μπουκιά, μπουκουνιά, χαψιά | bucca  | λατινικό

βούκινο το | σάλπιγγα από κέρατο / μεγάλο θαλασσινό κοχύλι, μπουρού | bucina  | λατινικό

βούλα η | σφραγίδα / κηλίδα, λεκές / σταγόνα, στάλα, σταλαματιά | bulla  | λατινικό

βούλερι η / βούλαρος / βούλιαρο το | το φυτό Sorghum halepense, καλαμότσιτρο, καλαμάγρα, αγριοκεχρί, βρομόριζα, αγούλιαρας, γούλιαρας, γρίλαρι, αγριοκάλαμο | vulër | αλβανικό

βούλια η / βούργια η | δερμάτινο σακίδιο / δέρμα γίδας | bulgia | λατινικό

βουρ | χτύπα, τράβα | vur  | τούρκικο

βούργια η / βουργίδι το | σακούλι, σακίδιο | bulga | λατινικό

βούργος ο | μπούργος, καστέλι, οχυρό | burgus | λατινικό

βουριάνος ο | ο κάτοικος της Χώρας | borghigiano | ιταλικό

βουρλίζω | ταράζω, ζαλίζω, παλαβώνω | burlare |  

βούρλο το / βρούλο | το φυτό Holoschoenus vulgaris, κουφόβουρλο, σκοβούρλο | brula | βενετσιάνικο

βούρτσα η / βρούτσα η | είδος χτένας | brusta | ιταλικό

βούτα η | μεγάλος κάδος, βαρέλα | butta | λατινικό

βουτί το / βουτσί το | βαρέλι, βαγένι, βυτίο | bota | βενετσιάνικο

βραγιά η | πρασιά κήπου, πεζούλα | braia | ιταλικό

βράκα η | είδος φαρδιού παντελονιού | bracae  | λατινικό

βρατσέρα η  | μπρατσέρα, δικάταρτο ιστιοφόρο | brazzera | βενετσιάνικο

βραχιόλι το | κόσμημα που φοριέται στο χέρι, βραχιόνι, βέργα | bracchiale | λατινικό

βρικόλακας ο / βρυκόλακας ο | ανεκαθούμενος, καταχανάς, κατσικάς, σαρκωμένος, φάντακας | vr’kolak  | σλάβικο

βροντάλε το | διάζωμα κάτω από τη στέγη | frontale | ιταλικό

γαβάθα η | βαθύ πιάτο | gavata | λατινικό

γαβανόζι το | κατσαρολάκι | kavanoz | τούρκικο

γαβάρα η | είδος πλοίου | gabara | βενετσιάνικο

γαβράνι το / γιαβράνι το | το πουλί Corvus monedula, καλιακούδα, κάργια, κάρια σιταροκοράκι, γκαλίτσα, γκαλτισιά, γκάλτσα, γκαλτσί, καλίτσι, κατσικατούλα, κολιός | gavran | σλάβικο

γαδίνα η / γαδίνι το | πήλινη λεκάνη | catino | ιταλικό

γαζαλίκι το | νίκη | gazalık | τούρκικο

γαζάς ο | ιερή νίκη | gaza | τούρκικο

γαζέλι το | ελάφι, ζαρκάδι | gazal | τούρκικο

γαζέλια τα | τα πεσμένα φθινοπωρινά φύλλα | gazel | τούρκικο

γαζέπης | θυμωμένος | gazaplı | τούρκικο

γαζέπι το / γκαζέπι το | θυμός, οργή | gazap | τούρκικο

γαζέτα η / γατζέτα η | βενετσιάνικο νόμισμα / νόμισμα μικρής αξίας / εφημερίδα | gazeta  | βενετσιάνικο

γαζής ο | νικητής | gazi | τούρκικο

γαζί το | είδος ραφής | quazzy  | αραβικό

γαζία η / γαντζία η | το φυτό Acacia Farnesiana, ακακία, αμπεριά | gazia  | βενετσιάνικο

γαϊρέτι το / γκαϊρέτι το | προσπάθεια, ζήλος | gayret | τούρκικο

γαϊτάνι | στενή διακοσμητική λουρίδα | kaytan | τούρκικο

γαλαντερίες οι | κοσμήματα | galanteria | ιταλικό

γαλαντόμος o / γαλάντης ο | ανοιχτοχέρης, χουβαρντάς | galantomo  | βενετσιάνικο

γαλαρία η | εξώστης θεάτρου / στοά, τούνελ | galaria | βενετσιάνικο

γαλέρα η | κάτεργο | galera  | βενετσιάνικο

γαλέτα η | είδος παξιμαδιού | galeta | βενετσιάνικο

γαλιάντρα η | το πουλί Melanocorypha calandra, καλιάντρα | calandra  | ιταλικό

γαλίμπης ο | νικητής | galip | τούρκικο

γαλιότα η | είδος μικρού ιστιοφόρου | galeotta | ιταλικό

γαλιφεύω / γαλιφουνίζω | κολακεύω | gaglioffone | ιταλικό

γαλίφης o | κόλακας | gaglioffo | ιταλικό

γαλόνι το | σιρίτι στρατιωτικό | gallone | ιταλικό

γάλος ο | διάνος, κούρκος | gallo  | ιταλικό

γαλότσα η | είδος μπότας για τα λασπόνερα | galozze | βενετσιάνικο

γάμπα η / γαμπούνι το | κνήμη, αρίδα | gamba  | ιταλικό

γαμπάλι το | καλαπόδι για στιβάνι (είδος μπότας) | gambali | βενετσιάνικο

γαμπάς ο | χοντρό πανωφόρι, καπότα με κουκούλα | gabban | βενετσιάνικο

γάμπια η | τετράγωνο ναυτικό πανί | gabia | βενετσιάνικο

γάντζα η | τσιγκέλι | ganza | βενετσιάνικο

γάντζος ο | σιδερένιο άγκιστρο / κοντάρι με άγκιστρο μπροστά | ganzo  | βενετσιάνικο

γάντι | χειρόκτιο | guanto | ιταλικό

γαντσέτο το | μικρός γάντζος | gancetto | βενετσιάνικο

γαράζι το | κακός σκοπός | garaz | τούρκικο

γαράφα η | καράφα, φλάσκα | garrafa | τούρκικο

γαργάρι το | είδος σκαθαριού / είδος σκουληκιού / σιτόψειρα | gurgulio | λατινικό

γαρδέλι το / γκαρδέλι το / γαρδέλα η | το πουλί Carduelis carduelis, αγαρδέλι, αγκαθιλίδι, αγριοκάναρο, καρδερίνα, αγκαθοπούλι, αστραγαλίνος, αμαραντάκι, βασιλοπούλα, γραμματικός. γραμματικούδι, γραφτίκι, ζιγαρδέλι, καρδερίνα, κορκοπούλα, παπαδίτσα, στραγαλιάνος, στραγαλίνι, τουρκάκι, τουρκοπούλι | gardelin | βενετσιάνικο

γαρδένια η | το φυτό Gardenia Rubiaceae | gardenia | ιταλικό

γαρδούμπα η / γαρδούμι το | είδος φαγητού με πλεγμένα άντερα, λέγεται και τυλιχτό, κοτσίδα, πλεξούδα, χορδή | caldume | ιταλικό

γαριζόνι το / γαρζόνι το / γαρδιάνος ο | το φυτό Ammi majus, ασπροκέφαλος, κλινοκέρι | garzon | βενετσιάνικο

γαρίμπης | φτωχός | garib | τούρκικο

γαρίφαλο το / γαρούφαλο το / γαρόφολο το | το λουλούδι του φυτού Dianthus caryophyllus | garofolo  | βενετσιάνικο

γαρλίνι το | είδος σκοινιού | garlin | βενετσιάνικο

γαρμπάρω | αρέσω | garbare | βενετσιάνικο

γαρμπάτος | κομψός | garbato | ιταλικό

γαρμπής ο / γαρμπινός ο | ο νοτιοδυτικός άνεμος, ο λίβας | garbi  | τούρκικο

γαρμπίλι το | χαλικάκι για χαρμάνι | garbuglio  | ιταλικό

γαρμπίνος ο | ο γαρμπής, ο νοτιοδυτικός άνεμος | garbino | ιταλικό

γαρμπόζος | κανονικός / κομψός | garboso | ιταλικό

γάρμπος | ξινός, στυφός | garbo | βενετσιάνικο

γάρμπος το / γάρμπο το | κομψότητα / συμμετρία / χάρη | garbo | ιταλικό

γαρνιμέντο το / γαρλιμέντο το | γαρνίρισμα, γαρνιτούρα | guarnimento | ιταλικό

γάρνιο το | δόλος, απάτη | gagno | ιταλικό

γαρνίρω | διακοσμώ | guarnire | ιταλικό

γαρνιτούρα η | διακόσμηση | guarnitura  | ιταλικό

γαρπάρω | καλπάζω | galopar | βενετσιάνικο

γάσα η | θηλιά σε σχοινί | gassa | βενετσιάνικο

γασμούλος ο | παιδί Φράγκου και Ρομιάς | gasmulo  | ιταλικό

γαστάλδος ο | επιστάτης, επίτροπος | gastaldo | βενετσιάνικο

γάτα η | θηλυκό γατί | gata | βενετσιάνικο

γάτος ο | αρσενικό γατί | gato | βενετσιάνικο

γάτουλο το | αγωγός νερού | giazzo | βενετσιάνικο

γάφα η | είδος αρπάγης | gaffa | ιταλικό

γαφίλης | απρόσεχτος | gafil | τούρκικο

γεδίκι το / γκεδίκι το | άδεια | gedik | τούρκικο

γεζίτης | ασυνείδητος / ξεδιάντροπος | yezit | τούρκικο

γελέρμασι το | το φυτό Helianthus tuberosus, κολοκάσι, κολοκασούδι, μιρμιρινιά, πορτοκαλάσι | yelermasi | τούρκικο

γεμεκλίκι το | έξοδα τροφής / τα τρόφιμα της χρονιάς | yemeklik | τούρκικο

γέμελος ο | δίδυμος, διπλάρι, μπινάρι | gemello | ιταλικό

γεμενί το | τσεμπέρι, φακιόλι, κεφαλομάντηλο, κεφαλογύρι, γιασμάκι, μπαρέζι, σαρίκι, μπόλια, πέτσα / είδος παπουτσιού, σκαρπίνι, τουλούμπα | yemeni | τούρκικο

γέμι το | ζωοτροφή / φαΐ | yem | τούρκικο

γεμίνι το | ο όρκος | yemin | τούρκικο

γεμίσι το | φρούτο, καρπός | yemiş | τούρκικο

γεμιτζής ο / γκεμιτζής ο | θαλασσινός, ναυτικός, μαρινέρης | yemici | τούρκικο

γεμιτσής ο | οπωροπώλης | yemışçi | τούρκικο

γεμλεντίζω | δολώνω | yemlemek | τούρκικο

γεμλίκι το | φάτνη, παχνί | yemlik | τούρκικο

Γενάρης | Ιανουάριος | Januarius | λατινικό

γενεράλης ο | τζενεράλης, αρχηγός, διοικητής | generale | ιταλικό

γενί | νέο (για πράγματα) | yeni | τούρκικο

γενιλίκι το | νέος διορισμός | yenilik | τούρκικο

γενιντουνιάς ο | το φυτό Mespilus germanica, μουσμουλιά, μεσπιλιά, μεσκουλιά | yenı-dünya | τούρκικο

γενίτσαρος ο / γενίτσαρης ο | τούρκος στρατιώτης του σώματος των γενιτσάρων | yeniçeri | τούρκικο

Γενοβέζος | Τζενοβέζος, κάτοικος της Γένοβας | Genovese | ιταλικό

γεντέκι το | σκοινί ρυμούλκησης / υποστήριγμα / εφεδρεία, βοήθημα | yedek | τούρκικο

γεντεκλής | αναπληρωματικός | yedekli | τούρκικο

γεντεκτσής | ρυμουλκός | yedekçi | τούρκικο

γεντίκι το | φόρος / προνόμιο | gedik | τούρκικο

γεράνι το | γενική ονομασία φυτών της οικογένειας Geraniaceae | geranium | λατινικό

γεραντίζω | γεννώ, ευδοκιμώ | yaramak | τούρκικο

γέρασα η | νυχτερίδα | yerasa | τούρκικο

γερατιστής η | δημιουργός | yeratici | τούρκικο

γεργεστεύω | ετοιμάζω | yeryestimek | τούρκικο

γερδέλι το / γκερντέλι το / γερδελιά η | καρδάρα, αρμεγάρι / αγκλιά, ανασυρτάρι, κουβάς, μαστέλο, μπουγέλο, μπουλιός, σαψάκι, σίγλος | gerdel | τούρκικο

γέρι το | θέση, τόπος | yer | τούρκικο

γερινέ | αντί | yerine | τούρκικο

γεριντίζω | κατακρίνω / παραμελώ | yermek | τούρκικο

γερλεστίζω | τακτοποιώ, τοποθετώ, καλοπίζω | yerleştimek | τούρκικο

γερλίσιος / γιαρλής | ντόπιος | yerli | τούρκικο

γερμάνος ο / γερμάνι το | αγέρμανος, αρσενική αγριόπαπια | germano | ιταλικό

γερμεσές ο | είδος πουρναριού | yermese | τούρκικο

γεσίμι το | η πολύτιμη πέτρα νεφρίτης | yeşim | τούρκικο

γεσίρης ο / γεσίρι το | αιχμάλωτος | esir | τούρκικο

γεσιρλίκι το | αιχμαλωσία | esir alma | τούρκικο

γετζενδίζω | ξανανιώνω | gencelmek | τούρκικο

γετίμι το / γιατίμης ο | ορφανός | yetim | τούρκικο

για | ή, είτε | ya  | τούρκικο

για | ναι, βέβαια | ya  | τούρκικο

γιαβάνης | άγευστος, άνοστος / αδύνατος, λιανός | yavan | τούρκικο

γιαβάς / γιαβάσικα | αγάλια, άναργα, αργά, σιγά, σιγανά, γαληνά | yavaş | τούρκικο

γιαβασλαντίζω | επιβραδύνω / ηρεμώ | yavaşlamak | τούρκικο

γιαβασλίκι το | βραδύτητα / πραότητα | yavaşlık | τούρκικο

γιαβέρης ο | υπασπιστής | yaver | τούρκικο

γιαβουκλού η | ερωμένη, αγαπητικιά, αρραβωνιάρα | yavuklu | τούρκικο

γιαβρί το | μωρό, παιδάκι / κουτάβι, κουλούκι / πιτσούνι, παλάζι | yavru | τούρκικο

γιαγιάνης ο | πεζοπόρος, πεζικάριος | yayan | τούρκικο

γιαγίκι το | κάδος, δουρβάνι, βούτα, μπουτινέλο | yayik | τούρκικο

γιαγίνι το | γουλιανός | yayin | τούρκικο

γιαγκάσης | φλύαρος, φωνακλάς, σαματατζής | yanşak | τούρκικο

γιαγκί το | χαλί, στρωσίδι | yaygi | τούρκικο

γιαγκιλίκι το | ο καημός του χωρισμού / ο μεγάλος έρωτας, σεβντάς | yanıklık | τούρκικο

γιαγκιλντίζω | σφάλω, λαθεύω | yanilmak | τούρκικο

γιαγκίνι το | πυρκαγιά, φωτιά | yangın | τούρκικο

γιαγκιόζης | αλλήθωρος, γκαβός, παραμάτης | yan göz | τούρκικο

γιαγλαεύω / γιαγλαταίνω / γιαγλατίζω | αλείφω με βούτυρο, αρτύνω, γιαγλατίζω | yağlanmak | τούρκικο

γιαγλής / γιαγλίδικος | λιπαρός, παχύς | yağlı | τούρκικο

γιαγλίκι το / γιαγλικάς ο | πετσέτα / μαντήλι | yağlık | τούρκικο

γιαγλίσι το / γιαγνίς το / γιαγνίσι το | λάθος, σφάλμα | yanlış | τούρκικο

γιαγούζης | μελαχρινός, μαυριδερός | yağız | τούρκικο

γιαζίκı / γιαζούκ | κρίμα | yazık | τούρκικο

γιαζλίκι | καλοκαιρινό | yazlik | τούρκικο

γιαζμά η | ζωγραφισμένο ύφασμα | yazma | τούρκικο

γιαϊλάς ο | καλοκαιρινό βοσκοτόπι, οροπέδιο | yaylâ | τούρκικο

γιακαλί το | κοντομάνικο μάλλινο πανωφόρι με γιακά | yakalı | τούρκικο

γιακαλίκι το | πλεχτός γιακάς | yakalık | τούρκικο

γιακαλώνω | αρπάζω, συλλαμβάνω | yakalamak | τούρκικο

γιακάς ο | περιλαίμιο, κολάρο / τραχηλιά, λαιμαριά, κολάρα | yaka  | τούρκικο

γιακή η / γιακί το / γιακίσι το | έμπλαστρο, μπλάστρι, κατάπλασμα, ανακόλι, βιζικάντι, βιζικατόρι, | yakı | τούρκικο

γιακιντί το | ρεύμα, ροή | akıntı | τούρκικο

γιακισικλής | ωραίος, όμορφος | yakışıklı | τούρκικο

γιακιστίζω | ταιριάζω, αρμόζω | yakışmak | τούρκικο

γιακλαντίζω | πλησιάζω, κοντοζυγώνω, κοντεύω | yaklaşmak | τούρκικο

γιακμάς ο | έγκαυμα, φλεγμονή / κάψιμο | yakma | τούρκικο

γιακούτι το | ρουμπίνι | yakut | τούρκικο

γιάλα | άντε! εμπρός! | yallah | τούρκικο

γιαλαζάς ο | φλόγα | yalaza | τούρκικο

γιαλάκι το / γιαλάκα η | γούρνα, ποτίστρα, στέρνα, λούμπα / κασόνι, κορίτος, παχνί. πλοκός | yalak | τούρκικο

γιαλαμάς ο | κόλακας, γλείφτης / λειχήνα, μαγιασίλι | yalama | τούρκικο

γιαλαμπένιο | αστραφτερό, γυαλιστερό | yalabık | τούρκικο

γιαλάν το | ψέμα | yalan | τούρκικο

γιαλαντζής | ψεύτης, ψεύτικος, περιγελαντζής | yalancι  | τούρκικο

γιαλάπα η | το φυτό Ipomoea purga | gialappa | ιταλικό

γιαλέλι το | ο σκοπός του τραγουδιού / το τραγούδι | yal-el | αραβικό

γιαλντιζλί το | επιχρύσωση | yaldız | τούρκικο

γιαλντιζλίδικος | επιχρυσωμένος | yaldızlı | τούρκικο

γιαλντιζώνω | επιχρυσώνω, χρυσοβάφω | yaldızlamak | τούρκικο

γιαμάκι το | βοηθός, μαθητευόμενος, τσιράκι | yamak | τούρκικο

γιαμάνικος | κακός | yaman | τούρκικο

γιαμάτσι το | πλαγιά, ανηφόρα | yamaç | τούρκικο

γιαμούκης ο | ο παραμορφωμένος, αυτός που έχει ακανόνιστο κεφάλι | yamuk | τούρκικο

γιαμουρλούκι το | αδιάβροχο, μουσαμάς, κάπα, καπότα, ρασίδι, σαγιά, ταγάνα | yağmuluk | τούρκικο

γιαμουσάκης / γιαμουσάκικος | υγρός, μουσκεμένος | yamyaş | τούρκικο

γιάμπα η / γιαμπάς ο / γιαμπαδάκι το | δικράνι, δικούλι, αχεροφάγι, θρινάκι, καρπολόγι, λιχνιστήρι, τρικούλι | yaba | τούρκικο

γιαμπάνι το / γιαμπανγέρι το | ερημιά, αγριότοπος | yaban | τούρκικο

γιάμπολη η | το φυτό Glycyrrhiza glabra, διάμπολη. γλυκόριζα, γλυκορίζι, αγλυκόριζα, ρεγολίτσα / βελέντζα, κουβέρτα, μαντανία, σάισμα, τσέργα, φλοκάτη | yamboli | τούρκικο

γιαναστεύω / γιαναστίζω | πλησιάζω, κοντεύω | yanaşmak | τούρκικο

γιανελί το | είδος ρούχου | yenli | τούρκικο

γιάνι το | πλευρά, μεριά / τόπος, μέρος | yan | τούρκικο

γιάντες το | είδος στοιχήματος / το διχαλωτό κοκαλάκι από το στέρνο της κότας | yâdes  | τούρκικο

γιαούρτι το / γιαούρτη η | διαούρτι, αϊριάνι, μαρκάτι | yoğurt  | τούρκικο

γιαουρτσής ο | γιαουρτάς | yoğurtçu | τούρκικο

γιαουρτχανάς ο | γιαουρτάδικο | yoğurthane | τούρκικο

γιαπαντζής | ξένος | yabanci | τούρκικο

γιαπί το | οικοδομή, χτίρι | yapι  | τούρκικο

γιαπιστίζω / γιαπιστιρεύω / γιαπιστιρίζω | κολλώ, προσκολλώ | yapışmak | τούρκικο

γιαπμάς ο | κατασκευή / χτίσιμο / χειροποίητο | yapma | τούρκικο

γιαπούτζα η | μάλλινος επενδύτης | cappuccio | βενετσιάνικο

γιαπουτζής ο / γιαπατζής ο | χτίστης, οικοδόμος | yapıcı | τούρκικο

γιαπράκι το | φύλλο / ντολμάς, ντολμαδάκι, σαρμάς | yaprak  | τούρκικο

γιαρά η / γιαράς ο / γιαράδι το | λαβωματιά, πληγή, τραύμα | yara | τούρκικο

γιαραεύω / γιαραντίζω | ωφελώ, χρησιμεύω, αξίζω | yaramak | τούρκικο

γιαραλεύω / γιαραλαντίζω | λαβώνω, πληγώνω, τραυματίζω | yaralamak | τούρκικο

γιαραλής | τραυματισμένος, πληγωμένος | yaralı | τούρκικο

γιαραμάζης | άχρηστος, αχαΐρευτος | yaramaz | τούρκικο

γιαραμπής ο / γεραμπής ο | ο Θεός | ya rabbi | τούρκικο

γιαραντίζω / γεραντίζω / γερατίζω | δημιουργώ, κάνω | yaratmak | τούρκικο

γιαράντισμα το | δημιουργία | yaratılma | τούρκικο

γιαργαλίδικος | γρήγορος, γοργός | yorgali | τούρκικο

γιαρδίζι το | επιχρύσωση | yaldız | τούρκικο

γιαρένης ο / γιαράνης ο | φίλος, σύντροφος / εραστής, γκόμενος, αγαπητικός | yar | τούρκικο

γιαρές ο | παθιάρικο τραγούδι | yare | τούρκικο

γιάρι το | γκρεμός | yar | τούρκικο

γιαρίζω | υποφέρω, βασανίζομαι | yarmak | τούρκικο

γιαρίσι το | αγώνισμα, διαγωνισμός, ανταγωνισμός | yarış | τούρκικο

γιαρμάς ο | ποικιλία ροδάκινου / χαραματιά, σχισμή, σπάσιμο | yarma  | τούρκικο

γιαρντίμι το | βοήθεια | yardım | τούρκικο

γιαρντιμτζής ο | βοηθός | yardımcı | τούρκικο

γιαρτίμι το | τμήμα, κομμάτι | yartım | τούρκικο

γιάσα | ζήτω, μπράβο | yaşa | τούρκικο

γιασάκι το | απαγόρευση, εμπόδιο | yasak | τούρκικο

γιασακτσής ο / γιασαξής ο | διασαξής, φύλακας, φρουρός, καβάσης | yasakçı | τούρκικο

γιασαντίζω | ζω, διαβιώνω | yaşamak | τούρκικο

γιασασίν | να ζήσεις! | yaşasın | τούρκικο

γιασεμί το / γιασουμί το | το φυτό Jasminum sambac, φούλι, μπουγαρίνι | yasemin  | τούρκικο

γιάσι το | το πένθος | yas | τούρκικο

γιασμάκι το / γιασμάς ο | καλύπτρα προσώπου | yaşmak | τούρκικο

γιαστάκι το / γιαστέκι το / γιαστίκι το | μαξιλάρι, προσκέφαλο | yastık | τούρκικο

γιαταγάνι | μεγάλο πλατύ και καμπυλωτό σπαθί | yatağan | τούρκικο

γιατάκης ο | κλεπταποδόχος | yatak  | τούρκικο

γιατάκι το | στρώμα, στρωσίδι, κρεβάτι / λημέρι, άντρο, λόζιος | yatak  | τούρκικο

γιατσάδα η | γιάτσο, παγωνιά, κρυάδα, γυαλάδα, καφούρι, τσίφι, τσιφούρα | giazzada | βενετσιάνικο

γιατσάρω | κρυώνω, ριγώ | giazzar | βενετσιάνικο

γιατσί το | το διάστημα λίγο πριν το βραδινό ύπνο | yati | τούρκικο

γιατσίντο το | το φυτό Hyacinthus orientalis, ζουμπούλι, τσιμπούλι, γιούλι | giacinto | ιταλικό

γιάτσο το | πάγος, κρύο, παγωνιά, παγετός | ghiaccio | ιταλικό

γιαφτάς ο | μετρικό, μερίδα κληρονομιάς | yafta | τούρκικο

γιαχανάς ο | λιοτρίβι / βουτυράδικο | yağhane | τούρκικο

γιαχνί | τρόπος παρασκευής φαγητού | yahni  | τούρκικο

Γιαχουντής | Εβραίος, Οβριός | Yahudi | τούρκικο

γιλαντζίκι το | ανεμοπύρωμα, ανεμοπύρι, ερυσίπελας, μαγουλάς, παραμαγούλα, πυρό, φώκιο, ανεμικό, αμπελοκλάδι, σουσουμιάδες, | yılancık | τούρκικο

γιλγούνης | φοβισμένος | yılgın | τούρκικο

γιλέκο το / γελέκο το / γελέκι το | κοντό ρούχο χωρίς μανίκια | yelek  | τούρκικο

γιλντίζ το | το φυτό Dahlia coccinea, ντάλια | yıldız | τούρκικο

γιλντίζω | δειλιάζω, αποκάμω | yılmak | τούρκικο

γιλντιρίμι το | αστροπελέκι, κεραυνός | yıldırım | τούρκικο

γινάτι το / γενάτι το | πείσμα | inat | τούρκικο

γινατσής / γινατζής | πεισματάρης, ξεροκέφαλος | inatçı | τούρκικο

γιογκάρι το | τρίχορδος μπαγλαμάς | yongar | τούρκικο

γιογκάς ο | ροκανίδι, πελεκούδι, σχίζα | yonga | τούρκικο

γιοζ | άγριος / διεφθαρμένος | yoz | τούρκικο

γιοκ | όχι, δεν | yok | τούρκικο

γιοκλαμάς ο | έλεγχος, επιθεώρηση | yoklama | τούρκικο

γιοκλαντάρω / γιοκλαντεύγω / γιοκλαντίζω | ελέγχω, επιθεωρώ | yoklamak | τούρκικο

γιολαντίζω / γιολάρω | στέλνω, αποστέλλω / διώχνω | yollamak | τούρκικο

γιολντάσης ο / γιολδάσης ο / γιορντάσης ο | σύντροφος, αρκαντάσης, μπουραζέρης / συνοδοιπόρος, συνοδός | yoldaş | τούρκικο

γιολτζής ο | ταξιδιώτης, οδοιπόρος | yolcu | τούρκικο

γιοντζάς ο | το φυτό Medicago sativa, τριφύλλι, μηδική, μελιγκάρι | yonca | τούρκικο

γιόξα | αλλιώς, διαφορετικά / ή / μήπως, άραγε, μπας και | yoksa | τούρκικο

γιοξού | στήθος | göğsü | τούρκικο

γιοργάνι το | πάπλωμα | yorgan | τούρκικο

γιοργαντζής ο | παπλωματάς | yorgancı | τούρκικο

γιοργάς ο / γιοργάδισμα το | τριποδισμός, ραβάνι | yorga | τούρκικο

γιορντάμι το / γιορδάμι το | μέθοδος, σύστημα, δεξιότητα | yordam | τούρκικο

γιορνταμιλής | μεθοδικός, συστηματικός, επιδέξιος | yordamlı | τούρκικο

γιορντάνι το / γερντάνι το / γκερντάνι το | περιδέραιο, κολιέ | gerdan  | τούρκικο

γιορντανλίκι το / γιορνταναλίκι το | περιδέραιο, κολιέ | gerdanlık | τούρκικο

γιοσμαρίνι το | το ροσμαρίνι, το διοσμαρίνι, το δεντρολίβανο | rosmarin  | βενετσιάνικο

γιοσμάς | κομψός, φιλάρεσκος | yosma | τούρκικο

γιότσα η | αποπληξία, κόλπος, νταμπλάς | goccia | ιταλικό

γιότσα η / γιότσολα η | μικρό τραπεζάκι τοίχου, κονσόλα | giozza | βενετσιάνικο

γιουβαρλάκια τα | είδος μαγειρευτού φαγητού με ρύζι και κρέας / κάθε στρογγυλό πράγμα | yuvarlak | τούρκικο

γιουβέτσι το / γκιουβέτσι το | είδος ψητού φαγητού με ζυμαρικά και κρέας / το πήλινο μαγειρικό σκεύος που ψήνεται το φαΐ αυτό | güveç  | τούρκικο

γιούζμπασης ο | λοχαγός | yüzbaşı | τούρκικο

γιούκος ο | σωρός από κλινοσκεπάσματα, στοιβή, τέμπλα, τροχός, τρακάδα | yük  | τούρκικο

γιουλάρι το | χαλινάρι, καπίστρι | yular | τούρκικο

γιουλάφι το | το φυτό Avena sativa, βρώμη, βρόμος, ταή, τηγάνι, αγριογέννημα, βροχός | yulaf | τούρκικο

γιουλδζής ο | οδοιπόρος, ταξιδιώτης | yolcu | τούρκικο

γιουμέκι το | φαΐ | yemek | τούρκικο

γιουμουσάκης | διαλλακτικός, μετριοπαθής, μαλακός | yumuşak | τούρκικο

Γιουνάνης ο | Έλληνας | Yunan | τούρκικο

γιουνάνικος | ελληνικός | yunanî | τούρκικο

γιούνι το | το παιχνίδι, ο αγώνας | oyun | τούρκικο

γιούρια / γιούργια | εφόρμηση | yürü  | τούρκικο

γιουρούκης ο / γιουρούκος | μέλος της νομαδικής φυλής των Γιουρούκων / ο άξεστος, ο απολίτιστος άνθρωπος | yörük | τούρκικο

γιουρουντώ / γιουρουντίζω / γιουρουστίζω / γιουρουντάρω | προχωρώ, βαδίζω / ορμώ | yürümek | τούρκικο

γιουρούσι το | εξόρμηση, έφοδος / επιδρομή | yürüyüş  | τούρκικο

γιούρτι το | κατοικία πρόχειρη/ γιδομάντρι / αυλαγή | yurt | τούρκικο

γιούσουρο το / γιούσουρι το / γερούσι το | είδος μαύρου κοραλλιού | yüsrü  | τούρκικο

γιουσπατρονάτο | αφέντης, άρχοντας | giuspatronato | βενετσιάνικο

γιουστίτσια η | το φυτό Justicia adhatoda | justıcıa | ιταλικό

γιουτίζω | καταπίνω, καταβροχθίζω, χάβω | yutmak | τούρκικο

γιουφκάς ο | είδος ζυμαρικού, λαζάνι, χυλοπίτα, κουσκούσι | yufka | τούρκικο

γιούχα | επιφώνημα αποδοκιμασίας, αίσχος, ντροπή | yuha | τούρκικο

γιρλάντα η | διακοσμητική υφαντή ή πλεκτή ταινία / κόσμημα από άνθη ή φύλλα | ghirlanda | ιταλικό

γιρμάκι το | ποταμάκι, ρέμα | ırmak | τούρκικο

γιτσικά τα | οι γίδες | keçi | τούρκικο

γιύρντα η / γιουρντί το | μάλλινος επενδύτης των χωρικών και των βοσκών | örtü | τούρκικο

γκαβανούζα | ξύλινο ή πήλινο δοχείο | kavanoz | τούρκικο

γκαβομάρα / γκαβαμάρα / γκαβουμάρα | στραβωμάρα, τύφλα, αλληθωριά, γκαλιούρισμα | gâvumara | βλάχικο

γκαβός / γκαϊντός / γκαϊδός | στραβός,, αλλήθωρος, αλληγκιόζης, γκαλιούρης, απανωβλέπης, άσκοπος, βίλης, γαρίλης, παραμάτης, ραϊλός | gavŭ | βλάχικο

γκαβρουγιάνης ο | είδος τυριού, κλοτσοτύρι, μπάτζος | gavruianî | βλάχικο

γκάγκα η | ράμφος πουλιού | gaga | τούρκικο

γκάγκαρο το | μεντεσές, μάσκουλο / αμπάρα | ganghero | ιταλικό

γκαζέλα η / γαζέλα η / γκατζόλα | γαϊδάρα, βασταγούρα | gazella | λατινικό

γκαζόζα | αεριούχο αναψυκτικό | gazosa | ιταλικό

γκαϊλές ο / γαϊλές ο | στεναχώρια, φροντίδα, βάσανο, καημός | gaile | τούρκικο

γκάιντα η / γκάιδα η | δερμάτινο πνευστό μουσικό όργανο, άσκαρος, ασκαύλι, τσαμπούνα, τσαμούντα, τουλούμι, φλασκομαντούρα | gayda | τούρκικο

γκαϊντατζής ο / γκαϊτατζής ο | αυτός που παίζει γκάιντα, ασκομαντουράκης | gaydaci | τούρκικο

γκαλιάτα η | καρδάρα, αρμεχτάρα, βεδούρα | gâleadâ | βλάχικο

γκαλίνα η | όρνιθα, κότα, κοσάρα, κακάβα | gallina | ιταλικό

γκαλινάρι το | κοτέτσι, ορνιθώνας, καθίστρα, καπονιέρα, κάτοικας, κοίτη, κουμάς, κούρνια, φωλιά | gallinarium | λατινικό

γκαλίτσα η / γκαλίτσι το, γκαλιτσιά η / γκάλτσα η | το πουλί Corvus monedula, καλίτσι, καλιακούδα, κάργα, κάργια, κατσιακατούλα, κολιός, σιταροκοράκι, γαβράνι, | galica | σλάβικο

γκάλμπινος | ξανθός, ρούσος, βλάγκος, κοκκινοτρίχης / κιτρινιάρης | galbninu | βλάχικο

γκαλντερίμι το / γκαλτερίμι το | καλντερίμι, λιθόστρωτο | kaldırım | τούρκικο

γκάμα η | κλίμακα, διαβάθμιση | gamma  | ιταλικό

γκάμι το | λύπη, θλίψη, μαράζι, μεράκι, ντέρτι, σεκλέτι, στεναχώρια, βαρυγκώμια | gam | τούρκικο

γκαμσίζης | αμέριμνος, ανέμελος, αδιάφορος, ζαμανφουτίστας, χοντρόπετσος | gamsız | τούρκικο

γκανταλώ | γαργαλάω | gâdâliku | βλάχικο

γκαντέμης ο | ο γρουσούζης | kadem  | τούρκικο

γκαντζιά η | το φυτό Rosa canina, αγριοροδιά, αγριοτρανταφυλλιά, ροδαρά, βάτος | gavjeu | βλάχικο

γκαντιμή η | η αρχαιότητα / τα παλιά | kadim | τούρκικο

γκαντίρης | ικανός, δυνατός | kadîr | τούρκικο

γκαπτσούνα η / γκαπτσουνιά η | το φυτό Fragaria colina, αγριοφράουλα, χαμοκερασιά | câpşuna | βλάχικο

γκάργκος το | υποχρέωση, καθήκον | carico | ιταλικό

γκαρλίτσα | αρρώστια του λαιμού | garliča | σλάβικο

γκαρντίνα η / γαρδίνα η | μαντρωμένο χωράφι | gradina | σλάβικο

γκάτσα η | κυνήγι, καταδίωξη | cazzia | βενετσιάνικο

γκεβεζέλεμα το | βλ. γκεβεζελίκι | gevezelenme | τούρκικο

γκεβεζελεύω | φλυαρώ, κουτσομπολεύω, αερολογώ, γλωσσοκοπανώ, μωρολογώ, πολυλογώ, πολυμιλώ, τσαμπουνώ, φαφλατίζω | gevezelnmek | τούρκικο

γκεβεζελίκι το / γκεβεζιλίκι το | πολυλογία, φλυαρία, μωρολογία, κουτσομπολιό, λίμα, λογογοκοπιά, μαλιματιά, πάρλα, τσαμπούνισμα, φαφλατιό | gevezelik | τούρκικο

γκεβεζές ο / γκεβεζάρης ο | κεβεζές, πολυλογάς, φλύαρος, φαφλατάς | geveze | τούρκικο

γκεβρέκικος | ξεροψημένος, τραγανιστός | gevrek | τούρκικο

γκεβρεντίζω | ξεροψήνω, γίνομαι εύθραυστος | gevremek | τούρκικο

γκεβσέκης ο | χαλαρός, άνευρος, μαλθακός | gevşek | τούρκικο

γκεβσεκλίκι το | χαλαρότητα, ατονία | gevşeklik | τούρκικο

γκεβσεντίζω | χαλαρώνω, παραλύω | gevşemek | τούρκικο

γκέγκα | ραβδί, γκλίτσα | gege | τούρκικο

γκεγκέφι | τελάρο με πανί για κέντημα | gerget | τούρκικο

γκεζέρι το / γκεζεριό το / γκεζί το | περπάτημα, βόλτα, αναγυρίδα, γυροβολιά, σεργιάνι, τσάρκα | gezi | τούρκικο

γκεζεριάνος ο / γκεζεριτζής ο | σουλατσαδόρος, σουρτούκης, βολτογύρης, γυρουλάς, σοκακάς, ρέπης | gezici | τούρκικο

γκεζερώ / γκεζερίζω / γκεζντιρεύω | περπατώ, τριγυρίζω, βολτάρω, γυρνοβολώ, γυροβολώ, γυρουλιάζω, σεριανίζω | gezmek | τούρκικο

γκέλα η | αποτυχία, αστοχία | gele  | τούρκικο

γκελίρι το | εισόδημα, πρόσοδος, απολαβή, σοδειά, μασούλι | gelir | τούρκικο

γκελμπερί το | μασιά, τσιμπίδα / φουρνόξυλο, φουρνοκόντι. συντρίφτης, συνδαύλιστρο, παπαδιά | gelberi | τούρκικο

γκέμι το | χαλινάρι, καπίστρι | gem  | τούρκικο

γκεμιτζιλίκι το | ναυτοσύνη | gemicilik | τούρκικο

γκεμπερντίζω | εξαντλούμαι | gebermek | τούρκικο

γκεργκέφι το | τελάρο / αντί, ανυφαντήρι, αρμενιά, κρεβατίνα, κρεβαταριά, | gergef | τούρκικο

γκερεμές ο / γκιρεμές ο | έθιμο, συνήθεια, | görenek | τούρκικο

γκερένι το | βαλτότοπος, λασπότοπος | geren | τούρκικο

γκερίζι το | οχετός, υπόνομος, βόθρος, λαγούμι | geriz | τούρκικο

γκερντίζω | τεντώνω, τσιτώνω, τεζάρω | germek | τούρκικο

γκεσέμι το / γκιοσέμι το | κριάρι ή τράγος μπροστάρης | kösem  | τούρκικο

γκέσος / γκιόσος | κοκκινωπός, καστανός | gesu | βλάχιχο

γκεστίζω | προσπερνώ | geçmek | τούρκικο

γκέστο το | μορφασμός | gesto | ιταλικό

γκέτα η | περικνήμιο | gheta  | βενετσιάνικο

γκέτσα / γέτσα | αργά | geç | τούρκικο

γκετσιντίζω | βγάζω το ψωμί μου, πορεύομαι, τα βολεύω, τα φέρνω βόλτα, τα καταφέρνω | geçinmek | τούρκικο

γκετσίτι το | διάβαση, πέρασμα, | geçit | τούρκικο

γκιαούρης ο / γκιαβούρης ο | μη μουσουλμάνος, άπιστος | gâvur  | τούρκικο

γκιάστρα η | παιδικό παιχνίδι, τα αλογάκια | giostra | βενετσιάνικο

γκίζα η | είδος τυριού, ούρδα, αβδάλι, κλοτσοτύρι, πρίντζα | giza | βλάχικο

γκίκλα η / γκίγκιλα η | λουρί του σαμαριού | cingolo | ιταλικό

γκίνια η | κακοτυχία, αναποδιά | ghigna | ιταλικό

γκινίσι το / γκινόσο το / γκινόσος ο | είδος ροκάνης | ginoccio | ιταλικό

γκιντής ο | παλιάνθρωπος / νταβατζής, ρουφιάνος | gidi | τούρκικο

γκιόγια | τάχα, δήθεν | göya | τούρκικο

γκιόζα η / γκιόζι το | συρτάρι | göz | τούρκικο

γκιοζεντίζω | παρατηρώ, επιβλέπω | gözetmek | τούρκικο

γκιοζλεμές ο | είδος γλυκού, σβίγκος | gözlemek | τούρκικο

γκιολές ο / γκιουλές ο | βλήμα κανονιού | gülle | τούρκικο

γκιόλι το / γκιόλα η | λίμνη / νερόλακκος | göl | τούρκικο

γκιόνης ο / γκιόνη η / γκιόνι το / γκιονάκι το | το πουλί Otus scops, γιόνι, αγκιονάτσι, τζιόνης, τζόνης, κιόνης, κιούνι, θούπης, θουπί, κλωσσός, κλώσσος, νυχτοπούλι, σκλόπα, σκουλέπα, σκουλούπα, χαροπούλι, χουχουριστής, ασκάλαφος | gjon-i | αλβανικό

γκιόξι το / γκιόξη η | στήθος | gjoks-i | αλβανικό

γκιορέ | σύμφωνα, ανάλογα | göre | τούρκικο

γκιόσα η | η γριά γίδα, γερόγιδα, γεροντόγιδα / παλιόγρια, τραγόγρια | gjosë | βλάχικο

γκιόστρα η / γιόστρα | κονταροχτύπημα | giostra  | ιταλικό

γκιότσι το | μετακόμιση | göç | τούρκικο

γκιουβέζι το | το βιολετί χρώμα, βυσσινί | güvez | τούρκικο

γκιουβεντίζω | εμπιστεύομαι, βασίζομαι | güvenmek | τούρκικο

γκιουβερτζιλές ο | πυρίτης, νίτρικό κάλιο, λατρόνι, σαλνίτρι | güherçile | τούρκικο

γκιουγιούμι το / γκιουγκιούμι το | γκιούμι | güğüm  | τούρκικο

γκιουζέλης | κουζέλης, όμορφος, ωραίος | güzel | τούρκικο

γκιούζι το | φθινόπωρο | güz | τούρκικο

γκιουλές ο | πάλη | güleöş | τούρκικο

γκιούλι το | ρόδο, τριαντάφυλλο | gül | τούρκικο

γκιουλιαγκί το | ροδέλαιο / το φυτό Pelargonium odoratissimum, αρμπαρόριζα | gülyağı | τούρκικο

γκιουλουχτάνι | ανθοδοχείο, βάζο | güldan | τούρκικο

γκιούλσουγιου τ ο / γκιούλσι το | ροδόνερο, ροδόσταμο, ροδόσταγμα, τριανταφυλλόνερο | gülsuyu | τούρκικο

γκιουμέτσι το | κερήθρα | güöeç | τούρκικο

γκιούμι το / γκιουγούμι το | κανάτα, ροΐ | güğüm  | τούρκικο

γκιουμπαχτσές ο | κήπος με τριαντάφυλλα | gülbahçe | τούρκικο

γκιουμρούκι το / γιουμουρούκι το | τελωνείο, ντογάνα / φόρος, δασμός | gümrük | τούρκικο

γκιουμρουκτσής ο / γιουμρουκτσής ο | τελώνης, τελωνειακός | gümrükçü | τούρκικο

γκιουνάχι το | σφάλμα, ενοχή, αμαρτία | günah | τούρκικο

γκιούρικος / γκιουρέδικος | άφθονος, μπόλικος | gür | τούρκικο

γκιουρουτλί το | θόρυβος, φασαρία, βαβούρα, σαματάς | gürütlü | τούρκικο

γκιουσελές ο | σολόδερμα | kösele | τούρκικο

γκιουστέτσα | ορθότητα, ακρίβεια | giustezza | ιταλικό

γκιούστος | δίκαιος, σωστός, ορθός, ακριβής | giusto | βενετσιάνικο

γκίργκιλας ο / γκούργκουλας ο / γούργουρος ο | κούρκουλας, λαρύγγι | gîrgal  | βλάχικο

γκιργκιλιάνος ο / γκαργκαλιάγκος ο / γκαρτιλάνος ο | καρδιλιάγκος, λαρύγγι | gîrgîleanu | βλάχικο

γκιρεμέζι το / γκερεμέζι το | είδος τυριού, αρμόγαλα, αρμούζι, γαλοτύρι, σταλποτύρι | girime | βλάχικο

γκιστάνι το | φυλακή | zindan | τούρκικο

γκιτέρι το / γκιδέρι το | κεντέρι, θλίψη, λύπη | keder | τούρκικο

γκλάβα η / γλάβα η | κλάβα, κεφάλι, καύκαλο, κουτούκι, κούτρα, ξερό / κόκα, κούτρα, μυαλό, ξερό | glava | σλάβικο

γκλαβανή η / γλαβανή η | αγλαβανή, κλαβανή, καταπαχτή, αφάλι, μπουκαπόρτα, καπάντσα, καπαντζές, καταρράχτης | glavani | σλάβικο

γκλάντολα η | αδένας του λαιμού | glandula | λατινικό

γκλασάρω / γλασάρω | καλύπτω με γκλάσο  | glassare | ιταλικό

γκλίζα η | είδος πανιού ιστιοφόρου | ghissa | ιταλικό

γκλίζι το / γκλιζάρι το | χοντρό ξερό κλαδι | griju | βλάχικο

γκλόμπα η / γλόμπα η | κλόπα, πρόστιμο, ζημιά, τζερεμές | globa | σλάβικο

γκλόρια η / γλόρια η | ωραιότητα, τέρψη, χάρμα | gloria | ιταλικό

γκόλιος / γκόλιαβος | γυμνός, γδυτός, ζάρκος, ξεμπέλτσωτος, ξέντυτος, τσίτσιδος, τσίτσιπλος | gol | σλάβικο

γκολιοσάνι το | βρέφος | gulışanu | βλάχικο

γκολιοσανιάζω | γυμνώνω, ξεγυμνώνω | gulışnedzu | βλάχικο

γκόμενα η | ερωμένη, αγαπητικιά, φιλενάδα | gomena  | βενετσιάνικο

γκορίζω | καίω, καψαλίζω, κωρώνω | goret’ | σλάβικο

γκοριτσιά η / γκορτσιά η / γορτσά η / γκορνιτσιά η | το δέντρο Pyrus amygdaliformis, αγκοριτσιά, αγκόριτζα, κόρτζα, αγριαχλαδιά, αγριαπιδιά, αγριάπιδος, μουρτζιά, αχλάδα | gorric-ë | αλβανικό

γκότσι | καβάλα στις πλάτες, καλικούτσα, όπαλα, αγκάνια, αγγουράκια | göç | τούρκικο

γκουβερναδόρος ο / γουβερναδόρος ο | κυβερνήτης | governadore | ιταλικό

γκουβερνάρω / γοβερνάρω / γουβερνάρω | κυβερνώ | governare | ιταλικό

γκουβέρνο το | κυβέρνηση | governo | ιταλικό

γκουβούνα η | κοπριά, βουνιά, βοϊδιά | guvun | βλάχικο

γκούβρος | σκυθρωπός | guvru | βλάχικο

γκουγκουλιάνα η / γουργουλιάνα η | φαγώσιμο μανιτάρι | gugulıana | βλάχικο

γκουγκουρέτσι το | καρπός πλάτανου | gugureciu | βλάχικο

γκουγκούτσα / γκουγκούτσκα / γκουγκουχτούρα / γκουγκουφτούρα | το πουλί Columba palumbus, κουγκούσα, χοντροπερίστερο, γαϊδουροπερίστερο, φασί, φάσα | guguca | σλάβικο

γκουζγκούνης / γκοζκούνης | κατάσκοπος | guzgûn | βλάχικο

γκουμαράτα η | σωρός μαζεμένα λιθάρια, αρμακάς, βολεός | gumarada | βλάχικο

γκουμπλίτσα η / γλομπίτσα η | δοχείο που πήζουν το τυρί | kobelj | σλάβικο

γκουντουλώ | γαργαλάω | gudulis | αλβανικό

γκούπιζα η / γκούβζα η | ξύλινη κούπα | gubezi | σλάβικο

γκούρα η / γκιούρα η | πηγή, ανάβρα, βουρβούλα | gurrë-a | αλβανικό

γκουργκούλι το / γκουργκούνι το | στρογγυλή πέτρα, κροκάλα | gorgyiiu | βλάχικο

γκουργκουλιένω | σαπίζω, κλουβιαίνω. νερουλιάζω, ουριάζω | gurguleadza | βλάχικο

γκουρλίτσα η | αρρώστια των γουρουνιών | gurlica | βλάχικο

γκούσα η / γούσα η | ο πρόλοβος των πουλιών, γούλα, μάμα, σγάρα | guša | σλάβικο

γκουσενίτσα η / γκασανίτσα η / γκασιανίτσα η | κάμπια | gusenica | σλάβικο

γκουτζούκης | κολοβός, κομμένος | gücük | τούρκικο

γκράβα η / γράβα η | και αγράβα, σγράβα, χράπα, η ρωγμή, η σχισμάδα / στενή χαράδρα, γκρότα, μπιστιριά, σπέλα | grabë-a | αλβανικό

γκρανκάσα η | μεγάλο μπάσο τύμπανο | grancassa | ιταλικό

γκράντε ο / γκραν / γράντος | μεγάλος | grande | ιταλικό

γκραντσέσα η | μεγαλείο | granndezza | βενετσιάνικο

γκράτσια η / γράτζα η | χάρη, εύνοια | grazia | ιταλικό

γκράτσιε | ευχαριστώ | grazie | ιταλικό

γκρέκα η | μαίανδρος | greca | ιταλικό

γκρεμούρα η / γκρέμουρας ο / γκρέμουρο το | γκρεμός, λέσκα, πέτακας, στεφάνι | gremur | βλάχικο

γκρεουσάδι το / γκλιουσάδι το / γκρεουσιά η / γκρεούσι το, γκρεουσάρι το | το φυτό Phillyrea media, αγλαβιτσιά, αγλανιδιά, αγλανδινιά, αράφυλλος, αγριομυρτιά, εγλενός, εγλενιός, μερέτι, φελίκι, φιλίκ, φίλικα, φιλουρία, φλιτσάρι | greuşu | βλάχικο

γκρέπι το | αγκίστρι | grep-i | αλβανικό

γκρέτζος / γρέντζος / γρέζος | ακατέργαστος, τραχύς | grezzo | βενετσιάνικο

γκρίζαβος / γκρίτζαβος / γκριζάλαβος / γκριζάλας / γκρίζαλος | καβγατζής, κακότροπος, γκρινιάρης | gr’zo | σλάβικο

γκρίζο το / γκριζάρι το | ρόζος έλατου / ρίζα θάμνου | griz | σλάβικο

γκρίζος / γκρι / γρίζος | ψαρός, σταχτής, αθουδερός | griso  | βενετσιάνικο

γκρίνια η / γρίνια η / γκρίνισμα το | κλαψούρισμα, μουρμούρα, μεμψιμοιρία, γλωσσοφαγιά, γλωσσοφαγούρα | grigna | ιταλικό

γκρινιάζω / γρινιάζω | κλαψουρίζω, μουρμουρίζω, μεμψιμοιρώ | grignare | ιταλικό

γκρίντα η | κραυγή, φωνή | grida | ιταλικό

γκριντέλι το | κοπάδι | krdeľ | σλάβικο

γκρόπα η | λάκκος, λακκούβα / τάφος | grob | σλάβικο

γκρότα η | σπηλιά | grotta | ιταλικό

γκροτέσκος | αστείος, κωμικός, γελοίος | grottesco  | ιταλικό

γκρούμπος ο | μικρός σωρός | grumus | λατινικό

γλαδιόλα η / γλαδιόλος ο | το φυτό Gladiolus segetum, καστανίδα, σπιθάνακας, φοινίκι, ακριοκόρακας, σπαθοβότανο, σπαθόχορτο, σπαθί, σπαθίνακας, σπαθάκι, μαχαίρα, μαχαιρίδα, ξιφάρα, πασχάτικο, | gladiolus | λατινικό

γλάνι / γλάνιο το | παιδί | oğlan | τούρκικο

γλαντί το | το πουλί Ardea cinerea, τσικνιάς, γεροντορτυκοσούρτης, καλπουτζής, ραβανός, σταχτοτσικνιάς, τρυγονοκράχτης, τρυγονοσούρτης, ψαροφάγος, ψαροφαγάς | gladio | ιταλικό

γλάστρα η / γλαστράδα η | γκρεμισμένη μάντρα σε χωράφι | guastra | ιταλικό

γλάστρος ο | το φυτό Isatis tinctoria | glastro | ιταλικό

γλεντζές ο / γλετζές ο | εγλεντζές, αυτός που αγαπά τα γλέντια, χαροκόπος | eğlence  | τούρκικο

γλέντι το / γλέντημα το | εγλέντι, ξεφάντωμα, διασκέδαση | eğlenme | τούρκικο

γλεντώ | ξεφαντώνω, διασκεδάζω | eğlenmek | τούρκικο

γλίνα η / γκλίνα η | λάσπη, γλούσπη, γρούσπη / πηλός / γλίτσα, μαλούπα / ξίγγι, λίπα, λίγδα, άλειμμα, λαρδί | glina | σλάβικο

γλογκιά η / γλόγκος ο | το φυτό Crataegus oxyacantha, αγλογκιά, γκαβτζιά, κοκκινομεσπιλιά, μερμελιτσιά, μουμουτζελιά, μεμετσιλιά, μπουρμπουτσελιά, μορίντζα, μουρτζιά, τρικοκιά | glogk | σλάβικο

γλόμπος ο | λάμπα | globo  | ιταλικό

γλούβα η | λάκκος | glob | σλάβικο

γλουμπόκος ο | λακκούβα | glob | σλάβικο

γλούπος ο | στόμα / οισοφάγος / στόμιο / ο λαίμαργος άνθρωπος | glupak | σλάβικο

γόβα η / γκόβα η | και βόβα, είδος γυναικείου παπουτσιού | goba | βενετσιάνικο

γόδερο το / γοδέρι το | ευημερία, διασκέδαση | goder | βενετσιάνικο

γοδέρω / γοντέρω | απολαμβάνω, ευημερώ | gedere | βενετσιάνικο

γοδιμέντο το / γοδαμέντο το | διασκέδαση | godimento | ιταλικό

γολέτα η | είδος μικρού δικάταρτου ιστιοφόρου | goleta | βενετσιάνικο

γόλι το | χέρι | kol | τούρκικο

γολόζος / γουλόζος | καλοφαγάς / λαίμαργος | goloso | ιταλικό

γόμα η / γκόμα η | παχύρρευστη κολλητική ουσία. / σβηστήρι | goma  | βενετσιάνικο

γομαλάκα η | ρητίνη που γίνεται βερνίκι | gomma lacca | ιταλικό

γόμπα η | σγόμπα, ζούμπα, καμπούρα | goba | βενετσιάνικο

γόμπος | σγόμπος, καμπούρης | gobo | βενετσιάνικο

γοντζές ο / γοτζές ο / γοντσές ο | κοντζές, μπουμπούκι, βαβούλι | gonca | τούρκικο

γόντολα η / γούντουλα η | μεγάλη ψαράδικη βάρκα, τράτα / σκεπαστή βάρκα μεταφοράς προσώπων, στη Βενετία | gondola | βενετσιάνικο

γορδίλι το | είδος σκοινιού | cordiglio | ιταλικό

γοτεζίνι το | ρακοπότηρο | gotesin | βενετσιάνικο

γούβα η | γούβα, λάκκος | guvë-a  | αλβανικό

γουδιμέντο | απόλαυση | godimento | ιταλικό

γούλα η / γούλη η | γκούσα, μάμα, σγάρα / καταπινάρι, καταπιώνας, λαιμός, λάρυγγας, γουργούρι | gula  | λατινικό

γουλί το | το φυτό Brassica oleracea capitata, κράμπη, κραμπί, κραμπολάχανο, κραμπούνι, λάχανο μάπα, φυλλάδα, φρύο, | colis | λατινικό

γουλοζιτά η / γουλοζιτό τπ | λαιμαργία / ορεκτικό φαγητό | golosita | ιταλικό

γουλόζος / γολόζος | λαίμαργος | goloso | ιταλικό

γούμενα η / γούμενη η | παλαμάρι, καραβόσχοινο, καραβοτριχιά, κάβος | gumena | ιταλικό

γούνα η | δέρμα ζώου με μαλακό και πυκνό τρίχωμα | gunna | λατινικό

γουναράς ο / γούναρης ο | αυτός που φτιάχνει ή πουλάει γούνες | gunarius | λατινικό

γουνέλα η | κοντογούνι, μεντενές | gonnella | ιταλικό

γουντουλιέρης ο / γουντουλιάρης ο | ο κάτοχος ή ο οδηγός της γόντολας | gondoliere | βενετσιάνικο

γουργούρα η / γουργούρι το / γουργουρητί το / γούργουρας ο | ο θόρυβος στην κοιλιά | gurgulio | λατινικό

γουρζέρα η / γκουρζέρα η | γιακάς | gorgiera | ιταλικό

γούρι το | και ουγούρι, ογούρι, αγούρι, η καλοτυχία | uğur  | τούρκικο

γουρλής | και ογουρλής, καλότυχος, καλόμοιρος, καλοπίχερος, τυχερός, χερικάρης, μπαχτλήτικος | uğurlu | τούρκικο

γούρνα η / γούρνος ο | ποτίστρα, σκαφίδα, λαρνάκι, μάχτρα / λάκκος, λακκούβα, λούμπα, | gorna  | βενετσιάνικο

γουστάρω / γουστέρνω  | λαχταρώ, επιθυμώ | gustare | βενετσιάνικο

γουστέρα η / γκουστέρα η | σαύρα, αλισαύρα, ζωγραφίδα / βυζάστρα, κολοσαύρα, σελεντρούνα, χολοσαυράς, φαρμάκα, χρυσαφίδα | gušter | σλάβικο

γουστερίτσα η / γκουστερίτσα η | η μικρή σαύρα | gušterica | σλάβικο

γούστο το | καλαισθησία / προτίμηση, αρέσκεια | gusto | βενετσιάνικο

γουστόζος ο | ευχάριστος, χαριτωμένος, διασκεδαστικός | gustoso  | βενετσιάνικο

γράβαλο το / γκράμπαλο το | ξύστρα, τσουγκράνα, χτένι / σιδερομαγκούρα, συνδαύλιστρο, φουρνομασιά, φουρνόξυλο, φουρνοσίδερο | gramola | ιταλικό

γραβάτα η / κραβάτα η | λαιμοδέτης | cravatta | ιταλικό

γραβιέρα η | είδος τυριού | groviera  | ιταλικό

γραδάρω | μετράω την πυκνότητα υγρού | graduare | ιταλικό

γραδέλα η | καλαμωτή | gradella | ιταλικό

γράδο το / γράντο το | βαθμός πυκνότητας υγρού / θερμόμετρο / βαθμός αξιώματος | grado | ιταλικό

Γραικός ο / Γκραίκος ο | Ρομιός, Ρωμιός | Graecus  | λατινικό

γραμάδα η | και αγραμάδα, σωρός λιθάρια, αρμακάς | gramada | σλάβικο

γραμενιά η / γραμενίτης ο / γραμεμίτσα η / γραμενίτσι το | το φυτό Triticum durum, είδος σταριού | gramegna | βενετσιάνικο

γράμπαλος ο / γραμπανέλα / γραμπί το | αρπάγη, άγκιστρο | grappa | ιταλικό

γράνα η / γρανί το | σύνορο, όριο / αυλάκι, χαντάκι, κουφούσι, σαϊτάρι, σούδα / μονοπάτι, στρατώνι, χώρισμα | grana | σλάβικο

γρανάτα η | κόκκινη πολύτιμη πέτρα | granata | ιταλικό

γρανίτα η | παγωμένος χυμός φρούτων | granita | ιταλικό

γρανίτσα η / γράνιτσα η | και αγρανίτσα, το δέντρο Quercus brachyphylla, αγριοβαλανιδιά, δέντρο, δρυς, ημεράδι, μεράδι, ρουπάκι, τσάρι, τσερνόκι, τσερνούχι | granica | σλάβικο

γραντί το | είδος σκοινιού | gradin | τούρκικο

γραντσέολας ο / γραντσέουλα η | κάβουρας / καβουρομάνα | granchıo | ιταλικό

γράπα η | γάντζος, αγκιστρόβεργα | grappa | ιταλικό

γραπώνω | πιάνω, τσακώνω, αρπάζω, αρπακώνω, αρπακολώ, βοδώνω. γριτζαφώνω. μαγκώνω | aggrappare  | ιταλικό

γρασάρω | λιπαίνω μηχάνημα με γράσο | ingrassare | ιταλικό

γράσο το | είδος λιπαντικού, μηχανόλαδο | grasso | ιταλικό

γράτσι | ευχαριστώ | grazie | ιταλικό

γράχος ο / γκράχος ο | το φυτό Vicia sativa, γάρφος, βίκος, ακριοκουκιά, αγραδιά, αγριοαρακάς, αγριοκουκολαθούρ, αγριολαθούρι | grah | σλάβικο

γρεγάλης ο / γκρεκάλης ο / γρεκάλης ο | ο βορειοανατολικός άνεμος, ο μέσης | grecale | ιταλικό

γρεγολεβάντες ο / γρεκολεβάντης | μεσαπηλιώτης | gregolevante | βενετσιάνικο

γρέγος ο / γρέκος ο | ο βορειοανατολικός άνεμος, ο μέσης | grego  | βενετσιάνικο

γρεγοτραμουντάνα η / γρεκοτραμουντάνα η | μεσοβοράς | gregotramontana  | βενετσιάνικο

γρέκι το / γκρέκι το | λόντζα, στάλος / γιατάκι, κατοικιό, κονάκι, μαντρί, μονή, ξωμονή, στάνη, στρούγκα | igrek | σλάβικο

γρέμπανο το / γκρέμπανο το | γκρεμός / τόπος με βράχια, χωράφι με πέτρες | greben | σλάβικο

γρεμπένι το | λειρί, καπερόνι, κρέστα | greben’ | σλάβικο

γρέντα η / γρεντιά η | δοκάρι, κόρδα, πάτερο, πατόξυλο / καβαλάρης, κορφιάς, ποταμός | greda | σλάβικο

γρέντζελο το / γρεντζελιά η | το φυτό Vita vinefera silvestris, αγριοσταφυλιά, αγριόκλημα, αγριάμπελο, πατούλι | agrandzala | βλάχικο

γρέτζος ο / γρέντζος ο / γρέτζα η | το ψάρι Maena vulgaris, μένουλα, μανόλι, μενόλι, στρογγύλα, κόντουρα, μεζίκι | garizo | βενετσιάνικο

γριβάδι το | το ψάρι Cyprinus carpio, γριβάδι, μουστάκι, μποτσικάρι, σαζάνι, τσάφρα | griva | σλάβικο

γριγρί το / γκριγκρί το | είδος ψαράδικου / τρόπος ψαρέματος | gır gır | τούρκικο

γρίζο το | τραχύ ρούχο, γκρίζου χρώματος | griso  | ιταλικό

γρίλια η / γκρίλια η | ξύλο του παντζουριού | griglia | βενετσιάνικο

γρινίζω | νιαουρίζω | grugnire | ιταλικό

γρίπος ο | αλιευτικό σκάφος, τράτα | grippo  | ιταλικό

γρόμπος ο | και σγρόμπος, σβόλος, βόλος, κόμπος, ρόζος | groppo | ιταλικό

γρόσι το  | είδος νομίσματος / τα γρόσια: η περιουσία, τα χρήματα | grosso | ιταλικό

γρούντα η / γκρούντα η | γρόμπος, σβόλος, βόλος, κόμπος | gruda | σλάβικο

γρουσούζης / γουρσούζης / χρουσούζης | και ουγουρσούζης, κακότυχος, κατσικοπόδαρος, κακοσήμαδος, κακοπόδαρος | uğursuz  | τούρκικο

γρουσουζιά η / γρουσουζά η / χρουσουζιά η | και ογουρσουζιά, αναποδιά, ατυχία, κατσιποδιά, κακοσημαδιά, αναμουντζομάρα | uğursuzluk | τούρκικο

γρούτα η | χυλός από αλεύρι | grutum | λατινικό

γρουτάρης ο | πραματευτής | grutarius  | λατινικό

γρύλος ο | είδος μοχλού | grillo | ιταλικό

δάγα η | στιλέτο | daga | ιταλικό

δάλα το | ξινόγαλο | dala | βλάχικο

δαμασκί | δαμασκηνό μαχαίρι | damaschin | βενετσιάνικο

δαμάσκο το | είδος χοντρού ακριβού υφάσματος με ανάγλυφα σχέδια | damasco | λατινικό

δαμετσάνα  η / δαρμετζάνα η | νταρμετζάνα, νταμερτζάνα, νταμιτζάνα | damegiana | βενετσιάνικο

δαρδούνι το | ακόντιο / βέλος | dardo | ιταλικό

δάτσα η | δασμός, φόρος | dazio | ιταλικό

δεκανίκι το | πατερίτσα | decanus | λατινικό

Δεκέμβριος ο | ο τελευταίος μήνας του χρόνου | Decembrius | λατινικό

δεκότο το | αφέψημα | decotto | ιταλικό

δελέγκου / δελόγου / δελόγκου | και ντελόγκο / αμέσως, γρήγορα | de longo | βενετσιάνικο

δερβέναγας | φύλακας (αρματολός) σε δερβένι | dervent ağası | τούρκικο

δερβένι το | στενοποριά, κλεισούρα, διάσελο | dervent | τούρκικο

δερβίσης ο | και ντερβίσης / μουσουλμάνος καλόγερος | derviş | τούρκικο

δεσπέτο το / δισπέτο | πείσμα | despeto | βενετσιάνικο

δεσπιριάζω / δισπιριάζω | απελπίζομαι / αγανακτώ | desperar | βενετσιάνικο

δέσπολα η | μούσμουλο | nespola | ιταλικό

δεφένστορας ο | φύλακας / προστάτης | defensor | λατινικό

δεφτέρι | και τεφτέρι / κατάστιχο | defter | τούρκικο

δηνάριο το | όνομα νομίσματος διάφορων χωρών | denarius | λατινικό

διαγουμίζω / διαγουμάω | πλιατσικολογώ, αρπάζω | yağma | τούρκικο

διαγουμιστής | πλιατσικολόγος | yağmacı | τούρκικο

διαμάντι το | πολύτιμη πέτρα | diamante | ιταλικό

διασάκι το | απαγόρευση | yasak | τούρκικο

διάσκατζε | λέξη που δηλώνει έκπληξη και θαυμασμό, αντί του διάβολε! | diascase | βενετσιάνικο

διατσέντο το / διατσίντο το | το ζουμπούλι | giacinto | ιταλικό

διαφεντεύω | εξουσιάζω / προστατεύω | defendo | ιταλικό

διβάρι το | και βιβάρι / ιχθυοτροφείο | vivarium | λατινικό

δισένιο το | σχέδιο | disegno | ιταλικό

δισπέντζα η | το κελλί | dispensa | ιταλικό

δισπεντζέρης ο | κελλάρης | dispensiere | ιταλικό

δισπεράρω | απελπίζομαι, απογοητεύομαι | disperare | ιταλικό

δισπουτάρω / διοποντάρω | συζητώ, συνδιαλέγομαι | disputare | ιταλικό

δοβλέτι το | και ντοβλέτι / το κράτος | devlet | τούρκικο

δόγα η / δούγα η | και ντόγα / βαρελοσάνιδο | doga | βενετσιάνικο

δογάνα η | τελωνείο | dogana | ιταλικό

δόγης ο | τίτλος του κυβερνήτη στη Bενετία και τη Γένοβα | doge | ιταλικό

δομέστιχος ο  / δομέστικος ο | παλιός εκκλησιαστικός τίτλος | domesticus | λατινικό

δον ο | και ντον  / παλαιός τίτλος ευγενείας | don | ιταλικό

δούκας ο | παλιός τίτλος ηγεμόνα, διοικητή, έπαρχου | dux | λατινικό

δουκάτο το | παλιό ευρωπαϊκό νόμισμα / ηγεμονία | ducato | βενετσιάνικο

δουμπιάρω / δουμπιτάρω | αμφιβάλω, διστάζω | dubitare | ιταλικό

δουράρω | βαστώ, αντέχω | durare | ιταλικό

δουρώ | και ντουρώ / διατηρούμαι / ζω | durar | βενετσιάνικο

δούσκος ο | βελανιδιά | dusk-u | αλβανικό

δράγα | και ντράγα / δίχτυ για σφουγγάρια ή όστρακα | draga | ιταλικό

δραγάτης ο | αγροφύλακας, βλεπός | draga | σλάβικο

δραγουμάνος ο / δραγομάνος ο | διερμηνέας | dragoman | βενετσιάνικο

δράμι το | παλιά μονάδα βάρους, το 1/400 της οκάς / η μικρή ποσότητα | dirhem | τούρκικο

δραπανάρω | τρυπώ | trapanare | ιταλικό

δρεβενίτσα | το φυτό Berberis vulgari | drvenica | σλάβικο

εβίβα | πρόποση: στην υγεία σας | evviva | ιταλικό

εβλάτι το | γιόκας, βλαστάρι, παιδί | evlat | τούρκικο

εζάτι το | τιμή, δόξα | izzet | τούρκικο

εζιγιέτι το | δυσκολία, ταλαιπωρία / καταπίεση, τυραννία | eziyet | τούρκικο

έζιτο το | εμπορική ζήτηση, καλή τιμή | esito | ιταλικό

έι | επιφώνημα: ε, ω | ey | τούρκικο

εκμέκ το | ψωμί / είδος γλυκού | ekmek | τούρκικο

εκμετσής ο | ψωμάς, φούρναρης | ekmekçi | τούρκικο

έκο | να, δες | eco | βενετσιάνικο

ελμασένιος | διαμαντένιος | elmas | τούρκικο

έλμπετ / ελμπέτ | βέβαια | elbet | τούρκικο

ελτζής ο | πρεσβευτής, κόνσολος | elçı | τούρκικο

εμ | και / όχι μόνο, αλλά και, επίσης | hem | τούρκικο

εμίνης o | έμπιστος, επόπτης | emin | τούρκικο

εμινλίκι το | ασφάλεια / βεβαιότητα | eminlik | τούρκικο

εμίρης ο | άρχοντας, αρχηγός | emir | τούρκικο

έμρι το | διαταγή, πρόσταγμα | emri | τούρκικο

ένουλα η | το φυτό Enula campana, το ελένι | enula | ιταλικό

εντεμπσίζης ο / εντεψίζης ο | αδιάντροπος, πρόστυχος, άσεμνος, αισχρός | edepsiz | τούρκικο

εντράδα η | φαγητό με κρέας και λαχανικά | entrada | βενετσιάνικο

ενφιγιές ο | ταμπάκος | enfiye | τούρκικο

εξελεντίσιμος | εξοχότατος | ecelente | βενετσιάνικο

εξίκι | λειψά, λιγότερα | eksik | τούρκικο

εργένης | άγαμος, ανύπαντρος, μπεκιάρης | ergen | τούρκικο

ερίφης | τιποτένιος / κακομοίρης, φουκαράς | herif | τούρκικο

ερμπάπης ο | ειδικός, κατάλληλος | erbap | τούρκικο

ερφάνικα | γνωστικά, ξύπνια | erfan | τούρκικο

εσάπι το | λογαριασμός | hesap | τούρκικο

εσεκλίκι το | αγένεια, γαϊδουριά | eşeklik | τούρκικο

εσκιφιάς ο / εσκιάς ο | κλέφτης, ληστής | eskiya | τούρκικο

εσνάφι | σινάφι, συντεχνία | esnaf | τούρκικο

εσναφλής | μέλος του εσναφιού | esnaflı | τούρκικο

ετζέλι το | ο θάνατος, το μοιραίο | ecel | τούρκικο

εφελίκι το | νταηλίκι | efelik | τούρκικο

εφέντης ο | αφέντης, άρχοντας, κύριος | efendi | τούρκικο

εφές ο | παλικαράς, νταής | efe | τούρκικο

ζάβαλης / ζάβαλος | κακομοίρης, φουκαράς | zavallı | τούρκικο

ζαβουρντώ | τινάζω, ρίχνω, πετώ | savurmak | τούρκικο

ζαγάρι το | κυνηγόσκυλο, λαγωνικό / παλιάνθρωπος | zağari | τούρκικο

ζάγος ο | παπαδάκι | zago | βενετσιάνικο

ζαΐμης ο | μεγαλοκτηματίας, τσιφλικάς | zaîm | τούρκικο

ζαΐφης ο | κοκαλιάρης, ξερακιανός, αδύνατος | zayıf | τούρκικο

ζαϊφλίκι το | αδυναμία, ασθένεια | zayıflık | τούρκικο

ζακέτα η / ζακέτο το | ελαφρύ κοντό πανωφόρι | giaccheto | ιταλικό

ζακόνι το | έθιμο, συνήθεια | zakon' | σλάβικο

ζακούμι το | το φυτό Nerium oleander, πικροδάφνη, πρικοδάφνη, ροδόδεντρο, ροδοδάφνη, αροδάφνη. αριοδάφνη, πικροφυλλάδα, φυλλάδα, σφάκα, σέμα, μπαμτσίνα, φροκαλίδα | zakkum | τούρκικο

ζαλίμης / ζαλούμης | άδικος, σκληρός | zalim | τούρκικο

ζαμάνι το | χρόνος, καιρός, εποχή | zaman | τούρκικο

ζάμινα η | εξέταση, έρευνα | esame | ιταλικό

ζαμινάρω | εξετάζω, ερευνώ | esaminare | ιταλικό

ζάμπα η | μπράσκα, βούζα, ο μεγάλος βάτραχος | žaba | σλάβικο

ζαμπάκι το | το φυτό Narcissus tazetta ,τουμπάκι | zambak | τούρκικο

ζαμπαραλίκι το | μπερμπαντιά, τσιλιμπούρδισμα, κορτάρισμα | zamparalık | τούρκικο

ζαμπάρας ο | γυναικάς, κορτάκιας, μπερμπάντης | zampara | τούρκικο

ζαμπίτης ο / ζαπίτης ο | αξιωματικός | zabit | τούρκικο

ζαμπιτλίκι το | η στρατιωτική καριέρα | zabitlik | τούρκικο

ζαμπούκος ο | το φυτό sambucus nigra, κουφοξυλιά, αφροξυλιά, φροξυλιά, φροξυλάνθι | sambucus | λατινικό

ζαμπούνης / ζαμπούνος | αδύναμος, αδύνατος / άρρωστος, καχεκτικός | zebun | τούρκικο

ζανάτι το / ζαναχάτι το / ζαναέτι το / ζενάτι το | τέχνη, δουλειά, επάγγελμα | zanaaet | τούρκικο

ζαντές ο | άτομο ευγενικής καταγωγής | zade | τούρκικο

ζαντιλόμος | ευγενής | zentilomo | βενετσιάνικο

ζάπαρος ο / | η κάψα, ο καύσωνας | zapara | σλάβικο

ζαπόνι το | καλύπτρα | zapon’ | σλάβικο

ζάπτι το / ζάφτι το / ζάπι το / ζάμπτι το / | κατάληψη, κατάκτηση, κατοχή, κράτημα | zapt | τούρκικο

ζαπτιές ο | χωροφύλακας | zaptiye | τούρκικο

ζάρα η | χόβολη, αθρακιά | žara | σλάβικο

ζαράρι το / ζαραλούκι το | ζημιά, χασούρα | zarar | τούρκικο

ζαραρλής | βλαβερός, ασύμφορος | zararlı | τούρκικο

ζαρζαβάτι το | λαχανικό, χορταρικό | zerzevat | τούρκικο

ζαρζαβατσής o | μανάβης | zerzevatçı | τούρκικο

ζάρι το | κύβος του ταβλιού | zar | τούρκικο

ζαρίφης ο | κομψός, λυγερός | zarif | τούρκικο

ζαριφλίκι το | κομψότητα, χάρη | zariflik | τούρκικο

ζάρος ο | η κάψα, η μεγάλη ζέστη | zjarr-i | αλβανικό

ζάρφι το | πιατάκι | zarf | τούρκικο

ζάρω | συνηθίζω | usare | ιταλικό

ζάτεν | έτσι κι αλλιώς, βέβαια | zaten | τούρκικο

ζαφορά η / ζαφαράνα η | το φυτό Crocus sativus, σαφράνι, σαφράς, κρόκος | safran | τούρκικο

ζάφτω | χτυπώ / πέφτω χάμω | zaptetmek | τούρκικο

ζαχιρές ο / ζαϊρές ο / ζαερές ο / ζαχερές ο | προμήθειες, εφόδια | zahire | τούρκικο

ζαχμέτι το | κόπος, κούραση, βάσανο | zahmet | τούρκικο

ζαχμετλής | κουραστικός, κοπιαστικός | zahmetli | τούρκικο

ζβάρνα η | σβάρνα | brana | σλάβικο

ζβέρκος ο | σβέρκος, τράχηλος | zverk | αλβανικό

ζεβάλι το | άρνηση, φθορά | zeval | τούρκικο

ζεβζέκης | χαζός, χάχας / ξεροκέφαλος, ανάποδος / κατεργάρης, πονηρός | zevzek | τούρκικο

ζεγκί το / ζινγκί το / ζιγκί το | αναβατήρας, αναβολέας αλόγου | üzengi | τούρκικο

ζεγκίνης ο | πλούσιος, παραλής | zangin | τούρκικο

ζεϊμπέκης ο | στρατιώτης, πεζικάριος, αρματωλός | zeybekj | τούρκικο

ζελενιά η | το φυτό Phyllirea media, φελίκι, φιλίκι, φίλικα, αγλαβιτσιά, αγλανιδιά, αράφυλλος, γκρέος, γκρεοσιά, εγλενιός, εγλενός, αγριομυρτιά | zelen | σλάβικο

ζέλια τα | τα λάχανα | zelje | σλάβικο

ζεμπερέκι το / ζιμπερέκι το | μεταλλικός σύρτης, μάνταλο | zemberek | τούρκικο

ζεμπίλι το / ζιμπίλι το | πλεχτό καλάθι που βάζουν μέσα τα εργαλεία τους οι μαστόροι | zembil | τούρκικο

ζέρδαλο το / ζέρδελο το / ζέρνταλο το / ζέρντελο το | βερίκοκο, καΐσι | zerdali | τούρκικο

ζερό το | το μηδέν | zero | ιταλικό

ζέφκι το | κέφι, γλέντι | zevk | τούρκικο

ζεφκλής | μερακλής, γλεντζές | zevkli | τούρκικο

ζεχίρι το / ζιχίρι το | δηλητήριο, φαρμάκι | zehir | τούρκικο

ζιαρέτι το | επίσκεψη, βίζιτα | ziyaret | τούρκικο

ζιαφέτι το | γλέντι, φαγοπότι, γιορτή | ziyafet | τούρκικο

ζιέτι το | μαρτύριο, βάσανο | eziyet | τούρκικο

ζίλι το | κρουστό λαϊκό μουσικό όργανο / κουδούνι | zil | τούρκικο

ζινζιά η | τα ούλα, ριζοδοντιά, ντζιντζίβα, τζιντζίβα, τζενιζίβα | senziva | βενετσιάνικο

ζιπούνι το | εσώρουχο για μωρά / είδος γιλέκου | zipon | βενετσιάνικο

ζιραέτι το | γεωργία | ziraat | τούρκικο

ζόκα η | αγκίστρι | zoka | τούρκικο

ζόμπος ο | καμπούρης | zombo | βενετσιάνικο

ζόνια η | η κυρά | zonjë-a | αλβανικό

ζόρι το / ζόρισμα το | βία, στανιό / δυσκολία | zor | τούρκικο

ζορμπαλίκι το | ετσιθελισμός, τραμπουκισμός, τσαμπουκάς / ανταρσία, αποστασία | zorbalik | τούρκικο

ζορμπάς ο / ζουμπάρι το | τραμπούκος, βίαιος, τσαμπουκάς / αντάρτης | zorba | τούρκικο

ζότι ο | κύριος, άρχοντας, αφέντης | zot-i | αλβανικό

ζουγουρτλούκι το | φτώχια, αφραγκία, απενταρία | züğürtlük | τούρκικο

ζούζουλο το | ζούδι / αγρίμι / ξωτικό, φάντασμα | zuzel | σλάβικο

ζουλάπι το | αγρίμι / κακός άνθρωπος | zullap -i | αλβανικό

ζουλούμι το | παρανομία, αδικία / απανθρωπιά, καταπίεση | zulüm | τούρκικο

ζουλούφι το | τσουλούφι | zülüf | τούρκικο

ζουμπάς ο | ατσαλένιο καρφί που ανοίγει τρύπες / ο κοντός άνθρωπος | zιmba | τούρκικο

ζούμπερο το | ζούδι, μαμούνι / κουτοπόνηρος | zubra | σλάβικο

ζουμπούλι το, ζιμπούλι τπ, ζεμπούλι το | το φυτό Hyacinthus orientalis, τσιμπούλι, γουλιά / το φυτό Polianthes tuberosa, υατσίνθι, διατσίντο, γιατσίντο, ίνδιτσι, τεμπέρι, τεμπερόριζα, ζατσίντο | zümbül | τούρκικο

ζουμπρούτι το | σμαράγδι | zümrüt | τούρκικο

ζούντα η | το παραπάνω, το απανωμέρι, το χουσμέτι | zonta | βενετσιάνικο

ζουπάνος ο | άρχοντας, κριτής | zupan | σλάβικο

ζουπώ | πιέζω | zhupë | αλβανικό

ζούρα η | η τοκογλυφία, ο τόκος, ο μαμαλάς | usura | ιταλικό

ζουράρης ο / ζουράρος | τοκογλύφος, μαμαλατζής | usuraio | ιταλικό

ζουρεύω / ζουρεύγω | κάμνω ζούρες, δανείζω με τόκο | usurreggiare | ιταλικό

ζουρνάς ο | πνευστό μουσικό όργανο | zurna | τούρκικο

ζουρνατζής ο | αυτός που παίζει ζουρνά | zurnacι | τούρκικο

θεριακλής ο | αυτός που καπνίζει ή πίνει πολύ | tiryaki | τούρκικο

θεριακλίκι το | το πάθος του θεριακλή | tiryakilik | τούρκικο

ιαβέρης ο | βοηθός | yaver | τούρκικο

ιανές ο | βοήθεια | yardım | τούρκικο

ιβαλά | αντίο | eyvallah | τούρκικο

ιβάρι | διβάρι, βιβάρι, γιβάρι, λιβάρι, ιχθυοτροφείο | vivarium | λατινικό

ίγκλα η / ίγγλα η / ίνγλες ο | το λουρί που κρατά δεμένο το σαμάρι στο ζώο | cingula | λατινικό

ιγκλέζικος / ινγκλέζικος | εγγλέζικος, αγγλικός | inglese | ιταλικό

Ιγκλέζος / Ινγκλέζικος | Εγγλέζος, Άγγλος | Inglese | ιταλικό

ιζάνι το | κάλεσμα του μουεζίνη για προσευχή, το μπιραλάχ | ezan | τούρκικο

ίζγι το | χνάρι, σημάδι, πατησιά | iz | τούρκικο

ιζίνι το / ίζνι το | η άδεια | izin | τούρκικο

ιζμέτι το / ισμέτι το | υπηρεσία, θητεία | hizmet | τούρκικο

ίζολα η | νησί | isola | βενετσιάνικο

ιζσαρέτι το | σημάδι, γνέψιμο, σινιάλο | ışaret | τούρκικο

ιζτέρι το / ιζδέρι το | δράκος, δράκοντας | ejder | τούρκικο

ιζτερχάς ο / ιστραχάς ο | δράκος, δράκοντας | ejderha | τούρκικο

ικιτέλι το / ικίτελι το / ικετέλι το | σάζι με δυο τέλια | ikitelli | τούρκικο

ικράμι το / ικράμ το | κέρασμα, φίλεμα, τρατάρισμα | ikram | τούρκικο

ικράρι το | ομολογία, παραδοχή | ikrar | τούρκικο

ίλα | ως εκεί | ila | τούρκικο

ιλάμι το / ιλιάμι το | δικαστική απόφαση | ilam | τούρκικο

ιλατζίκι το | ανεμοπύρωμα, ανεμοπύρι | ilancik | τούρκικο

ιλάτσι το / ιλιάτσι το | γιατρικό | ilaç | τούρκικο

ιλίκ το | μεδούλι | ilik | τούρκικο

ιλουμινατσιόνα η / ιλουμινατσιόνε | φωτισμός | iluminazion | βενετσιάνικο

ιλούστρες / ιλούστρε | δοξασμένος, λαμπρός | illustre | ιταλικό

ιλτιζάμι το | εκμίσθωση φόρων | iltizam | τούρκικο

ιμαγκινάρω | φαντάζομαι | immaginare | ιταλικό

ιμαμές ο | το κεφάλι (ο παπάς) του κομπολογιού | imame | τούρκικο

ιμάμης ο | χότζας, μουεζίνης | imam | τούρκικο

ιμάμ-μπαϊλντί το | μελιτζάνες μαγειρεμένες με κρεμμύδι, σκόρδο, ντομάτα και λάδι | imambayıldı | τούρκικο

ιμάνι το | πίστη, θρησκεία | imaniye | τούρκικο

ιμανσίζης ο | άπιστος, άθρησκος | imansız | τούρκικο

ιμαντινιέρω | κρατώ, συντηρώ | mantenere | ιταλικό

ιμαρέτι το | φτωχοκομείο | imaret | τούρκικο

ιμένσος | αμέτρητος | immenso | ιταλικό

ιμέτι το | οι πιστοί, η κοινότητα των μουσουλμάνων, η ούμα | ümmet | τούρκικο

ιμζάς ο | τζίφρα, υπογραφή | imza | τούρκικο

ιμιτάρω | μιμούμαι | imitare | ιταλικό

ιμιτατζιόνε | απομίμηση | imitazione | ιταλικό

ιμντάτι το / ιμτάτι το | βοήθεια | imdat | τούρκικο

ιμπαράρω | μαθαίνω | imparare | ιταλικό

ιμπάρκο το | μπαρκάρισμα | imbarco | ιταλικό

ιμπάτσα η | τρέλα | impazzata | ιταλικό

ιμπατσάρω | τρελαίνομαι | impazzare | ιταλικό

ιμπενιάρω | υποχρεώνω, δηλώνω | impegnare | ιταλικό

ιμπένιο το | υποχρέωση, δέσμευση | impegno | ιταλικό

ιμπετσίλες | κουτός, χαζός | imbecille | ιταλικό

ιμπετσιλίρω | ξεκουτιάζω, χαζεύω | imbecillire | ιταλικό

ιμπετσιλιτά η | χαζομάρα, κουταμάρα | imbecillita | ιταλικό

ιμπνές ο / ιπνές ο | μπινές | ibne | τούρκικο

ιμπορτάρω | εισάγω | importare | ιταλικό

ιμποσίμπιλε | αδύνατο | impossibile | ιταλικό

ιμπόστα / ινπόστα | φόρος | imposta | ιταλικό

ιμποστόρος ο | απατεώνας, καλπουζάνος | impostore | ιταλικό

ιμπρέζα η | επιχείρηση, εργολαβία | impresa | ιταλικό

ιμπρεσάριος ο | εργολάβος | impresario | ιταλικό

ιμπρεσιόνε | εντύπωση | impressione | ιταλικό

ιμπρέτι το / ιπρέτι το | παράδειγμα | ibret | τούρκικο

ιμπρίκι το | μπρίκι | brik | τούρκικο

ιμπρίκι το / ιμβρίκι το | κανάτα, στάμνα | ibrik | τούρκικο

ιμπρίλιο το | απάτη, ραδιουργία | imbroglio | ιταλικό

ιμπρισίμι το | μπρισίμι, μετάξι | ibrişim | τούρκικο

ιμπροβίζο | απρόοπτα, ξαφνικά | improvviso | ιταλικό

ιμπρόντα | τύπωμα, εκμαγείο | impronta | ιταλικό

ιμτιγιάζι το | προνόμιο | imtiyaz | τούρκικο

ιναμοράτος / ιναμοράδος | ερωτευμένος | innamorato | ιταλικό

ιναντινά | πεισματικά | inadina | τούρκικο

ινάτι το | γινάτι, πείσμα, ξεροκεφαλιά, κόνξα | inat | τούρκικο

ινατσής ο / ινατζής ο | πεισματάρης, ξεροκέφαλος | inatçι | τούρκικο

ινβεντάριο το / ιβεντάριο το | απογραφή, καταγραφή | inventario | ιταλικό

ινγουέρα | κατάσταση πολέμου | in guerra | ιταλικό

ινκάντο το / ικάντο το / ικάντος το | δημοπρασία, αρτίρδισμα, μεζάτι | incanto | ιταλικό

ινκιάρι το | άρνηση | inkâr | τούρκικο

ινκόγκνιτο / ινκόγνιτο | μυστική και ανεπίσημη παρουσία επίσημου προσώπου | incognito | ιταλικό

ινκοντράρω | συναντώ | incontrare | ιταλικό

ινκόντρο το | συνάντηση | incontro | ιταλικό

ινοτσέντες | αθώος | innocente | ιταλικό

ινπερσόνα | αυτοπροσώπως | in persona | ιταλικό

ινπούμπλικο | δημόσια | in pubblico | ιταλικό

ινπούντο / ιπούντο / ιμπούντο | ακριβώς | in punto | ιταλικό

ινσαλάχ / ινσαλά / ισαλά / ινσιαλά / ισαλάχ | αν θέλει ο Θεός, άμποτε | inşallah | τούρκικο

ινσάφι το / ισάφι το / ισάφ το | νισάφι, δίκαιο, έλεος | insaf | τούρκικο

ινσαφλής | δίκαιος | insaflı | τούρκικο

ινσαφσίζης | άδικος | insafsız | τούρκικο

ινσαφσιζλίκι το | αδικία | insafsızlık | τούρκικο

ινσίμπιτο | άνοστος | insipido | ιταλικό

ινσόμα / ισούμα | τελικά, με μια κουβέντα, κοντολογίς | insomma | ιταλικό

ινσπετόρος ο | επιθεωρητής | ispetor | βενετσιάνικο

ινστρουμέντο το / ιστρουμέντο το / ινστρομέντο το | συμβόλαιο | instrumento | ιταλικό

ιντάντο | στο μεταξύ, ωστόσο | intanto | ιταλικό

ινταρές ο | κουμάντο, διοίκηση | idare | τούρκικο

ιντέντερε | καταλαβαίνω | intendere | ιταλικό

ιντερασόδος / ιντερεσάδος | συμφεροντολόγος, φιλοκερδής | interessato | ιταλικό

ιντερέσο το | νιτερέσο, συφέρο, διάφορο | interesso | ιταλικό

ιντζενιέρης ο | μηχανικός | ingegnere | ιταλικό

ιντζένιο το | μηχανή / εξυπνάδα | ingegno | ιταλικό

ιντζίρκα | περίπου | incirca | ιταλικό

ιντιέριος | ολόκληρος, σωστός | intierio | ιταλικό

ιντιμάρω | παραγγέλνω, δηλώνω, κλητεύω | intimare | ιταλικό

ιντισκρετσιόνε η | αδιακρισία | indiscrezione | ιταλικό

ιντόρνου | γύρω, τριγύρω | intorno | ιταλικό

ίντρα | μέσα | intra | ιταλικό

ιντράδα η / ιτράδα η | εντράδα, σοδειά | intrada | βενετσιάνικο

ίντριγκα η / ιντρίγο το | δολοπλοκία | intrigo | ιταλικό

ιντριγκάρω | δολοπλοκώ | intrigare | ιταλικό

ιντριγκιάρης ο / ιντριγκάρης ο /  ιντριγκαδόρος ο | δολοπλόκος, ανακατωσούρης | intrigone | ιταλικό

ιντρόιτο το | είσοδος, εμπασιά | introito | ιταλικό

ιντρομετέρω | βάζω ανάμεσα / ανακατεύομαι | intromettere | ιταλικό

ιντσίρκα | περίπου | circa | ιταλικό

ινφάμες | νιφάμες, άτιμος, τιποτένιος | infame | ιταλικό

ινφάμια η | ατιμία | infamia | ιταλικό

ινφεριάδα η | κάγκελο, σιδεριά | inferrata | ιταλικό

ινφετάδος | μολυσμένος, διεφθαρμένος | infetto | ιταλικό

ινφίμος | τελευταίος, πιο μικρός | infimo | ιταλικό

ινφίνε | τελικά | infine | ιταλικό

ινφλουέντζα η / ινφλουέντσα η / ιφλουέντζα η | φλοέντζα, γρίπη | influenza | ιταλικό

Ιούλης | Ιούλιος, Γιούλης, Αλωνάρης, Αλωνιστής, Χορτοκόπος, Γυαλιστής, Γυαλινός, Δευτεροούλης, Αημαρίνα | Iulius | λατινικό

Ιούνης ο | Ιούνιος, Γιούνης, Πρωτοούνης, Θεριστής, Αηγιάννης | Iunius | λατινικό

ιραβάν το | αραβανλίκι, ραβάνι, ρεβάνι (όταν το άλογο περπατά στα πλάγια) | rahvan | τούρκικο

ιραδές ο / ιραντές ο | βασιλική προσταγή, φιρμάνι | irade | τούρκικο

ιράτι το / ιράτ το | εισόδημα | irat | τούρκικο

ίρζι το / ίρτζι το / ίρτσι το | η τιμή, η αγνότητα | ırz | τούρκικο

ίσα | προσταγή για το σήκωμα πανιών σε καράβι | issa | ιταλικό

ισάρω | σηκώνω πανιά στο καράβι | issare | ιταλικό

ισεστέρω | επιμένω | insistere | ιταλικό

ίσκα η / ίσκινα η | νίσκα, είδος μύκητα που φυτρώνει πάνω στα δέντρα, χρήσιμη για προσάναμα | esca | λατινικό

ισκεντζές ο | βάσανο | işkence | τούρκικο

Ισλάμ το / ισλιάμ το | οι Μουσουλμάνοι, ο μωαμεθανισμός | İslam | τούρκικο

ισλάμης ο | ο μουσουλμάνος, ο μωαμεθανός | islami | τούρκικο

ισνάφης ο | μαγαζάτορας, μέλος του ισναφιού (συντεχνίας) | esnaf | τούρκικο

ισνάφι το | εσνάφι, σινάφι, συντεχνία | esnaf | τούρκικο

ισολά | τάχα μου | iş ola | τούρκικο

ισούλι το | τρόπος, συνήθειο | isûl | τούρκικο

ισπάτ το | μαρτυρία, βεβαίωση | ispat | τούρκικο

ιστάχι το / ιστάχ το | όρεξη, κέφι | iştah | τούρκικο

ισταχλής | ορεξάτος, κεφάτος | iştahlı | τούρκικο

ισταχσίζης | ανόρεχτος, άκεφος | iştahsız | τούρκικο

ιστέ | να, εδώ / έτσι / ας είναι | işte | τούρκικο

ιστιντάκι το | ανάκριση | istintak | τούρκικο

ιστιντακτσής ο | ανακριτής | istintakçı | τούρκικο

ιστιφάς ο | παραίτηση | istifa | τούρκικο

Ιταλιάνος | Ιταλός | italiano | ιταλικό

ιτάτι το | υποταγή, υπακοή | itaat | τούρκικο

ιτζράς ο | εκτέλεση, κατάσχεση | icra | τούρκικο

ιτιμπάρι το / ιχτιμπάρι το | τιμή, σεβασμός, κύρος | itibar | τούρκικο

ιτιμπαρλής | τίμιος | itibarlı | τούρκικο

ιτιμπαρσίζης | άτιμος | itibarsız | τούρκικο

ιτλάκι το | ονομασία | ıtlak | τούρκικο

ιτς / ίτσι / ίτσιου | χιτς, δεν, μη,  τίποτα, καθόλου | hiç | τούρκικο

ιφαντές ο / ιφαδές ο | δήλωση, γνωστοποίηση | ifade | τούρκικο

ιφτιράς ο / ιφτράς ο | αβανιά, ρετσινιά, συκοφαντία | iftira | τούρκικο

ιχλής | ειδικός | ehil | τούρκικο

ιχτιζάς ο | ανάγκη | iktiza | τούρκικο

κάβα η | αποθήκη κρασιών ή μαγαζί που πουλάει ποτά, ποτοπωλείο (λόγιο) | cava | βενετσιάνικο

κάβα η | λατομείο (λόγιο), νταμάρι, πετροκοπιό | cava | ιταλικό

καβάδι το | τρύπα στη βάρκα, για κατούρημα | cavata | ιταλικό

καβάδι το / καβάδα η / καβάι το | μακρύ ρούχο, για γυναίκες και άντρες (και ρούχο για παπάδες) | kabat | σλάβικο

καβάκι το | το δέντρο Populus nigra, γαβάγι, λεύκα | kavak | τούρκικο

καβάλα η | ιππασία (λόγιο) | caballus | λατινικό

καβαλάρης ο / καβελάρης ο | ιππέας (λόγιο), αναβάτης (λόγιο), έφιππος (λόγιο) | caballarius | λατινικό

καβαλαρία η / καβαλερία η | ιππικό (λόγιο) | cavalaria | βενετσιάνικο

καβαλέτο το | τρίποδο, στρίποδο | cavaletto | βενετσιάνικο

καβαλιέρος ο / καβαλιέρης ο | συνοδός κυρίας (λόγιο) | cavalier | βενετσιάνικο

καβαλικεύω / καβαλάω / καβελικεύω | ιππεύω (λόγιο) | caballico | λατινικό

καβαλίνα η / καβελίνα η / καβαλτίνα η / καβαλντίνα η | γκαβαλίνα, γκάβαλο, γαβαλίνα / η κοπριά του αλόγου | caballinus | λατινικό

καβάλος ο / καβάλο το | το μέρος γύρω από τη ραφή που ενώνει τα δυο μπατζάκια του παντελονιού, ο παραδάγκαλος | cavalo | βενετσιάνικο

καβανόζι το / καβανός ο | βάζο ή γυάλα για γλυκά ή τουρσιά | kavanoz | τούρκικο

καβάσης ο / καβάζης ο | φρουρός (λόγιο), σωματοφύλακας (λόγιο) | kavas | τούρκικο

καβατίνα η / καβαρκίνα η / καβαλκίνα η | μεγάλη κάμαρα με αποκριάτικα στολίδια και τραπέζια με φαγητό (τις μέρες του καρναβαλιού) | cavatina | βενετσιάνικο

καβάφης ο | παπουτσής, τσαγκάρης, ποδηματάς | kavaf | τούρκικο

καβγάς ο / καυγάς ο / καβκάς ο / καβγάδισμα το | τσακωμός, τσάκωμα, μάλωμα, φαγωμάρα, άρπαγμα | kavga | τούρκικο

καβγατζής ο / καυγατζής ο / καβγαλής ο | αφορμολοημένος, εριστικός (λόγιο) | kavgacι | τούρκικο

καβέτο το | σπάγγος | caveto | βενετσιάνικο

καβίλια η | ξύλινο καρφί | caviglia | ιταλικό

κάβος ο | ακρωτήρι | cavo | ιταλικό

κάβος ο | καραβόσκοινο, παλαμάρι | cavo | ιταλικό

καβούκι το / καούκι το | καύκαλο, καυκί, ταρταρούγα, κακάρα | kabuk | τούρκικο

καβούλι το / καβούλια η / καμπούλι το | υπόσχεση (λόγιο), προμέσο, όρκος | kavil | τούρκικο

καβούνι το / καούνι το / καόνι το | γαβούνι, πεπόνι | kavun | τούρκικο

καβουρμάς ο / καβρουμάς ο / καουρμάς ο | τσιγαρισμένο, καβουρντισμένο κρέας | kavurma | τούρκικο

καβουρντίζω / καβουρδίζω | τσιγαρίζω, σοτάρω | kavurmak | τούρκικο

καβούσι το | λακκούβα που μέσα πέφτει το νερό βρύσης | cavus | λατινικό

καβραντίζω | τσακώνω, πιάνω | kavramak | τούρκικο

καγαρέλα η | διάρροια (λόγιο), κόψιμο, τσίρλα, τσιρλιό, τσούρλα, τσέρλα, τσιούρλια, τσίνσι, τσίλα, ρέμα, χειμάρα, τρεχατή, μπουνέλο, ριπιτίδι, σούρδα, σούρτα, σπορίκλα, σπούρα | cacarella | ιταλικό

καγάρω | χέζω, χατζιάρω | cacare | ιταλικό

καγιανάς ο | αυγά με ντομάτα ομελέτα | kaygana | τούρκικο

καγιάς ο / καγιάδα η | βράχος, χαράκι, τσιουγκάνι, καντράκι, κριάκορο, μαρόκος, κοτρόνα, μπιστιργιά, πάι | kaya | τούρκικο

κάγκαρο το / κάγκαρος ο | καρκίνωμα (λόγιο) | cancaro | βενετσιάνικο

καγκελαρία η / καντζελαρία η / καντζιλαρία η / καντσιλαρία η / κανκιλαρία η / | γραμματεία (λόγιο), διοικητήριο (λόγιο) | cancelleria | ιταλικό

καγκελάριος ο / καντζελάριος ο / κανκιλάριος ο / καντζιλιέρης ο / καντζελιέρης ο / καντσιλιέρης ο / | γραμματέας (λόγιο) | cancelliere | ιταλικό

κάγκελο το | κιγκλίδωμα (λόγιο) | cancellum | ιταλικό

καδένα η / καδίνα η | η αλυσίδα | cadena | βενετσιάνικο

καδής ο / καντής ο / κατής ο / καής ο | μουσουλμάνος δικαστής, ιεροδίκης (λόγιο) | kadι | τούρκικο

καδινέλα η | μακρουλό και ψιλό ξύλινο δοκάρι | cantinela | βενετσιάνικο

καδινέτα η | ακριβή μικρή αλυσίδα για το χέρι ή το λαιμό | cadeneta | βενετσιάνικο

καδράρω | κορνιζάρω | quadrar | βενετσιάνικο

κάδρο το / κάντρο το / κάντρος ο | κορνίζα, πλαίσιο (λόγιο) | quadro | βενετσιάνικο

καδρόνι το / καντρόνι το | ξύλινο δοκάρι | quadrone | ιταλικό

κάζα η | σπίτι | casa | ιταλικό

καζάζης ο | μεταξάς, μεταξουργός (λόγιο) | kazaz | τούρκικο

καζάκα η / καζάκας ο | φαρδιά και μακριά μπλούζα | casacca | ιταλικό

καζάλε | χωριουδάκι, συνοικισμός (λόγιο) | casale | ιταλικό

καζαλίνα η | φτηνή φορεσιά που έβαζαν για να κάνουν τις δουλειές του σπιτιού | casalin | βενετσιάνικο

καζαμίας ο | φυλλάδα με καλαντάρι (και τα μελλούμενα της χρονιάς) | Casamia | ιταλικό

καζάνι το | λεβέτι, χαρανί, κακάβι, χαρκότσκας, πινιάτα, πινιάτι | kazan | τούρκικο

καζανόβας ο | γυναικοκατακτητής | casanova | βενετσιάνικο

καζαντζής ο | καζανάς, αυτός που φτιάχνει καζάνια | kazancι | τούρκικο

καζάντι το / καζάντια η / καζάτι το | το κέρδος, το διάφορο, τα πλούτη | kazanç | τούρκικο

καζαντίζω / καζαντώ | κερδίζω, πλουτίζω | kazandιm | τούρκικο

καζάρμα η | στρατώνας (λόγιο) | caserma | βενετσιάνικο

καζάς ο | υποδιοίκηση (λόγιο), επαρχία (λόγιο) | kaza | τούρκικο

καζέτο το | σπιτάλι, σπιτόπουλο | casetta | ιταλικό

καζίκι το / καζίκα η | παλούκι / φιάσκο, πάθημα | kazιk | τούρκικο

καζίνο το | λέσχη (λόγιο) | casino | ιταλικό

κάζο το / καζίο το | πάθημα / συμβάν (λόγιο) | caso | βενετσιάνικο

καθέκλα η / καθίκλα η / καθίγλα η / καθίγκλα η | καρέκλα | cadegla | βενετσιάνικο

καΐκι το / καγίκι το | μικρό ψαράδικο | kayιk | τούρκικο

καϊκτσής ο / καϊξής ο / καϊκάς ο | αυτός που έχει το καΐκι | kayιkcι | τούρκικο

καϊμακάμης ο / καϊμεκάμης ο | έπαρχος (λόγιο) | kaymakam | τούρκικο

καϊμάκι το | αφρόγαλα, κορφή, πάνα, αφότρο, αθόγαλο | kaymak | τούρκικο

καϊμακλής / καϊμακλίδικος / καϊμακλήτικος | που έχει πολύ καϊμάκι | kaymaklι | τούρκικο

καϊνάκι το / καϊνιάκι το | πηγή (λόγιο), βρύση, κεφαλόβρυσο, κεφαλάρι, καταγός, μάνα, βρυσομάνα, νερομάνα, ανάβρα αναβρυτάρι, άμπουλας, βελούχι, μπούρμπουλας, μπουνάρι, μπουτσνάρα, πρίσμα, χοχούλα, | kaynak | τούρκικο

καϊναντίζω / καϊνατίζω | βράζω, χοχλάζω, χοχλακίζω, χογλώ, χουρχουλάζω, μπουγιάρω | kaynamak | τούρκικο

καϊνάρι | βραστό, ζεματιστό | kaynar | τούρκικο

καΐντι το / κάιδι το / καϊτές ο | καταγραφή (λόγιο), καταχώρηση (λόγιο) | kayit | τούρκικο

καΐπι το / καΐπομα το | εξαφάνιση (λόγιο) | kayıp | τούρκικο

καϊρέτι το / καερέτι το | κουράγιο | gayret | τούρκικο

καΐσι το / καϊσί το | βερίκοκο, βερύκοκο, πέρσουκο, τζάτζαλο, τζέρτζιλο, τζάρτζαλο, ζέρδελο, ζέρντιλο, ζερταλίδι, ζιρδίλι, ζίρδαλο, χρουρόμηλο, χρυσόμηλο, γρουσόμηλο, δρόκνο | kayιsι | τούρκικο

κακά τα / κάκα τα | σκατά, μαγαρισιά, κούτσουλος, αθρωπέα | cacca | ιταλικό

κακαβάνης | ματαιόδοξος (λόγιο) | kakavan | τούρκικο

κακάο το | το δέντρο Theobroma cacao και ο καρπός του | cacao | ιταλικό

κακαράντζα η / κακαράτζα η / κακαρέντζα η / κακαρέτζα η / κουκουράντζί το | κοπριά των γιδιών και των προβάτων, γκαγκαράτσα, γκαγκαράντζα, βερβιλιά, βουρβουλιά, κοπριλίγκα, κοτσιρόγι, πουτσλίθρα | găgărĕatsă | βλάχικο

κακουλές ο | το φυτό Nasturtium fontanum Lam. (Nasturtium officinale R. Br. Sisymbriun nasturtium L.), κάρδαμο, κάρδαμος, νεροκάρδαμο, αγριοσέλινο, αγριόροκα | kakule | τούρκικο

κακούμι το | το ζώο Mustela erminea και η γούνα του, ερμίνα (λόγιο) | kakım | τούρκικο

κάκτος ο / κάχτος ο | φυτά της οικογένειας των κακτοειδών (λόγιο) - Cactacea | cactus | λατινικό

καλάδα η | ρίξιμο των διχτυών ή του παραγαδιού | calada | βενετσιάνικο

καλάι το / καλάγι το / καλάγλι το | στάγκος, κασσίτερος (λόγιο) | kalay | τούρκικο

καλαϊτζής ο / καλατζής ο / καλαντζής ο / καλαϊντζής ο / καλακτζής ο | γανωματής, γανωματάς, γανωτζής, γανουτής, σταγκωτής, χαλατζής, γκουτζερές | kalaycı | τούρκικο

καλαμίτα η | μαγνήτης | calamita | ιταλικό

καλαμπαλίκι το | χαλαμπαλίκι, τσούρμο, ανθρωπομάνι, πολυκοσμία (λόγιο), | kalabalιk | τούρκικο

καλαμπόκι το / καλαμπούκι το / καλαμβόκι το | το φυτό Zea mays, αραποσίτι, αραποσίταρο, αραπόσταρο, αστάκι, καλαμοσίταρο, μισίρι, μωροσίτο, βλαχόσταρο, ξενικοσίταρο, ξενικό, καμπότζι, κουκουρούτσι, λιανοκαλάμποκο, λαζούδι, κοτός | kallamboq -i | αλβανικό

καλανδρίνος ο / καλαντρίνος ο / καλαντρέλη η | το πουλί Calandrella brachydactyla, μικρογαλιάντρα, μικρογαλιάνδρα, κατσουλιέρος, λαγιαχτήρα, μουλωχτίνα, μουλωχτός, σταρίθρα, σταχτογαλιάντρα, χαμοκελάδα | calandrino | ιταλικό

κάλαντα τα / κάλαντρα τα / κάλανδα τα | τα γιορταστικά τραγούδια των παιδιών την παραμονή των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων | calandae | λατινικό

καλαντάρι το / καλεντάρι το | ημερολόγιο (λόγιο) | calendarium | λατινικό

καλάρω | ρίχνω τα δίχτυα / μαζεύω τα πανιά | calar | βενετσιάνικο

καλαφάτης ο | καραβομαραγκός | calafato | ιταλικό

καλαφατίζω | πισσάρω και βάζω στουπί στις χαραμάδες | calafatare | ιταλικό

καλαφάτισμα το | το να κλείνεις με στουπί τις χαραμάδες ανάμεσα στα ξύλα και μετά να πισσάρεις | calafataggio | ιταλικό

καλέμι το | σμίλη / γραφίδα (λόγιο), πένα | kalem | τούρκικο

καλεμκερί το / καλεμκιαρί το | κεφαλομάντιλο γυναίκας, με ζωγραφιές | kalemkârî | τούρκικο

καλές ο / καλιάς ο | κάστρο, καστρί, καστέλι, καστέλο, φρούριο (λόγιο) | kale | τούρκικο

καλίγι το / καλίκι το | παπούτσι, κουντούρι, τσόκαρο / πέταλο | caliga | λατινικό

καλίγωμα το | πετάλωμα, σόλιασμα | caliga | λατινικό

καλικούνι το / καλικόνι το | το τάπωμα της τρύπας του κρασοβάρελου | calcone | ιταλικό

καλιμαύκι το / καλημαύχι το / καμηλαύχι το / καμιλαύκι το / καμελαύκι το | το καπέλο των ορθόδοξων παπάδων | camelaucium | λατινικό

καλινκαφάς | χοντροκέφαλος, κουφιοκέφαλος, ξεροκέφαλος, μπουμπουνοκέφαλος | kalın kafa | τούρκικο

καλιοντζής ο | ναύτης σε πολεμικό πλοίο | kalyoncu | τούρκικο

καλιτά η | ποιότητα (λόγιο) | qualità | ιταλικό

καλκάνι το | τα ψάρια Scophthalmus maeoticus και Scophthalmus rhombus / προφύλαγμα (λόγιο) / το τρίγωνο της σκεπής | kalkan | τούρκικο

κάλμα η | μπουνάτσα / γαλήνη (λόγιο), ηρεμία (λόγιο) | calma | ιταλικό

καλμάρω / καρμάρω | ηρεμώ (λόγιο), γαληνεύω (λόγιο) | calmare | ιταλικό

καλμπάτσα η | κλαπάτσα, χλαπάτσα, αρρώστια του συκωτιού που παθαίνουν τα γιδοπρόβατα | gălbeáză | βλάχικο

καλμπούρι το | κόσκινο, πυκνάδα, αλευρικό | kalbur | τούρκικο

καλντερίμι το / καλιντιρίμι το / καρντερίμι το / καρντιρίμι το / καρτερίμι το / καντερίμι το / καντιρίμι το | γκαλντερίμι, γκαλντρίμ, σαλτσάδα, σαλτσάδο γουλάδα, κογκολάδο, κογκολάδα, λιθόστρωτο (λόγιο) | kaldιrιm | τούρκικο

καλντεριμιτζής ο | αυτός που φτιάχνει καλντερίμια / σουλατσαδόρος, γυρίστρας, αλανιάρης, ρέμπελος, ρέπας, σοκακάς, σουρτούκης, χασομέρης, ρεμπεσκές, σαλαχανάς, αϊλιάκος, αβαράς, μπέσικος, μπέσκος, κόπρος, κοπρίτης | kaldιrιmcι | τούρκικο

καλντεριμιτζού η | αυτή που κάνει πιάτσα στα καλντερίμια, πουτάνα, ροσπού, τσούνα, φρουστάδα, σουρτούκα, γυρίστρα, κούρβα, κουρτεζάνα, καντουνιέρα, καλτάκα, κοκορίνα, κοκότα, κουκότα, ξιβιλίστρα, πολιτική, καχπέ | kaldιrιmcι | τούρκικο

κάλος ο | ρόζος, σκάθαρος, αρίτσιους, γούλος, βούλος | callo | ιταλικό

καλούμα η / καλούμπα η | το τυλιγμένο κουβάρι με σπάγγο του χαρταετού | caluma | ιταλικό

καλουμάρω | φουντάρω την άγκυρα | calumar | βενετσιάνικο

καλουμάρω | αφήνω σχοινί ή σπάγγο, αμολώ | calumare | ιταλικό

καλούπι το | εκμαγείο (λόγιο), μήτρα (λόγιο) | kalιp | τούρκικο

καλουπτσής ο / καλουπατζής ο | αυτός που δουλεύει στο καλούπι | kalıpçı | τούρκικο

καλπαζάνης ο / καλπουζάνος ο / καλπουζάνης ο | παραχαράκτης (λόγιο), πλαστογράφος (λόγιο), απατεώνας (λόγιο) | kalpazan | τούρκικο

καλπαζανλίκι το / καλπουζανλίκι το / καλποζανλίκι το / καλποζανιά η / καλπαζανιά η / καλπουζανιά η / καρπουζανία η / καλπουζάνα η | παραχάραξη (λόγιο), πλαστογραφία (λόγιο), απατεωνιά (λόγιο) | kalpazanlιk | τούρκικο

καλπάκι το | γούνινος ή τσόχινος σκούφος | kalpak | τούρκικο

κάλπικος / καλπίνας / κάλπης | πλαστός (λόγιο), κίβδηλος (λόγιο) | kalp | τούρκικο

καλτάκα η | τσούλα, τσουλί, αλανιάρα, μουρντάρα, γαμιόλα, ψώλα, ξεκωλιάρα, καριόλα, παστρικιά, πατσαβούρα, λουλούδα, νυχτοπόρτισα, σκρόφα, σκύλα, φακλάνα, ξεβγαλμένη, ακουσμένη, κωλοπετσωμένη, ξεπατωμένη, σουρλουλού, κουφάλα, χαμούρα, κουνίστρα, πομπεμένη, γεβεντισμένη | kaltak | τούρκικο

κάλτσα η / κάρτσα η | σκούνι, σκουφούνι, τσουράπι, τσιουράπι, τσιράπι, τσιρέπι, ορτάρι, πατούνα, πατίκι, τερλίκι, τιρλίκι | calza | ιταλικό

καλτσίνι το / καλτσούνι το / καλτσούνα η / καρτσόνι το / καρτσούνι το | κάλτσα, σκαρτσούνι, σκαλτσούνι | kalçın | τούρκικο

καλφαλίκι το | η δουλειά και το μεροκάματο του κάλφα | kalfalık | τούρκικο

κάλφας ο / κάρφας ο | πρωτομάστορας, αρχιμάστορας | kalfa | τούρκικο

κάμα η / κάμπα η | δίκοπο μαχαίρι | kama | τούρκικο

κάμαρα η / κάμερα η / κάμαρη η / κάμερη η | δωμάτιο (λόγιο), οντάς | camera | βενετσιάνικο

καμαριέρης ο | υπηρέτης (λόγιο), θαλαμηπόλος (λόγιο) | camariere | βενετσιάνικο

καμαρίνι το | η καμαρούλα του θεατρίνου | camarin | βενετσιάνικο

καμαρότος ο | καμαριέρης σε καράβι | camaroto | βενετσιάνικο

καμβάς ο | πανί από κανάβι | canava | λατινικό

καμέλια η | φυτά της οικογένειας Camellia | camellia | λατινικό

καμιζόλα η / καμιζέλα η / καμζόλα η / καμζέλα η / καμιζιόρα η / καμιζόρα η / καμζόρα η / καμιζέτα η / καμισέτα η / καμιζέτο το / καμπζέλα η / καψέλα η | πουκαμίσα ή μπλούζα | camisola | βενετσιάνικο

καμινάδα η | φουγάρο, φουγλάρος, φούγος, μπουχαρί, μπουχαρής, μπουχαρίδα, καπνορούφης, τσιμινιέρα, τζιμινιέρα, μπατζάς, μπατζιάς | caminada | βενετσιάνικο

καμιναδόρος | ο μάστορας που χτίζει την καμινάδα | caminador | βενετσιάνικο

καμινέτο το | φλόγιστρο (λόγιο), θερμαντήρας (λόγιο) | caminetto | ιταλικό

καμίσι το / καμίζα η / καμιζέτο το / κάμσο το | πουκάμισο / πουκαμίσα | camis | βενετσιάνικο

καμουφάδο | φόρεμα με πιέτα | camufado | βενετσιάνικο

καμουχάς ο / καμπουχάς ο / καπχάς ο / καμοκάς ο | καμπουχάς, μεταξένιο ύφασμα | cammucca | ιταλικό

καμπάδικος | χοντροκομμένος | kaba | τούρκικο

καμπαέτι το / καμπαχέτι το / καμπαχάτι το | φταίξιμο, λάθος | kabahat | τούρκικο

καμπαετλής / καμπαετιλής / καμπαεκλής | φταίχτης, ένοχος (λόγιο) | kabahatli | τούρκικο

καμπάκα η | κολοκύθα, κουλόκθα, ζαχαροκολόκθα, κολόκα, κόλοκος, κρατούνα, μπαλκαμπάκι, νεροκολόκυθο, φλάσκα, φλασκί / κολοκύθι, κολοκυθάκι, κούκουτσα | kabak | τούρκικο

καμπάνα η | στις εκκλησίες, ο κώδωνας (λόγιο) | campana | λατινικό

καμπαναριό το / καμπανεριό το | κωδωνοστάσιο (λόγιο) | campanarium | λατινικό

καμπανέλα η / καμπανέλι το | καμπαναριό | campanella | ιταλικό

καμπανιόλος ο | χωριάτης, χωριανός, βιλάνος, | campagnolo | βενετσιάνικο

καμπάνταης ο / καπάνταης ο / καράνταγης ο | αρχινταής, αρχιμάγκας | kabadayı | τούρκικο

καμπαρντίζω | φουσκώνω / κορδώνομαι | kabarmak | τούρκικο

καμπιάλα η / καμπίαλα η / καμπιάλε η | συναλλαγματική (λόγιο), γραμμάτιο (λόγιο) | cambiale | ιταλικό

καμπίνα η | θαλαμίσκος (λόγιο) | cabina | ιταλικό

κάμπιο το | ανταλλαγή (λόγιο) | cambio | ιταλικό

κάμπος ο | πεδιάδα (λόγιο), οβάς, γιαζίν, | campus | λατινικό

καμπούλι το / καβούλι το | παραδοχή (λόγιο) | kabul | τούρκικο

καμπούρα η / καμποράδα η | γκαμπούρα, σκαμπούρτα, γκρίμπα, γόμπα, σγόμπα, σγούμπα, βεντερούγα, ζούμπα, ζιούμπα, | kambur | τούρκικο

καμπούρης / καμπουρτός | ζόμπος, ζόμπας, ζουμπός, σγούμπος, σγρούμπος, γκρίμπας, γκριμπός | kambur | τούρκικο

καμτσί το / καμουτσί το / καμουτσίκι το / καμιτσίκι το / καμτσίκι το / καμπτσίκι το / καμοτσίκι το | λούρα, μαστίγιο (λόγιο) | kamçι | τούρκικο

καμφορά η / κάμφορα η / καμφουρά η / καφουρά η / κάμφαρη η | φαρμακευτική ουσία που βγαίνει από τα φύλλα του δέντρου Cinnamomum camphora | canfora | ιταλικό

καν | σκυλί, σκύλος, σκλί, σίλος, στσούλος, κούνος, κούτιου | cane | ιταλικό

κάναβα η | καπηλειό | canova | ιταλικό

καναβάτσο το / κανναβάτσο το / καναβάτσα η / καναβάτσος ο | πανί από καννάβι, κανναβόπανο, κανναβάς | canavaccio | ιταλικό

κανάγιας ο | παλιάθρωπος, παλιόμουτρο, παλιοτόμαρο | canagia | βενετσιάνικο

καναλέτο το | μικρό κανάλι | canaletto | ιταλικό

κανάλι το | διώρυγα (λόγιο) / δίαυλος (λόγιο) / νεραύλακας | canalis | λατινικό

καναπές ο | ντιβάνι, μιντέρι, μεντέρι, μιντές, σαντίρι, σοφάς, σουφραδέλι, μπάσι | canapè | ιταλικό

καναπιτσιά η / καναπίτσα η | το φυτό Vitex agnus castus, κουνουπίτσα, κονοπίτσι, άγνος, αγνιά, αλυγαριά, λυγαριά, λυγιά, λύγος, αγριαλεβάντα, ασκιά, αδκιά, ιδκιά | canapicchia | ιταλικό

κανάρι το / καναρίνι το / κανερίνι το / καερίνι το | το πουλί Serinus canaria | canarin | βενετσιάνικο

κανάτα η / κανάτι το / κανέτα η | γάθα, γαράφα, μαστραπάς, βάνα, κουνενός, λαβάνα, μπικιόνα, μποτσόνι, πατσούρα, πρόκα, κουμάρι | cannata | ιταλικό

κανάτι το | παραθυρόφυλλο, παντζούρι, τσερτσεβές, φυλλοφάνεστρο, κεπέγκι | kanat | τούρκικο

κανδελότο το / καντιλέτο το | κερί, τσέρος, τζιερίν | candela | ιταλικό

κανέλα η | το φυτό Canella winterana | cannella | ιταλικό

κανελόνια τα | χοντρά ζυμαρικά που ψήνονται στο φούρνο, γεμιστά με κιμά και σάλτσα ντομάτα | cannelloni | ιταλικό

κανεύω | πείθομαι (λόγιο) | kanmak | τούρκικο

κανοκιάλι το | τηλεσκόπιο (λόγιο) | cannocchiale | ιταλικό

κανόνι το | τόπι, τοπανάς, λουμπάρδα, λουμπάρι, μπομπαρδάρης, μπουμπάρδα | canon | βενετσιάνικο

κανόνι το / κανονάκι το | μουσικό όργανο με τέλια, που μοιάζει με το σαντούρι (αλλά είναι τρίγωνο) | kanun | τούρκικο

κανονιέρης ο | πυροβολητής (λόγιο) | cannoniere | ιταλικό

κάνος ο | γκρίζος, γκριζομάλλης, ψαρός, σιάργκαβος, σίβας, σιερκάς | canuto | ιταλικό

κάνουλα η / κάνολα η | μπουρμάς, ντίλους, μουσλούκι | cannula | λατινικό

κάνουρα η | μάλλινη κλωστή για τον αργαλειό | canură | βλάχικο

καντάβερο το | πτώμα (λόγιο) | cadavere | ιταλικό

καντάδα η | πατινάδα | cantada | βενετσιάνικο

κανταδόρος ο | αυτός που κάνει καντάδα | candador | βενετσιάνικο

κανταΐφι το / καταΐφι το | γκανταΐφι, σιροπιαστό γλυκού του ταψιού | kadayιf | τούρκικο

καντάρι το | κάμπανος, μπαλάντζα, παλάντζα, στατέρι / βάρος 44 οκάδων | kantar | τούρκικο

κάνταρος ο | γαβάθα του μαγεριού | cantaro | βενετσιάνικο

κανταρτζής ο κανταριτζής ο | ζυγιστής (λόγιο) / μάστορας ή πουλητής κανταριών | kantarcı | τούρκικο

καντελέτο το / καδελέτο το / καντιλέτο το / καντλέτο το | φέρετρο (λόγιο), κάσα, κιβούρι, νεκροκρέβατο, ξυλοκρέβατο, ταμπούτι | cadeletto | ιταλικό

καντέμης | γκαντέμης, γρουσούζης, ουρσούζης, κατσικοπόδαρος, κακοπόδαρος, κακόπορτος (kadem στα τούρκικα: καλή τύχη) | kadem | τούρκικο

καντεμί | από παλιά | kadimî | τούρκικο

κάντζα η / κάντζια η | γάντζος, αρπάγι, αγγρίφι, τσιγκέλι, κλιτσινάρι | kanca | τούρκικο

καντζίκης | άτιμος, λέρα, μαγαρισμένος, τριτσέρης, δίμουρος, κακονούσης, κρυφονούσης | kancık | τούρκικο

καντήλα η | μεγάλο καντήλι σε εκκλησιά | candela | λατινικό

καντηλέρι το / καντηλιέρι το καντηλιέρης ο | λουσέρνα, πολυκάντηλο / καντηλάκι | candelier | βενετσιάνικο

καντηλίτσα η | ανεμόσκαλα / ένας κόμπος | candelizza | ιταλικό

κάντι το / κάντιο το / κάδιο το / κάιντω η / κάιντιο το | ζάχαρη από ζαχαροκάλαμο | candi | ιταλικό

καντίζω | πείθω (λόγιο) | kandım | τούρκικο

καντίνα η | κυλικείο (λόγιο) | cantina | ιταλικό

καντίνα η / καντίνη η | γυναίκα, θηλυκό / κυρά, κυράτσα, κυράντζα, τσερά, τζυρά, σιόρα | kadın | τούρκικο

καντίνι το | το πιο ψιλό τέλι στο μπουζούκι, στο μπαγλαμά | cantin | βενετσιάνικο

καντίρης | άξιος | kadir | τούρκικο

κάντο το | τραγούδι | canto | βενετσιάνικο

καντονάδα η / καντουνάδα η | αγκωνάρι, κεφαλάρι, ρούκουνας | cantonada | βενετσιάνικο

καντονιέρα η | γωνιασμένη ντουλάπα | cantoniera | ιταλικό

καντουνέλι το | η γωνία των δοκαριών που βαστάνε τη σκεπή | cantonal | βενετσιάνικο

καντούνι το | σοκάκι, δρομάκι, ρουγκέτα / γωνία | canton | βενετσιάνικο

καντρίλια η / καδρίλια η | παλιός χορός | quadriglia | ιταλικό

καντσόνα η | τραγούδι | canzonetta | ιταλικό

καντσονέτα η | τραγουδάκι | canzone | ιταλικό

κάουζα η | αιτία (λόγιο), υπόθεση (υπόθεση) / δίκη (λόγιο), νταβάς, προσέτσο | causa | ιταλικό

καουτζιόν η / καουσιόν η / καουτσιόν η | ασφάλεια (λόγιο) | cauzion | βενετσιάνικο

κάπα η / καπί το | πατατούκα, παντζιάκα, ταλαγάνι, γαμπάς | cappa | λατινικό

καπάκι το / καπάντζα η / καπάτζα η | χαπάχι, σκέπασμα, κούπωμα | kapak | τούρκικο

καπαλίδικος / καπαλίκικος | κλειστός, σφαλιστός, σφαλιχτός, βαδοτός | kapalı | τούρκικο

καπαμάς ο | κρέας κοκκινιστό με βούτυρο και μπαχαρικά | kapama | τούρκικο

καπάντζα η / καπάτζα η | παγίδα, δόκανο, φάκα / τα ρολά που κλείνουν το μαγαζί | kapanca | τούρκικο

καπάρο το | μπροστάντζα, προκαταβολή (λόγιο) | caparra | ιταλικό

καπάσι το | καπέλο, σκιάδι | capacium | λατινικό

καπατσιτά η / καπατσοσύνη η | ικανότητα (λόγιο) | capacità | ιταλικό

καπάτσος ο | καταφερτζής | capace | ιταλικό

καπελαδούρα η | καπέλο με φαρδύ γύρο | capellatura | ιταλικό

καπελιέρα η | κουτί για τα καπέλα | cappelliera | ιταλικό

καπελίνα η | καπέλο γυναίκας, με φαρδύ γύρο | cappellina | ιταλικό

καπελίνο το | μικρό καπελάκι | cappellino | ιταλικό

καπέλο το | πίλος (λόγιο) | cappello | ιταλικό

καπέτα η | χωρίστρα (στα μαλλιά), χρίστρα, χωρισιά, μπουλέκα, πόλκα, στρατόνα, τσιαμπάς, φρεζές | capeta | βενετσιάνικο

καπετάν ο / καπετάνιος ο / καπιτάνιος ο / καπτάνος ο | καπετάνιος, πλοίαρχος (λόγιο) / οπλαρχηγός (λόγιο) | capetanio | βενετσιάνικο

καπετσάλε η / καβεντζάλε η | μαξιλάρα, προσκεφαλάδα | capezzale | ιταλικό

κάπι το | αγγειό, αγγιό, δοχείο (λόγιο) | kap | τούρκικο

καπίρω | καταλαβαίνω, νογώ, νογάω, σκαμπάζω | capir | βενετσιάνικο

καπίστρι το / καπιστράνα η | χαβιά, χάβος, κατρουμάς, κιφαλούκα | capistrum | λατινικό

καπιτάλι το / καπίτολο το / καβεδάλε το | κεφάλαιο (λόγιο) | capital | βενετσιάνικο

καπιτάρω / καπιτέρνω | ανταμώνω άξαφνα | capitar | βενετσιάνικο

καπιτζής ο | πορτιέρης, μπράβος | kapıcı | τούρκικο

καπλαμάς ο | ρεμέσο, ψιλή φλούδα ακριβού ξύλου, που κολλάνε πάνω σε πιο χοντρό και φτηνό ξύλο | kaplama | τούρκικο

καπλάνι το / καπλάνης ο | τίγρη (λόγιο) | kaplan | τούρκικο

καπλαντίζω | κολλάω σε ξύλο φύλλο καπλαμά / σκεπάζω | kaplamak | τούρκικο

καπονάρα η / καπονέρα η | κοτέτσι, κοταριό, ορνιθαριό, κάτικας, κάτκας, κουμάσι, κούμος, πόνε, | caponara | βενετσιάνικο

καπόνι το / κάπονας ο / καπούνι το | μουνουχισμένος κόκορας / όνομα ψαριών της οικογένειας Chelidonichthys | capon | βενετσιάνικο

κάπος ο | αρχηγός (λόγιο), κεφαλή, μπάσης | capo | βενετσιάνικο

καποσάντο το | νεκροταφείο (λόγιο), κοιμητήρι, θαφτήρι, ταφειό, κατατάφι, μεζαρλίκι, μνημούρια, μνημόρια, λιμόρια | camposanto | ιταλικό

καπότα η / καπότι το / καπότο το | κάπα | cappotto | ιταλικό

καπούλια τα | τα πισινά (για μεγάλα ζώα) | scapulae | λατινικό

καπουτσίνος ο | και καπουκίνος, ο φραγκοκαλόγερος που είναι στο τάγμα των cappuccini / το φυτό Delphinium ajacis, λαγωός, σπιρονέλα, αγριολινάρι του βουνού | cappuccino | ιταλικό

καπρίτσιο το / καπρίκιο το | παραξενιά, κόνξα, ιδιοτροπία (λόγιο) | capriccio | ιταλικό

καπριτσιόζος | παράξενος, ιδιότροπος (λόγιο) | capriccioso | ιταλικό

καραβάνα η | πατάνη (λόγιο), ντραγκατζίκα | karavana | τούρκικο

καραβάνι το / καρβάνι το | ομάδα εμπόρων και ταξιδιωτών που ταξιδεύουν μαζί, με φρουρά | kervan | τούρκικο

καραβανσαράι το / καραβανσεράι το | μεγάλο χάνι | kervansaray | τούρκικο

καράβολας ο / καράουλας ο / καλάουρας ο | σαλιγκάρι, σάλιαγκας, σαλιάκι, σάλιακας, σαλιακούδι, σαλίτι, χοχλιός, χόχλος, χουχουλιός, κοχλιός, κοχλίδι, στρόμπουλος, μπόμπολας, μπομπόλι, μπόμπολος, μπόμπουλος, μπουσλίκα, παπουλάς, | caraguol | βενετσιάνικο

καραγάτσι το | το δέντρο Ulmus campestris, φτελιά, φτιλιά, πτελιά, βρυσός, βρίσα, φουσκιά | karaağaç | τούρκικο

καράγιαλης ο / καράγελης ο | μαΐστρος, άνεμος βορειοδυτικός (λόγιο) / σε κάποια μέρη: ο βοριάς, η τραμουντάνα | karayel | τούρκικο

καραγκιόζης ο | μαυρομάτης / το γνωστό θέατρο σκιών | karagöz | τούρκικο

καραγκιοζιλίκια τα | σαχλαμάρες, γελοιότητες (λόγιο) | karagözlük | τούρκικο

Καρακατσάνης ο | Σαρακατσάνος | kara-kaçan | τούρκικο

καρακόλι το | φρουρά χωροφυλακής ή περίπολος (λόγιο) | karakol | τούρκικο

καρακούσι το | το πουλί Gypaetus barbatus, γυπαετός, κλάρα, κοκαλάς, οξιά, φάλκο | kara kuş | τούρκικο

Καραμανλής ο / Καραμαρλής ο / Καραμανής ο / Καραμάνης ο / Καραμάνος ο | αυτός που το σόι του βαστάει από την Καραμανία της Μικρασίας / χριστιανός Τούρκος | Karamanlι | τούρκικο

καραμέλα η | ζαχαράτο, αγδάς, ακιντζές | caramella | ιταλικό

καραμούζα η | κορναμούζα, γκάιντα, ασκομαντούρα, ασκοτσάμπουνο, τσαμπούνα, τζαμπούνα | cornamusa | ιταλικό

καραμουσάλι το / καραμοσάλι το / καραμουσέλι | είδος ιστιοφόρου | karamusal | τούρκικο

καραμπάσι το | δαφνόλαδο | karabaş | τούρκικο

καραμπάσι το / καραμπάς το | φυτά της οικογένειας Lavandula, λεβάντα, αγριολεβάντα, θυμαράκι, λιβανάκι, φλασκομούνι, μαυροκεφάλι, μαυροκέφαλος, χαμολίβανο, βάγια, βαγιά, λαμπρή, λαμπροκεφάλι, λαμπρολουλούδι, σπίκα, σφακομηλιά, καλογερικόχορτο, | karabaş | τούρκικο

καραμπίνα η | αραβίδα (λόγιο) | carabina | ιταλικό

καραμπινιέρος ο | πολιτσμάνος, πολισμάνος, πόλισμαν | carabiniere | ιταλικό

καραμπογιά η / καράμπογια η | θειικός σίδηρος (λόγιο), μαύρη μπογιά για τα μαλλιά | karaboya | τούρκικο

καραμπόλα η | όταν η μια μπάλα χτυπά μια άλλη κι αυτή μια τρίτη κλπ. (στο μπιλιάρδο) | carambola | ιταλικό

καραμπουζουκλής | αυτός που έχει μαύρο μουστάκι | kara bıyıklı | τούρκικο

καραντίνα η | υγειονομική κάθαρση (λόγιο) | quarantina | βενετσιάνικο

καράρι το | απόφαση, βουλή / σταθερότητα (λόγιο) | karar | τούρκικο

καραρσίζης | άστατος, άβουλος, δίβουλος, δίγνωμος, πεντάγνωμος | kararsız | τούρκικο

καράς ο | μαύρος | kara | τούρκικο

καρασεβντάς ο / καραζεβντάς ο | μεγάλος σεβντάς, καψούρα, νταλκάς | karasevda | τούρκικο

καρατάρω / καρατέρνω | λογαριάζω, ζυγίζω | caratare | ιταλικό

καρατέλο το | βαρέλι, βαρέλα, βαλέρα, βαγένι, βαγιόνι, βαένι, βουτσί, βουτζί, βούτσα, βουτσέλι, βουτσέλα, βόζα, φτσέλα  | caratello | ιταλικό

καρατζάς ο | ζαρκάδι | karaca | τούρκικο

καράφα η | γαράφα | caraffa | ιταλικό

καρβέλι το | μπασγούνι, πισνίκι, πλαστάρι, πλαστό | karvalj | σλάβικο

κάρβουνο το | αθράκι, κιουμούρ | carbo | λατινικό

κάργα | φίσκα, τίγκα, φουλ / τσίτα, τέζα | carga | βενετσιάνικο

κάργα η / κάργια η / καριά η | το πουλί Corvus monedula, γαβράνι, γκαΐλα, γκαλίτσα, γκαλίτσι, γκαλτισιά, γκάλτσα, γκαλτσί, γκάλτσους, καλιακούδα, καλίτσι, κατσικατούλα, κολιός, σιταροκοράκι | karga | τούρκικο

καργάρω | παραφορτώνω, παραγεμίζω, φουλάρω, φισκάρω, τιγκάρω / τσιτώνω, τεζάρω | cargar | βενετσιάνικο

καρδάρι το / καλδάρα / καρδάρα η / καλδάρι το / | αρμεγός, αμουργός, αρμεχτάρα, δουρμπάνα, γαλευτήρι | caldarium | λατινικό

καρδερίνα η / καρδερίνι το / καρδελίνα η / καρδέλι το | το πουλί Carduelis carduelis, γαρδέλα, γαρδέλι, γαρδελίνα, γκαρδέλι, σγαρδέλι, ζιγαρδέλι, αγκαθιλίδι, αγκαθοπούλι, αγριοκάναρο, αμαραντάκι, αμάραντος, αστραγαλίνος, βασιλοπούλα, γιαμασκούλα, γραμματίκι, γραμματικός, γραμματικούδα, γραμματικούδι, γραφτίκι, κορκοπούλα, παπαδίτσα, στραγαλιάνος, στραγαλίνι, στραγαλίνος, τουρκάκι, τουρκοπούλα, τουρκοπούλι, χρυσομέτρης | cardellino | ιταλικό

καρδί το | το φυτό Carduus nutans, γαϊδουράγκαθο, γομαράγκαθο | cardo | ιταλικό

καρδινάλιος ο | καθολικός επίσκοπος | cardinalis | λατινικό

καρέζι το | μνησικακία (λόγιο), κακαντερία, πικραντερία | garez | τούρκικο

καρέκλα η / καρέγλα η | καθέκλα, καθίκλα, καθίγλα, καθίγκλα | charegla | βενετσιάνικο

καρενάρω / καρινάρω | καθαρίζω την καρίνα | carenare | ιταλικό

καρέτα η | καροτσάκι για τα ψώνια | careta | βενετσιάνικο

καριέρα η | σταδιοδρομία (λόγιο) | carriera | ιταλικό

καριερίστας ο | αριβίστας | carrierista | ιταλικό

κάρικα η | αξίωμα (λόγιο) | carica | ιταλικό

καρικατούρα η / καλικατούρα η | γελοιογραφία (λόγιο) | caricatura | ιταλικό

καρίκωμα το | μαντάρισμα | carico | ιταλικό

καρικώνω | μαντάρω | caricare | ιταλικό

καρίνα η / καρένα η | τρόπιδα (λόγιο) | carena | ιταλικό

καριόλα η | σιδερένιο κρεβάτι / τσούλα, τσουλί, αλανιάρα, μουρντάρα, γαμιόλα, ψώλα, ξεκωλιάρα, καριόλα, παστρικιά, πατσαβούρα, λουλούδα, νυχτοπόρτισα, σκρόφα, σκύλα, φακλάνα, ξεβγαλμένη, ακουσμένη, κωλοπετσωμένη, ξεπατωμένη, σουρλουλού, κουφάλα, χαμούρα, κουνίστρα, πομπεμένη, γεβεντισμένη, καλτάκα | carriola | ιταλικό

καριοφίλι το | όνομα παλιού ντουφεκιού (γνωστό από το 1821) / πήρε το όνομα του, από τη φάμπρικα που το έφτιαχνε | Carlo e figli | ιταλικό

Καριοφίλι το / καρυοφύλλι το / καραφίλι το / καρεμφίλι το | καρπός φυτού της οικογένειας Caryophyllaceae, μοσκοκάρφι, γαρίφαλο, γαρούφαλο | karanfıl | τούρκικο

καριστίζω / καριστίρω | ανακατώνομαι, μπλέκομαι | karıştırılmak | τούρκικο

καρκαλέτσος ο / καρκαλέντζος ο / καρκαλέτσι το | (Locustidae) ακρίδα, ακρίθα, αγριμούτσα, κουτάλαφος, βαλακρίδα, βολάκριθας, απήδανος, βρούκος, βρούχος, βρούγκος, βρόχος, γρούχος, μάστακας, μαστάκι, πετάλαγας, σκάκλιακας, σκαρκάλι, σκάρνος | karkalec -i | αλβανικό

καρκάλι το / κακάλι το / κάκαλο το | χαρχάλι, χαχάλι, χάλαρο, λειρί, λιγκρί, κρόσι, κρέστα | caracalla | λατινικό

καρμίνι το | κόκκινη βαφή που βγαίνει από το έντομο Coccus Dactylopius | carmin | βενετσιάνικο

καρμπονάρα η | ζυμαρικά με άσπρη σάλτσα | carbonara | ιταλικό

καρναβάλι το | αποκριά, απόκρια, μασκαράτα, μπάτσαρους, μπουμπουσιάρι, μπουμπόσαρους, γκόρμπιτας, λουγκατσιάρια | carnevale | ιταλικό

καρνάγιο το / καρενάγιο το | ναυπηγείο (λόγιο), ταρσανάς, αρσανάς | carenaggio | ιταλικό

καρνάδος | που έχει χρώμα που σαν το κρέας | carnato | ιταλικό

καρναμπίτι το / καρναπίτι το / καρναμπίκι το | κουνουπίδι, κάβολε, καποντεφιόρι | karnabit | τούρκικο

καρνέτσι το / καρνάτσα η | κρέας, κρίας, κριας, κριγιάς | carne | ιταλικό

καρνιέρα η | σακίδιο (λόγιο) | carniere | ιταλικό

καρντάσης ο / καρδάσης ο / καρντάσι το | γκαρντάς, αδερφός, αδέρφι / κολλητός φίλος | kardaş | τούρκικο

κάρο το | αραμπάς | carro | ιταλικό

καρόνιας ο | ψοφίμι, θρασίμι, κάρμα, λέσι, λέσιο, | carogna | βενετσιάνικο

κάρος | αγαπητός | caro | ιταλικό

καρότο το | το φυτό Daucus carota | carota | λατινικό

καρότσα η | αμάξωμα (λόγιο), δαυκί, χαβούτσι | carozza | ιταλικό

καροτσιέρης ο / καροτσέρης ο | άμαξας | carrozziere | ιταλικό

καροτσίνο το | αμαξάκι | carozzin | βενετσιάνικο

καρούτα η | σκάφη, σκαφίδα, κοπάνα, κουπάνα | karrutë | αλβανικά

καρπούζι το / καρπούζα η | χαρπούζι, χειμωνικό, χιμουνκό, πατίχα | karpuz | τούρκικο

καρποφόλι το | το φυτό Lonicera carpifolium, αγιόκλημα, αγιόφυλλο, αγριόκλημα, αιγιόκλημα | caprifoglio | ιταλικό

καρσί | αντίκρυ, απέναντι, κόντρα | karşι | τούρκικο

καρσιλαμάς ο / καρτσίλαμας ο | αντικριστός ανατολίτικος χορός | karşιlama | τούρκικο

καρτάλι το | το πουλί Aquila chrysaetos, αϊτός, αετός, αητός, ατιός, αγιτός, αγδός, αχτός, ατός, αϊτόνας, γιατός, βιτσίλα, βίτσιλας, ιτσίλα, γιτσίλα, πνιγαροβιτσίλα, σκαροβιτσίλα, λαγουδέρα, σταυραετός, σταυραητός, χρυσαετός, χρυσαητός | kartal | τούρκικο

καρτάνα η | τεταρταίος πυρετός (λόγιο) | quartana | ιταλικό

καρτεζίνι το | μισό καρτούτσο | quartesin | βενετσιάνικο

καρτέλο το / καρατέλο το | βαρελάκι | quartariol | βενετσιάνικο

καρτίνα η | τσιγαρόχαρτο για στριφτό | cartina | ιταλικό

κάρτο το / κάρτος ο / κάτρο το | τέταρτο (λόγιο) | quarto | ιταλικό

καρτούτσο το / καρτούτσα η / κατρούτσο το | καρτερούλα, καρτερόλι, το τέταρτο της οκάς ή του κιλού (για κρασί, λάδι) | quartuzzo | βενετσιάνικο

κάσα η | κασόνι / κούφωμα, τελάρο, παραστάθι, παραστατό, τσιρτσιβές / φέρετρο (λόγιο), κιβούρι, νεκροκρέβατο, ξυλοκρέβατο, ταμπούτι, καντελέτο (βλ. λέξη) | cassa | ιταλικό

κασαβέτι το | στεναχώρια, μάρα, μαράζι, σεκλέτι, αγκούσα, γκουμός | kasavet | τούρκικο

κασαμπάς ο | κεφαλοχώρι, κωμόπολη (λόγιο) | kasaba | τούρκικο

κασάνι το | κάτουρο ζώου | kaşan | τούρκικο

κασαντάρης ο | ταμίας (λόγιο), κασιέρης | kasadar | τούρκικο

κασαπανές ο / κασαπιό το | σφαγείο (λόγιο), χασαπιό, μακελιό, καναράς | kasaphane | τούρκικο

κασάπης ο | χασάπης, μακελάρης, κρεατάς | kasap | τούρκικο

κασαπλίκι το | η δουλειά του κασάπη | kasaplık | τούρκικο

κάσαρο το | το επίστεγο (λόγιο), του καπετάνιου στην πρύμη | cassaro | βενετσιάνικο

κασατούρα η | ξιφολόγχη (λόγιο), μπαγιονέτα | kasatura | τούρκικο

κασέλα η / καρσέλα η | σεντούκι, μπαούλο, αμπάρι, καναβέτα, φορτσέρι | cassela | βενετσιάνικο

κασέρι το | χασέρι, κασκαβάλι, κατσκαβάλι, κίτρινο τυρί από πρόβειο και γελαδινό γάλα | kaşer | τούρκικο

κασετίνα η | ξύλινο κουτάκι για μολύβια, ξύστρα, γόμα / κρίνα, μπιζουτιέρα | cassettina | ιταλικό

κασιάρα η | στρούγκα ή στρούγγα | căşar | βλάχικο

κασίδα η / κατσίδα η | μυκητίαση της κεφαλής, ο άχωρ (λόγιο) | cassis | λατινικό

κασίκι το | ο βουβώνας (λόγιο), τα λιπαρά, η διχάλη, η γαργαλίδα | kasık | τούρκικο

κασκαβάλι το / κατσκαβάλι το | πασκαβάλι, κασέρι, κίτρινο τυρί από πρόβειο και γελαδινό γάλα | cacio-cavallo | ιταλικό

κασκαρίκα η / κατσκαρίκα η / κασκαρίτσα η | γκασκαρίκα, πάθημα, φάρσα, νίλα, πλάκα, καζούρα | kaşkariko | τούρκικο

κασκατής | πολύ σκληρός | kaskatı | τούρκικο

κασκέτο το | πηλήκιο (λόγιο), μπερετόνι | caschetto | ιταλικό

κασμάς ο / καζμάς ο | γκασμάς, αξίνα, αξινάρι, ξινάρι, σκαπέτα, σκαπέτι, | kazma | τούρκικο

κασνάκι το | πλαίσιο (λόγιο), τελάρο | kasnak | τούρκικο

κασόνι το / κασόνα η | κάσα, κασέλα | cason | βενετσιάνικο

καστανιόλα η | το φρένο στο φουντάρισμα της άγκυρας | castagnola | ιταλικό

καστέλι το / καστέλο το | καστράκι, πύργος | castellum | λατινικό

καστελλάνος ο | καστροφύλακας | castellanus | λατινικό

κάστι το | πρόθεση (λόγιο) | kasıt | τούρκικο

καστιγαρίζω / καστιγάρω / Καστιγέρνω | τιμωρώ (λόγιο), παιδεύω | castigare | ιταλικό

καστίγο το / καστίγιο το | τιμωρία (λόγιο), παίδεμα, βάσανο | castigo | βενετσιάνικο

καστραβέτσι το | ο καρπός του φυτού Cucumis (αγγουριά): αγγούρι, αντζούρι, αντσούρι, κατσούνι, δροσίτης, αμελέτητο | kastravec -i | αλβανικό

καστράτος ο | ευνούχος (λόγιο), μουνούχος, μουνούχης, χαντούμης, χουδούμης, καρτζιμάς, μπουρμάς | castrato | ιταλικό

κάστρο το | φρούριο (λόγιο), καλές | castrum | λατινικό

κάτα η | γάτα, κατσί, κατσούλα, κακιούλα, μάτσα, μάτσκα | catta | λατινικό

κατανάς ο | φυτά της οικογένειας Linum, λινάρι / ο λιναρόσπορος | keten | τούρκικο

κατενάτσος ο / κατνάτσο το / καδινάτσος ο / καδινάτσο το / καντινάτσος ο / καντινάτσο το | μάνταλο, μάνταλος, σύρτης, σαγιαδόρος, περάντι, περάτης, παράτι, ζαμπί, ζεμπερέκι, ρομανίσι | catenaccio | ιταλικό

κατί το | δίπλα, σούρα, ζάρα, ζαρούγκλα | kat | τούρκικο

κατίκι το | προσφάγι, προσφάι / άπαχο άσπρο τυρί από γιδοπρόβατα, με λίγο αλάτι | katik | τούρκικο

κατιλίκι το / κατελίκι το / καδιλίκι το/ καντιλίκι το | η δουλειά του κατή και η περιοχή που αυτός έχει εξουσία | kadιlιk | τούρκικο

κατιμάς ο / κατμάς ο | κακό κομμάτι κρέας (για φαγητό) | katma | τούρκικο

κατιμέρι / κατμέρι το / κατμάρι το | γλυκό που μοιάζει με τις δίπλες, τις τηγανίτες | katmer | τούρκικο

κατιφές ο / κατουφές ο | το φυτό Tagetes patula | kadife | τούρκικο

κατιφές ο / κατφές ο / καντιφές ο | βελούδο, βελιό, βιλιό, φέλπα | kadife | τούρκικο

κάτολας ο | οχετός (λόγιο) | gatolo | βενετσιάνικο

κατράμι το | κατράνι, πίσσα | catrame | ιταλικό

κατραμίζω | πισσώνω | catramare | ιταλικό

κατράνι το / κατράνη η | κατράμι, πίσσα | katran | τούρκικο

κατσαβίδι το | βιδολόγος, βιδωτήρι | cazzavide | βενετσιάνικο

κατσάδα η | μάλωμα, μπαράζι, μποζμάς, λεφατσάδα, νταραμή, ξιέστρουμα, τάβισμα, ζαβράκι, σπαλιόρα, ρομαντσίνα | cazzada | βενετσιάνικο

κατσάκης ο / κατσάκας ο / κατσιάκης ο | δραπέτης (λόγιο), λιποτάκτης (λόγιο) | kaçak | τούρκικο

κατσαμάκι το / κατσιό το | φευγιό, κοπάνα | kaçamak | τούρκικο

κατσαμπρόκος ο / κακιαμπρόκος ο | κοντό σουβλί | caccia-brocca | ιταλικό

κατσάνος ο | γυρολόγος, πραγματευτής, πραματευτής, πραματσούλης, μπαΐος | kaçan | τούρκικο

κατσαρόλα η | μαρμίτα, τέντζερης, ντέτζερης, κούτουλας, κακάβι, μπακράτσι, μπινιότα, νταβούδι, νταβάς | cazzarola | βενετσιάνικο

κατσάρω | κυνηγώ, αβλαντίζω | cazzare | βενετσιάνικο

κάτσια η | κυνήγι, άβι | caccia | ιταλικό

κατσιατόρος ο | κυνηγός, αβτζής | cacciatore | ιταλικό

Κατσίβελος ο | Τσιγγάνος, Γύφτος | captivellus | ιταλικό

κατσίκα το | κατσίκα, γίδα, αίγα | keçi | τούρκικο

κατσικλής | παλαβός, ζουρλός, κουζουλός, ντελής, σιαμουρλός, ζιζής, ιμπούης | kaçıklı | τούρκικο

κατσιρντίζω | ξεφεύγω | kaçmak | τούρκικο

κατσκίνης ο | φυγάς (λόγιο) | kaçkın | τούρκικο

κατσούλα η / κατσιούλα η | κουκούλα, τσιουτσιούλα, χουχούλα, καμουλίκα, καρκούλα, καστιούλα | căciulă | βλάχικο

κατσούνι το | στραβοσουγιάς | ganzone | βενετσιάνικο

καφαλτί το / καφαλντί το | κολατσιό, κολατσό, μαρέντα | kahvaltı | τούρκικο

καφαντάρης ο | φίλος καρδιακός (γκαρδιακός), φιλαράκι, κολλητός, καρντάσης, αρκαντάς | kafadar | τούρκικο

καφάς ο / καφάσα η / καφάσι το | κεφάλι, κούτρα, γκλάβα, κόκα | kafa | τούρκικο

καφάσι το / καφέσι το | κλουβί, τελάρο | kafes | τούρκικο

καφενές ο / καβενές ο | καφενείο (λόγιο) | kahvehane | τούρκικο

καφές ο / καβές ο / καϊβές ο / καϊβέ η | γκαβές, οι σπόροι του φυτού Coffea Arabica και το ρόφημα που βγαίνει από αυτούς (μετά το άλεσμα και το καβούρντισμά τους) | kahve | τούρκικο

καφετζής ο / καφετσής ο / καϊβετζής ο | ο μαγαζάτορας του καφενέ | kahveci | τούρκικο

καφτάνι το | φόρεμα φοδραρισμένο με γούνα | kaftan | τούρκικο

καχπέ η / καπέ η / καπφέ η | πουτάνα, ροσπού, τσούνα, φρουστάδα, σουρτούκα, γυρίστρα, κούρβα, κουρτεζάνα, καντουνιέρα, καλτάκα, κοκορίνα, κοκότα, κουκότα, ξιβιλίστρα, πολιτική, καλντεριμιτζού | kahpe | τούρκικο

κάχρι το | βάσανο, καημός | kahır | τούρκικο

κε | τι, που, όποιος | che | ιταλικό

κεζάπι, κεζάπ, κιζάπι, κιζάπ | γκιζάπι, γκιζάπ, ακουαφόρτε, ασημόνερο, νιτρικό οξύ (λόγιο) | kezzap | τούρκικο

κεΐης, κεΐσκου | γκενίσκος, φαρδύς | geniş | τούρκικο

κεκές, κεκέτζος, κεκεμές | τραυλός, τραβλός, τρεβλός, κουτσόγλωσσος, πελτέκης, πιλτέκης, πεπεής, τατής, μασός, μπαμπαλιάρης | kekeç | kekeme | τούρκικο

κελάρι, κελάρ, κελέρι, κιλάρι, κιλάρ, κιλέρι, κιλέρ, κελαρικό | γκιλέρι, ανηλιό, καμαρούλα, ματζές, μπίμιτσα, μπίμτσα | cellarium | λατινικό

κελεμπία | γκελεμπία, φαρδύ και μακρύ ρούχο | kelebia | αραβικό

κελεπούρι, κελεπούρ, κελεπίρι, κελεπίρ, κιλιπίρι, κιλιπίρ, κιλιπούρ | μισοτιμής, κοψοχρονιά | kelepir | τούρκικο

κελεπτσές, κιλιπτσές, κελεψές | χειροπέδη (λόγιο), μανέτα | kelepçe | τούρκικο

κελέσης, κελέκης | φαλακρός, φαρακλός, καραφλός, μαδαρός, μαδουκέφαλος, κούτλους, παπαλιάρης | keleş | τούρκικο

κέλης, κέλς | κασίδας, κασιδιάρης, κασιδιάρς | kel | τούρκικο

κελί, κιλί, κέλα, κέα | καμαράκι φυλακισμένου / καμαράκι καλόγερου σε μοναστήρι | cella | λατινικό

κελπετζές | βεντάλια, βιντάλια, βεντάγια, βρετάλια, βέντολο, βέντουλο | yelpaze | τούρκικο

κεμεντζές, κεμεντζέ, κεμετζές, κεμεντσές, κεμαντσές, κεμανζές | λύρα (πολίτικη ή ποντιακή) | kemençe | τούρκικο

κεμέρι, κεμέρ, κιμέρι, κιμέρ, κιουμέρ | ζωνάρι-πορτοφόλι | kemer | τούρκικο

κεμιτζής, κεμιτσής, κιμιτζής, κιμιτσής, κιμιντζής | γκεμιτζής, γκεμτζής, γκιμτζής, γκεμιτσής, γκιβιτζής, γεμιτζής, γεμιντζής, γεμιτσής, γεμιντσής, γεμιτζής, γεμτζής, γιμτζής, γιμιντζής, γιμιτζής, γιμιζής, γιουμιτζής, εμιτζής, θαλασσινός, μαρινέρης | yemici | τούρκικο

κεμπάπι, κεμπάπ, κιαμπάπι, κιαμπάπ | ρόστο, ψητό κρέας κιμά (με μπαχάρια) | kebap | τούρκικο

κενάρι, κενάρ | άκρα, άκρη, άκρια, ακριγιά, άκριγια, άγκρα, νάκρα, νάκρη, ίγκερα, ίγκια, μάντα, τσούντα / ούγια, βούγια, γούγια, γάγια, μπούνια / μπορντούρα, μπουρντούρα | kenar | τούρκικο

κενέφι, κενέφ, κινέφι | αλαμπάντα, ανάγκη, ανάτζη, αναγκαίος, αναγκαίο, αναγκαίον, αναγκαίος, αναγκεόν, αναγκεό, αναγκέου, ανατζέο, ανατζέος, ανατζιέος, αγκεός, αγκέους, καμπινές, γκαμπινές, μέρος, μέρους, μοστιρέκ, χαλές, αχαλές, χαλέ, χεστερή, χεζουριό, χρεία, χριγιά | kenef | τούρκικο

κεντέρι, κιντέρι, κιντέρ, κεδέρι, κιδέρι | λύπη, θλίψη, χλίψη, κάχρι | keder | τούρκικο

κεντινάρι, κιντινάρι, κιντινάρ, κντινάρ, κινδινάρι | εκατό, κατοσταριά | centinaio | ιταλικό

κεπαζές, κελπαζές | ρεζίλης, ξεφτίλας, ξιφτίλας, μόμολος, μόμολο, μπιομπός, ρεντίκολο, ρεντίκουλο | kepaze | τούρκικο

κεπέγκι, κεπέγκ, κιπέγκ, κιοπένι, κιοπέγκι | καπάντζια, καπάντζα, καπάτζα, καπάτζια, κλαβανή, κλαβανό, κλαβανί, κλιβανή, κλεβανή, γκλαβανή, γκλαβανί, γκλαβανό, γλαβανή, γλαβανί, καταραχτή, καταπακτή (λόγιο) | kepenk | τούρκικο

κεπτσές, κιπτσές, κεψές, κεψέ | ξαφριστίρι, τρυποχουλιάρα, τρυποκουτάλα, αβκαστούρα | kepçe | τούρκικο

κερεβίζι | το φυτό Apium graveolens, σέλινο, αγριοσέλινο, ήμερο σέλινο | kereviz | τούρκικο

κερέμι, κεράμι, κερεμέ | γκερεμέ, καλοσύνη / χουβαρνταλίκι | kerem | τούρκικο

κερεστές, κιρεστές, κερετσές, κελεστέ | ξυλεία (λόγιο), ξυλική, ξυλιτζή | kereste | τούρκικο

κερεστετζής, κερεστεντζής | ξυλέμπορος (λόγιο), ξυλάς, ουτουντζής | keresteci | τούρκικο

κερπεντένι, κερπεντέν, κελπεντίν, κελπετίν, κελπετή | τανάλια, ντανάλια, τανάγια, δοντάγρα, δουντάγρα, δοντάκρα, γοντάγρα, ζονταρκά | kerpeten | τούρκικο

κερπίτσι, κερπίτς, κιρπίτσι, κιρπίτς | πλίθα, πλίθος, πλιθί, πλιθάρι, πλιθάρ, πλίθρα, σπλίθρα, σπλιθάρι | kerpiç | τούρκικο

κερχανάς, κιρχανάς, κερχανές, καρχανές | μπουρδέλο, μπορντέλο, πουτανόσπιτο, πουταναριό, πουταναργιό | kârhane | τούρκικο

κερχανετζής, κερχανατζής, κιρχανατζής | νταβατζής, νταβαντζής, νταβάς, ρουφιάνος, μπεζεβέγκης, μπεζεβένκης, μπεζεβένης πεζεβέγκης, πεζεβένκης, πεζεβένης, κοντόσης, αγαπητικός | kerhaneci | τούρκικο

κεσάτι, κεσάτ, κισάτι, κισάτ | αναδουλειά, αναδουλιά | kesat | τούρκικο

κεσέ, κεσιά | σακούλα, σακούλι, σακούλ / πουγκί, πούγκα | kese | τούρκικο

κεσέμι, κεσίμ, κισέμι, κισέμ | γκεσέμι, γκισέμι, γκισέμ, γκιοσέμι, μπροστάρης, μπροσταρόκριος, σούρτης | kösem | τούρκικο

κεσέμι, κεσίμ, κισίμι, κισίμ | κασίμι, αποκοπή (λόγιο) | kesim | τούρκικο

κεσές, κεσέ, κισές, κιασές, κεσά, κιοσές | μικρό πήλινο για το πήξιμο γιαουρτιού | kese | τούρκικο

κέσκε, κέσκι | μακάρι, μαγάρι, μαγάρε, μεγάρι | keşke | τούρκικο

κεσκέκι, κεσκέκ, κεσκέσι, κεσκές | βραστό κρέας με κοπανισμένο στάρι | keşkek | τούρκικο

κετένι, κετέν | φυτά το γένους Linum, λινάρι, λινάρ, λίνο, αγριολινάρι, λινοκαλάμι | keten | τούρκικο

κετσές, κετσιά, κιτσές | γκετσές, κεντούκλα, κεντήκλα, τρίχινο πανί, φετρ, φελτ | keçe | τούρκικο

κέτσιγα | ψάρια του γένους Acipenser, μουρούνα, ξιρίχι, στουριόνι | kečiga | σλάβικο

κέφι, κεφ | αλεγρία, σιηνίκι, ευδιαθεσία (λόγιο) | keyif | τούρκικο

κεφιές | αντρικό μαντίλι για το κεφάλι | kefiye | τούρκικο

κεφίλης, κιφίλης, κεφίλς | εγγυητής (λόγιο), πιέντζος | kefil | τούρκικο

κεφτές, κιοφτές, κιουφτές, κεφκές | πολπέτα | köfte | τούρκικο

κεχαγιάς, κεχαϊάς, κιαχαγιάς o, κιχαγιάς, κιαγιάς, κιχαϊάς | τσαχαγιάς, οικονόμος, επιστάτης (λόγιο) | kâhya | τούρκικο

κεχριμπάρι, κεχριμπάρ, κεχλιμπάρι, κιχριμπάρι, κιχριμπάρ, κιχλιμπάρι, κιχλιμπάρ | άμπρα, άμπαρο, άμπαρι, άμπρι, λάμπρα, ήλεκτρο (λόγιο) | kehribar | τούρκικο

κιαλέτα (τα) | γυαλιά, γιαλάδια, ματογυάλια, ματόγιαλια, ματουγιάλια, γκαβογιάλια | ochiali | βενετσιάνικο

κιάλι, κιαλ, κιάλε, κιάλια (τα) | λαπάτσα, διόπτρα (λόγιο) | cannochiale | ιταλικό

κιαμάρω, κιαμέρνω | βρίσκω χνάρια | chiamare | ιταλικό

κιάρι, κιαρ | κέρδος, διάφορο, διάφουρου, απολαβή, απουλαβή, ιπουλαβή | kâr | τούρκικο

κιαρίρω, κιαρίζω | καθαρίζω, παστρεύω, παστρέβω, παστρέβγω, παστρέβου / ξεκαθαρίζω, ξεδιαλύνω, ξεδιλιένω, δκιαλίζω | chiarir | βενετσιάνικο

κιάρος | καθαρός, λαγαρός, λαμπάντες, λαμπάντε, λαμπίκος, λαμπίκους, μπούτσιαρος, μπούτσιρος, παστρικός, σπαστρικός, χάσικος, χάσκος, χάσκους / ξεκάθαρος, πέλης | chiaro | βενετσιάνικο

κιάσο | φασαρία, ντόρος, σαματάς, σιαματάς, πατιρντί, πατριντί, πατριδί, νταβαντούρι, νταβαντούρ, νταβατούρι, νταβατούρ, ταβατούρι, ταβατούρ, βαβούρα, βαζούρα, βαζ, βατούρα, τζερτζελές, τσερτσελές, τσερτζελές, τσαμπαρίκος, αντράλα, αραβαΐσι, αραβαΐσιν αραβαΐς, αραβαγίς, αρβάλα, γκιορλιουτί, λάβα, λαντούρα, μανούρα, μαλιφίτσι, μαλιχουλές, ντουούς, σίστριγους, σίστεργους, σιντροδή, στρέπετο, στρέπιτο, σιασέτ, φεσφεσές, χάβρα, χαρδαβαλιό, χουρντουρούλ, μπαχαβράς | chiasso | βενετσιάνικο

κιατίπης, κιατίψ | γραμματικός, γραμματκός, γραμμακικό, γραφιάς, γραφκιάς, γραφιάρης, γραφιάτορας, γραφιάτουρας | kâtib | τούρκικο

κιαφίρης, κιαφίρ, καφίρης, καφίρ, κιουφάρης | ο άπιστος, αυτός που δεν είναι μουσουλμάνος | kâfir | τούρκικο

κιγιαμέτι, κιαμέτι, κιαμέτ, κουγιαμέτ, κιαμέτης | κοσμοχαλασιά, κοσμοχαλασά | kıyamet | τούρκικο

κίγκλα | το λουρί που κρατά δεμένο το σαμάρι στη μέση του ζώου, ίγκλα, ίγλα, ίνγλες, γίγκλα, γίγλα, γίνγκλα, νίγκλα, νίγλα, ζεύστρα, μισιά, μισιό, μεσά, μπροστελίνα, μπροστιλίνα | cingula | λατινικό

κιγμέτι, κιμέτι, κιγμέτ | αξία, αξιά, άξια, αξά, αξίγια, εξιά, εξά, ξια, ξα, αξιάδα, αξιότη, αξιότ, αξιότε, αξιγιότε, αξιότητα, αξιότα, αξιουμάδα, αξιομάρα, αξιουμάρα, αξιοσίνη, αξιουσίν, αξοσίνη, αξουσίν | kıymet | τούρκικο

κιζιλτζίκι, κιτζιλίκι | το φυτό Cornus mas, κρανιά, κραν / ο καρπός: κράνο, κράνι, κράνου, κραν | kızılcık | τούρκικο

κίκαρα, κίκαρ, κικαρί, κίκαρη | φλιτζάνι, κούπα | chicchera | ιταλικό

κιλίμι, κιλίμ, κελίμι, κιλίνι | αντρομίδα, αντραμίδα, αντρουμίδα, ανεντρομίδα, ντρομίδα, αντρομίδι, αντραμίδι, ντραμίδι, αντρομιδοκίλιμο | kilim | τούρκικο

κιλίφι, κελίφι, κελίφ, κλίφι, κλιφ, κιλίφ, κουλούφι, κουλούφ, κλούφι, κλουφ | μαξιλαροθήκη (λόγιο), ντεμέλα, ιντεμέλα | kılıf | τούρκικο

κιμάς, κιγιμάς, κιγμάς, κεμάς, κεϊμάς, κουϊμάς | λιανισμένο, ψιλοκομμένο κρέας | kιyma | τούρκικο

κιμπάρης, κιμπάρτς, κιμπάρς | αρχοντάθρωπος, αρχοντάθρωπος, αρκοντάθροπος, αρχουντάθρουπους | kibar | τούρκικο

κιμπαρλίκι | αρχοντιά, αρχοντία, αρχουντιά, αρχοδιά, αρκοντιά, αρκόντια, αρκογκιά, αρκοντζιά, αρχοιντά, αρχοντέ | kibarlιk | τούρκικο

κιμπρίτι, κιμπρίτ | σπίρτο, σπίρτου, πυρείο (λόγιο) | kibrit | τούρκικο

κινάπι, κνάπι, κναπ, κουρνάπι, κουρνάπ, κανάπι, κανάπ | σπάγγος, σπάγκος, σπάγγους, σπάγκους, σπάγος, σπάος, σπάους | kınnap | τούρκικο

κινάς, κινά, κνας, κνα | ουκνά, χένα, κόκκινη μπογιά από φυτό | kιna | τούρκικο

κινίνο, κινίνη | σουλφάτο | chinina | ιταλικό

κιντί, κεντί | δειλινό, διλνό, μερέντι, μερέντε | ikindi | τούρκικο

κιόι, κιόγι | χωριό, χωριόν, χουριό | köy | τούρκικο

κιολές | δούλος, σκλάβος | köle | τούρκικο

κιοπρού, κιουπρί, κιοπρί, κιουπρού | γέφυρα, γεφύρι, γεφύριν, γιοφύρι, γιοφύριν γέφρα, γκέφιρα, γιόφιρα, διόφιρα, όφιρα, γέφιρας, γιφίριν, γεφίρ, γεφίρτζι, γεθίρι, γιφίρι, γιφίρ, γκιφίρ, χιφίρ, ιφίρ, αϊφίρ, , γιοφίρτζι, γιοφίρ, γιουφίρι, γιουφίρ, γδιουφίρ, γκιουφίρ, αγιοφίρι, γιοφύι, γιοθίρι, γκιοθίρι, διοφίρι, ιδιοφίρι, διουφίρ, δοχίζι, λιοφίρι, ιοφίρι, ιουφίρ, ιουφούρ, οφίρι, πόντες, μπόντες | köprü | τούρκικο

κιόρης, κιορ, κιόρος, κιορς, κιορτς | τυφλός / στραβός, στραός, στραβούλιακας, στραβαλιγκιόζης / γκαβός, γκαβό, γκαγκαβό, γκαϊβός, γκαϊδός, γκαϊντός, σγκαϊντός, σγκαϊδός, καϊδός, γαϊδός, σγαϊδός, γκαβόματος, γκαβομάτης, γκαβούακας / αλλήθωρος, αλίθορε, αλιθόρος, αλίθουρος, αλόθορος, αλιγκιόζης, αλιφέγγης | kör | τούρκικο

κιορλούκι, κιορλούκ | τύφλα, τούφλα, στραβομάρα, στραβουμάρα, στραβάρα, στραβοϊλα | körlük | τούρκικο

κιοσέ, κιοσές, κιουσές, κισές | αγκωνή, αγκωνιά, αγκουνία, αγκουνιά, αγκονέα, αγκονέ, κουνή, αναγκονή, ανγκιουνή, γωνιά, γουνιά, γουνία, γονέα, γονιό, βονιά, κόχη, κοχ | köşe | τούρκικο

κιοσελές | δέρμα, δερμάτι, δερμάτ, διρμάτι, διρμάτ, τομάρι, τομάρ, τουμάρι, τουμάρ, κόζα, κοζά, κοζιά, κόζια, κόζτα, κουζίν, πετσί, πέτσα, πετσαλίνα, πετσαλούδα / σόλα, πάτος, πάτους | kösele | τούρκικο

κιοσές | σπανός, σπανομαρία, μαδός, άτριχος, θεοξύριστος, θεοξιούριστος | köse | τούρκικο

κιόσκι, κιοσκ, κιόσι | παβιόνι, σαϊβάν, τσατόρα, περίπτερο (λόγιο) | köşk | τούρκικο

κιοστέκι, κιοστέκ, κιουτσέκι, κιουστέκι, κιουστέκ, κουστέκι | πέδικλο, πεδούκλι, πεδούκλα, πέδουκλας, πέδουκλο, πιδούκλι, πέικλο, διπούζα / μαλαματένια ή ασημένια αλυσιδίτσα | köstek | τούρκικο

κιοτής, κιουτής | φοβητσιάρης, φοβετσέας, φοΐτσιλος, σκιαζάρης, σκιαζούρης, τρεμούλας, τρεμούλης, τρεμουλιάρης, τριμτσιακός, χέστης, χεζής, χέσκος, τσιρλής, τσίρλους, τσιλιάρης, κλανιάρης, κλασομπανιέρας, καής, τρατσάλης, ψοφάρης, ριπιτίγκος, τζατζαλιάρης, αλτσιάκς | götsüz | τούρκικο

κιούγκι, κιουγκ, κιούνγκι, κιουνγκ, κιούνκι, κιούνκ | σουλινάρι για βρομόνερα | künk | τούρκικο

κιουλ | στάχτη, σταχτάρι, σταχτ, στακτός, σαχτάρ, αχιλιά, αχλιά, αχιά, αχινιά, αθοκοπή, αθουκόπη, αθοκούφη, αθεκούφη, αθούμπαλη, ασεκούφη, άθος, αθός, άθους, άτθος, ατθός, άτος, νάτθος, αθουριά, πιπιλιά, τόφλα | kül | τούρκικο

κιουλάφι, κιουλάφ, κιουλάχι | σκούφος, σκούφους, σκουφί, σκούφια, σκουφέτα | külah | τούρκικο

κιουμούρ | κάρβουνο, καρβούνι, κάρβνου, καρβόν, κάρνο, κάρνου, αθράκι | kömür | τούρκικο

κιουμπρές, κεμπρές | κοπριά, κόπρια, κοπρέα, κόπρι, κουπριά, κουπρά, κόπριγια, κουπριγιά, κουπρέ, κεμπρέ, κοπρικά, κόπρικα, κροπία, κροπιά, φουσκί, φουσκή, αφσκί, φσκι, γκουβούνα / βοδιών: βοϊδοκοπριά, βουιδοκοπριά, βουιδοκουπριά, βοδοπρέα, βοϊδόκοπρο, βουιδοχέσι, σβουνιά, βουνιά, βουινιά, βούνκα, βνια, βούλιτο, βουτσέ, βουτσέα, βοδιά, βοϊδιά, βουιδιά, βουδιά, βουδγιά, βουδέ, βδιά, βουζιά, βουτσιά, βουτσά, βουτσέα, βουτσέ, βούλτα, βουλτιά, ουτσά, ουτσέα, βουιδοβουτσιά, βοϊδοβουνιά, βουιδουβουνιά, βοδοβουνιά, βουδουβνιά, βουγδοβουνιά, βουλτοκάβαλα, τσιλιά / αλόγων, γαϊδάρων, μουλαριών: καβαλίνα, γκαβαλίνα, γκάβαλο, καλίνα / γιδοπροβάτων: κακαράντζα, κακαράνζα, κακαράτζα, κακαρέντζα, κακαρέτζα, καρκατζέλα, καρατζίνα, γκαγκαράτσα, γκαγκαράντζα, γκαγκαρέντζα, βερβελιά, βέρβελα, βερβελγκιά, βερβιλντιά, βερβέλα, βέρβελο, βέρβελντο, βερβουλιά, βερβελέ, βερβελές, βερβέλι, βέρβελιν, βερβελίθρα, βερβελίδα, βερβελία, βιρβίλ, βιρβιλιά, βιρβιγιά, βιρβιγκιά, βιρβλιά, βιρβιτσλιά, βούρβελο, βούρβρλντο, βορβολιά, βουρβουλιά, βουρβουριά, βουρβουτζλιά, βρουλιά, βέσβελο, τριβιλιά, πουτσλίθρα, κοπριλίγκες, κοτσιρόγια / γουρουνιού: γουρουνοκαβαλίνα, γουρνοκαβαλίνα, γουρουνοκάβαλο, γρουνοκάβαλο, γουρουνοκοπριά, γρουνοκοπριά, γουρνουκουπριά, γουρουνουκοπρέα, γουρουνοκουμούλα, γουρουνοκουμπούλα, γουρουνοκουρμούλα, γουρουνοκαρμούλα, γρουνοκουμπούλα, γουρουνοσκατή, γρουνουσκατή, γουρνοσκατίδα, γουρνουσκατίδα, γουρουνοσκατίλα, γουρνουσκατίλα, γουρνοσκατζίλα, γουρνοκατζίλα, γουρνοκατσίλα γουρουνόσκατο, γουρνόσκατο, γουρνόσκατου, γρουνόσκατο, γρουνόσκατου, γουρουνοφούσκι / βουβαλιών: μπουρανία | gübre | τούρκικο

κιούπι, κιουπ, κιπ | πιθάρι, καπάσα, μεθίρα, καβανός, κουρούπι | küp | τούρκικο

Κιούρτης | Κούρδος | Kürt | τούρκικο

κιουρτσής, κιουριτσής | γουναράς, γναράς, γούναρης, γουνάρης, γουναριτζής, γουνάς, γουνατζής | kürkçü | τούρκικο

κιουτρούμ, κιτουρούμ | γκιουτρούμ, γαγκρός, ζουγκλος, ζουγλός, κουλουκρός, παταλιακός, παράλυτος | köturum | τούρκικο

κιραγί, κιράγι, κιραΐ, κράι, καραγή | πάχνη, τσάφι, τσαφ, τσιάφι, τσιαφ | kırağı | τούρκικο

κιράς, κιρά, κιρή | αγώι, αγώιν, αγώγι, αγώγιον, αγόγιου, αγόδιν, αόι, γόι / νοίκι | kira | τούρκικο

κιρατζής, κιραντζής, κερατζής, κεραντζής | αγωγιάτης, αγωγιαστής, αγογιάτς, αγουγιάτς, αγουιάτς, αγογιάτα / νοικάρης, νοικιαστής, ενοικάτορος | kiracı | τούρκικο

κιρέτσι, κιρέτς, κερέτσι, κερέτς | ασβέστης, ασβέστη, ασβέστ, ασβέστς, ασβέτς, ασβίτς, αρβέστης, ασβέστι, ασβέστιν, ασβέστ, αζβέστ, ασμπέστι, αβζέστι, αβλέστι, χορίγι, χορίδι, χορί | kireç | τούρκικο

κιρκινέζι, κιρκινέζ, κιρκινέτς, κιρκινέζος | το πουλί Falco naumanni, κρικινέζι, κιρκινέλι, κιρκιλίδα, κικλής, κίτσης, ανεμογαμάκι, ανεμογάμης, ανεμόγαμος, ανεμογιάννης, γκαργκανέτζα, γκιργκινέγκα, ζάνος, μουχαμλής, τσουρτσουνέτα | kerkenez | τούρκικο

κιρμιζί, κριμιζί, κρεμεζί, κρεμεζέ, κιρμεζί, κερμέζο | γκρεμέζι, κόκκινο, άλικο, αλί | kιrmιzι | τούρκικο

κιρμπάτσι, κιρμπάτς, κουρμπάτσι, κουρμπάτς, κουρμπάτσιο, κουρμπάτσο, κορμπάτσι, κουρμπάτς, κορμπάτς, κλιμπάτσι | χλιμπάτσι, μαστίγιο (λόγιο), βούρδουλας, βουρδούλι, βούρδουλο, βέρδουλας, αβούρδουλας, βοϊδόπουτσα, βοϊδόπτσα, βοϊδόνευρο, βοϊδοτσούλι, βουιδουτσούλ, βουιδουτσλί βούνευρο, μούνεβρο, κούνερος, δάρτης, καμουτσί, καμτσί, καμουτσίκι, καμπτζίκι, καμπτσίκι, καμτσίκι, καμτσίκ, λούρα | kιrbaç | τούρκικο

κισίρα, κισίρ, κουσούρου | στέρφα, στέρφη, μαρμάρα | kısır | τούρκικο

κισλάς, κουσλάς | στρατώνας (λόγιο), καζάρμα | kışla | τούρκικο

κισμέτι, κισμέτ, κισιμέτι, κεσμέτι, κιζμέκι | χουσμέτι, τυχερό, γραφτό, γραμμένο, ριζικό, μοίρα, ζούδιο | kιsmet | τούρκικο

κιστέρνα, κινστέρνα | γιστέρνα, γκιστέρνα, τσιστέρνα, ιστέρνι, στέρνα | cisterna | λατινικό

κιτάπι, κιτάπ, κιουτάπι | κατάστιχο, βιβλίο (λόγιο) | kitap | τούρκικο

κιτάρα | κιθάρα (λόγιο) | chitara | βενετσιάνικο

κίτικος, κίτκος, κίτκους | λίγος, λίγους, ουλίγους, ελίγος | kιt | τούρκικο

κιτριά | To δέντρο Citrus medica, φράπα, λεμόνα | citrea | λατινικό

κίτρο | τσίτρον, ο καρπός της κιτριάς | citrum | λατινικό

κλαβανή, κλαβανό, κλαβανί, κλιβανή, κλεβανή, κλοβανή | γκλαβανή, γκλάβανη, γκλαβανί, γκλαβανό, γκλαβανιά, γκλιβανή, γλαβανή, γλαβανί, γλιβανή, γλαανή, αγλαβανή, αγλαανή, ακλαβανή, βλαγανή, κεπέγκι, κεπέγκ, κιοπέγκι, κιοπένι, κιπέγκ, καπάντσα, καπαντζές, καπάντζια, καταράχτης, καταραχτή, αφάλι, μπουκαπόρτα, καταπακτή (λόγιο) | glavan | σλάβικο

κλαμπανάρος, καμπανάρης | κωδονοκρούστης (λόγιο) | campanaro | ιταλικό

κλαπάτσα | γκλαπάτσα, γλαπάτσα, χλαπάτσα, αβδέλιασμα, βιδέλιασμα, εβδέλιασμαν, εβδέλαγμαν, κοδέλιασμα, διστομίαση (λόγιο) | gălbĕatsă | βλάχικο

κλαπατσίμπανα (τα), κλαπατσίμπαλα (τα), κλαπατσίγκαλα (τα), κλαπατσίγκανα (τα) | μουσικά όργανα (λόγιο) / πολλά μικροπράματα μαζί | clavicembalo | ιταλικό

κλαρίνο | κλαρινέτο, καρνέτο, γκαρνέτο, γλαρουνέτο | clarino | ιταλικό

κλεισούρα | στενοτοπιά, στενοπόρι, στενόπορο, στενοποριά, στένος, στενούρα, στερούνρα | clausura | λατινικό

κλοτσιά, κλωτσιά, κλότσος, κλοτσέα, κλότσους, κουτσιά | τσινιά, τσουνιά, τσιαφλέκι, ανεποδάρα, λακτέα, λαχτία, λάχτα | calcio | ιταλικό

κλούβιο, κλούβιου, κλούφιο | το μπαγιάτικο, το χαλασμένο (για αβγό), οργιό, ούργιο, ούργιου, | k’lvati | σλάβικο

κοβέρνο, κουβέρνο, κουβέρνον, κουβέρνου, κουέρνο | γκουβέρνο, γκοβέρνο, γοβέρνο, γοβέρνον γουβέρνο, γουέρνο, δοβλέτι ντοβλέτι, ντεβλέτι, ρεγκιμέντο, ρεγκεμέντο, κυβέρνηση (λόγιο) | governo | ιταλικό

κογιονάδα | κοροϊδία, κάζο, καζούρα, περγιέλι, αναγέλασμα | cogionada | βενετσιάνικο

κογιονάρω, κουγιονάρω, κουγιουναρίζω, κοϊνέρω | κοροϊδεύω, κουρδίζω, κορδίζω, λαναρίζω, περιγελώ, περγελώ, πιργελώ, ιργιλώ, πουργιλώ, αναγελάω, αναγελώ, αναγιλώ, αναελώ, νιελώ, παίζω, αναμπαίζω, κασμιρέβου, ξιουρίζω, σκανιάζου | cogionar | βενετσιάνικο

κογιόνι, κογιόνια (τα) | αρχίδι, ορχίδιν, αρχίδ, αρκίδιν, αρκίδι, αρτσίδιν, αρσίδι, αρσίιν, αχρίδι / αρχίδια, καζέλια, καραμπαλίκια, καλαμπαλίκια, κλαμπάνια, κουρδουμπούλια, λιόκια, λιμπά, λίμπα, λμπα, μπελεγρίνια, μπρίκια, μπουμπρέκια, μπουμπόλια, πελέδια, χαρχαγκέλια | cogioni | βενετσιάνικο

κογκολάδο, κογκολάδα | γουλάδα, γκαλντερίμι, γκαλντρίμ, κελντερίμι, καλντερίμ, καλντιρίμ, καλντιρίμ, καρντερίμι, καρντιρίμι, καρτερίμι, σαλτσάδα, σαλτσάδο γουλάδα, λιθόστρωτο (λόγιο). | cogolo | ιταλικό

κόγκρος | το ψάρι Conger, γόγκρος, δρογκός, δρόγκος, μουγγρί | congro | ιταλικό

κόζα, κοζά, κοζιά, κόζια, κόζτα, κοζίνι, κουζίν | δέρμα, δερμάτι, δερμάτ, διρμάτι, διρμάτ, τομάρι, τομάρ, τουμάρι, τουμάρ | koža | σλάβικο

κόζι | ατού (λόγιο) | koz | τούρκικο

κοιλό, κιλό | παλιό μέτρο χωρητικότητας για τα στάρια | kile | τούρκικο

κόκα | κεφάλι, κεφαλή, κεφάλα, κιφάλ, κιοφάλι, κιοφάλ, τζιεφάλιν, γκλάβα, γλάβα, κλάβα, ακούτρουφας, γκάγκα, γκούσια, καύκαλο, κάφκαλο, καφκί, καυκάλα, κούτικας, κουτούκι, κούτκας, κούτκα, κούτρα, κουτρούκι, ξερό, καραμπάτς, κάρκαλο, καρκάλι, κάρακλο, καρκάνα, κάκαρο, κάκαρου, καφάς, καφάσα, καφάσι, καφάς, κελέ, κτιτς, παπάλ, πατσί, πατσιάς, τσερβέλο, τσούκα, χραπάτ | kokë -a | αλβανικό

κοκόζης, κουκιόζης | μπατίρης, μπατιρς, απένταρος, άφραγκος, άπαρος, άψιλος, αναπαραδιάρης | kokoz | τούρκικο

κόκολι, κόγκολη, κόγκολι, κόγκουλη | το φυτό Agrostemma githago, γόγκολη, γόγκολι, βόγκολη, αγριοκοκιά, | kokolj | σλάβικο

κοκορέτσι, κουκουρέτς | αρνίσια συκωταριά τυλιγμένη με τα άντερα σφαχτού και ψημένη στη σούβλα, μενούζα | kukurec -i | αλβανικό

κόκοτας, κόκοτος, κοκοτός, κόκουτας, κοκότι | Gallus domesticus, αλέχτορας, αλόχτερας, αλίχτορας, αλέστορα, αλέφτορα, αλέφθορα, αλέθορα, αλέθτορα, αλεχτόριν, αλεχτόρι, αλαχτόριν, αλαχτόρι, λεχτόρι, λαχτόρε, κόκορας, κόκουρας, κουκόρ, κόκορο, γκόκορα, κουκουρίκος, κουκουτσέλας, πετεινός, πέτνος, πέτνιους, πέτνους, πέτνιαρος, πέτος, πέκνιος, πέκνιους, πέτκους, πιτός | kokot’ | σλάβικο

κολάι, κουλάι, κολάγι, κολάγ, κολάδι | ευκολία (λόγιο) | kolay | τούρκικο

κολάινα, κολαΐνα, κολαΐνη, κολάνα | κολιέ, κολιές, μπουρλιά, χαρχάλι, γιορντάνι, γιουρντάνι, γιορνταναλίκι/ λαιμαριά, λεμαργιά, λιμαριά | colagna | βενετσιάνικο

κολάνι, κολάν, κολάνα, κουλάνι, κουλάν | πέτσινο λουρί που δένει το σαμάρι στα καπούλια ζώου, καπλοδέτα, κουσκούνι, κουσκούν, μπαλντίμι, μπαλτούμι, μπαλντούμι, ουπιστιά, πιστιά, απισιλίνα | kolan | τούρκικο

κολαούζος, κολαγούζος, κολαουζάς, κολαούζης, κολαούσης, κουλαούζος, κουλαούζους, κολαβούζ | μπροστάρης, οδηγός (λόγιο), πλοηγός (λόγιο) | kιlavuz | τούρκικο

κολαρίνα, κολαρίνο | μεγάλος άσπρος γιακάς | colarina | βενετσιάνικο

κολάρο, κολάρος | γιακάς, γιακά, ιακάς, γιαχάς, γιαγάς, γιάκα, γιαχά / τραχηλιά, λαιμαριά, λεμαργιά, λιμαριά | collaro | βενετσιάνικο

κολάστρα, κουλιάστρα, κουλάστρα, κολόστρα, κλιάστρα, κουράστρα, κοράστρα, κλόστρα | γουλιάστρα, γλιάστρα, πρωτόγαλα, πρωτόγαλο, πρωτογαλιά, αγίζι, αγίζ, κοκοφρίκος, κορκοφίγκι, κουρφίγκους, γκουφρίκος, γκουφρίκους | colostrum | λατινικό

κολατσιό, κολατσίο, κολατσό, κουλατσό, κουλατσιό, κολατσού, κολαστό, κόληας, κολακιό | λίγο και γρήγορο φαΐ | colazion | βενετσιάνικο

κολέτο | γιακάς, γιακά, ιακάς, γιαχάς, γιαγάς, γιάκα, γιαχά | coleto | βενετσιάνικο

κόλιαντα, κόλεντα, κόλαντα, κόλιεντα, κόλιντα, κόλιαντρα, κόλεντρα, κόλιντρα | κάλαντα, κάλανδα, σούρβα (της πρωτοχρονιάς) | kolada | σλάβικο

κολιάντσα, κολιάντζα, κολιάτζα, κολιάνιτσα, κολιανίτσα, κουλιάντσα, κουλιάντζα | τσίρλα, τσιρλιό, τσίρλους, τσιούρλα, τσέρλα, τσέρλο, τσιρλιπιπί, τσίλα, τσιλίτς, τσιλιαριά, τσιλιακούρ, τσνέλα, τσίνσι, τσαρτσάλια, κόψιμο, κόψιμου, κόψμου, πούργα, ριπιτίδι, ριπιτίγκος, ριπιτίν, τανούρα, τραφλάκια, σούρτος, σούρτα, σούρδα, σπούρα, σποράκλα, | koljanica | σλάβικο

κολίγας, κολίγος, κολέγας, κολέγα, κολεγάδος, κόληας, κόλιας | μεσακάρης, μισιακάρης, μερτικάρης, σέμπρος, κουντουβερνάρης | collega | λατινικό

κόλλα | φύλλο χαρτιού | colla | ιταλικό

κολντεμίρι, κοντεμίρι, κόλντιμιρ | αμπάρα, ασμπάρα, μπάρα, καντινάτσο, κατενάτσος, καντινάτσος, καδινάτσος, κατινάτσο, καδινάτσο, μάνταλο, μάνταλος, μάνταλους, περάτης, μπεράτης, απεράτης, παράτ, καταράχτης, μπλιτσούνι, σίδερο, σύρτης, σούρτης, σέρτης, σιρτς, σαγιαδόρος, ζαμπί | koldemiri | τούρκικο

κολομπαράς, κουλουμπαράς, κολόμπαρης, κολόμπος | κολόμβος, ενεργητικός ομοφυλόφιλος (λόγιο) / παιδεραστής (λόγιο) | kulampara | τούρκικο

κολομπίνα, κολομπίνι | περιστεράκι, πιτσούνι, πιτσουνάκι, πιπίνι, πιπινάκι | colombina | ιταλικό

κολόνα, κουλόνα | στύλος (λόγιο), κιόνι, τζιόνιν | colonna | ιταλικό

κολονάδα | κιονοστοιχία (λόγιο) | colonada | βενετσιάνικο

κολονέλος | συνταγματάρχης (λόγιο), μιραλάης | colonelo | βενετσιάνικο

κολονέτα | κολονάκι | colonnetta | ιταλικό

κολοράτος, κολοράδος | έγχρωμος (λόγιο) | colorato | ιταλικό

κολορίτος | βαμμένος, μπογιατισμένος | colorito | ιταλικό

κολόρο, κουλούρο | βαφή, βάψη, βαψ, βάμα, βάματο, άμα, μπογιά, μπουγιά | color | βενετσιάνικο

κόλπο, κόρπο | τερτίπι, τροπιά, μαντζιαλούκ, ματσαράγκα, ταλούμι, μαραφέτι, μηχανή, ξεγελασιά, αλεπουδιά, μαγιουνιά, ανάγυρος, μπαλαμούτι, σαλτανάτ | colpo | ιταλικό

κόλπος, κολπετίνι | αποπληξία (λόγιο), ταμπλάς, νταμπλάς, γούσουρα | colpo | ιταλικό

κολτούκι, κολτούκ, κουλτούκι, κουλτούκ | γολτούκ, μασχάλη, μασκάλη, μασκάλ, μοσκάλη, μουσκάλη, βασκάλη, πασκάλη, αμασχάλη, αμασκάλη, αμασκάλ, αμασχάλα, αμασκάλα, αμπασκάλη, αμπασκάλ, αμοσκάλη, αμοσκάλ, αμοσκάλα, αμοσκά, αμουσκάλη, αμουσκάλ, απασκάλη, απουσκάλη | koltuk | τούρκικο

κολτσίνα, κουλτσίνα, κοντσίνα | ένα παιχνίδι (με τα χαρτιά της τράπουλας) | concina | βενετσιάνικο

κόμε | σαν, σα, πως | come | βενετσιάνικο

κομέντια | κωμωδία (λόγιο) | commedia | ιταλικό

κομέντο, κουμέντο | σχόλιο (λόγιο), ορμήνια, αρμινιά | commento | ιταλικό

κόμης | κόντες, κόντης | comes | λατινικό

κομιντόρο, κομιντόρα, κομεντόρο, κομεντόρι, κομοντόρι, κομαντόρι, κουμπουδόρ | ντομάτα, πομοντόρο, πομιντόρο, πομιτόρ, φραγκουάζανο, φρανγκουμέντζαλ | pomodoro | ιταλικό

κομισιόν | επιτροπή (λόγιο) | commissione | ιταλικό

κομιτατζής | αντάρτης (λόγιο), τσέτης | komitacι | τούρκικο

κομιτάτο, κουμιτάτου | επιτροπή (λόγιο) | comitato | ιταλικό

κομμούνα, κουμούνα | δήμος (λόγιο) | comune | ιταλικό

κομοδίνο, κομοντίνο | μικρή συρταριέρα που μπαίνει δίπλα στο κρεβάτι | comodino | ιταλικό

κόμοδος, κόμοντος | βολικός, βολκός, βουλικός, βουλκός, οβολικός, βολετός, βολιτός, βουλιτός, βουλετός | comodo | ιταλικό

κομός, κομό, κουμός | σιφονιέρα | como | βενετσιάνικο

κομουνιτά | κοινότητα (λόγιο) | communita | ιταλικό

κομπανία, κομπάνια, κουμπανία, κουμπανιά, κουμπάνια, κουμανία | συντροφιά, παρέα | compagnia | ιταλικό

κομπανιάρω, κουμπανιάρω | συνοδεύω (λόγιο) | compagnar | βενετσιάνικο

κομπάνιος | φίλος, σύντροφος, ορτάκης, ζάβαλος, κολέας, αρκαντάσης, γιολντάσης | compagno | βενετσιάνικο

κομπαρίρω | φανερώνομαι, ξεφανερώνομαι, ξεφαίνομαι | comparir | βενετσιάνικο

κομπάρσος | άνθρωπος με δεύτερο ρόλο στο σανίδι ή στη ζωή | comparsa | ιταλικό

κομπάσο, κουμπάσο | το όργανο διαβήτης (λόγιο), περιγέλι, περιέλι, πριέλι, πιργέλ | compasso | ιταλικό

κομπινάρω | συμφωνώ (λόγιο) | combinare | ιταλικό

κομπλιμεντάρω, κοπλιμεντάρω | κάνω κοπλιμέντα | complimentare | ιταλικό

κομπλιμέντο, κοπλιμέντο, κουκλιμέντο | φιλοφροσύνη (λόγιο) | complimento | ιταλικό

κομπλότο | συνωμοσία (λόγιο) | comploto | βενετσιάνικο

κομπόστα, κομπόστρα | χοσιάφι, χοσιάφ, χοσάφ, χουσάφι, χουσάφ, χρουσάφι, κοσάφι, κοσάφ, κουσάφι, κουσιάφι, κουσάφ, κιουσάφι | composta | ιταλικό

κομπρέσα, κομπρέσσα, κουμπρέσα | επίθεμα (λόγιο) | compressa | ιταλικό

κομπρομέσο | συνυποσχετικό (λόγιο) | compromesso | βενετσιάνικο

κομφίνια (τα) | σύνορα, όρια (λόγιο) | confıne | ιταλικό

κονάκι, κονάκ, κουνάκι, κουνάκ, κονάτσι, κονάτζι | αρχοντικό, αρχοντόσπιτο / σπίτι / καλύβα τσοπάνη, γρέκι / γιατάκι, στιάδιν, χούβα | konak | τούρκικο

κονεύω, κονέβγω, κονέφκω, κονιάζω | κάθομαι, καταλύω (λόγιο) | konmak | τούρκικο

κονκορέντσα | ανταγωνισμός (λόγιο), ξεσινέρια, ξεσινερισιά, σινερισιά, σινουρσιά, σνουρσιά, γκιβάριση, γκιβάρισμα | concorenza | βενετσιάνικο

κονουστίζω, κουνουστίζω, κουνουσέβω | μιλώ, λαλάω, λαλώ, λαώ, κρένω, κρένου, παρλάρω / κουβεντιάζω, αραγκιονάρω, κουνουστίζω, σμπουρίζω, σμπουρίζου, σουμπουρέβου, μασλαντίζω, μασλατέβου, γονουσέβω, ροζονάρω, αγνατιρτίζω | konuşmak | τούρκικο

κονσέρβα, κοσέρβα, κορσέβα | διατηρημένη τροφή | conserva | βενετσιάνικο

κονσίγκλιο, κονσίγιο, κουνσίλιο | συμβούλιο (λόγιο) | consiglio | ιταλικό

κόνσολος, κόνσουλος, κόνσολας, κόσολας, κόσολος, κοσόλος, κούνσουλος, κούσουλος | πρόξενος (λόγιο) | console | ιταλικό

κονσούλτο, κονσούλτα, κονσούρτο, κοσούλτο, κουσούλτο | σύσκεψη (λόγιο) | consulto | βενετσιάνικο

κοντάνα, κουντάνα, κουντένα | καταδίκη (λόγιο) | condanna | ιταλικό

κοντανάρω | καταδικάζω (λόγιο) | condannare | ιταλικό

κόντες, κόντης | κόμης | conte | ιταλικό

κοντέσα | κόμισσα | contessa | ιταλικό

κοντζάς, κοντζές, κοντσές, κοντσάς, κονσές, κουτσί, κοτζές, κρουντζ | γοντζές, γοντσές, γιοντζές, γκοντσές, γκοντζές, βαβούλι, βαβούλιν, βαβούλ, βαγούλιν, βάβουλο, βαβούλα, βαβίλα, μπουμπούκι | konca | τούρκικο

κόντιτο, κοντίτο | ζαχαρωτό, ζαχατάτο | condito | βενετσιάνικο

κόντο, κόντος, κούντος | λογαριασμός | conto | ιταλικό

κοντόσης | νταβατζής, νταβαντζής, νταβάς, ρουφιάνος, πεζεβέγκης, μπεζεβέγκης, πεζεβένκης, πεζεβένης, κιρχανατζής, κερχανατζής, κερχανετζής, αγαπητικός | kodoş | τούρκικο

κοντούτος, κοντούτο, κουντούτα, κουντούτο, κουτούτο | οχετός (λόγιο) | condoto | βενετσιάνικο

κόντρα | σκόντρα, σκούντρα, σνέριου, αλακτικά, ανάποδα, καταπρόσωπα, κατάδικα, αξανάστροφα, αξινάστραφα, αξινόστραφα, καραζινέ, ανάμουτα, αναντινά, γιαναντινά | contra | ιταλικό

κοντράδα | συνοικία (λόγιο) | contrada | βενετσιάνικο

κοντράλτο | μεσόφωνος (λόγιο) | contralto | ιταλικό

κοντραμετζάνα | τραμετζάνα, τραμοντζάνα, δαμετζάνα, νταμιζάνα, νταμεζάνα, νταμιτζάνα, νταμουτζάνα, ντραμουτζάνα, ντραμπουζάνα, ντραμτζάνα, ντραμζάνα, ντραμιτζάνα, ταμουτζάνα, ταμιτζάνα | contra mezzana | ιταλικό

κοντραμπάντο, κοντραμπάδο | λαθρεμπόριο (λόγιο), κατσιρμάς | contrabbando | ιταλικό

κοντραμπάσο | πασαβιόλα, μπασαβιόλα | contrabbasso | ιταλικό

κοντραστάρω, κουντραστάρω, κοντρεστάρω, κοντράρω, κοντράω | σκουντράω, σκουντρίζω, πάω κόντρα | contrastar | βενετσιάνικο

κοντράστο | αμάχη, ανθιλογή, αθιβουλή, μάγκανο, χατάς, τσακωμός, καυγάς | contrasto | ιταλικό

κοντράτο, κουντράτο, κουντράτου | συμφωνητικό (λόγιο), συμβόλαιο (λόγιο) | contrato | βενετσιάνικο

κοντρολάρω | ελέγχω (λόγιο) | contrallare | ιταλικό

κοντσέρτο, κονσέρτο | συναυλία (λόγιο) | concerto | ιταλικό

κόξα, κόγξα, κοξάρα | γόγξα, γοφός, γόφος, γόφο, γοφί, γόφους, γουφός, γοφό, γκοφός, γκοφό, γκόφους, γκουφός, γκουφό, γιόφος, γιόθος, όφος, εγκοφός, εγκουφός, εγκοφό, ογκοφός, κουφός, κουφό, γοφάρι, γκουφάρι, κουλί, σταβρί | coxa | λατινικό

κοπανέλι, κοπανάκι, κοπανούρα | σύνεργο για να φτιάχνουνε δαντέλα | copano | βενετσιάνικο

κοπέλι, κουπέλι, κουπέλ, κόπελος, κόπελας | αγόρι, αγόρ, αγούρι, αγούρ, αϊγόρ, αγκόρι, άγουρος, άουρος / τσιράκι, τσιράκ, τσιουράκι, τσιουράκ, παραγιός / μπάσταρδος, μπάστος, μούλος, πίτσικος, πίτσκος, σμερδός, σβέρδονας, αρπαξιμιός, μπαράκι | kopil -i, | αλβανικό

κόπια | αντίγραφο (λόγιο) | copia | ιταλικό

κοπιάρω | αντιγράφω (λόγιο) | copiare | ιταλικό

κόπιτσα, κόπτσα, κόμπιτσα, κουπτσιάς, κόμτσα | άζουλα, ζάβα, θηλυκωτήρι | kopça | τούρκικο

κόπιτσας, κοπιτσίδα, κόπτσας, κοτσιπίδα | το έντομο Tinea pellionella, βότριδα, βούτριδα, βότρια, βρουτίδα, θέσα, σέθα, μόλτσα, μόλτσια, σκόρος, φνίκι | kopic | σλάβικο

κόρα, κουρά, κορέα, κοριά, κουριά, κουρίνα | καρκάνι, κλόδα, χλόδα, κόθρος, κρόθα, πιτσούρ, πετσοκόλι, πετσί, πέτσα | kora | σλάβικο

κορακιάζω, καρανιάζω, κοριζάζω, κοριζιάζω | διψώ, πατλαντίζου, καγιάζω, γανιάζω, γανιάζου, γκανιάζω, γκανιάζου, κανιάζου, γαρίζω, μαλλιάζω | kurak | τούρκικο

κοράλλι, κοράλι | μερτζάνι, μερτζάν, μιρτζάν, γιούσουρο (με μαύρο χρώμα) | corallium | λατινικό

κορασάνι, κουρασάνι, κουρασάν, κουραζάνη, κουραζάν | λάσπη με ασβέστη, χουραζάνη, μπινιάς, χαμούρι, χαμούρ, χάρτσι, χαρτζ, μάλτα | kireç harcı | τούρκικο

κορβέτα, κουρβέτα | τρικάταρτο καράβι | corvetta | ιταλικό

κορδέλα, κορδέλι, κορδιάλι, κουρδέλα, κουρτέλα | γορδέλα, μεντζάνα, ζάντα, ταινία (λόγιο) | cordela | βενετσιάνικο

κορδονέτο | ψιλό κορδόνι | cordonetto | ιταλικό

κορδόνι, κορντόνι, κουρδούνι, κουρδόν | δέτης, γαϊτάνι, λεφτάρι, τεχρίλι | cordon | βενετσιάνικο

κορέτο, κορότο | πένθος (λόγιο), λούτο | coreto | βενετσιάνικο

κορίτα, κορίτος, κορίτο, κορίτι, κορούτα, κουρίτα, κουρίτος, κουρίτι, κουρίτου, καρούτα | ποτίστρα-ταΐστρα, σκαφίδι, καλάνι | korito | σλάβικο

κορνέτα | χάλκινο πνευστό (λόγιο) | cornetta | ιταλικό

κορνετίστας | αυτός που παίζει κορνέτα | cornettista | ιταλικό

κορνίζα, κουρνίζα | κάδρο, κάδρου, κουάδρο, κάντρο, κάντρος | cornise | βενετσιάνικο

κόρνος, κόρνο, κούρνος | βούκινο, βούκινος, βούκινας, βουκίνα, βούκνου, βουκίνα, βούκιουνο, βούκνο, βούτσινο, ούκινο, γουκίνα, κουκίνα, μπουκίνα, μπούκινο, μπούτσινο, μούκινο | corno | βενετσιάνικο

κόρντα, κόρδα, κόρτα | χορδή (λόγιο), τέλι | corda | λατινικό

κορντόρο, κοριντόρ | διάδρομος (λόγιο), μακρινάρι | coridor | βενετσιάνικο

κόρο, κόρος | χορωδία (λόγιο) | coro | ιταλικό

κορόνα | στέμμα (λόγιο) | corona | λατινικό

κόρσο | δημοσιά, δημοσά, δεμοσιά, δεμοχιά, δρόμος, δρομί, στράτα, στρατί, στράδα, στρατόνι, φαρδόστρατα, φόρος, ρούγα, ρούγος, σούσα, τζαντές, ντουσιμές, λιστόν | corso | βενετσιάνικο

κόρτε, κορτάρισμα | φλερτ, γάρμπο, τζιλβές | corte | ιταλικό

κόσα, κοσά, κοσιά, κόσος, κοσάς, κουσά, κουσιά | μεγάλο δρεπάνι | kosa | σλάβικο

κόσα, κοσίτσα, κουσίτσα, κουσιά, κουσά, κουσάνα, κουσιάνα | κοτσίδα, κουτσίδα, κοτσινίδα, πλεξίδα, πλεξούδα, πλεξίδι, πλεκάδι, πλεκάδ, τσουλί, βουρλίδα, βουρλίδι, βλιρίδα, βρουλίδα, βρουλίν, βρούλος, φρουλίν, φρούλος, κλοστό, κλόσα, | kosa | σλάβικο

κοσάφι, κοσάφ, κουσάφι, κουσιάφι, κουσάφ, κιουσάφι | χοσιάφι, χοσιάφ, χοσάφ, χουσάφι, χουσάφ, χρουσάφι, κομπόστα, κομπόστρα | hoşaf | τούρκικο

κοσή, κόσι, κοσί, κοσιή, κόσα, κουσή, κουσί, κουσιί, κος, κουσίδι, κουσιαμάκι, κοσιός, κουσιός, κουσιάτα, κόσιαγμα | τρέξιμο, τρεχάλα, τριχάλα, ατρέχα, αγλάκι, βιλέγκο, βιγκάλα, βογκάλα, βούσμα, βούρισμαν, βούρημαν, βούρος, βούρη, γούρος, κόρσα, πιλάλα, πιλάλιμα, πλάλιμα, πλαλιά, πλάλους, ρέντα, ρεντίδα, αρόντα, αρέντα | koşu | τρέξιμο

κόστα | γιαλός, γιαλό, γιρογιάλι, γιαλούσα, γιαλέ, γκιαλό, ζαλός, περιγιάλι, περγιάλι, παραγιάλι, παράγιαλος, ακρογιάλι, ακρογιαλιά, ακρογιάλ, ακρουγιαλιά, ακροαλιά, ακροθαλασσιά, ακροθάλασσα, ακροθαλασσά, ακρουθαλασσιά, ακροπελαγιά, ακρουπιλαγιά, ακρουπέλαγους, σίγιαλο, σκερία, σκεριά | costa | ιταλικό

κοστάρω, κοστίζω, κουστίζω, κοστέβω | στοιχίζω (λόγιο) | costare | ιταλικό

κοστερίτσα, κουστερίτσα, κουστιρίτσα, κουστερίκα, κουστερίζα, κουτερίτσα, κοτερίτσα, κουτιρίτσα, κουτουρίτσα, κοτσερίτσα, κοσταρίτσα | Lacerta communis:, κοσταρίνα, κοσταζίνα, γουστερίτσα, γουστερίτζα, γοστερίτσα, γουστιρίτσα, γουστερίσα, γκουστερίτσα, γκουστιαρίτσα, γκουστιρίτσα, γκουστιρίκα, γκοστερίτσα, γκοστιρίτσα, γκουσταρίτσα, γκουστουρίτσα, γκουσναρίτσα, αγκουστιρίτσα, σκουτερίτσα, σκουτιρίτσα, σκοτερίτσα, σκοτουρίτσα, σκουτουρίτσα, σκουντιρίτσα, βουστερίτσα, βοστερίτσα, μοστερίτσα, μπουστιρίτσα, μπουστιρίκα, πουστιρίκα, αβγουστερίτσα, γουσταρέλα, γκουσταρέλα, σκουταρέλα, σκουνταρέλα, σκουταλέρα, σκουρδαντέλα, σκουρνταντέλα, σκουντουρλίκα, σκουτερέλα, σκονταρέλα, σκουτουρέλα, σκούτζικας, γουστερέλι, γουστερέλ, γκουστιρέλ, γοστερέλι, σκουτερέλ, γουστερίνα, γουστερινίτσα, γκουσταναρίτσα, γουστερόπουλο, γουστερόπλο, γκοστιρόπλου, γοστερόπλο, γουστερούδα, σκουτιρούδα, γουστερούλα, γουστερίτσι, αγουστερίτσι, βοστερίτσι | gušterica | σλάβικο

κόστος | χρηματική αξία (λόγιο) | costo | ιταλικό

κοτέτσι, κοτέτς, κουτέτσι, κουτέτσους, κουτέτς, κουτσίνα | κοταριό, ορνιθαριό, ορνιθοκούμασο, γκαλινάρι, καπονάρα, καθικιά, κάτικας, κατίκ, κάτκας, κατιά, κιτάστρα, κιτάστρια, κιτάς, κουμάσι, κουμάς, κούμος, κομάς, κμάσι, κμας, κουτουκούμασου, κοκοτζέλι, κούρνια, κοτόκαλη, κόρνα, φωλιά, οβαστάριν, πόνε, αγουμάς, αουμάς, αομάς | kotec | σλάβικο

κοτζαμάνης, κοτζαμάνς, κοτζάμ, κοτζά, κοντσά, κοτζιά, κοτζάν, κοτζάμου, κοτζαμάν, κοτζιάμ, κοτζιάμου, κοντζά, κοντζάμ, κοντζιάμ, κοντζαμάν, κοντζάμου, κοντσάμου, κογκιά, κογκιάμου | γκοτζάμ, γκοτζιάμ, γκουτζιάμ, γκοτζαμάν, γκοτζάμου, πελώριος (λόγιο) | kocaman | τούρκικο

κοτζάμπασης, κοτζαμπάσης, κοτσάμπασης, κοτσαμπάσης, κουτζάμπασης, κουτζαμπάσης, κουτσάμπασης, κουτσαμπάσης, κουτζαμπασιάς, κουτζιάμπασης, κουτσιάμπασης, κοντζάμπασης, κοντσιάμπασης, κοτζαμπασιάς, κοτσιάμπασης | πρωτόγερος, δημογέροντας (λόγιο), πρόκριτος (λόγιο) | kocabaşι | τούρκικο

κοτολέτα | παΐδι, παϊδάκι, μπριζόλα, μπριτζόλα | cotoletta | ιταλικό

κότολο | μεσοφόρι, μισοφόρι, μισοφόρ | cotolo | βενετσιάνικο

κοτσάνι, κοτσάν, κουτσάνι, κουτσάν, κουτσιάνι, κοτσιάνι, κοτσάνα | μίσχος (λόγιο), τσουνί, κόντυλας | koçan | τούρκικο

κοτσάρω, κοτσέρνω | συνδέω (λόγιο) | cozzare | ιταλικό

κότσι, κοτς, κοντς | αστράγαλος, αστράγαλους, αστράαλος, αστράνγκαλος αστράαουος, αστράγαλας, αστράαλας, αστράαας, αστράουλας, αστράγκαλο, αστράλαχο, στράβαλο, ατσάγαλε, ασάλαγε, ασκιάγαλε, κουτρίδι, πιλικότς, κλιτσινάρι | kost’ | σλάβικο

κοτσίδα, κουτσίδα, κοτσινίδα | κόσα, κουσάνα, κουσιά, κλοστό, κλόσα, πλεξίδα, πλεξούδα, πλεξίδι, πλεκάδι, πλεκάδ, τσουλί, βουρλίδα, βουρλίδι, βλιρίδα, βρουλίδα, βρουλίν, βρούλος, φρουλίν, φρούλος | kosica | σλάβικο

κουά | εδώ | qua | ιταλικό

κουάδρο, κουάνδρο, κουάδρος, κουάρδος | κάδρο, κάδρου, καδρέτο, κάντρο, κάντρος, κορνίζα, κουρνίζα | quadro | ιταλικό

κουάλε | τέτοιος | quale | ιταλικό

κουάρτο, κάρτο | τέταρτο | quarto | ιταλικό

κουβάνι, κουβάν | κουβέλι, κβέλι, κούβελος, κρίνα, κρινί, γκριπούρι, κουσιόρι, κιβέρτι, κουβέρτι, γιψέλι, ιψέλι, κυψέλη (λόγιο) | kovan | τούρκικο

κουβαρνταλίκι, κουβαρδαλίκι, κουβαρδαλίκ | χοβαρνταλίκι, χουβαρνταλίκι, χουβαρνταλίκ, χουβαρδαλίκι, γαλαντομιά, ανοιχτοχεριά, απλοχεριά | hovardalιk | τούρκικο

κουβαρντάς, κουβαρδάς | χοβαρντάς, χουβαρντάς, χουβαρδάς, γαλαντόμος, γαλεντόμος, ανοιχτοχέρης, απλοχέρης, τζουμέρτης, σπλέντιτος | hovarda | τούρκικο

κουβάς, κοβάς, κφας | αρβαλοτεσούλα, βεδούρα, βέτρε, βέτρον, βούργια, γιορδέλι, γιουρδέλι, καρδάρα, καρδάρ, καπράτσι, κερτέλι, κούτλους, λακασάς, λάτα, μαστέλο, μαστέλος, μπακίρα, μπακράτσι, μπακράτς, μπουγέλο, μπουέλο, μπουγέλος, μπούγελος, μπραγατσούλι, μπρακάτσι, μπρακακάτσι, σατίλι, σίγλος, σίκλα, σίκλος, σιχλάκι, σίσκλος, σιγκλί, σούγλος, τέσα, ταβάς | kova | τούρκικο

κουβέλι, κβέλι | κουβάνι, κουβάν, κιβέρτι, κουβέρτι, γκριπούρι, κουσιόρι, γιψέλι, ιψέλι, κρίνα, κρινί, κυψέλη (λόγιο) | k’bl’ | σλάβικο

κουβέντα, κβέντα, κουβεντόρι | γκβέντα, αθιβολή, αθιβουλή, ανθιβολή, αθιολή, ατθιβολή, αθεβουλή, αθεολή, θιβολή, ζμπουρός, μασλάτι, μασλάτ, μουχαμπέτι, μουχαμπέτ, μπουαμπέτι, πάρλα, παρόλα, ροζοναμέντο, ροζοναρίκι, λακριντί | conventus | λατινικό

κουβέρτα | ανάπλα, απλάδα, βελέντζα, μπατανία, μαντανία, πατανία, κούρκιδο, προκόβα, σάγισμα, σάισμα, σάσμα, σκαβίνα, τσέργα, φελτζάδα, φερτζάδα, φλοκάτη, φλουκοτό, χράμι, χραμ | coverta | βενετσιάνικο

κουβέρτα | κατάστρωμα (λόγιο) | coverta | βενετσιάνικο

κουβέτι, κουβέτ, κουβάτ | ανάκαρα, ανακάρα, ανάκαρ, ανάκαρο, ανάκρη, νακάρα, νιάκαρο, ανακάκαρο, ανακάρι, νακάρι, ανέκαρα, δύναμη, φόρτσα | kuvvet | τούρκικο

κουβετλής | δυνατός, φορτσάτος | kuvvetli | τούρκικο

κουγί, κουΐ, κοΐν | πηγάδι, πιάδι, πγαδ, πιάι, μπγαδ, μπγιάδι, μπναρ, αραβανίκος, κάργιο, πούσι, σαρνίτσι, σιρτός, φλετρό | kuyu | τούρκικο

κουγιουμτζής, κουγιουμιτζής, κουγιουμουτζής, κουιμτζής, κουιαμτζής | κοσμηματοπώλης (λόγιο) / χρυσικός, χρουσαφός, γρουσοφός | kuyumcu | τούρκικο

κούδα | ουρά, ορά, οριά, νουρά, νούρους, ουδάρ, ουράδ | coda | βενετσιάνικο

κουέστος | αυτός, αφτός, άφτος, αφθός, άφτο, αφτόνος, αφτόνους, αφτούνος, αφτούνους, αφτές, αφτίνος, αφτίνους, αφτιός, εφτός, έφτους, φτος, εφτόνος, ιφτόνους, φτόνος, φτένος, εφτούνος, φτούνος, φτούνους, εφτίνος, φτίνος, εφτιός, αφνός, έφνους, ατός, ατό, ατέ, αντέ, ατάν, ατιάς, άφστο, άστο, ετός, ετό, εντό, ετιά, τιας, τιαν, ετζιά, ετάς, ιτός, ιτού, ιτά, ίτο, ετούνος, ετούνους, ετούντο, τούνος, αφτούντο, εφτούντο, ατούντο, αφτοσδά, αφτουσδά, αφτουδάς, φτοσδά, φτόσδα, φτουνοσδά, αφτοσγιά, αφτόσγια, φτοσιά, φτοσγά, φτοσά, αφτονάς, αφτουνάς, αφτόνας, αφτονασά, αφτινοσά, αφτινοσέ. αφτούνουδι, χάτος, χατοχάς, ατοχάς, άτοχας, αχατοχάς, αχάοχας, τος, τους, τόσνας | questo | ιταλικό

κουέτος | ήσυχος, αναπαμένος, αναπαημένος, ανεπαημένος, νεπαμένος, γιαβάχς, γιαβάσκου, ορνικός, μόλαβος, μόλαβους, μόλιαβους, μουλαΐμκος, βρένιμος, φρένιμος | queto | βενετσιάνικο

κουζί, κουζού | αρνί, αρνίν, αρινί, αανί, αϊνί | kuzu | τούρκικο

κουζίνα | μαγεριό, μαγειριό, μαγιριός, μουτουπάκι | cusina | βενετσιάνικο

κουίντα | παρασκήνια (λόγιο) | quinta | βενετσιάνικο

κουκέτα, κοκέτα, κοκιέτα | κρεβάτι σε καράβι | cochietta | ιταλικό

κούκλα | κούτσα, κουτσίνα, κοτσιόνα, κοτσούνα, κοσούνα, κοσόνα, ξούνα | cuculla | λατινικό

κουκούλα | κατσούλα, κατσιούλα, καστιούλα, καπισόνι, καμουλίκα, καρκούλα, τσιουτσιούλα, χουχούλα, | cucullus | λατινικό

κουκούλι, κουκούλ | γκουγκουβέλ, λινατζιά, οχρά | cucullio | λατινικό

κουκούμι, κουκούμ, κουκούμα, κούκουμα, κουκουμάς, κουκουμάρα, κουκουμάρι | σιδερίτικο, σιδερικό, σιδερένια ή μπρούτζινη κανάτα | cucuma | λατινικό

κουκούτσα, κουκούτσος | τα φυτά Cynara cardunculus & Cynara scolymus, αγριοκουκούτσα, αγκινάρα, αγκινάρα, αγκιναριά, αγκιναριά, αγριοκινάρα, αγριαγκινάρα, αγκιναριά, αγριοκινάρα, αντζινάρα, ατζινάρα, αντζινάρι, αγριαντζινάρι, αρκοτζινάρα, αρκοτζίναρα, τζινάρα, τσινάρα, εγκινάρα, ιγκινάρα, κακάρα, καφκαρούα, κουλουκάδι | cucuzza | ιταλικό

κουκούτσι, κουκούτς, κούκουτσος, κούκτσου | πυρήνας (λόγιο) | kokička | σλάβικο

κουλαντρίζω, κολαντρίζω, κουλαντρίζου, κουλαντίζω, κουλανέβω | χρησιμοποιώ (λόγιο) / πειράζω / φροντίζω | kullanmak | τούρκικο

κουλές, κούλες, κουλάς, κούλας, κούλα, κούλια | πύργος, πυργί, πυργάρι, πυργόπουλο, τούρη | kule | τούρκικο

κουλουβάχατα | ανάκατα, ανέκατα, ανακάταλα, ανακατωτά | kullu-wahad | αραβικό

Κούλουμα (τα), Κούμουλα (τα) | η Kαθαρά Δευτέρα (Λόγιο), Σταχτοδευτέρα, Σαχτοδευτέρα | cumulus | λατινικό

κουμανταδόρος, κουμαντατόρος | διοικητής (λόγιο) | comandador | βενετσιάνικο

κουμαντάρω, κουμαντέρνω, κομαντάρω, κουμαντέρνου, κουμανταρίζω, κουμαδάρω, κμαντέρνου | ελέγχω (λόγιο), κοντρολάρω | comandar | βενετσιάνικο

κουμάντο, κουμάντου | έλεγχος (λόγιο), κοντρόλο, κοντρόλ | comando | ιταλικό

κουμάρι, κουμάρ | τζόγος, τζιόγος, τζογολί, ζάρια | kumar | τούρκικο

κουμάρι, κουμάρ, κμαρ, κουκουμάρα | μαστραπάς, καϊντιρμάς, κροντήρι, κλοντήρι, κλουντήρι, λαγήνα, λαήνα, λαγήνι, λαήνι, λαγήν, λαήν, λεγένι | cucuma | λατινικό

κουμαρτζής, κουμαριτζής | τζογαδόρος, ζαράκιας, χαρτόμουτρο | kumarcι | τούρκικο

κουμάσι, κουμάς, κμας | παλιάνθρωπος, παλιόπραμα, βρώμα, λέρα, μαγάρα, τσανάκι, τσόλι, αγγιό, ελεμές, λεμές, λιμές, λιμοζάγαρο, λεχρίτης, μούτρο, μπέστιας, περνιτσιόζος, σουγέτο, στραβοτσιάουλος, τσέχρα, τσιφτιλής / πανί, ύφασμα (λόγιο) | kumaş | τούρκικο

κουμάσι, κουμάς, κούμος, κομάς, κμάσι, κμας | κουτουκούμασου, κοτέτσι, κοτέτς, κουτέτς, κουτέτσι, κουτέτσους, κουτσίνα, κοταριό, κοκοτζέλι, ορνιθαριό, ορνιθοκούμασο, καθικιά, κάτικας, κατίκ, κάτκας, κατιά, κιτάστρα, κιτάστρια, κιτάς, γκαλινάρι, κούρνια, φωλιά, οβαστάριν, πόνε, αγουμάς, αουμάς, αομάς, καπονάρα | kümes | τούρκικο

κουμέρκι, κουμερκί, κουμέρκ, κουρμέκι, κουμέρτσιν | γκιουμρούκι, γκιουμπρούκ, γκιομπρούκι, γιουμρούκι, γιουμουρούκι, γιουμπρούκι, γιουμπρούκ, γιομπρούκι, γιμορούκι, γιεμουρούκι, κιομπριούκ, τιμπρούκι, ιμπρούκ, ντογάνα, ντουγάνα, ντουάνα, γάνα, δογάνα, δουγάνα, τελωνείο (λόγιο) | gümrük | τούρκικο

κουμούλι, κουμούλ, κουμούλα, κουμλία, κούλουμο, κουλούμι, κούμλο | γκουμούλι, γκουμούλα, σωρός, σουρός, αρμακάς, βουναρκά, βουναρούιν, γουλερό, στοίβα, στάβα, γιγίν, κβάρα, κόπα, κούκους, ντάνα, κοβνός, κουβνός, γκούβνος | cumulus | λατινικό

κουμπάνια, κουμπάνα | ζαχερές, ζαερές, ζαϊρές, αλάτες, σπέζα, ιναντρές, όρδινα, εφόδια (λόγιο) | equipaggio | ιταλικό

κουμπαράς | μουζίνα, μπουσουλέτα | kumbara | τούρκικο

κουμπάρος, κομπάρος, κουμπάρους, κουμπάρε, κμπάρους, κπαρ | σύντεκνος, σύντικνους | compare | βενετσιάνικο

κουμπές, κομπές, κουπές | γκουμπές, γκομπές, τρούλος, τρούλα, θόλος, θολάρι, θόλιν, κιμέρ, βόλτο, στρογγύλι, ουρανός | kubbe | τούρκικο

κουμπούρι, κουμπούρα | πιστόλα, μπιστόλα | kubur | τούρκικο

κουμσής, κομσής | γείτονας, γιτονάς, γίτουνας, γιτόνος, γίτνας, γίτος, γκιτόνο, γκετόνο, ίτονας, ίτουνας, ίτος, ζίτονας, ντζίτονας | komşu | τούρκικο

κουνάβι, κνάβι, κναβ, κουνάδι, κουνάδος, κνάδος, κνάδι, κναδ | το ζώο Mustela martes, ατσίδα ατσίδι, ατσίδ, σαμσάρι, σανσάρ, ζεπίρα, ζουρίδα, κουκαρτζιάς | kuna | σλάβικο

κουνέλι, κνέλι | το ζώο Lepus cuniculus | coniglio | ιταλικό

κούνια, κούνα, κνια, κουνί, κουνιαριά, κουνίστρα | ανεμοκούνια, ανιμόκονια, ανιμόκονα, κουρναρέτα, κρεμαντούλα, κριμασταρά, μπέλα, γκαγκανέβα, κούλουρο, κούλιουρος, κουρνιαλέτσα / σκαφίδι, μπεσίκι, μπισίκι, μπισίκ, μπεχίκι, νάκα, σαμαρίτσα, σαμαρνίτσα, σαρμανίτσα, σαρμάντζα, σαρμάντσα, σούση, σκαμνίδ, τρόκνια, κουβέλι, κβέλι | cuna | λατινικό

κουνιάδα, κουνιάτα | αντραδέλφισα, αντραδέρφισα, αντραδέλφσα, αντραέφσα, αντραδέρφ / γυναικάδερφη, γινεκαδερφή, γινεκαδέλφη, γινεκαδέλφισα, γινεκαδέλφσα, γνεκαδιρφή, γενεκαερφή, κυράτσα, μπαλντούζου, μπάλτζα | cugniada | βενετσιάνικο

κουνιάδος, κουνιάτος, κουνιάδι | αντράδερφος, αντράδιρφους, αντράδελφος, αντράδιρφους, αντραδιρφός, αντράιρφος, αντράερφος, αντράεφος, ντράιρφος, αντράλφος, ντρέιφος / γυναικάδερφος, γινεκάδελφος, γινικάδιρφους, γνικάδιρφους, γινεκάερφος, γενεκάδερφος, γενεκαερφός, γινεκαδέλφι, γινεκαδέρφι, γνικαδέρφι, γενεκαϊρφός, ενεκάερφος, ενεκαερφός, νεκαερφός, ανκάδριφους, καΐντσιους | cugniado | βενετσιάνικο

κουντεντάρω | ευχαριστώ | contentare | ιταλικό

κουντούρα, κουντούρι, κοντούρα, κντουρ | σκουντούρα, παπούτσι, παπούτς, παπτσάς, πόδιμα, πόδεμα, ποδεμή, πόιμα, καλίκι, καλίγι, κορδέλι, κουρδέλι, κλαρόνι, πτιν, σκαρπίνι, τσιρβούλ, στιβάνι | kundura | τούρκικο

κουντουρατζής, κούντουρατζης, κουντουράς | σκουντουρατζής, παπουτσής, παπτσής, τσαγκάρης, τσαγκάρς, ποδιματάς | kunduracı | τούρκικο

κούπα, κούπος, κουπέσι, κουπάρι, κρούπα | τάσι, φλιτζάνι, φλυτζάνι, φλιτζάνα, φιλτζιάνι, φεντζάνιν, τσάσκα, τσιάσκα, τζάσκα, ισκιρά, καυκί, καφκί, καυκιά, καφκιά, καφκουμάνα, κίκαρα, κίκαρη, κικαρί, κίκαρ, κάσκα, νεμπότης, μπιλιούρ, ντράφτσα, σκουτέλι, ξτέλα, σιόλι, σιολ, γαδίνι | cupa | λατινικό

κούρα | θεραπεία (λόγιο) | cura | ιταλικό

κουράγιο | ανάκαρα, ανακάρα, ανάκαρ, ανάκαρο, ανάκρη, νακάρα, νιάκαρο, ανακάκαρο, τακάτι, τακάτ, γκαϊρέτι, γκαϊρέτ, καερέτι, καϊρέτ | coragio | βενετσιάνικο

κουράκι, κουράκ | ξερός, στεγνός | kurak | τούρκικο

κουραμπιές, κουραμπές | γκουραμπές, γκουρμπέδ | kurabiye | τούρκικο

κουράρω, κουραρίζω | φροντίζω, ρεμεντιάρω, βαβαλίζω, βαϊλέβω, βαγίζω, μαϊτζάρω / γιατρεύω, γιανίσκω, γιένω, λαρώνω | curare | ιταλικό

κούρβα | πουτάνα, πτάνα, γυρίστρα, καχπέ, καφπέ, καλντεριμιτζού, καντουνιέρα, κουρτεζάνα, καλτάκα, κοκορίνα, κοκότα, κουκότα, κουβάν, μπασαράτα, ξιβιλίστρα, ξικολίστρα, παστρικιά, σπαστριτζή, παρδαλή, πολιτική, πολιτιτζή, ροσπού, ρουσπού, σουρτούκα, τσιαμαρντόνα, τσούνα, φακλάνα, φρουστάδα | κurva | σλάβικο

κούρβουλο, κούρβλο, κούρβλου, κουρβούλα, κουρβούλι, κουρβούλ, κούρβουλου, κούρβουλε, κόρμπουλε | κορμός αμπελιού | curvus | λατινικό

κουρέλι, κουρέλ, κορέλι, κούρδελο | γρέντζελο, βαλάδ, κορκ, λισούριν, μπάμπαλο, μπάμπαλου, παρτάλι, παρτάλ, ρουμπί, ρέντζαλο, ρέντζελο, ρεντζούλ, ρέτζελο, ράκαλου, ράκαδο, ρέκλι, τζάτζαλο, τζάντζαλο, τζάτζαλου, τζάντζαλου, τσάντζαλο, τσάτζαλο, τσάτσαλο, τσάβελο, τιφτίκι, τιφτίκ, τσεργούλι, τσεντούρι, τσιόλι, τσιολ, τσόλι, τσολ, τσολόχι, ράκος (λόγιο) | corellum | λατινικό

κουρί, κουρί | δασάκι, δασονάρι, πάρκο | koru | τούρκικο

κουριέρης | αγγελιοφόρος (λόγιο) | corriere | ιταλικό

κουριόζος, κουργιόζος | περίεργος (λόγιο) / παράξενος | curioso | βενετσιάνικο

κούρκος, κούρκους, κούρκας, κούρκα, κούλκα, κουρκάνος | Το πουλί Meleagris gallopavo, γαλοπούλα, γαλόπουλο, γάλισα, γάλτσα, γαλίνα, γάλα, γάλος, γάλους, γαλί, διάνος, διάνα, γοργονάκι, κάκνα, κακνιά, κακνί, κνόγαλου, κούβος, μισίρκα, μίσιρκους, μισίρα, μισίρι, μψίρκους, μπιμπίλ | curca | σλάβικο

κουρμάς | χουρμάς, τάταλο, φοινίκι, δάχτυλο | hurma | τούρκικο

κούρμπα, κούρβα | στροφή, στρουφή, αγανιά, αγανέα, αγανία, γανιά, γάγκλα, γκάγκλα, γάγλα, γιάγκλα, γκόκλα, βάγκλα, δάγκλα, διάγκλα, ζάγκλα, κάγκλα, κορδέλα, κοδέλα, ζάρλα, καβατζουρίδα, κλόσμα, | curva | λατινικό

κουρμπάνι, κουρμπάν, κουρουμπάνι, κουρπάν, κορμπάνι, κουρμάνι, κουλμπάνι | γκουρμπάνι, γουρμπάνι, γουρπάν, το σφαχτό (σε θρησκευτική γιορτή) | kurban | τούρκικο

κουρμπέτι, κουρμπέτ | γκουρμπέτι, γκουρμπέτ, γουρμπέτι, ξενιτιά / πιάτσα, σεργιάνι | gurbet | τούρκικο

κουρνάζης, κουρνάζος, κουνάζους | πονηρός, πουνηρός | kurnaz | τούρκικο

κούρνια | το ξύλο στο κοτέτσι όπου κάθονται οι κότες για να κοιμηθούν | kurnja | σλάβικο

κουρσάρος, κουρσάρης, κορσάρος, κρουσάρης, κρουσάρος, κρουσιάρος | πειρατής (λόγιο) | corsaro | ιταλικό

κουρσούνι, κουρσούν, κουρσούμι, κουρσούμ, κουρσιούμι, κουρσιούμ, κουρσίμ, κορσούμι, κουρσούμι, κουσούμι | μολύβι, βολίμι, βολύμι / βόλι, βόλιν, βόλιο, βολ, βουλί, βλι, σφαίρα (λόγιο) | kurşun | τούρκικο

κουρτζής, κορουτζής, κορτζής, κουρετζής, κοροτζής, κοροντζής, κορατζής | δασοφύλακας (λόγιο) | korucu | τούρκικο

κουρτίνα, κοντρίνα, κολτρίνα, κουρτούνα | μπερντές, μπιρντές | cortina | ιταλικό

κουσάκι, κουσάκ | ζωνάρι, ζωστήρας, ζωστήρα, ζώστρα, ζουνάρι, ζουνάρ, ζονάρ, ζναρ, ζουστίρα, λούρα, λουρί, λουρίδα, | kuşak | τούρκικο

κουσέλι, κουσέι, κουσέγιο | ξέλι, ξελ, κουτσομπολιό, κουτσομπολιά, αφλογή, αφλουγή, αθλογή, γκουντόσια, κβαντά, κερατσισιά, κορκοσούρα, κορκοσουριά, κουλσιπρεποΐδια, κουσκουσουριά, λακριντί, μαναφλίκια, μαναφούκια, μαναφούτι, μασλάτι, ξόμπλι, ξομπλ, πετέγολο, πετέουλο, σόμπορο, σόμπουρο, σόμπουρος, σούμπουρους, σουκατίτκου, σούλογα, σούσουρο | consiglio | ιταλικό

κουσκούσι, κουσκούς, κούσκους, κουσκουσές | ζυμαρικό ψιλό σαν τραχανάς | kuskus | τούρκικο

κουσούρι, κουσούρ | ξουρ, ψεγάδι, ελάττωμα (λόγιο), μειονέκτημα (λόγιο) | kusur | τούρκικο

κουσουρλής | μειονεκτικός (λόγιο) | kusurlu | τούρκικο

κουστέρα, κουστέρ | τα ερπετά Lacerta communis ή Lacerta viridis, γουστέρα, γουστέρια, γουστιάρα, γούστερας, γούστιρας, γούστερος, γουστερός, γούστιρος, γούστιρους, γαστέρα, γκουστέρα, γκούστερας, γκούστιρας, γκούστρας, γκούστερος, γκούσταρας, γόστερας, γκούσταρος, γκούσταρους, γκούστιαρους, γκουστιέρα, γκουστιάρα, γκούστιαρας, γκουσιτέρα, γκουστέρνα, γκούστρα, γκλουστέρα, γκούσαρας, γκούσρας, γκόστιρας, γκόστιρους, γκόσταρους, γκουγκουστέρα, γνουστέρ, αγκουστέρα, αγκστέρα, αγουστέρα, αγούστερας, αγστέρα, αστέρα, βοστερός, βόστερα, μόστερας, μπούστερος, ξτέρα, ουστέρα, σκουτέρα, σκουμινταλάδα, σκουντέρα, σκουντόρα, σκουντουρίκα, σκουντουρίτσα, σκορτσέρα, φουστέρα, φούστερας, φούστερος, φλουστέρα, μπουστέρα, αλισάβρα, αλιζάβρα, αχιλούα, ζογραφίδα, ζογραφός / Lacerta viridis: γουστέρακας, γούστρακας, γουστέρακλας, γούστρακλας, γαϊδουρογουστέρα, γαϊδουροκουστέρα, γαϊδουρουγουστέρα, γαϊδρουγκουστέρα, γαϊδουρογουιστέρα, γαϊδουρογουζέρα, γαδουροκουστέρα, γαϊδουρογούστερας, γαϊδουρογκούστερας, γαϊδουρογούστερος, γαϊδουρομουστέλα, γαϊδουροχουρχούρα, κιτρινογουστέρα, πρασινογουστέρα, πρασινογούστερας, πρασινογούστρακας, πρασινάσα, βρονταλίδα, βυζάστρα, μπόστρικας, σαβράτα, σαβρόφης, σελεντρούνα, σιελέντρα, σιέλεντρος, σκορτσέρα, τσουπελάκα, φαρμάκα, κολοσάβρα, κολοσαβρού, κολισάβρα, χολοσαβράς, χρισαφίδα, χουρσαφλίδα, χρουσάβλα, χρουσαβλίδα, χοροσάλφα, γερογουστέρα, γαϊδουροσκουρκουρίτσα, γομαρογουστέρα, γαμαρογούστερας, γουμαρογούστιρας | gušter | σλάβικο

κουστούμι, κοστούμι, κουστούμ, κοστούμ | φορεσιά, σακάκι και παντελόνι, από το ίδιο ύφασμα | costume | ιταλικό

κουστωδία | σωματοφυλακή (λόγιο) | custodia | βενετσιάνικο

κουτάβι, κουτάβ, κουτσάβ, κτάβι, κουτάβα, κταβ, κταβέλι | χτάβι, κουλούκι, σκυλάκι | kut | σλάβικο

κουτούκι, κουτούκ, κιουτούκι, κιουτούκ, κιοτούκι, κιοτούκ, κουτούτς, κτουκ | κούτσουρο, κουτσούρα, κούτσουρου, κουτσούπι, κουτσιούπ, κτσουπ, κτσιούμπι, κούρβουλο, κούρβουλου, κουρμούλα, κουρίν, βούμπιρου, πάζουρον, μπρούκι, τσούμπι | kütük | τούρκικο

κουτουρού. κουτορού | στην τύχη | kader | τούρκικο

κούτσικος, κούστικο, κούτσκιος, κούτσκος, κούτσκο, κούτσκου, κούτσκους | μικρός, μικρούλης, μικρούλικος, μικρούτσικος, μικροκαμωμένος, μιτσούλικος, τοσούλης, τοσούτσικος, τοσουλάκης, τσούτσος, τσούτσικος / παιδάκι, παιδαρέλι, πιδαρέλ, πιδούδι, πιδούδ, πίτσκου, πιτσιρίκος, κουτσούβελο, κουτσβέλ, μπόμπιρας, ζβόμπουρδας, ζμπόμπουρδας, βόμπρας, σπόρος, τσορομπίλι, μούτσιανος, μούτσιανου, μοσκιό, μαλέτσικο | küçük | τούρκικο

κουτσός, κουτσιός, κτσος | κουτσοπόδαρος, κουτσοπόδης, κούτσαβλος, κτσουπατούξ, ζουγλός, κούλας, πάλης, πάλς | kuc | σλάβικο

κουφέτο, κουφέτα | ζαχαράτο αμύγδαλο | confetto | ιταλικό

κούχνη, κουχν | κουζίνα | kuhnja | σλάβικο

κόφα, κούφα | μεγάλο κοφίνι, κοφίνα, κοφνίδα, κουφνίδα, καλόταρπο, μαλάθα, σέλες, χανικολός | cofa | βενετσιάνικο

κραβάτα, κρεβάντα, κρεβάτα | γραβάτα, γραβάτα, γραβάντα, γκραβάντα, γρεβάτα, γρεβάντα, γκρεβάντα, γρεβέντα, γριβάντα, γρεγάντα, γρεβάδα | cravatta | ιταλικό

κράστα | ψώρα | krasta | σλάβικο

κράσταβος, κράστας | ψωριάρης, ψουριάρς, ψόραβους | krastav | σλάβικο

κρέμα | ανθόγαλα, αφρόγαλο, αφρόγαλου, αφρόγαλος, άνθος, ανθόγαλα, ανθόγαλου, αθόγαλα, αθόγαλαν, θόγαλαν, αθόγαλον, αθόγαλο, αθόγαλος, αφρός, αφρέα, αφρόγαλα, αφότρο, άγνια, άχνια, καϊμάκι, μέλα, πάνα, τσίπα / γλύκισμα με γάλα, ζάχαρι, αλεύρι και άλλα / πομάδα, αλοιφή | crema | ιταλικό

κρεμέζι, κρεμεζί, κρεμεζό, κριμέζο, κρεμέζη | κόκκινη βαφή | cremisi | ιταλικό

κρέντιτο, κρέδιτο, κρέτιτο, κρέτετο | πίστωση (λόγιο), βερεσέ, βερεσές, βιρισέ, βιρισές, βερεσιγιέ, βερεσιγιές, βερεσκές, βερεδές, βερσές, | credito | ιταλικό

κρεντιτόρος, κρεδιτόρος | πιστωτής (λόγιο) | creditor | βενετσιάνικο

κρεπάρω, κρεπαρίζω, κριπάρου, κριπέρνου | σκάω, σκάζω, σκάζου | crepar | βενετσιάνικο

κρικέλι, κρικέλα, κρουκέλα, κρουκέλι, κερκάλι, κερκέλι, κριτσέλ, κουρκέλα, κουρκέλι, κουρκέλ, κρίκιλας, κιρκέλα, κιρκέλι | γρικέλι, χρίτζιελος, χριτζιέλιν, τέρτζιελος, ανελό, χαλκάς, χαρκάς, βούκλα, μακάς | circellus | λατινικό

κριμπός, κριμπάς | γκριμπός, γκρίμπας, ζόμπος, ζόμπας, ζουμπός, καμπούρης, καμπούρτς, καμπουρτός, κουμπός, κουτζούγκη, γόμπος, γούμπης, σγόμπος, σγούμπης, σγούμπος, σγουμπός, σγμπος, σγρούμπος, σγρουμπός, γομπιάρης, σγουμπιάρης, σγούμπιαρης, ζουμπιάρης, γομπίλος, σγουμπίλος, γομπόραχος, σγουμπόραχος, γομπουλός, σγουμπουλός | gr’b’ | σλάβικο

κρίνα, κρινί | κουβάνι, κουβάν, κουβέλι, κβέλι, κιβέρτι, κουβέρτι, γκριπούρι, κουσιόρι, γιψέλι, ιψέλι, κυψέλη (λόγιο) | krina | σλάβικο

κρούστα, κρόστα, κρούσκα | πέτσα, πετσί, πετσόφλουδα, πετσόφλουδο, τσίπα / κόρα, κουριά η / κάκαδο, κακάδι, κάρκαδο, κάπαλο | crusta | λατινικό

λα | η | la | ιταλικό

λάβα | μεγάλη ζέστη, ζέστα, ζέστε, ζιστιάκα, ζάμπορο, ζάμπουρας, ζάπουρας, ζιάρα, ζιούρους, κάψη, κάψα, κάμα, καΐλα, γκαΐλα, λάβρα, λάλαρο, μπρούζια, μπρουζιάλα, φάκλα | lava | ιταλικό

λαβαδούρος, λαβαδόρος | νεροχύτης, νιρουχίτς | lavaor | βενετσιάνικο

λαβαμάνο, λαβαμάνος, λαβαμάν, λαβομάς, λαβομάνο, λαβομάνα, λαβομάνος, λαβαμάν, λαβαμά, λαβαμάς, λαβουμάνος, λαβόμανου, λαβουμάνου, λαβαμάνς, λαομάνος | νιπτήρας (λόγιο) | lavaman | βενετσιάνικο

λαβάντα, λαβάνδα, λαβαντίδα, λεβάντα, λεβάντη, λιβάντα, λεβαντίνα, λιβανάκι | φυτά του γένους Lavandula: αγριολεβάντα, βάια, βαιά, θυμαράκι, καλογερόχορτο, καλογερικόχορτο, καραμπάσι, καραμπάς, λαμπρή, λαμπροκεφάλι, λαμπρολουλούδι, μαβροκεφάλι, μαβροκέφαλος, μυροφόρα, σπίκα, σφακομηλιά, φλασκομούνι, χαμολίβανο | lavanda | βενετσιάνικο

λάβαρο | μπαϊράκι, μπαργιάκι, μπαϊράκ, παντιέρα, μπαντιέρα, μπαδιέρα, παπιόρα, φλάμπουρο, φλάμπορος, φλάμπουρου, φλάμπολ | labarum | λατινικό

λαβάρω | γαμώ, γαμίζω, γαμού, αμώ, μω, βατεύω, βατέβου, βαντέβου, βατέβγω, βατέβγου, βατέβγκω, βατέβκω, βατέγκου, ματέβω, μαντέβω, ματέβγω, πατέβγω, πατέβου, πατέγκουω, γατέβω, λάζω, λάσω, ραπόνω, σαουλιάζου, σιαφακόνω, τσιαφλιακόνου | lavorare (una donna) | ιταλικό

λαβάς | λαγάνα | lavaş | τούρκικο

λαβατίβο | κλύσμα (λόγιο), σερβιτσιάλι, σιρβιτσάλι, σιρβιτσιάλι, ξεβουρτσάλι | lavativo | βενετσιάνικο

λαβατόγιο | πλυσταριό, πλυστήρι, λούτσα | lavatoio | ιταλικό

λάβδανο, λάδανο, λάδανον, λαδανιέ, λαδανιά, λαδανία, λίδος, λίδανο, λουβιδιά, λοβουδιά | φυτά του γένους Cistus: αλάδανο, αλάδανος, αγριοαλισφακιά, αγριοθρούμπο, αγριοφασκομηλιά, αζουλέπια, ακατσαριά, ασπροκουνουκλιά, αλεκάτι, αλιταριά, ακίσαρος, βούκισο, βούκισα, βούθικο, δρόσνι, θρουμπί, καλοκρασιά, κιστάρι, κίσταρο, κίστο, κιστό, κισαράκι, κουνούκλα, κουνουκλιά, κουμουσάρα, λιονιά | laudanum | λατινικό

λαβερετά | η αλήθεια, αλίθα, αλίθιγια αλιθίγια, αλίσια, αλίτσια, αλίτσα, αλίθκια, αλίσκα, αλίντια, αλίρια, αλθιά, αλίθιο, αλίσιο, | la verita | ιταλικό

λαβέτζο, λαβέντζο, λαβέτζι, λαβέντζι, λαβεντζί, λαβέντσι, λεβέτζι, λαβετζί, λαβέζιν | τσουκάλι, τσουκάλα, τσκάλι, τσκαλ, τσούκα, κατσαρόλα, κατσαρόλι, κατσαρόλ, τέντζερης, τέντζερι, τέτζερης, τέτζερη, τέντζερος, τέντζερες, τεντζερές, τέτζερος, τέτζερο, τέτζερες, τετζερές, τέντζερς, τέντζιουρ, τέντζιρις, τζέντζιρς, τζέτζιρς, ντέτζερης, ντέντζερης, ντέντζιρης, ντέτζερο, ντέντζιρς, ντέτζιρς | lavezo | βενετσιάνικο

λαβοράδος | δουλεμένος / στολισμένος | lavorato | ιταλικό

λαβόρο | δουλειά, δλια | lavoro | ιταλικό

λαγήνα, λαγήνι, λαγίν, λαΐνα, λάινας, λαΐνι, λαΐνιν, λαΐν, λιένα, λιένη, λιεν, λαένα, λαέν, λάγκνος | βίκα, βίκος, στάμνα, σταμνί, μπαρδάκα, μπαρδάκι, μπαρδάκ, μπαρντάκα, μπαρντάκι, μπαρντάκ, μπότης, μπότι, μποτίρι, μπουντένα, μπουτούτς, μπούρμπουλας, μπρόκα, νεμπότης, νεμπότι, σουρλάς, τεστόπον, τσουκάβα | lagena | λατινικό

λάγιο, λάγιου, λάιο, λάιου | μαύρο (πιο πολύ για πρόβατα) | laj | αλβανικό

λαγκάδι, λαγκαδία, λαγκαδιά, λαγκάδα, λαγκάδ, λαγκαδέα, λάγκος, λαγκός, λαγκό, λαξιά, λακιά | λατό, ραγκάδι, ορσίδα, χας | l’ka | σλάβικο

λαγούμι, λαγούμ, λαούμι | μίνα, ίσβα | lağım | τούρκικο

λαγουμιτζής, λαγουμιντζής, λαγουμιζής | αυτός που φτιάχνει λαγούμια | lağımcı | τούρκικο

λαζάνια, λαντζάνια, λασάνια (τα), λασάνιες (οι) | τεμάσια, τουμάτσια, γιουφκάδια, ταγιατέλες, ταγιαδέλες | lasagne | βενετσιάνικο

λαζαρέτο | λοιμοκαθαρτήριο (λόγιο) | lazareto | βενετσιάνικο

λάζος, λαζιά, λάζο, λάζινα | ξεχερσωμένος τόπος, για να γίνει βοσκότοπος | laz | σλάβικο

λάκα | βερνίκι, βερνίτσι, βιρνίκ, βιρνίτς | lacca | ιταλικό

λακέρδα, λακέρτα, λανκέρδα | παστή παλαμίδα σε λάδι | lacerta | λατινικό

λακές | υπηρέτης (λόγιο) | lacchè | ιταλικό

λακινιά, λικινιά, λικουνιά, λακνιά | κοπάδι ζώων (αλόγων, γαϊδάρων, μουλαριών) | lacinia | λατινικό

λακιρντί, λακριντί, λακρεντί, λακαρντί | κουβεντολόι, κουβεντολόγι, κουβιντουλόι, μαλιμάτι, μαλιμάτ, μαμπέτι | lakırdı | τούρκικο

λακκούβα, λαγκούβα | γούβα, γούφα, γκούβα, γούπα, γούπος, γίπη, βούα, βούβα, βούγα, βούπα, βούπος, βούφα, βούχα, κούπα, κούβα, ούα, χούβα, λότσκα, λούμπα, μπάρα, χρούσπα | lokuva | σλάβικο

λάκουμος, λάγκουμος | λιχούδης, λιχούδς, βουλάρης, βουλιάρης, γουλιάρης, γούλιαρος, γουλιάρικος, γλιάρης, γουλαράς, γκολαράς, γουλάρης, γούλαρης, γουλάρς, γουλάρτς, γουλιάρς, γλιαρς, χλιαρς, αουλιάρης, ουλιάρης, δουλιάρης, γουλαρέας, γουλέας, γουλόζος, γουλόζους, γουλούζης, γούλαρμος, γούρλαμος, γούλερμος, γλόζος, γλόζους, γλούζους, γκλόζους, γούλους, γολόζος, γολιόζος, γλιαρς, γλιφοπιατάς, γλιφοπινάκας, γλιφοπινάκης, γλιφοσαγανάς, γλιφοσαχανάς, γλιφτοσαχανάς, γλιφοκουτάλας, γλιφοσκουτελάς, γλιφοσκουτέλης, γλιφουχστέλς, γλιφτοσκτέλς, γλιφτουσκέλς, γλιψουσκούτιλους, γλιφτοτσανακάς, γλιφίτσης, γλιφίτσας, γλίψαβος, αγλίψαβους, αγλίψας, γλιφούτσης, αγλιφούτζ, αναγλιφτάς, αναγλίφτης, αγλιφουχστελς, αγλιφοσκουτελάς, αλίξουρους, λίξης, λιξιάρης, λιξούρης, λίξουρος, λιξούρς, λουξουρς, λιχούτης, λιμάρης, λιμαρς, λιμάρκος, λιμόγντουρο, ανεσίφταγος, ασίφταγος, στομάρης, φαγάς, φαγάνας, φαγανιάρης | lakom | σλάβικο

λάλα | κάμπια, κάμπα, κάμνια, γκουσενίτσα, γκουσιανίτσα, γκασανίτσα, γκασιανίτσα, γκουζιονίτσα, μπλούντα, σκαμπή | llallë | αλβανικό

λάλα, λαλά, λάλη | βάγια, βάια, βάγισα, βάισα, βαΐσα, βαΐχισα, παραμάνα, νταντά | lala | τούρκικο

λάλας, λαλάς | ο μεγάλος αδερφός | lalë-a | αλβανικό

λάλας, λαλάς, λάλης, λάλος, λάλους | θειος, μπάρμπας, πάρμπας, ταής | lală | βλάχικο

λαλές | φυτά του γένους Tulipa | lale | τούρκικο

λαλίνι, λαλίν, λαλούνι | νάλι, τσόκαρο, γκαλέτσι, γκαλέτς, γαλέτσι, γαλέτς, πατίκι, πατίκ | nalın | τούρκικο

λάμα | λεπίδα, λεπίδι / ξυράφι, ξουράφι, ξουράφ, ξιουράφι, ξιουράφιν | lama | ιταλικό

λαμαρίνα | σίδερο ή ατσάλι σε πλάκα / ταψί από λαμαρίνα, αλαμαρίνα | lamarin | βενετσιάνικο

λαμεντόζος | αυτός που θρηνεί | lamentoso | ιταλικό

λαμόρες | πούστης, ντιντής, ντιγκιντάγκας, συκιά, αδερφή, φλώρος, κουνιστός, κουνίστρα, λουμπίνα | l'amore | ιταλικό

λάμπα, λάνπα | καντήλι, καντήλα, καντίλ, λυχνάρι, λιχνάρ | lampa | ιταλικό

λαμπάντε, λαπάντες | λαμπρός, λαμπερός, λαμπιρός | lampante | βενετσιάνικο

λαμπικάρω | καθαρίζω, λαγαρίζω, ρεμπικάρω | lambicar | βενετσιάνικο

λαμπίκος, λαμπίκι | ρακοκάζανο, ρεμπίκι | lambico | βενετσιάνικο

λαμπίκος, λαμπίκους | καθαρός, λαγαρός, ρεμπίκος | lambico | βενετσιάνικο

λαμπιόνι | φανάρι, φανάρ, λάμπα | lampione | ιταλικό

λαμπούκα, λαμπούρδα, λαμπόρδα, λαπόρδα | το ψάρι Coryphaena hippurus, κυνηγός | lampuga | ιταλικό

λάμπρενα | το ψάρι Lampetra fluviatilis, πεταλίδα | lampreda | ιταλικό

λάμπρενα, λάμπενα, λάμπινα, λαμπίνα, λαπίνα | ψάρια του γένους Labrus, χειλού, χειλούτσα | labbrona | ιταλικό

λάνα, λούνα | μαλλί | lana | βενετσιάνικο

λανάρι, λανάρα, λανάρ, λονάρι | εργαλείο για το ξάσιμο του μαλλιού | lanaro | βενετσιάνικο

λάνια | παράπονο, παράπουνου, παραπόνεμα, παραπόνεση, παραπόνιση | lagna | ιταλικό

λανκόρε, λανκουόρε | αδυναμιά, αχαμνάδα, αχαμνιά, αχάμνια, αχαμνοσίνη, αχάμνισμα, αχάμνιση, αχαμνίλα, αχάμνιτα, χαμνία, χάμνισμα, χάμνισμαν, χάμνιμαν | languore | ιταλικό

λανκουΐρω | αδυναμίζω, αδναμίζου, αδιναμιάζω, αδινατέβω, αδιναστέβω, αχαμνένω, αχαμνένου, αχαμνίνω, αχαμνίνου, αχαμνιένω, αχαμνιένου, αχαμνέβω, αχαμνίζω, αχαμνίζου, χαμνέβω, χαμνίνω, χαμνίνου, χαμνίζω, χαμνίζου | languire | ιταλικό

λαντέρνα | φανάρι, φανάρ | lanterna | βενετσιάνικο

λάντζα, λάγτζα, λάνγκια | ξύλινη λεκάνη για το πλύσιμο των πιάτων / το πλύσιμο των πιάτων και των κατσαρολικών | lanza | βενετσιάνικο

λάντσα, λάντζα, λάτζα | κοντάρι, κουντάρ | lancia | ιταλικό

λάντσα, λάντζα, λατζούνι | βάρκα που έχει το καράβι | lancia | ιταλικό

λαντσέτα | νυστέρι, νιστέρ | lanceta | βενετσιάνικο

λαορέντες, λαβορέντης, λαγουρέντης, λαγουρέντες, λαουρέντης, λαουρέντες | μάστορας, μάστορης, μάστουρας, μάστουρης, κάλφας | laorante | βενετσιάνικο

λαουντάρω, λαουδάρω, λαουτάρω | παραδέχομαι | laudar | βενετσιάνικο

λαούτο, λαβούτο, λαβούτου, λαγούτο | μοιάζει με το ούτι, έχει τέσσερα διπλά τέλια | lauto | βενετσιάνικο

λαπαβίτσα | χιονόνερο, νιρόχιονο, νιρλόχιονο, νεροσκλιό, σολότα, σουλότα | lapavica | σλάβικο

λαπάς | μπουλουμάτσι, μπουλουμάτς | lapa | τούρκικο

λάπης, λάπη | πεναλάπη, μολύβι (για γράψιμο) | lapis | ιταλικό

λαπούδι, λπούδα, λαπούντα | κάλτσα, κάρτσα, καρτσόνι, καρτσούνι, καλτσούνι, καλτσούνα, καλτσούν, καρτσόνι, καρτσούνι, σκάλτσα, σκαλτσούνι, σκαρτσούνι, σκαρπούνι, σκούνι, σκουφούνι, σκφούνι, σκφουν, τσουράπα, τσουράπι, τσουράπ, τσιουράπι, τσιουράπ, τσιουρέπι, τσιουρέπ, τσιράπι, τσιράπ, τσιαράπι, τσιαράπ, τζιράπι, τσιρέπι, τσιρέπ, τσερέπι, τσερέπ, τσοράπι, τσοράπ, ορτάρι, ορτάρ, πατούνα, πατούνι, πατίκι, τερλίκι, τιρλίκι, τιρλίκ | lapudă | βλάχικο

λαρδί, λάρδος | αρδί, άλειμμα, άλμα, γλίνα, γλίνη, γκλίνα, γαλίνα, γλίντζα, γλίτσα, λίγδα, λίδα, λίπα, λιπασά, λιπότι, μίλα, ξίγκι, ξιγκ, ξούγκι, ξουγκ, αξούγκι, αξουγκιά, αξουγκ, παστός, παστό | lardum | λατινικό

λάρισα, λάριζα, λέριζα | ξύλο πεύκου | larese | βενετσιάνικο

λάσιτο | κληροδότημα (λόγιο), άφισμα | lascito | ιταλικό

λασκάδα | όταν ο αέρας φυσάει στην πρύμη | lascada | βενετσιάνικο

λασκάρω, λασκέρνω, λασκάρνω | μποσικάρω, μποσκάρω | lascar | βενετσιάνικο

λάσκος | μπόσικος, μπόσκος, μπόσκους | lasco | βενετσιάνικο

λάστρα, λιάστρα | τζάμι, τζιάμι | lastra | ιταλικό

λάτα, λατός | τενεκές, τινικές, ντενεκές, ντινικές, τσινικές | lata | βενετσιάνικο

λατέρνα, λαντέρνα | οργανέτο, όργαλου | laterna | τούρκικο

λατερνατζής | αυτός που έφτιαχνε ή έπαιζε τη λατέρνα | laternacı | τούρκικο

λατζιβέρτης, λατζιβέρτς | γαλάζιος, γαλάζιους, γαλάζος, γαλαζός, γαλάζους, γάλαζους, γαλάτζιος, γαλανός, γαλανέ, γαανός, αλανός, γαλαμπός | lacıverdi | τούρκικο

λατινιέρης, λατονιέρης | τενεκετζής, ντενεκετζής, τινικιτζής | lattoniere | ιταλικό

λατινικά | φράγκικα | latinè | λατινικό

Λατίνος | Φράγκος | Latinus | λατινικό

λατίτσενος | γαλατερός, γαλατιρός, γατερέ, γαλαχτερός, γαλαχτιρός, γαλαφερός, γαλαφτιρός | laticini | βενετσιάνικο

λάτρινα, λέτρινα, λετρίνα | αλαμπάντα, ανάγκη, ανάτζη, αναγκαίος, αναγκαίο, αναγκαίον, αναγκαίος, αναγκιόν, αναγκιό, αναγκέου, ανατζέο, ανατζέος, ανατζιέος, αγκεός, αγκέους, ανάπαψη, απουπάτι, απουπάτ, καμπινές, γκαμπινές, κενέφι, κενέφ, κινέφι, μέρος, μέρους, μοστιρέκ, χαλές, αχαλές, χαλέ, παρακέλι, πόρεψη, χεστερή, χεζουριό, χρεία, χριγιά | latrina | ιταλικό

λατσιό, λατσό, λατσιόνα | κολατσιό, κολατσίο, κολατσό, κολατσού, κουλατσιό, κουλατσό, κολακιό, κόλιας, προσφάγι, προσφάι, ξεστόμι, προμπούκι | colazion | βενετσιάνικο

λαφαζάνης, λαφαζιάνης, λαφαζάνς | πολυλογάς, γλωσσοκοπάνας, γλωσσοκοπάνος, γλωσσοκοπάνης, γλουσουκουπάνης γλουσουκουπάνς, κεβεζέας, κεβιαζιάς, λογάς, λουγάς, νεροτρουλίδα, μουχαμπιτλής, μουχαμπιτσής, μπουμπουτούρας, νταρντάλας, ντιβετζής, παπαρδέλας, φαρφάρας, φαφλατάς | lafazan | τούρκικο

λαχούρι, λαχουρί, λαχούρ, λιαχουρή, λαχόρι, λαχόρ | κάποια πανιά και ρούχα με πολλά χρώματα | lahuri | τούρκικο

λαχτέντο, λαχτένδο, λαχτένι | γουρουνόπουλο, γουρουνόπλο, γρουνόπουλο, γουρνόπουλο, γουρνόπλου, γουρνόπλτος, γρουνόπλου, γουρουνάκι, γουρουνάτσι, γρουνάκι, γουρνάτσι, γουρνάκ, γρουνάκ, γρνατς, βουρουνάτσι, ουρουνάτσι, ουρνάκι, γουρουνάδι, γουρνάδ, γκρουνάιν, γουρουνέλι, γουρουνέλ, γουρνέλ, γρουνέλ, γουρουνόπικο, γουρνόπκου, γουρουνοπουλάκι, γρουνοπουλάκι, γουρνοπουλάκι, γουρουνούδι, γουρουνούδ, γρουνούδ, γουρνούδ, γρνουδ, γουρουνούλι, γουρνούλ, γρουνούλ, γρουλί, γουτζί, γκουρτζέλι, γκουρτζέλ, γκουρτζιέλ, γκουρτζελούδι, γκουρτζελούδ, γκουρζιλούδ, γκουτσινούλι, γκουτσινούλ, γκουτσιούνι, ανασμίδι, κουσκούνι, μουχτερό, μπλικόπλο, μπουζάκι, μπουζόπουλο, φτουράκι, φτουράκ | lactens | λατινικό

Λεβάντε | Ανατολή, Ανατουλή, Ανετολή | Levante | βενετσιάνικο

λεβάντες, λεβάντης, λεβαντιέρα | ανατολικός (αέρας), ανατουλκός | levante | βενετσιάνικο

Λεβαντίνος | Ανατολίτης , Ανετολίτης, Ανατολάς, Ανατουλάς, Ανατολίσιος | levantino | βενετσιάνικο

λεβάρω | τραβώ με αλυσίδα ή σκοινί | levare | ιταλικό

λεβέντης, λεβέντες, λεβέγκη | αντρειωμένος, αντριομένος, αντριουμένους, αντριουμένους, αντριγιομένος, αντριγιουμένους, αντρικομένος, αντρομένος, αντρουμένους | levent | τούρκικο

λέγα | λεύγα (λόγιο) = τρία μίλια | lega | ιταλικό

λεγάτο | κληροδότημα (λόγιο), άφισμα | legato | ιταλικό

λεγένι, λεγένη, λεγέν, λεένι, λιγένι, λιγέν, λιένι, λιέν, λγεν | λεκάνη, λακάνη, λικάνη, λκαν | leğen | τούρκικο

λεζέτι | νοστιμιά, νοστιμάδα, νουστιμιά, νουστιμάδα | lezzet | τούρκικο

λεκές | μπέγκα, νταγκιά, ντάμκα, ντάμκια, νταγκάς | leke | τούρκικο

λέλε, λέιλεϊ, λαλί | πω-πω ! | lele | σλάβικο

λελέκι, λέλεκας, λελέκ, λέλεκον, λέλιακας, λέλικας, λέιλικας, λεϊλέκος, λέλαλας, λιλέκι, λιλέκ, λιλέτς | το πουλί Ciconia alba, πελαργός, αρχοντούλα, ασπρολέλεκας, γκάρος, γκλάρους, γλάρους, καλαμουκανάς, καλαμκανάς, στούρκος, τσιροπινάς, τσακνιάς | leylek | τούρκικο

λεμεντάρομαι, λεμεντάρουμαι, λεμενταρίζω | παραπονιέμαι | lementarse | βενετσιάνικο

λεμέντο, λαμέντζα | θρήνος, θρηνούριν, μοιρολόγι, μοιρολόι, παράπονο, παράπουνου, παραπόνεμα, παραπόνεση, παραπόνιση | lemento | βενετσιάνικο

λεμονάδα, λιμουνάδα | ζουμί λεμονιού με νερό και ζάχαρι | limonada | βενετσιάνικο

λεμονιά, λεϊμονιά, λεϊμονία, λιμουνιά | το δέντρο Citrus limunum / ο καρπός του δέντρου: λεμόνι, λεϊμόνι, λεμόν, λιμόνι, λιμόν | limon | ιταλικό

λεμόντοζου, λεμόντουζου, λιμόντουζου, λιμουντόζ | κιτρικό οξύ (λόγιο), ξινό | limontozu | τούρκικο

λεμπλεμπί, λεμπλεμπίδι, λεμπεμπί | μπεμπεμπλί, μπιλμπίδι, μπιμπίλι, μπιμπλί, μπιμπίλ, μπομπόλι, νιμπιλμπί, στραγάλι, στράλι, τράγαλο, ζαγλαπίδα, ζαγλαπίδ | leblebi | τούρκικο

λενγκέρι, λεγκέρι, λεγκέρα, λεγκιάρ, λιγκέρι, λιγκέρα, λιγκέρ | μπρούτζινη λεκάνη ή πιάτο | lenger | τούρκικο

λέντα | φακός (λόγιο) | lente | ιταλικό

λεντίκα | κάθισμα που το κουβαλούσανε με τα χέρια, σέδια, λετέρα, λετιέρα, ταχτερβάνι, τεζγκερές, ντιζγκιρές | lettica | ιταλικό

λέρα | βρόμα, βρομάδα, βρουμάδα, βρομερία, βρομιά, βρομία, βρουμιά | lerë-a | αλβανικό

λέσι, λέση, λέσιο, λιες, λες, λέχι | ψοφίμι, ψουφίμ, ψόφεμαν, θρασίμι, θρασίμ, κάρμα, αλιές | leş | τούρκικο

λεσκέρι | ασκέρι, ασκέριν, ασκέρ, αστσέρι, αστζέρι, ασκιάρ, ασκέρς, εσκέριν, στράτευμα (λόγιο) | leşker | τούρκικο

λέτερα | επιστολή (λόγιο), γράμμα, γράμμαν, γκράμα, γάμα, γάαμα, γραφή, γραθή, γκραφή, γααφή | letera | βενετσιάνικο

λέτζε, λέγκε | νόμος (νόμος) | lege | βενετσιάνικο

λετιέρα, λετέρα | κάθισμα που το κουβαλούσανε με τα χέρια, λεντίκα, σέδια, ταχτερβάνι, τεζγκερές, ντιζγκιρές | lettiera | ιταλικό

λέτο | κρεβάτι, κρεβάτ, κριβάτι, κριβάτ, κριάτι, γιατάκι, γιατάκ, γιατθάκι, γιατάτσι, ιατάκι, ιατάκ | leto | βενετσιάνικο

λέτσα, λίτσα | το ψάρι Campogramma glaycos | leccia | ιταλικό

λέτσος, λέτσιος, λέτσιους, λιέτσιους | ασούμπαλος, ατσούμπαλος, ατζούμπαλος, ατζούβαλος, ανατσούμπαλος, ανατζούμπαλος, ανεσούμπαλος, ανασούμπουλος, ανεσούμπουλος, ασουμπαλιάρης, ατσουμπαλιάρης, βρομιάρης, βρομνιάτης, βρομάρης, βρομάρτς, βρουμιάρς, βρόμιος, βρόμιους, βρόμνιος, βρόμνιους, βρομίλος, βρομούσης, βρομέας | lezzo | ιταλικό

Λιάπης, Λιάμπης, Λάπης, Λιαψς / θηλυκό: Λιάπισα, Λιάμπισα, Λάπισα | αυτός / αυτή που έχει ρίζες από τη Λιαπουριά (Λιαμπουριά) της Αλβανίας | Lab-i | αλβανικό

λιάρος, λιαρός, λιάρους | παρδαλός, παρδάλς, πάρταλος, πάτσαλος, μπέρδελος | larë | αλβανικό

λίβελο, λιβέλο | το δόσιμο που πλήρωνε ο κολίγας στον αφέντη του | livelo | βενετσιάνικο

λιγαδούρα | σκοινάκι ή κορδόνι για δέματα | ligatura | βενετσιάνικο

λιγκαβέτσι, λιγκαβέτς | το φυτό Cirsium arvense, ασπράγκαθο, νεράγκαθο, βαμβακιά, παλαμίδα | ligavec | σλάβικο

λιγκόνι, λίγκουνας | μελιγκόνι, μελιγούνι, μελίτακας, μελίνταγκας, μελίντακας, μυρμήγκι, μερμήγκι, μέρμηγκας, μουρμούκι, μιρμιγκάς, μερμούτζιι, μερμούτζιιν, μιρμίκ, βρουμούσι, βρουμούσκι, δίλκας, λεμπόνι, λιμπούνι, λίμπουρος, λίμπουρας, κοτσινολίμπουνο, πιτσιγκόνι, πορδάλα, πορδίλι, σκουλιπνιά, σκλίπονας, τσιούστρα, τσιούχτρα, | milingonë-a | αλβανικό

λικουρίνος, λικουρίνι | καπνιστό κεφαλόπουλο | liocorno | ιταλικό

λίμα | ρινί, ρινίν, ρίνη, ρνι, αρνάρι, αρνάρ, ράσπα, ντιρπί, ντρουπί, πρακόνι, πρακόν, πριάκονο, πριάκουνου, | lima | βενετσιάνικο

λιμάνι, λιμάν | λιμιόνας, λιμνιόνας, πόρτο, πόρτα | liman | τούρκικο

λιμάρω | τρίβω με τη λίμα | limar | βενετσιάνικο

λιμόζινο | ελεημοσύνη (λόγιο) ψυχικό | limosina | βενετσιάνικο

λίμπα, λιμπί, λίμπη, λάμπη, λόμπα, λόμπος, λούμπα | γούρνα, γουρνί, γουρνίν, γουρνί, γουρνούκ, γκούρνα, γρούνα, βούρνα, βουρνίν, κούρνα, σγούρνα, σγουρνί, σγόρνα, ούρνα, ουρνί | limba | ιταλικό

λιμπεράρω | λευτερώνω, λεφθερόνω, λυτρώνω | liberare | ιταλικό

λίμπερος | λεύτερος, λέφθερος | libero | ιταλικό

λιμπερτά, λιπέρτα, λιμπερτή | λευτεριά, λεφθεριά, λιφτιργιά | libertà | ιταλικό

λιμπερτός, λίμπερτος | αλιμπέρτος, αλιμπερτός, αλιμπέρτης, αμολητός, αμολαριτός, αμουλαριτός, μολαριτός | liberto | ιταλικό

λιμπρέτο | λιμπεράκι, βιβλιάκι, βιβλιόπουλο, βιβλάκι | libreto | βενετσιάνικο

λίμπρο, λίμπρος, λίμπερο | βιβλίο, βεβλίο, βιβλίγιο, βιβίλιον, βιβιλιόν, βλιβλίο, βλιβίο, βιγλίο, γιβλίου, διβλίο, λιβλίο, βλίο, βιβλίε, φιλά, φλάδα, κιτάπι, κιτάπ, κιουτάπι | libro | ιταλικό

λινάτσα | χοντρό πανί από λινάρι | linazza | ιταλικό

λίνεα, λινιά, λίνια, λενιά | αράδα, αράα, αρά, αργάδα, ράδα, αράδου, ρίγα, αρίγα, γραμμή, δραμή | linea | βενετσιάνικο

λίντος | κομψός (λόγιο), ζαρίφης, ζαρίφς | lindo | βενετσιάνικο

λιοκόρνο, λιόκορνο, λιόκουρνο, λιόκρινο, λιόκρουνο | κέρατο φιδιού | liocorno | ιταλικό

λίπα, λιπιά | φυτά του γένους Tilia, φλαμουριά, φλαμούρι, φιλουριά, φιλούρα, τίλιο | lipa | σλάβικο

λίρα | φλουρί, φλορί | lira | ιταλικό

λισαντίρι, λσαντίρ | νισαντίρι, νισαντίρ, χλωριούχο αμμώνιο (λόγιο) | nişadır | τούρκικο

λισβερίσι, λισβερίς, λισιβερίσι, λισβιρίς | αλισβερίσι, αλισφερίσι, αλισιβερίσι, αλισιβέρισι, αλισβερίς, αλισφερίς, αλισβιρίς, αλεσβερίσι, αλεσφερίσι, αλεσφερίς, αλισβερίδι, αλισβαρίς, αλιχιβερίσι, αλουσβερίδ, αϊσφερίσι, αλισοβέρσο, αλισβέρισμα, νταλαβέρι, νταλαβέρ, νταραβέρι, νταραβέρ | alışveriş | τούρκικο

λισεντζάρω | αδειοδοτώ (λόγιο) | licenziar | βενετσιάνικο

λισίβα, λεσίβα | αλισίβα, αλισίφα, αλεσίφα, αλισούφα, αλσίβα, αλτσίβα, αλουσίβα | lisciva | ιταλικό

λίστα | κατάστιχο, τεφτέρι, τιφτέρι, τιφτέρ, ντεφτέρι, ντιφτέρ, δεφτέρι, διφτέρι, διφτέρ | lista | βενετσιάνικο

λίτε, λίτη | δίκη | lite | ιταλικό

λόγγος, λογκός, λόγκους, λογκιά, λογκάρι, λόνγκους, λαγκονιά | αρμάνι, ορμάνι,ορμάν, ουρμάνι, ουρμάν, ρουμάνι, ρομάνι, ρομάν, ρμάνι, ρμαν, ζίγρα, ζίγρια, κουρί, μπαλγκάμ | log | σλάβικο

λοκάντα, λουκάντα | χάνι, χαν | locanda | ιταλικό

λοκαντιέρης | χαντζής | locandiere | ιταλικό

λοκούστα | ακρίδα, ακρίθα | locusta | ιταλικό

λομπότι, λομποτιά, λομποτή, λομπουντιά, λομπουτιά, λοποντιά, λοποτιά, λοβοδά, λοβοδιά, λοβουδιά, λουβοδιά, λεπουντιά, λεποντιά, λεποντή, λεβουδιά, λοβοδό, λάπατα, λαμποτιά, λαβουδιά | το φυτό Atriplex hortensis, δεπουτιά, χρυσολάχανο, χηνόποδο, χηνοπόδι | loboda | σλάβικο

λόντζα | ψαρονέφρι | lonza | ιταλικό

λόντρα | κάποιο μικρό καράβι | londra | ιταλικό

λόρδα, λόδρα | αναφαγιά, ανεφαγιά, πείνα, κράνη, λίμα, λιμαντέρα, λιγούρα, λαγκούτα, νισκάδα, νισκούρα, νισκουσίν, ψωμόλυσσα, ψομόλσα | lorda | βενετσιάνικο

λοσμαρί, λασμαρίν, | το φυτό Rosmarinus officinalis, ροσμαρί, ροσμαρίνι, αρισμαρί, αρισμαρές, διοσμαρίνι, δεντρολίβανο, δενδρολίβανο, ξιλαλάς, ξιλαράς | rosmarinus | λατινικό

λοστρόμος | ναύκληρος (λόγιο) | nostromo | ιταλικό

λότα | λάσπη, λάσπ, γλίνα, γλούνη, λούνη, γλούσπη, γρούσπη, τσαμούρα, τσαμούρι, τσαμούρ | loto | βενετσιάνικο

λοταρία | λαχείο (λόγιο) | lotaria | βενετσιάνικο

λότζα, λόντζα, λόντζια, λότζια, λόζιος, λιόντζια | ξελόντζα, ξελότζα, γρέκι, γρεκ, γριεκ, γρέτσι, γρετς, γκρέκι, γκρεκ, αγρέκ, εγρέκ, γιατάκι, γιατάκ, γιατθάκι, γιατάτσι, ιατάκι, ιατάκ, κονάκι, κονάκ, καλύβα, καλύβι, καλίβ, τσατόρα, τσαρδί, τσαρδάκι, τσαρδάκα, τσαρντάκι, τσαρντάκ, τσιαρντάκι τσιαρντάκ / χαγιάτι, χαγιάτα, χαγιάτ, χαϊάτα, χαϊάτι, χαϊάτ, στάλος, στάλους | loza | βενετσιάνικο

λοτζέτα, λοτζιέτα | βεράντα, μπαλκόνι | lozeta | βενετσιάνικο

λότο, λότος, λότους | λαχείο (λόγιο) | loto | βενετσιάνικο

λούγαρο, λούγαρος, λουγαρίνι, λουκαρίνι, λουγαράκι, λούβαρο, λουβαράκι | το πουλί Carduelis spinus, σκαθί, σκαθάρι | lugaro | βενετσιάνικο

λούγκα, λούνγκα | βούζουνας, βουζούνα, βούζουνος, βούζουνο, βουζούνι, βουζουνικό, βουζούν, βούζνας, βούζνο, βούσουνας, βοζούνι, βζουν, βίζουνας, βιζούνι, βίτζονος, βιζίνος, γούζουνας, ζούζουνας, λούσουνας | lungë-a | αλβανικό

λούδρα | πονηρή, κατεργάρα | ludro | βενετσιάνικο

λουίζα, λοΐζα | το φυτό Lippia citriodora, ελοΐζα | luisa | ιταλικό

λουκάνικο, λουκανίτσα, λουκάνκου, λουκάνκο, λουκάγκου, λοκάνικο, λοκάνκο | αμαθιά, αματιά | lucanicum | λατινικό

λουκέρνα | καντηλέρι, καντηλιέρι, καντλέρ, καντλάρ / ληχνάρι, λιχνάρ, νίχλος | lucerna | βενετσιάνικο

λουκέτο | κρεμαστή κλειδαριά, κατινάρι, κλιδαρίδι | lucheto | βενετσιάνικο

λούκι, λουκ | ουλούκι, ουλούκ, αφούλκα, άφουκλα, βρέχτης, καντερέτο, κουτσουνάρα, κουρνέλα, κανάλι, κάναλη, κανάλα, κανούλι, καταγογίδα, ξενεριστίρι, νεροδέχτης, νιραγόι, νεμπουρντέχτης, μπλουτσουνέρα, ρέφτης, ρίχτης, ρουνιά, ρονιά, ρέντα, σουγιέλο, σουλουντράνι, σγόρνα, χολέδρα, χολέντρα, χολέτρα, τσουρνέλα, αστράχα, αστράκα, αστράκη, αστρέχα, αστρέχ, αστριάχα, αστρίχα, αστριχιά, αστροάχα, αστίχα, οστρέχα, ουστρέχα, στρέχα, στράχα, σρέχα | oluk | τούρκικο

λουκουμάς, λουκουμάδα, λουκμάς, λοκμάς, λοκμά | λαλάγκι, λαγκίτα, λαγκίδα, λαλαγκίδα, λαλαγκίτα, λαλάτζιν, τηγανίτα, ζβίγκος | lokma | τούρκικο

λουκουματζής | αυτός που φτιάχνει και πουλάει λουκουμάδες | lokmacı | τούρκικο

λουκούμι, λουκούμ, λοκούμι, λοκούμ | λέγεται και ραχάτ λοκούμ | lokum | τούρκικο

λουλάκι, λουλάκ | γαλαζάδα, γαλαζάρα, ρεμπέκι, ρεμπίκο | lilak | αραβικό

λουλάς, λουλές | καμινέτο, το μέρος του ναργιλέ που βάζουν τον καπνό ή το χασίσι | lüle | τούρκικο

λουλούδι, λούλουδο, λούλουδον, λουλούθ, λούδι, λουδ, λελούδι, λέλουδα, λαλούδι, λαλάδι, λουλίν, λολούδι | άνθος, ανθός, άνθους, άθος, αθός, άθο, άθι, άθους, άτθος, ατθός, άτος, ατός, νάτθος, πούλουδο, πούλουο, τσιτσέκι, τσιτσέκ, τσιτσάκι, τσιτσάκ, φιόρο, φιόρι, φιόρε, φκιόρον | lule | αλβανικό

λούλτιμο | στερνά, στιρνά, ιστερνά | l'ultimo | ιταλικό

λουμίνι, λουμπίνι | φιτίλι καντηλιού | lumin | βενετσιάνικο

λούνκος, λούγκος, λάγκος | μακρύς | lungo | ιταλικό

λούπης, λούπος | το πουλί Milvus milvus, τσίφτης, ψαλίδα, ψαλιδιάρης | lupus | λατινικό

λούπινο, λουπίνι, λουπινιά, λουπινάρι, λουμπούνι, λούμπινας, λουμπίνος, λουμπινάρι, λουπνάρι, λουμπουνάρζι, λιμπινάρι, λίμπινας, λιμπίνος, λιμπινός, λιμπούνι, λίμπουνας, λιμπούγνα, λίπινας, λπίνι, λπίνο, λεπνάρι, λοπνάρ | φυτά του γένους Lupinus, αγριολουπινιά, αγριολούπινο, αγριοκοκί, αγριολούβινο, αγρολούμπινο, σκοτίλα | lupinus | λατινικό

λουρί, λούρα, λουρίδα, λουρίδι, λουρίδ, λούρος, λορί | ιμάντας (λόγιο) / ζωνάρι, ζουνάρι, ζουνάρ, ζονάρ, ζναρ, ζωστήρα, ζουστίρα, κουσάκι, κουσάκ | lorum | λατινικό

λουσέρνα | λυχνάρι, λιχνάρ, νίχλος, | lucerna | βενετσιάνικο

λούσο | πολυτέλεια (λόγιο) | lusso | ιταλικό

λουστραδόρος | ο μάστορας που λουστράρει | lustrador | βενετσιάνικο

λουστράρω | γυαλίζω με λούστρο | lustrar | βενετσιάνικο

λουστρίνι | γυαλιστερό δέρμα | lustrin | βενετσιάνικο

λούστρο, λούστρος, λούστρους | βερνίκι, βερνίτσι, βιρνίκ, βιρνίτς | lustro | βενετσιάνικο

λούτο, λούτος | θλίψη, χλίψη, βαλάντωμα, βαλάντουμα | lutto | ιταλικό

λούτος | χαζός | lud | σλάβικο

λούτσα, λούντσα, λούτζα, λουτσάλα | νερόλακκος, νερόλακα, λούμπα, λούστρα μπάρα | lucë | llucë | αλβανικό

λούτσος | το ψάρι Esox lucius, λίτσα, τούρνα, γουμπρί, γομρί / ψάρια του γένους Sphyraena | luzzo | βενετσιάνικο

λουφές, λεφές | μισθός (λόγιο) του αρματολού | ulufe | τούρκικο

λουφετζής | μισθοφόρος (λόγιο) | ulufeci | τούρκικο

μα [1614] | αλλά, αμέ, αμή | ma | ιταλικό

μαβής [1910], μαβύς [1709], μαβιός | βιολετής, λουλακής, λουλακάτος μενεξελής, μοβ, μπλαβής, μπλάβος | mavi | τούρκικο

μάγα [1659] | μάγισσα, μάισα, μαγίστρα | maga | βενετσιάνικο

μαγαζί [1635], μαγαζάς, μαγαζέ, μαγαζένι, μαγαζές, μαγαντζές, μαγατζάς, μαγατζές, μαγατζί, μαεζί | κατάστημα (λόγιο), αργαστήρι, μερκαντικό, μποτέγα, νεγότσιο, ντίκιαν, ντουκιάνι, τουκιάνι / κελάρι, κιλάρ | magazèn | βενετσιάνικο

μαγαράς, μέγαρα | σπηλιά, σπήλιο, σπίλιος, σπέλα, γράβα, γκράβα, γρότα, γκρότα, γκρούτα, γρότθα, μπιστούρα, μπιστιριά | mağara | τούρκικο

μαγάρι [1635], μαγάρ | μακάρι, μακάρε, μακάρ, μεκάρι, άμποτες, άμποτε, άμπουτε, άμπουτις, νιάμποτες, νιάποντες | magari | βενετσιάνικο

μάγια | άκρα, άκρη, άκρια, ακριγιά, άκριγια, άγκρα, νάκρα, νάκρη, ίγκερα, ίγκια, κενάρι, κενάρ, μάντα, τσούντα / κορυφή, κορφή, κουρφή | majë -a | αλβανικό

μαγιά [1857], μαιά | προζύμι, προυζίμι, προυζίμ / πυτιά, πυτία, πιτίδ, πτια | maya | τούρκικο

μαγιασίλι [1910], μαγιασίλ | έκζεμα (λόγιο), παπίλα, αμπελοκλάδι, αμπενοκλάδι / αιμορροΐδες (λόγιο), ζοχάδες, ζουχάδια, ζουχάδις, τζοχάδες | mayasıl | τούρκικο

μαγιόλικα [1894] | κεραμικό ζωγραφισμένο και χρωματισμένο με ξεχωριστό τρόπο (έχει μέσα καλάι) | maiolica | ιταλικό

μαγιστράτος | δικαστής (λόγιο), κριτής | magistrato | ιταλικό

μαγκάλι [1709], μαγγάλι [1910], μαγκάλ, μαγκάν | φουφού, φουβού, φουγού, ζεστατίρι, θιρμασιά, ποδαρούλι, σκαλταλέτο, σκανταλέτο, σκαλταπιέντε, τανός, ταντούρι, τζινέβρα | mangal | τούρκικο

μαγκάνι, μάγκανον [1614], μάγγανον [1790], μάγγανος [1790], μαγγάνι [1931], μάγγανο [1931], μαγκάν, μαγκάνα, μάγκανο, μάγκανος, μάγκανουν, μάγκανους | πιεστήριο (λόγιο) / ροδάνι, σβίγα / βαρούλκο | mangano | βενετσιάνικο

μάγκας [1910], μάγκα [1910], μαγκίτης [1931], μάνγκας, μάνκα | νταής, παλικαράς, κάργας | mangë-a | αλβανικό

μαγκαφάς | χαζός, χαζούλιακας, κουτός, κούτιος, κουτεντές, κούτακας, κουτούκι, κουτούλιακας, κουτουρός, κουτουριάρης, κούτκος, κουτούφ, κουτούζικο, αγαλιάς, απτάλας, απτάλς, αλαφρόμυαλος, αλαφρουκάνταλου, αλαφρουκάνταρου, αλαφροκέφαλος, αλαφροκαύκαλος, αλαφροκούκουλος, αλαφρομιαλούσης, αλαφρονούσης, αλαφροπαλάντζας, αλαφρουπαλάντζας, αλαφροπάμπορο, άμυαλος, άμιαλους, άμνιαλους, ανάμιαλος, ανέμιαλος, ανέμιαλους, ανέμνιαλους, ανίμιαλος, αντούβιανος, αχμάκης, αχαμάκης, αχμάκος, αχουμάκης, αχμάξ, αχμάχς, βιβίτακας, γκανάς, γκάχας, γκζαδ, γκλάφας, ζντρουφ, ιαχουμάκης, ιμπετσίλες, κακαβάνης, κακαβάνς, κακούρης, κλάπας, κούγελο, κουζμπός, κουτζμπός, κούτρης, κουζβός, κούγελο, κουγιάμπαλο, λιάλβαλης, λίλης, λούτος, λούτφος, μαμαρίτος, μανός, μιμίας, μέτσιος, μπνάκας, μπουνιάξ, μπαχαλός, μπερτόδος, μπονς, μπουτσούκας, μπουνταλάς, μπούρμπαδος, μπανταλός, μάπας, ματούφς, μέχας, νάκους, νούκος, ντίλινας, ντιβανές, ντιβανέλς, ντιουντιός, ντουγάν, ντουμόης, ντούρλιας, πνάκας, ούργιος, ουριαμπές, ούρλιακας, παράνταλος, παρασάλακους, παρασάνταλος, παρλακάδι, ρούλιος, σιαψάλης, σαψάλτς, σιαψάλς, σιαϊλός, σιατλός, σιμεντλικουέρας, σιοροκλεμές, σιούντελο, σιούρδος, σιούρδους, σιουμπερδέκας, σέφτελος, σέμπιος, σεριφαλής, σλιάφκας, στούκος, στουκ, τζούμανος, τεβεκελής, τσιαμάρς, τσίμπιος, τσούκος, τσουφλέκας, χαϊντούτ, χαλιαχούτας, χαλιαχούτς, χαμχούιας, χαντός, χάπατο, χαρλαχάμς, χάφτας, χλιάρας, χούχλιους | mankafa | τούρκικο

μαγκιόρος [1983] | σπουδαίος (λόγιο) / μεγαλύτερος | maggiore | ιταλικό

μάγκιπας [1614], μάγκιψ [1614], μάτσιπας [1894], μαγκίπης [1931], μάγκιπος [1962], μάντζιπας | φούρναρης, φουρνάρης, εκμετσής, εκμετζής, ψουμάς, ψωμάς | manceps | λατινικό

μαγκιπειό [1894], μαγκιπείον [1614], ματζιπιό, μαντζιπιό | φούρνος, φόρνες, φουρνάρικο, φουρναριό, φούρνους, ψωμάδικο, αρτοποιείο (λόγιο) | mancipium | λατινικό

μάγκλα | δίχτυ-παγίδα για πουλιά | maglia | ιταλικό

μαγκλάβι [1894], μαγκλάβιον [1614], μαγκλάδιν [1894], | μπαγκλάβι, παγκλάβι, ραβδί | maniclavium | λατινικό

μαγκλάρας [1934], μαγκλαράς [1962], μάγκλαρος [1910], μάγγλαρος [1931], μεγγλαράς [1931], μέγγλαρος [1931] | κρεμανταλάς, κριμανταλάς, μαντράχαλος, μαντράχαλους | manglar | βλάχικο

μάγκο, μάγκου [1894], μάνκα, μάνκο, μαγκ, μάγκουμου, μάγκουμ, μάγου, μάγουμου, μάκου | αμάγκο, αμάγκου, αμάνκου, αλαμάγκου, αρζκό, τουλάχιστον (λόγιο) | al manco | ιταλικό

μαγλατάς           | σοφιστεία (λόγιο) | mugalata | τούρκικο

μαγούλα [1894], μογούλα [1894] | τούμπα, τούμπι, τουμπάκι, ντούμπα | magulë | αλβανικό

μάγουλο [1635], μάγουλον [1614], μαγούλα [1910], μάγλο, μάγλον, μάγλου, μάγουλε, μάλουγο, μάλουγου, μαούλα, μάουλο | αμπούκα, βούκα | magulum | λατινικό

μάγρα | ισχνότητα (λόγιο) | magra | ιταλικό

μαδέρι [1894], μαδέρα [1894], ματέρι, μαδέρ, ματέρ / ματέρια (τα) [1688] | παχιά σανίδα | madero | βενετσιάνικο

μαδινάδα [1894] |   |   |  

μαδόνα [1709] | βαβά, γιαγιά, κυρούλα, λαλά, μάκω / αρχόντισα / κυρά, κυράτσα, κιαράτσα | madonna | ιταλικό

μαδράς | καλπουζάνος, μπαγαπόντης, λοβιτουρατζής | madrabaz | τούρκικο

μαεστρία [1931] | μαστοριά / τέχνη / δεξιοτεχνία (λόγιο) | maestria | ιταλικό

μαέστρος [1931] | μάστορας, μάστορης / δάσκαλος / μουσικοσυνθέτης (λόγιο) | maestro | βενετσιάνικο

μάζαλι [1894], μάζαλη [1857], μάζαλ | αλευρόκολλα για το κολλάρισμα των πανιών | mazalo | σλάβικο

μαζαρατιά | ζημιά | mazarrat | τούρκικο

μαζγάλι, μαζγκάλι, μαζκάλ, μαζγκάλα | πολεμίστρα / φεγγίτης | mazgal | τούρκικο

μαζμπατάς | πρωτόκολλο (λόγιο) | mazbata | τούρκικο

μαζούλος [1709], μανζίλης [1709], μαζούλης, ματζούλης, μαζίλης | έκπτωτος (λόγιο) | mazul | τούρκικο

Μάης [1614], Μάις [1659], Μας [1709], Μάη (ο) | Αμάης, Αμάη (ο), Καλομηνάς, Κερασάρης, Κιρασάρς, Λούλουδος, Τριανταφιλάς, Πενταφάς, Πεντοφάς, Πράσινος, Φουσκοδέντρης | Maius | λατινικό

μάικα, μάικω | μάνα, μητέρα, μαμά, βαλιδέ, βαλιντέ, μα, μάα, μάλε, μαλέ, μαλή, μαλιάστρα, μάμα, μαμάκα, μανέ, μανούσα, μάρε, μάτρε, νενέ, νινέ | majka | σλάβικο

μαϊμάρης [1837] | αρχιτέκτονας (λόγιο) | mimar | τούρκικο

μαϊμού [1635], μούνα [1635], μαϊμούνι [1983], μαϊμούνα, μαϊμόν, μαμούν, μαεμού | σεμπέκα (η θηλυκιά) / μαϊμούλι, μαϊμούλ (το μαϊμουδάκι) | maymun | τούρκικο

μαϊμουντζουλούκι, μαϊμουντζουλούκ | μαϊμούδισμα (λόγιο), καραγκιοζιλίκι | maymunluk | τούρκικο

μαϊνάρω [1894], μαηνάρω [1910], μαϊνάρου             | λασκάρω, αμολάω / κατεβάζω τα πανιά | mainar | βενετσιάνικο

μαϊντανός [1931], μάντανο [1709], μαϊδανός [1857], μαγηδανός [1857], μαϊδανό, μαντανός, μαντανόζι | Το φυτό Petroselinum sativum, γάραμψον, κουδουμέντο, μακεδονίσι, μακεδονίς, μακιδονίσι, μακιδουνίσι, μακιδουνίς, μακιδουνίης, ματζιεδονίσιν, μακιδονίσιν, μακιδουνίτης, μυρωδιά, περσέμολο, περσίμουλος, πετροσέλινο | maydanoz | τούρκικο

μαΐστρα [1688] | η μεγίστη (λόγιο), το μεγαλύτερο πανί του καραβιού | maistra | βενετσιάνικο

μαϊστράλι [1709], μαΐστρος [1894] | άνεμος βορειοδυτικός (λόγιο) | maistrali | maistro | βενετσιάνικο

μαϊτάπι [1931], μαϊτάπ | αναμπαίζω, ανάγελο, ανέγελο, αναγέλιο, αναγέλιον, αναγέλιου, αναγέλιν, αναέλιον, ανεγέλιο, ανεέλιο, ανιγέλιου, αναγελασμός, αναγέλασμα, αναγέλασμαν, ανεγέλεσμα, ανεέλεσμα, ναέλεσμα, νεγέλιο, κοροϊδία, κουρουϊδία, κορόιδεμα | maytap | τούρκικο

μαϊχόσικος, μαϊχόσκος | γλυκόξινος | mayhoş | τούρκικο

μακάμι | μουσικός δρόμος | makam | τούρκικο

μακαντάμ [1934], μακαδάμ [1934] | σκυρόστρωμα (λόγιο) | makadam | τούρκικο

μακαντάσης [1934] | αρκαντάσης, αρκαντάς, αρχαντάσης, αρκατάης, αρκαντάδης, αρκαντάχης, ρκαντάδης, αρντάσης, φίλος, φίλους, φίρος | mankadaş | τούρκικο

μακαράς [1709] | καρούλι, καρούλ, καρέλι, κουβαρίστρα, κουαρίστρα, μπομπίνα, μασούρι, μασούρ, ράγουλο, ράουλο, ρουκέλα, ρικέλα, ρογκέλα, ροκέλο | makara | τούρκικο

μακαρονάδα [1962], μακαρουνάδα, μακαρνάδα | βραστά μακαρόνια (με σάλτσα και τυρί) | maccheronata | ιταλικό

μακαρόνι [1857], μακαρίνα, μακαρίναν, μακαρούνα, μακαρούν, / μακαρόνια (τα) [1709], μακαρούνια (τα) [1709], μακαρόνα (τα), μακαρούνες (οι), μπακαρούνια (τα) | σπαγκέτια, σπαγέτια (τα ψιλό) | macaroni | βενετσιάνικο

μακάστα [1910] μακάσι [1857], μακάς | το ψαλίδι (από τα δοκάρια) της σκεπής | makas | τούρκικο

μακάτι [1857], μακάτ, μαγκάτι, μακατιλίκι | στρωσίδι, σκέπασμα | makat | τούρκικο

μακελάρης [1635], μακελλάρης [1614], μακέλης [1688], μακέλλης [1688], μακελλάρις [1894], μάκελλος [1894], μακιλάρης | χασάπης, χασάψ, κασάπης, κρεατάς | macellarius | λατινικό

μακελειό [1635], μακελλειό [1659], μακελλείον [1614], μακελειόν [1709], | χασάπικο, χασαπί, χασαπιό, χασαπουλιό, κασάπικο, κασαπιό, κασαπενές | macellum | λατινικό

μακέλεμα, [1709], μακέλλεμα [1659] | σφαγή, σφαή, σφάμα, σφάξιμο | macellamento | ιταλικό

μακελλειόν [1709], μακελιό [1931], μακιλιό, μακελαρίο, μάκελος |   |   |  

μακέτα [1934] | προσχέδιο (λόγιο) | machieta | βενετσιάνικο

μάκια, μακιά, μάκα | λεκές, μπέγκα, νταγκάς, νταγκιά, ντάμκα, ντάμκια, | machia | βενετσιάνικο

μακιάρω, μακιάζω | λεκιάζω | machiar | βενετσιάνικο

μάκινα [1931], μάκενα [1934] | μηχανή | machina | λατινικό

μάκος [1709], μάκων [1688], μάκους [1894], μακουνία | φυτά του γένους Papaver, παπαρούνα, παπαρούντα, περπερίθρα, πιρπιρούνα, αγκιναρόχορτο, αγριοπαπαρούνα, κοκκινάδα, κοτσονία, κοτσονιά, κοτσονίδα, κουτσουνάδα, λουλκούκι, κουτσοπετινός, ματσιάτι, ματσιάτκα, μπούλα, νουνουτζιά, πετεινός / Rapaver somniferum: ύπνος, αφιόνι | mak | σλάβικο

μακούλης | λογικός (λόγιο) | makul | τούρκικο

μαλάρια [1934] | ελονοσία (λόγιο) | malaria | ιταλικό

μαλάς [1931], μαλά | μυστρί, μουστρίν, μστρί | mala | τούρκικο

μαλατόρος [1894] | κακοποιός (λόγιο) | malfattore | ιταλικό

μαλάτος, μαλάδος | άρρωστος, άοστος, άουστους, αροστάρης, αρουστάρη, άρουστους, άρουστο, άρροστου, άρστο, άρουστε | malato | ιταλικό

μαλαφράντζα [1790], μαλαφράντσα [1894], μαλαφράτζα, μαλαθράντζα, μαλεφράντζα | φράντσα, αφροδίσιο νόσημα (λόγιο) | mal francese | ιταλικό

μαλβαζία [1894] | μονεμβασιώτικο κρασί | malvasia | βενετσιάνικο

μαλέτσκο, μαλέτσκους, μαλέτσκου, μαλέτσικο [1910], μπλιακιότς | παιδί, πιδί, πδι, πιδαρέλ, παιδάκι, πιδούδι, πιδούδ, πίτσκο, πίτσκου, γκζάν, γκτζαν, γκουλιάρ, γκουλιάν, γκουλιαρούδ, κούτσκο, κούτσκου, μαξούμι, μαξούμ, μαξιούμ, μιτσικουρής, μιτσικουρού, πιτσιρίκι, πιτσκάρ, πίτσκιου , πιτσκαρέλι , πιτσκάρκου, πίτσκο, πίτσκου, πιτσικόλι, τζιουτζιουκλάρι, τζιουτζιουκλάρ, ουλιάν | malečko | σλάβικο

μαλεφίτσιο | αβάσκαμα, αβασκαμός, αβοσκαμός, αβασκοσίνη, αποσκαμός, βασκάνισμα, βάσκαμα, βασκαμός, βασκουσίν, βασκοσίνη, ματ, μάτι, μάτιασμα | maleficio | ιταλικό

μάλι, μάλιν | βιος, βιο, καζάντια, μαός, μπαχάς, έχτα, νάχτι, περιουσία (λόγιο) | mal | τούρκικο

μαλικιανές | τιμάριο (λόγιο) | malikâne | τούρκικο

μαλικόνικος | μελαγχολικός (λόγιο) | malinconico | ιταλικό

μαλιμάτι, μαλιμάτ, μαλιαμάτι, μαλουμάτ | πληροφορία (λόγιο) / χωρατό, καλαμπούρι | malûmat | τούρκικο

μαλίνα | αρρώστια, αρόσθια, αροσθιά, αρόσια, αρόσκια, αροσκιά, αρόστεμα, αρόστεμαν, αρόστια, αροστία, αροστιά, αρόστιμα, αροστσιά, αρουστία, αρουστιά, αροστίγια, αρόστιγια, αροστζία, αρούστια, αροστσία, αρότσια, αστένια, ναρόστια, ροστιά, ρουστιά, στένια | malanno | ιταλικό

μαλίνα | μελάνωμα-καρκίνος (λόγιο) | maligna | ιταλικό

μαλινκονία, μαλιγκόνια, μαλκονία | μελαγχολία (λόγιο) | malinconia | ιταλικό

μαλίνο [1894] | κακόγλωσσος, κακογλωσσάς | maligno | ιταλικό

μαλιόντος [1894] |   |   |  

μαλίτσια | κακία (λόγιο), κάκια, κακοσύνη, κακοσιά, | malizia | ιταλικό

μαλσαϊμπής | ιδιοκτήτης (λόγιο) | malsahibi | τούρκικο

μάλτα, μάρτα | λάσπη για σοβάντισμα | malta | ιταλικό

μαλτρατάδος | κακοπορεμένος, βασανισμένος, στραπατσαρισμένος | maltrattato | ιταλικό

μαμαλάς [1907], μαμελές, μουαμελές [1709] | τόκος, ζούρα / συναλλαγή | muamele | τούρκικο

μαμαλούκος | μπουμπούνας, μπουμπουνοκέφαλος, κεφάλας, μπουζουκοκέφαλος | mammalucco | ιταλικό

μαμίνα | μαμή, μάμισα, μαμού, ξεγενήτρα, σταβρομάνα | mammina | ιταλικό

μαμπεϊντζής, μαβεϊντζής | αυλικός (λόγιο) | mabeyinci | τούρκικο

μανάβης [1910], μανάβς | οπωροπώλης (λόγιο), φρουταριόλος | manav | τούρκικο

μανάρα [1614], μανάρι [1709], μανιάρα | τσεκούρι, τσικούρι, τσικούρ, τσικουρέα | manara | ιταλικό

μαναφλίκι, μαναφλούκ, μαναφούκι, μαναφούκ, μαναφούτι | διπροσωπιά, διμουριά, διμουτσουνιά | münafıklık | τούρκικο

μανγκάρ, μαγιάρε, | το ζώο Equus asinus: γάιδαρος, αβασταγός, αβασταός, άδαρος, αδούρι, ασίνο, βασταγός, βασταγό, βασταγούρι, βασταγούρ, βασταός, βαστάος, βασταούρι, γάαρος, γαάρος, γαγούρ, γαδάρ, γάδαρος, γάδαρους, γάδαους, γάδαρο, γαδιούρι, γαδούρι, γαδούριν, γαδούρ, γάδρος, γάζος, γαϊδάρι, γάιδαρους, γάιδερος, γαϊδίρι, γαϊδίρ, γάιδουρος, γαϊδούρι, γαϊδούρ, γαϊντού, γάιντουρος, γαϊρίδι, γαούριν, γαούρι, γαρίν, γάρος, γάραος, γαρούδιν, γαρούιν, γιομάρι, γκάζος, γκανέτσας, γκαϊντάρι, γκάινταρος, γκαϊντούρ, γκάνταρο, γκάντερο, γκάτζιος, γκάτζιους, γκάτζος, γκατζός, γκάτζους, γκάτσους, γκάφαλος, γκομάρι, γκομάρ, γμαρ, γοάριν, γομάρι, γομάριν, γομάρ, γουμάζι, γουμάρι, γουμάριν, γουμάρ, καϊντούρ, κομάρ, μερκέπι, ομάρι, ουμάρι, φορτίκι | magare | σλάβικο

μανεγκιάρω, μαϊντζάρω, μανιτζάρω, μαϊτζάρω, μαλιτζάρω, ματζέρνου | χειρίζομαι (λόγιο) | maneggiare | ιταλικό

μανέζια | οξείδιο του μαγνησίου ή μαγνησία (λόγιο) | magnesia | ιταλικό

μανέλα [1894], μανέλλα [1857], μανέλι [1931] | χερούλι | maniglia | βενετσιάνικο

μανέστρα [1894], μενέστρα [1894], μανεστρικό | κριθαράκι (ζυμαρικό) | manestra | βενετσιάνικο

μανέτες (οι) [1709] | χειροπέδες (λόγιο) | manette | ιταλικό

μανής, μανές | εμπόδιο (λόγιο) | mâni | τούρκικο

μανιβέλα [1931], μανιβέλλα [1934], μαναβέλα [1894], μαναβέλλα [1857], μανιβέλλο [1910] | σιδερένιος ή ξύλινος μοχλός (λόγιο) | manivela | τούρκικο

μανιγόρδος [1688], μανιόρδος [1894], μαλιγούρδος [1894], | κατεργάρης / δήμιος | manigoldo | ιταλικό

μανιέρα [1894], μανέρα [1894] | τρόπος | maniera | ιταλικό

μάνικα [1709], μανίτζα [1659] | σωλήνα από πανί ή καουτσούκ | manica | ιταλικό

μανικέτι [1910] | η άκρη του μανικιού του πουκάμισου | manichetto | ιταλικό

μανίκι [1635], μανίκιν [1614], μανίκα, μανίκ, μανίτσα | το κομμάτι του ρούχου που μπαίνε μέσα το χέρι | manica | λατινικό

μανικότι | μανίκι | manicotto | ιταλικό

μανίλια [1659], μανίνι, μανίλι, μανέλι | βραχιόλι, βρασάλι, βρασάλ, βρασάλιν, βρασέλιν, βραχέλιν, βραχέν, βραχιόλιν, βραχιόλ, βραχιόνι, βραχόλι, βραχόλ, βρασιόλιν, βρασόλιν, βρασιόλ, βρασιόλντι, βρασιόνι, βρασιόν, βροσάλι, βρασόνι, βρασόνιν, φραγόλι, φρασιόλ | maniglia | ιταλικό

μάνι-μάνι [1894], μαν-μαν | γρήγορα, γλήγορα, αγλιούγουρα, αγλίγορα, αγλίγουρα, αγλίγουρας, αγλίορα, αγλίουρα, αγλίκουρα, αγλιούγρα, αγλούγουρα, αγρίγορα, αγρίγουρα, αγουργά, αλίγορα, αλίορα, αλίγορας, αλιούγρα, βοργά, βουργά, γκλίγκορα, γλίβορα, γλίβορι, γλίγουρα, γλίγορι, γλίγορις, γλίορα, γλιόρα, γλίορες, γλίορι, γλιόρι, γλίορις, γλίουρα, γλιούρα, γρίγορι, γρίγορις, γρίορα, γοργά, γοργό, γουργό, γουργού, εγλίγορα, εγλίορα, εγρίγορα, εγλίγορτα, εγλίορι, εγλίορις, εγρίορι, ελίγορα, λίγορα, λιγόρα, λίγουρα, λίορα, λίορες, λόρις, ογλίγορα, ογλίγορις, ογλίορα, ογλίορις, ογρίγορα, ογρίγορις, ολίγορα, ουγλίγορα, ουγλίουρα | di mano in mano | ιταλικό

μανίπολο [1894] | φουχτιά, χεριά, χερόβολο | manipolo | ιταλικό

μανιπουλάρω | χειρίζομαι (λόγιο) | manipolare | ιταλικό

μανιτζέβελος, μαϊζέβελος, μαϊζόβελος, μαϊντζέβελος μαϊτζέβελης, μαϊτζέβελος, μαϊτζέλος μαλιτζέβελος, μαλιτζέβολος, μανιγέβελος,  μαντζέβελος, μαντζόβουλος | εύχρηστος (λόγιο) | maneggevole | ιταλικό

μανίτσα | χερούλι | manico | ιταλικό

μανιφατούρα [1910] | εργαστήρι / κέντημα | manifattura | ιταλικό

μανιφέστο | διακήρυξη (λόγιο) / δηλωτικό (λόγιο) | manifesto | ιταλικό

μανίφικος | υπέροχος (λόγιο) | magnifico | βενετσιάνικο

μανκάντζα, μακάντζια | απουσία (λόγιο) | mancanza | ιταλικό

μανκάρω | παραλείπω (λόγιο) / χάνω | mancar | βενετσιάνικο

μανόλια [1995], μανιόλια [1910], μαγνόλια [1910] | φυτά του γένους Magnolia | magnolia | ιταλικό

μανουάλι [1709], μανουάλιον [1614], μανάλι [1894], μανάλ / μανουάλια [1688] | κηροστάτης (λόγιο) | manuale | λατινικό

μανουάλος | βοηθός χτίστη | manuale | ιταλικό

μανούβρα [1910] | ελιγμός (λόγιο) | manuvra | βενετσιάνικο

μανουβράρω [1910] | ελίσσομαι (λόγιο) | manuvrar | βενετσιάνικο

μανσούπι, μανσούπ, μανοσούπι, μασούπι, μασούπ | αξίωμα (λόγιο) | mansıp | τούρκικο

μαντάμα, μαδάμα [1709] | κυρά, κερά, κιαρά, κιουρά | madama | ιταλικό

μαντάρα [1934] | ανάκατα / χάλια | madara | τούρκικο

μανταρινιά [1934], μανδαρινιά |  το δέντρο Citrus deliciosa / ο καρπός του δέντρου: μανταρίνι [1934], μανδαρίνιον [1910], μανδαρίνι, μανταρίνη | mandarino | ιταλικό

μαντάρω [1910] | συναρμολογώ (λόγιο) | rammendare | ιταλικό

μαντάς | βουβάλι, βουβάλιν, βουβάλ, βάλι, βαλ, βουάλι, βούβαλος, βούβαλους, βούαλος, μπούφαλο, μπουβάλι, μπβαλ, γουβάλιν, γουβάλι, γουβάλ, γούβαλος, γβαλ, δρούβαλος, κομές | manda | τούρκικο

μαντάτο [1635], μαντάτον [1709], μαντάτι [1894], μαντάτου / μαντάτα [1614], μανδάτα (τα) [1688] | αγγελία (λόγιο), χαμπάρι, χαμπάρ, χαμπέρι, χαμπέρ | mandatum | λατινικό

μαντατούρης [1635], μαντατούτης [1659], μαντατουρευτής [1709] / μανδάτωρες (οι) [1614] | κατάσκοπος (λόγιο), ωτακουστής (λόγιο) | mandatore | ιταλικό

μαντέκα [1934] | αλοιφή-μπογιά για το μουστάκι και τα μαλλιά | manteca | βενετσιάνικο

μαντέλο [1931], μαντέλω [1614], μαντέλλο [1910] | πανωφόρι (λόγιο) | mantello | ιταλικό

μαντέμι [1790], μαδένι [1857], μαδέμι [1857], μαντέμ, μαντένι, μαντιμένι | χυτοσίδηρος (λόγιο) / μέταλλο (λόγιο) / μεταλλείο (λόγιο) | maden | τούρκικο

μαντεμτζής, μαδεντζής [1857], μαδεμτζής | μεταλλωρύχος (λόγιο) | madenci | τούρκικο

μαντενέρω, μαντενίρω, μαντινιέρω, μαντινίρω, μαντινάρω, μαντινιάρω | συντηρώ (λόγιο) | mantenere | ιταλικό

μαντενιμέντο | είδη διατροφής (λόγιο), φαγούρα | mantenimento | ιταλικό

μαντενούτα, μαντονέτα [1962], μαντινούτα, μαντένα | σπιτωμένη, μετρέσα | mantenuta | ιταλικό

μαντζαόρα [1709], μαντζαδούρα [1709], ματζαδούρα, μαντζαντούρα, ματζιαδούρα, μαζιαούρα, μανιαδούρα | αμαντζαδούρα, αματζαδούρα, παχνί | mangiatoia | ιταλικό

μαντζαρία, μαντζιαρία, μάντζα, μάντζια, μαντζίρε | φαγητό, φαΐ, φαγί | mangiarino | ιταλικό

μαντζάρω, μαντζιάρω, μαντσάρω | τρώω, τρώγω, τρόγου, τρόου | mangiare | ιταλικό

μαντζόβουλους |   |   |  

μαντζούνι [1688], μαντζούκι [1837], ματζούνι [1857], ματζούν, μαντζούν, μαντζιούνι, μαντζιούν, ματζούμι, ματζούμ, ματζιούνι, ματζιούν, μαγκιούνι | γιατρικό που το γλείφεις / γλειφιτζούρι, γλιφιτζούρ, γλιφιτσούρι, γλιφιτσούρα, γλιφιτσούρ, γλείφτρα, γλιφιτσούδι, γλιφιτσούνι, γλιψούρι, γλκαντζούρ | macun | τούρκικο

μαντζουράνα [1614], μαγκυράνα [1614], ματζουράνα [1635], | το φυτό Origanum majorana, σάψιχο, μαθερίνη | mazorana | βενετσιάνικο

μαντίκι [1857], μαντέκι [1910] | σκοινί που δένουν στην αντένα του καραβιού | mantichio | βενετσιάνικο

μαντίλα [1894], μαντήλα [1688], μαντίλ | αέρας, αλέμι, άμιτο, βαγιόλι, γιαζμάκι, καλεμκερί, καλεμκιαρί, κεφαλοπάνι, κεφαλογίρι, κεφαλομάντιλο, κλάκα, κουκουλιά, κουρλί, κουρούκλα, κρέπα, κρέπι, κρεπ, λαχούρι, λαχούρ, μαγλίτς, μαγνάδι, μισάλα, μπόλια, μπολίδα, μπαρέζα, μπαρέζι, μπαρμπούλα, μπουλέτσι, μπουρμπούλι, μποχτσάς, ντρατμάς, ομπόλια, πετσάς, πετσόνα, πόσι, σαρίκι, σιαμί, σεβρέτα, σερβιέτα, σιρβέτα, σιρβιέτα, σκέπη, σταντάδα, τλουπάν, τουλουπάνι, τουλουπάν, τσεμπέρα, τσεμπέρι, τσεμπέρ, τσέπα, τσιμπέρ, τσίλα, τσιμπέρ, τσιουλπέρ, τσίπα, τσουτσουμίδα, φακιόλι, φακιόλ, φατσιόλι / τραπεζομάντιλο, μεσάλα, μεσάλι, μεσάλ, μισάλι, μισάλ, πανίδα, ράντα, σουφράς, σουφρά, τάβλα, ταβλομάντιλο, ταβουλομέσαλο, τραπεζόσκουτο τραπιζομάντλο, τραπιζουμάντλου, τράπιζους, τοβάλια, τουβάγια, τουβαέλι | mantele | λατινικό

μαντίλι [1635], μανδήλη [1688], μαντήλι [1790], μαντίλ | μυξομάντιλο, μιξομάντιλου, μιξοπάνι | mantelium | λατινικό

μαντίλια [1962], μαντίλλια [1934] | μαντίλα από δαντέλα | mantiglia | ιταλικό

μαντινάδα [1894], | δίστιχο δεκαπεντασύλλαβο (τραγουδιέται στην Κρήτη) | matinada | βενετσιάνικο

μαντινιμέντο | διατροφή (λόγιο) | mantenimento | ιταλικό

μαντό [1962], μάντο, μαντί | μανδύας (λόγιο) / νυφικό | manto | ιταλικό

μαντόλα [1934], μάντολα, μανδόλα [1934] | καραμελωμένο αμυγδαλωτό | mandola | ιταλικό

μαντολάτο [1931], μανδολάτο [1934], μαδολάτον [1910] | γλυκό με αμύγδαλα | mandolato | βενετσιάνικο

μαντολινάτα [1931], μανδολινάτα [1910] | μουσική από μαντολίνα | mandolinata | ιταλικό

μαντολίνο [1931], μανδολίνον [1910] | μουσικό όργανο με τέσσερα διπλά τέλια | mandolino | ιταλικό

Μαντόνα [1894], Μαδόνα [1894] | Παναγιά, Δέσποινα | madonna | ιταλικό

μάντσια | μπαξίσι, μπαξίς, μπασχίς, μπατσίς, μπαχτσίς, μπαχτσίσι, παχσίς, πεπεράτζιο, ραέτι, ρεγάλο, ρεγάλι, ρεγκάλο, ριγάλο, ριγάλου | mancia | ιταλικό

μαντσουράνα [1894], ματζιοράνα, μαντσοράνα |   |   |  

μαξιλάρι [1688], μαξελάρι [1635], μαξιλλάρι [1894], μαξέλλα [1894], μαξελλάρι [1894], μαξίλλα [1894], μαξιλάρ, μαξλάρ / μαξιλάρα [1709], μαξλάρα | αγιαστίκι, γιαστάκι, γιαστέκι, γιαστίκι, γιαστίκ, γιαστκ, μαουλούκα, μιντέρι, μιντέρ, προσκεφάλι, προσκέφαλο, προσκέφαλου, προυσκέφαλου, προσιέφαλον, πκέφαλου, ψκέφκαλου / μαξιλάρα (το μεγάλο μαξιλάρι): καπετσάλε, καβεντζάλε, κεφαλάρι, μακρινάρα, προσκεφαλάδα | maxillarium | λατινικό

μαξούλι [1709], μαξούλιν, μαξούλ | σοδειά, σουδιά, σόδιμα | mahsul | τούρκικο

μαούνα [1709], μαγούνα [1709], μαόνα, μαγόνα | φορτηγίδα (λόγιο), γαλιάτζα | mavna | τούρκικο

μάπα [1614] | μπάλα, τόπι / λάχανο | mappa | λατινικό

μαραβιλιόζος | θαυμάσιος (λόγιο) | maraviglioso | ιταλικό

μαραγκός [1635], μαραγγός [1894] | ξυλουργός (λόγιο), ντουλγέρης, ντουλγκέρης, ντουριέρης, ντουλγκέρς, πελεκάνος, πελεκάς, τιλκέρτς, τουλιέρης, πελεκάνος, ταγιαδόρος, ταλιαδόρος | marangon | βενετσιάνικο

μαράζι [1910], μαράζ, μάρα | καημός, καΐλα, καμονή, καμός, γκαϊμός, γκαμός | maraz | τούρκικο

μαραζλής [1962] | μαραζιάρης, μαραζάρης, μαραζιάρς, μαραζάρς, μαράζης, αρρωστιάρης | marazlı | τούρκικο

μαράσκα, μαράσκι | το δέντρο Prunus cerasus, βυσσινιά | marasca | βενετσιάνικο

μαρασκίνο [1934] | λικέρ βύσσινο | maraschino | ιταλικό

μαραφέτι [1910], μαραφέτ, μαριφέτι, μουραφέτι, μουραφέτ | μαντζαφλάρι, μαντζαφλάρ, μαντζαφλέρι, μαντζιαφλάρ, ματζαφλέρι, ματζαφλέρ, ματζαφλάρι, ματζαφλάρ / τέχνη, μαστοριά | marifet | τούρκικο

μαραφούνι | κάποιο καραβόσκοινο | marafòn | βενετσιάνικο

μαργαρίτα [1709] | το φυτό Anthemis arvensis, ασπροπούλια και Anthemis chia, αγριομαργαρίτα, αρμέγκα, ζογιέρα, κουτρούλια, παπουνά, παπούνι, | margarita | λατινικό

μαργέλι [1857], μαργέλλια (τα) [1688] | στρίφωμα / ρέλι | margella | λατινικό

μαργιόρος [1894], μαρίολος [1894] |   |   |  

μαρδάς [1837], μαρδάδες (οι) [1709] | σκαρταδούρα | marda | τούρκικο

μάρε | θάλασσα | mare | λατινικό

μάρε, μάτρε | μάνα, μητέρα, μαμά, βαλιδέ, βαλιντέ, μα, μάα, μάικα, μάικω, μάλε, μαλέ, μαλή, μαλιάστρα, μάμα, μαμάκα, μανέ, μανούσα, νενέ, νινέ | mare | βενετσιάνικο

μαρέγκα [1995], μαρέγγα [1934] | ασπράδι αυγού χτυπημένο με ζάχαρη | marenga | ιταλικό

μαρέντα, μερέντα [1931], μερένδα [1894], μερέτι [1931] | δειλινό / απογευματινό φαγητό | marenda | βενετσιάνικο

μαριέλης [1709], |   |   |  

μαρίνα [1983] | λιμανάκι | marina | ιταλικό

μαρινάρης [1709], μαρινέρης [1709], μαρινάρος [1709], μαρινάριος, μαρινέλος, μαρνάρος, μαρνέρος | ναύτης (λόγιο), θαλασσινός, εμιτζής, γεμιτζής, γεμιντζής, γεμιτσής, γεμιντσής, γεμτζής, γιμιντζής, γιμιτζής, γιμιζής, γιμτζής, γιουμιτζής, γκεμιτζής, γκεμιντζής, γκεμτζής,  γκιβιτζής, γκιμτζής, γκεμιτσής, κεμιτζής, κεμιτσής, κιμιτζής, κιμιτσής, κιμιντζής, ταϊφάς | marinaro | ιταλικό

μαρινάρω [1934] | αφήνω αρκετά το ψάρι ή το κρέας μέσα σε λάδι (ή και κρασί, ξίδι), ανακατεμένο με μπαχαρικά και βότανα, για να πάρει μυρουδιά και να μαλακώσει | marinare | ιταλικό

μαρινάτα [1995], μαρινάτος [1910], μαρινάδα, | σάλτσα με λαδόξιδο (ή και κρασί) μπαχαρικά και βότανα | marinata | ιταλικό

μάριολης [1894], |   |   |  

μαριόλης [1995], μαργιολάς |   |   |  

μαριόλος [1635], μαριέλος [1635], μαργιόλος [1659], | πονηρός, κατεργάρης | mariol | βενετσιάνικο

μαριονέτα [1934] | φασουλής | marionetta | ιταλικό

μάρκα [1614] | σημάδι | marca | ιταλικό

μαρκαλώ [1983], μαρκαλίζω [1894], μαρκαλάω [1934], μουρκαλώ, μαρκαλνάου | βατεύω, βατέβου, βαντέβου, βαρβατέβω, βατέβεω, βατέβγω, βατέβγου, βατέβγκω, βατέβκω, βατέγκου, γατέβω, ματέβω, μαντέβω, ματέβγω, μπεσλεντίζω, πατέβγω, πατέβου, πατέγκουω, πρατσιαλάω, προυτσίζω, τραβώ | marr | αλβανικό

μαρκάρω [1910] | σημαδεύω | marcare | ιταλικό

μαρκάτι, μαρκάτη, μαρκάτ, μακάρτι, μακάρτ, μακράτι [1983] | γιαούρτι, γιγούρτης, γεούρτη, γεργούτη, γεργούτι, γεργούκι, γιαούρτιν, γιαούρτη, γιαούρτ, γιαργούτη, γιαγούρτ, γιαργούτι, γιαβούρτι, γιαγούρτη, γιαγούτ, γιαούρτης, γιαργούτη, γιαρτ, γιγούρτη, γιγούρτι, γιγούρτ, γιογούρτι, γιογούρτιν, γιογούρτ, γιοούρτ, γιοργούτι, γιοργούκι, γιουγούρτ, γιουρτ, δαγούρτ, διαγούρτη, διαγούρτι, διαγούρτ, διαούρτη, διαούρτι, διαούρτ, διαργούτη, διαργούτι, διούρτη, λιαγούρτι, λιγούρτ, ιαούρτ, νιγούρτ, μαντζίρα, ξίγαλα, πιχτογιάλη | marcat | βλάχικο

μαρκέζης [1709], μαρκέζος [1894] | μαρκήσιος (λόγιο) | marchese | ιταλικό

μάρκο, μάρκος | αντίβαρο (λόγιο) μπαλάντζας | marco | ιταλικό

μαρκούτσι [1910], μαρκούτς | ο σωλήνας του ναργιλέ | marpuç | τούρκικο

μαρμάγια | συρφετός (λόγιο) | marmaglia | ιταλικό

μαρμάγκα [1934], μαρμάνγκα, μερμάγκα, μαρμάγια | αράχνη, αράχν, αράχιν, αράγνη, αράχνα, αράχλη, αράχλα, αράνα, άρανος, αϊφαντάκος, αϊφαντάκους, αλιφαντάκους, αλιφαντής, αλεφαντή, αλιφάνταρος, αλφαντής, ανιφαντάκος, ανιφαντάκους, ανιφάνταρος, ανιφαντής, ανφαντής, αζαγιά, καλίγαρος, κοροβελούδα, κουκλέντρα, λόγαρους, λούγαρους, λούγνη, μπάιαγκας, μπαούτα, νιφαντάκους, παζίνα, πάλιαγκας, παρπάλιαγκας, ράχνη, ραχνά, ράχνα, ράχνια, ράχλα, ρανιατέλα, ρόγα, ρογαλίδα, ρόγαλος, ρόγαλους, ρογιά, ρόδιακας, ρόιδου, ρουγαλίδα, σφαλάγγι, σφάλαγκας, σφαλαγκούδι, σφάλιαγκας, τσάντσαρος, φαλαγκούνα, φισορογιά, χιρολάμπα | merimangë-a | αλβανικό

μαρμελάδα [1931], μαρμελάτα, μαρμιλάδα | ρετσέλι, ρετσέλ, ριτσέλι, ριτσέλ | marmelata | βενετσιάνικο

μαρμίτα [1934] | μεγάλη και βαθιά κατσαρόλα, χύτρα (λόγιο) | marmitta | ιταλικό

μαρνέρος [1931], μαρνέρης, μαρινέρης, μαρινάρης | ναύτης (λόγιο), θαλασσινός, γκεμιτζής, γκεμτζής, γκιμτζής, γκεμιτσής, γκιβιτζής, γεμιτζής, γεμιντζής, γεμιτσής, γεμιντσής, γεμιτζής, γεμτζής, γιμτζής, γιμιντζής, γιμιτζής, γιμιζής, γιουμιτζής, εμιτζής, κεμιτζής, κεμιτσής, κιμιτζής, κιμιτσής, κιμιντζής | mariner | βενετσιάνικο

μαρόνι [1983], μαρρόνι [1934] | το δέντρο Castanea sativa, καστανιά, αγριοκαστανιά / κάστανο, κάστανου, αγριοκάστανο, αγριοκάστανου, αγροκάστανον | maron | βενετσιάνικο

μαρσαπάς [1709], μαρτσαπάς [1857], μαρτζαπάς [1857], μαρζαπάς | αμυγδαλωτό | marzapane | ιταλικό

μαρτελίνα | βαριοπούλα, βαριά, βαριό | martelina | βενετσιάνικο

Μάρτης [1635], Μάρτις [1659], Μαρτς | Μάντζη (ο), Ανθρωποδιώχτης, Ανθρουπουδιόχτς, Αμπαροτινάχτης, Αμπαρουτινάχτς, Σακουλοτινάχτης, Σακουλοτινάχτς, Κλαψομάρτης, Κλάψας, Πεντάγνωμος, Πεντόγνωμος, Λολομάρτης, Γδάρτης, Γδαρτς, Παλουκοκάφτης, παλουκουκάφτς, Πασαλοκάφτης, Σακουλογδίτης, Ξεροκοφινάς, Ανιξιάτης, Προτάνοιξη, Φιτεφτής | Martius | λατινικό

μάρτουρι [1709] | το ζώο το ζώο Mustela martes, ατσίδα ατσίδι, ατσίδ, σαμσάρι, σανσάρ, ζεπίρα, ζουρίδα, κουκαρτζιάς, κουνάβι, κνάβι, κναβ, κουνάδι, κουνάδος, κνάδος, κνάδι, κναδ, μοσκοποντικός | martora | ιταλικό

μάρτσα, μάρτσο, μάρτσι, μαρσιά | πύον (λόγιο), γόμπι, δρολίτζιν, δροπίκι, έμπγιους, έμπιο, έμπιος, ίος, μπιάτο, μπιάτου, όλκους, όμπγιο, όμπιο, όμπιος, όμπιου, ουκάρκους, όρκους | marcia | ιταλικό

μάσα | τραπέζι, τράπιζος, σοφράς, σουφράς, σινί, σνι, τάβλα, ταβλί, ταβουλί | masa | τούρκικο

μάσαλα, μάσαλλα [1934], μασαλά, μασιαλά, μάσιαλα, μάσαλαχ, μασαλάχ, μαχιαλά | μπράβο, ασκουλσούν, ασκουλτσούν, άφεριμ, αφερίμ, αφερούμ, άφερουμ, γιάσα, γιασά, γιάσια, γιασιά, γιαδέ | maşallah | τούρκικο

μασαλάς [1837], μασιαλάς, μαζαλάδες (οι) [1688], μαζαλάς | δαυλός, αβλί, αβλός, βαδίν, βαΐ, βάι, βάιν, βέι, γαβλός, γαδί, γαΐ, δαβί, δάβλος, δαυλί, δαβλίν, δάδα, δαδί, δαδίν, δαϊδί, δαΐν, δαλίν, διαδί, ζαβέλι, ζαβελέ, ζαβλός, ζαβλίν, λαδί, νταβέλι, νταβελέ, νταβλί, νταβλός, ντάβλος, νταντί | meşale | τούρκικο

μασαλατζής [1857] | λαμπαδηφόρος (λόγιο) | meşaleci | τούρκικο

μασάλι [1931], μασάλ, μασέλι, μεσελές, μεσέλι, μεσέλ | παραμύθι, παραμίθ | masal | τούρκικο

μασαρία [1614], μεσαρία, μεσαριά | διαγίριση, καταντζιά, καταγγιά, καλαγγιά, καλαντζιά μασαρικά, μπασαρία, πασαρία, νοικοκυριό, σιγίριση, οικοσκευή (λόγιο) | massaria | βενετσιάνικο

μασάτι [1910], μασάκι [1910], μασάτ | ακόνι, ακόνιν, ακόν, ακόνα, ακούνι, ακονόπετρα, ακονάστρα, ακονιά, ακουνιά, ακονιστήρι, ακονιστέριν, ακονίστρα, ακονόροτσος, κόνι, λαδάκονο, λαδακόνι, λαδακόν | masat | τούρκικο

μασέλα [1659], μασέλλα [1910] | σαγόνι, γανάσα, κατσιαούλι, κατσιαούλ, σαγούνι, σαούνα, σαούνι, σαούνιν, σαουνιά, σιαγούλι, τσαγούνι, τσαούλι, τσαούλ, τσεγκέ, τσεϊνέ, τσινές, τσιαούλι, τσιαούλ, τσιαγούλι, τσιαόλι, τσιγνές / οδοντοστοιχία (λόγιο) | mascella | ιταλικό

μασιά [1709], μασσιά [1837], μασά [1934], μάσα, μάσια, μασιάς, μάσιας, μασκιά, μάσας, μασάς, μαχιά | τσιμπίδα, τσιμπίδι, τσιμπίδ, τσιμπίστα, τσιμπίστρα, τζμπίδα, τζμπίδ, διλάβι, μολέτα, σιδαβλιστίρι, σιδάβλιστρο, σίδαβλο, σίντραβλο | maşa | τούρκικο

μασίτσιο, μαστίτσο, μαστίτσιο | συμπαγής | massizzo | βενετσιάνικο

μάσκα [1635] | μουτσουναριά, μαμουγιέρα | masca | λατινικό

μασκαλτσόνε | παλιάνθρωπος, παλιάνθουπους, παλιόμουτρο, παλιόσκυλο, παλιόσκλου, παλιοτόμαρο, παλιουτόμαρου, παλιόπραμα | mascalzon | βενετσιάνικο

μασκαράς [1635], μασχαράς [1688], μασκαρά (ο) | μπουφούνος | mascara | βενετσιάνικο

μασκαράτα [1910] | παρέα με μασκαράδες | mascarada | βενετσιάνικο

μασκαριλίκι [1931], μασκαριλίκια [1709], μασκαραλήκι [1790], μασκαραλίκι, [1910], μασκαραλούκι, μασκαραλίκ, μασκαριλίκ, | μπουφουνιές (οι) | maskaralιk | τούρκικο

μασκαρλίκ, μασκαριλίτζι |   |   |  

μάσκουλο [1894], μάσκολο | αβδέλι, αβδέλ, γκάγκαρο, κλάπα, μεντεσές, μιντισές, μεντζεσές, μπερτουέλα, πορταδέλα, πορταδέλι, ρεζές, ριζιές, φερμενέλα | mascolo | βενετσιάνικο

μασλαχάτι, μασλαχάτ, μασλάτχα, μασλάτ | ζήτημα (λόγιο), θέμα (λόγιο) / κουβεντολόι | maslahat | τούρκικο

μάσλο | λάδι, λαδ | maslo | σλάβικο

μασούρι [1709], μασούριν, μασούρα, μασούρ | καλαμοκάνι, καλαμουκάνι, πεδιλόγα | masura | τούρκικο

μαστέλο [1931], μαστέλλο [1709], μαστέλον [1790], μαστέλλον [1857], μαστίλος [1688], μαστέλλος [1894], μαστέλος, μαστέλα | μεγάλος κουβάς από ξύλο | mastelo | βενετσιάνικο

μαστούρης, μαστούρα | ναρκομανής (λόγιο) / μαστουρωμένος, «φτιαγμένος» | mastur | τούρκικο

μαστραπάς [1659], μάστραπα [1688], μαστραπά, μαστραμπάς | κανάτα, κανάτι, κανέτα, κουμάρι, κουμάρ, κμαρ, κουκουμάρα, νεμπότης / κούπα | mastrapano | ιταλικό

μάστρο [1614], μάστορης [1635], μάστορας [1659], μάστορα (ο), μάστορος [1894], μάστρας, μάστρος [1894], μάστρου, μάστουρας, μάσουρας | τεχνίτης, ουστάς | mastro | βενετσιάνικο

ματαράς [1857] | παγούρι, παγούρ, παούρι, παούρ, μπαταράς, μπότσα, μπούκλα, μπουκλιτσούδα, τσίτσα, τσότρα, φτσέλι, φτσέλα, φτσιλούλι | matara | τούρκικο

ματάχι, ματάχ | πράμα | matah | τούρκικο

ματεράτζι, ματαράτσι, ματαράκι | στρώμα, στρώση, στρωσίδι, στρώσιμο, γιαντάκι, γιατάκι, γιατάκιν, γιατάκ, γιατθάκι, γιατάτσι, γιοργάνι, γιοργάν, ιατάκι, ιατάκ, ντουσέκι, ντουσέκ, ντουσιέκ, παγιαρίτσο, παερίτσο, πλομάτσα, σάιζμα, σιλτές, σιρτές, στουουματότς, στραπουντί, στροματιά, στρομάτζιν, στρομάτσι, στρομάτσο, τσέργα | materassa | ιταλικό

ματέρια, ματεριάλε | υλικό (λόγιο) | materia | materiale | ιταλικό

ματερίνα [1894] | το φυτό thymbra capitata (ή Thymus capitatus), θυμάρι, θυμαριά, γλιμπαριά, δρουμπίν, θίμαρι, θιμιό, θίμος, θίμπιρα, θίμπιρον, θμαρέλι, θομάρ, θρούμπα, θρόμπη, θρούμπι, θρουμπί, μελιτζίνι, μελιτσίνι, τσιμπρίτσα | materina | σλάβικο

ματζέτα, μαντζέτα [1659], μαζέτα [1709], ματζιέτα, ματζέτι | αγελαδίτσα, αγελαδούλα, γελαδίτσα, γελαδούλα, γιλαδίτσα, γιλαδούλα, δαμάλα, δαμάλ, δαμάα, μοσκιά, μοσιινούα, μοσιινάρα, μοσιιναρού, μοσκάρα, μουσκάρα, μουσκίδα, μουσκιά, μπουζιάκα, νταμάλα, σανάδα | manzeta | βενετσιάνικο

ματζόρε | μεγαλύτερος | maggiore | ιταλικό

ματζόρος | ταγματάρχης (λόγιο) | mazor | βενετσιάνικο

ματικάπι [1910], ματικάπ, μαντικάπι, ματκάπι, ματκάπ, ματικόπι | αρίδα, αρίδι, αρίδ, αρίδατο, αρίντα, μπουργού, πουργού, νιχοτή, νιφοτή, τρυπάνι, τρουπάνι, τρυπητήρι, τριβέλι, τρουβέλι | matkap | τούρκικο

ματινάδα [1894], |   |   |  

ματινίτσα, ματάνι, ματάν | αριάνι, αϊράνι, αϊράν | m’tenica | σλάβικο

ματρόνα [1962], ματρώνα [1934] | πατρόνα, μαντάμα, τσατσά, τσάτσα | matrona | λατινικό

μάτσα, μάτζα [1635] | ρόπαλο (λόγιο) / γουδοχέρι, βόλι, βόλος, βουδόχερο, γδογέριν, γδοσέριν, γδόχερο, γδόχιρας, γδόχιρος, γδουχέρ, γδοχέρ, γδόχιρας, γδόχιρου, γδόχιρους, γντοσέριν, γουδόχερο, γουδοχέρ, γουδουχέρ, γουδόχιρο, γντιόσερο, γτοχέρι, γτοσιέριν, εγδοκόπαλον, κοπανιστήρι, κτοσέριν, μουρταρόχερο, ουδοχέρι, στούμπος, στούμπους, τσαμτσά, τσεμτσέ, χαβανόχερο, χτοσέριν, χτοσιέριν, χτουσέριν, χτόχερο | mazza | ιταλικό

ματσέτο, ματζέτο, | ματσάκι, δεματάκι | mazzetto | ιταλικό

ματσέτο, ματζέτο, μάτσα | μπουκέτο, μποκές | mazzetto | ιταλικό

μάτσκα, μάτσα, μάτσια, μάτσιου [1894], μάτσου, μάτσω, μάτς, ματσούδα | το ζώο Felis domestica, γάτα, γκάτα, κάτα, κάτθα, κάτσα | mačka | σλάβικο

μάτσο [1894], μάτζο [1709], μάτσον [1910], μάτσος [1931], μάτσα, ματσάκα | δεμάτι, διμάτ | mazzo | βενετσιάνικο

ματσόλα [1910], μαντσόλα, ματσιόλα, μάτσα | σφυρί από ξύλο | mazzola | βενετσιάνικο

ματσούκα [1857], ματσούκι [1894], ματζούκα [1688], ματζούκι [1790], ματζούκη [1614], ματσούκ | ραβδί, ράβδα, βάκλα, βακλίν | mazzoca | βενετσιάνικο

μαύρος [1614], μάβρους, μόρος | καράς, λάγιος, λάγιους, λάιος, λάιους, μελανός, μιλανός | maurus | λατινικό

μαχαλάς [1837], μαχαλές [1857] | συνοικία (λόγιο) | mahalle | τούρκικο

μαχανάς, μαχανά | δικαιολογία (λόγιο) | mahana | τούρκικο

μαχιάς [1910], μαχιά | δοκάρι της σκεπής | mahya | τούρκικο

μαχκεμές, μαχκεμέ, μεκαιμές [1709], μεχκεμές, μερκεμές | δικαστήριο (λόγιο), κριτήριο | mahkeme | τούρκικο

μαχλέπι, μαχλέπ, μαχλέμπι, μαχλέμπ | μπαχαρικό, από σπόρους του φυτού Prunus mahaleb | mahlep | τούρκικο

μαχμούζι [1790] | σπιρούνι, ζινγκί | mahmuz | τούρκικο

μαχμουρλής [1910], μαχμούρης [1709], μακμούρης [1709], μακμούρας [1709], μαχμούρς, μαμούρης | αγουροξυπνημένος | mahmur | τούρκικο

μαχμουρλίκι [1910], μαχμουρλίκ, μαχμουρλούκι, μαχμουρλούκ, μαμουρλούκι | αγουροξύπνημα | mahmurluk | τούρκικο

μαχραμάς [1709], μαχραμπάς, μααχαμάς, μαρχαμάς, μερχαμάς | κεφαλομάντιλο-βέλο / πετσέτα, πιτσέτα, πεσκίρι, πεσκίρ, πεσχίρι, πισκίρι, πισκίρ, παχταμάς, μπόγια, μπόλια, προσόψι, προυσόψ, σφογκολάμπα | mahrama | τούρκικο

μαχσούς, μαχσούζικα, μάξους, μαξούς [1857], μαξούζ, μάγξους, μάξος, μάξιος, μαξουστέν, μαξόνι, μαξουστέν, μαξούζι | επίτηδες (λόγιο), φιρί-φιρί, ξαπόστα, ξαρκού, ξαργιτού, ξαργότου, ξαργουτού, ξεματόχου, ξεμουτόχου, ξεμουτόχ, ξεπιτούτου, ξαπόστα, αδιαντινά, απόστα, αποστάρικα, αποστάρκα, τουπιδιόλου | mahsus | τούρκικο

μέγγενη [1910], μεγγενές [1790], μέγγενες [1857], μέγκινης | μόρσα                                           | mengene | τούρκικο

μέγκλα, μέγγλα [1934] | πολύ καλά | meglio | ιταλικό

μέδος [1614] | ρακόμελο | med | σλάβικο

μεδούλι [1910], μεδουλάρι, μελούδι [1931], μιλούδ, μιντούλ, μντουλ | ιλίκ | medulla | λατινικό

μεζάρι, μιζάρ | τάφος, άρκα, θαφκιόν, θαφτικό, κιβούρ, κιβούρι, κιβούριν, λιμόρι, λμορ, μνήμα, μνημούρι, μνιμόρ, μνιμόρι, μνιμόριο, μνιόμα, μορμόρ, νιμόρι, τάφους | mezar | τούρκικο

μεζαρλίκι [1931], μεζαρλίκ, μεζαρλίχ, μιζαρλίκ | κοιμητήρι, θαφτήρι, καποσάντο, κατατάφι, λιμόρια, μνημούρια, μνιμόρια, ταφιό | mezarlık | τούρκικο

μεζαρόλα [1709], ματζαρόλη, μετζαρόλα [1894], μετζαρόλι [1910] | κλεψύδρα (λόγιο) | mezarola | βενετσιάνικο

μεζάς [1709] | μεγάλη κάμαρα / σπίτι που μαζεύονταν και κουβέντιαζαν οι κοτζαμπάσηδες | mezà | βενετσιάνικο

μεζάτι [1857], μεζάτ, μιζάτι | δημοπρασία (λόγιο), αρτίντισμα, αρτίρδισμα, αρτιρμάς, αρτίρντισμαν, διαλαλημός, ικάντο, ικάντος, ινκάντο, ινκάτο, κάντου | mezat | τούρκικο

μεζελίκια [1931], μεζεκλίκια (τα), μεζιλίκια [1931], μιζικλίκια, μιζιλίκια / μεζελήκι [1857] | ποικιλία (λόγιο), μεζέδια, μιζέδια, μπινελίκια | mezelik | τούρκικο

μεζές [1790], μεζελίκι [1910], μιζές, μιζιλίκ | ορεκτικό (λόγιο) | meze | τούρκικο

μεζούρα [1983], μενσούρα [1614], μεσούρα [1688], μιζούρα, μιζούρι, μουζούρι [1894] | μέτρο (λόγιο) | mesura | βενετσιάνικο

μεϊβά | φρούτο | meyve | τούρκικο

μεϊντάνι [1709], μεγντάν, μεγντάνι, μεϊδάνι [1790], μεϊντάν, μεϊτάν, μεϊτάνι, μεϊτάνιν, μιγδάνι, μιγντάν, μιγντάνι, μιιντάν, μιντάν, μιντάνι | αβλαγάς, μεσοχώρι, μεσοχόρ, μισουχόρ, μισοχόρι, μισοχόρ, πιάτσα, πλατέα, πλατέγια, πλάτσα, τσαρσί, τσιαρσί, φόρα, φόρο, φόρος | meydan | τούρκικο

μεϊχανέ, μεϊχανές | ταβέρνα, κουϊτούκ, κουτούκι, κουτούτς, κρασοπουλειό | meyhane | τούρκικο

μεκιάν, μεκιάνι, μικιάν, μικιάνι | τόπος, μέρος / σπίτι, κάζα καθικιά, καθσιά, κατικιά, κατικιριό, σπι, σπίθι, σπιτ, σπιτικό, σπιτόπουλο, | mekân | τούρκικο

μεκιαρές | πονηρός, αστούτος, κουνάζους, κουρνάζης, κουρνάζος, πουνηρός, | mekkâr | τούρκικο

μελάσα [1983], μέλασσα [1934], μελάσσα [1934] | το σιρόπι που μένει όταν φτιάχνουν ζάχαρη | melassa | ιταλικό

μελάτο [1934], μελάτον [1910] | (για αυγό) που δεν έχει βράσει πολύ | melato | ιταλικό

μελιγκάρι, μελικάρι | το φυτό Dorycnium pentaphyllum, αβγουστόχορτο | melegario | ιταλικό

μελιντζάνα [1709], μελιτζάνα [1790], μελιτζάνιον [1614], μελτζάνα, μιλτζάνα | το φυτό Solanum melongena, βαζάνα, βαζάνιν, μαζάνα, μαϊζάνα, μαντάνα, μαντζάνα, μαντζάναν, μαντσάνα, ματζάνα, μερτζάνα, παλτατζάνα, παλτιτζάνα, πατλατζάνι, πατλιτζάν, πατλιτζάνι, παλτιτζιάν, πατλιτζιάνα, πατλιτζιάνι πατριτζιάνα, πιτλιτζιάνα | melanzana | βενετσιάνικο

μέλιο | καλύτερα | meglio | ιταλικό

μέλιορα | καλύτερα | migliore | ιταλικό

μελούν                  | καταραμένος, καταραμένους, καταρασμένους, καταρσμένους | melun | τούρκικο

μελτέμι [1857], μελτέμ, μελντέμι | οι καλοκαιρινοί βοριάδες | meltem | τούρκικο

μεμβράνη [1614], μεμβράνα [1688], μέμβρανον [1688] | πετσάκι / λέμπρινο ή βέβρινο χαρτί | membrana | λατινικό

μεμέ, μεμές | βζι, βιντζί, βιτζί, βουζί, βυζί, βιζίν, ιζί, μαστάρ, μαστάρι, μιζίν, μουστάρα, μπουτζί, μσταρ τζιτζί, τσιτσίν | meme | τούρκικο

μεμλεκέτ, μεμλεκέτι | χώρα / γενέτειρα (λόγιο) | memleket | τούρκικο

μεμόρια | ανάμνηση (λόγιο), αθίμιον, αναθίμισι, ανάμ, θύμηση, νάμη, νάμι | memoria | βενετσιάνικο

μεμοριάλε | αναφορά (λόγιο),ανασάτι, ανασάτ, ιλάμι, ξεστίχι, ξεστίχ, ραπόρτο, ρεπόρτο | memoriale | ιταλικό

μεμούρ, μεμούρης, μεεμούρης | δημόσιος υπάλληλος (λόγιο) | memur | τούρκικο

μέμπρο | μέλος (λόγιο) | membro | ιταλικό

μεν, μένι | μη, μην | men | τούρκικο

μενεξές [1709], μενεξέ [1857] | το φυτό Viola odorata, αβιελέτα, αβιέροτα, αβιόλα, αβιολέντα, αβιορέτα, αβλοέτα, αγιούλ, αγιούλι, αγιουλιά, αγιούλιο, αγκίτς, αγκίτσι, αρκοβκιολέτα, βιελέτα, βιόλα, βιολέτα, βιορέτα, βκιολέτα, βλοέτα, γιουλ, γιούλι, γιουλιά, γιούλιν, γιούλιο, γιτς, γκιουλ, γκιούλι, γκιούλιν, διαλέτα, διόλα, διολέντα, διολέτα, διουλέτα, δκιολέτα, εβλοέτα, ζιμποΐ, ζιμπουγιά, ιτς ίτσι, ίτσο, μανουσάκ, μανουσάκι, μανούσι, μανσακί, σιμπουγιά, φλοέτα χαμοβιολέτα, χαμοβιορέτα | menekşe | τούρκικο

μενζίλι [1857], μεζίλι [1790], μεντζίλι [1790], μετζίλι [1790] | πόστα: το μέρος που άλλαζαν άλογα και ξεκουράζονταν οι μαντατοφόροι / ταχυδρόμος (λόγιο), κουριέρης, ποστιέρης, ποσταντζής, ποστατζής, ταφέτας, σταφέτας | menzil | τούρκικο

μένουλα [1894], μανάλι [1931], μαίνουλα [1910], μαινούλι [1910], μανάλι [1931], μανόλι [1931], [1931], μέλαινα [1931], μέλονα, μέλουνα [1931], μενόλι | το ψάρι Spicara maena, γαμιάς, γρέντζος, γρέτζα, γρέτζος, γρέτσα, κόντουρα, μεζίκι, μενίδα, στρογγύλα, τσέρουλα | menola | βενετσιάνικο

μέντα [1894], μέντρεζε, μίντη [1688] | το φυτό Mentha pelagium, αγιασμός, βλεχούνι, βλισκούν, βλισκούνι, βλιτσούνι, βλιφούνιν, βλιχονάκι, βλιχόνι, βλιχονιά, βλιχούν, βλιχούνι, βλουχούν, βλοχόν, βρομοδιόσμος, γλεχούνι, γλισχούνι, γλιφονάκι, γλιφόνι, γλιφονιά, γλιφόνιν, γλιφούνιν, γλιχόνιν, γλιχούνι, γλιχούν, διασμοράκι, λιουσκούν, μιλτσοβότανο, μιλτσουβότανου, φλεσκούνι, φλησκούνι, φλουσκούνι, φλουσκουνοράκι | menta | λατινικό

μεντάγια, μενταγιό, μεντάλια, μανταλιόν | μενταγιόν, παντάγια | medagia | βενετσιάνικο

μεντάρω, μαντάρω [1910] μαντάρου,   | καρικώνω, καρικόνου | mendar | βενετσιάνικο

μέντε, μέντες, μέντη [1894] | ακίλ, ακλ, αμέντι, αχούλ, εμιαλός, μελό, μιλό, μλιανός, μπιαλό, μυαλό, νινιό, νιονιό, νιουνιό, νόβα, νους, τσιμίδ | mente | ιταλικό

μεντεμπούρ, μεντεμπούρης, μιντιρέ, μουντιρέ | σιχαμένος, τιποτένιος | mendebur | τούρκικο

μεντεσέ, μελτισέδες, μεντεσές [1910], μεντζεσές, μεντρεσές, μιντζισές, μιντισές | αβδέλ, αβδέλι, γκάγκαβο, γκάγκαρο, κλάπα, μάσκολο, μάσκουλο, μπερτουέλα, περόνι, πορταδέλα, πορταδέλι, ρεζές, ριζές, ριζιές, στριφνάρι, στρουφούλι, στρουφουλίδι, στροφίγγι, στροφίδι, φερμενέλα | menteşe | τούρκικο

μεντέτι, μεντάτι [1931], μεντέτ, μεντάτ, μιντέτι, μιντάτι, μιντάτ | βοήθεια, αβισία, αβόιθιου, αβοΐθμα, αβούιθιου, αγίδα, αγιούτο, αδιάριση, αδιάρισμα, αΐδα, άιδα, αϊδάρ, αϊδάρι, αϊδάριση, αϊδάρισμα, αΐτα, αΐτη, αφιντία, αφουδία, βισία, βογίθα, βόθια, βόθιο, βόθιος, βόθιου, βοϊθία, βοΐθια, βόιθια, βοΐθιγια, βοΐθιγιος, βοΐθιο, βόιθιο, βόιθιου, βοΐθκια, βόιθο, βοΐθρια, βούθια, βουΐθια, βουΐθιου, βουΐθμα, βούχθιου, γερντίμ, γιαρδίμι, γιαρντίμ, γιαρντιμί, γιαρντίμι, γιαρντούμ, γιαρτίμ, γιαρτίμιν, γιαρτούμ, γιούτο, γόθια, γόθκια, εγίδα, ιντάτ, σιχέριο, σουνέπαρμα, σουχέριο, τζαβάγιο | medet | τούρκικο

μεντζάνα, μεζάνι, μεντζάνι, μιτζάνι | βίκα, βίκος, λαγήνα, λαγήνι, λαγίν, λάγκνος, λαέν, λαένα, λαΐν, λαΐνα, λάινας, λαΐνι, λαΐνιν, λιεν, λιένα, λιένη, μεζάνι, μεντζάνα, μεντζάνι, μιτζάνι μπαρδάκα, μπαρδάκ, μπαρδάκι, μπαρντάκ, μπαρντάκα, μπαρντάκι, μπότης, μπότι, μποτίρι, μπούμπουλα, μπουντένα, μπούρμπουλας, μπουτούτς, μπρόκα, νεμπότης, νεμπότι, σουρλάς, στάμνα, σταμνί, τεστόπον, τσουκάβα, φτίνα / δαμετζάνα, δαμετσάνα, δαμιντζάνα, δαμιτζάνα, δαρμετζάνα, κοντραμετζάνα, λαμιντζάνα, λαμιτζάνα, νταμεζάνα, νταμερτζάνα, νταμετζάνα, νταμιζάνα, νταμιντζάνα, νταμιτζάνα, νταμουτζάνα, νταρμετζάνα, ντραματζάνα, ντραμζάνα, ντραμιντζάνα, ντραμιτζάνα, ντραμιτζάνα, ντραμουτζάνα, ντραμπουζάνα, ντραμτζάνα, ταμιτζάνα ταμουτζάνα, τραμαντζάνα, τραματζάνα, τραμετζάνα, τραμοντζάνα, τραμουντζάνα, τραμουτζάνα | mezzina | ιταλικό

μεντζουβί [1709], μελτζουβί, μερτζουβί, μετζουβί | μοσχολίβανο, μοσκολίβανο | bengiui | ιταλικό

μέντικος | γιατρός, ατρός, γιατό, γιατόος, γιατρέ, γιατρό, δατρός, διατρός, δετόρος, δοτόρος, ζατρός, κουράντες, ντετόρος, ντοτόρος, τόκτορ, τοτόρος, χεκίμ, χεκίμς / κομπογιαννίτης, τσαρλατάνος, ψεφτογιατρός | medico | ιταλικό

μεντρεσές [1934], μεδρεσές, μενδρεσές | ιεροδιδασκαλείο (λόγιο) | medrese | τούρκικο

μεράκι [1931], μεράκ, μιράκ, μιράκι, | μουκαγιατιά, μουκαϊτιά | merak | τούρκικο

μερακλής [1931], μαρακλής, μερακλούς, μιρακλής | μουκαγιάτης, μουκαέτς | meraklι | τούρκικο

μεράς, μιράς | βοσή, βοσίο, βοσιόν, βοσκαρέ, βοσκεθίο, βοσκεθίος, βοσκή, βόσκη, βοσκιά, βόσκια, βοσκιό, βοσκίον, βοσκιός, βοσκίος, βοσκοτόπι, βοσκότοπος, βοστσή, βοστσό, βουσκή, βουσκιό, βουσκιός, βουσκουτόπ, βουσκούτουπους, γιαϊλά, κισλάς, κοσλάς, κουσλάς, λιβάδ, λιβάδι, οσκιά, οσκιό, τζιαΐρ, τζιαΐρι, τσαγίρ, τσαΐρ, τσαΐρι, τσιαΐρ, τσιαΐρι, τσιάρι, φουσά, φουσκή | mera | τούρκικο

μερεμέτι [1709], μεραμέτι [1857], μερεμέτ, μεριμέτ, μιριμέτ, μιριμέτι | επιδιόρθωση (λόγιο) | meremet | τούρκικο

μερέντα [1931], μαρέντα, μερένδα [1709], μερέντ, μερέντε [1931], μερέντι [1962], μερέτι [1931] | δειλινό, διλνιό, διλνό, κεντί, κιντί, λιδινό | merenda | ιταλικό

μέρζα [1894], μέριζα | δίχτυ, αργόι, τορ, πλεμάτι, πλιμάτ, ρέντε | mreža | σλάβικο

μεριντιάνα [1962], μεριδιάνα [1910], μερντιάνα, μιροδιάνια | ηλιακό ρολόι (λόγιο) | meridiana | βενετσιάνικο

μεριτάρω, μερετάρω, μερτάρω | αξίζω, αξίντζω, αξίτζω, αξόσω, γεραντίζω, γιαραέβω, γιαρανέβω, γιαραντίζου, γιαραντίζω, γιαρατίζω, γιαρέβω, γιραντίζω, ξίζω, φελάω, φελώ, φτουράω, φτουρώ | meritar | βενετσιάνικο

μέριτο, μερίτο, μέρετο | αξία, αξά, αξιά, άξια, αξιάδα, αξίγια, αξιγιότε, αξιομάρα, αξιοσίνη, αξιότ, αξιότα, αξιότε, αξιότη, αξιότητα, αξιουμάδα, αξιουμάρα, αξιουσίν, αξοσίνη, αξουσίν, εξά, εξιά, εξιά, κιγμέτ, κιγμέτι, κιμέτι, ξα, ξια | merito | ιταλικό

μερκάτο, μαρκάδα, μαρκάς, μαρκάτο, μερκαντικό | αγορά, αγουά, αγουρά, μποριό, παζάρ, παζάρι, τζαρσί, τζιαρσί, τσαρσί, τσιαρσί, φόρο, φόρος | mercato | ιταλικό

μερκατόρος, μερτσάρης | έμπορας, έμπορος, έμπουρας, έμπουρους, κομπραβέντης, παζαρίτης, παζαρτζής, πουλητής, πραγματευτής, πραματευτής, πραματιφτάης, τσαρτής, τσιαρσιλής | mercantar | βενετσιάνικο

μερκέπι | το ζώο Equus asinus: γάιδαρος, αβασταγό, αβασταγός, αβασταός, άδαρος, αδούρι, ασίνο, βασταγό, βασταγός, βασταγούρ, βασταγούρι, βασταός, βαστάος, βασταούρι, γαάρος, γάαρος, γαγούρ, γάδαους, γαδάρ, γάδαρο, γάδαρος, γάδαρους, γαδιούρι, γαδούρ, γαδούρι, γαδούριν, γάδρος, γάζος, γαϊδάρι, γάιδαρους, γάιδερος, γαϊδίρ, γαϊδίρι, γαϊδούρ, γαϊδούρι, γάιδουρος, γαϊντού, γαϊντούρ, γάιντουρος, γαϊρίδι, γαούρι, γαούριν, γάραος, γαρίν, γάρος, γαρούδιν, γαρούιν, γιομάρι, γκάζος, γκαϊντάρι, γκάινταρος, γκαϊντούρ, γκανέτσας, γκάνταρο, γκάντερο, γκαντζόλι, γκατζιόλι, γκάτζιος, γκάτζιους, γκατζόλι, γκατζός, γκάτζος, γκάτζους, γκάτσους, γκάφαλος, γκομάρ, γκομάρι, γμαρ, γοάριν, γομάρ, γομάρι, γομάριν, γουμάζι, γουμάρ, γουμάρι, γουμάριν, καϊντούρ, κομάρ, μαγιάρε, μανγκάρ, ομάρι, ουμάρι, φορτίκι | merkep | τούρκικο

μέρλο, μέρλα, μερλέτο, μέρλος, | δαντέλα, ασλαμάς, ατραντές, γκιπούρ, μερίζα, ντεμέλα, παντίκλα, ταμιτέλα, ταμτέλα, ταντέλα | merlo | merleto | βενετσιάνικο

μερλούτσι [1931] | το ψάρι Merluccius merluccius, μπακαλιάρος | merluzzo | ιταλικό

μέρουλας [1894], μερίζα [1837], μέρουχας | το πουλί Turdus merula, κότσυφας, γκότζβας, γκότσιαβας κάκαλος, κόζβακας, κόζβας, κόσιαβας, κοσίφι, κόσιφας, κόσφας, κότσβας, κοτσιφός, κότσιφος, κοτσύφι, κουζβάρι, τσιρτσιλιάνους | merlo | βενετσιάνικο

μερτζάνι [1857], μερντσάνι, μερτζάν, μιρτζάν | κοράλλι, κουράλι, γιούσουρο (με μαύρο χρώμα) | mercan | τούρκικο

μερτζιμέκ | το φυτό Ervum lens ή Lens esculenta, φακή, φακιά, φακίτσα | mercımek | τούρκικο

μέρτσα τα | οι πραμάτειες του γυρολόγου | merce | ιταλικό

μερχαμέτ, μερχαμέτι | λύπηση, συμπόνια, πονοψυχιά | merhamet | τούρκικο

μερχαμετλής | πονόψυχος, σπλαχνικός | merhametli | τούρκικο

μέσα [1688] | τραπέζι, μάγκος, μάσα, μπάγκα, μπανκάδα, πλασταριά, σινί, σνι, σουφρά, σουφράς, σοφράς, στολ, τάβλα, ταβλί, ταβουλί, ταλιόρα, ταούλι, τράπιζος, τράπιζους, χοντσά | mensa | λατινικό

μεσάλα [1790], μεσάλ, μεσάλη [1614], μεσάλι [1614], μισάλ, μισάλα [1894], μισάλα [1894], μισάλι, μισάλιν [1688], μσάλι | τραπεζομάντιλο, μαντήλα, μαντίλ, μεσάλ, μεσάλα, μεσάλι, μισάλ, μισάλα, μισάλι, μσάλι, πανίδα, ράντα, σουφρά, σουφράς, ταβάλια, τάβλα, ταβλομάντιλο, ταβουλομέσαλο, τοβάλια, τουβαγέλι, τουβάγια, τουβαέλι, τραπεζόσκουτο, τραπιζομάντλο, τραπιζουμάντλου, τράπιζους | mensale | λατινικό

μεσατζέρος, μεσατζέρος | κλητήρας (λόγιο) | messaggiero | ιταλικο

μεσέλ, μεσέλι, μετέλ, μετέλι, μισελές, | γνωμικό (λόγιο) | mesel | τούρκικο

μεσές [1983], μισιές | δέντρα του γένους Quercus: βελανιδιά, αγρανίτσα, αγριάνκου, αγριάντζα, αγριοβαλανιδιά, αγριοβελανιδιά, αμπερνάλι, αμπερνός, άνκο, άριο, βαλανιά, βαλανιδγκιά, βαλανιδέα, βαλανιδιά, βαλανιδκιά, βελανιά, βελανιδέ, βελανιδέα, βιλανδιά, γιμιράδ, γιμιράδ, γκρουσιάδι, γκρουσιάδι, γρανίτζα, γρανιτιά, γρανίτσα, γράνιτσα, γρανιτσιά, γρινάλιν, δένδρο, δένδρον, δενδρούλι, δέντρο, δέντρος, δέντρου, δέντρους, δζέρο, δούσκος, δρικέλιν, δρινάλιν, δρινέλιν, δρυ, ιδρίς, ιμεράδι, ιμιράδι, ίμιρο, ίμιρου, καρμπούνι, κελάνη, κελόνι, κιλανίδ, κιλανίτ, κιλανίτς, κλαδί, κοκιδιά, λις, μεράδι, μεράτσα, μερόδεντρο, μιράδ, μουζάβρα, μπαλαχούδι, μπλαντούς, μπλαντούχ, μπλαντούχα, νιζάρο, παλαμούτι, πλατίτσα, ρένια, ροτσόκι, ρουπάκι, ρουπακιά, ρουπάτσι, σούμος, τζέρο, τσάρι, τσαρνόκ, τσεράδι, τσερνάκι, τσερνόκι, τσερνούχι, τσέρο, τσέρος, τσέρους, τσιρνόκ, τσούι, τσουρνόκ, φαλανδιά, φαλανιδιά, φελός | meşe | τούρκικο

μεσίνι [1790], μεσί, μισίνι, μισίν | δέρμα, δερμάτ, δερμάτι, διρμάτ, διρμάτι, κιοσελές, κοζά, κόζα, κοζιά, κόζια, κόζτα, κουζίν, πέτσα, πετσαλίνα, πετσαλούδα πετσί, τομάρ, τομάρι, τουμάρ, τουμάρι | meşin | τούρκικο

μεσκίνης [1894], μεσκίνο, μεσκίνος [1894], μισκίνος [1894] | άθλιος (λόγιο) | meschin | βενετσιάνικο

μεσκούλιο | ανακάτεμα, ανακάτωμα, ανακάτεμαν, ανακατεμός, ανακάτεψη, ανακατεψιά, ανακατιμός, ανακατισμός, ανακατομός, ανακάτοση, ανακάτοση, ανακατοσιά, ανακατοσία, ανακατοσίγια, ανακατοσούρα, ανακάτουμα, ανακατουμός, ανακατούρα, ανακάτους, ανακατουσά, ανακατουσούρα, ανακατοχία, ανακατσούρα, ανασκατούρα, ανεκάρεμα, ανεκατάτερμα, ανεκάτεψη, ανεκάτομα, ανεκατομός, ανεκάτος, ανεκατοσά, ανεκατοσιά, ανεκατοσούρα, ανικατοσούρα, ανικάτουμα, ανικατουμός, ανικάτους, ανικατουσά, νακάτομα, νακατοσιά, νακατοσούρα, νακατουσιά, νεκάτεμα, νεκατοκούρα νεκάτομα, νεκατοσά, νεκατοσιά, νικάτουμα | mescolo | ιταλικό

μεσοβέζικος [1983], μισοβέζικος, μοσοβέζικος, μουσαβέζικος, μουσεβέζικος | συγκεχυμένος (λόγιο) | müşevveş | τούρκικο

μεστ, μέστι [1833] | γαλότσα, μπότα | mest | τούρκικο

μεταλίκι [1983], μεταλλίκι [1934], μετελίκ, μετελίκι | νόμισμα (λόγιο), παράς / παλιός μπρούτζινος παράς | metelik | τούρκικο

μετάλλιο [1983], μετάια [1894], μετάλια [1635], μετάλλιον [1910] | συμβολικό νόμισμα (λόγιο) | metaglia | ιταλικό

μετερίσι [1709], μετερίζ, μετερίζι [1790], μιτιρίζ, μιτιρίζι, | προμαχώνας (λόγιο) | metris | τούρκικο

μετζαβόλτα [1910] | ημίδεσμος (λόγιο) | mezza volta | ιταλικό

μετζαλούνα, μεντζαλούνα | μισοφέγγαρο | mezzaluna | ιταλικό

μετζάνα [1910], μεζάνα [1894] | το κατάρτι του καραβιού που είναι κοντά στην πρύμη | mezana | βενετσιάνικο

μετζανίνο, μεντζανίνο | ημιώροφος (λόγιο) | mezzanino | ιταλικό

μετζάο, μετζάος, μετζάς, | πατάρι, αμπαταράς, μπατάρι, πατάρ, πάταρο | meza | βενετσιάνικο

μετζάστρα [1934] | μεσίστια σημαία (λόγιο) | mezz asta | ιταλικό

μετζεσόλα [1931], μεντζεσόλα, μετζαρόλα, μετζασιόλα, μετζασόλα, μετζισιόλα, μετζοσιόλα, μετζοσόλα | σόλα, πάτος παπουτσιού | mezze suole | ιταλικό

μετζία, μετζί, μιντζί | αλληλοβοήθεια (λόγιο), αργατιά, γιαρντίμ, γιαρτίμ, γιουργόνας, γιούτος, γιργιόνα, δανικαριά, δανκαριά, μεντάτι, μεντέτ, μεντέτι, μιντάτ, μιντάτι, ξέλαση, παρακαλιά, προσαντίσικα, σεμπριά, σίργιασμα, σιχέριο, σνάλαμα σουνέπαρμα, σουχέριο | meccani | τούρκικο

μετζίτι [1790], μετζίτιον [1614] | μικρό τζαμί | mescit | τούρκικο

μετζιτιέ, μετζήτι [1934], μετζητιές [1934], μετζίνι, μετζίτι [1910], μιτζίτ, μιτζίτι | παλιός ασημένιος παράς | mecidiye | τούρκικο

μετζλίς, μεζλίς, μεζλίσι, μετζιλίχι, μετζλίσι, μιτζιλίσι, | συμβούλιο (λόγιο), κοσούλτο, κουσούλτο, κουνσίλιο, σενάτο | meclis | τούρκικο

μέτζο [1910], μέντζο, [1910], | μισό, μέση / κέντρο | mezo | βενετσιάνικο

μετσιάν | ψέμα, ψευτιά, γιαλάν, ψεφθιά, ψεφτία, ψεφχιά, ψιφτιά, ψόμα, μούσι, μπάφκα, παντζιάρ, παστόκα, παστρόκιο, πόφκα, τριάρ, σκαλέτα | menzogna | ιταλικό

μέτσκα | το ζώο Ursus arctos, αρκούδα, αϊκούδα, άρκο, αρκολαΐνα, άρκος, αρκούα, αρκούδ, αρκούδι, αρκουδιά, αρκουδία, αρκούντα | mečka | σλάβικο

μεχέγκι [1857], μεέγκι [1931] | ασημόπετρα, χρυσακόνι | mehenk | τούρκικο

μεχκεμές, μαχκεμέ, μεκεμές, μαικεμές [1709], μερκεμές, μαχκεμές | δικαστήριο (λόγιο), κριτήριο | mahkeme | τούρκικο

μι [1934] | μουσικός φθόγγος (λόγιο) | mi | ιταλικό

μιζέρια [1910] | αθλιότητα (λόγιο), κακομοιριά | miseria | βενετσιάνικο

μίζερος [1910], μίζιρους | άθλιος (λόγιο), κακομοίρης | misero | βενετσιάνικο

μιζμίζης, μιζμίκης, μιζμίξ, μισμίζης, μισμιτζής, μουζής | γκρινιάρης, γαγκρινιάρης, γκριζάλτς, γκριζιάλτς, γκρίνας, γκρινιάουλας, γκρίνιαρης, γκρινιάρς, γκρινίλος, γκρίντζιαλος, γκριτζιάλας, γρινιάρης, ζανζάρς, μιρλιάρς, μουζουβίρς, μουρμούρας, μουρμούρης, μούρμουρος, νιαγάγς, στρινιάρκος, τσαουνιάρκους τσινιάρης, φαουσιάρης | mızmız | τούρκικο

μιθάλι | παράδειγμα (λόγιο) | misal | τούρκικο

μίκια | αλουμίνι, αφτίλ, αφτίλι, άφτιργιά, άφτρα, άφτρια, άφτριγια, αφτρί, αφτρίδι, αφτρίν, κάφτρα, λουμίνι, λουμπίνι, φιτίλ, φιτίλι, φιτρί, φοτίλι, φτιλ, φτίλι, φτρι, φτρίδι, φτριν | miccia | ιταλικό

μίλε, μίλι [1709] | χίλια | mille | λατινικό

μιλέζιμο [1709] | η χρονιά που έγινε κάτι / το έτος (λόγιο) | millesimo | ιταλικό

μιλέτι [1983], μελέτι, μιλέτ, μιλιέτ, μιλιέτι, μιλλέτι [1934] | η θρησκευτική κοινότητα (λόγιο) / το γένος (λόγιο) | mıllet | τούρκικο

μίλι [1709], μιλιάριον [1614], μίλιον [1614] | «χίλια βήματα» | mille passus | λατινικό

μιλιγκόνι, μελιγγόνι [1931], μελιγγούνι [1934], μελιγκόνι [1910], μελιγκούνι, μελιγούνι, μηλγκόν [1910], μηλιγκόνι [1934], μιλιγκόν | μυρμήγκι, βρουμούσι, βρουμούσκι, δίλκας, κοτσινολίμπουνο, λεμπόνι, λιγκόνι, λίγκουνας, λιμπούνι, λίμπουρας, λίμπουρος, μελίνταγκας, μελίντακας, μελίτακας, μέρμηγκας, μερμήγκι, μερμούτζιι, μερμούτζιιν, μιρμιγκάς, μιρμίκ, μιρμίνγκ, μιρμίνγκα, μουρμούκ, μουρμούκι, μουρμούτς, πιτσιγκόνι, πορδάλα, πορδίλι, σκλίπονας, σκουλιπνιά, τσιούστρα, τσιούχτρα, τσούχτρα | milingonë-a | αλβανικό

μιλίνα, μλίνα [1894] | πίτα με φύλλο | milinka | σλάβικο

μιλιονάριος, μιλιουνίστας, μελιουνιζής | εκατομμυριούχος (λόγιο) | milionario | βενετσιάνικο

μιλιόνι, μελεούν, μελεούνι [1983], μελιούνι, μιλγούν, μιλιούν, μιλιούνι [1709], μιλλιούνι [1910], μιλούνι [1709] | εκατομμύριο (λόγιο) / πλήθος (λόγιο) | millione | ιταλικό

μιλιόρα [1894], μιλιόρι [1894], μλιορ, μπλιορ | πρόβατο ή γίδι που γεννά για πρώτη φορά | mljoră | βλάχικο

μιλίτσια | φρουρά (λόγιο) | milizia | ιταλικό

μιμόζα [1934] | το φυτό Mimosa Pudica | mimosa | ιταλικό

μίνα [1635] | λαγούμι, λαγούμ, λαούμι, ίσβα / υπόνομος (λόγιο), γκάραβους, γκερίζ, γκερίζι, γκερίτζι, γκερτζ, γκερτς, γκιρίζ, γκίρτζι, καναλέτο, κουντούτο | mina | ιταλικό

μιναδόρος [1934], μιναδούρος [1709] | λαγουμιζής, λαγουμιντζής, λαγουμιτζής, λαγουμτζής | minatore | ιταλικό

μιναρές [1709], μουναράς [1709] | ο «πύργος» του τζαμιού | minare | τούρκικο

μινάρω [1635] | υπονομεύω (λόγιο), λαγουμίζω | minare | ιταλικό

μινάτσια | απειλή (λόγιο) | minaccia | ιταλικό

μινέτι, μενέτι, μινέτ | ευγνωμοσύνη (λόγιο) | minnet | τούρκικο

μινιατούρα [1934] | μικρογραφία (λόγιο) | miniatura | ιταλικό

μίνιο [1635], μίνιον [1659] | οξείδιο του μολύβδου (λόγιο), κοκκινάβαρι | minium | λατινικό

μινίστρος [1790] | υπουργός (λόγιο) | ministro | ιταλικό

μινόρε [1934] | ελάσσων - μουσικός όρος (λόγιο) | minore | ιταλικό

μινουΐρω | ελαττώνω (λόγιο) | minuire | ιταλικό

μινούτα | σχέδιο, σημείωση | minuta | ιταλικό

μινούτο [1931], μενούτο | λεπτό (λόγιο) | minuto | ιταλικό

μινούτσια | λεπτομέρεια (λόγιο) | minutezza | ιταλικό

μιντέρι [1910], μεντέρ, μεντέρι [1709], μιντάρι, μιντέρ, μιντέρε, μιντές, μντερ, | χαμηλός καναπές | minder | τούρκικο

μίρα [1910] | στόχαστρο (λόγιο) | mira | ιταλικό

μιράκολο, μιράκουλο | θαύμα (λόγιο), θάγμα, θαγματούρι, θάμα, θάμαν, θαμαντουρία, θάμασμα, θάφμασμα, θιάμα, μουτζιζές, χάμαν | miracolo | ιταλικό

μιρακολόζος, μιρακουλόζος | θαυμάσιος (λόγιο), θαμάσιος / θαυματουργός (λόγιο), θαματουργός | miracoloso | ιταλικό

μιραλάης | συνταγματάρχης (λόγιο), κολονέλος | mıralay | τούρκικο

μιράρω [1894] | βλέπω, αβλέπου, αβλέπω, αμπλέπω, βλεπάω, βλεπίζω, βλέπου, βλέω, βλιέπου, βρέπου, γλέπου, γλέπω, γλέφω, γλιέπου, γλιέπω, γρέβω, δλέπου, δλιέπου, εβλέπω, εγλέπω, ελέπω, εμβλέπω, εμπλέπω, ζντιράω θωρώ, ιβλέπω, ιγλέπω, ιδέτσω, ιμπλέπω κοζάρω, κοζιάρω, λέπου, λέπω, λιέπω, λογιάζω, λουγιάζου, λουιάζου, μπλέπω, τιράου, τιράω, τράου, τράω, τρω, φλέπω, φουτάου | mirare | ιταλικό

μισέρ [1614] | αφέντης, κύρης | misser | ιταλικό

μισεύγω [1659], μισεύω [1635], μισσεύγω [1894], μισσεύω [1894], | ξενιτεύομαι | missa | λατινικό

μισιονάριος [1962] | ιεραπόστολος (λόγιο) | missionarius | λατινικό

μισίρ, μισίρι, μισιριά, μισίρια, | το φυτό Zea mays, ααπόσταου, αραποσίκι, αραποσίταρο, αραποσίταρου, αραποσίτι, αραπόσταρο, αραπουσίτ, αστάκι, βλαχόσταρο, καλαμβόκι, καλαμοσίταρο, καλαμπόκ, καλαμπόκι, καλαμπούκ, καλαμπούκι, καμπότζι, κοτός, κουκουνάρα, κουκουρούτσι, λαζούδι, λιανοκαλάμποκο, μωροσίτο, ξενικό, ξενικοσίταρο, ραμπουσίτι, ραποσίταρο, ραποσίτι, σιταροπούλα, σίταρος | mısır | τούρκικο

μισίρκα [1894], μισίρα, μισίρι, μισίρκι [1894], μισίρκους, μίσιρκους, μουσούρι, μσίρκους, μψίρκους | το πουλί Meleagris gallopavo, γάλα, γαλί, γαλίνα, γάλισα, γαλοπούλα, γαλόπουλο, γάλος, γάλους, γάλτσα, γοργονάκι, διάνα, διάνος, κάκνα, κακνί, κακνιά, κνόγαλου, κούβος, κούλκα, κούρκα, κουρκάνος, κούρκας, κούρκος, κούρκους, μπιμπίλ, τούρκος, τούρκους | misirka | σλάβικο

μισκίνης, μισκίνς, μεσκίνης | λεπρός, κελεφός, λιπρός, λοβιάρης λουβιάρης λουβιάρς, λουβός, τζιελεφός / κράσταβος, κράστας, λιτζιάρης, ψόραβους, ψουριάς, ψωριάρης, ψωρίλας, ψωρίλος | miskin | τούρκικο

μίσκιο | κάποιο πανί του αργαλειού | mischio | βενετσιάνικο

μιστράς | πιοτό από γλυκάνισο | mistra | βενετσιάνικο

μιτάνι | γιλέκο με κοντά μανίκια | mintan | τούρκικο

μιτάτο [1931], μητάτο [1894], μητάτον [1688], μιτάτον [1614], μιτάτος, μτάτο | κατάλυμα (λόγιο)   | metatum | λατινικό

μνημούρι [1635], μνημόρι [1983], μνημούρια (τα) [1614], μνιμόρ, μνιμόρι, μνιμούρ, μορμούρ | τάφος, κιβούρ, κιβούρι, λιμόρι, λμορ, μεζάρι | memorium | λατινικό

μοβίρω [1709], μουβάρω, μουβιάζω [1894] | μετακινώ (λόγιο), κουνώ, ταράζω | mover | βενετσιάνικο

μόγανο | ξύλο μαόνι | mogano | βενετσιάνικο

μόδα [1837], μόντα | συρμός (λόγιο), νεωτερισμός (λόγιο) | moda | ιταλικό

μόδι [1857], μοδ, μόδης [1614], μόδιν [1688], μόδιον [1709], μόδιος [1934], μούδιν | μέτρο χωρητικότητας (λόγιο) | modo | βενετσιάνικο

μόδος [1614], μόδα [1709], μόδο [1894] | τρόπος, τέχνη | modus | λατινικό

μόδουλα | μάρκα καζίνου | modula | βενετσιάνικο

μοκασίνι | παπούτσι δίχως κορδόνια και με λίγο (η καθόλου) τακούνι | mocassino | ιταλικό

μόλα | ελατήριο (λόγιο) | molla | ιταλικό

μόλαβος, μόλαβους, μόλιαβους | παρακλητικός | moleben | σλάβικο

μολάρω [1709], μολάω, μολέρνω, μολέρω, μουλάω, μουλέρνου | αμολάρω, αμολάω, αμολέρνω, αμολώ, αμουλάω, αμουλέρνου, αμουλέρνω, αμπολάρου, αμπολάω, απιλάρου, απολάρω, απολέρνου, απολέρνω, απολνώ, απουλνώ, γιαμουλντάου, μπουσλαντώ, ντόνω, ξαμολάω, ξαμολώ, ξαμουλάου, ξαμουλέρνου, ξαπολάω, ξαπολνάω, ξαπολνώ, ξαπολώ, ξιαπουλνώ, πολάρω, πολέρνω, πολέρω | molar | βενετσιάνικο

μολέτα [1709] | διλάβι, μασά, μάσα, μασάς, μάσας, μασιά, μάσια, μασιάς, μάσιας, μασκιά, μαχιά, σιδαβλιστίρι, σιδάβλιστρο, σίδαβλο, σίντραβλο τζμπίδ, τζμπίδα, τσιμπίδ, τσιμπίδα, τσιμπίδι, τσιμπίστα, τσιμπίστρα | moleta | βενετσιάνικο

μόλιτσα [1894], μολίτσα [1894], μόλτσα [1894], μόλτσια, μόλυζα [1894], μόλυτσα [1837] | το έντομο Tinea pellionella, σκόρος, βότριδα, βοτρίδ, βότρια, βουτρίδα, βρουτίδα, θέσα, φνίκι | molec | σλάβικο

μολιφικάρω | μαλακώνω | mollificare | ιταλικό

μόλος [1688], μώλος [1688], μόλο [1894] | μουράγιο, προκυμαία (λόγο) | moles | λατινικό

μόλτο | πολύ | molto | βενετσιάνικο

μομέντο [1894], μουμέντο, μουμέντι | στιγμή (λόγιο) | momento | βενετσιάνικο

μόμπιλε, μόμαλα, μόμιλα, μόμπιλα (τα) [1894], μομπίλια, μοπιλτά | τα έπιπλα (λόγιο) | mobile | βενετσιάνικο

μονέδα [1635] | νόμισμα (λόγιο), παράς | moneta | ιταλικό

μονεδάρης [1659] | τραπεζίτης (λόγιο) | monetario | ιταλικό

μονετσιά [1894], μονετζιά (τα) | μπαρουτόσκαγια, μπαρουτόσκαγα | monizioni | βενετσιάνικο

μονουμέντο | μνημείο (λόγιο) | monumento | ιταλικό

μοντάρω [1894], μοντέρω [1894], μονιτάρω [1894] | συναρμολογώ (λόγιο) | montar | βενετσιάνικο

μόντε, μόντες | σωρός, στίβα | monte | βενετσιάνικο

μοντέλο [1931], μοδέλο [1907] | πρότυπο (λόγιο), υπόδειγμα (λόγιο) | modelo | βενετσιάνικο

μοντέρνος [1934], μοδέρνος [1934] | σύγχρονος (λόγιο) | moderno | ιταλικό

μόρα [1894], μοριά [1894], μόρια [1894], μώρα [1790] | εφιάλτης (λόγιο) αβάραχνους, αβραχνάς, αγριπνάς, αριφνάς, βαραχνάς, βαραχτάς, βαριπνάς, βαριχνάς, βαριχνιάς, βραγνιάς, βραφνάς, βραχνάς, βραχνιάς, βραχνός, γαριπνάς, θαβάρα, σβαριχνάς, σβραχνάς | mora | σλάβικο

μοραλίστας | ηθικολόγος (λόγιο) | moralista | ιταλικό

μόρβα | αρρώστια των σκυλιών: μάλη, σακαΐ, σαρατζάς | morva | ιταλικό

μοργάρω [1894], μορογάρω [1894] | αργώ, ακιρίζουμι, αξαργού, αξαργώ, αργάω, αργίζου, αργίζω, αργίου, αργιώ, αργού, αρκώ, ξαργώ, πελαρκώ, περαρκώ, ργίζω | remora | βενετσιάνικο

μοριούνι [1709] | τζελάδα, σιδερόσκουφα, περικεφαλαία (λόγιο) | morione | ιταλικό

μορκάτο [1931], μορκάτον [1709], μουρκάτα (τα) | επιληψία (λόγιο), αγέρι, αδερφικόν, αμίλητο, απολιψία, απουλιψία, γλικί γλικιά τα, καλά (τα), καλάτου (τα), κόπος, λάβωμα, λάομαν, λαομάρα, ντέρτι, ξορκισμένη, ξωτικό, σάρα, σουσουλιασμός, φεγκάρκασμαν, φλότο, φτασά, χαλ, χούι | malcaduto | βενετσιάνικο

μορόζος | αγαπητικός, ααπιτικός, αγαπιτικό, αγαπιτκός, αγαπκός, αγαπός, αγαπτικός, αγαφτικός, αϊγαπιτικός, αμοράτος, αμορόζος, αμορούντζος, αμουρίζος, αμουρούζος, αργολάβος, ασίκης, ασίξ, ασίτσης, ασούχς, γαπιτικός, γαπτικός, γιαβουκλής, γιαβουκλούς, γιαβουκλός, γιακής, γιακλής, γιαουκλής, γιαουκλούς, γιαράνης, γιαρένης, γιαρένς, γιαρέντης, γιαρέντς, γιαρίνης, γιερένης, γιερέντης, γιρέντς, γκαντζέλος, γκόμενος, γκόμινος, γκόμινους, κάφκος, κούκος, λεγάμενος, λιγάμινους | amoroso | βενετσιάνικο

μόρος [1894], μόρικος, [1790] | αράπης, αάψ, αράκη, αράμπης, αράπφης, αράψ, μάβρους, μαύρος | moro | βενετσιάνικο

μοροφίντο | ψευτότοιχος, μεσότοιχο, γιούκερ, καλαμωτή, μεσάντρα, μεσοτίχι, μεσοφούντι, μισάντρα, μισιά, μισουτίχ, μπαγδαντί, μπαγδατί, μπαγλαντί, νοφαΐτης, ντουσιμές, παρέ, πλουκαριά, τρεμέντζο, τσασμάς, τσατιμάς, τσατμάς, τσιατμάς, τσιατουμάς | muro finto | ιταλικό

μόρσα | μέγγενη, μεγγενές, μέγγενες, μέγκινης | morsa | ιταλικό

μόρσο, μόρσον [1709], μόρσα | γκέμι, γέμι, γκεμ, γκίμι, κεμ, κέμι, τζέμι, χαλινάρι, χαλινός, χαλνάρ, χαλνές χαλνός | morso | βενετσιάνικο

μορταδέλα [1934], μουρταδέλα [1934], μορταντέλα [1995] | σαλάμι από κρέας γουρουνιού και μικρά κομμάτια λαρδί | mortadella | ιταλικό

μόρτης [1709] | νεκροθάφτης / αλανιάρης, μάγκας, παλικαράς | beccamorti | ιταλικό

μόρτο | πεθαμένος, ψόφιος | morto | ιταλικό

μορτόριο, μουρτόριο | κηδεία (λόγιο), θανή, λείψανο, λίψιανο, ξόδι, παράχουμα, παράχωμα, | mortorio | ιταλικό

μοσκαρδίνι | φυτά του γένους Calentula, καμάκι, κιτρινολούλουδο, νεκρολούλουδο, πετινόχορτο, τσεντσέλι | moscardino | ιταλικό

μοσκάτο [1635], μοσκάτον [1790], μοσχάτο, μοσχάτον [1857] | όνομα σταφυλιού και κρασιού / λέγεται και μισκέτι ή μισκέτ (από το τούρκικο misket) | moscato | ιταλικό

μοσκέρα, μσκέτου | το φανάρι για τα φαγιά | moscaiola | ιταλικό

μοσκετάρω, μουσκετάρω | ντουφεκίζω, ντουφεκώ, τουφεκάου, τουφεκάω, τουφεκίζω, τφεκάω, τφικάου, τφικώ | moschettare | ιταλικό

μοσκέτο, μουσκέτο [1894], | ντουφέκι, ντουφέκ, τουφέκι, τουφέκ | moschetto | ιταλικό

μόσκος [1837], μόσκους, μόσχος [1688], μόσχους | βαλσαμέλαιο (λόγιο) | moschus | λατινικό

μόστρα [1709] | επίδειξη (λόγιο) | mostra | ιταλικό

μοστράρω | επιδεικνύω (λόγιο) | mostrare | ιταλικό

μόστρο [1709], μόνστρο, μόστρον [1688] | ασχημομούρης, ασχημόφατσα | mostro | ιταλικό

μοτίβο [1934] | μουσικό θέμα (λόγιο) | motivo | βενετσιάνικο

μοτίκα [1894] | δικέλλα, δικέλλι, δικέλ, δικούλ, δικούλι, δκελ, δκουλ, δτσιελ θκελ, θκέλι, τκέλ, φκέλ, φκέλι | motika | σλάβικο

μότο | νεύμα (λόγιο) | moto | ιταλικό

μοτόρι [1983] | μοτέρ | motore | ιταλικό

μοτσέρνω | στιγματίζω (λόγιο) | macchiare | ιταλικό

μοτσιάρα, μουρτσακό, μουτσαλκό, μουτσάρα, μουτσαρκό, μουτσιάλα, μουτσιάρα | το χωράφι που βαστάει νερό: βαρικό, βαρικόδιο, βαρικοτό, βαρικούσιο, βαρκό, βάρκο, βαρκοτό, ρκο | močar | σλάβικο

μουαβίνης, μουαβίνς | βοηθός, βουιθός, βουιθός | muavin | τούρκικο

μουαγενές | εξέταση (λόγιο) | muaye | τούρκικο

μουγγρί [1790], μουγκρί [1709] | το ψάρι Conger conger, γόγκρος, γρόγκα, γρόγκος, δρογκός, δρόγκος, κόγκρος | mığrı | magri | τούρκικο

μουγκρός [1709] | υγρός (λόγιο), ογρός, ουγρός | mokar | σλάβικο

μούγκρος [1894] | μπουμπούκι, βαβίλα, βαβούλ, βαβούλα, βαβούλι, βαβούλιν, βάβουλο, βαγούλιν, γιοντζές, γκοντζές, γκοντσές, γοντζές, γοντσές, κονσές, κοντζάς, κοντζές, κοντσάς, κοντσές, κοτζές, κουντσές, κουρούμπιν, κουτσί, κρουντζ | mugur | βλάχικο

μούδα [1934], μούδο [1995] | ή μουδόσκοινο ~ σκοινιά που ράβονται αράδα στα πανιά, για να τα μαζεύουν | muda | βενετσιάνικο

μουδάντες | σώβρακο | mutande | ιταλικό

μουδάρω [1934] | δένω τις μούδες | mudar | βενετσιάνικο

μουδίρης, μιντούρς, μουντίρης, μουντίρς, μουσίρης | διοικητής (λόγιο) | müdür | τούρκικο

μουεζίνης [1931], μεζίνης [1709] | εκείνος που θυμίζει στους μουσουλμάνους, από το μιναρέ, την ώρα της προσευχής | müezzin | τούρκικο

μουζαβιρλίκ, μουζαβιρλίκι, μουζεβερλίκι | κάρφωμα ρουφιανιά, ρουφιανιλίκι, σπιουνιά, σπλουνιά, χαφιεδιλίκι, | müzevirlik | τούρκικο

μουζεβίρης [1934], μιζαφίρς, μουζαβίρης, μουζαβιρλής, μουζαβίρς, μουζεβίρς, μουζεφίρης, μουτζεβίρης [1931], | καρφί ρουφιάνος, ροφιάνος, σπιούνος, χαφιές, | müzevir | τούρκικο

μούζικα | μουσική (λόγιο) | musica | βενετσιάνικο

μουζικάντης [1931], μουζικάντες, μουσικάντης [1934], | οργανοπαίκτης (λόγιο) | musicante | βενετσιάνικο

μουζουκτσουλούκι | ζαβολιά, ζαβιά, ζαβουλιά, καντζικιά, κατσακλίκ, κατσουκανιά, χλετζά | mızıkçılık | τούρκικο

μουκαβάς [1790], μακαβάς, μπακαβάς, μπουκαβάς, [1931] | χαρτόνι, γκαμπάθκο, καρτόν καρτόνι, πενατζίιν, χαρτόν | mukavva | τούρκικο

μουκαγέτης, μουκαγέτς, μουκαγιάτης, μουκαέτης, μουκαέτς | καταγραφέας (λόγιο), γραμματικός | mukayyit | τούρκικο

μουκαλίτης [1857] | μίμος (λόγιο) | mukallit | τούρκικο

μουκατά, μουκατάς [1709], μακαέτι | φόρος γης | mukataa | τούρκικο

μούκιο | στοίβα | mucchio | ιταλικό

μούλα [1688] | βορδόνα, βορτόνα, μουλάρα, μούσκα | mula | λατινικό

μουλαζίμης, μουλαζίμς | ανθυπολοχαγός (λόγιο) | mülazım | τούρκικο

μουλαΐμης, μουλαΐμς, μουλαΐμικος, μουλαΐμκος, μουλαΐμκους | καλόβολος | mülayim | τούρκικο

μουλάρι [1635], μλαρ, μλάρι, μουλάρ, μουλάρη [1614], μουλάριον [1614], μούλος [1688], μπλαρ, μπλάρι | βορδόν, βόρδονας, βορδόνι, βορδόνιν, βόρδος, βορντόν, βορτόν, βορτόνιν, βόρτος, βουρδόν, βουρντόν, βουρντόνι, βουρντούνι, βουρτόνι, γορδόνι, μουρδόνι, μουρτζής, ντουγάν, ορδόνι, σβόρδονας | mulus | λατινικό

μουλάς [1709], μολάς [1995] | ιεροδίκης (λόγιο) | molla | τούρκικο

μούλια, μλια, μλιουδ | μούσκεμα, βουτάκι, ζούπα, καφτσί, κλιτσίκι, κναβ, κναδ, λούζα, λούμαν, λούστρα, λούστρους, λούτσα, μόσκεμα, μοσκίδι, μόσκιο, μουσγούδ, μουσκίδι, μούσκιο, μούσκιομα, μπλιόγκους, μπλιόντα, μπλιούρι, μσγουδ, ντούνα, παπί, παπίδ, παπίδι, πατσί, πατσούρα, πιστίλ, πιστίλι, πιτούμι, πιτσίλι, πλιατσάρα, πλιμάδι, πλιόκα, πλιτάρ, πλουτούμ, σκλίδα, σούρωμα, στίπα, τούνα, τσίτσα, τσούπλα | molle | ιταλικό

μούλκι [1709], μουλκ, μούλκια (τα) [1614], μούρκι [1931] | κτήμα (λόγιο) / ιδιοκτησία (λόγιο), το βιος | mülk | τούρκικο

μούλος [1790], μούλικο, μούλκος, μούλκους, μούλε | αρπαξιμιός, κόπελας, κοπέλι, κόπελος, κουπέλ, κουπέλι, μουλόσπαρμα, μπαράκι μπαστάρδικος, μπαστάρδος, μπάσταρδος, μπαστί, μπάστος, πίτσικος, πίτσκος, σβέρδονας, σμερδός | mulus | λατινικό

μουλτεζίμης, μουλτεζίμς | εκμισθωτής φόρων (λόγιο) | mültezim | τούρκικο

μουμεντάνια | ακαριαία (λόγιο) | momentaneamente | ιταλικό

μούμια [1688] | πτώμα που έχει βαλσαμωθεί | mumia | βενετσιάνικο

μουμπασίρης, μουμπασίρς | κλητήρας (λόγιο) | mübaşir | τούρκικο

μουμτζής | κηροποιός (λόγιο), τζιερουλάς | mumcu | τούρκικο

μούνα [1635] | μαϊμού, μαεμού μαϊμόν, μαϊμούνα, μαϊμούνι, μαμούν | monna | ιταλικό

μουναφούκης, μαναφλίκας, μουναφούξ, | διπρόσωπος, δίμουρος, διμούτσουνος | münafık | τούρκικο

μουνί [1709], μουνή [1614], μούνο [1894], μούνος [1894], μούνους [1910], μνι | αμτζίκ, απουριά, γκομπλίτσα, κίστε, κράνι, μουτζό, παπούρ, παπούρ, πουτί, πούτκα, πούτος, πράμα, σιστί, τρύπα, φουσίν, χάβαρο, χαβάρου, χαλόν, χίστος, χίστρο | mona | βενετσιάνικο

μουνιτζιπαλιτά | δήμος (λόγιο) | municipalità | ιταλικό

μουντάνια (τα) | βουνά | montagna | ιταλικό

μουντός [1857], μουνδός [1894], μντος | θολός, θελός, μουρδός, | m’ten | σλάβικο

μουντουβίνα | ρακόμελο | modovino | σλάβικο

μούρα [1934] | πρόπους ιστίου (λόγιο) | mura | ιταλικό

μουράγιο [1931] | μόλος, μόλο, προκυμαία (λόγιο) | muraglia | ιταλικό

μουράρος [1659] | χτίστης, γιαπατζής, γιαπιζής, γιαπουτζής, γιαπουτσής πετράς, πιτράς, | murarius | λατινικό

μουράτι | επιδίωξη (λόγιο) | murat | τούρκικο

μούργα [1790], μούρκα [1894], μούργκα, μούρδα [1910] | αμούρ, αμούργα, αμούργη, ζούρα, καθούλιαση, καράπουσας, κατακάθ, κατακάθι, καταπάτι, κατσακούρα, λουν, λούνι, μούντερες, μούτιλ, μπατάκι, ντάρα, πατάλαδα, πατοσόρι, ποκαθούλιαση, πουσάς, ρούπος, σιλιμούργι, τάρα, τζιίζουρος, τζιιουρούα, τζούρα, τρίκα, τρικιά, τσέρτσολο | amurca | λατινικό

μούργος [1894], μόργκας, μόργκου, μοργός [1894], μούργας, μούργκας, μούργκος [1894], μουργκός [1910], μούργκους, μούργο, μουργός [1894], μούργους, μούρτζιους [1894], μούρτζος [1894] | σκοτεινός, σκούρος, μελαψός | mr’k | σλάβικο

μουρέλος | μαυριδερός | morelo | βενετσιάνικο

μούρη [1635], μούρι [1709] | μούτρα, μούτρο, μούτρου, μούτσα, μούτσανο, μούτσκα μούτσνο, μούτσνου, μουτσούν, μουτσούνα, μούτσουνο, μτσούδια, μτσούνα, πρόσουπος, πρόσουπου, πρόσωπο, σούκαλα, σούκαλου, σουράτ, σουρλάς, τσιχρές, φάτο, φάτσα | murro | ιταλικό

μουρλός [1931], μούρλιακας, μερελός | αλλοπαρμένος, αλαλιασμένος, απόλολος, αρκόπελλος, ατσίκστους, αφορμάρης, βένιας, βουρλισμένος, βουρλός, βούρλους, γαουρόπελος, εξίκης, ζαβέας, ζάβιακας, ζαβός, ζαλιάρκος, ζαλοβροντισμένος, ζαλοκουνισμένος, ζαντός, ζιζής, ζουρλοκαμπιέρης, ζουρλός, θεόλολος, θεόμουρλος, θεοπάλαβος, θεόπελος, θεότρελος, ιμπούης, ιξίκης, κατάπελος, κατσικλής, κουζουλός, κουνημένος, κουρλός, κουσουλός, κρουνς, λάλος, λελός, λουλός, λουλουπαντιέρα, λωλός, μαλαφισμένος, μουρλός, μουρουπάλαβους, μπατσολάδος, μσόσιουρδους, ντελής, ντελία, ντιλής, ντούρλιας, ξελολαμένος ξεπαρμένος, ξέτρελος, ξίκους, οός, παθμένους, παλαβιάρης, παλαβός, παλαβουντάνς, παλάβρας, παλάβρατζης, παπαλός, παρακουζουλός, παράουρος, παρασάνταλος, παρμένος, πελελός, πελός, σαλεμένος, σαλός, σαμουρλός, σελός, σιαμουρλός, σκαρτάδος, σμπερλάδος, τερλός, τρέλης, τρέλιακας, τρελοκαμπιέρης, τρελός, τροζός, τσακούρς, τσούλους, φεγγαριάτικος, φεγγιάρης, φουρλαΐδας | murlon | βενετσιάνικο

μουρμούρα [1790], μιρμουρχτό, μουρμουρητό, μουρμουρητόν [1857], μουρμούρισμα [1635] | ψιθυρισμός (λόγιο) | murmur | λατινικό

μουρμουράω [1934], μουρμουρίζου, μουρμουρίζω [1635], μουρμουρώ, | ψιθυρίζω (λόγιο) | murmuro | λατινικό

μουρντάρης [1931], μουρδάρης [1709], μουρδάρις [1894], μουδράρης, μουρντάρς, μιρντάρης, μιρντάρς, μουντάρτς, μουρτάρης, μουτάρτς | βρομιάρης, βόομκους, βρομάρις, βρομάρτς, βρομερός, βρόμικος, βρόμιος, βρόμιους, βρόμκους, βρομνιάρης, βρόμνικος, βρόμνιος, βρόμνιους, βρουμιάρς, βρουμιρός / (για παντρεμένους) γκομενάκιας, γκομενιάρης | murdar | τούρκικο

μούρο, μουριόνι | τοίχος, μάντρα, ντβαρ, ντβάρι, ντουβάρ, ντουβάρι, τουβάρ, τουβάρι | muro | ιταλικό

μουρούνα [1709], μορώνα [1709], μουρίνα | το ψάρι Gadus morhua, σμύρνα | morona | ιταλικό

μούρσα | ψοφίμι, αλιές, θρασίμ, θρασίμι, κάρμα, καρόνιας, λες, λέση, λέσι, λέσιο, λέχι, λιες, ψουφίμ, ψόφεμαν | m’rsha | σλάβικο

μούρσια [1894] | το έντομο Pediculus capitis, ψείρα, μιλιόρα, μπούμπα, πιδόκα, φτιρ, φτίρα | morr-i | αλβανικό

μουρτάρι [1659], μορτάρι [1614], μορτάρ, μουρτάρ, μουρτάριν [1688], | γουδί, γδι, γδιν, γκντιν, γντι, γουδίν, γτι, γτιν, εγδέν, εγδή, έγδη, εγδί, εγδίν, ιγδί, ιγδίν, ικδίν, κούτλους, λουμί, μπόμπα, ντιμπέκ, ντουμπέκι, ντουπέκ, ογδί, στουμπέκι, στουμπέτς, στούμπους, χαβάν χαβάνι, χτι, χτιν | mortarium | λατινικό

μουρτάτης [1934], μουρτάτς | μουσουλμάνος που αλλάζει θρησκεία | mürted | τούρκικο

μουσακάς [1910] | φαγητό ταψιού με μελιτζάνες, κιμά, πατάτες, κρεμμύδια, τυρί, τριμμένη ντομάτα, λάδι και μπεσαμέλ | musakka | τούρκικο

μουσαμάς [1790], μουσαμαδιά [1931] | νιτσεράδα                                          | muşamba | τούρκικο

μουσάντρα [1857], μεσάνταρας, μεσάντρα [1910], μεσάντρια, μεσάντριγια, μισάντιρα, μισάντρα [1934], μισάντρια, μουσάντερα [1857], μουσάντριγια, μσάντρα, μσουνταράς | ντουλάπα μέσα στον τοίχο | musandıra | τούρκικο

μουσαριόλα, μουζαριόλα | φίμωτρο (λόγιο), γαβασιά, γιαβασιά, γιουργάθι, κανιά, κιμός, μοστούχι, μουργιόνι, μουριά, μουρίστρα, μούριστρο, μουσέλι (: musello, ιταλικό), μουστούχα, μουστούχι, μουστρούχα, μουστρούχι, μπουρλούκι, τζιιμός / για τα βόδια: βοϊδόστομα βόστομα, βοστομίδα, βουδόστομα, βουδούστουμα, βούστομα, βουστομίδα | museruola | βενετσιάνικο

μουσαφίρης [1709], μισαφίρης, μισαφούρ, μουσαφίρς, μσαφίρ | επισκέπτης (λόγιο) | misafir | τούρκικο

μουσαφιρλίκι [1910], μουσαφερλίκια (τα) [1931], μουσαφιριά [1931], μουσαφιριό, μουσαφιρλίκ | επίσκεψη (λόγιο), αβίζιτα, βίζιτα, βίζιτο, βίζντα, βίζτα, βίσδα, γειτόνεμα, γιτόνιο, γιτουνιά, γτίνμα, γτόνεμα, γτόνιμα, ζιαρέτι, ιτόνιμα, μπασιά, χτόνιμα | misafirlik | τούρκικο

μούσγα, μούσγκα, μούζγα, μούζγκα | τόπος που έχει νερά / υγρασία (λόγιο) | muzga | σλάβικο

μουσίρης [1934] | στρατάρχης (λόγιο) | müşir | τούρκικο

μουσίτσα [1894], μουστίτσα [1894], μσίτσα [1894] | μυγάκι, σκνίπα | mušica | σλάβικο

μουσκάς | νουσκάς, φυλαχτό για το μάτιασμα (μέσα έχει χαρτάκι με μαγικά λόγια) | nüsha | τούρκικο

μούσκλα [1894], μούσκουλο [1962], μούσκλο | μύωνας (λόγιο), ποντίκι | musculus | λατινικό

μούσκλο [1934], μούσκλα, μούσκλι [1934], μούσκλος, μούσκο, μούσκουλη [1857], μούσκουλο [1934], μούσκρος [1910], μούσκρου | βρύο, αβρί, αβριά, αβρία, αβριγιά, βιργιό, βιργιός, βρι, βριά, βρία, βριγιά, βριγιό, βριν, βριό, βρίον, βριός, εβριά, εβριό, εβριός, μοχός, μπρίο, οβκός, οβρή, οβρί, οβριά, οβρία, οβριγιά, οβριγιός, οβρίο, όβριο, οβριός, όβριου, ουβριά, ούβριου, φρίο | muscus | λατινικό

μουσλούκι [1857], μουσλούκ, μουσουλούκι [1934] | κάνουλα, κανέλα, κάνολα, κάνουλας, κόρνος, μπουρμάς, μπουτσνάρ, ντίλους, σουρούκ, στριφτάρ | musluk | τούρκικο

μουσούδα [1894], μουσούδι [1790], μουσούδ, μούζο | ζουρνάς, σουρλάς | muso | βενετσιάνικο

μουσουλμάνος [1910], μουσουλμάνοι [1688], μουλσουμάνοι [1688] | μωαμεθανός (λόγιο) | müslüman | τούρκικο

μουσουμπέτης, μουσουμπέτς, μουσουμπέτικος | κακομοίρης, άζουδος, άμερες, άμιρε, άμοιρος, άμπαχτος, άμρους, ανάμιρος, ανέμιρος, αρίζικος, αρίζκος, αρίζκους, αρίσκος, αρίσκους, άτυχος, ατχέ, άτχους, βαργκιόμιρος, βαριομίρης, βαριόμιρους, βαριόμοιρος, βαριορίζικος, βαριορίζικους, βαρόμιρος, ζαβαλής, ζάβαλης, ζάβαλος, κακογραμμένος, κακομίτσης, κακόμοιρος, κακορίζικος, κακορίζκος, κακόσορτος, κακότυχος, κακουμίρς, κακουρίζικους, καψερός, καψιρός, κρούνης, μαβρορίζικος, μπράχαρος, ρίσκους, σκουτνός, σκουτός, σκρούμπαβους | musibetli | τούρκικο

μούστα, μουστέα | γροθιά, βροθιά, βρόθος, βρόθους, βροτθιά, βρότθος, βρότος, βρουθιά, γκουρθεά, γκροθέα, γκροθιά, γκρόθος, γκρόθους, γκρότο, γκρουθιά, γλοθιά, γλόθος, γλοτθιά, γλότος, γόουθους, γορχιά, γουουθιά, γούρθα, γουρθεά, γουρθέα, γουρθιά, γούρτα, γουρτέα, γουρτία, γρογχιά, γρόδιτος, γροδκιά, γροθέ, γροθέα, γροθιά, γροθία, γροθκιά, γρόθο, γρόθος, γρόθους, γρόθτος, γροθτσιά, γροϊθιά, γροκιά, γροκτιά, γρόκτος, γροκχιά, γρόπος, γρότε, γροτθιά, γροτθία, γρότθο, γρότθος, γροτιά, γροτία, γρότο, γρότος, γροτσιά, γρουθά, γρουθεά, γρουθιά, γρουτέα, γρουτία, γροφιά, γροχιά, γροχτιά, γρόχτος, δροθκιά, δρόθος, δροκχιά, δρόχος, κορχιά, κροθιά, ουρθεά, σγροθιά, χουρτέα | muşta | τούρκικο

μουστάρδα [1635] | χαρδάλι | mostarda | ιταλικό

μουστέλα [1934] | το ζώο Mustela martes, αζίδα, ατζίδα, ατσδά, ατσία, ατσίδ, ατσίδα, ατσίδι, ζεπίρα, ζουρίδα, κναβ, κνάβι, κουνάβι, κουνάδι, σαμσάρι, σανξάρους, σανσάρ | mustela | ιταλικό

μουστερής [1837], μιστιρής, μουστιρής, μουστουρής, μστερής | πελάτης (λόγιο), αβεντόρος, αγοραστής, αγοραστιός, αγουραστής, ψουνιστής, ψωνιστής, | müşteri | τούρκικο

μουστεσάρης, μουστεσάρς | υφυπουργός (λόγιο) | müsteşar | τούρκικο

μουστιρέκ, μοστιρέκ | καμπινές, αγκεός, αγκέους, αλαμπάντα, αναγκαίο, αναγκαίον, αναγκαίος, αναγκέου, ανάγκη, αναγκιό, αναγκιόν, ανάπαψη, ανατζέο, ανατζέος, ανάτζη, ανατζιέος, ανγκέους, απόπατους, απουπάτ, απουπάτι, αχαλές, γκαμπινές, καμπινέ, κενέφ, κενέφι, κινέφι, λάτρινα, λετρίνα, λέτρινα, μέρος, μέρους, παρακέλι, πόρεψη, χαλέ, χαλές, χεζουριό, χεστερή, χρεία, χριγιά, χρίγια | müsterah | τούρκικο

μούστος [1614], μούστους | γλεύκος (λόγιο) | mosto | ιταλικό

μουστουλίκι [1709], μουστουλούκι [1709], μουστουλίκια (τα), μουσδελήκια (τα) [1857] | τα καλά νέα, τα συχαρίκια | muştu | τούρκικο

μουτ | ελπίδα, ολπίδα, ομούτ, ομούτι, ορπία, ορπίδα, ουμούτ, ουμούτι | umut | τούρκικο

μουτασαρίφης, μουτασερίφης, μουτεσαρίφης [1934] | έπαρχος (λόγιο) | mutasarrıf | τούρκικο

μουτάφι, μιτάφι, μταφ, | βούλια, βούργα, βουργιά, βούργια, βουργιάλι, βούργκα, βουργκάλι, βούρκα, βρουγιά, γούργια, ντορβάς, ντουράς, ντρουρβάς, ούργια, στράιστο, ταγάρ, ταγάρι, τορβάς, τουβράς, τουρβάς, τράιστιο, τράιστο, τράιστρο, τράστο, τρουβάς | mutaf | τούρκικο

μουτεβελής [1709] | επιστάτης (λόγιο) / επίτροπος (λόγιο) | mütevelli | τούρκικο

μουτζιζές | θαύμα (λόγιο), θάγμα, θαγματούρι, θάμα, θάμαν, θαμαντουρία, θάμασμα, θάφμασμα, θιάμα, μιράκολο, μιράκουλο, χάμαν | mucize | τούρκικο

μουτής | υπάκουος (λόγιο) | muti | τούρκικο

μούτι | σκατά (τα), αθρωπέα, γκουσιέρα (τα) κακά (τα), κάκα (τα), κουράδα, κούσπα, κούτσουλος, μαγάρα, μαγαρισιά, μαγαρσιά, σταλίκια / από κόψιμο, νερουλά: τσαρτσάλια, τσαρτσαλίδες, τσέρλα, τσερλιό, τσέρλο, τσίρλα, τσιρλιό, τσιούρλα | mut | αλβανικό

μούτλακα, μουτλάκ, μούτλακ, μουτλάκου, μουτλιάκ, μουτουλάκ | δίχως άλλο, σίγουρα | mutlaka | τούρκικο

μούτος [1894], μούτους [1910] | μουγγός, βοβάτος, βοβός, βοός, βος, βουβάτος, βουβό, βουβός, γουβός, γούος, μουνγλός, μπβος | muto | βενετσιάνικο

μούτρα [1635], μούτρο [1931], μούτρον [1790], μούτρου | μούρη, μούτσα, μούτσανο, μούτσκα μούτσνο, μούτσνου, μουτσούν, μουτσούνα, μούτσουνο, μτσούδια, μτσούνα, πρόσουπος, πρόσουπου, πρόσωπο, σούκαλα, σούκαλου, σουράτ, σουρλάς, τσιχρές, φάτο, φάτσα | mutria | βενετσιάνικο

μούτσος [1894], μούτσους | ναυτόπαις (λόγιο) | muço | τούρκικο

μουτσούνα [1857], μούτζοννον [1614], μούτζουνον [1635], μούτσα, μούτσανο, μούτσκα, μούτσνο, μούτσνου, μουτσούν, μούτσουνο [1931], μούτσουνον [1857], μτσούνα | μούρη, μούτρα, μούτρο, μούτρου, μτσούδια, πρόσουπος, πρόσουπου, πρόσωπο, σούκαλα, σούκαλου, σουράτ, σουρλάς, τσιχρές, φάτο, φάτσα | muson | βενετσιάνικο

μουτφάκι, μουτουπάκι, μουτπάκ, μουτπάκι, μουτφάκ | κουζίνα, κουχν, κούχνη, μαγειρειό, μαγερειό, μαγερίο μαγιριός, μαεργιό, μαϊργιό, μαντζάτο, μαργιό, μαργιός | mutfak | τούρκικο

μουφετής, μουφετίσης | επιθεωρητής (λόγιο), ινσπετόρος | müfettiş | τούρκικο

μουφλούσης, μουφλούζης [1790], μουφλουζεμένος [1931], μουφλούγς, μουχλούζης | χρεοκοπημένος (λόγιο), φαλιρισμένος, φαλίτος, φαλίδος | müflis | τούρκικο

μουφτής [1709], μουφτή [1910], μουφετής [1709] | θεολόγος - ερμηνευτής του ισλαμικού νόμου (λόγιο) | müfti | τούρκικο

μουχαλεμπί [1931], μαλεμπί [1983], μαχλέπι, μουχαλεπί, μοχαλεμπί | κρέμα με γάλα, ρυζάλευρο, ζάχαρι και ροδόσταμο | muhallebi | τούρκικο

μουχαμπέτι, μουαμπέτ, μουαμπέτι, μουγιαμπέτι, μουμπέτι, μουχαμπέτ, | καλαμπούρι, καλαμπούρ, νάκλιο, χασιαμπούσι, χωρατό / κουβεντούλα | muhabbet | τούρκικο

μουχασεμπετζής | λογιστής (λόγιο), αμπακίστας, εξοδιαστής, λογαράς, λογαριαστής | muhasebeci | τούρκικο

μουχατζίρης, ματζίρης, ματζίρς, μουατζίρης, μουατσίρ, μουατσίρς | μετανάστης (λόγιο) / πρόσφυγας (λόγιο) | muhacir | τούρκικο

μουχαφούζης | σωματοφύλακας (λόγιο), καβάσης, καβάζης | muhafız | τούρκικο

μουχεντής, μουεντής | μηχανικός (λόγιο) | mühendis | τούρκικο

μουχιούρι, μαχούρι, μεχίρ, μιχιούρι, μουχιούρ, μουχούρ, μουχούρι | σφραγίδα (λόγιο), βούλα, βόλα, βούα, βούλος, βούλες, βούλντα, σιντζίλα, στάμπα, σταμπίλια | mühür | τούρκικο

μουχουρντάρης [1934] | σφραγιδοφύλακας (λόγιο) | mühürdar | τούρκικο

μουχτάρης, μουκτούρης [1709], μουχτάρς, μουχτούρης [1709], μοχτάρς | κοινοτάρχης (λόγιο) | muhtar | τούρκικο

μοχός [1894] | βρύο, αβρί, αβριά, αβρία, αβριγιά, βιργιό, βιργιός, βρι, βριά, βρία, βριγιά, βριγιό, βριν, βριό, βρίον, βριός, εβριά, εβριό, εβριός, μούσκλο, μούσκλα, μούσκλι, μούσκλος, μούσκο, μούσκουλη, μούσκουλο, μούσκρος, μούσκρου, μπρίο, οβκός, οβρή, οβρί, οβριά, οβρία, οβριγιά, οβριγιός, οβρίο, όβριο, οβριός, όβριου, ουβριά, ούβριου, φρίο | moh | σλάβικο

μπα | άμπα, όχι | bah | τούρκικο

μπα [1835] | λέγεται σε ξάφνιασμα | ba | ιταλικό

μπαγαπόντης [1961], μπαγαμπόντης [1998], μπαγαπόντος | βαγαπόντης, βαγαπόντς, βαγκαμπόντης, παγαπόντης, φαγαμπόντες, φαγαμπόντης φαγαπόντης, κατεργάρης | vagabondo | ιταλικό

μπαγαποντιά, μπαγαμποντιά [1998], μπαγαμποντιά, μπαγαποντιά [1961], | βαγαποντιά, βαγκαμποντιά, παγαποντιά, φαγαμποντιά, φαγαποντιά, κατεργαριά | vagabondita | ιταλικό

μπαγάς [1835] | ταρταρούγα, καύκαλο, καβούκι, κακάρα, καμπούκ, καούκι, καρκάσι, καυκί, κάφκαλου | bağa | τούρκικο

μπαγάσα [1709] | πουτάνα, γυρίστρα, καλντεριμιτζού, καλτάκα, καντουνιέρα, καρακαχπέ, καφπέ, καχπέ, κοκορίνα, κοκότα, κουβάν, κουκότα, κουρτεζάνα, μπασαράτα, ξιβιλίστρα, ξικολίστρα, μπαγιαντέρα, παρδαλή, παστρικιά, πολιτική, πολιτιτζή, πτάνα, ροσπού, ρουσπού, σουρτούκα, σπαστριτζή, τσιαμαρντόνα, τσούνα, φακλάνα, φρουστάδα / πονηρή, κατεργάρα | bagascia | ιταλικό

μπαγάσας [1709] | πούστης, αδερφή, γκρόβερ, γουσλάρακας, κνιάμινους, κουνιστός, κουνίστρα, λαμόρες, λουμπίνα, ντιγκιντάγκας, ντιντής, ροδέλα, σλίξαρς, συκιά, φλώρος, χουιλούς | bagascio | ιταλικό

μπαγάσας [1931] | πονηρός, αλεπού, αλπού, αλούπου, κατεργάρης, κουνάζους, κουρνάζης, κουρνάζος, μαργιόλος, μαριέλος, μαριόλος, μαριόλτς, μεκιαρές, πουνιρός | bagascio | ιταλικό

μπαγιά, μπάγια | πολύ, αρκετά | baya | τούρκικο

μπαγιάγκας, μπάιαγκας | αράχνη, αράχν, αράχιν, αράγνη, αράχνα, αράχλη, αράχλα, αράνα, άρανος, αϊφαντάκος, αϊφαντάκους, αλιφαντάκους, αλιφαντής, αλεφαντή, αλιφάνταρος, αλφαντής, ανιφαντάκος, ανιφαντάκους, ανιφάνταρος, ανιφαντής, ανφαντής, αζαγιά, καλίγαρος, κοροβελούδα, κουκλέντρα, λόγαρους, λούγαρους, λούγνη, μαρμάγκα, μαρμάνγκα, μερμάγκα, μαρμάγια, μπαούτα, νιφαντάκους, παζίνα, πάλιαγκας, πάνγκους, παρπάλιαγκας, ράχνη, ραχνά, ράχνα, ράχνια, ράχλα, ρανιατέλα, ρόγα, ρογαλίδα, ρόγαλος, ρόγαλους, ρογιά, ρόδιακας, ρόιδου, ρουγαλίδα, ρουγίδ, σφαλάγγι, σφάλαγκας, σφαλαγκούδι, σφάλιαγκας, τσάντσαρος, τσουλχάς, φαλαγκούνα, φισορογιά, χιρολάμπα | pajak | σλάβικο

μπαγιαντέρα, μπαγιαντέρα [1934] | χορεύτρια / πουτάνα / μεταξωτό λουλουδάτο πανί | baiadera | ιταλικό

μπαγιάρω, μπαγιάρω [1888a] | κοροϊδεύω, αναγελάω, αναγελού, αναγελώ, αναγεού, αναγιλάου, αναγιλού, αναγιλώ, αναγιού, αναελάω, αναελώ, αναμπαίζω, ανεγελώ, ανεελώ, ανιγιλώ, ανιγιλώ, ανιελώ, γιαλάω, δουλεύω, δλέβου, ιργιλώ, καντουρέβω, κασμιρέβου, κατσικλαντίζου, κογιονάρου, κογιονάρω, κοϊνέρω, κορδίζω, κουγιονάρω, κουγιουναρίζω, κουρδίζω, κουρουϊδεύου, λαναρίζω, ναγελώ, ναελώ, νεγελώ, νεελώ, νελώ, νιελώ, ξεγελάω, ξεγελώ, ξιγιαλάου, ξιουρίζω, παίζω, περγελώ, περιγελώ, περιπαίζω, πιργελώ, πουργιλώ, σκανιάζου | baiare | ιταλικό

μπαγιάτεμα, μπαγιάτεμα [1961] | σίτεμα | bayatlama | τούρκικο

μπαγιατλίκι, μπαγιατίλα, μπαγιατίλα [1931] | η μυρουδιά του μπαγιάτικου | bayatlık | τούρκικο

μπαγιόκο, μπαγιόκο [1962b] | λεφτά, παραδάκι | baiocco | ιταλικό

μπαγιονέτα, μπαγιονέτα [1876a], μπαγιονέττα [1934] | ξιφολόγχη (λόγιο) | baionetta | ιταλικό

μπάγιους | βλ. μπάρμπας | baj | σλάβικο

μπαγιτάρης [1960], μπαγτάρης < μπαγ’τάρης [1960], μπαγτάρς < μπαγ’τάρ’ς [1960], μπαϊτάρης [1960] | κτηνίατρος (λόγιο) | baytar | τουρκικό

μπάγκα | τραπέζι, μάγκος, μάσα, μέσα, μπάγκα, πλασταριά, σινί, σνι, σουφρά, σουφράς, σοφράς, στολ, τάβλα, ταβλί, ταβουλί, ταλιόρα, ταούλι, τράπιζος, τράπιζους, χοντσά | banca | ιταλικό

μπάγκα [1934] | η «μάνα», ανάμεσα σε εκείνους που παίζουν χαρτιά | banca | ιταλικό

μπάγκαβους < bάgαβους [1976] | σταχτόμαυρος | bagavu | βλάχικο

μπαγκάδα | πανκάδα, μακρόστενο τραπέζι | bancada | βενετσιάνικο

μπαγκάζια, μπαγάγια, μπαγάγια [1963], μπαγάζια (τα) [1962a], μπαγάζια, μπαγάλια, μπαγκάγια [1894], μπαγκάγια, μπαγκάζια (τα) [1983a], | αποσκευές (λόγιο) | bagagia | βενετσιάνικο

μπαγκατέλα [1963], μπαγατέλα μπαγατέλλα [1963] | ψιλοδουλειά του χτίστη ή του μαραγκού (για λίγα λεφτά) | bagattella | ιταλικό

μπαγκατέλα [1983a], μπαγκατέλλα [1934], μπακατέλα [1995], μπαχαντέλα, μπαχατέλα [1995], μπαχατέλλα [1962b] | παλιατζούρα, παλιόπραμα / γριά γυναίκα | bagattella | ιταλικό

μπαγκέρης [1659], μπαγκάρης [1635], μπαγκιέρης [1910], | τραπεζίτης, σαράφης / βλ. μπαγκαδόρος | banchier | βενετσιάνικο

μπαγκέτα [1934], μπακέτα | ραβδάκι του μαέστρου / μακρόστενη φρατζόλα ψωμί | bacchetta | ιταλικό

μπαγκλάβι [1899] | μαγκλάβι, μαγκλάβιον, μαγκλάδιν, παγκλάβι, παγλάβι, ραβδί | maniclavium | λατινικό

μπάγκος [1635], μπάγγα [1659], μπάγγος [1963], μπάγγους [1964] μπάγκα [1622], μπάνκος [1934], | πάγκος | banco | ιταλικό

μπάγκος [1931] | ξέρα, ξέρη, θαλασσόπετρα | banco | ιταλικό

μπαγκούλι < bαgούλι [1918], μπακούλα | σκαμνί, θρονί, καρέγι, κολοκούμπι, κορμάλι, κουτσιούμπι, κούτσιρου, κουτσούρι, παγκάδι, παγκέτα, παγκούλι, σινάιν, σκαμνάκι, σκαμνάκ, σκαμνή, σκαμνίν, σκαμνούδι, σκαμνούρι, σκαμπέλο, σκαμπλί, σκέμλε, σκιάμνε, σκόλοφρον, στρουμπί, στρουμπλί, τσαερί, τσιουμπί | banco | ιταλικό

μπαγλαμάς [1962b] | μικρός τζουράς, με τρία διπλά τέλια / το κορόιδο | bağlama | τούρκικο

μπαγλαρώνω [1931], μπαγλαρώνου | δένω, συλλαμβάνω (λόγιο) | bağlamak | τούρκικο

μπαγντατί [1960], μπαγδαντί [1910], μπαγδατί [1910], μπαγκντατί [1988], μπαγλαντί < bαγλαdί [1978], μπαδατί < bαδατί [1972], μπαλταντί | ψευτότοιχος, μεσότοιχος, γιούκερ, καλαμωτή, μεσάντρα, μεσοτίχι, μεσοφούντι, μισάντρα, μισιά, μισουτίχ, μοροφίντο, νοφαΐτης, ντουσιμές, παρέ, πλουκαριά, τρεμέντζο, τσασμάς, τσατιμάς, τσατμάς, τσιατμάς, τσιατουμάς | bağdati | τούρκικο

μπαγολίνα [1963], μπαγουλίνα, μπαουλίνα | ραβδάκι από καλάμι / μπαστουνάκι για βόλτα | bagolina | βενετσιάνικο

μπαγόρδα [1963], μπαγόδα, μπαγόρδο [1963], μπαόρδα | γλέντι, γλέγκι, γλέδι, γλένδι, γλεντ, γλέντιμα, γλέντιν, γλιέντ, εγλέντ, εγλέντι, εγλέντιν, ζαφέτ, ζγαφέτι, ζέφκι, ζιαφέντι, ζιαφέτ, ζιαφέτι, ιγλέντ, τσιμπούσι, τσουμπούσι, μπερδές, ντζιαφέτ, ραβαΐσι, ρεμπόμπο, σουμπέτι, τζιουμπούς | bagordo | ιταλικό

μπαγορδιάζω, μπαγορδιάζω [1983b] | τρώω καλά | bagordare | ιταλικό

μπαγτζής [1960], μπαγτσής [1960] | αμπελουργός, αμπελάρης, αμπελάρς, αμπελάς, αμπελιάτς, αμπελικός, αμπελουργιός, αμπελουργκιός, αμπελουργκός, αμπελουρκός, αμπιλκός, αμπιλουργός | bağcı | τούρκικο

μπάζα (τα) [1934], μπάζια | άχρηστα υλικά κατεδάφισης (λόγιο) | basa | ιταλικό

μπάζα [1910] | αθέμιτο κέρδος (λόγιο) / χαρτωσιά | baza | βενετσιάνικο

μπαζάκας, μπαζακάης, μπατζάκας | κοιλαράς, βλ. μπαρκοκοίλης | bâzacă | βλάχικο

μπαζάρι [1709] | παζάρι, φόρος, αγορά | pazar | τούρκικο

μπαζντραβίτσα [1962c], μπαζντραβίκα, μπαζντραβίτς, μπαζντραβίτσα < bαζdραβίτσα [1976], μπαντραβίκα, μπαρδαβίτσα < bαρδαβίτσα [1972], μπαστραβίτσα | κρεατοελιά που βγαίνει στα χέρια / η μυρμηγκιά, γαρδαβίτσα, μαντραβίκα, μαντραβίτσα, μαρδαβίτσα, μασντραβίτσα, μερμιγκιά, μιρμιτζέλα, μουσντραβίτσα, ορνιθόκολος | bradavica | σλάβικο

μπάηλας [1982] | λιποθυμιά | bayılma | τούρκικο

μπάθεζα, μπαθέζ [1926] | το φυτό silene inflata (silene), κουκάκι, κουκάκι, κουκιά, κουκί, κουκίτσα, κτίπαλο, λαγαντί, λαγουδοκούδουνο, νυχάκι, στρίφουλα, στρουθούλα, στρούθουλα, φουσκάκια, φουσκουδιά | bathë-a | αλβανικό

μπαϊκούς | το πουλί Athene noctua, κουκουβάγια, κουκλουβάους, κουκουβάια, κουκουβάς, κούκουβας, κουκουγιάβλα, κουκουμάβλα, κουκουμάτσιο, κουκουμιάου, κουκουμιάφκα, κουκουνιάφκα, κουκουφάς, κουκούφας, κουκουφιάες, κουκουφκιάος, σκλόπα, χουχουγιάβα | baykuş | τούρκικο

μπαϊλάντζο [1709] | διακυβέρνηση (λόγιο) | bailaggio | ιταλικό

μπαϊλάτον [1614] | η χώρα που κυβερνά ο μπάιλος | baiulatus | λατινικό

μπαΐλντισμα [1931], μπαϊλισιά, μπαηλισιά [1982] μπαήλισμα [1982], μπαΐλισμα [1837], μπαϊλσά < bαϊλσά [1978], μπαϊλσιά, μπαϊλτζμα, μπαϊλτζμάρα, μπαΐλτσα, μπαϊλτσμα < bαϊλτ’σμα [1976], | αποκάμωμα, αποκαμομάρα, απουκαμουσιά | bayilma | τούρκικο

μπάιλος [1709], μπάγουλος [1688], μπάιλας [1866a] μπαΐουλος [1614] | βάιλας, βάελας, άρχοντας / πρεσβευτής (λόγιο) / παρδαλός | bailo | ιταλικό

μπαϊράκι [1790], μπαϊράκ < bαϊράκ’ [1972], μπαργέρα μπαργερόλι, μπαργιάκ, μπαργιάκι [1960], μπαργιάκι, μπαριάκι, μπαριάκι [1966] | μπαντιέρα, μπαδιέρα, μπαδιέρα, μπανδέρα, μπαντέρα, μπαντιέρα, παντιέρα, φλάμπουρο, φλάμπουρου, φλάμπορος, φλάμπλο | bayrak | τούρκικο

μπαϊρακτάρης [1835], μπαϊρακτάρς < μπαϊρακτάρ’ς [1960 μπαργιαχτάρης, μπαϊραχτάρης [1931], μπαργιαχτάρης [1866b] | σημαιοφόρος (λόγιο) | bayraktar | τούρκικο

μπαϊράμι [1790], μπαϊράμ, μπαργιάμι [1960], μπαργιάμι, μπαριάμ [1988], μπαριάμ | βαϊράμι, γιορτή των μουσουλμάνων μετά το ραμαζάνι | bayram | τούρκικο

μπαΐρι [1960], μαγίρ, μπαγίρα, μπαγίρι [1960], μπαΐρ < bαΐρ’ [1960], μπαΐρ < μπαΐρ’ [1960] | πλαγιά / νιάμα: γη που δεν τη σπέρνουν πια / χερσότοπος | bayır | τούρκικο

μπάκα [1874a] | κοιλιά, αγαστέρα, αστέρα, αστέρας, βαστέρα, βούζα, γαστέρα, γαστέρας, γκάζγκα, κιουλιά, κιούλος, κλια, κούλιαρος, μπαζάκα, μπαζούκα, μπαζουρέκα, μπάμπα, μπζούκα, μπρουστούρα, προτσούλι, προυστούρα, σκεμπές, σκιμπές, στέρα, στσουλία, τέμπα, τσλιά, τσουλιά, τσουλία, ψέκα | bark-u | αλβανικό

μπακάλης [1709], μπακάλ μπακάλς < μπακάλ’ς [1960], μπακάλτς < μπακάλ’τς [1962c] | παντοπώλης (λόγιο) | bakkal | τούρκικο

μπακαλιάρος [1923a], μπακαλιάρος [1910], μπακαλάο < μπακαλάο [1923a], μπακαλάος [1835], μπακαλάρος [1878b], μπακαλάρους [1964], μπακαλάς [1790], μπακαλέος [1992], μπακαλιάρους < μπακαλ’αρους [1962c], μπακαλιόρος | όνομα ψαριών από τα γένη Gadiculus, Gadus, Melanogrammus, Merlangius, Merluccius, Trisopterus | baccala | ιταλικό

μπακαλική [1934] | η δουλειά του μπακάλη | bakkallık | τούρκικο

μπακάλικο [1931], μπακάλικον [1790] μπακαλιό μπακάλκου < μπακάλ’κου [1962c], | το μαγαζί του μπακάλη | bakkaliye | τούρκικο

μπακάλικος [1931], μπακαλίστικος [1961] | του μπακάλη / πρόχειρος (λόγιο), πρακτικός (λόγιο) | bakkallık | τούρκικο

μπακαλιό < μπακαλειό [1964] | μπακάλικο | bakkaliye | τούρκικο

μπακαλοτέφτερο [1998] | το τεφτέρι του μπακάλη (για τα βερεσέδια) | bakkal-defteri | τούρκικο

μπακαλούμ [1840], μπακαλίμ, μπάκαλουμ [1996], μπακαλούμ < μπακαλούμ’ [1960], μπακαλούμου | ας δούμε (bakalum, από το ρήμα bakmak) | bakalum | τούρκικο

μπακαρόνια, μπακαρούνια | μακαρόνια | macaroni | βενετσιάνικο

μπακέτο, μπακέτου | πακέτο | pacchetto | ιταλικό

μπακιγιές, μπακηγιές [1960], μπακαγιάς, μπακαγιάς [1960], μπακή [1960] | υπόλοιπο χρέους (λόγιο) | bakiye | τούρκικο

μπακιρένιος, μπακιρένιος [1878b], μπακαρένιους < bακαρένους [1976], μπακηρένιος [1960], μπακουρένιους | χάλκινος (λόγιο) | bakιr | τούρκικο

μπακίρι [1790], μπακήρ [1962c], μπακίρ, μπακούρ, μπακούρι [1992], μπακρ, μπακρί [1790] | χαλκός (λόγιο) / το μπακιρένιο αγγειό | bakιr | τούρκικο

μπακιρτζής [1878b], μπακηρτζής [1960] | χαλκιάς | bakırci | τούρκικο

μπακλαβάς [1709], μπακλαβού, μπακλαΐ [1966], μπακλαή [1982] | γλυκό ταψιού με φύλλα ζυμαριού, τριμμένα καρύδια και σιρόπι | baklava | τούρκικο

μπακλαβατζής | αυτός που φτιάχνει και πουλάει μπακλαβάδες | baklavacı | τούρκικο

μπακλάς < bακλάς [1972], μπακλά (τα) [1709] | κουκί (και πιο πολύ το φρέσκο κουκί) | bakla | τούρκικο

μπακούρι [1998], μπακούρ | ο παρθένος / ανύπαντρος / αυτός που δεν έχει γκόμενα | bakir | τούρκικο

μπακράτσι [1790], μπαγκράτς, μπαγράτσι, μπακράκι [1992], μπακράτς < μπακράτς’ [1960], μπακράτσα, | μπακιρένιος κουβάς, καρδάρα / μπακιρένια αγγειό με καπάκι για κουβάλημα μαγειρεμένου φαγητού / μικρό καζάνι | bakraç | τούρκικο

μπακράτσι [1996], μπακαρτσούδ, μπακράτσα [1982] μπακρατσάκι | το αγγειό που βάζει ο παπάς τον αγιασμό | bakraç | τούρκικο

μπαλ | μέλι | bal | τούρκικο

μπάλα [1635], μπάλλα [1614] | βόλι / τόπι / δέμα, ντέγκι | bala | βενετσιάνικο

μπάλα [1909], μπάλα < bάλα [1978] | κούτελο, αγκλέφαρους, αγκλιέφαρους, αγλιέφαρους, αγλιέφουρους γκλέφαρο, γκλέφαρου, γκλιέφαρους, γλάφαρος γλέφαρους, γλίφακας, καράπ, κουτέλα, κούτιας, κούτιλο, κούτιλου, κούτιλου, κουτούπι, μέτωπο, τσιακάτ, τσιακάτι, φρόντε | ballë-i | αλβανικό

μπαλαίνα [1835] | μπαλένα, φάλαινα (λόγιο) | balena | ιταλικό

μπαλαμπάνι [1966] | πολύ ψηλό παιδί | balaban | τούρκικο

μπαλαμπάνικος [1960], μπαλαμπάνς | άνταμος, λεχάρι, σαραντάπηχος, γιγαντόσωμος (λόγιο) | balaban | τούρκικο

μπαλάντζα [1934], μπαλάντσα [1688] | παλάντζα, βεζενές, βεζινές, βεζνές, βιζινές, γαντάρ, ζιαρκά, ζυγαριά, καμπανός, καντάρ, καντάρι, μπελάντζα, μπελαντζί, παλάντσα, παλάτζα, πέζο, πελάτζα, σατέρ, σατέρι, στατέρ, στατέρι, τερεζή, τιαριαζή | balanza | βενετσιάνικο

μπαλαντζάρω, μπαλοντζάρω | παλαντζάρω, παλατζάρω, ζυγίζω, ζυγιάζω | balanzier | βενετσιάνικο

μπαλάντσο [1934] | ισολογισμός (λόγιο) | bilancio | ιταλικό

μπαλάξιος [1688], μπαλάσιον [1688], μπαλάσι [1894] | είδος ρουμπινιού | balascius | λατινικό

μπαλαούρο [1934], μπαλαούρος [1934] | κρατητήριο (λόγιο) | ballauro | ιταλικό

μπαλαούστρος [1963], μπαλαούστρο | κουπαστή κάγκελου | balaustro | ιταλικό

μπαλαρίνα [1934], μπαλλαρίνα [1934] | χορεύτρια μπαλέτου | balarina | βενετσιάνικο

μπαλαριστός, μπαλλαριστός [1894] | κάποιος χορός | balador | βενετσιάνικο

μπαλαρμάς [1910], μπαλλαρμάς [1910], μπαλαρμά < μπαλαρμά [1923a] | βόλι των παλιών τουφεκιών | balla armata | ιταλικό

μπαλάρω [1931], μπαλέρνου [1988] | αμπαλάρω, πακετάρω | abballare | ιταλικό

μπαλάσκα [1876a], μπαλλάσκα [1934] | παλάσκα, φυσιγγιοθήκη (λόγιο) / ο σάκος του κυνηγού / η τσάντα του μαθητή | balasca | βενετσιάνικο

μπαλένα [1894] | φάλαινα (λόγιο) / βλ. μπανέλα | balena | ιταλικό

μπαλέστρα [1622], μπαλίστρα [1837] | βαλίστρα | balestra | ιταλικό

μπαλεστράς [1709], μπαλιστράς [1837] | αυτός που φτιάχνει μπαλέστρες / τοξότης (λόγιο) ή δοξαράς (με μπαλέστρα) | balestriere | ιταλικό

μπαλέτο [1983a], μπαλλέτο [1934], μπαλέττο [1934] | χορόδραμα (λόγιο) | baletto | ιταλικό

μπαλής [1876b] | διοικητής (λόγιο) | balio | ιταλικό

μπάλια, μπάλια [1966] | ζώο με άσπρη βούλα (ή άσπρες βούλες) στη μούρη ή στο κούτελο | bal-i | αλβανικό

μπαλιάδα | άσπρο σημάδι | bjal | σλάβικο

μπαλιγάρω [1963] | καταφέρνω να κάνω κοντρολάρω κάποιον | balegar | βενετσιάνικο

μπαλιόν < μπαλιόν’ [1964] | η άσπρη βούλα στο κούτελο ζώου | bjal | σλάβικο

μπάλιος [1909], μπάλιος [1891c], μπάλιους < μπάλ’ους [1962c], μπάλιους < μπάλιους [1964], μπάλιους < bάλους [1976] | βαλιός, στικτός, παρδαλός / ζώο με άσπρες βούλες στο κορμί ή άσπρες τρίχες στο κούτελο | balju | βλάχικο

μπαλκ | ψάρι | balık | τούρκικο

μπάλκαμπα (τα) | οι κολοκυθόσποροι | balkaba | τούρκικο

μπαλκαμπάκι [1835] | το φυτό Cucurbita maxima, κολοκύθα, αγκλιά, γκρατσούνα, ζαχαροκολόκθα, ζαχαρουκουλόκθα, καλκαμπάκ καλκαμπάκι, καμπάκα, κολόκα, κόλοκος, κολότζιν, κουλόκθα, κουλουκίθα, κρατούνα, μιντάτζ, νεροκολοκύθα, νεροκολόκυθο, σπούρδα, ταμπουράς, φλάσκα, | balkabağı | τούρκικο

μπαλκόνι [1866a], μπαλκόνιον [1837], μπαρκόνι [1894], μπαρκούνι [1894], μπαλκόνε, μπαλκόν | εξάτο, λοτζέτα, λοτζιέτα, παλκόνι, παλκόν | balcon | βενετσιάνικο

μπαλμαγάνος [1894] | βλάκας (γενουάτικο barbaggion) | barbaggion | ιταλικό

μπαλντίζα < bάλdιζα [1972], μπαλντούζου, μπάλτζα | κουνιάδα, κουνιάτα, γκουνιάδα, κυρά, κυράτσα / αντραδέλφισα, αντραδέρφισα, αντραδέλφσα, αντραέφσα, αντραδέρφ / γυναικάδερφη, γινεκαδερφή, γινεκαδέλφη, γινεκαδέλφισα, γινεκαδέλφσα, γνεκαδιρφή, γενεκαερφή, | baldız | baldız

μπαλντούρ < bαλdούρ’ [1972], μπαλντρ | γάμπα, άζα, άμπα, άντζα, αντζί, αντσί, άτζα, ατζί, ατλά, άτσα, ατσίνορας, γαμπούνι, γκάμπα, μπαμπίτσα, πούλπα | baldır | τούρκικο

μπαλόνι, μπαλλόνι [1910], μπαλόν | λαστιχένια φούσκα | ballone | ιταλικό

μπαλόρντος [1963] | παράξενος / χαζός | balordo | βενετσιάνικο

μπάλος [1910], μπάλλος [1837] | χορός / κάποιος νησιώτικος χορός / χοροεσπερίδα (λόγιο) | balo | βενετσιάνικο

μπάλος, μπάλλος [1891a] | παλούκι / λοστός | palo | βενετσιάνικο

μπαλότα | βαρελότο, κλιδί, μπαρελότο, πατλαγκίτς, πατλάκ, πατλάκι, πλαταντζίκι, τρακατρούκα, χαλκούνι | balota | βενετσιάνικο

μπαλότα [1614], μπαλλότα [1635], μπαλώτα [1783] | ψήφος (λόγιο) | ballotta | ιταλικό

μπαλοταδούρος [1709] | αυτός που μαζεύει τις μπαλότες (ψήφους) | ballottadore | ιταλικό

μπαλοτάρισμα [1709] | ψηφοφορία (λόγιο) | ballottata | ιταλικό

μπαλοταριστής [1659] | ψηφοφόρος (λόγιο) | ballottatore | ιταλικό

μπαλοτάρομαι [1659] [1709] | κληρώνομαι (λόγιο) | ballottarsi | ιταλικό

μπαλοτάρω [1659], μπαλοτιάζω < μπαλλοτιάζειν [1614], μπαλλοτάρω [1963] | ψηφίζω (λόγιο) | ballottare | ιταλικό

μπαλοτατζιόν, μπαλοτατζιόν [1659] | ψήφος (λόγιο) | ballottazione | ιταλικό

μπαλοτιά, μπαλοτιά [1931], μπαλουθιά, μπαλουθιά [1931], μπαλουτιά, μπαλουτιά [1840], μπαλοθιά, μπαλωθιά [1876a], μπαλοτέ | μπιστολιά, πιστολιά, ντουφεκιά, τουφεκιά | balota | βενετσιάνικο

μπαλότο [1962a], μπαλλότον [1910], μπαλλότο [1934] | μπάλα (δέμα) / μασούρι, πλεξούδα | baloto | βενετσιάνικο

μπαλουξής | ψαράς, ψαράρης, ψαρεφτής, ψαρολόγος | balıkçı | τούρκικο

μπαλουχανάς | ιχθυοπωλείο (λόγιο), μιρί, ψαράδικο, ψαροπουλιό, ψαροπάζαρο | balıkhane | τούρκικο

μπαλτακίνος [1931] | θόλος (λόγιο) | baldacchino | ιταλικό

μπαλταλίκι [1960] | η άδεια για μάζεμα ξύλων για τη φωτιά, από το λόγγο | baltalık | τούρκικο

μπαλτάς [1709], μπαλντάς [1963], μπαρντάς [1963] | τσεκούρι, λιάτα, μανάρα, μανάρι, μανιάρα, πελέκι, πιλέκα τσικούρ, τσικούρα, τσικουρέα, τσικουρί, τσικούρι, τσκούρα | balta | τούρκικο

μπαλτατζής [1790], μπαλταντζής [1709] | ξυλοκόπος (λόγιο) / αρματωμένος με μπαλτά | baltacı | τούρκικο

μπαλτζής, μπαλής | μελισσοκόμος (λόγιο), μελισάς | balcı | τούρκικο

μπαλτζίκι [1960], μπαλτζίκ < μπαλτζίκ’ [1960] | λάσπη, βούρκος | balçık | τούρκικο

μπαλτίμ, μπαλντούρα | μερί, μηρί, μπούτι | baldır | τούρκικο

μπαλτίμι [1982], μπαλντζούμι, μπαλντίμι [1992], μπαλντούμ < μπαλντούμ’ [1964], μπαλντούμι, μπαλτούμι, μπαλτούνι [1918], μπαρντούνι, μπαχτίμια, μπαχτήμια (τα) [1860] | πέτσινο λουρί που δένει το σαμάρι στα καπούλια ζώου, απισιλίνα, απιστιά, καπλοδέτα, κολάν, κολάνα, κολάνι, κουλάν, κουλάνι, κουσκούν, κουσκούνι, ουπιστιά, πιστιά | baldim | σλάβικο

μπάμια [1934], μπάμια [1835], μπάμπια [1923b], μπάμνια [1923a], μπαμέα | το φυτό Hibiscus esculentus | bamya | τούρκικο

μπαμπαγίτης [1960] | παλικάρι, λεβέντης | babayiğit | τούρκικο

μπαμπαγιτλίκι [1960] | παλικαριά, λεβεντιά | babayiğitlik | τούρκικο

μπαμπάκι [1622], μπαμπάτζι < μπαμπάτζι [1923a], μπαμπάκ < bαbάκ’ [1972], μπαμπάτσι, μπαμπάτς | βαμβάκι | bambace | ιταλικό

μπαμπαλιάρης, μπαμπαλιάρς | αυτός που χάνει τα λόγια του / αυτός που λέει πολλά λόγια | bâbâljuru | βλάχικο

μπαμπαλίζω [1874b], μπαμπαλίζου < bαbαλίζου [1972] | μιλάω πολύ και λέω κουταμάρες | bâbâlire | βλάχικο

μπαμπαλίκι [1960], μπαμπαλίκ | πατρότητα (λόγιο) / κάτι το πολύ παλιό | babalık | τούρκικο

μπάμπαλο [1874b] | βλ. μπαγιακόκος | babbaleo | ιταλικο

μπαμπαρόλα | πεταλούδα | bamparola | βενετσιάνικο

μπαμπάς [1709] | πατέρας, αφέντης, αφέντς, κιούρης, κύρης, πάγιες, πάης, πάπας, σιορπάτρης, τατάς, τετές, τζίρης | baba | τούρκικο

μπαμπάς [1995], μπαμπάς < bαbάς [1978] μπαμπάδις (οι) [1964] | πάτερο, δοκάρι της σκεπής | baba | τούρκικο

μπαμπασάνι [1888a] | μπαμπακερός σκούφος για παιδιά | bambagia | ιταλικό

μπαμπατζάνης [1960] | ανοιχτόκαδρος, ανεχτόκαρδος, ανιχτοκάρδης, ανχτόκαρδους | babacan | τούρκικο

μπαμπατούρα, μπαρμπατζούνα | μεγάλη φωτιά | bâbârută | βλάχικο

μπαμπαφίγος [1709] [1894], μπαμπαφίνγκος [1857], μπαμπαφίος [1874a] | παπαφίγκος, κάποιο πανί στο κατάρτι του καραβιού / και τούρκικο babafingo | papafigo | βενετσιάνικο

μπαμπέσης [1876a], μπαμπέσας [1931] | άπιστος (λόγιο), ύπουλος (λόγιο) | pabesë | αλβανικό

μπαμπεσιά, μπαμπεσιά [1876a] | απιστία (λόγιο), δολιότητα (λόγιο) | pabesi-a | αλβανικό

μπαμπίνο | παιδί | bambino | ιταλικό

μπαμπουίνα, μπαμπουήνα [1963] | ασχημομούρα, ασκημομούρα, ασκιμομούτσουνη, ασχιμομούτρα, ασκιμουμούρου | babbuina | ιταλικό

μπαμπουίνος [1995] | όνομα κάποιων πίθηκων | babbuino | ιταλικό

μπαμπουίνος, μπαμπουήνος [1963] | ασχημομούρης, ασιμομούρης, ασιμομούτσουνους ασκημομούρης, ασκιμομούρς, ασκιμομούτρης, ασκιμομούτσουνος, ασκιμουμούτσουνους | babbuino | ιταλικό

μπαμπούλας [1910], μπάγουρος < bάγουρος [1905], μπαμπάγια, μπαμπάγος [1872], μπαμπάγους, μπαμπάη < μπαμπάη [1923a], μπαμπάης [1903], μπαμπάλα [1963], μπαμπάλης [1876a], μπαμπαλής, μπάμπαλος [1876b], μπαμπάουλας [1874a], μπαμπού [1963] μπαμπούλους [1903], μπαμπούσους [1903], μπάος | λέξη για να φοβίζουν τα παιδιά / θα έρθει ο ~ | babau | ιταλικό

μπαμπούσκα, μπαρμπούσκα | αδύνατο παιδί (ή κατσίκι) με πρησμένη κοιλιά | babuška | σλάβικο

μπάμπω [1835], μπάμπου [1962c], μπάμπου < bάbου [1892] | βαβά, βάβα, βάβου, βαβούλω, βάβω / γριά, γαεργιά, γεργιά, γζιά, γιιά, γιργιά, γιργκιά, γιρζά, γιριά, γκριά, γκρία, γρα, γργκιά, γρέα γρεά, γρέβα, γρζα, γριά, γρία, γριντζά, γριού, γριτζά, γρντζιά, γρτζα, εγρέα, εεργιά, κιργιά ργα, ργκα / γιαγιά, γαγά, γιάγια, γιαγιάε, γιαγιάες, γιαγιές, ζαζά, ιαιά | babo | σλάβικο

μπανάνα [1934] | το φυτό Musa paradisiaca και ο καρπός του | banana | ιταλικό

μπανανιά, μπανανιά [1961], μπανανέα | το φυτό Musa paradisiaca | banano | ιταλικό

μπανέλα [1931] | με αυτή στηρίζουν γιακάδες, σουτιέν και κορσέδες | balena | ιταλικό

μπανιάδος, μπανιάδος [1963] | μπανιαρισμένος, λουσμένος | bagnato | ιταλικό

μπανιαρίζω, μπανιαρίζω [1961], μπανιάρω, μπανιάρω [1998] | κάνω μπάνιο, πλένω | bagnare | ιταλικό

μπάνιο [1934], μπάνιο [1709], μπάνιου < μπάν’ου [1962c] | λουτρό | bagno | ιταλικό

μπανιομαρία, μπανιομαρία [1963] | μπεν μαρί | bagnomaria | ιταλικό

μπάνκα [1835], μπάνκος [1835] | πάγκος, κάθισμα | panca | ιταλικό

μπάνκα [1934] | κάσα (σε παιχνίδι με χαρτιά) | banca | ιταλικό

μπάνκα [1934], μπάγκα [1635] μπάνκος [1963] | τράπεζα (λόγιο) | banca | ιταλικό

μπανκανότα [1995], μπαγκανότα [1934], μπανκονότα [1963] | παγκανότα, χαρτονόμισμα (λόγιο) | banconota | ιταλικό

μπανκέρης [1995], μπανκιέρης [1963] | τραπεζίτης (λόγιο) | banchier | ιταλικό

μπάνκος < bάνκος [1918] | ο πάγκος με την πραμάτεια στο μαγαζί / το ταμείο (λόγιο) | banco | βενετσιάνικο

μπάνος [1688] | άρχοντας, άαχους, άρκοντας, άρκος, άρκουντας άρχο, άρχοντα, άρχος, άρχουντας, άρχους, νιάρχος, | ban | σλάβικο

μπάντα [1860] | πάντα, μεριά, πλευρά (λόγιο) | banda | ιταλικό

μπάντα [1866a] | ορχήστρα (λόγιο) | banda | ιταλικό

μπάντα [1910] | συμμορία (λόγιο) | banda | ιταλικό

μπάντα [1982] | κεντητό πανί που μπαίνει στον τοίχο, στην πλάτη του καναπέ ή του κρεβατιού | banda | ιταλικό

μπαντανάς [1931], μπατανάς [1961], μπαδανάς [1835], μπαντάνισμα | ασβέστωμα, αλαχτιά, ασβέστουμα, ασβέστουση, άσπρισμα, γαλαχτιά / ασβεστόνερο, ασβιστόνιρου | badana | τούρκικο

μπαντανώνω [1961], μπαδαναλίζω [1835], μπαντανιάζου, μπαντανίζω, μπατανίζω, | ασβεστώνω, αλαχτίζω, ασβιστόνου, ασπρίζου, ασπρίζω, ασπρίντζω, ασπρίτζω, ασπριώ, ασπρογιάζω, γαλαφτίζω, γαλαχτζώ, γαλαχτίζου, γαλαχτίζω, γαουαχτώ ουααχτίζω, σπρίζω | badanalmak | τούρκικο

μπανταρισμένος [1998] | τυλιγμένος με γάζες | bandar | ιταλικό

μπαντέμι [1960] | αμύγδαλο, αμίβνταλο, αμίγδαλου, αμίγκνταλο, αμίγλαδο, αμίδγαλο, αμίνταλο, αμίργαλο, μίγδαλου, μίδγαλο, μίδγαλου, μίργαλο, μύγδαλο, νίγδαλε | badem | τούρκικο

μπαντεμλίκι [1960] | περιβόλι με μυγδαλιές | bademlik | τούρκικο

μπαντεμτζής [1960] | αυτός που πουλάει αμύγδαλα ή έχει πολλές αμυγδαλιές, ο αμυγδαλάς | bademcı | τούρκικο

μπαντένι | προσκύνημα | ibadet | τούρκικο

μπαντερόλι [1857], μπαντεριόλι | ανεμοδούρα ανεμεδούρα, ανεμίδι, ανεμίθρα, ανεμοδούρι, ανεμολόγος, ανεμολόος, ανεμολός, ανεμοούρι, ανεμοτούρα, ανεμούρι, ανιμιδούρα, ανιμουδούρα ανιμουτούρα, ασμαδούρα, παντσέλι, πινέλι, φουρφούρ | banderuola | ιταλικό

μπαντεροφόρος [1709], μπαδιερίτης | σημαιοφόρος (λόγιο), φλαμπουράρης, μπαϊραχτάρης | banderaio | ιταλικό

μπαντιά, μπαντιά [1960], μπάντια | μεγάλο λαγήνι, μεγάλη στάμνα με φαρδύ στόμα | badya | τούρκικο

μπαντιαβά, μπαδιαβά [1996], μπατχαβά, μπατιάβα | τσάμπα, τζάμπα | bedava | τούρκικο

μπαντίδος [1894], μπαντίδους < μπανdίδους [1964] | κουρσάρος, πνιγάρης, συμμορίτης (λόγιο) / νταής, παλικαράς | bandito | βενετσιάνικο

μπαντιέρα, μπαδιέρα, μπαδιέρα [1876a], μπανδέρα [1622], μπαντέρα [1709], μπαντιέρα [1659] | παντιέρα, φλάμπουρο, μπαϊράκι | bandiera | βενετσιάνικο

μπάντο | εγκατάλειψη (λόγιο) | abbandono | ιταλικο

μπαντούρα [1934] | παντούρα, μαντούρα (φλογέρα από καλάμι) | mandura | ιταλικό

μπαξεβάνης [1910], μπαξιβάνους, μπαχτσαβάνης, μπαχτσαβάνς < μπαχτσαβάν’ς [1988], μπαχτσεβάνης [1835], μπαχτσιαβάντς, μπαχτσιβάνους, μπαχτσιβάνς, μπαχτσιβαντζής | κηπουρός (λόγιο), περιβολάρης | bahçιvan | τούρκικο

μπαξές [1910], μπαγτσές, μπακζές [1783], μπακτζές [1709], μπακτσές, μπαχτσέ [1860], μπαχτσές [1835], μπαχτσιάς, μπαχτσιές, μπαχτσιές [1996] | κήπος (λόγιο), περιβόλι | bahçe | τούρκικο

μπαξιλίκ | δενδροκαλλιέργεια (λόγιο) | bahçelik | τούρκικο

μπαξίσι [1840], μπαξίς [1960], μπαξίς < bαξίσ’ [1972], μπατζίσι [1837], μπαχσίς, μπαχτζήσι [1840], μπαχτζίσι [1790], μπαχτσήσι [1860], μπαχτσίς, μπαχτσίσι [1835] | φιλοδώρημα (λόγιο) | bahşiş | τούρκικο

μπαούλο [1894] | αμπάρι, καναβέτα, καρσέλα, κασέλα, μπόουλο, σεντούκι, σεντούτζιν, σεπέτι, σετούκιν, σιντούκ, σιντούκι, σιντούτς, φορτσέρι, φορτσιέρι, φουρτσέρ, φουρτσέρι | baul | βενετσιάνικο

μπαούς [1709] | βλ. μπαμπόγερος | bau | ιταλικό

μπάρα [1790], μπάρα < bάρα [1972] μπάρες (οι) [1931] | μέρος που κρατάει νερό / βάλτος / γούρνα / λάσπη, γλίνα | bara | σλάβικο

μπάρα [1876b], μπάρρα [1934], μπαράτς | αμπάρα, απεράτης, ασμπάρα, γκάγκαρο, γκάγκαρος, ζαμπί, ζεμπερέκ, ζεμπερέκι, ζιμπερέκι, ζιμπρέκ, ζουμπερέκι, κάγκαρο, καδινάτσο, καδινάτσος, καντινάτσο, καντινάτσος, καταπίδι, καταράχτης, κατενάτσος, κατινάτσο, κολιανίτσα, κολιάνιτσα, κολιάντζα, κολιάντσα, κολιάτζα, κολντεμίρι, κόλντιμιρ, κόλντουβαρ, κοντεμίρι, κουλιάντζα, κουλιάντσα, μαναβέλα, μαντάλ, μαντάλι, μάνταλο, μάνταλος, μάνταλου, μάνταλους, μπαριέρα, μπεράτης, μπλιτσούνι, μπράβα, παράτ, περάντης, περάντι, περάτης, πετάσι, πιράτ, πιράτι, πιράτς, ρομανίσιν, σαγιαδόρος, σαλιαδούρος, σαλταρέλο, σβέτα, σέρτης, σίδερο, σιρτς,, σουρμές, σούρτα, σούρτης, στάνγκα, συρτάρι, σύρτης, ταλιαδούρος, τρακάζ, τρακάτσι, τσακάλ, τσεμπερέκι, τσιβέτα | barra | ιταλικό

μπάρα [1995] | οριζόντιο σιδερένιο δοκάρι | barra | ιταλικό

μπαράγκα [1934], μπαράκα [1614], μπαράκ < bαράκι [1892] | παράγκα, καλύβα | baraca | βενετσιάνικο

μπαράτι [1709], μπαράτιον [1614] | γραφτή προσταγή του βασιλιά | imperatum | λατινικό

μπαρατουρία [1688] | καλπουζανιά, λοβιτούρα | barateria | λατινικό

μπαρδάκι [1709], μπαρντάκι [1876], μπαρδάκ < bαρδάκι [1892], μπαρντάκ < bαρdάκ’ [1972], μπαρτάκι, μπαρδάκα | ποτήρι, κούπα / κανάτι, στάμνα, νεμπότης | bardak | τούρκικο

μπαρδάνε [1688] | το φυτό Lappa minor, άπα, αρκουδοβότανο, κολλητσίδα, πλατεά, πλατανομαντίλα, πλατανομαντιλίδα | bardana | λατινικό

μπαρέλι [1860] | βαρέλι, βαγέν, βαγένι, βαγιόν βαγιόνι, βαγκέλ, βαέν, βαένη, βαένι, βαλέρ, βαλέρι, βαλέριν, βαρέλ, βαρέλιν | barile | ιταλικό

μπάρεμου [1887b], μπάρε-μου [1876b], μπάρεμ [1983a], μπάρι [1960], μπάριμ [1962c], μπάριμ < bάριμ [1972] | τουλάχιστον (λόγιο) | bari | τούρκικο

μπαρής | ειρηνικός (λόγιο), φιλικός (λόγιο) | barış | τούρκικο

μπάρισμα [1966]’ μπαρίς < bαρίσ’ [1976], μπαρούσχια, μπαρούσχια (τα) [1996] | το φίλιωμα, το μόνοιασμα | barışma | τούρκικο

μπάρκα [1860] | βάρκα | barca | ιταλικό

μπαρκάρισμα [1910] | επιβίβαση (λόγιο), σε καράβι | imbarco | ιταλικό

μπαρκαρόλα [1963] | βαρκαρόλα (τραγούδι) | barcarola | βενετσιάνικο

μπαρκάρω [1910], μπαρκαρίζω [1860] μπαρκέρνω [1998] | ανεβαίνω σε καράβι (για ταξίδι) | imbarcare | ιταλικό

μπάρκο [1931], μπάρκος | καράβι με τρία κατάρτια / το φορτίο (λόγιο) που έχει ένα πλοίο | barco | ιταλικό

μπαρκοκοίλης [1966] | κοιλαράς, βζαράς, βουζαράς, βούζαρς, βούζας, βραγκάλας, γκάζγκας, κιλομπούρης, κούλιαρης, μπαζάκας, μπαζακάης, μπακανάκας, μπακανιάρης, μπάκας, μπατζάκας, μπζούκας, πρίγκιλας, πρίγκολας, πρίγκουλας, πρίντζιλος, πρίντζουλος, πρισκοκίλης, πρίτσολος, προκιλάς, προκίλης, σκεμπιάρης, τζιλάκης, τζιλιάρης φαρδοκίλης, φουσκιάρης | barkolec-e | αλβανικό

μπάρμπα [1688] | το φυτό Anthyllis barba-jovis | barba | λατινικό

μπάρμπα, μπάρμπους | πιγούνι, κατσάγνου, κατσιαούλ, κατσιαούλι, κατωσάγουνο, πουγούν, τσαγούλι, τσεγνιές, | barbe | βλάχικο

μπαρμπαρέσα [1910], μπαρμπαρέσσα [1934] | αλυσίδα η σκοινί που η μια άκρη του είναι δεμένη στην κουβέρτα του καραβιού | barbaresco | ιταλικό

Μπαρμπαριά [1709], Μπαρμπαρία [1688], Μπαρμπαρκά [1891a] | χώρες της Αφρικής που ζουν οι Βερβερίνοι | Barbaria | λατινικό

μπαρμπαρόζα [1918], μπαρμπαρόριζα | το φυτό Pelargonium roseum, αρπαρόριζα, αρμπιρόλα, αρμπανέλα, γκιουλάι, δενδρισάκι, μοσχομολόχα, σμύρνα | erba rosa | ιταλικό

μπαρμπαρούσα [1964] | άσπρο μπαμπακερό φέσι | bârbârusă | βλάχικο

μπαρμπαρούσικος [1709] | της Μπαρμπαριάς | barbaresco | ιταλικό

μπάρμπας [1635], μπάρμπα [1860], μπάρμας [1876a] | θείος, θειος, θιόκας, λαλάς, λάλας, λάλης, λάλος, λάλους, λούβας, μπάγιους, μπάμας, μπαρμπαλιός, μπάρμπας, μπάσης, μπάτσης, νταής, πάρμπας, ταής | barba | βενετσιάνικο

μπαρμπέρης [1622], μπαρμπέρις [1614], μπάρμπερος [1688], μπερμπέρης [1835], μπαρμπιέρης, μπαρμπιέρης [1866a], μπαρμπέρς < μπρμπέρ’ς [1964] | κουρέας (λόγιο) | barbiere | ιταλικό

μπαρμπεριό < μπαρμπερειό [1964], μπαρμπεριό [1931], μπαρμπερειό [1635], μπαρμπερείον [1622] μπαρμπερειόν [1709], μπαρμπέρικο [1934] μπαρμπερίο, μπερμπερειό [1878b] μπερμπερειό [1878b], | κουρείο (λόγιο) | barbieria | ιταλικό

μπαρμπέτα [1983b], μπαρμπέτες [1962a] | φαβορίτα | barbetta | ιταλικό

μπαρμπούλα, μπαρμπούλλα [1962c], μπαρμπούλα < bαρbούλα [1976] | και μπουρμπούλα, μαύρο μαντίλι που φοράνε οι γυναίκες στο κεφάλι / το δέσιμο του μαντηλιού στο κεφάλι, έτσι που να μένει έξω μόνο ένα μικρό κομμάτι από τη φάτσα | bârbuli | βλάχικο

μπαρμπουλόνω [1891c] / μπαρμπουλώνω, μπαρμπουλώνουμι < bαρbουλώνουμι [1976], μπαρμπουλνιούμι, μπαρμπουλάζουμι | κουκουλώνω (πιο πολύ: κουκουλώνω καλά το κεφάλι μου με μπαρμπούλα) | bârbulisire | βλάχικο

μπαρμπούνι [1688] | το πουλί Falco tinnunculus, αγεράι, αγερακάντι, αγέρακας, αγεράκι, αγεράτσι, αγιράκι, αγκιεράκι, αέρακας, αεράτσι, αερογάμης, αερογαμί, ανεμογάμης, ανεμοπούλι, αστοχογερακίνα, βάρβακας, βαρβάκι, βαρβακίνα, βραχοκιρκίνεζο, γελάκι, γεράι, γέρακας, γεράκι, γερακίνα, γερακόπουλο, γεράτσι, γίακας, γιάκι, γιαλάκι, γιαράκι, γιράκι, γιράτσι, έρακας, εράκι, καντηνέλι, κιρκινέζι, λούπης, νταμαρογέρακο, ξεφτέρι, περδικογέρακας, περδικογέρακο, περδικολόγος, πετρίτης, πετρογερακάκι, πετρογέρακας, πετρογέρακο, σαΐνι, σπιζιός, τσίφτης, τσιχλογέρακο, φαλκογέρακο, φαλκόνι, φάλκος, φιλαδέλφι, φιλάδελφος, χιλιάδελφος | barbon | βενετσιάνικο

μπαρμπούνι [1910], μπαρμούνι | τα ψάρια Mullus barbatus και Mullus surmuletus | barbon | βενετσιάνικο

μπαρμπούτα [1614], μπαρμπούτα < bαρbούτα [1908], μπαρβούτα [1688] | κράνος (λόγιο) / μάσκα μελισσά / μουτσούνα αποκριάτικη | barbuta | λατινικό

μπαρμπούτι [1961] | κυβοπαιξία (λόγιο), τα ζάρια | barbut | τούρκικο

μπαρόλα [1840] | παρόλα, κουβέντα, λαλιά | parola | ιταλικό

μπαρόνος [1790], μπαρώνες [1709], μπαρώνης [1709], μπαρούνος | βαρόνος | barone | ιταλικό

μπαρόνος [1963] | πονηρός, κατεργάρης | barone | ιταλικό

μπαρούμα [1884c] | παλαμάρι | paroma | βενετσιάνικο

μπαρουνία [1614] [1688], μπαρωνία [1709] | βαρονία | baronia | λατινικό

μπαρούς [1614] | βαρόνος | baro | λατινικό

μπαρούτι [1783], μπαρούτη [1934], μπαρούτ | πυρίτιδα (λόγιο) | barut | τούρκικο

μπαρουτχανές [1931], μπαρουτχανάς [1960] | πυριτιδοποιείο (λόγιο) | baruthane | τούρκικο

μπαρούφα [1934] | μπούρδα, παπαρδέλα, μπαλάφα / καβγάς, τσακωμός | barufa | βενετσιάνικο

μπαρσάκ | άντερο, άνταρο, άντερε, άντερον, άντιου, άντιρου, άντιρουν, γέντερο, έντερο, έντερο, ιντέρ, τάνταρο, τζιερ | bağırsak | τούρκικο

μπαρτζολετάρω [1840] | χωρατεύω, αστειεύομαι (λόγιο) | barzellettare | ιταλικό

μπάρτζους | μαύρο ζώο με κόκκινα μάγουλα | bardž | σλάβικο

μπαρτίδα | παρτίδα | partita | ιταλικό

μπας [1876a], μπας-και [1874b] | μήπως | mbase | αλβανικό

μπασαβιόλα, μπασαβιόλα [1931] | πασαβιόλα, κοντραμπάσο | basso di viola | ιταλικό

μπασάκι [1960], μπασάκ, μπασιάκ | το στάχυ που μένει στο χωράφι μετά το θερισμό / το σταφύλι που μένει στο αμπέλι μετά τον τρύγο (λέγεται και καμπανάρι) / οι ελιές που απομένουν στα δέντρα μετά το μάζεμα του καρπού | başak | τούρκικο

μπασαμάκι [1960], μπασαμάκ < μπασαμάκ’ [1960] | σκαλί, σκαλοπάτι | basamak | τούρκικο

μπασαρντίζω, μπασαρντώ, μπασαλντίζω, μπασαρντίζου | πετυχαίνω κάτι, τα καταφέρνω | başarmak | τούρκικο

μπασάς [1709], μπασίας [1614], μπασσάς [1790], μπασιάς, μπασιάς [1790] | πασάς | paşa | τούρκικο

μπασάς [1964] | ψευτο-άρχοντας, το έλεγαν για να κοροϊδέψουν κάποιον με χωριάτικους τρόπους | baş | τούρκικο

μπάσης [1876a], μπας < μπας’ [1960] | η κεφαλή, ο πρώτος, η αρχή | baş | τούρκικο

μπασιάς | άρχοντας, αφέντης | baş | τούρκικο

μπασιμπουζούκος [1931], μπασιμπουζούκης [1983a], μπας-μποζούκ [1910], μπασιβοζούκος [1910], μπασμπουζούκος | βασιβουζούκος, αρματολός του οθωμανικού στρατού, άτακτος (λόγιο) | başιbozuk | τούρκικο

μπασκά | άλλος, άβου, άλε, άλερ, άλες άλο, άλου, άλους, άλτος, άος, άου, άουος, άγου | başka | τούρκικο

μπασκί | η πρέσα στο λιοτρίβι | baskı | τούρκικο

μπασκίνας [1998] μπασκίνα [1962b] | μπάτσος, αστυφύλακας (λόγιο), χωροφύλακας (λόγιο) | baskιn | τούρκικο

μπασλαμάς, μπασλαμα | κάποια πίτα με φύλλο ζυμαριού | bazlama | τούρκικο

μπασμάς [1934], μπασουμάς [1960] | κάποιο μπαμπακερό ρούχο, το τσίτι / κάποιος καπνός τσιγάρου | basma | τούρκικο

μπασματζής [1960] | αυτός που πουλάει μπασμάδες (πανιά) | basmacı | τούρκικο

μπάσνα < bάσινα [1892], μπάσινα [1894], μπάσνα < bάσνα [1976] | βλ. μπάστινα | baština | σλάβικο

μπάσο [1866a] | κοντραμπάσο / χαμηλός ήχος | basso | ιταλικό

μπάσος [1931], μπάσσος [1961] | βαθύφωνος (λόγιο) | basso | ιταλικό

μπασπαρμάκ | το μεγάλο δάχτυλο, ο αντίχειρας (λόγιο) | başparmak | τούρκικο

μπας-ρεΐζης [1934] | ναύαρχος (λόγιο) | baş-reis | τούρκικο

μπάσσιος [1884b], μπάσιος [1964], μπάσους < μπάσους [1964] | ο σεβαστός γέρος | baciu | βλάχικο

μπάστα [1918] | ως εκεί, φτάνει, αρκετά | basta | ιταλικό

μπαστανάκλα [1894], μπαστανάγλα, μπαστουνάκλα [1963], μπατσινάκα | το φυτό Daucus carota, άγρια δαφκιά, ατσίγγανος, γρεμπελίνα, δαφκί, καρότο, κοκινόγλο, κοκινόριζο, παστανάκλα, σταφιλινίκος, σταφίλινος σταφιλίνος, σταφιλιόνι, χαβούτσι | pastinaca | ιταλικό

μπαστάρδα [1709] | μούλα / καράβι που μοιάζει με γαλέρα | bastarda | ιταλικό

μπασταρδέλι | βλ. μπασταρδάκι | bastardello | ιταλικό

μπασταρδεύω [1635], μπασταρδιάζω, μπασταρδιάζω [1709] μπασταρδέβω [1931] | νοθεύω (λόγιο) | bastardare | ιταλικό

μπασταρδιά, μπαστάρδεμα [1709], μπαστάρδευμα [1790], μπαστάρδιμα | νόθευση (λόγιο), ανακάτεμα | bastardia | ιταλικό

μπάσταρδος [1614], μπαστάρος [1783], μπάσταρδους < bάσταρδους [1914], μπαστάρδος | νόθος (λόγιο), μούλος | bastardo | ιταλικό

μπαστίζω [1966] | πατώ, ζουπώ / εισβάλλω (λόγιο) | basmak | τούρκικο

μπαστιμέντο [1790] | κάποιο καράβι | bastimento | ιταλικό

μπάστινα [1934], μπάστινα < bάσ’τινα [1921], μπάσταινα [1909], μπάστινα < μπάστινα [1964], μπαστίνα | τόση γη, όση μπορεί να οργώσει ένα ζευγάρι βόδια (μαζί με την καλύβα, το στάβλο, τον αχυρώνα) / η κληρονομιά αυτή της γης | baština | σλάβικο

μπαστιόνι | οχυρό (λόγιο) | bastia | ιταλικό

μπαστουνάδα | οχύρωση (λόγιο) | bastion | βενετσιάνικο

μπαστούνι [1790], μπαστούν | ραβδί, μαγκούρα | bastone | ιταλικό

μπαστούνια, μπαστούνια (τα) [1709] | τα χαρτιά της τράπουλας | bastoni | ιταλικό

μπάστρα [1931], μπάστρα < bάστρα [1972] μπαστράς [1931], μπαστράς < bαστράς [1976] | περονόσπορος | bâstră | βλάχικο

μπατάγια, μπατάγια [1961], μπατάγιο | μάχη, χτύπημα | battaglia | ιταλικό

μπαταγιάρω, μπαταγέρνω | κάνω φασαρία | battagliare | ιταλικό

μπαταδούρος [1931], μπατιδούρος, μπατιδούρο | ρόπτρο (λόγιο), σιδερένιο χτυπητήρι εξώπορτας | battitore | ιταλικό

μπατάκι [1934], μπατάκ < μπατάκ’ [1962c], μπατόκ < bατόκ’ [1976], μπαντάκι, μπαντάκ | βούρκος, βόρκα, βόρκος, βούλικος, βούλκο, βούλκος, βούλουκο, βούρκα, βούρκο, βούρκο, βούρκον, βουρκός, βούρκους, βρούκα, βρούκο, φουρκό | batak | τούρκικο

μπατακώνω [1960], μπαντακώνου [1962c], μπαντακώνου < bαdακώνου [1976], μπατκόνου | βαλτώνω, βαλτόνου / βουλιάζω | batmak | τούρκικο

μπατάλα [1995], μπαντόλου < μπαντόλου [1976] | χοντρή κι ατσούμπαλη | badalona | ιταλικό

μπατάλης [1962a], μπάταλος [1960] μπαταλαμάς, μπάταλους | άχρηστος, άχριστους / άχαρος, άιχαρο, ανάχαρους άχαρε, άχαρο, άχιαρο, άχαρους | battal | τούρκικο

μπαταλία [1688], μπατάγια [1876a] | μάχη | bataglia | ιταλικό

μπαταλίκ < μπαταλίκ’ [1962c], μπαταλίκ < bαταλίκ’ [1978], μπαταλούκι [1996] | χωράφι άσπαρτο, αφημένο | battalık | τούρκικο

μπάταλος, μπαταλιακός, μπατάλικος [1910], μπατάλκος, μπατάλκους < bατάλ’κους [1976], μπατάλκους < μπατάλ’κους [1962c], μπάταλους, μπατάλς | δυσκίνητος (λόγιο), ατσούμπαλος / άκομψος (λόγιο) / άχρηστος | battal | τούρκικο

μπατανία [1931], μπαντανία [1982], μπανταμία | πατανία, μαντανία, χοντρή μάλλινη υφαντή κουβέρτα της νεροτριβής | battaniye | τούρκικο

μπαταξής [1931], μπαταχτσής [1934], μπανταχτσής < bαdαχτσής [1976], μπατακτσής [1960], μπατακτζής [1910], μπατάκας [1960], μπατάκα [1960] μπανταξής [1966], μπαντάκας [1966], μπαντακτσής, μπατάκ | κακοπληρωτής (λόγιο) | batakçι | τούρκικο

μπαταξιλίκι, μπαταξηλίκι [1934], μπαταχτσηλίκι [1934], μπατακτζηλίκι [1910], μπατακτσιλίκι [1960], μπατακτσιλίκ < μπατακτσ’ιλικ’ [1962c], μπαταχτσιλίκ < μπαταχτσ’ιλικ’ [1962c], μπανταχτσιλίκ < bαdαχτσιλίκ’ [1976] | κακοπληρωμή (λόγιο), φέσι | batakçιlık | τούρκικο

μπαταριά [1860], μπαταριά [1931], μπαταρία [1866a] | ομοβροντία (λόγιο) | bataria | βενετσιάνικο

μπατάρω [1709], μπαταίρνω [1876b], μπατάρου, μπατέρνου [1988], μπατέρνω [1894] μπαττάρω [1910] | βουλιάζω, αναποδογυρίζω, γέρνω μονόπατα | battere | ιταλικό

μπατάρω < bατάρω [1918], μπατέρνω | προσέχω, λογαριάζω, υπολογίζω (λόγιο) | badare | ιταλικό

μπατέλο | μεγάλη βάρκα | battello | βενετσιάνικο

μπατζάκι [1961], μπατζάκια, μπατζάκια [1931], μπατζάκ, μπατζιάκ | κάθε μια από τις δυο άκρες του παντελονιού ή του βρακιού / ποδάρι, αρίδα | bacak | τούρκικο

μπατζακλίκι [1960] | το ρεβέρ του παντελονιού | bacaklιk | τούρκικο

μπατζανάκης [1931], μπατσανάκης [1910], μπατζανάκηδες [1931], μπατζανάξ < μπατζ’ανάξ [1962c], μπατζιανάξ, μπατζανάξ | σύγαμπρος | bacanak | τούρκικο

μπατζαξής < μπατζακ-σιζ’ς [1960] | κοντοπόδαρος / μικρομέγαλος | bacaksιz | τούρκικο

μπατζάς [1960], μπατζάς < bατζάς [1976] μπατζιάς < bατζιάς [1972], μπατζιάς [1996], μπατζά, μπατζιά | καμινάδα, φουγάρο, τσιμινιέρα / το κομμάτι της καμινάδας που βγαίνει από τη σκεπή / o φεγγίτης | baca | τούρκικο

μπάτης [1835], μπάτη < μπάτη [1923a], μπατς [1988] | αεράκι που έρχεται από τη θάλασσα | imbat | τούρκικο

μπατικόρε [1963], μπατικόρες | καρδιοχτύπι, χτυποκάρδι | batticuore | ιταλικό

μπατικούλο, μπατκούλο | χρεοκοπία (λόγιο), φαλιμέντο | batik | τούρκικο

μπατιμπάλος [1963] | σκληρό στρογγυλό ξύλο για το μπήξιμο των παλουκιών στο χώμα / εργαλείο του τσαγκάρη για το κάρφωμα των παπουτσιών | batipalo | βενετσιάνικο

μπατίνα [1874a] | πατίνα / μπογιά για τα παπούτσια | patina | ιταλικό

μπατινάδα [1709], μπατουνάδα | μαντινάδα, μαντουνάδα | mattinata | ιταλικό

μπατίρης [1983a], μπατήρης [1961], μπατίρς | άφραγκος, αδέκαρος, αναπαδιάρης, άπαρος, απένταρος, άψιλος / βουλιαγμένος | batırılmış | τούρκικο

μπατιρίζω [1962a], μπατηρίζω [1961], μπατίρω [1983a], μπατίζω [1960], μπατιρίζου | πτωχεύω (λόγιο) | batırmak | τούρκικο

μπατιτούρα [1688] | πατιτούρα | battitura | ιταλικό

μπατούτα [1931], μπατούδα [1963] | το τικ-τακ του ρολογιού / μουσικός ρυθμός (λόγιο) | battuta | ιταλικό

μπατσάρω [1874a], μπατσέρνω [1874a] | αγγίζω, αγκίζου, αντζίζω, αντζίχου, ατζίζου, ατζίζω, ατζώ, γκίγου, γκίζου, γκίζω, γκίνου, γκίνω, γκιούζου, γκίτσω, γκίχνω, γκίω, εγγίζω, εγκίγου, εντζίζω, ιγκίνου, ντζίζω, τζίγω, τζίζω | impazzar | βενετσιάνικο

μπατσιάρομαι, μπατσάρομαι | ανακατεύομαι σε ξένες δουλειές | impacciare | ιταλικό

μπάτσικα [1934], μπάτσιγα [1963], μπάτσκα < μπάτσ’κα [1964] | παιχνίδι με τα χαρτιά της τράπουλας (τριανταμία) | bazzica | ιταλικό

μπατσολάδος [1963] | τρελός, ζουρλός, μουρλός | impazzito | ιταλικό

μπάτσος [1835], μπάτζι [1688], μπάτζο [1635], μπάτζος [1709] μπάτσα [1910], μπάτσα < bάτσα [1976] μπατσαριά, μπάτσε < μπάτσε [1923a], μπατσελιά, μπατσιά [1931], μπατσιά, μπάτσο [1995], μπατσουλέ, μπατσουλιά, μπάτσους | χαστούκι, σκαμπίλι, ζαγλίκι, σιαμάρι, φούσκος | bacë-a | αλβανικό

μπαφιάζω, μπαφιάζω [1961], μπαφιάζου | ζαλίζομαι, πονοκεφαλιάζω / λαχανιάζω | baf | ιταλικό

μπαχάρ | άνοιξη, ανιξέα, ανιξιά, ανξ | bahar | τούρκικο

μπαχάρι [1835], μπαχαρικά (τα) [1931], μπαχαρικό [1934], μπαχαρικόν [1910], μπαχούρι [1888b] | το πιπέρι / κάθε μπαχαρικό | bahar | τούρκικο

μπαχίλτς, μπαχύλτς [1903] | η κακιά η ώρα | bahtsız | τούρκικο

μπάχτι [1887b], μπάχτη [1982] | τύχη, γούρι, αγκούριο, αγούρ, αγούρι, γιούριν, γουρ, γούριν, ιχπάλ, ογούρι, ογούριν, ογουρλί, οούριν, ουγούρ, ουρ, ούρι, ούριν, ριζικό, σόρτα, σόρτε, ταξιράτ | baht | τούρκικο

μπαχτιλίτκος | γουρλής, τυχερός, αγουρλής, αγουρλούς, γουριλής, γουρλούς, καλόμοιρος, καλοπίχερος, καλορίζικος, καλότυχος, ογουρλής, ογουρλούς, οουρλής, ουγουρλής, ουρλής, ριζικάρης, ριζικάρικος, τιχιρός, φουρτουνάτος, χερικάρης, | bahtlı | τούρκικο

μπβάλι, μπβαλ < μπβαλ’ [1960b] | βουβάλι, βουβάλιν, βουβάλ, βάλι, βαλ, βουάλι, βούβαλος, βούβαλους, βούαλος, μπούφαλο, μπουβάλι, γουβάλιν, γουβάλι, γουβάλ, γούβαλος, γβαλ, δρούβαλος, κομές, μαντάς | bivol | σλάβικο

μπγάδα < μπ’γάδα [2011] | μπουγάδα, αμπουγάδα, μπογάδα | bugada | βενετσιάνικο

μπεάτος [1963] | μακάριος (λόγιο) | beato | ιταλικό

μπέβα < bέβα [2001c], μπέβε [2001a], μπιβάδα [2001c] | πιοτό, πιοτί, κρασί | beva | ιταλικό

μπεβάντα [1963], μπεβέντα [1963], μπεβάδα [1887b], μπιβάδα [2001c], μπεβάα [2001c], μπιβάντα | μεβάντα, νερωμένο κρασί | bevanda | ιταλικό

μπεβέ | πιοτό, πιοτί | beva | ιταλικό

μπεβεράτζιο [1963] | φιλοδώρημα (λόγιο), διάχμα, μπουρμπουάρ, πεπεράτζιο, πουρμπουάρ, ρεάτι, ρεγάλο, ριγάλο, ριγάλου, φίλεμα, χαρσλίκ | beveraggio | ιταλικό

μπεβερίνος [2001a] | βλ. μπεκρής | bever vino | ιταλικό

μπέβος | βλ. μπεκρής | bevon | βενετσιάνικο

μπεγεντές < bεγεντές [2001c], μπεγιάντκος < μπεγιάντ’κος [1966], μπεγεντινός [2001c] | εκλεκτός (λόγιο) | beğendi | τούρκικο

μπεγεντί [1887b], μπιγιντί [1981] | εύνοια (λόγιο) / μπαξίσι | beğeni | τούρκικο

μπεγέντισμα [1931], μπεγέντιση [2001b] | περιποίηση (λόγιο) / προτίμηση (λόγιο) / εκτίμηση | beğenilme | τούρκικο

μπεγεντώ [1790], μπεγεντίζω [1876a], μπεγεντάω [1887b], μπεγεντάρω [ 1960a], μπιγιντώ [1981], μπεγιεντώ [1996b], μπεγιαντίζω < μπεγιαντίζω [1999], μπεγεντώ < bεγεντώ [2001c], μπιγιντίζου | γουστάρω, θέλω / προτιμώ (λόγιο) / καταδέχομαι (λόγιο) / επαινώ (λόγιο) / περιποιούμαι (λόγιο) | beğenmek | τούρκικο

μπεγίρι [1876a] | το ζώο Equus caballus: άλογο, άβγο, άγκουλου, άγο, άλαγου, άλαο, άλγου, άλεβον, άλεγο, άλεγον, άλεο, άλεον, άλιγου, αλόαον, αλόατο, άλοβον, αλόγατο, άλογκο, άλογο, άλογον, άλοον, αλουγάς, άλουγο, άλουγου, άλουο, άλουον, άο, άογο, άουο, απάριν, άπαρος, άτ, άτι, άτιν, έθιο, νάτις, πράμα, φαρί | beygir | τούρκικο

μπέγκους | λόφος, αραχόνι, βνάρι, βνο, βουνάριν, καταράχι, κουλίνα, λαονάριν, λαοναρούιν, λαονούριν, μαγούλα, μογούλα, ντούμπα, ντουράκι, παμπούλα, παμπούλιν, πάμπουλος, παπούρα, παπούρι, ρακάν, ραχόν, ραχόνι, σκουφίδα, τεπέ, τεπές, τεπχιές, τζάμπρα, τζιούμα, τοπάριν, τούμπα, τουμπάκι, τουμπάρι, τούμπη, τούμπι, τούμπος, τραχόνι, τσιουμπάρι, τσιούμπι, τσιουτσιούλα, τσκάρι, τσουκαρούδι, τσουμπάρι, τσούμπι, ψήλωμα, ψίλουμα | poggio | ιταλικό

μπεγναμάς < μπεγ’ναμάσ’ς [1999] | αντιπαθής (λόγιο) | beğenmeme | τούρκικο

μπεζάζης [ 1960a] | υφαντής (λόγιο), αϊφαντής, αλαφαντάρης, αλεφαντής, αλιφαντής, αλφαντές, αλφαντής, αναφαντάρης, αναφάντης, ανεφαντάρης, ανεφάντης, ανιφαγκή, ανιφαντάρης, ανιφαντής, ανφαντής, λεφαντής, ναφαντάρης, νεφαντάρης, νιφαντής | bazzaz | τούρκικο

μπεζαχτάς [1910], μπεσακτάς [1709], μπεσταχτάς [1835], μπεσαχτάς [1910], μπεζαχτάρι [1982], μπιζαχτάς | το συρτάρι με τα λεφτά, στον μπάγκο του σαράφη / ταμείο (λόγιο) | peştahta | τούρκικο

μπεζεβέγκης [1934], μπεζεβένης [1790], μπεζεβάνης [1837], μπεζεβένκης [1957], μπιζιβεγκς < μπιζιβέγκ(η)ς [1987b], μπιζιβέξ, μπιζιβένξ, μπιζιβέγκς, μπιζιβένγκς | νταβατζής, αγαπητικός, κερχανατζής, κερχανετζής, κιρχανατζής, κοντόσης, μαβλιστής, νταβαντζής, νταβάς, νταβιτζής, παρακαλετής, πεζεβέγκης, πεζεβένης, πεζεβένκης, πιζιβέξ, ρουφιάνος | pezevenk | τούρκικο

μπεζεργένης [ 1960a] | πραγματευτής, πραματευτής, πραματιφτάις, πραματιφτής, πραματσούλης | bezirgân | τούρκικο

μπεζέρισμα [1709], μπεζερισμός [1709], μπεζέριο [1966], μπεζέρια < μπεζέρια [1982] | βαρεμάρα, βαρεσά, βαρεσιά, βαριεμάρα, βαριομάρα, βαριοξιλιά, βαριοσίνη, βαριούλα, βαριουμάρα, βαρισιά, βαροσίνη, βαρουξλιά | bezdirme | bezdirme

μπεζερντίζω [ 1960a], μπεζιρντίζω [ 1960a], μπεζερίζω [1709], μπιζερίζω [ 1960a], μπεζερώ [1910], μπεζεράω [1961], μπιζιρνώ [1962c], μπιζιρνώ < bιζιρνώ [1972], μπιζιρνώ < bιζιρνώ [1976], μπιζιρίζου [1981], μπιζιρίζου < bιζιρίζου [1978], μπιζιρνάου < bιζιρνάου [1978], μπεζερνώ [1996a], μπεζεριάζω < μπεζεριάζω [2001a], μπιζιρίζου < μπηζηρίζου [2011], μπιζιράου [2010], μπιζιρντάου, μπιζιρντώ, μπιζιρίζω | μπαζέρνω, βαριέμαι, βαριεστάω, βαρκούμαι, κνέβομαι, κνέβομι | bezdirilmek | τούρκικο

μπεζές [1934] | γρομπαλάκι, σγρομπαλάκι / γλυκό από ψημένη μαρέγκα | beze | τούρκικο

μπεζεστένι [1910], μπεζεστίνι [1790] [1837], μπεζεστάνι [1860], μπιζιστέν, μπιζιστένι | μπεντεστένι, μπεντεστέν, σκεπαστή αγορά | bezesten | τούρκικο

μπεζίρι [ 1960a], μπεζίρ [ 1960a] | λάδι από λιναρόσπορο | bezir | τούρκικο

μπεζιρχανάς [ 1960a] | φάμπρικα που βγάζει λάδι από λιναρόσπορο | bezirhane | τούρκικο

μπεηλίδικος [ 1960a] μπεϊλίτικος [1709] | τρόπος ή πράγμα του μπέη | beylik | τούρκικο

μπέης [1709], μπέις [1688], μπέγης [ 1960a], μπεγς [ 1960a] | βέης, άρχοντας, προύχοντας (λόγιο) | bey | τούρκικο

μπεϊζαντές [ 1960a] | αρχοντόπουλο, αϊχουντόπλου, αρκοντοπέδι, αρκοντόπουλο, αρχοντάκ, αρχοντάκι, αρχοντονιός, αρχοντόπαιδο, αρχοντοπέδι, αρχοντοπέδιν, αρχοντόπλο, αρχοντόπλου, αρχοντοπούλι, αρχοντοπούλιν, αρχοντόπουλον, αρχουντόιπουλου, αρχουντόπιδου, αρχουντόπουλου, αρχουντόπουλουν, αρχουντουπέδ | beyzade | τούρκικο

μπεϊλερμπέης [1709], μπεγλερμπεΐς [1614], μπεΐλερπεϊς [1688], μπελέρμπεης [1963], μπερλέμπεης [1963] | ανώτερος διοικητής (λόγιο) / αργοκίνητος, αράθυμος, αγάλιος, άναργος, άναργους, αράθιμο, αράθιμους, αράθμος, αργοκούνιτος, αρόθιμος, ράθυμος | beylerbeyi | τούρκικο

μπεϊλίκι [1709], μπεηλίκι [1961] | αρχοντιά / η χώρα του μπέη | beylik | τούρκικο

μπεκαγές [ 1960a] | τα χρωστούμενα | bekaya | τούρκικο

μπεκανότο [1963], μπεκανόττο [1996b] | βλ. μπεκατσίνι | becanoto | βενετσιάνικο

μπεκαρίνι [2003] | μικρό πουλάκι | beccarino | ιταλικό

μπεκάτσα [1910], μπικάτσα | το πουλί Scolopax rusticola: γκαβοπούλι, γκαβόπουλο, γκαβόρνιο, μακρομίτα, ξιλόρνιθα, ξλόκοτα, ξλόρθα, ξυλόκοτα, ορνιθοσκαλίδα, σκαλόθρα, σκαλόρνιθα, σκαλότθα, σουλτάνα, στραβοπούλι, τσαλόκοτα, τσουλούχ | becazza | βενετσιάνικο

μπεκατσίνι [1934], μπεκατσόνι [1910], μπικατσόν < μπικατσόν’ [2010] | το πουλί Gallinago gallinago: βαλτομπεκάτσα, γκλαντίνι, γλαντίνι, ζουρλορουκέτα, καψοράχη, κουφό, μπεκανότο, σακατζής, σακατζίδα, τζιγάτος | beccaccino | ιταλικό

μπεκιάρης [1910], μπεκιάρης [1790], μπικιάρς < μπικιάρς [1988], μπικιάρς < bικιάρ’ς [2006], μπικιάρς < μπηκιάρ’ς [2011], μπεκιάρ | ανύπαντρος, ανίμπαντρος, ανίπαντρους, άπαντρος, άπαντρους, εργένης | bekâr | τούρκικο

μπεκιάρικος [1910], μπεκιάρικος [1934] | εργένικος | bekâr | τούρκικο

μπεκιαριλίκι, μπεκιαριλίκι [1934], μπεκιαρλίκι, μπεκιαρλίκι [1931] | η ζωή του μπεκιάρη, η εργένικη ζωή, η απαντρεψιά | bekârlık | τούρκικο

μπεκόνι [1887b] | καλοθρεμμένος τράγος | beccone | ιταλικό

μπέκος [1963], μπεκόνι | τράγος, γάτσιους, ιρκέτς, μούσκουρε, πουρτσάδ, πουρτσιάδ, πουρτσιάδι, πούρτσιους, πρίστος, προυτσάδ, προυτσιάδ, προύτσος, τράγαρος, τραγί, τραΐ, τράος, τράουλος, τσάο, τσάπας, τσάπος, τσούπης, τσουρίν, τσούρος | bek | βενετσιάνικο

μπέκος [1894], μπέκκος [1887a] | αγαθός και κερατάς | becco | ιταλικό

μπεκρής [1790], μπέκρος [1910], μπεκρούλιακας < μπεκρούλιακας [1931], μπικρίλακας [1946] | μεθύστακας, κρασάς, κρασοκανάτας, κρασοπατέρας, κρασοπινάς, μεθιστέας, μιθούκας, μπεβερίνος, μπέβος, μπερέτος, μπιβαδόρος, μπιτζμένους, πενταπιούσης, πιοτής, τνάκας | bekri | τούρκικο

μπεκριλίκι [1910], μπεκρηλίκι [1790], μπεκρουλίκι [1961] | μεθύσι, μεθισιό, μεθοκόπημα, μεθοκοπιό, μεθίς / για το μεθυσμένο λένε πως έγινε ή είναι: ακόντιο, αλοιφή, αλφάδ, αλφή, ασήκωτος, ασιούκοτος, γκολ, γκον, γράδα, δαυλί, κδούνα, κνιάδ, κνουπ, κόκκαλο, κομμάτια, κουδούνα, κουδούνι, κουλκουντζάδος, κουνούπι, κούνουπας, κούρμπιτο, κουρούνα, κουρούπι, κούρπιτους, κούτα, κουτούκι, κρουπ, κρούπα, κρούπι, λαδιρό, λιάδα, λιώμα, λουν, μανάλ, ματό, μούσκεμα, μπάλα, ντάλι, ντίρλα, παρτάλ, πατημένος, πίτα, σκνίπα, σκρου, στουκί, στούπα, στουπί, στρακότο, τάβλα, τάπα, ταπί, τζαμπούνας, τζιαμπούνας, τούρλα, τούρνα, τουφέκι, τσιούρλα, τσούκα, τύφλα, τφεκ, φές, φέσι, φισέκι, φσέκι, χώμα | bekrilik | τούρκικο

Μπεκτασής, Μπεκτατσής | αυτός που ανήκει στο θρησκευτικό τάγμα των μουσουλμάνων Μπεκτασήδων | Bektaşi | τούρκικο

μπεκτσής [ 1960a], μπεξής [1931], μπεχτσής [ 1960a], μπεκτσή [1987a], μπιχτσής < bιχτσής [2006], μπιχτσής < μπηχτσής [2011], μπικτσής | φύλακας (λόγιο), γιασακτσής, γιασαξής, δεφένστορας, διασακτζής, διασακτσής, διασαξής, διασαχτσής, καβάζης, καβάσης, μουχαφούζης, πεκτσία / φρουρός (λόγιο), γουάρδια, νοπετσής, πεσβάντης | bekçi | τούρκικο

μπέλα [1876a], μπέλλα [1963] | καλή / όμορφη | bella | ιταλικό

μπέλα [1894], μπέλω [1894], μπέλη [1987a], μπέλου [1987b], μπέλα < bέλα [2006], μπέλλα [2008] | άσπρη | bela | σλάβικο

μπελαγράμα [1963] | αθλιότατη (λόγιο) | bella grama | ιταλικό

μπελαλής [1910], μπελαλίδικος [1910], μπελαλίτικος [1910], μπελαλήδικος [1995], μπιλαλίδκους, μπιλαλίθκους | κουραστικός, δύσκολος, φασαρίας, φασέντας | belalı | τούρκικο

μπελαντζάρω [1996b], μπελαντσάρω | μπαλαντζάρω, μπαλοντζάρω, παλαντζάρω, παλατζάρω, ζυγίζω, ζυγιάζω | balanzier | βενετσιάνικο

μπελαντόνα [1957], μπέλλα ντόνα [1923b], μπέλα ντόνα [1926b], μπελλαντόνα [1934], μπελλαδόνα [1910], μπελαδόνα [1894], μπέλλα-δόνα [1835] | το φυτό Atropa belladona | beladona | βενετσιάνικο

μπελάς [1709], μπελιάς < μπελιάς [1790], μπελά [1987a], μπέλιου < μπέλιου [1987b], μπιλιάς < μπιλιάς [1987b], μπιλιάς < bιλιάς [2006], μπέλιου, μπελιά | βάσανο, ντράβαλο, σεκατούρα σκοτούρα, φασαρία, φασέντα | bela | τούρκικο

μπελάτζα [1963], μπελάντσα [1996b], μπελαντζούλα [1996b], μπελάντζα, μπελαντζί | μπαλάντζα, μπαλάντσα, παλάντζα, βεζενές, βεζινές, βεζνές, βιζινές, γαντάρ, ζιαρκά, ζυγαριά, καμπανός, καντάρ, καντάρι, παλάντσα, παλάτζα, πέζο, πελάτζα, σατέρ, σατέρι, στατέρ, στατέρι, τερεζή, τιαριαζή | balanza | βενετσιάνικο

μπελβεδέρε [1910], μπελβεντέρε [1963] | καλλιθέα (λόγιο) | belvedere | ιταλικό

μπελεγρίνα [1963], μπελερίνα [2001a] | μπαλαρίνα, πελερίνα / εσάρπα, μποξάς, σάλπα, σάρπα, σιάρπα, σπαλέτα, σπαλέτο, σπαλέτου / σάλι / μπέρτα, μπέρντα | pellegrina | ιταλικό

μπελεγρίνος [1933] | πελεγρίνος, πελεγκρίνος, στρατοκόπος, ξένος | pelegrin | βενετσιάνικο

μπελεκόζα [1887b] | κοπέλα γερή και στρουμπουλή | bella cosa | ιταλικό

μπελενίτσα | μαλακή άσπρη πέτρα | belenica | σλάβικο

μπελεντζάρω | μπαλαντζάρω, μπαλοντζάρω, παλαντζάρω, παλατζάρω, ζυγίζω, ζυγιάζω | balanzier | βενετσιάνικο

μπελεντιές < μπελεντιές [ 1960a], μπιλιτιές < μπιλυτιές [1996a] | δημαρχείο (λόγιο) / δήμος (λόγιο) / δήμαρχος | belediye | τούρκικο

μπέλεσε [1987a] | άσπρο πρόβατο | beleše | σλάβικο

μπελεσιά | μαλακή άσπρη πέτρα | beleše | σλάβικο

μπελέτσα [1963], μπελέντζια, μπελένζια | ομορφιά, ομορφάδα, ομορκιά, ομουρφάδα, ομουρφιά, ουμουρφάδα, πρεπιά, πρεπιόν, πρεπόν, πρεπός, πρέπους | belezza | βενετσιάνικο

μπελί [1966], μπελλί [ 1960a], μπεϊλί [2001b], μπιιλί | φανερός, σαφής (λόγιο) | belli | τούρκικο

μπελιάβερσιν [1840], μπελαλίβερσιν [1999] | κατάρα: ο Θεός να σου δώσει μπελά | bela versin | τούρκικο

μπέλιο < bέλιο [1972] | άσπρο βόδι | beljo | σλάβικο

μπελίσιμα [2003] | πολύ όμορφη | bellissima | ιταλικό

μπελίτσα [1963] | άσπρη προβατίνα | belica | σλάβικο

μπελκάντο [1995] | τέχνη τραγουδιού που σχετίζεται με την ιταλική όπερα | belcanto | ιταλικό

μπέλκι [1709], μπέλκιμ [1866b], μπέρκεμου [1876b], μπέλκιμ < μπέλκημ [1946], μπέλκιμ < bέλκιμ [1976], μπέλικι [1876a], μπεγίκι, μπέκι | ίσως (λόγιο), μάλλον (λόγιο) | belki | τούρκικο

μπελοάρδο [1709], μπελοάρδι [1709], μπελογουάρδι [1709], μπελογάρδι [1894] | μπαλοάρδο, μπαλουάρδο, προμαχώνας (λόγιο) | baloardo | βενετσιάνικο

μπέλος [1982], μπέλους [2010] | άσπρος | belo | σλάβικο

μπέλος [2001b] | αγαπητικός, ααπιτικός, ααπός, αγαπιτικό, αγαπιτκός, αγαπκός, αγαπό, αγαπός, αγαπός, αγάπος, αγαπτικός, αγαφτικός, αϊγαπιτικός, αμοράτος, αμορόζος, αμορούντζος, αμουρίζος, αμουρούζος, αργολάβος, ασίκης, ασίξ, ασίτσης, ασούχς, γαπιτικός, γαπτικός, γιαβουκλής, γιαβουκλός, γιαβουκλούς, γιακής, γιακλής, γιαουκλής, γιαουκλούς, γιαράνης, γιαρένης, γιαρένς, γιαρέντης, γιαρέντς, γιαρίνης, γιερένης, γιερέντης, γιρέντς, γκαντζέλος, γκόμενος, γκόμινος, γκόμινους, καλός, κάφκος, κούκος, λεγάμενος, λιγάμινους, μορόζος | bello | ιταλικό

μπέλου [1964] | άσπρο ζώο | belo | σλάβικο

μπελούκι [ 1960a], μπελούκ [ 1960a], μπλούκ < b’λούκι [2006], μπιλίκ, μπλιούκι, μπλιουκ | μπουλούκι, μπουλούκ | bölük | τούρκικο

μπελούσια < μπελούσια (τα) [1966], μπιλούσια < μπιλούσια [1964] | ασπριδερά | beluški | σλάβικο

μπελτές [1931], μπελντές [1887b], μπελντέ, μπελτέ, μπερντές | πελτές, ντοματοπελτές, πάστα | pelte | τούρκικο

μπεμπέκ | μωρό, βρέφος, αχουταρούδιν, αχουταρούιν, βιζανάρικο, βιζανιάρκου, βιζανταρούδι, βράχνους, βρέθους, βρέφνο, βρέφο, βρεφούδι, βρεφούλ, βρεφούλι, βρέχνο, βρέχνος, βρέχος, βρέχου, βρεχούδ, βρέχους, βυζανιάρικο, γιαβρί, γιαβρίν, γιαβρού, γιαρί, γιαρίν, γκολιοσάνι, γκουλισάν, γρέφιου, γρεφούλ, κουνενές, κουνινές, κούτσκου, μαξούμι, μιτσιτσόνι, μορέλι, μορουδέλι, μορούλικον, μουρό, μπαμπίνο, νιάνιαρο, νιάνιαρου, νινί, νινίν, ρέφος, ρεφούλ, ρεφούλιν, φρέφον, φρέφος | bebek | τούρκικο

μπεμπέκα [1931] | κοριτσάκι | bebek | τούρκικο

μπεμπεκίζω [1998] | παιδιαρίζω, μωρουδίζω | bebekleşmek | τούρκικο

μπεμπεμπλί, μπιμπίλι [1961], μπιλμπίδ < bιλbίδ’ [1972], μπιλμπίδι, μπιμπίλ < bιbίλ’ [1976], μπιμπίλ < μπιμπίλ(ι) [1987b], μπιμπλί / μπιρμπιλιά [1966], μπιμπλιά < μπιμπλιά (τα) [1996a], μπερμπελιά [1874a], μπιλμπίδγια < bιλbίδγια [2006], μπιμπίλια < μπιμπίλια [2008], μπιμπλιά, μπιλμπίδια, μπιλμπιά | στραγάλι, ζαγλαπίδα, ζαγλαπίδ, λεμπλεμπί, λεμπλεμπίδι, λεμπεμπί, λεπλέπι, μπομπόλι, μπουμπόλ, νιμπιλμπί, στράλι, τράγαλο | leblebi | τούρκικο

μπένα [1709] | πένα | pena | βενετσιάνικο

μπενβενούτο [1963] | καλωσόρισμα | benvenuto | ιταλικό

μπένε [1840] | καλά | bene | ιταλικό

μπενεβρέκι [1957], μπενεβρέκ < bενεβρέκ’ [1972], μπενοβράτσι [1987a], μπινιβρέκι < μπινιβρέκια (τα) [1966], μπινιβρέκ | μάλλινη βράκα, πιο φαρδιά πάνω: μοντούρι, μπολμπότσα, μπουλμπότσα, μπουλουμπότσα, μπουραζάνα, μπουτούρι, πανοβράκι, ποτούρι, πουτούρ, πουτούρα, πουτούρι, ρασοβράκι, ρασοβράτσι, σέλα, σιλούδα, σλούδα, σιαγιάνι, σαλβάρ, σαλβάρα, σαλβάρι, σιαλβάρ, σιαλβάρα, σιαλβάρι, τσακτσίρι, τσαξίρι | benevrek | τούρκικο

μπενεδέτα [1614] | το βότανο Benedicta | benedicta | λατινικό

μπενεμέριτος [1963] | άξιος, άξε, άξιγιος, άξιε, αξιός, άξιος, άξιους, άξιους, άξος, άξους, βαλερόζος, καντίρης, μικαγιέτς, μπασίρης, φελεμένος | benemerito | ιταλικό

μπενεστάντες [1963] | πλούσιος, άβαρε, αβάριτος, άβαρος, άβαρους, έχος, εχούμενος, ζεγκίνης, ζεγκίντς, ιχούμινους, κονομημένος, λεφτάς, ματσό, ματσωμένος, ντανιασμένους, ντιβικέλης, παραλής, παράλς, πλούσιε, πολόλιρος, πορεμένος, τζιορμπατζής, τζορμπατζής, τσακουμένους, τσιουρμπατζής, τσορμπατζής, φραγκάτος | benestante | ιταλικό

μπενετάδα [1931], μπενεντάδα [2001b] | τραπέζι αποχωρισμού (κέρασμα) / αποχωρισμός | benedetta | ιταλικό

μπενεφιτσιάτα [1962a] | ευεργετική θεατρική παράσταση (λόγιο) | beneficiata | ιταλικό

μπενεφίτσιο [1963], μπενεφίτζιο [1996b], μπενεφίκιο | κέρδος, οφέλημα, αβάζο, αβαντάγιο, αβαντάγιου, αβάντζο, αβάντσο, αβάτζο, αβάτζου, απολαβή, απουλαβή, βαντάγιο, βαντάγιου, διάφορο, διάφορον, διαφουρά, διάφουρου, δκιάφορος, ιπουλαβή, ισμίλ, ισμίλα, καζάντ, καζάντι, καζάντια, καζάντιο, καζάτι καλιμέντο, καλοφελιά, κιαρ, κιάρι, ουφέλιμα | beneficio | ιταλικό

μπενζίνα [1934], μπεντζίνα, μπεντσίνα | βενζίνη (λόγιο) / βενζινάκατος (λόγιο) | benzina | ιταλικό

μπενινιτά [1963] | επιείκεια (λόγιο) | benignita | ιταλικό

μπενταβά [ 1960a], μπετιαβά < μπετιαβά [1840], μπιτχαβά < bιτχαβά [1976], μπιτχαβά [1982], μπεντιχαβά [1996b], μπενταχαβά [1999], μπέχο, μπέχου | τσάμπα, τζάμπα, τζιάμπα, τσιάμπα, μπαντιαβά, μπαδιαβά, μπατχαβά, μπατιάβα, μπέχου, μπέχο | bedava | τούρκικο

μπεντέλι [1957], μπεντέλ [ 1960a], μπιντέλι [ 1960a], μπιντέλ < bιντέλ’ [1972] | εξαγορά στρατιωτικής θητείας (λόγιο) | bedel | τούρκικο

μπεντένι [1876a], μπεδένι [1835], μπιντέμ < bιντέμ [1892], μπιντένι [1966], μπιντέν [1988], | τείχος (λόγιο) κάστρου ή πύργου | beden | τούρκικο

μπεντεστένι [1934], μπεντεστέν [ 1960a] | βλ. μπεζεστένι (σκεπαστή αγορά) | bedesten | τούρκικο

μπέντι [ 1960a] | νεροδεσιά, νερόδεμα, νεροκράτης, νεροφράχτης, δέση, δες | bent | τούρκικο

μπεράτι [ 1960a], μπεράτ [ 1960a] | βεράτιο, σουλτανικό διάταγμα (λόγιο), τιμητικό δίπλωμα (λόγιο) | berat | τούρκικο

μπεργαντί [1709], μπεργαντίνι [1995], μπιργκαντίνι [1995] | περγαντί, περγιντί, κάποιο μικρό καράβι | bergantin | βενετσιάνικο

μπερεκέτβερσιν, μπιρικιάβρισουν < bιρικιάβρισουν [1976], μπιρικιάτρισουν < μπιρικ’άτρισουν [1962c], μπερεκιάτες < μπερεκιάτες [1966], μπιρικέτ βιρσίν | ας δώσει ο θεός, ευτυχώς | bereket versin | τούρκικο

μπερεκέτι [1709], μπερικέτι [1709], μπερκέτι [1790], μπερεκέτ [ 1960a], μπιρικέτ [1962c], μπιρικέτ < bιρικέτ’ [1976], μπιρικιάτ < bιρικιάτι [2006], μπιρικέτ < μπηρηκέτ’ [2011], μπιρικέτι, μπιρικιάτι, μπερικιάτ, μπεριεκιάτ | αφθονία (λόγιο) / ευλογία (λόγιο) / ευτυχώς | bereket | τούρκικο

μπερεκετλής [ 1960a], μπερεκετλίδικος [1934], μπερκετλίδικος [1934], μπιρικιτλίσιους < μπιρικιτλήσ’ους [1962c], μπερεκετιλής [1963], μπιρικιτλίδκους < bιρικιτλίδκους [1976], μπιρικιτλίδκους [1988], μπιρικιτλής < μπηρηκητλής [2011], μπερκετουλής | άφθονος (λόγιο), μπόλικος / εύφορος (λόγιο), καρπερός | bereketli | τούρκικο

μπερέτα [1866a], μπερέττα [1933] | σκούφια, κιουλάφι | beretta | ιταλικό

μπερετίνα [1622], μπερεττίνα [1933] | πλεχτή σκούφια | berrettina | ιταλικό

μπερετόνι [1996b], μπερεττόνι [1963] | πηλήκιο (λόγιο) | berrettone | ιταλικό

μπέρι [1982], μπερί | από / μέχρι | beri | τούρκικο

μπερλίνα [1866a] | στηλίτευση (λόγιο) / παιδικό παιχνίδι όπου λέγανε μυστικά και κουτσομπολιά (πέρασα από την αγορά κι άκουσα πολλά καλά και πολλά κακά για σένα) | berlina | ιταλικό

μπερλίνα [1931] | κάποια άμαξα | berlina | ιταλικό

μπερμπαντεύω [1934], μπιρμπαντεύω [1910] | κάνω πονηριές / γκομενίζω, τσιλιμπουρδίζω | birbanteggiare | ιταλικό

μπερμπάντης [1910], μπερμπάτης [ 1960a], μπερμπάντες [1963], μπερμπαντάκος [1995], μπιρμπάτης [ 1960a], μπιρμπάντης [1866a] [1894], μπιρμπάντες [1840], μπιρμπάτς < bιρbάτ’ς [2006], μπιρμπάντς, μπερμπάτ | πονηρός, κατεργάρης / γκομενάκιας, γυναικάς | birbante | ιταλικό

μπερμπαντιά [1934], μπερμπαντιά [1931], μπιρμπαντιά [1910], μπιρμπαντία [1963], μπιρμπανταρία [1963] | πονηριά, κατεργαριά / τσιλιμπούρδισμα | birbanteria | ιταλικό

μπερμπάντικος [1934] | πονηρούτσικος, πονηρούλης, κατεργάρικος | birbantesco | ιταλικό

μπερμπένα [1963] | το φυτό Verbena Officinalis: βέρμπενα, γοργογιάνι, σπιροχόρτι, σπιρόχορτο, σπλινοχόρτι, σπλινόχορτο, σταβροβοτάνι, σταβροβότανο, σταβρόχορτο | verbena | ιταλικό

μπερμπέρης [ 1960a], μπιρμπέρς [1962c] | μπαρμπέρης, μπάρμπερος, μπαρμπέρς μπαρμπιέρης (barbiere στα ιταλικά) | berber | ιταλικό

μπερμπεριλίκι [ 1960a] | η δουλειά του μπαρμπέρη (ή του μπερμπέρ στα τούρκικα) | berbelik | τούρκικο

μπερμπέρις [1688] | το φυτό Crataegus oxyacantha | berberis | λατινικό

μπερντελίκι | πανί για κουρτίνα (μπερντέ) | perdelik | τούρκικο

μπερντές [1934], μπερδές [1790], μπερτές [1837], μπιρντές [1960b], μπιρντές < bιρντές [1972], μπεδρές [2002] | περδές, περντέ, περντές, κουρτίνα, κολτρίνα, κοντρίνα, κουρτούνα, χορτίνα | perde | τούρκικο

μπερούκα [1963] | περούκα | peruca | βενετσιάνικο

μπερούτσα [1966], | μάλλινη κάπα με φλόκια και χωρίς μανίκια: μπαρούτσα, μπρούτσα | bërrucë-a | αλβανικό

μπερπένα [1614] [1688] | το φυτό Verbena officinalis, βερμπενά | verbena | λατινικό

μπέρτα | φάρσα, γκασκαρίκα, δούλεμα, δούλμα, καζούρα, κασκαρίκα, κασκαρίτσα, κατσιαρίκα κατσκαρίκα, κουραχάν, λατάν, μάντσια, μπούρλα, μπούφα, μπρέκια, νίλα, πάθημα, πλάκα, σάκα, σιακαμούδ, τσάταρα, χασκαρίκα, χνερ, χνέρι, χνιερ, χνιέρι, χουνέρ, χουνέρι | berta | ιταλικό

μπέρτα [1934], μπέρντα | βλ. μπελεγρίνα | berta | ιταλικό

μπερτέλα [1963] | μπρετέλα, μπρατέλα | bretella | ιταλικό

μπερτουέλα | μεντεσές, αβδέλ, αβδέλα, αβδέλι, βιδέλι, γκάγκαβο, γκάγκαρο, καϊναμάς, κινέτ, κλάπα, κλαπιά, κλαπίν, κλάπος, μάσκολο, μάσκουλο, μελτισές, μεντεσέ, μεντζεσές, μεντρεσές, μιντζισές, μιντισές, περόνι, πορταδέλα, πορταδέλι, ρεζές, ριζές, ριζιές, στριφνάρι, στρουφούλι, στρουφουλίδι, στροφίγκι, στροφίδι, φερμενέλα | bertoela | βενετσιάνικο

μπέρφαδο < bέρφαδο [2001c], μπέφαρδο [2001c], μπεφάρδισμα [2001c] | κοροϊδία, αναγέλασμα, αναγέλασμαν, αναγελασμός, αναγέλιν, αναγέλιο, αναγέλιον, αναγέλιου, ανάγελο, αναέλιον, αναμπέζασμα, ανεγέλεσμα, ανεγέλιο, ανέγελο, ανεέλεσμα, ανεέλιο, ανιγέλιου, δούλεμα, κάζο, καζούρα, κασμέρ, κογιονάδα, κουρουϊδία, μαϊτάπ, μαϊτάπι, μότα, μπάγια, μπιλιάρισμα, ναέλεσμα, νεγέλιο, περγιέλι, περφάδο | beffardo | ιταλικό

μπερχανάς [ 1960a] | ερείπιο (λόγιο), ρημάδι, ρημαδιό | berhane | τούρκικο

μπες | πέντε, πέντζι, πέντι, πεντ | beş | τούρκικο

μπέσα [1860], μπέσσα [1934] | πίστη, λόγος τιμής (λόγιο) | besë -a | αλβανικό

μπεσαλής [1931], μπισαλής < bισαλής [2006], μπεσαλίδικος [1998] | αυτός που κρατάει το λόγο του, αυτός που έχει μπέσα | besëli | αλβανικό

μπεσάρομαι [1933] | πενσάρομαι, σκέφτομαι, λογιέμαι | pensar | βενετσιάνικο

μπεσί [ 1960a], μπεσλί [ 1960a] | καλοθρεμμένο (ζώο) | besi | τούρκικο

μπεσίκι [ 1960a], μπισίκ <μπισίκ’ [1946], μπεσίτσι [1987a], μπισίκι [1982], μπισίκ < μπισίκ(ι) [1987b], μπισίκ < bισίκι [2006], μπεσίκ, μπεχίκι | η κούνια του μωρού: κβέλι, κνια, κουβέλι, κούνα, κουνί, κούνια, κουνιαριά, κουνίστρα, μαστορικό, μελούτη, νάκα, νανούδι, σαμαρίτσα, σαμαρνίτσα, σαρμανίτσα, σαρμάνιτσα, σαρμάντζα, σαρμάντσα, σερμανίτσα, σκαμνίδ, σκαμνίδι, σκαφίδ, σκαφίδι, σούση, τρόκνια | beşik | τούρκικο

μπεσκέσι [1983a] | πεσκέσι, πεσκές, γκαλίδι, δώρο, κανίσκι, ρεγάλο | peşkeş | τούρκικο

μπεσλέβω, μπεσλεύω [ 1960a], μπεσλεντίζω [ 1960a], μπισλιτώ < bισλιτώ [1976] | ταΐζω, τρέφω | beslemek | τούρκικο

μπεσλεμές [ 1960a] | παραπαίδι, παραγιός, δουλικό | besleme | τούρκικο

μπεσλίκι [ 1960a], μπεσλίκ [ 1960a] | πεντάρα / πεντάδα | beşlik | τούρκικο

μπεσμπελί [2001b], μπεσμπελλί [ 1960a], μπεμπελλι [ 1960a] | ολοφάνερα, καθαρά | besbelli | τούρκικο

μπεσντραβίτσα (η) < μπεσdραβίτσες (οι) [1966] | μυρμηγκιά, βερβερίτσα, γαρδαβίτσα, μαντραβίκα, μαντραβίτσα, μαρδαβίτσα, μασντραβίτσα, μερμιγκιά, μιρμιτζέλα, μουσντραβίτσα, μπαζντραβίκα, μπαζντραβίτς, μπαζντραβίτσα, μπαζντραβίτσα, μπαντραβίκα, μπαρδαβίτσα, μπαστραβίτσα, ορνιθόκολος | bradavica | σλάβικο

μπέστια [1963], μπέστιας [2003] | κτήνος (λόγιο), ζώο | bestia | ιταλικό

μπεστίζω [ 1960a] | βλ. μπεζερντίζω | bezmek | τούρκικο

μπετατζής [1961], μπεταντζής | μάστορας που δουλεύει στο ρίξιμο του μπετόν | betoncu | τούρκικο

μπέτερ | πιο κακός, χειρότερος | beter | τούρκικο

μπετζερμέκ [ 1960a], μπετζαρεύω [ 1960a] | πετυχαίνω, καταφέρνω | becermek | τούρκικο

μπετιμέζι [1987a] | πετιμέζι, πετιμέζ, | pekmez | τούρκικο

μπέτο [1996b], μπέτι [1860], μπέτης [1876a], μπέτος [1996b] | πέτο, πέτης, στήθος | peto | βενετσιάνικο

μπετόνι [1961], μπεντόνι[1995], μπιτόνι [1983a], μπιντόνι [1995], μπιτόν | δοχείο υγρών (λόγιο) | bidone | ιταλικό

μπετονιέρα [1934], μπετονιέρα [1961] | σιδερένιος κάδος όπου ρίχνουν μέσα το τσιμέντο, την άμμο, το χαλίκι και το νερό και μετά τον γυρίζουν με μανιβέλα ή μοτέρ για να φτιάξουν το μπετόν | betoniera | ιταλικό

μπετόνικα [1688] | φυτά του γένους betonica: βετονική, πριονίτης | betonica | λατινικό

μπετσέτα [1866a] | πετσέτα | pezzetta | ιταλικό

μπετσκώνω [1884b] | δέρνω, πλακώνω, ξυλοφορτώνω | beșică | βλάχικο

μπεχλιβάνης [1910], μπεχλεβάνης [1790], μπεχλιβάντς | παλαιστής (λόγιο), παλιοτάρης, παλιότης, πελιαβάντς, πεχλιβάν, πεχλιβάνης, πεχλιβάνον, πεχλιβάντς, πιλιβάνης, πιλιβάντς | pehlivan | τούρκικο

μπιάβε [1963] | σιτηρά (λόγιο), γεννήματα | biade | ιταλικό

μπιάκα [1622] | άσπρη μπογιά / πούντρα | biacca | ιταλικό

μπιανκαρία < μπιανκαρία [1963] | τα ασπρόρουχα | biancheria | ιταλικό

μπιάνκο | άσπρος, αλανός, άσπερ, άσπιρ, άσπιρος, άσπος, άσπουους, άσπρεσα, άσπρισα, άσπρο άσπρους, γαλανός, ιάσπρος, μπέλος, μπέλους, χάσκος, χάσκους | bianco | ιταλικό

μπιανς < μπιάν(η)ς [1987b] | ασπροπρόσωπος | bjal | σλάβικο

μπίβα [1790] [1835] | βλ. μπίρα | piva | σλάβικο

μπιβαδόρος | βλ. μπεκρής | bevidor | βενετσιάνικο

μπίγα [1910] | γερανός, βίντσι | biga | βενετσιάνικο

μπιγιαντώ < μπιγιαντώ [1988], μπιγιντίζου [2011] | διαλέγω, γιαλέγου, διαλέγου, διαλέω, δκιαλέω, ζαλέχου, κιαλέω | beğenmek | τούρκικο

μπιγιντιγί [2011] | διάλεγμα, ξεχώρισμα | beğenme | τούρκικο

μπιγκόνια < μπιγκόνια [1961], μπιγόνια, μπιγόνια [1998] | φυτά του γένους Begonia, βιγόνια, βιγκόνια, χωνάκι | begonia | ιταλικό

μπιγκότο < μπιγγότο [1888a], μπεγότο | τα μικρά ψαράκια | bigatto | ιταλικό

μπιγκότος [1963] | θρησκομανής (λόγιο) | bigotto | ιταλικό

μπίγολη [1963] | το να ακουμπάς τα χέρια στην κοιλιά με τα όλα δάχτυλα μπλεγμένα και να στριφογυρνάς τα δυο χοντρά δάχτυλα το ένα γύρω από το άλλο | bigholon | βενετσιάνικο

μπίγουλη [1963], μπίγολη [1983b], μπίουλη [2001a], μπίγλη [2001a], μπίγουλι, | πίγουλη, φιδές, φιντές, μενουδέλι | bighellare | ιταλικό

μπιδόκα [1996b] | το έντομο Pediculus capitis: ψείρα, μιλιόρα, μπούμπα, πιδόκα, φτιρ, φτίρα, ψίρε | pidocchio | ιταλικό

μπιέλος < μπιέλος [1983b], μπλιo [2001c], μπλιoς < bλιος [2001c], μπγέλο < b’γέλο [2001c] | μπουγέλο, μπούγελο, μπουγέλος, μπούγελος, μπουγέλου, μπουέλο, μπουλιός, πγιέλο | bugiol | βενετσιάνικο

μπιζάρω [1957] | χτυπώ παλαμάκια για να ξαναβγεί στη σκηνή ο θεατρίνος, ο μουσικός, ο τραγουδιστής | bissare | ιταλικό

μπιζέλι [1866a], μπίζι [1688], μπίζο [1934], μπιζελιά < μπιζελιά [1957], μπιζέλ < bιζέλι [2006], μπίζα, μπίζας, μπίζης, μπίζι | το φυτό Pisum sativum, αγδουπέκα, αρακάς, άφκος, άφκους, καρίκι, μαναρόλι, πιζέλι ~ biso βενετσιάνικο | pisello | ιταλικό

μπιζερίζω [1860], μπεζερέω [1860] | πεισμώνω, παραξενεύω | bizzarrire | ιταλικό

μπιζικάρω [2001b], μπιζιγάρω [2001b], μπιτσικάρω [2001b] | ενοχλώ (λόγιο), πειράζω, αλαρμίζω, ανγκίζου, γετόνω, γκαλντανώ, γκουμπζιαλώ, γουρταλάβω, ζιακανάου, ζουκαλνώ, κακαλατώ, κασμιρέβου, κεντάου, κιντάου, κλαφνίζω, κουγνίζω, κουϊγντίζου, κουκουπώ, κουκουφώ, κουρντίζου, κουρντίζω, μπογιάρω, νταντάρω, ντελαχιάζω παλέβου, παλεύω, παραβαρώ, πατάζω, πιλατέβγω, πιλατεύου, πιλατεύω, πιράζου, ποτσουνίζω, ποτσουνώ, πράζω, σαλαγώ, σατασέβω, σγαρλάου, σγαρλέβου, σιετώ, σιμπώ, σκαλνώ, σκεντέβγω, σκομπονέρω, σκουλουβρώ, σκουλουδρώ, σκουλουθρώ, σνταρχάου, σουμπράου, ταράζου, ταράζω, τζινάω, τζιολέβω, τζλόνω, τσιγκλάου, τσιγκλάω, τσιγκλίζου, τσιγκλιζω, τσιγκλόνω, τσιγκλώ, τσιγκράω, τσιγκρίζω, τσιγλάω, τσιουκανάου, τσολέβω | bezzicare | ιταλικό

μπιζιλότο, μπιζολός, μπιδολότο | υπνάκος, μουσουλέτο, μποζολούτο, μπουρμπουλός, νουμπέτ, νουμπέτι, σουρούπι | pisoleto | βενετσιάνικο

μπιζονιάρω < μπιζονιάρω [1709] | χρειάζομαι, αναγκέβουμαι, αναγκέβουμι, ανεγκέβομε, καταρκάζουμαι, καταχριγιάζουμι, ρκάζουμαι χράζουμι, χριάζουμαι | bisognare | ιταλικό

μπιζόνιο < μπιζόνιο [1963] | ανάγκη, ανάγκ, ανάγκα, ανάγκας, ανάγκαση, ανάγκια, ανάντζη, ανάτζη, ανέγκας, ανέγκαση, ανίγκαση, γρία, ιχτιζάς, νέγκαση, χρεία, χριασίδι, χρίγια | bisogno | ιταλικό

μπιζονιόζος < μπιζονιόζος [1963] | αναγκερός, αναγκιρός | bisognoso | ιταλικό

μπίζος [1688] | κάποιο ύφασμα | biso | ιταλικό

μπιθ [1964] | το πίσω μέρος / ο κώλος | bythë-a | αλβανικό

μπίκα, μπιμπίκα [2001b] | ράμφος (λόγιο), γκάγκα, γκιάγκα, κάγκα, κάνγκα, κουμούτσιν, σουρούκ, τσιμπιτάρι, τσιμπλί, τσιμπτάρ, τσιόμκα, τσιουμπλί | becco | ιταλικό

μπίκας [1894], μπίκας < bίκας [1972], μπικάδι, μπικάδ | ταύρος (λόγιο), μπγας, μπουγάς, μπουάς, ντάνας | bik | σλάβικο

μπικερίνι | μικρό ποτήρι | bicerin | βενετσιάνικο

μπικικίνια < μπικικίνια (τα) [1962b] | λεφτά, γκαφρά, μπαγιόκο, μπαγκανότα, μονέδα, μπερντέ, μπεκανότα, παράς, παραδάκι, φράγκα | picenin | βενετσιάνικο

μπικίρι [1963] | μπακίρι: κάποιο πεπόνι με χρώμα μπακιρένιο | bakιr | τούρκικο

μπικλέτ < μπηκλέτ’ [2011] | αναμονή, ανεμονή, απαντουχή, απαντοχή, παντουχή, παντοχή | beklenme | τούρκικο

μπίκος [1894], μπίνκος [1963], μπίκο [1987a], μπίγκος [1996b], μπικοσκαλίδα [2001b], μπίνγκος | κασμάς, αξίνα, αξινάρ, αξινάρα, αξινάρι, γκασμάς, κατσίν, ξινάρι, ξνάριν, πίγκος, πικούνι, σκαπέτα, σκαπέτι, σκιπαρνιά, στινουτσάπ | picon | βενετσιάνικο

μπιλάντσο [1866a], μπιλάντσιο < μπιλάντσιο [1963], μπιλάντζο [2001b], μπελάντζο | μπαλάντσο, ισολογισμός (λόγιο) | bilancio | ιταλικό

μπιλέ [ 1960a], μπιλέμου [2001b] | ακόμα, ακόμα και | bile | τούρκικο

μπιλεζίκι [1876a], μπιλετζίκι [1961], μπιλιντζίκ < μπιλιντζίκ’ [1962c], μπλιτζίκ < μπλιτζίκ’ [1966], μπιλιτζίκ < bιλιτζίκ’ [1972], μπελεζίκι [2001b], μπιλτζίκ < bιλ’τζίκι [2006], μπιλιτζίκια < μπιλιτζίκια (τα) [2008], μπιλτζίκι, μπιλτζιούκι, μπλεζίκ, μπιλιτσίκι | βραχιόλι, κρικέλι | bilezik | τούρκικο

μπιλέμ [1840], μπιλιέμ | ούτε καν / ακόμα | bile | τούρκικο

μπίλια [1934], μπίλια [1931] | μικρή μπαλίτσα από σίδερο, γυαλί, ξύλο, πηλό κ.ά. / σφαιρίδιο (λόγιο) | biglia | ιταλικό

μπιλιάρδο [1934], μπιλιάρδο [1709], μπιλιάρδον [1835], μπιλιάρδος < μπιλιάρδος [1963] | σφαιριστήριο (λόγιο) | bigliardo | ιταλικό

μπιλιετέκι, μπιλετάκι [1894] | υποκ. του «μπιλιέτο» | biglietto | ιταλικό

μπιλιέτο [1934], μπιλιέτο [1931] μπιλλιέτο [1857], μπιλέτο [1866a], μπιλιέτον [1910], μπιλιετάκι, μπιλιετάκι [1957] | επισκεπτήριο (λόγιο) | bilieto | βενετσιάνικο

μπιλιμέμ | άγνωστος, άγνωρος, άγνοθος, αγνόριμος, αγνόριμους, άγνοστε, άγνουστους, αναγνόριμος, ανάγνοστες, ανέγνοθος, ανεγνόριμος, ανέγνορος, ανέγνοστος, ανέγνουρος ανίγνουστος, ανιγρόνμους, άνοστος | bilinmez | τούρκικο

μπιλίντσου < bιλίντσου [2006] | κάποιο άσπρο λουλούδι | bilica | σλάβικο

μπιλιούμπασης, μπιλιούμπασης [ 1960a] | μπουλούκμπασης | bölükbaşı | τούρκικο

μπιλίτσα (τα) [1964], μπλιίντσα < μπλίντσκα [164], μπιλμπίσα < bιλbίσα (τα) [1976] | ασπριδερά κεράσια | bilica | σλάβικο

μπιλμέλ [1962b] | άγνοια (λόγιο) | bilmeme | τούρκικο

μπιλμές < bιλμές [2001c] | γνώση, γνώρα, αγρονιμιά, αγρόνιση, γνόρι, γνόρος, γνόρου, γνόρους, γνούρος, γνος, γνόσα, εγνόρα, κατεχιά, νόση, ξεβριά, πολιξεβρία | bilme | τούρκικο

μπιλντιρτζίνι [ 1960a] | το πουλί Coturnix coturnix: ορτύκι, χαμοπέρδικα | bıldırcın | τούρκικο

μπιλούρι[2001b], μπιλιούρι < μπιλιούρι [1969], μπελούρι [2001b], μπιλιούρ | κρύσταλλο / κρυσταλλένιο | billur | τούρκικο

μπίμπασης [1860], μπίνμπασης [1876a], μπιμπασάς [1982] | χιλίαρχος (λόγιο) | binbaşı | τούρκικο

μπίμπια | γκρίνια, γίρνια, γκιίνα, γκίινια, γκίρνα, γκίρνια, γκρίνα, γκρίνη, γκρίνιασμα, γκρινιασμός, γρίνα, γρίνη, γρίνια, γρίνιασμα γρινιασμός, δρίνια, ρίνια, | bibia | βενετσιάνικο

μπίμπικας [1864], μπιμπίκι [1864], | πούπουλο, πουμπούλ | bimbo | ιταλικό

μπίμπιλας < bίbιλας [2006], μπιμπίλ < bιbίλ [2006], μπιμπίνι, μπιμπίλα | το πουλί Meleagris gallopavo, γάλα, γαλί, γαλίνα, γάλισα, γαλοπούλα, γαλόπουλο, γάλος, γάλους, γάλτσα, γοργονάκι, διάνα, διάνος, κάκνα, κακνί, κακνιά, κνόγαλου, κούβος, κούλκα, κούρκα, κουρκάνος, κούρκας, κούρκος, κούρκους, μισίρα, μισίρι, μισίρκα, μισίρκι, μισίρκους, μίσιρκους, μουσούρι, μσίρκους, μψίρκους, τούρκος, τούρκους | bibiloi | βλάχικο

μπιμπλιατζής < μπιμπλιατζής [1996a] | στραγαλατζής | leblebici | τούρκικο

μπιν [2001b] | χίλια | bin | τούρκικο

μπίνα [1966], μπίνια < μπίνια [2011] | κουβάλημα κάποιου στην πλάτη ή στον ώμο: αγγουράκια, αγκάνια, αγκότσα, αγκότσια, αγκούτσια, ακαλιγκούτσια, αμπελέτσα, αμπέτσα, αμπρουζά, αρμακόλου, γκαλαγκότσια, γκαλγκότς, γκαλγκούτς, γκαλιαγκότσια, γκαλιγκότς, γκαλιγκότσια, γκάνια, γκότζι, γκοτς, γκότσα, γκότσι, γκότσια, γκούτσα, γκούτσια, ζαλίγκα, ζαλίκα, ζαλούκα, καβάλ, καβάλα, καβαλίκα, καβαλίκια καβαλούρι, καβαλούτσι, καλιβούτσι, καλικούτσα, καλιτσούρι, καλοκούτσια, κβαάλα κούτσια, όπα, όπαλα, τζίγκακα, τζιτζίνα, τσονγκς | binme | τούρκικο

μπινάρης [1957], μπινιάρης [1934], μπινιάρης [1910], μπινιάρικος < μπινιάρικος [1910], μπινιάρκου < μπινιάρκου [2010], μπινιάρκος | δίδυμος (λόγιο), αμέγελος, γεμελάς, γέμελος, γέμιλος, γέμιλους, γιμελάς, γιμέλης, γιμελντάς, γιόμελος, γιουμιλιάρς, δέμελος, διαμέλικος, διάμελος, διδιμάρης, διδιμάρκος, διδιμάρξ, διδμάρκους, διμελάς, διμέλης, διμέλντης, δίμελος, διόμελος, διόμλους, διουμιλιάρς, διπλάρης, διπλάρι, διπλάρκος, δίπλαρος, διπλός, δμάρικος, δμαρς, έμεος, ζιμβραγός, ιμελάς, ίμελος, μέγελος, μονοκιλίτικος, μονόκιλος, ντιτμάρκους, ντουνουμάρκος, σμάρκος, σμαρός, τζιτζιμάρκος | binarius | λατινικό

μπινάρι, μπναρ < b’ναρ’ [1976] | πηγή (λόγιο), αλιβάνσα, άμπλας, αμπολή, άμπουλας, αμπουλή, αναάλουσα, αναβαλούσα, αναβάλουσα, ανάβρα, αναβρή, ανάβρια, αναβριτάρι, αναβριτή, αναβριτούρα, ανάβρυσμα, ανεβαλούσα, ανεβάλουσα, ανεβάλσα, ανεβάουσα, ανεβριτούρα, ανεβρούσα, ανεγαλούσα, ανεμπολή, ανιβάνσα, βελούχι, βίις, βιλούχ, βιλούχι, βουρβούλα, βρις, βρούση, βρύση, βρυσομάνα, γκιούρα, γκούρα, έμπολας, εμπολή, καϊνάκι, καϊνιάκι, καταγός, κεφαλάρι, κεφαλόβρυσο, κούμπλα, κούρα, μάνα, μπγαδ, μπιγάδι, μπολή, μπουνάρ, μπουνάρι, μπουρίμα, μπούρμπουλας, μπουτσνάρα, μπρίσμα, νεροβγάστρα, νερομάνα, νιβριζάρα, νιβριτάρ, νιβριταριά, πεγάδ, πεγαδομάτιν, πηγάδι, πιγάδ, πινάρ, πρίσμα, τσεσμέ, τσεσμές, τσιουλνάρ, τσιουλνάρα, τσισμές, τσουλνάρα, φοντάντα, φουντάνα, χοχούλα | pınar | τούρκικο

μπινάς [1946], μπινάς < bινάς [1972] | κτίριο (λόγιο), κτίσμα (λόγιο) / θεμέλιο / όροφος (λόγιο), πάτωμα | bina | τούρκικο

μπινέκικο [ 1960a], μπινέκι [1966], μπινέκ < bινέκ’ [1976] | άλογο καβαλαρίας | binek | τούρκικο

μπινέκ-τασί [1835] | ανάβαθρο (λόγιο) | binektaşı | τούρκικο

μπινέλι, μπινέλ < μπινέλ’ [1960b], μπινέλου < bινέλου [2006], μπινέλο, μπνελ < bνελι [2006], μπνέλου | βλ. μπερούν | bunelă | βλάχικο

μπινελίκι [1934], μπινιλίκι | το πάθος του μπινέ / βρισιά / γλυκό / μεζές / | ibnelik | τούρκικο

μπινές [1910], μπνες < μπ’νες [2011] | ιμπνές, ιπνές; αυτός που γαμιέται από άντρες, αλλά και γαμάει άντρες / πούστης: αυτός που μόνο γαμιέται από άντρες / κολομπαράς: αυτός που μόνο γαμάει άντρες | ibne | τούρκικο

μπινέτα [1963] | καρβέλι, καραβέλ, καρβέλ, κιοπέτα, κουτούπα, λεφτή, μπαμπλούκα, μπασγούνι, πισνίκι, πλαστάρα, πλαστό, πουγανιά | pagnota | βενετσιάνικο

μπινεύω [1966], μπινιέβγου | καβαλώ, καβαλάω, καβαλικέβγω, καβαλικεύω, καβαλικώ, καβαλιτσέβγω, καβαλκεύου, καβαλκεύου, καβαλκεύου, καβελικεύω, καλκέβω | binmek | τούρκικο

μπινιάτα < μπινιάτα [1992], μπινιότα [1964], μπινιότα < μπινιώτα [1966], μπινιόκα < μπινιόκα [1966] | πινιάτα, μπακιρένιο τσουκάλι | pignatta | ιταλικό

μπινίσι [1876a], μπινήσι [1835], μπινίσι < μπινίσι [1923a], μπινίς | πολύ καλή και ακριβή μπέρτα | biniş | τούρκικο

μπινλίκα [ 1960a] | χιλιάρικο / χιλιάρα, χιλιάδα | binlik | τούρκικο

μπίνπασης [1060], μπίμπασης [ 1960a], μπιμπασάς [ 1960a] | ταγματάρχης (λόγιο), ματζόρος | binbaşı | τούρκικο

μπίντα [1614], μπήντα [1688], μπένδα [1688], μπήτα [1783] | κεφαλόδεσμος, φακιόλι | binda | λατινικό

μπίντα [1874a] | ναυτ. διάξυλο (λόγιο) | binda | ιταλικό

μπινταγιέτι, μπινταγιέτι [ 1960a] | πρωτοδικείο (λόγιο) | bidayet | τούρκικο

μπιντές [1934], μπιντέ [1934] | λεκάνη από πορσελάνη που είχαν στο δωμάτιο του μπάνιου και έπλεναν τα απόκρυφά τους | bide | ιταλικό

μπιντιρεύω [ 1960a], | βλ. μπιτάρω | bitirilmek | τούρκικο

μπιντρούμ < μπιdρούμ’ [1964] | μπουντρούμι, μπουντρούμ, μπουδρούμι | bodrum | τούρκικο

μπίρα [1790], μπίρρα [1709] | ζύθος (λόγιο) | bira | βενετσιάνικο

μπίραζ | λίγο, λίγου, λιίγου | biraz | τούρκικο

μπιραρία [1878b], μπιρραρία [1963] | ζυθοπωλείο (λόγιο) | biraria | βενετσιάνικο

μπιραριέρης, μπιραριέρης [1910] | αυτός που έχει την μπιραρία | birer | βενετσιάνικο

μπιρζαμάν | κάποτε, κάμποτε, καμπότι, καποτέ, κάποτες, κάπουτι, κάπουτσι | birzamanlar | τούρκικο

μπίρι [2001b], μπιρ | ένας, μία, ένα | bir | τούρκικο

μπιρίκι [1996b] | μπρίκι, μπρικ, ιμπρίκι, ιμπρίκιν, ιμπρίχ, καβανόζης, καφέμπρικο, καφέτσι, καφιλίκ, καφίμπρικου, κεβιζές, μπουρούκι, τζεζβέ, τζετζβές, τζιβτζές, τζιζβές, τζιουτζιουβές, τζιουτζιουβούλ, τζισβές, τζιτζβές, τζιτζιβές, τζιτζβιλούκ, τζιτζιβούδ, τσαμάν, τσεσμές, τσιτσβές | brik | τούρκικο

μπιρικόνκος [1963], μπιρικίκος [1963], μπιρικοντσέλης | μπόμπιρας, μπιτσικόκος | birichino | ιταλικό

μπιρίκος [1709], μπιρίκο [1894], μπιρίκος < bιρίκος [2001c], μπερίκο [2001c], μπιρίκα, μπερίκος | περίκος, πιρίκος, κουτσομάνικο, κάποιο σταυρωτό γιλέκο | buricco | ιταλικό

μπιριτζής [1996a], μπιριντζής, μπιριντζί < μπιριντζί [1966], μπιρεντζής [1966] | πρώτος | birinci | τούρκικο

μπίρλογο [1891b] | βρόμικο | brlog | σλάβικο

μπιρμπίλι [1866b] | το πουλί Luscinia megarhynchos, αηδόνι, αγδόνι, αδόν, αδόνι, αδόνιν, αηδόνιν, αϊδόν, αϊντόνι, αντόνι, αόνι | bülbül | τούρκικο

μπίρμπος [1894], μπίρμπα [1931], μπίρμπας [1963], μπιρπόνος [1963], μπιρμπόνε [1963] | πονηρός, αλεπού, αλούπου, αλπού, αστούτος, κατεργάρης, κουνάζους, κουρνάζης, κουρνάζος, μαργιόλος, μαριέλος, μαριόλος, μαριόλτς, μεκιαρές, μπαγάσας, μπαρόνας, μπαρόνος, μπερμπάντης, πουνιρός | birbo | βενετσιάνικο

μπιρντέμπιρι | βλ. μπιρντένι | birdenbire | τούρκικο

μπιρντένι [1876a], μπιρντέν [1981], μπιρντέμ [1988], μπιρτέμ | ξαφνικά, αμέν, άναβλα, αναπάντεχα, αναπάντιχα, αναχάπαρα, αναχπάραχτα, ανόρπιστα, άξαμνα, άξαπα, αξαπίκαστα, άξασπα, άξαφνα, άξαφνια, άξεσπα, άξιπα, άξπα, άξπαντα, απανσούζ, απαντσούς, απαξούζικα, απάξπα, άρπα, άφνιδα, άφνου, άφου, άφουα, εμέν, έξαφνα, ιμπροβίζο, κοπανιά, κουπανιά, μαρούκλοτα, μονοκοπανιά, μονομιάς, μουμεντάνια, μουνουκουπανιά, | birden | τούρκικο

μπιρντιριμπίρ [ 1960a] | παιδικό παιχνίδι, όπου τα παιδιά είναι σκυφτά στην αράδα, και ένα-ένα με τη σειρά, φεύγει και πηδάει πάνω από τα άλλα | birdiribir | τούρκικο

μπίρος [1983a], μπίρους, μπίρο [1987a] | πίρος, πιρί, πίρους | piro | ιταλικό

μπιρ-παρά | κοψοχρονιά, κοψοχρονιάς | bir para | τούρκικο

μπιρσίμι [1910], μπερσίμι [1987a], μπερσίνι [1987a], μπιρσίμ | ιμπρισίμι, μπρισίμι, μεταξωτή κλωστή | ibrişim | τούρκικο

μπιρ-ταμάμ [ 1960a] | εξ ολοκλήρου (λόγιο) | bir tamam | τούρκικο

μπιρ-χουζούρ [1962c], μπιρχουζούρ < bιρχουζούρ’ [1976] | αδιαφορία / βάρος, φόρτωμα | bir huzur | τούρκικο

μπις [1983a] | δυο φορές | bis | λατινικό

μπισικλέτα [1962a], μπισυσκλέτα [1957] | ποδήλατο (λόγιο) | bicicletta | ιταλικό

μπίσκα < bίσκα [1976] | γουρούνα, ανασμίδα, βουρούνα, γκρούνα, γρούνα, λούγκρα, λούτα, μουχτερή, μπασιούρου, μπίκου, μπούζα, μπουζάκα, μπουζίτσα, μρούνα, ουρούνα, σκόοφα, σκρόφα, τσιόφα, τσιόχα / παιδικό παιχνίδι με ραβδιά: η γουρούνα ή γρούνα ή μπάτσινη-γουμάρα | biška | σλάβικο

μπισκαΐνης [1876b] | χαρτοπαίκτης (λόγιο) | biscaiuolo | ιταλικό

μπισκάτσα | χαρτοπαικτική λέσχη (λόγιο) | biscazza | ιταλικό

μπισκιτζίδκου | πριονιστήριο (λόγιο) | bıçkıhane | τούρκικο

μπισκοτίνι [1963] | μπισκοτάκι | biscottino | ιταλικό

μπισκότο [1934], μπισκόττο [1963] | διπυρίτης (λόγιο) | biscotto | ιταλικό

μπισλώ < bισ’λώ [2006] | μπουσουλάω, αργκδίζου, αρκδιάζου αρκδίζου, αρκουδάζω, αρκουδεύω, αρκουδιάζω, αρκουδίζω, αρκουδίζω, αρκουδίνου, αρκουδώ, αρκουΐζω, αρκουντού, αρκουντώ, αρκουρώ, αρκουώ, μπακαλάου, μπακαλνώ, μπακαλώ, μπακατώ, μπουσουλίζω, μπουσουλώ, ρκουδώ | bušuledzŭ | βλάχικο

μπισμπίλια [1996b], μπισμπίλιο [2003] | μουρμούρα, γλωσσοφαγιά | bisbilio | βενετσιάνικο

μπισμπιτούν, μπις-μπιτούν [ 1960a], μπισμπιτού [2001b] | εντελώς (λόγιο) | büsbütün | τούρκικο

μπισνόνα | προγιαγιά, βαβού, παραμανιά, προλαλά, προυσμαγιά | bisnona | βενετσιάνικο

μπισνόνος < μπισνόννος [1963] | προπάππους, κουρουπάπο, κουρουπαπού, κουρουπαπούα, λικοπάπος, παραπάπου, προυσπάπους | bisnono | βενετσιάνικο

μπίστα < μπίστα [1966], μπίσα < μπίσα [1966] | ουρά, κούδα, ορά, οριά, νορά, νουρά, νούρους, ουδάρ, ουράδ, τράζα | bisht-i | αλβανικό

μπιστερή [1894], μπιστιριά < bισιτιριά [1892], μπιστιρή [1884b], μπιστιργιά < bιστιργά [1978], μπιστούρα [1931], μπιστούρι [1931], μπιστούρα [1931], μπιστή < μπιστή [1964], μπουστιρή < μπουστιρή [1964], μπιστριά < μπιστριές (οι) [1966], μπιστιριά < bιστιριά [2006] | σπηλιά, σπήλιο, σπίλιος, σπέλα, γράβα, γκράβα, γρότα, γκρότα, γκρούτα, γρότθα, μαγαράς, μέγαρα, πιστρί, πιστιριά, ψτρια | peštera | σλάβικο

μπιστόλα [1876a], μπιστόλι [1995] | πιστόλα | pistola | ιταλικό

μπιστολέτο, μπιστολέττο [1996b] | μικρό μπιστόλι, μπιστολάκι | pistoletto | ιταλικό

μπιστολιά, μπιστολιά [1995] | πιστολιά | pistolettata | ιταλικό

μπιτ [1910], μπίτι [1934], μπιτί < bιτί [1976], μπίτις [1963], μπισμιτού | τίποτα, ολότελα: ιτς, ίτσι, ίτσιου, ίτσου, καταντίπ, ντιπ, ντίπις, ντιπιντούς, ντίπου, ντιπτέν, παστάν, χιτς, χιουτς | bütün | τούρκικο

μπιτάρω [1894], μπιτίζω [1887b], μπιτίζου [1962c], μπιτίζου < bιτίζου [1972], μπιτάω [1966], μπιτώ [1996b], μπιτιρνώ [2001c], μπιτιρντίζω < μπιτιρdίζω [2001c], μπιτιρτίζω [2001c], μπτζω < b’τ’ζω [2001c], μπιτώ < bιτώ [2006], μπτίζου | τελειώνω, βγατίζω, εμπιτίζω, κιόνω, κιούκου, μπιντιρεύω, ξετελέβγω, ξετελιέβγιω, τελέβου, τελένω, τελεύω, τελιούκου, πιτιρντίζω, πιτιρντώ, σώνω, σόνου, φινίρω | bitirmek | τούρκικο

μπιτάρω [2003] | φυτεύω, θέκου, πιαντάρω, φτέβγω, φτέβω, χιτέβου | piantar | βενετσιάνικο

μπιτζάκα [1966], μπιτσκία, μπιτσιάκι, μπιτσιάκ, μπιτσιακούδ | μαχαίρι, πιτσιάκος | bıçak | τούρκικο

μπιτζέλα < bιτζέλα [2006], μπιτζιλάνα < bιτζιλάνα [2006], μπιτζιλίνα < bιτζιλίνα [2006], μπιτσιλίνα < bιτσιλίνα [2006] | κομμάτι κρέας που έχει πέτσες και νεύρα | pijilinâ | βλάχικο

μπιτούν [1840], μπιτούνικος [1966], μπιντούνι [1966], μπιτούνκους [2006], μπιτούνιους < μπητούνιους [2011], μπιτούνιος, μπιτιούνκους | όλος, ακέριος, ακέριους, άκερος, ακίριος, ακίριους, αλάκερος, αλάτσερος, ατσέζε, ατσέριος, ιντιέριος, ολάκερος, ολόβολος, ούλος, ούλους | bütün | τούρκικο

μπιτουνίμιουμ [1963] | άσφαλτος (λόγιο) | bitume | ιταλικό

μπιτσακάκι [2001b] | μαχαιράκι | bıçak | τούρκικο

μπιτσαξής [2001b] | μαχαιράς | bıçakçı | τούρκικο

μπιτσαξίδικο < μπιτσαξήδικο [2001b] | μαχαιροποιία (λόγιο) | bıçakçılık | τούρκικο

μπιτσάρος | παράξενος, καπριτσιάρης καπριτσιόζος, κουριόζος, λούναβους, μουγιάρης, μπατσελάδος, μπιρτζάκαβους, μπιτσιμτσίδης, ουμουρτζής, ουρσούζαβους, παραξενιάρης, παράξινους, παρατζούβελος, πεκάδος, πίζουλος, σγαντζίκι, στραμπαλάδος, στράνιος, στρέουλας, τσιάτσιαβους, τσιφτιλής, τσουπάρης, φουμαράτος, χουιλής, χουΐλους | bizzaro | ιταλικό

μπίτσι [2008], μπίτσα | τέλος, πάπαλα | bitiş | τούρκικο

μπιτσιλίδος | αλλοπαρμένος, αλαλιασμένος, απόλολος, αρκόπελλος, ατσίκστους, αφορμάρης, βένιας, βουρλισμένος, βουρλός, βούρλους, γαουρόπελος, εξίκης, ζαβέας, ζάβιακας, ζαβός, ζαλιάρκος, ζαλοβροντισμένος, ζαλοκουνισμένος, ζαντός, ζιζής, ζουρλοκαμπιέρης, ζουρλός, θεόλολος, θεόμουρλος, θεοπάλαβος, θεόπελος, θεότρελος, ιμπούης, ιξίκης, κατάπελος, κατσικλής, κουζουλός, κουνημένος, κουρλός, κουσουλός, κρουνς, λάλος, λελός, λουλός, λουλουπαντιέρα, λωλός, μαλαφισμένος, μουρλός, μουρουπάλαβους, μπαλάδος, μπαρτελάδος, μπατσολάδος, μσόσιουρδους, ντελής, ντελία, ντιλής, ντούρλιας, ξελολαμένος ξεπαρμένος, ξέτρελος, ξίκους, οός, παθμένους, παλαβιάρης, παλαβός, παλαβουντάνς, παλάβρας, παλάβρατζης, παπαλός, παρακουζουλός, παράουρος, παρασάνταλος, παρμένος, πελελός, πελός, σαλεμένος, σαλός, σαμουρλός, σελός, σιαμουρλός, σκαρτάδος, σμπερλάδος, τερλός, τρέλης, τρέλιακας, τρελοκαμπιέρης, τρελός, τροζός, τσακούρς, τσούλους, φεγγαριάτικος, φεγγιάρης, φουρλαΐδας | impazzito | ιταλικό

μπιτσίμι [ 1960a], μπιτσίμ [ 1960a] | σουλούπι, φόρμα | biçim | τούρκικο

μπιτσιμλίδικος [ 1960a] | καλοφτιαγμένος | biçimli | τούρκικο

μπιτσιμσίζης [ 1960a], μπιτσιμσίζικος [ 1960a] | κακοφτιαγμένος, ασουλούπωτος | biçimsiz | τούρκικο

μπίτσιος, μπίτσιους, μπίτζιους | γουρούνι, αγουρούν, γαλάρι, γκζι, γκουρούν, γκουτζίνι, γκουτσίνι, γκρούνι, γορούν, γουούν, γουρούν, γουρτζέλι, γούρτζελος, γρουν, γρούνι, ζούνι, θρέμμα, θριφτό, κουρούν, κρούνι, ότσι, ουρνί, ουρούνι, σούρε, χιούρε, χιούρου | biče | σλάβικο

μπιτσκιτζής [1999], μπισκιτζής | πριονιστής (λόγιο) | bıçkıcı | τούρκικο

μπίτσκο [ 1960a] | μπάσταρδος, αρπαξιμιός, κόπελας, κοπέλι, κόπελος, κουπέλ, κουπέλι, μούλε, μούλικο, μούλικος, μούλκος, μούλκους, μούλος, μουλόσπαρμα, μπαράκι, μπαστάρδικος, μπαστάρδος, μπαστί, μπάστος, πίτσικο, πίτσικος, πίτσκος, σβέρδονας, σμερδός | piç | τούρκικο

μπιτσούν< μπιτσούν(ι) [1987b], μπτζιουν < μπ’τζιουν [1964] | πιτσούνι, κολομπίνι, περιστεράκι, πιτσουνάκι, πιπίνι, πιπινάκι | piccione | ιταλικό

μπλάβος [1635] | γαλάζιος, γαλανός, γερανιός | blavus | λατινικό

μπλαζόν [1963] | οικόσημο (λόγιο) | blasone | ιταλικό

μπλακέτο [1688], μπλαγγέτο [1688] | βλ. μπιάκα (πούντρα) | bianchetto | ιταλικό

μπλάνα [1884b], μπλανί < bλανί [1892], μπλιάνα < μπλιάνα [1966], μπλάνα < bλάνα [2006] | σχίζα, σκίζα, σκιζάρι, σκιζάρ | blanja | σλάβικο

μπλάνη < bλάνη [1908], μπλαν < bλάνι [2006] | πλάνη για σανίδες: ξιλουφάς, ξιλοφάης, πιταριόλι, πλάν, πλάνια, πλάντρα, ροκάνα, ροκάνη, ροκάνι, ρουκάν, ρουκάνα, ρουκάνι, ρουκάνιν, ρούκανο, ρουκχάνιν, ρουχάνι | planus | λατινικό

μπλαντούς < bλαντούσ’ [2006], μπλαντούχ < bλαντούχι [2006], μπλαντούχα < bλαντούχα [2206] | δέντρα του γένους Quercus: βελανιδιά, αγρανίτσα, αγριάνκου, αγριάντζα, αγριοβαλανιδιά, αγριοβελανιδιά, αμπερνάλι, αμπερνός, άνκο, άριο, βαλανιά, βαλανιδγκιά, βαλανιδέα, βαλανιδιά, βαλανιδκιά, βελανιά, βελανιδέ, βελανιδέα, βιλανδιά, γιμιράδ, γιμιράδ, γκρουσιάδι, γκρουσιάδι, γρανίτζα, γρανιτιά, γρανίτσα, γράνιτσα, γρανιτσιά, γρινάλιν, δένδρο, δένδρον, δενδρούλι, δέντρο, δέντρος, δέντρου, δέντρους, δζέρο, δούσκος, δρικέλιν, δρινάλιν, δρινέλιν, δρυ, ιδρίς, ιμεράδι, ιμιράδι, ίμιρο, ίμιρου, καρμπούνι, κελάνη, κελόνι, κιλανίδ, κιλανίτ, κιλανίτς, κλαδί, κοκιδιά, λις, μεράδι, μεράτσα, μερόδεντρο, μιράδ, μουζάβρα, μπαλαχούδι, νιζάρο, παλαμούτι, πλατίτσα, ρένια, ροτσόκι, ρουπάκι, ρουπακιά, ρουπάτσι, σούμος, τζούα, τζέρο, τσάρι, τσαρνόκ, τσεράδι, τσερνάκι, τσερνόκι, τσερνούχι, τσέρο, τσέρος, τσέρους, τσιρνόκ, τσούι, τσουρνόκ, φαλανδιά, φαλανιδιά, φελός | blăduh | βλάχικο

μπλάστρι [1659], μπλάστρης [1790], μπλάστριν [1884a], μπλάθρα [1891b], μπλάθρι [1874a], μπλάστ < μπλάστ(ι) [1987b], μπλάθρης, μπλαστρ, μπλάστιρ | έμπλαστρο, ανακόλι, βεζιγάντι, βεζικάντι, βεζικατόριο, βεσικατόρι, βιζαγάντι, βιζακατόριο, βιζγάντι, βιζιγάντε, βιζικάντ, βιζικάντε, βιζικάντι, βιζικάτι, βιζικατόρ, βιζικατόρι, βιζικατόρι, βιζοκατούρι, γιακή, γιακί, γιακίν, γιακίσι, γιακού, κατάπλασμα, νακόλι | emplastrum | λατινικό

μπλάτε [1688] | κάποιο ακριβό πανί | blatta | λατινικό

μπλαχούρ < bλαχούρι [2006], μπλαχούρκους < bλαχούρ’κους [2006] | ζώο που έχει μεγάλα και πεσμένα αυτιά | plahurcu | βλάχικο

μπλιαμπλιαρίζω < μπλιαμπλιαρίζω [1966] | τραυλίζω, κεκεδίζω, μασέφκω, μπαμπαλίζου, μπαμπουλίζω, μπερδελίζω, σαψαλίζω, τατέφκω, τραλίζω | belbëzoj | αλβανικό

μπλιγούρι [1835], μπληγούρι [1910], μπληγκούρι < bληgούρι [1892], μπλουγούρι [1961], μπλιχούρι [1966], μπλιγούρ < bλιγούρ’ [1978], μπλουγούρ < μπλουγούρ(ι) [1987b], μπλιγκούρι [1996a], μπλιγκούρ < bλιgούρι [2006], μπλουγκούρ < bλουgούρι [2006], μπλιαγκούρι, μπλιαγούρ, μπλουγκούρι | χοντραλεσμένο στάρι: μπουλγκούρ, μπουλγκούρι, μπουλγούρ, μπουλγούρι, μπουλουγούρ, μπουλουγούρι, μπουργκούρι, πλιγούρ, πλιγούρι, πλουγούρ, πνεγούρ, πνεγούρι, πνεούρ, πνιγούρ, πνιγούρι, πουργούρι | bulgur | τούρκικο

μπλοκάρω [1876a], μπλοκέρνω [1961] | αποκλείω (λόγιο), μπλακάρω, μπλάγου | bloccare | ιταλικό

μπλόκος [1876a], μπλόκο [1962a], μπλοκάρισμα [1931] | αποκλεισμός (λόγιο) | blocco | ιταλικό

μπλοκός [1957], μπλοκό [1987a], μπλουκός | πλοκός, πλοκό, εμπλοκό, εμποκό, εμπροκό, μπροκό, πλουκός, ποκό, φράχτης, φραγή, φραγιά, φραή, φράκτης, φράμα, φραξίμι, φραχτς | bloc | βενετσιάνικο

μπλόφα [1957] | σκόπιμα δημιουργία ψευδούς εντύπωσης (λόγιο) | bluff | ιταλικό

μπλοφάρω [1961] | δημιουργώ σκόπιμα ψευδή εντύπωση (λόγιο) | bluffare | ιταλικό

μπλοφατζής [1995] | αυτός που μπλοφάρει | blöfçü | τούρκικο

μπλοφατζού [1995] | αυτή που μπλοφάρει | blöfçü | τούρκικο

μπογάζι [1709], μπουγάζι [1709], μπογάζ [1960a], μπογάζ < μπογάζ’ [1999], μπουγάζ, μπουγάζι | θαλασσινό πέρασμα: πορθμός (λόγιο), πέραμα, πογάζ, πόρος, στενό/ άνοιγμα που φέρνει αέρα / λαρύγγι, λάρυγγας, άρουγκα, βάραγκας, βούρκουρας, βρόκος, βρόχος, γαργαλιάνους, γαρδελάνος, γαρντελάνι, γιργιλιάγους, γιργιλιάνος, γιρτσιλάνους, γκαλίσκουρας, γκαργκαλιάγκος, γκαργκαλιάγκους, γκαργκαλιάνι, γκαργκαλιάνους, γκάργκλας, γκαργλιάνους, γκαρδελάγκος, γκαρδιαλιάγκος, γκαρδιλάγκος, γκαρδιλάγκους, γκαρδιλιάγκος, γκαρίντζαφλος, γκαρίτζαφλος, γκαρίτσαφλος, γκαρλίκους, γκαρντελάνος, γκαρντιλάνος, γκαρντιλάνους, γκαρντιλιάνος, γκαρντιλιάνους, γκαρτελάνος, γκαρτζακλιάνους, γκαρτσαλιάνους, γκαρτσλιάνος, γκαρτσουλιάνους, γκεντελάνος, γκερντελάνι, γκερτλέκι, γκζαλιάνος, γκιζαλιάνους, γκιογκιλιάνος, γκιργκιλάκι, γκίργκιλας, γκιργκιλιάγκας, γκιργκιλιάγκος, γκιργκιλιάγκους, γκιργκιλιάκ, γκιργκιλιάνος, γκιργκιλιάνους, γκιργκιλιάντζος, γκίργκλας, γκιργκλιάνους, γκιρκιλιάνος, γκίρκλας, γκιρκλιάγκους, γκιρλιάγκος, γκιρλιάγκους, γκιρλιάγκους, γκιρλιάκι, γκίρλος, γκιρντιλάνος, γκιρτζίλι, γκιρτσλάκους, γκλάρος, γκορδελάγκος, γκορδελιάγκος, γκορδιλιάγκος, γκουδέα, γκουργκλάινους, γκούργκλας, γκουργκλιάνος, γκούργκουλας, γκουργκουλιάγκος, γκουργκουλιάγκους, γκουρδιλάγκος, γκούρδιλας, γκουρδιλιάγκους, γκούρκλας, γκούρκουλας, γκούρλιακας, γκούρντιλας, γκουρντιλιάγκους, γκουρντιλιάνος, γκουρτιλάγκας, γκουρτιλάγκας, γκουρτιλάκους, γκουρτσλάνος, γκουρτσλιάνους, γκουρτσουλιάνους, γκούσκλας, γκρακλιάνος, γκρακλιάνους, γκρικλιάκ, γκρικλιάνι, γκρικλιανός, γκριλάκι, γκριλιάκ, γκριλιάμος, γκριντελάνος, γκριντιλάνος, γκριντιλιάγκος, γκριντιλιάνος, γκρισκλιάνους, γκρισλάγκους, γκρισλάνος, γκρισλιάνγκους, γκριστιλιάγκους, γκριτζιαλάγκους, γκριτζιλάνος, γκριτζλάγκους, γκριτζλάνι, γκριτιλάγκος, γκριτιλιάγκας, γκριτσιλάγκος, γκριτσιλιάγκος, γκριτσιλιάνου, γκριτσιλιάνους, γκριτσλάγκος, γκριτσλιάνους, γκρούσκλας, γλάρουγκας, γλούπος, γλούπους, γούλα, γούργουλας, γουργουλιάγους, γούργουρας, γούργουρος, γρικλάκ, γριλάτσι, γριλιάγκος, γριτσιλάνος, καντελάνος, καρακλιάνους, καρδελάγκος, καρδιλάγκος, καρδιλάγκους, καρδιλάγος, καρδιλέγκος, καρδιλέγος, καρδιλιάγκος, καρδιλιάγκους, καρίγκαλος, καρίγκιαφλας, καριγλιάνος, καρίνταφλος, καρίντζαφλος, καρίτζαλος, καρίτζαφλας, καρίτσαβλος, καρίτσαφλος, καρίτσουφλας, καρούτζαφλας, καρούτζος, καρτελάνος, κατερλάνος, κιρδιλιάγκος, κιρδιλιάγκος, κιρδιλιάγκους, κορδελιάγος, κορδιλιάγκος, κορδιλιάγκους, κουρδιλάγκους, κουρδιλιάγκους, κούρκουλας, κούρτη, κρετελάγκος, κρικαλάγκους, κρικιλάγκος, κρικλιάγκους, κριντιλιάνος, κριτιαλάγκος, κριτιλάγκος, κριτιλέγκος, κριτιλιάγκους, κριτλιάνος, κριτσιλιάγκος, κριτσιλιάγκους, κριτσιλιάνος, κριτσλιάγκους, κριτσλιάνους, λάγκουρας, λαντζούρτζη, λάραγκας, λάργκας, λάριγκα, λάρουγκα, λάρουγκας, λαρούγκι, λαρουγκιά, λαρουνγκέα, λαρουνγκιά, λαρούτζ, λέρεγκας, λιάνγκουρας, πιτναρίτς, ραγκαλιάνους, ριγκάτα, τζάρουκας, τριγκολάγκο, τσάρουκας, τσιρίμαχας | boğaz | τούρκικο

μπογαζλής [1960a] | λαίμαργος (λόγιο), αγλιάρς, αγλιφοσκουτελάς, αγλιφούτζ, αγλιφουχστελς, αγλίψαβους, αγλίψας, αλέμαργος, αλιξούρκους, αλίξουρους, αναγλιφτάς, αναγλίφτης, ανακατοκούπης, ανεσίφταγος, αντιρόκλια, αουλιάρης, ασίφταγος, βουλάρης, βουλιάρης, γκλόζους, γκολαράς, γλιάρης, γλιαρς, γλιφίτσας, γλιφίτσης, γλιφοκουτάλας, γλιφοπιατάς, γλιφοπινάκας, γλιφοπινάκης, γλιφοσαγανάς, γλιφοσαχανάς, γλιφοσκουτελάς, γλιφοσκουτέλης, γλιφούτσης, γλιφουχστέλς, γλιφτοσαχανάς, γλιφτοσκτέλς, γλιφτοτσανακάς, γλιφτουσκέλς, γλίψαβος, γλιψάρς, γλιψουσκούτιλους, γλόζος, γλόζους, γλούζους, γλούπους, γολιόζος, γολόζος, γουλαράς, γουλαρέας, γουλάρης, γούλαρης, γούλαρμος, γουλάρς, γουλάρτς, γουλέας, γούλερμος, γουλιάρης, γουλιάρικος, γούλιαρος, γουλιάρς, γουλόζος, γουλόζους, γουλούζης, γούλους, γούρλαμος, δουλιάρης, λέφακας, λίμαβους, λιμάρης, λιμάρης, λιμάρκος, λιμάρς, λίμαρς, λιμάτς, λιμόγντουρο, λίξης, λιξιάρης, λιξούρης, λίξουρος, λίξουρους, λιξούρς, λιτσιάρς, λιχούδης, λιχούδς, λιχούτης, λουξουρς, μουρχούτας, μπιστόβλιακας, μπιστόβλιακος, μπούχιλας, νταμάχι, νταμαχιάρης νταμαχτιάρης, ξικόλουμα, ουλιάρης, πνάκας, σελέμης, στομάρης, ταμαχιάρης, ταμαχιάρς, τροφαδούρος, φαγάνας, φαγανιάρης, φαγάς, χαρδαλούπας, χαρμπούτας, χλαπαχλούπας, χλιαρς, χόλμπαρς, χραμπούτας | boğazlı | τούρκικο

μπογατσιέλι < μπογατσιέλι | καλοθρεμμένο παιδί | bogat | σλάβικο

μπογιά <μπογιά [1790], μποϊάς [1709], μποϊά [1783], μπογιά [1887b], μπουιά [1962c], μπογιάς < μπογιάς (ο) [2001b], μπουιά < bουιά [1962c] | βαφή, άμα, βαθή, βάματο βάμμα, κολόρο, κουλούρο | boya | τούρκικο

μπογιαμάς (ο) < μπογιαμάδες (οι) [2001b] | σταμπάρισμα, μπογιάτισμα | boyama | τούρκικο

μπογιαμάς [1960a] | βλ. μπογιάτισμα | boyama | τούρκικο

μπόγιας < μπόγιας [1659], μπόιας [1622], μπόγιας [1934] | δήμιος (λόγιο), μπόης, τζελάτης, τζιλιάτς, φουτρής | bogia | βενετσιάνικο

μπογιατζής < μπογιατζής [1790], μποϊαντζής [1709], μπογιαντζής [1934], μπουϊατζής < μπουϊατζ’ής [1962c], μπουγιατζής < bουγατζής [2006], μπουγιατζής < μπουγιατζής [2011] | βαφιάς, βαφάρης, βαφέα, βαφέας, βαφές, βαφία, βαφιάρης, βαφιάρς, βαφίας, πιτόρος | boyacı | τούρκικο

μπογιατζίδικο < μπογιατζίδικο [1962a], μπογιατζήδικο [1995], μπουγιατζίδκου < μπουγιατζήδκου [2010] | το εργαστήρι του μπογιατζή / το μαγαζί που πουλάει μπογιές | boyahane | τούρκικο

μπογιατζιλίκι | η δουλειά του μπογιατζή | boyacılık | τούρκικο

μπογιατίζω < μπογιατίζω [1790], μποϊαντίζω [1709], μπογιαντίζω [1934], μπογιαντίζω [1957], μπουγιαντίζω [1960a], μπουϊατίζου [1962c], μπογιακίχου < μπογιακίχου [1987a], μπουγιατίζου < bουγατίζου [2006], μπουγιαντίζου | βάφω, βάβγω, βάφου, βάφτου, βάφτω, γάφω, δάβγω, δάφω | boyatmak | τούρκικο

μπογιάτισμα < μπογιάτισμα [1790], μποϊάντισμα [1709], μπογιάντισμα [1934], μπογιάντισμα [1957], μπουϊάτιζμα [1962c] | βάψιμο, βαψ, βάψη, βαψίμ, βάψμου | boyama | τούρκικο

μπογιατισμένος < μπογιατισμένος [1790], μποϊντισμένος [1709], | βαμμένος, κολαρίτος | boyanmış | τούρκικο

μπογματζές [1960a], μπογματζάς | κοκίτης (λόγιο) | boğmaca | τούρκικο

μπογόρδα [2001a] | βλ. μπαγόρδα (γλέντι, τσιμπούσι) | bagordo | ιταλικό

μπόγος [1635], μπόγκος [1963], μπούγκος [1963], μπόγους [2011] | μεγάλο δέμα ρούχων τυλιγμένο και δεμένο με πανί: βαντάκα, βάντακας, κατμάδα, κατμαδιά, κατουμάδα, μόντες, μπίγος, μπουχτσιάς, μποχτσά, μποχτσάς, μποχτσιάς | boğ | τούρκικο

μποζά [1688], μποζάς [1709], μπουζάς [1931], μπουζά | ένα ποτό που γίνεται από καλαμπόκι, στάρι ή κεχρί και μοιάζει με ξινή μπίρα | boza | τούρκικο

μπόζα [1983a] | η πόζα, το φέρσιμο του κακιωμένου | posa | ιταλικό

μποζαντζής [1709], μποζατζής [1960a] | αυτός που φτιάχνει και πουλάει μπόζα | bozacı | τούρκικο

μποζμά [1987a] | καταστροφή (λόγιο) | bozma | τούρκικο

μποζντίζω [1987a] | καταστρέφω (λόγιο) | bozmak | τούρκικο

μποζολούτο, μπουζουλότο, μπουσουλέτο | βλ. μπιζιλότο (υπνάκος) | pisoleto | βενετσιάνικο

μποθρόνα | πολυθρόνα | poltrona | βενετσιάνικο

μπόι [1835], μπόγι [1790], μπόι < bόι [1976], μπογ < μπογ’ [1988], μπόι < bόι [2006], μπόιτο | ανάστημα, ανάστα, ανάσταλμα, ανάσταμα, ανάστια, ανέσταν, ανέστιμα, άστα, ελικιά, κορμαστασά, κορμοστασιά, κουρμουστασά, κουρμουστασιά, μπογαρέ, νάστα, ραστ, ψίλους | boy | τούρκικο

μποϊλέ [1960a] | έτσι, ετς | böyle | τούρκικο

μποϊλής [1960a], μποϊλίδικος [1960a], μπουϊλής < bουϊλής [1978] | ψηλός, άλτος, αψιλός, αψλός, αψπλός, γκαλγκάντς γκαμλάρ, γκιαμίρς, γκλιαμίρς, γκριντάλι, καλαμαντάρς, καμλάρς, κλίκας, λαντσιέρης, λαρίας, λετόνι, λουγκούρς, λουνγκούρς, μακρίου, μακρύς, μποερός, ντελίνι, ντερέκ, ντερέκι, ντερλίνι, ντίλαλας, ντιλάρι, ντιλίν, ντιντέικους, ντιρέκ, ντιρέκι, ξεκλέτζονος, ποϊλής, ραγκατζάνους, ψιλέας, ψιλόν, ψιλουγκάν, ψιλουγκάντς, ψλος, ψουλός | boylu | τούρκικο

μποκ | βλ. μπατζίνα (σκατά) | bok | τούρκικο

μποκάσι [1709], μποκασί [1837], μπουχασί < bουχασί [1972], μπουκασίν [2001c], μπουκασένα [2001c], μπουγαζί [2001c], μπογασί [2001c], μπουγασί, μπουχαζί, μπουχασί | γιρλάντα από κόκκινο μπαμπακερό πανί / κόκκινο πανί / κόκκινο φουστάνι | bocassin | βενετσιάνικο

μποκέτα | το στόμα του λαγουμιού | bocchetta | ιταλικό

μποκίνο [1963] | επιστόμιο (λόγιο) | bochin | βενετσιάνικο

μποκλαντίζω [1960a] | σκατώνω, λερώνω, χαλώ | boklamak | τούρκικο

μποκλούκι [1960a], μποκλούκ [1960a], μπουκλούκι [1960a] | σκατοδουλειά, μπέρδεμα / σκουπίδι | bokluk | τούρκικο

μποκούνι [1837] | βλ. μπουκιά | boccone | ιταλικό

μπολ | βλ. μπόλικος | bol | τούρκικο

μπολερό [1961] | γυναικείο γιλέκο, που αφήνει έξω το στήθος (γαλλικό: boléro) | bolero | ιταλικό

μπολέτι [1709], μπολετί [1876a], μπολέτο [1981], μπολετιά | δελτίο (λόγιο), απόδειξη (λόγιο) / λαχείο (λόγιο) | boletin | βενετσιάνικο

μπολετί [2001b] | βλ. μπαλότα (ψήφος) | balota | βενετσιάνικο

μπόλια < μπόλια [1527], μπόλια < bόλια [1918], μπόλια [1934], μπόλι | μαντίλα, αγιασμάς, αέρας, αλέμι, άμιτο, βαγιόλι, βαμβακέλα, βαμπακέλα, γεμεμί γεμεμίν, γεμινί, γεμνί, γιαμενί, γιασμάκι, γιασμάς, γιμενί, γιμινί, γιμνί, γκαρκούλ, γκαρκούλι, γμινί, εμενί, εμπόλια, καλεμκερί, καλεμκιαρί, καλιμκιργιά, καμπανί, κατσούλα, κεφαλογίρι, κεφαλοδέμα, κεφαλομάντιλο, κεφαλοπάνι, κεφαλόδεμα, κεφιές, κλάκα, κουκουλιά, κουρλί, κουρούκλα, κρεπ, κρέπα, κρέπι, λαχούρ, λαχούρι, μααχαμάς, μαγλίτς, μαγνάδι, μαμούκι, μαμουκοτσέμπερο, μαντίλ, μαντίλι, μαντίλια, μαντιλούνι, μαρχαμάς, μαχραμάς, μαχραμπάς, μερχαμάς, μισάλα, μπαρέζα, μπαρέζι, μπαρμπούλα, μπαρμπούλα, μπατίστα, μπολίδα, μπολίδι, μπούλα, μπουλέτσι, μπουρμπούλα, μπουρμπούλι, μπουρμπούτι, μπουχτσιάς, μποχτσάς, ντρατμάς, ομπόλια, ούβια, πέτσα, πετσάς, πετσόνα, πος, πόσι, σαρίκ, σαρίκι, σεβρέτα, σερβιέτα, σιαμί, σιαμούδ, σιρβέτα, σιρβιέτα, σκεπ, σκέπη, σπαλέτου, σταντάδα, τζεβρές, τλουπάν, τουλουπάν, τουλουπάνι, τσεβρές, τσεμπέρ, τσεμπέρα, τσεμπέρι, τσέπα, τσιβρές, τσίλα, τσιμπέρ, τσιμπέρ, τσιουβρές, τσιουμπέρ, τσίπα, τσουτσουμίδα, φακιόλ, φακιόλι, φατσιολέτο, φατσιόλι, φνίκα | imbogio | βενετσιάνικο

μπόλια < μπόλια [1835], μπόλια < μπόλια [1923a], μπόλια [1934] | πετσέτα (προσώπου και φαγητού): βαγιόλι, γιαγλικάς, γιαγλίκι, γιαγλιούχι, καναβάτσα, μααχαμάς, μαρχαμάς, μαχραμάς, μαχραμπάς, μερχαμάς, μεσάλι, μισάλ, μισάλι, μισαλούδα, μπαρμπατσιόλα, μπετσέτα, μπισκίρι, μπόγια, νιφτόμπολα, νιφτόμπολια, ομπόλια, πατσόγρα, παχταμάς, πεσκίρ, πεσκίρα, πεσκίρι, πεστσίρ, πεσχίρι, πισκίρ, πισκίρι, πιτσέτα, πιτσιέτα, προσόψι, προυσόψ, σαλβέτα, σερβέτα, σιρβέτα, στράτσα, σφογκολάμπα, σφογκόμπολα, σφουξτίρ, τάβλα, τουβαέλι, τουβαλίθι | imbogio | βενετσιάνικο

μπόλικος [1835], μπόλυκος [1874a], μπόλκους < μπόλ’κους [1962c], μπόλκους < bολ’κους [1972], μπόλκους < bολκους [1976], μπόλκους < μπόλ’κους [1988], μπόλκος < μπόλ’κος [1999], μπόγλικος, μπολ | γκιουρέδικος, γκιουρέδκους, γκιούρικος, γκιούρκους, μπλουντιρός, πολικός | bol | τούρκικο

μπολίνι [1866a] | μυστικό (σφραγισμένο) | bollino | ιταλικό

μπόλνο | βλ. μαλάτος (άρρωστος) | bolno | σλάβικο

μπόλο < μπόλλο [1963] | σφραγίδα δικαστηρίου (λόγιο) | bolo | βενετσιάνικο

μπολσέτα (τα) | μανικέτια, μανσέτες | polseti | βενετσιάνικο

μπόλσος [2001b], μπόλτζος, μπόλσος, μπόρτζος | σφυγμός (λόγιο), πόλσο, πόλτσο, πόνσο, πόρτσο | pols | βενετσιάνικο

μπόμβυξ [1614] | μεταξοσκώληκας (λόγιο), μπουντίνος, μπουντίνους | bombyx | λατινικό

μπόμπα [1790], μπόμπα < μπόμbα [1962c] | βόμβα (λόγιο) | bonba | βενετσιάνικο

μπομπάδο | ή μούδρα & μούθρα, ντουβάρι φουσκωμένο από το νερό | imbomba | βενετσιάνικο

μπομπάρδα [1614], μπουμπάρδα [1622], μπουμπαρδέα [1987a], μπουρμπάδα | λουμπάρδα, κανόνι, τόπι, τοπανάς, κομάτι / κάποιο καράβι, το γολετόμπρικο | bombarda | βενετσιάνικο

μπομπαρδαμέντο [1996b] | βλ. μπομπαρδιά (κανονιά) | bombardamento | ιταλικό

μπομπαρδάρης [1790], μπουμπαρδέρης [1622], μπουμπαρδάρης [1659], μπομπαρδιέρος < μπομπαρδιέρος [1963], μπουρμπαρδολόγος [2001b] | πυροβολητής (λόγιο), μπομπίστας, τοπιτζής, λουμπαρδάρης | bonbardier | βενετσιάνικο

μπομπαρδάρω [1790], μπομπαρδίζω [1934], μπουμπαρδίζω [2001b], μπουρμπαδίζω [2001b] | βομβαρδίζω (λόγιο) | bombardare | ιταλικό

μπομπαρδιά < μπομπαρδιά [1622], μπουμπαρδιά < μπουμπαρδιά [1709], μπουμπαρδέ [2001b], | κανονιά, λουμπαρδιά, μπομπαρδαμέντο, κοματιά | bombardata | ιταλικό

μπομπίνα [1998] | καρούλι | bubina | βενετσιάνικο

μπόμπιρας [1931], μπόμπορος | βρικόλακας, ανεκαθούμενος, βάμπουρας, βαρβούλακας, βαρθάκαλας, βέμπουρας βιικόακας, βιρκόλακας, βόλακας, βόμπερας, βόμπιρας, βόμπορας, βόμπρας, βορβάλακας, βορβόλακας, βορδόλακας, βορδούλακας, βορκόλακας, βουλκόλακας, βούμβαρος, βούμπερας, βουμπίρς, βουρβόλακας, βουρβούλακας, βουρβούλιακας, βουρβούλντακας, βουρδόλακας, βουρδούλακας, βουρκόλακας, βρακόλακας, βρεκόλακας, βρικόακας, βρικούλακας, βροκόλακας, βροκόλασκας, βρουκόακα, βρουκόακας, βρουκόλακας, βρουκούακας, βρουκούλακους, γόμουρας, έντιμα, ζούλακας, καλαμπαούρας, καταχανάς, κατράμης, κατραχανάς, κατσικάς, κάτσικας, λάμπασμα, ντουσμάνης, πουρλόκης, πρόλακας, σάιτανους, σαρκωμένος, φάντακας, χορτλάχ, χορτλάχτς | vampir | σλάβικο

μπομπονιέρα < μπομπονιέρα [1957], μπουμπουνιέρα < μπουμπουνιέρα [1998] | σακουλάκι με κουφέτα που δίνουν σε γάμους και βαφτίσια | bomboniera | ιταλικό

μπομπούνα, μπουμπούνα | βλ. μπουμπουτζάνα (μεγάλη φωτιά) | bubună | βλάχικο

μπομπρέκι [1931], μπομπρέκ [1960a], μπουμπουρέκι [1996a], μπουμπρέκι, μπουμπρέκ, μπουμπρεκούδι | νεφρό, μπουμπούνα, νεβρό, νεφρί, νιφρί, | böbrek | τούρκικο

μπομπρέσo [1878b], μπομπρέσσο [1934], μπομπέζο [1963] | όνομα καταρτιού της πρύμης, πρόβολος ιστός (λόγιο) | bonpreso | βενετσιάνικο

μπον [2003], μπόνα, μπόνε | καλά | bon | βενετσιάνικο

μποναγράτσια [2001a], μποναγκράτσια | η μεγάλη κουρτίνα & το κουρτινόξυλο | bonagrasia | βενετσιάνικο

μποναμάς [1910], μπουναμάς [1931] | το δώρο της Πρωτοχρονιάς: αγιοβασιλιάτικο, καλοχέρι, μπουλαμάς | bonaman | βενετσιάνικο

μπονέντες [1835], μπουνέτης [1891e], μπουνέντες [1963], μπονέντης [1983a], μπουνέντης [1995] | πονέντες, πονέντης, πουνέντες, πουνέντης | ponente | ιταλικό

μπονεφικάρω [1963], μπονιφικάρω [1963] | αξιοποιώ (λόγιο) | bonificare | ιταλικό

μπονιότα < μπονιότα [1966] | ντενεκεδένιο αγγειό για να κουβαλούν το γάλα | pignatta | ιταλικό

μπονιφικατσιόνα | αξιοποίηση (λόγιο) | bonificazione | ιταλικό

μπόνο [1996b] | καλά, εντάξει (λόγιο) | bon | βενετσιάνικο

μπονοβόλιας < μπονοβόλιας [2001a] | καλόκαρδος, καλόψυχος, καλοκάγαθος | buonavoglia | ιταλικό

μπονόρα < μπονώρα [1887b], μπονωρούλια [1887b], μπονόρα [1894], μπονώρα < bονώρα 1909], μπονώρας [1934], μπονόρας [1957] | λυκαυγές (λόγιο), αμπονωρίς, αμπονόρα, πολύ πρωί | buonora | ιταλικό

μποντά [1963] | αγαθοσύνη, ααθουσίνη, αβαθοσίνη, αγαθότη, αγαθότε | bonta | ιταλικό

μποντάντζα [1996b], μποδάντσα | μπολικιά (αφθονία) | bondanza | βενετσιάνικο

μπόντζικ, μπουντζούκα | χάντρα, ζινί, ζινίς, ζινίχ, κορέλι, χάνδρα, ψίφα | boncuk | τούρκικο

μποντί [1963] | καλημέρα | buondi | ιταλικό

μπονφεστίδος | γιορτινός, γιορταστικός, γιορτιάτικος, γιορθιανός, γιορτάτκος, γιορτερός, γιορτιακός, γιορτιανός, γιορτιατικός, γιορτικός, γιορτιρός, γιουρτερός, γιουρτιανός, γιουρτιάτκους, γιουρτινός, γιουρτιρός, γιουρτνός | buono festivo | ιταλικό

μποξάς [1910], μποκτσάς, μποχτσάς, μποξιάς, μποξάι | σάλι, εσάρπα | bokça | τούρκικο

μπόουλου [1964], μπόουλο | βλ. μπαούλο | baul | βενετσιάνικο

μπόρα [1835], μπόρρα [1835], μπόρα < bόρα [1972] | γαζέπι, γαζέπ, γκαζέπ, καθόρι, καταχάρι, μπουγραντί, ποράν, ρετούρα, ρούφουλας, στχαρ, τούζι, τφάνι, τφαν | bora | βενετσιάνικο

μποραντζένα [1688], μπουράκιν [1688], μπουράντζα [1709], μποράντσα [1894], μπουράντσα [1894], μποράντζα [1923b], μπορατσένα [1923b], μπουράτσινο [1923], μπουράτζινο [1963], μπουράτζα [1996b], μπόραγκο | το φυτό Borrago officinalis: αρμπέτα, αρνοπέτα, βοράτσενε, βοράτσινα, πουράντζα | borrago | λατινικό

μπόργκο [1963] | τα σπίτια που ήταν έξω και γύρω από το κάστρο | borgo | ιταλικό

μποριρισμένος [1709] | σιχαμένος | aborrente | ιταλικό

μπορίρω [1709] | σιχαίνομαι | aborrire | ιταλικό

μπορίτσιο [1894], μπορίτσα [1923b], μπόριτζε [1987a] | το δέντρο Pinus Nigra: αγριόπευκο, μιλοέλατο, μοσχοέλατο, μπορτίκε, πεύκη | borik | σλάβικο

μπορντούρα [1934], μπολντούρα [1983a], μπουλτούρα | γαρνίρισμα στην άκρη ρούχου ή πανιού | bordura | ιταλικό

μπόρσα [1866a], μπούρσα [1934] | χρηματιστήριο (λόγιο) | borsa | ιταλικό

μπόρτα [1688] | πόρτα | porta | λατινικό

μπορτζάκι [1960a], μπορτζάκ [1960a], μπουρτζάκι [1960a] | το φυτό Lathyrus sativus: λαθούρι, λαθούζι, λαθούρ, λαθίρ, λαθίρι, λαθίριν, λαθιρίτα, λαθουρίτα, λαφίρι, πίσες / το φαΐ φάβα (γίνεται με λαθούρι) | burçak | τούρκικο

μπορτίκε [1894] | βλ. μπορίτσιο | borik | σλάβικο

μπορτσελάνα [1963], μπουρσελάνη [2001c], μπουρσελάνα [2001c], μπουρσουλάνα [2001c] | πορσελάνη, μπροτσολάνα, μπρουτσελάνα, μπρουστσουλάνα | porcellana | ιταλικό

μπόρτσι [1960a], μπορτς [1960a], μπόρζι [1887b], μπόρτζ < μπόρτζ’ [1962c], μπόρτζ < bόρτζ’ [1976], μπουρτζίλα [1988], μπόρτζι [1996a] | χρέος (λόγιο), δάνειο (λόγιο) | borç | τούρκικο

μπορτσλέβουμι | χρεώνομαι (λόγιο) | borçlanmak | τούρκικο

μπορτσλής [1960a], μπορτζιλής [1966], μπορτζαλής [1981] | χρεοφειλέτης (λόγιο) | borçlu | τούρκικο

μπος | άδειος, αδειανός, αδιατές, αδιατός, αδιάτος, άδιε, άδιους, αδκιανός, άδντζος, αϊδανός, άτζος, διανός | boş | τούρκικο

μπος-γερί [1835] | λαγόνι, λαγόνι, λανγκόν | böğür | τούρκικο

μπόσι [1966] | άδειο, αδειανό | boş | τούρκικο

μπόσικος [1910], μπόσικος < bόσικος [1925], μπόσκος [1960b], μπόσκους < μπόσ’κους [1962c], μπόσκους < bόσ’κους [1972], μπόσκους < bόσκους [1976], μπόσκους < bόσ’κους [1978], μπόσικο < μπόσικο [1987a], μπόσκος < bόσκος [2001c], μπόσκους [2008] | χαλαρός (λόγιο), γκεβσέκης, γκιφσένκους, κεφσέκης, λάμπαμπους, λάσκος / υποχωρητικός (λόγιο) | boş | τούρκικο

μποσκέτο [1963] | άλσος (λόγιο) | boschetto | ιταλικό

μπόσκος [1614] | δάσος, αρμάν, αρμάνι, δάσε, δάσι, δάσο, δάσος, δάσου, δάσους, ζίγρα, ζίγρια, κορί, κουρί, κουρί, λαγκονιά, λόγγος, λογκάρι, λόγκι, λογκιά, λογκιάδα, λογκός, λόγκους, λόνγκους, μπαλγκάμ, ντάσο, ντουάνα, ορμάν, ορμάνι, ουρμάν, ουρμάνι, ρμαν, ρμάνι, ρομάν, ρομάνι, ρουμάν, ρουμάνι, τάσο | bosco | ιταλικό

μποσουνά [1960a] | μάταια (λόγιο), του κάκου | boşuna | τούρκικο

μποστάλι [1887b] | μπότες μέχρι το γόνατο | postol | σλάβικο

μποστάνι [1709], μποστάν, μπουστάνι, μπουστάν | περιβόλι, κεπί, κεπίν, κεπούλι, κιπάρι, κίπι, μπαγτσές, μπακζές, μπακτζές, μπακτσές, μπαξές, μπαχτσέ, μπαχτσές, μπαχτσιάς, μπαχτσιές, μποστανλίκι, παγτσές, παχτσά, περβόλ, περβόλι, περδιάρι, περδιγάρι, πιρβόλ, πιρβόλι, πιριβόλ πιροβόλι, ποστάν, ποστάνιν, πρεβόλι, πριβόλ, πριβόλι, προβόλι, πστάνι, σκίπι, τζιιπίν, τσίπους | bostan | τούρκικο

μποστάνι [1790] | οχυρό (λόγιο) | bastione | ιταλικό

μποστανλίκι [1987a] | βλ. μποστάνι (περιβόλι) | bostanlık | τούρκικο

μποσταντζήμπασης [1709], μποστατζίπασι [1688] | ο αρχικηπουρός (λόγιο) | bostanbaşı | τούρκικο

μποσταντζής [1709] | περιβολάρης, μπαξεβάνης, μπαξιβάνους, μπαχτσαβάνης, μπαχτσαβάνς, μπαχτσεβάνης, μπαχτσεβάνς, μπαχτσιαβάνς, μπαχτσιαβάντς, μπαχτσιβάνους, μπαχτσιβάνς, μπαχτσιβαντζής περβολάρης | bostancı | τούρκικο

μποστέλενο [1614], μποστέληνο [1688] | τα καπούλια του αλόγου | postilena | λατινικό

μπότα | χτύπημα, πλήγμα (λόγιο) | bota | βενετσιάνικο

μπότα [1931], μπόττα [1934] | κλειστό και ψηλό παπούτσι | botta | ιταλικό

μποτέγα [1860] | κατάστημα (λόγιο), μαγαζί | botega | βενετσιάνικο

μποτεγιέρης < μποτεγιέρης [1963] | μαγαζάτορας | boreghier | βενετσιάνικο

μποτεστάς [1614] | ποδέστας, ποτεστάτος, κοινοτάρχης (λόγιο) | potestas | ιταλικό

μπότζα [1709] | λεκάνη, γαβάθα | bocia | βενετσιάνικο

μπότζα [1960a], μπότζι [1960a] | & πότζα, ναυτ. όταν το καράβι δεν πηγαίνει κόντρα στον αέρα / το κούνημα του καραβιού από το κύμα, στα πλάγια | bozza | βενετσιάνικο

μποτζάλι [2001b] | το χείλος του πηγαδιού | poggiale | ιταλικό

μποτζάρω [1934], μποτσάρω [1961] | & ποντζάρω, κλυδωνίζομαι (λόγιο) | bozzar | βενετσιάνικο

μποτζεργάτης [1835], μποτζαργάτης [1878b], μποζαργάτης [1934] | ναυτ. εργατοκύλινδρος (λόγιο), βαρούλκο, βίντσι | bocurgat | τούρκικο

μποτζί [1837], μπότσα [1876a] | βλ. μπούκλα (βαρέλι) | bozza | ιταλικό

μπότζι [1934] | σάλος, παρακύλισμα, διατοίχιση (λόγιο), το κούνημα του καραβιού στο πλάι, από το κύμα | bocalama | τούρκικο

μπότζος [1835], μπότσος [1878b] | ναυτ. πους (λόγιο), ποδεών (λόγιο) | bozza | ιταλικό

μπότζος [1918], μπόντζι [1987a], μπότζιο [1996b], μπότζιος [1996b], μπόντζος, μπότζο | το μπαλκόνι όπου βρίσκεται η πόρτα του ανωγιού | bozza | ιταλικό

μπότης [1874b], μπότι [1887b], μπώτι [1891c], μπότυς [1909], μπότυ [1909], μπότης < bότης [1918] , μποτ < μποτ’ [1964], μπότη | κανάτα από πηλό, για νερό ή κρασί: βίκα, βίκος, γκουργκούλι, γουργούλα, γουργουλιά, γουργούρα, γουργουριά, καϊντιρμάς, καλίτσα, κανάτ, κανάτι, κλοντίρι, κλουντίρι, κμαρ, κουκουμάρα, κουμάρ, κουμάρι, κούμνα, κριόλογο, κριολόγος, κριολόιγ, κροντήρι, λαγήν, λαγήνα, λαγήνι, λαγίν, λάγκνος, λαέν, λαένα, λαήν, λαήνα, λαήνι, λαΐν, λαΐνα, λάινας, λαΐνι, λαΐνιν, λεγένι, λιεν, λιένα, λιένη, μαστραπάς, μπαντιά, μπάντια, μπαρδάκ, μπαρδάκα, μπαρδάκι, μπαρντάκ, μπαρντάκα, μπαρντάκι, μποτίρι, μπουντένα, μπούρμπουλας, μπουντούτς, μπουτούτς, μπρόκα, νεμπότης, νεμπότι, νοκά, ξίστα, ομπότη, πότης, σουρά, σουρλάς, στάμνα, σταμνί, τεστόπον, τσουκάβα, τσουκάλι | bot | βενετσιάνικο

μποτίλια < μποτίλια [1866a], μποτίλια < bοτίλια [1918], μποτίλια < μποτίλλια [1934], μποντίλια, μπουτίλια, μπουτέλα | μπουκάλα, φιάλη (λόγιο) | butilia | βενετσιάνικο

μποτιλιαρία < μποτιλλιαρία [1963] | εμφιαλωτήριο (λόγιο) | butiliaria | βενετσιάνικο

μποτιλιάρισμα < μποτιλλιάρισμα [1943] | εμφιάλωση (λόγιο) | imbottigliamento | ιταλικό

μποτιλιάρω < μποτιλλιάρω [1934] | εμφιαλώνω (λόγιο) | imbottigliare | ιταλικό

μποτιλιόνι < bοτιλιώνι [1918] | μπουκάλι | butilion | βενετσιάνικο

μποτιλίτσα, μποτηλίτζα [1840] | μπουκαλάκι | bottiglietta | ιταλικό

μποτίνι [1931], μποτίννι [1934], μπουντίν < μπουdίν [1962c], μποντίνι [1963], μπουτίνι < μπουτίνια (τα) [1996a], μποτίνιν < μποτίνι(ν) [2002] , μπουτίνα | κοντή μπότα, μποτάκι | bottini | ιταλικό

μποτόνι [1876a] | χρυσαφένιο κουμπί ή στολίδι σα χάντρα | bottone | ιταλικό

μποτόνια (τα) [1933] | & μπετόνια, κολιέ από χρυσά φλουριά | bottoni | ιταλικό

μπότσα, μπότζα [1688], μπότσα [1860], μποτζί [2001c], μπόσα < μπόσσα [2001c], μποτσί [2001c], μπότσια < μπότσια[2001c] | γαράφα, γαστέρα, καράφα, μπουκάλι, μποτίλια, νεμπότης, νεμπότι, πότζα, φλασκί / μέτρο χωρητικότητας υγρών (λόγιο) | bozza | βενετσιάνικο

μποτσέτο [1996b] | μικρή μπότσα | bozzeta | βενετσιάνικο

μποτσικάρι | το ψάρι Cyprinus carpio carpio: γκρεβάδ, γκρεβάδι, γκριβάδ, γκριβάδι, γλανός, γραβαδέλι, γραβάδι, γρεβαδέλι, γρεβάδι, γριβαδέλι, γριβάδι, δρομίτσα, κυπρίνι, κυπρίνος , λαζάνι, μουρούνα, μουστάκι, πρίνος, σαζάνι, τσάφρα, τσουκάνι | griva | σλάβικο

μπότσικας [1835], μποτσίκι [1923b], μπότσκα < μπότσκα [1964], μπούτσκα < μπούτσκα [1964], μπότσκλα < μπότσκλα [1966], μποτσίτσι < μποτσίτσι [1987a], μπότσκου | το φυτό Urginea maritima: αγιοβασιλίτσα, ασκιλιτούρα, ασκιλοκάρα, ασκινοκάρα, βασιλίτσα, βολβικός, βόλκικος, βότσικας, κουβαροσκέλα, κουτσούνα, κρεμιδοσκίλα, μπότσικας, σκίλα, σκιλοκρεμίδα, σκιλοκρομίδα, σκιλοκρόμιδο, σούνα, τσικουρνίδα, φάσκελα | bocika | σλάβικο

μπότσκα | η μυτερή άκρη ενός ξύλου | боцка | σλάβικο

μποτσόνι [1966] | βλ. μποτινέλι | bozzon | βενετσιάνικο

μπουαμπέτι [1982] | βλ. μουχαμπέτι (καλαμπούρι, κουβεντούλα) | muhabbet | τούρκικο

μπουγάδα [1635], μπογάδα [1790], μπουάδα [1894], μπγάδα | το πλύσιμο των ρούχων (με τα χέρια): αμπουγάδα, πουάδα, πουγάδα | bugada | βενετσιάνικο

μπουγαδαριά < μπουγαδαριά [1709] | πλύστρα | bugatiera | ιταλικό

μπουγαδιάζω < μπουγαδιάζω [1709], μπογαδιάζω < μπογαδιάζω [1910] | κάνω, βάζω μπουγάδα | bugatare | ιταλικό

μπουγάζ [1946], μπουγάζι, μπογάζ | στομάχι, κουκουρέντζο, μπάμπα, πλαγκόνι, στουμάχ, φσκη | boğaz | τούρκικο

μπουγαρίνι [1910], μπογαρίνι [1910], μπουκαρίνη [1923b], μπουγαρινιά [1923b], μπογαρινιά [1934] | το φυτό Jasminum sambac: φούλι, φουλιά | bugarin | βενετσιάνικο

μπουγάς [1709], μπγας [1872], μπογάς [1960a], μπουγά [1963], μπουγάς < bουγάς [1976], μπουγά [1987a], μπουγά, μπουάς, μπούας | ταύρος (λόγιο), μπίκας, μπικάδ, μπικάδι, ντανάκι, ντάνας, ντάνας | boğa | τούρκικο

μπουγάτσα [1931], μπογάτσα [1835], μπουγάτσα < μπουγάτσ’α [1962c], μπογκάτσα < μπογκάτσα [1966], μπουγάτσα < bουγάτσα [1976], μπουγάτσια < μπουγάτσια [1982], μπογάτσια, μπουάτσια, μπογκάτσα | και πουγάτσια, πογάτσα, πουγάτσα / πίτα με φύλλο και κρέμα ή τυρί / ζυμωτό ψωμί ψημένο σε ταψί (σε κάποιες περιοχές δίχως προζύμι) / το ταψί που ψήνουν την μπουγάτσα | boğaça, poğaça | τούρκικο

μπουγατσατζής, μπογατσατζής [1878b], μπογάτσατζης [1960a], μπουγατσατζής [1995] | αυτός που φτιάχνει και πουλάει μπουγάτσες / τυροπιτάς | boğaçacı, poğaçacı | τούρκικο

μπουγέλο, μπουγιέλο < μπουγιέλο [1931], μπουγέλος [1963], μπγέλο < μπ’γέλο [1964], μπγέλος < μπ’γέλος [1964], μπουγέλο [1995], μπγέλο < b’γέλο [2001c], μπουγέλου < bουγέλου [2001c], μπουέλο | βλ. μπιέλος (κουβάς) | bugiol | βενετσιάνικο

μπουγιάρω < μπουγιάρω [1996b] | βλ. μπουρμπουλιάζω (βράζω) | boger | βενετσιάνικο

μπούγιο [1918] | βράση, βράσιμο | bogio | βενετσιάνικο

μπουγιουντρούκ < bουγιουντρούκ’ [1972] μπουντρούκ | ο ζυγός του αλετριού: αλετρόζιον, ζγόλαρους, ζγος, ζιός, ζίος, ζιουγός, ζουγό, ζουγός, μπουζντράκι, μπουζντράκ, μπουντρούκ | boyundruk | τούρκικο

μπουγιουρντάω | διατάζω (λόγιο) | buyurmak | τούρκικο

μπουγιουρντί < μπουγιουρντί [1860], μπουγιουρτί <μπουγιουρτί [1866b], μπουγιουρουλντί | πρόσταγμα (λόγιο), διάταγμα (λόγιο) | buyuruldi | τούρκικο

μπουγιουρούμ < μπουγιουρούμ [1931], μπούγιουρουν < μπούγιουρουν [1960a], μπουγιούρ < μπουγιούρ [1966], μπουϊούρουμ < μπουϊούρουμ’ [1976], μπουίρουμ [1987b], μπούγιουρουμ < μπούγιουρουμ [1996a], μπουγιούρουμ < bουγούρουμ [2006], μπουιούρ [2008], μπούγιουρου, μπούιρου, μπούιρουν | περάστε, κοπιάστε | buyurun | τούρκικο

μπουγκαργιάζω [1891e], μπουκαρίζω [2002], μπουκάρω | σοβατίζω, σοβαντίζω, παλάμίζω, σουφατίζου, ρεμπουκάρω | rebocar | βενετσιάνικο

μπουγραντί [1960a] | βλ. μπόρα | boran | τούρκικο

μπούζα | αρρώστια που παθαίνουν τα γιδοπρόβατα (στα χείλια) | buzë-a | αλβανικό

μπούζα [1966] | χείλι, αχείλι, αχίλ, σιλ, σίχιλο | buzë-a | αλβανικό

μπουζαΐχου [1987a] | ακουμπάω κάποιον και τον κρυώνω | buz | τούρκικο

μπουζέλης | βλ. μπουντσαχείλας (χειλαράς) | buzac-e | αλβανικό

μπούζι [1910], μπουζ [1960a], μπούζιν < μπούζι(ν) [2002], μπουζ < μπουζ’ [2006] | πάγος, βάτσα, γιάσος, γιάτσο, γιάτσος, κράι, κρούσταλο κρούσταλου, κρύσταλλο, πάγους, πάος, πάους / κάτι που είναι πολύ κρύο | buz | τούρκικο

μπούζι [1923b] | το φυτό Mesembrianthenum crystallinum: καλιά | buz | τούρκικο

μπουζκούκι | κραγιόν, κοκκινάδι, σπερλέτο | buzëkuq | αλβανικό

μπουζούκι [1910], μποζούκι, μποζούκ, μπουζούκ | έγχορδο μουσικό όργανο (λόγιο) | bozuk | τούρκικο

μπουζουκτσής [1961], μπουζουξής [1961], μπουζουκτζής [1962a] | ο μουσικός που παίζει μπουζούκι | buzukici | τούρκικο

μπουζτζής [1960a] | παγοπώλης (λόγιο) | buzcu | τούρκικο

μπουζχανάς [1960a] | παγοποιείο (λόγιο), μεγάλη αποθήκη-ψυγείο (λόγιο) | buzhane | τούρκικο

μπουιάτα < bουιάτα [2006] | σκεπασμένο μέρος πίσω από το μαντρί | pojata | σλάβικο

μπουΐκ | μουστάκι, μουστάκ, πουΐκ | bıyık | τούρκικο

μπουικλία | μουστακαλής, μουστακάς, μουστακάτος, μουστακάτους, μουστάκιας, μουστακλής, μπαφούτης, μπστάκας, πουικλής | bıyıklı | τούρκικο

μπουιλέ | έτσι | böyle | τούρκικο

μπούκα [1876a], μπούκα < bούκκα [1918] | στόμα, στόμιο (λόγιο), τρύπα | boca | βενετσιάνικο

μπουκαδούρα [1931], μποκαδούρα [1934] | ο αέρας που σπρώχνει το καράβι στο λιμάνι | sbocadura | βενετσιάνικο

μπουκάλι [1835], μπωκάλι[1878a], μποκάλι [1934], μπουκάλ | μποτίλια, φιάλη (λόγιο) | bucal | βενετσιάνικο

μπουκαλόνι [1996b] | μικρό μπουκάλι | boccalone | ιταλικό

μπουκαμβίλια < μπουκαμβίλια [1998], μπουκαβίλια | φυτά του γένους Bougainvillea, βουκαβίλια, βουκαμβίλια, μποκεβίλι | buganvillea | ιταλικό

μπουκαπόρτα [1709], μποκαπόρτα [1910] | το πορτέλο του κανονιού / πόρτα στο πλάι του καραβιού | bocaporta | βενετσιάνικο

μπουκάρισμα [2002] | σοβάτισμα, σοβάντισμα, παλάμισμα, παλάμσα | rebocada | βενετσιάνικο

μπουκάρω [1709], μπουκάρω < bουκκάρω [198], μπουκάρου [1981], μπουκέρνω < μπουκαίρνω [2002], μπουκάρω | μπαίνω ξαφνικά ή με φούρια | imboccare | ιταλικό

μπουκάσι [1709], μπουκασί [1933] | βλ. μποκάσι | bocassin | βενετσιάνικο

μπουκί [1659], μπουτζί [1933], μπουγκί [1963], μπούγκος [1963], μπουγγί [1996b] | πουγκί, κεσέ, κεσές, κεσιά, πούγκα, πτσι, σακούλ, σακούλα, σακούλι, τανκουί, τσικμετζές | punga | λατινικό

μπουκιά < μπουκιά [1659], | χαψιά, βούκα, βουκιά, δάγκαμα, δαγκαματιά, δαγκουσιά, καταπνιά, καταψιά, μκουσά, μουκουσιά, μούτσα, μπικούνι μποκασία, μποκούνι, μπούκα, μπουκέα, μπουκοσιά, μπουκουβάρα, μπουκουβίτσα, μπούκουμα, μπουκουματέα, μπουκούνη, μπουκούνι, μπουκουνιά, μπουκουνία, μπουκούνια, μπουκουνός, μπουκουσιά, μπουκουσούλα, μπουτσέα, ρούμπος, χαψά | bucca | λατινικό

μπουκίνα [1688], μπούκινο [1996b], μπουτσίνα [1996b], μπούτσινο | βούκινο, βουκίνα, βουκίνα, βούκινας, βούκινος, βούκιουνο, βούκνο, βούκνου, βούτσινο, γουκίνα, κόρνο, κόρνος, κουκίνα, κούρνος, μούκινο, μπούρος, ούκινο | bucina | λατινικό

μπούκλα [1860], μπουκλί [1931] | τούφα από σγουρά μαλλιά | bucola | βενετσιάνικο

μπουκλίτζα [1709], μπούκλιζα < μπούκλυζα [1887a], μπουκλίτσα [1894] | παγούρι από ξύλο ή τσίγκο | buklica | σλάβικο

μπουκουνάκι 1622], μπουκονάκι [1688] | βλ. μπουκίτσα | boconcin | βενετσιάνικο

μπουκούνι [1622], μπουκούνη [1688], μπουκούνιν < μπουκούνι(ν) [2002], μπουτσούνι | βλ. μπουκιά / μικρό κομμάτι | bocone | βενετσιάνικο

μπουκουνιά [1934], μπουκούνια [1614], μπουκουνία < μπουκουνία [1923a], μπουκουνιά < μπουκουνιά [1988] | βλ. μπουκιά | bocone | βενετσιάνικο

μπουκούνωμα [1709] | βλ. μπούκωμα | imboccamento | ιταλικό

μπουκράς [1688], μπούκρα [1688] | κρασί ανακατεμένο με νερό | hipocras | λατινικό

μπούλα [1860] | σφραγίδα (λόγιο), βούλα, βόλα, βούα, βούλες, βούλντα, βούλος, μαχούρι, μεχίρ, μιχιούρι, μουχιούρ, μουχιούρι, μουχούρ, μουχούρι σιντζίλα, στάμπα, σταμπίλια | bulla | λατινικό

μπούλα [1987a], μπούλου, μπούλιω | η μεγαλύτερη κουνιάδα της νύφη / η μεγάλη αδερφή | baldız | τούρκικο

μπουλαμάτς [1960a], μπουλαμάτσα [2001b], μπουλαμάτσι | κουρκούτι, αλεβρά, αλεβράς, αλεβρέα, αλεβρία, αλεβριγιά, αλευριά, αλιβρέ, αλιβριά, γρούτα, κορκότ, κουρκούτ, κουρκούτα, κουρκούτη, σίβραση, σιιλός, σιολός, τσορβάς / μουσταλευριά, κιοφτέρια, κιοφτέριν, κουρκούτι, μασταγούλα, μουστόπιτα, μουστόπτα, μπιλτές, σταλιβριά, χλες | bulamaç | τούρκικο

μπουλανίκικος [1960a] | θολός, θελός, θουλός, μπουλαμάτς, μπουλαμάτσι | bulanık | τούρκικο

μπουλαντίδα, μπουλάντσα | αναγούλα, αναβούλα, αναγκουλία, αναγλιά, αναγλιατάδα, αναγούλασμαν, αναγουλιά, αναγούλια, αναγούλιασμα, αναγουλιατάδα, αναγουλιατό, αναγουλιατός, αναγούλιγμαν, αναγούλιμαν, αναγούλισμα, αναγούλισμαν, αναούλα, αναούλιασμα, αναούλιασμαν, αναουλιατός, ανεγούλα, ανεγούλιασμα, ανεγουλιατό, ανεούλα, ανιγούλα, ανιούρα, ανουγούλα, ναουλγκιατός, ναούλιασμα, νεουλιαστός | bulantı | τούρκικο

μπουλαντίζου [2011], μπουλαντίζω, μπουλαντώ | αναγουλιάζω, αγλιάζου, αναβολιάζου, αναγλιάζου, αναγλιάου, αναγουλιάζου, αναγουλιάου, αναγουλίζω, αναγουλιώ, αναουλιάζω, ανεγουλιάζω, ανεγουλιώ, ανεγουριάζω, ανεουλιάζω, ανεουριάζω, ανιγλιάζου, ανιγλιώ, ανιγουλιάζου, ανιγουριάζω, ανουγλιάζου, ανουγουλιάζω, ναουλγκιάζω, ναουλγκιώ, ναουλιάτζω, ναουλώ, νεγουλιάζω, νεουλιάζω, νεουλιώ, νιγλιάζου νιγουλιάζου, νιγουλιάζω | bulanmak | τούρκικο

μπουλάρι [1966] | η σαύρα Pseudopus apus | bullar-i | αλβανικό

μπουλασίκης [1887b] | ευρηματικός (λόγιο) | buluşçu | τούρκικο

μπουλασίξ | βρόμικος, μολυσμένος (λόγιο) | bulaşık | τούρκικο

μπουλαστίζου | ανακατεύω, μπερδεύω | bulaştırmak | τούρκικο

μπουλβάντσε | εμετός (λόγιο), ξέρασμα, λαρουνγκέα, λαρουνγκιά, μιτός, ξερασία, ξερατί, ξερατό, ξιρατό | bluvanja | σλάβικο

μπουλγκαρί [1960a], μπουλγαρί [2001b], μπουργαρί [2001b] | μπαγλαμάς με τέσσερα τέλια | bulgari | τούρκικο

μπουλετί [1857], μπουλέτο [1934], μπουλέττο [1983b], μπουλέτι [1996b], μπουλετίο [1996b] | δελτίο (λόγιο), απόδειξη (λόγιο), σημείωμα (λόγιο) | boleti | βενετσιάνικο

μπουλιέτου | κάλεσμα, ακάλιασμα, κάλεσμαν, καλετσκή, καλιστίρ, μπιλιέτο | bilieto | βενετσιάνικο

μπουλιούρι < μπουλιούρι [1960a] | βλ. μπιλούρι (κρύσταλλο < γυαλί) | billur | τούρκικο

μπουλμές [1962a], μπουρμές [1963] | τοίχος, χώρισμα | bölme | τούρκικο

μπούλμπερη, μπούλμπερ [1614], μπούλβερη [1915], μπούλμπερη [1957], μπούρμπερη [1963], μπούλμπεζη < μπούλμπεζη [1987a], μπόλμπερι [1996b], μπόρμπερη [2001b], μπούρμπουλους, μπούλμπεση | μπαρουτόσκονη, πούλβερη, πούλβερι | polvera | βενετσιάνικο

μπουλμπούλι [1960a], μπουλμπούλ [1960a] | βλ. μπιρμπίλι (αηδόνι) | bülbül | τούρκικο

μπουλντούκα < bουλdούκα [1892] | μεγάλη λάκκα με νερό | bîltóc | βλάχικο

μπουλντουρτζίνι < μπουλντουρζίνια (τα) [1960b] | το πουλί Coturnix coturnix: μπιλντιρτζίνι, ορτύκι, ουρτίκ, χαμοπέρδικα | bıldırcın | τούρκικο

μπουλούκι [1790], μπολούκι [1960a], μπουλούτσι < μπουλούτσι [1987a], μπουλούκ | μπελούκ, μπελούκι, μπιλίκ, μπλιούκ, μπλουκ | bölük | τούρκικο

μπουλούκμπασης [1860], μπουλούμπασης [1982] | καπετάνιος (αρματολών): μπιλιούμπασης, μπουλουκάρης, μπουλουκτζής, μπουλουκτσής, μπουλουξής | bölükbaşı | τούρκικο

μπουλούκος [1934], μπολούκος < μπουλλούκος [1960a], μπουλούκους [2008] | βλ. μπζιάκας (χοντρούλης) | bolluk | τούρκικο

μπουλούκτι | σύννεφο, νέφος (λόγιο), ανέφαλο, ανεφέλη, γιουργκάν, γνέφαλο, γνέφι, λιβ, λίβος, νέφαλο, νέφαλον, νέφι, νεφούσι, σίγνιφου, σίνιφου, σύγνεφο | bulut | τούρκικο

μπουλουστρίνες < μπουλουστρήνες (οι) [1983a] | βλ. μποναμάς (πρωτοχρονιάτικο δώρο) | bonae strenae | λατινικό

μπούμα [1857], μπούμι [1857] | ναυτ. επίδρομος ιστίο (λόγιο): το ξύλο που βαστά κάτω το μεγάλο πανί | boma | ιταλικό

μπούμπα [1894], μπούμπα < bούbα [1894] | το έντομο Pediculus capitis: ψείρα, μιλιόρα, μπιδόκα, μούρσια, μπούμπα, πιδόκα, φτιρ, φτίρα, ψίρε | bubë -a | αλβανικό

μπουμπάρι [1891b], μπομπάρι [1934], μπουμπάρ [1960a] | το φαΐ που γίνεται από το χοντρό άντερο ή την κοιλιά του σφαχτού, με γέμιση κομματάκια συκωταριάς (ή κιμά), ρύζι, χόρτα και μπαχάρια / τρόπος πλεξίματος των μαλλιών των γυναικών | bumbar | τούρκικο

μπουμπάς [1996a] | μπαμπάς, πατέρας, αφέντης, αφέντς, βαβά, βαβάς, βαή, κιούρης, κύρης, πάγιες, πάης, πάπας, πλιάκος, σιορπάτρης, τάτκα, τατάς, τετές, τζίρης, τζιίρης, τρανός | baba | τούρκικο

μπουμπλικάρω [1963] | δημοσιεύω (λόγιο) | publicar | βενετσιάνικο

μπούμπλικος [1963] | δημόσιος (λόγιο) / δημοσιά (δρόμος) | publico | βενετσιάνικο

μπουμπούτα | βλ. μπουμπουτζάνα (μεγάλη φωτιά) | bubută | βλάχικο

μπουνάκης [1960a], μπουνάξ [1960a] | ξεμωραμένος, ξεκούτης, ξεκουτιάρης, ξεκουτιασμένος, γεροξεκούτης, γεροξούρας, μπουνόβας, ραμολί, ραμολιμέντο, ραμολίδος, ραμόλι | bunak | τούρκικο

μπουνακλαντίζω [1960a] | ξεμωραίνομαι, ξεκουτιάζω, ξεκουτιαίνω | bunamak | τούρκικο

μπουνακλίκι [1960a] | ξεμώραμα, ξεκούτιασμα | bunaklık | τούρκικο

μπουνάρ < μπουνάρ’ [1999] | βλ. μπινάρι (βρύση) | pınar | τούρκικο

μπουνάτσα [1894], μπουνάτζα [1709], μπονάτζα [1709], μπονάτσα [1866a], μπουνάτσα [1934], μπουνάτζα | απανεμιά, βδια, κάλμα, καλοκαιριά, καλοσύνη, γαλήνη | bonazza | βενετσιάνικο

μπουνατσάρω[1860], μπουνατζάρω [1709], μπονατσάρω [1931] | γαληνεύω, μερώνω | bonasar | βενετσιάνικο

μπούνι [1931], μπούνια (τα) [1874a] | μικρή τρύπα στο πάνω μέρος της πλευράς του καραβιού, για να φεύγουν τα νερά | bugna | ιταλικό

μπουνιά < μπουνιά [1835], μπουνιά [1934], μπουνία < μπουνία [1987a] | γροθιά, βροθιά, βρόθος, βρόθους, βροτθιά, βρότθος, βρότος, βρουθιά, γκουρθεά, γκροθέα, γκροθιά, γκρόθος, γκρόθους, γκρότο, γκρουθιά, γλοθιά, γλόθος, γλοτθιά, γλότος, γλουμπανιά, γόουθους, γορχιά, γουουθιά, γούρθα, γουρθεά, γουρθέα, γουρθιά, γούρτα, γουρτέα, γουρτία, γρογχιά, γρόδιτος, γροδκιά, γροθέ, γροθέα, γροθία, γροθκιά, γρόθο, γρόθος, γρόθους, γρόθτος, γροθτσιά, γροϊθιά, γροκιά, γροκτιά, γρόκτος, γροκχιά, γρόπος, γρότε, γροτθιά, γροτθία, γρότθο, γρότθος, γροτιά, γροτία, γρότο, γρότος, γροτσιά, γρουθά, γρουθεά, γρουθιά, γρουτέα, γρουτία, γροφιά, γροχιά, γροχτιά, γρόχτος, δροθκιά, δρόθος, δροκχιά, δρόχος, κορχιά, κροθιά, μούστα, μουστέα, μπουνέα, μπουνέλι, μπουνελιά, μπούνος, μπουχανιά, μπουχνιά, μπουχτανιά, ουρθεά, σγροθιά, στρουγκιά, στρούγκος, χουρτέα | pugno | βενετσιάνικο

μπούνια < μπούνια [1934], μπούνιες < μπούνιαις (οι) [1884c] | ναυτ. η κάτω γωνιά του πανιού, ο ποδεώνας (λόγιο) | bugna | ιταλικό

μπουνιάλον [1688] | πουνιάλο, στιλέτο | pugio | λατινικό

μπούντα, μπόντα [1996b], μπούντα < bούνdα [2006] | πούντα, κρυολόγημα (λόγιο), ζαμπλάκα, κριαμός, κρικότη, κριότη, μπόρτζα, νταρό, πόντα, ποριά, πούντιασμα, σερμπούνι, σιρμή | punta | ιταλικό

μπουντάκ < μπουντάκ’ [1981], μπουντάκ < bουντάκ’ [2006], μπουντάκι, μπουτάκ | ρόζος, βρόζους, βρουζάρ, ζιόγκος, κόμπος, μπρουζγκάρ, νουκράς, όζος, ροτζιόκι, τσιουμπί | budak | τούρκικο

μπουνταλάς [1874a], μπουδαλάς [1835], μπουνταλάς < μπουdαλάς [1962c], μπουνταλάς < bουdαλάς [2006] | χαζός, κουτός, ελαφρόμυαλος, βλάκας (λόγιο), ηλίθιος (λόγιο), άβδαλος, αγαλιάς, αγάλιας, αλαφρόγνομος, αλαφρόγνουμους, αλαφροκάφκαλος, αλαφροκέφαλος, αλαφροκούκουλος, αλαφρόμιαλος, αλαφρομιαλούσης, αλαφρονούσης, αλαφροπαλάντζας, αλαφροπάμπορο, αλαφρόστιχος, αλαφρουκάνταλου, αλαφρουκάνταρου, αλαφρουκδουνσμένους, αλαφρουπαλάντζας, αλαφρουπαλάτζας, αλαχτό, αλμπίμπς, άμιαλους, άμνιαλους, άμυαλος, ανάμιαλος, ανέμιαλος, ανέμιαλους, ανέμνιαλους, ανίμιαλος, αντζιουλής, αντούβιανος, απντάλης, απτάλας, απτάλης, απτάλς, αρτούνας, αχαμάκης, αχμάκης, αχμάκος, αχμάξ, αχμάχς, αχουμάκης, αχτίπαλος, βιβίτακας, γκανάς, γκαφάλι, γκάχας, γκβιδ, γκζαδ, γκλάφας, γκούτμανος, γούτους, ελαφρόγνομος, ελαφροκάφκαλος, ελαφροκέφαλος, ζαγουμπένος, ζακατρίκ, ζντρουφ, ζωντόβλο, ιαχουμάκης, ιλαφροκάφκαλους, ιμπετσίλες, κακαβάνης, κακαβάνς, κακούρης, κάφκαλου, κλάπας, κνάκας, κόλοκος, κούγελο, κούγελο, κουγιάμπαλο, κουζμπός, κουσβός, κούτακας, κουτβέλ, κουτεντές, κουτζμπός, κούτιος, κούτκος, κουτούζικο, κουτούκι, κουτούλιακας, κουτουριάρης, κουτουρός, κουτούφ, κούτρης, κταβέλ, κτούκ, λαφρουκάνταρου, λιάλβαλης, λίλης, λιόκος, λούτος, λούτφος, μαγκαφάς, μαλαθούνας, μαμαρίτος, μανός, μάπας, ματούφς, μέτσιος, μέχας, μιμίας, μισοκούτελος, μούκας, μπαγιακόκος, μπαλόρντος, μπανταβός, μπανταλός, μπαχαλός, μπελελός, μπερτόδος, μπλαρουμούσκαρους, μπλιαΐκους, μπνάκας, μπόνιαρους, μπόνκους, μπονς, μπούας, μπουνάκης, μπουνιάξ, μπουνταλάς, μπούρμπαδος, μπουτσούκας, μπουφογέρακο, μπούφος, μπούφους, μπουχτάν, μσόχαζους, ναβάλς, νάκους, νούκος, νταμπλάς, ντιβανέλς, ντιβανές, ντιλίμπαης ντίλινας, ντιουντιός, ντόουλος, ντουάνι, ντουβάρι, ντουγάν, ντουμόης, ντούρλιας, ξικάπνιστους, ξναδ, ξνίθρας, ξοπαρμένος, ξτούγιας, όμπολο, όρνιο, όρνιου, ούργιος, ούρδα, ουριαμπές, ούρλιακας, πάκας, παράνταλος, παράορος, παρασάλακους, παρασάνταλος, παρλακάδι, πνάκας, ράντος, ρότσος, ρούλιος, σαλός, σαρσέμς, σαψάλτς, σέμπιος, σεριφαλής, σερσέμης, σέφτελος, σιαϊλός, σιαμτελός, σιατλός, σιαψάλης, σιαψάλς, σιμεντλικουέρας, σιοροκλεμές, σιουμπερδέκας, σιούντελο, σιούρδος, σιούρδους, σιούρντος, σλιάφκας, στουκ, στούκος, ταγάρ, τεβεκελής, τζούμανος, τόι, τσιαμάρς, τσίμπιος, τσούκος, τσουφλέκας, φλαμπούρ, χαζοπάτς, χαζούλιακας, χαϊβάν, χαϊβάνης, χαϊβάνι, χαϊντούτ, χαλαζουβαρμένους, χαλιαχούτας, χαλιαχούτς, χαμόκουτος, χαμχούιας, χαντός, χάπατο, χαρλαχάμς, χαφταλέβρας, χάφτας, χλιάρας, χλορός, χούχλιους | budala | τούρκικο

μπουντέλι [1963], μποντέλο [2001b], μπουντελ < bdελ [2001c], μπντελ < bουdελ [2001c], μπουντέλο [2001c], μπουτέλ | υποστήριγμα (λόγιο), μπαγιαντάς, μπουρντουνάρι, νταγιάκ, νταγιάκι, νταγιαμάς, ντάκος, ντεγιέκ, ποκούμπιν, ποντέλο, πουντέλι | pontelo | βενετσιάνικο

μπουντελιάρω < μπουντελλιάρω [1933], μπουντελάρω [1963], μποντελάρω [2001b] | στηρίζω με δοκάρια τοίχο ή πάτωμα | pontelar | βενετσιάνικο

μπουντίνος, μπουντίνους <bουdίνους [1892] | βλ. μπόμβυξ (μεταξοσκώληκας) | budin | βλάχικο

μπουντουβάια < bουdουβάια [2006], μπουντβάια < bουdβάια [2006] | πολύ νερό | buduvaî | βλάχικο

μπουντούρης [1931], μπουδούρης [1709], μποδούρης [1837], μποντούρης [1960a], μπουντούρς [1960a] | κοντοπίθαρος, κοντόχοντρος, κοντόγιομος | bodur | τούρκικο

μπουντρούμι [1866b], μπουδρούμι [1790], μπουντρούμ < μπουdρούμ [1962c], μπουντρούμ < μπουdρούμ’ [1962c] | πουδρούμι / υπόγειο (λόγιο), υπόγα / κρατητήριο (λόγιο), χάψη, φρέσκο, ψειρού | bodrum | τούρκικο

μπουόν-τζιόρνο [1963], μπον-τζόρνο [2003] | καλημέρα | buon giorno | ιταλικό

μπουραζάνης [1960a], μπουραζάνς [1960a] | σαλπιγκτής (λόγιο) | borazancı | τούρκικο

μπουράσκα [1963] | καταιγίδα (λόγιο), έμπο, καταχιμάρα, μπιρμπάτ, μπουραζάνι, ριμπούρη, χασιακί | burasca | βενετσιάνικο

μπουράτα [1963], μπουράτο, μπουράτου | κρησάρα, ξάρα, πνικάδα, πυκνάδα, σήτα | burata | βενετσιάνικο

μπουράτο [1894] | ψήστης του καφέ | burato | βενετσιάνικο

μπουράτσο [1894], μπουράζω [1688], μπουράτζο [1709] μπουράζο [1963], μπουράντζα [1966], μπουράντζο [1966] | βόρακας (λόγιο) | boraso | βενετσιάνικο

μπουργέζα [1709] | καστρινή | borghesa | ιταλικό

μπουργέζος [1709] | καστρινός | borghese | ιταλικό

μπούργος [1659] μπούργι [1622], μπουργί [1635], μπόργος [1709] | ξώκαστρο, ξώχωρα | burgum | λατινικό

μπούρδα < bούρδα [1892], μπούρδα [1981], μπούρντα < bούρdα [1892], | τσουβάλι, σακί | burdă | βλάχικο

μπουρδάρω [1933] | μπαίνω με φούρια | abbordare | ιταλικό

μπουρδέλο < μπουρδέλλω [1527], μπορδέλο [1709], μπορδελιό < μπορδελιό [1709], μπουρδελιό < μπουρδελιό [1709], μπουρδέλο < μπουρδέλλο [1783], μπορντέλο [1934], μπορντέλλο [1961], μπουρντέλο | καρχανές κερχανάς, κερχανές, κιρχανάς, πουρδέλι, πουταναριό, πταναριό, πουτανόσπιτο, ρουφιανόσπιτο | bordello | ιταλικό

μπουρέκι [1709], μπουρέκα, μπουρέκ | πίτα με κρέας, με τυρί, με χόρτα κλπ. | börek | τούρκικο

μπουρεκτζής [1709], μπουρεξής [1878b] | αυτός που φτιάχνει και πουλάει μπουρέκια | börekçi | τούρκικο

μπουρζάν [1999] | σάλπιγγα (λόγιο) | borazan | τούρκικο

μπουρί [1934], μπορί [1966], μπουρί < bουρί [1972] | σωλήνας / καπνοσωλήνας | boru | τούρκικο

μπουρίκος [1874a] | το ζώο Equus asinus: γάιδαρος, αβασταγό, αβασταγός, αβασταός, άδαρος, αδούρι, ασίνο, βασταγό, βασταγός, βασταγούρ, βασταγούρι, βασταός, βαστάος, βασταούρι, γαάρος, γάαρος, γαγούρ, γάδαους, γαδάρ, γάδαρο, γάδαρος, γάδαρους, γαδιούρι, γαδούρ, γάδουρας, γαδούρι, γαδούριν, γάδρος, γαζέλι, γαζιόλι, γάζος, γαϊδάρι, γάιδαρους, γάιδερος, γαϊδίρ, γαϊδίρι, γαϊδούρ, γαϊδούρι, γάιδουρος, γαϊντού, γαϊντούρ, γάιντουρος, γαϊρίδι, γαούρι, γαούριν, γάραος, γαρίν, γάρος, γαρούδιν, γαρούιν, γιομάρι, γκάζος, γκαϊντάρι, γκάινταρος, γκαϊντούρ, γκανέτσας, γκάνταρο, γκάντερο, γκαντζόλι, γκατζιόλι, γκάτζιος, γκάτζιους, γκατζόλι, γκατζός, γκάτζος, γκάτζους, γκάτσους, γκάφαλος, γκομάρ, γκομάρι, γμαρ, γοάριν, γομάρ, γομάρι, γομάριν, γουμάζι, γουμάρ, γουμάρι, γουμάριν, ζαντραβάλι, ζουντόβουλου, ζωντόβολο, καϊντούρ, κομάρ, μαγιάρε, μανγκάρ, μερκέπι, ομάρι, ουμάρι, φορτίκι | boricco | ιταλικό

μπουρίμα [1966], μπουρίμι | βλ. μπινάρι (βρύση) | burim-i | αλβανικό

μπουρίνα [1884c], μπορίνα < μπορίναις [1878b] | ναυτ. πλαγιαστήρα (λόγιο), ζευγάρι σκοινιών | borine | ιταλικό

μπουρίνι [1835], μπουρί [1963], μπουρίν < μπουρίν’ [1988], μπουράνι [1996a] | ξαφνικό δυνατό ανεμοβρόχι | borin | βενετσιάνικο

μπούρλα [2003] | βλ. μπέρτα (φάρσα) | burla | βενετσιάνικο

μπουρλίζω [1860], μπουρλάρω | αστειεύομαι (λόγιο), καλαμπουριάζω, καλαμπουρίζου, καλαμπουρίζω, μασχαρέβω, μπαρτζολετάρω, μπαρτσολετάρω, χουρατέβω, χωρατεύω | burlare | ιταλικό

μπουρλότο [1860] | πυρπολικό (λόγιο) | bruloto | βενετσιάνικο

μπούρμα | στρίψιμο & στριφτός | burma | τούρκικο

μπουρμάς [1960a] | ευνούχος (λόγιο), καρτζιμάς, καστράτος, μνούχους, μουνούχης, μουνούχιος, μουνούχος, μπούμης, χαντούμης, χαντούμς, χουδούμης | burma | τούρκικο

μπουρμπουλιάζω < μπουρμπουλιάζω [1894], μπουρμπουλίζω [1996b] | χοχλάζω, καϊναντίζω, καϊνατίζω, μπουγιάρω, χογλώ, χουρχουλάζω, χουρχουλιάζου, χουχλακάω, χουχλατσίτζου, χοχλακίζω, χοχλακώ | borbogliare | ιταλικό

μπουρμπούσαρους < bουρbούσαρους [2006] | αναμαλλιάρης, αναμαλλιασμένος, αλαμανάρς, αλεμαλιάρης, αλεμανάρης, αλεμανιάρης, αλιμανάρης, αλιμανιάρς, αλμανάρς, αναμαλάρης, αναμαλιάρς, ανεμαλιάρης, ανεμάλιαρος, ανεμαλιάρς, ανιμαλιάρς, νεμαλιάρης, νεμαλιασμένους | bubușar | βλάχικο

μπουρνέλα [1987a], μπουρνέλι [1987a], μπουρνέλλα [2001a] | κορόμηλο, αβράμιλο, αβράμλο, αβράμλου, αβράμπουλο, αβρόμιλον, αγράμπουλον, αγριοκορόμιλο, αγριουκόρουμπλο, αγριουκορόμπλου, αμπουρνέλα, βράβιλο, βαρδάσα, βαρδάτσα, βερδάσα, βραβίλι, βραβουλίτσα, γράβλου, δράβιλο, εμπουρνέλα, ιρίκ, κικίμελον, κορόμπιλο, κούμπλο, κούμπουλο, κουρόμπλου, μπαρδάσα, μπαρδάσκα, μπουρμπούτσελο, ρίκι, τζάνερο, τσουμάλι | prunus | λατινικό

μπουρνελιά < μπουρνελλιά [1878b], μπουρνέλα < μπουρνέλλα [1874a], μπουρνελιά [1923b], μπουρνέλι [1962a], μπουρνελία < μπουρνελία [1987a], μπουρνελέα [1987a] | τα φυτά Prunus domestica & Prunus insititia: αβραμιλιά, αγρζοδαμαστζινία, αγριοβραμιλιά, αγριοδαμασκινιά, αγριοκορομιλιά, αγριοκορομπιλιά, αγριοπουρνελιά, αγριοπρουνελιά, αμπουρνελιά, αρκοπουρνελιά, γροβολιά, δαμασκηνιά, κορομηλιά, κουμιλιά, κουμπλιά, κουμπουλιά, κουρουμπλιά, μλουδ, μπερτσιά, μπουμπουτιά, νεραμπουλιά, νερουμπλιά, πουρνελιά, προυνελιά, τζανεριά τζαρκνιά, τζαρνικιά, τζερτζιλιά, τζιρικνιά, τζιρκνιά, τζιρνικιά | prunella | ιταλικό

μπουρνίρω < μπουρνίρειν [1688], μπουρνίζω < μπουρνίζειν [1688] | βουρτσίζω, βουρτσαρίζω, βουρτσάρω, βουρτσίζου, βρουσίζω, βρουτσάρω, βρουτσέρω, βρουτσίζω, φουρτσάρω, φουρτσίζου, φουρτσίζω, φρουρτσίζω | brunire | ιταλικό

μπουρνούζι [1835], μπουρνούζ | λουτρικό (λόγιο) | bornoz | τούρκικο

μπουρντά [1963] | εδώ | burada | τούρκικο

μπουρντάρης | βλ. μουρντάρης (βρομιάρης) | murdar | τούρκικο

μπουρντέν < bουρντέν’ [2006], μπουρντέλ< bουρντέλ’ [2006] | κάποιο αγριόχορτο που η ρίζα του είναι σαν το κρεμμύδι και τρώγεται | burdene | βλάχικο

μπουρντίζω [1960a], μπουρντίζου | ευνουχίζω (λόγιο), μουνουχίζω, μνουσιίζω, μνουχίζου, μνουχώ, μονουχάω, μουνουχάω, μουνουχίζου, τσιοκανάω, τσιουκαλνώ, τσιουκανάου, τσουκαλίζου, τσουκανάου, τσουκανίζω | burmak | τούρκικο

μπουρού [1957], μπρου < bρου [2001c], μπουρούν [2002] | σειρήνα πλοίου (λόγιο) / κοχύλι-τηλεβόας (λόγιο) / κούπα από όστρακο για να βγάζουν το λάδι από το κιούπι (λέγεται και χόκου) | boru | τούρκικο

μπουρούκι [1963], μπουρίκι | βλ. μπρίκι | brik | τούρκικο

μπουρούκι [2003] | το τσίγκινο κουτί που καρφώνουν στο πεύκο για να μαζεύουν το ρετσίνι | borik | σλάβικο

μπουρούνι [1960a], μπουρούν | ακρωτήρι, αγροτίριν, ακουουτίρ, γροτίρι, κάβος, κάβους, κριτίρ, κροτίρι, κροτίριν, κρουτίρ / η άκρη, η μύτη σε κάποιο πράγμα | burun | τούρκικο

μπουρουνουτούνι [1709], μπουρνουτουτούνι [1709] | ψιλοκομμένο ταμπάκο (για ρούφηγμα με τη μύτη) | burunotu | τούρκικο

μπούρσα [1860], μπουρσί [1987a], μπόρσα [2001a], μπούρσια | βλ. μπουζού (τσέπη) | borsa | ιταλικό

μπουρσούκ < μπουρσούκ’ [1981], μπουρσούκι | ασβός (Meles meles): άζος, άρκαλος, ασβέλι, άσβιος, άσβος, ασβούνι, άσβους, βούρσα, γιάσβους, έζους, εσβός, έσβος, έσβους, έσγους, ιάσβους, οσβός, πορσούξ, χάζος | porsuk | τούρκικο

μπούρτζι [1910], μπούρτσι [1931] | εξώκαστρο, κάστρο σε νησάκι | burç | τούρκικο

μπουρτσουνέλα < μπουρτσουνέλλα [1963] | μαριονέτα | puricinelo | βενετσιάνικο

μπουρτσούνι [1963], μπορτσόνι, μπορτσούνι | παλιάς κλειδαριάς έλασμα (λόγιο) | brocon | βενετσιάνικο

μπουσαριόλος | πορτοφολάς | borsalol | βενετσιάνικο

μπουσολότο [1963] | το κουτί του μάγου (ταχυδακτυλουργού) | busoloto | βενετσιάνικο

μπούσουλα [1614], μπούσουλας [1659], μπούσολας [1878a] | πυξίδα (λόγιο) | busola | βενετσιάνικο

μπουσουλίζω [1858], μπουσλάω [1884b], μπουσλώ [1884b], μπουσουλάω < bουσουλάω [1908], μπουσουλώ [1910], μπουσουλάω [1961], μπουσλάου < μπουσ’λάου [1964], μπουσουλάω < μπουσουλάω [1966], μπουσλώ < bουσλώ [1908], μπουσουλίζου < μπουσουλίζου [1987a], μπουσλάου < μπουσ’λάου [1987b], μπουσλάου < μπουσ(ου)λάου [1987b] | αρκουδίζω, αργκδίζου, αρκδιάζου, αρκδίζου, αρκουδάζω, αρκουδεύω, αρκουδιάζω, αρκουδίζω, αρκουδίνου, αρκουδώ, αρκουΐζω, αρκουντού, αρκουντώ, αρκουρώ, αρκουώ, κουτσουλάω, κουτσουλίζω, μπακαλάου, μπακαλνώ, μπακαλώ, μπακατώ, μπισλώ, μπουτλώ, ρκουδώ | bušuledzŭ | βλάχικο

μπουσουλοτιέρης < μπουσουλοτιέρης [1963] | ταχυδακτυλουργός (λόγιο), μάγος | bussolotti | ιταλικό

μπουσουλότο [2003] | το κουτί του μάγου, κουτάκι για να χτυπούν τα ζάρια πριν τα ρίξουν, στο μπαρμπούτι | bussolotto | ιταλικό

μπούστα [1887a] | φάκελλος (λόγιο) | busta | ιταλικό

μπούστος [1709], μπούστους [1988], μπούστο [1998], | το στήθος / στηθόδεσμος (λόγιο), σουτιέν / καμιζέτο, πανωκόρμι | busto | βενετσιάνικο

μπουτζιάκ < μπουτσιάκ’ [2011], μπουτζάκ, μπουτζακέλ | κάποια γωνιά της κάμαρας: μπούζνας, μπουζούλι | bucak | τούρκικο

μπουτζώνω [1708], μπουτσόνω [1888a], μπουτσώνω [1894] | βάζω κάτι γρήγορα μέσα σε σακί | imbusar | βενετσιάνικο

μπουτηζέλα [1688], μπουτιζέλα [1688] | κάποιο αγγειό για κρασί | buticella | λατινικό

μπούτι [1835], μπουτ [1960a], μπουτ < bουτ’ [1972] | μηρός (λόγιο), μερδί, μερί, μερός, μηρί, μπαλντούρα, μπαλτίμ, μπατζάκ, μπατζιάκ, τσαμπό | but | τούρκικο

μπουτιέρος < μπουτιέρος [1963], μπουτιέρης | αυτός που φτιάχνει βούτες (κάδους) | boter | βενετσιάνικο

μπουτόκ < bουτόκ’ [2006] | ποτόκι, πουτόκ, ρέμα | potok | σλάβικο

μπουτούνι [1963], μποτόνι [1996b] | κομμάτι χαρτόνι ή ξύλο που έβαζαν από μπροστά στην κάνη, για να ταπώσουν την μπαρούτη και τα σκάγια, στα παλιά ντουφέκια | boton | βενετσιάνικο

μπουτουνιέρα < μπουτουνιέρα [1709], μπουτονιέρα < μπουτονιέρα [1957] | γερτιμάτζι, σκισμάδα, σχισμάδα | botoniera | βενετσιάνικο

μπουτουπούδα [1688] | & ασπάλαθος: φυτό τοy γένους Calycotome ή του γένους Lycium | butupuda | λατινικό

μπούφα [1931] | αναγέλασμα, ξεγέλασμα, φάρσα / χωρατό, καλαμπούρι | buffa | ιταλικό

μπούφος [1835], μποφίους < μποφύους [1884a], μπούφο (ο) [1987a], μπούφους < bούφους [2006], | Το πουλί Bubo bubo, βλ. μπανιός | buffo | ιταλικό

μπουφουνιά [1709] | τα χοντρά αστεία | buffoneria | ιταλικό

μπουφούνος [1527], μπούφουνος [1614], μπουφούνας [1837], μπουφόνος [1963] | γελωτοποιός (λόγιο) | buffone | ιταλικό

μπούχαβος [1894], μούχαβους [1964], μπούχαβους [1987b] | κούφιος, μπρούχαβους, μπούχαλος / αφράτος, φουσκωμένος | buhav | σλάβικο

μπουχαρί [1894], μπούχαρς [1910], μπουχαρί < bουχαρί [1925], μπουχάρης [1931], μπουχαριά [1931], μπουχαρίδα [1931], μπουχάρι [1966], μπουαρί [1966], μπουχαρής [1966], μπουχαρή, μπουχαρές, μποχαρί | καμινάδα τζακιού: αλαφάντης, αλαφάντης, αλεφάντης, αναφορέας, ανεκαπνιά, ανεφανός, ανεφαντής, ανεφάντης, ανιφοράς, ατζιάκ, αφαρέο, άφτρια, δρανέν, καμνάδα, κάμπαστρος, κάπασος, κάπνης, καπνολόγος, καπνοούφα, καπνορούφης, κατσούλα, κολιπτές, κουλιπτές, λαφάντης, λούρουπας, μαντζιάς, μάπα, μίλι, μουχάν, μουχαρί, μπατζά, μπατζάς, μπατζιά, μπατζιάς, μπουρί, μπουριάκο, μπχαρί, μχαρής, μχάρι, νάπα, οδρανέν, ορδανίν, ουντζιάκ, ουτζιάκ, πκαρής, πκάρι, πουχουρίκι, ρόκα, σουρλούκι, τσιμινιά, τύμπανο, φανόχτης, φιγκλάρ, φιγουλάρης, φλουγάρος, φουγάρι, φουγάρο, φουγάρος, φουγαρός, φουγλάρος, φούγος, φουκαρής, φουκλάρος, χονάρι, χουνί / βλ. & μποτζιάκος (τζάκι) | buhar | αλβανικό

μπουχαρντάνι [1960a] | λιβανιστήρι, θυμιατό, θιμαντόν, θιμιαντόν, θιμνιατό, λβανστίρ, φουγέρα | buhardan | τούρκικο

μπουχός [1864], μπουχός < bουχός [1908], μποχός [1874a], μπουχό (ο) [1987a], μπχος | κουρνιαχτός, γκούμπζιλους, γκουρνιαχτός, κλότσινα, κορνιαχτός, μουχός, πουχός, σκορνιαχτός | puh | σλάβικο

μπουχτίζω [1859], μπουκτίζω [1933], μπουχτάω [1982], μπουχτίζου [1987a] | αποκάμνω, βαριεστώ, μπαφιάζω, μπαϊλντίζω, μπουρουντίζω, παραχορταίνω | bıkmak | τούρκικο

μπουχτσιαδιάζου < μπουχτσιαδιάζου [2011] | τυλίγω σε μποχτσά, φτιάχνω μπόγο | bohçalamak | τούρκικο

μποχασί [1866a] | κάποιο μπαμπακερό πανί | boccassinus | λατινικό

μποχτσάς [1960a], μποξάς [1960a], μπουχτσιάς [1960b], μπουξιάς < μπουξιάς [1996a], μπουγτζάς < bογτζάς [2006], μποχτσιάς < μποχτσιάς [2011], μπουχτσιάς < μπουχτσιάς [2011], μπουχτσάς, μπουξιάς, μποχτσά | βλ. μπόγος / το πανί που τυλίγουν τον μπόγο ή κάποια άλλα πράγματα | bohça | τούρκικο

μπράβα < bράβα [1892] | βλ. μπεράτης (αμπάρα) | brava | σλάβικο

μπραβάρι < μπραβάργια (τα) [1966] | γίδι ή πρόβατο οικόσιτο (λόγιο): μανάρι, μανάρ, βιόπον | bravare | αλβανικό

μπράβο [1840] | ζήτω (λόγιο), άφεριμ | bravo | ιταλικό

μπράβος [1910] | σωματοφύλακας (λόγιο), σωματοφύλακας (λόγιο), καβάσης, καβάζης, καπιτζής, λιονταρής, μουχαφούζης, μπούλος, τραμπούκος | bravo | ιταλικό

μπραγέρι [1963], μπραγέρι < μπραγιέρι [2003] | & μπρατσέρι & κηλεπίδεσμος (λόγιο) | braghier | βενετσιάνικο

μπραγκάτσι [1966], μπρεγκάτσι [1966], μπραγάτσι | βλ. μπακράτσι | bragaç-i | αλβανικό

μπραζέλι [1860] | κυνηγιάρικο σκυλί | bracco | ιταλικό

μπρακί [1860] | βράκα, βρακί, βαάκα, βαακί, βατσί, βρακίν, βρατσί, βρατσίν | bracae | λατινικό

μπράνα [1910], μπριάνι [1931], μπριάνα [1934], μπρανί [1966] | το ψάρι Barbus plebejus cycloperis (τσάλι) & το ψάρι Barbus prespensis | breană | βλάχικο

μπράντα < μπράνταις (οι) [1878b], μπράντα [1910] | ναυτ. κρεμαστή κούνια, αιώρα (λόγιο) | branda | ιταλικό

μπράσκα [1835], μπράσκα < bράσκα [1908], μπράσκλα < bράσκλα [1908], μπράσκας | το ζώο Bufo vulgaris, φρύνος (λόγιο), ασκουβάζα, βούζα, ζάμπα, ζάμπος, ζιάμπα, ζιάπα, ζόμπα, μπζιάκα, μπρασκαφούτα, μπρέσκα, μπρέσκλα, μπριάσκα, μσάκα, τζούμπα, φουρνιά, φουρνός, χλιόπα | broască | βλάχικο

μπράσκα [1964] | χελώνα, αχεόνα, αχιλόνα, γκαλίνα, γκαχελόνα, γκαχιλόνα, καπαλόνα, καπελόνα, κιράκα, τοσπαγάνος, χιλόνα | breshkë-a | αλβανικό

μπραστό | βλ. καραγάτσι (Ulmus campestris) | brjast | σλάβικο

μπρατζάδα [1614] | & τάργα ή σκουταρομάνικο: το μανίκι του σκουταριού (του σκούδου, της ασπίδας) | brazzada | βενετσιάνικο

μπράτιμος [1860], μπράτμους < bράτ’μους [1972], μπράτομος [1996a] μπράτμους [2008], μπράτιμους, μπρατίμι, μπράτνους | βλ. μπουραζέρης (βλάμης) / ο πολύ καλός φίλος | bratim | σλάβικο

μπρατίμος [1931], μπράτιμος [1964], μπράτιμους, μπράτμους | αδελφός, αδαρφός, αδελφό, αδερφός, αδεφλός, αδεφό, αδεφός, αδιιφός, αδιρφός, αδιφός, αδρεφός, αδριφός, αελφός, αερφός, αερφός, αθί (ο), αλεφρός, αντελφό, αντελφός, αντερφό, αντερφού, αντρεφό, αντρεφό, αρφός, δελφός, δερφός, καβούτσος, καρδάις, καρδάς, καρντάις, καρντάς, καρτάς, καφός, λαλάς, λάλας, μπάτσις (ο) | bratim | σλάβικο

μπρατσέρα [1866a] | & βρατσέρα, καράβι με δυο κατάρτια | brazzera | βενετσιάνικο

μπρατσέτα [1996a], μπρατσάντε | αγκαζέ, αλαμπρατσάντε, αλαμπρατσέτα, ανγκαζέ, ασούμπρα | a braccetto | ιταλικό

μπράτσο, μπράτζος [1614], μπράτζο [1659], μπράτσο [1857], μπράτσα (η) [1860], μπράτσον [1894], μπράτσου [1964], μπράτζο [1964] | βραχίονας, αβρασόνα, αβραχόνα, βρασιόν, βρασιόνα βρασιόνι, βρασόνα, βρασόνι, βρασόνιν, βραχέν, βραχιόνα, βραχιόνι, βραχόνα, πράτσον, πράτσος / & μέτρο μήκους (λόγιο) | brazzo | βενετσιάνικο

μπρατσολέτι [2003], μπρατσολέτο [2001a], μπρατσολέτα, μπρατσολές | βραχιόλι, βλεχέρι, βρασάλ, βρασάλι, βρασάλιν, βρασέλιν, βρασιόλ, βρασιόλιν, βρασιόλντι, βρασιόν, βρασιόνι, βρασόλ, βρασόλιν, βρασόνι, βρασόνιν, βραχέλιν, βραχέν, βραχιόλ, βραχιόλιν, βραχιόνι, βραχόλ, βραχόλι, βροσάλι, βροχάλ, μανέλι, μανίλι, μανίλια, μανίνι, μπελεζίκι, μπιλεζίκι, μπιλετζίκι, μπιλιζίκι, μπιλιντζίκ, μπιλιτζίκ, μπιλιτζίκι, μπιλιτσίκι, μπιλτζίκ, μπιλτζίκι, μπιλτζιούκι, μπλεζίκ, μπλιτζίκ, φραγόλι, φρασιόλ | braccialetto | ιταλικό

μπρατσόλι [1876b] | σύνεργο του μύλου | braciol | βενετσιάνικο

μπρατσόλι [1963] | η (από ξύλο) αχτίνα της ρόδας: αντένα, αχτίγα, αχτίνα, καντινέλι, παραμάτσα, παρμάκ, παρμάκι, παρμάτσι, ράγιο, ράγκιο, ροδόξιλο, χλιάρι | braciol | βενετσιάνικο

μπρατσόλια < μπρατσόλια (τα) [1878b] | ναυτ. οι αγκώνες | bracciuoli | ιταλικό

μπρε [1790], μπρε < bρε [1972] | ρε, βρε, μωρέ, ωρέ, αβρέ, αμπρέ, αρέ, άρε, βορ, βορέ, βρες, εμπρέ, επρέ, ίπρε, μαρ, μαρέ, μάρε, μάρι, μαρό, μορ, μόρε, μορές, μουρ, μουρέ, μουρές, ορ, όρα, όρε, ορές, πρε | bre | τούρκικο

μπρεβιάριο [1709], μπρεβάριο | ωράριο (λόγιο) / τεφτέρι | breviario | ιταλικό

μπρέγκο [1966] | βλ. μπέγκους (λόφος) | breg-u | αλβανικό

μπρετέλα < μπρετέλες (οι) [1957], μπρετέλα < μπρετέλλες (οι) [1963], μπρετέλα [1995], μπρατέλα | τιράντα, μπερτέλα, μπρατσολέτι | bretella | ιταλικό

μπρέτι [1966] | μάθημα | ibret | τούρκικο

μπριάβα | κλειδαριά, κλειδωνιά, κλιδουνιά, κλίοση, κατίνα, σερατούρα | brava | σλάβικο

μπριάμι [1934], μπριάνι [1960a], μπριάμ [1995] | λαδερό φαΐ φούρνου με κολοκυθάκια, μελιτζάνες, πατάτες, πιπεριές, ντομάτες και άλλα λαχανικά: κουλουκθομπρίανου / αλβανικό: birjan, -i | biryan | τούρκικο

μπριγαντίνι [1964] | βλ. μπεργαντίνι (καράβι) | brigantina | ιταλικό

μπριγιάντι [1934], μπριγιάντι [1957], μπριγιάν < μπριγιάν [1961] | καλοδουλεμένο διαμάντι: μπριλάντι, μπριλάντε, μπιρλάντ, μπριλιάντι, περλάντι | brillante | ιταλικό

μπριζόλα [1910], μπριζιόλα < μπριζιόλα [1918], μπριτζόλα [1934] | κρέας με κόκκαλο, από τα πλευρά του ζώου | brisiola | βενετσιάνικο

μπριθ [1926b] | το δέντρο Abies apollinis, έλατο, αλάτ, ελάτι, έλατος | bredh-i | αλβανικό

μπρίκι [1709], μπρικ < μπρικ’ [1988] | βλ. μπότης (κανάτα) | brocca | ιταλικό

μπρίκι [1790], μπιρίκι [1987a], μπρίτσι < μπρίτσι [1987a], μπρίκους [1988], μπρικ | μπρίκι, μπρικ, ιμπρίκ, ιμπρίκι, ιμπρίκιν, ιμπρίχ, καβανόζης, καφέμπρικο, καφέτσι, καφιλίκ, καφίμπρικου, κεβιζές, μπζίτσι, μπιρίκι, μπουρίκι, μπουρούκι, τζεζβέ, τζετζβές, τζιβτζές, τζιζβές, τζιουτζιουβές, τζιουτζιουβούλ, τζισβές, τζιτζβές, τζιτζιβές, τζιτζβιλούκ, τζιτζιβούδ, τσαμάν, τσεσμές, τσιτσβές | brik | τούρκικο

μπρίλια | βλ. μόρσο (χαλινάρι) | briglia | ιταλικό

μπριλιάντι < μπριλιάντι [1910], μπριλάντι [1931], μπριλάντι < μπριλλάντι [1961], μπριλάντε < μπριλλάντε [1963] | βλ. μπριγιάν | brillante | ιταλικό

μπρίντα [1884c] | βλ. μπίντα (διάξυλο) | binda | ιταλικό

μπρίο [1957] | κέφι, ζωντάνια | brio | ιταλικό

μπριόζος [1995] | αυτός που έχει μπρίο | brioso | ιταλικό

μπρισίμι < μπρισήμι [1790], μπρισίμι [1934], μπρισί [1960a], μπρισίμ < bρισίμ’ [1978], | βλ. μπιρσίμι (μεταξένια κλωστή) | ibrişim | τούρκικο

μπρίσκολα [1963], μπρίσκουλα | κάποιο παιχνίδι με τα χαρτιά (της τράπουλας) | briscola | ιταλικό

μπρόβα [1876a] | πρόβα | prova | ιταλικό

μπρογιάρω < μπρογιάρω [1963] | μηχανορραφώ (λόγιο) | brogiar | βενετσιάνικο

μπρόγιο < μπρόγιο [1963], μπρόγια | μηχανορραφία (λόγιο), τέχνασμα (λόγιο) | brogio | βενετσιάνικο

μπρόκα [1635] | η γκλίτσα του τσοπάνη: αγαλίτσα, αγκλίτσα, αγκλίτσια, αγκούλα, άγκουλας, αγκούτσα, αγλίντζα, αρπαλίκι, βέργα, βίτσα, γκαρλίγκα, γκαρλίκα, γκατζουρίδα, γκέγκα, γκέγκια, γκέκα, γκίγκα, γκιρλίκα, γκλίτα, γλίτσα, καρλίνγκα, κατσανάς, κατσούνα, κλίτσα, κλούτσα, κουκάρα, κουρκούδα, λαγούσια, λαούδα, μαγκούρα, μαγκούρι, ματσούκ, ματσούκα, μπαστούνι, ντζιομανίκι, ράβδα, ραβδί, σκοπ, σόπα, στραβολέκα, στραβοράβδι, στραβουλέγκα, τζιιπόιν, τζιουμπανίκα | broca | ιταλικό

μπρόκα [1709] | πρόκα, καρφί, κερφίν, περόν, πέονας, περόνι, ποντίνα, πρόγκα, σιάικι, σκεφί, σπόντα, τσιβί, τσιβία | broca | βενετσιάνικο

μπροκάδα [2001c], μπροκαδέλο [2001c], μπροκάδο | & προκάδι, κάποιο μεταξένιο πανί | brocado | βενετσιάνικο

μπρόκολο < μπρόκολα (τα) [1910], μπρόκολη [1931], μπρόκολο < μπρόκκολο [1934], μπρόκολα (η) [1918], μπρόκολο [1957], μπρόκολι | το φυτό Brassica oleracea | brocolo | βενετσιάνικο

μπρόλικος | βλ. μπόλικος | bol | τούρκικο

μπροσούρα [1934] | φυλλάδιο (λόγιο) | brossura | ιταλικό

Μπρουμάρης [1931], Μπρουμάρς [1964] | Οκτώβρης, Οχτώβρης, Αγιουδιμτριγιάτς, Άη-Δημήτρης, Βροχάρης, Οκτόμβρης, Ουκτόβρης, Οχτούβρης, Πατάλτς, Παχνιστής, Σκιγιάτης, Σπαρτός, Σποριάς, Σποριάτης, Σπουριάς, Τριγομινάς | brumaru | βλάχικο

μπρούμπουλας [1931] | το έντομο Bombus terrestris, βομβίνος (λόγιο) | brumbull-i | αλβανικό

μπρουνελιά < μπρουνελιά [1934] | βλ. μπουρνελιά (δέντρο) | prunella | ιταλικό

μπρουντζένιος < μπρουντζένιος [1709], μπροντζένιος < μπροντζένιος [1709] | βλ. μπρούντζινος | bronzino | ιταλικό

μπρουντζίνα [1934] | & βρονζίνα, αλοιφή για το γυάλισμα μπρούτζινων πραγμάτων | bronzina | ιταλικό

μπρούντζινος [1688], μπρούντσινος [1894], μπρούτζινος [1961], μπρούζινος | φτιαγμένος από μπρούντζο: μπροντζένιος, μπρόντζινος, μπροντζίτικος, μπρουντζένιος, μπρουτζίτικος, μπρούτζκος, προύντζινος, προύτζινος | bronzino | ιταλικό

μπρούντζος, μπρούντζον [1614], μπρόντζο [1622], μπρούνζο [1708], μπρούντζο [1709], μπρούντζος [1790], μπρούντσος [1894], μπρούζος [1931], μπρούτζος [1961], μπρούντζους, μπρούτζους, μπρόντζος | ορείχαλκος (λόγιο), χαλκοκασσίτερος (λόγιο), προύντζος, προύτζο | bronzo | βενετσιάνικο

μπρούσα [ 1996b] | μπουζού (βλ. τσέπη) | borsa | ιταλικό

μπρούσια < μπρούσια [1966] | χόβολη, αθούμαλη, θερμουσπουδιά, θρακόβολη, ζαρ, ζάρα, ζιαρ, ζιάρα, ζιάρη, σταχτόβολη, σταχτοβολιό, σπρούχνη, φόγολη, χόβουλ, χόβουλη, χούσβελη, χόχουλ | prush | αλβανικό

μπρούσκα [1709] | άγρια, θυμωμένα | bruscamente | ιταλικό

μπρουσκλιά < μπρουσκλιά [1923b], μπρούσκλι [1934], [μπρούσκουλα < μπρούσκουλα (τα) [1966], μπρουσλιάνι, μπρούσλιανους | το φυτό Hedera helix: αγκίσερας, γκσος, ιλσός, κίσνερας, κισσός, μπρούσλιανη, μπρούσλου, τέτσος | bršljan | σλάβικο

μπρούσκο [1866a], μπρούσκο < bρούσκο [2001c] | για κρασί στυφό | brusco | ιταλικό

μπρούσκος [1614] | η ίσκα (ίσκινα, νίσκα) που πιάνει το σφεντάμι | bruscus | λατινικό

μπρούσκος [1709], μπρούσικος [1934], μπρούσκους [2001c] | αψύς, στυφός | brusco | ιταλικό

μπρουσκούτζικος [1709] | άγριος, θυμωμένος | bruschetto | ιταλικό

μπρούσλιανη < μπρούσλιανη [1894] | βλ. μπρουσκλιά (Hedera helix) | bršljan | σλάβικο

μπρούσλου < μπρούσιλου [1892], μπρούσλου [1894] | βλ. μπρουσκλιά (Hedera helix) | bršljan | σλάβικο

μπρουτζώνω [1709] | δουλεύω τον μπρούτζο | bronzare | ιταλικό

μπρούτο [1957] | μικτό βάρος (λόγιο) | brutto | ιταλικό

μπρούτος [1963] | αγριάνθρωπος, κακότροπος | bruto | βενετσιάνικο

μπρουτσουλάνα [1996b], μπροτσολάνα [2001a] | βλ. μπορτσελάνα (πορσελάνη) | porcelana | βενετσιάνικο

ναβέτα [1860] | & νάβα, καράβι με τρία κατάρτια | navetta | ιταλικό

νάζι [1790], ναζ < ναζ’ [1960a] | κάμωμα, ασκέρτσο, γκέστο, καμούτα, κατσαμάκι, μότο, μουτσουτσούνι, νίνια, πιτσίμ, σκέρτσο, τζελβές, τζιλβές, τζίνι, τζιριντζάντζολα, τζιριντζάντζουλα, τσαλίμ, τσαλιμάκι, τσαλίμι, τσιριμονιά, τσιριντσάντζουλα, φκιασιά, φρεντάσι | naz | τούρκικο

ναζίκης [1960a], ναζίξ < ναζίκ’ς [1960a] | ευγενικός (λόγιο) | nazik | τούρκικο

ναζίρης [1960a], ναζίρς < ναζίρ’ς [1960a] | υπουργός (λόγιο) / επιθεωρητής (λόγιο) | nazιr | τούρκικο

ναζλαντίζω [1960a], ναζεύω [1960a], ναζλακεύομαι [1960a] | κάνω νάζια, χαριεντίζομαι (λόγιο) | nazlanmak | τούρκικο

ναζλής [1960a], ναζλούμης [1996a] | ναζιάρης, τσαχπίνης, σκερτσόζος | nazlı | τούρκικο

νάι [1709] | βλ. νέι (φλογέρα) | ney | τούρκικο

ναΐπης [1709] | βοηθός ιεροδίκη (λόγιο) | naip | τούρκικο

νάκλι [1960a] | διήγηση (λόγιο) | naklen | τούρκικο

ναλετιά < ναλετιά [1934], ναλέτι [1960a] | κατάρα, άβρα ανάθεμα, άμα, ανά, ανάθεκα, ανάθεμαν,αναθεματία, αναθεματίγια, αναθεματίδι, αναθεμάτισμα, αναθεμάτισμαν, αναθεματισμός, ανάθιμα, ανάθιμον, ανάλεμα, ανάρεμα, ανάτεμα, ανάτθεμα, ανεθεμάτι, ανεθεμάτισμα, άρα, αρά, αράθεμα, άτεμα, διαλέτι, θεμά, μπαλάκιναμ, νάθιμα, ναθιμά, μπεντουβάς, ξάλιμ | nalet | τούρκικο

ναλμπάντης [1835], ναλμπάνης [1910], ναλμπάντς | αλμπάνης, αλμπάντς, αλμπάνς, αλμπάτης, καλβουτής, καλιγάς, καλιγουτής, καλιγωτής, νταλμπάνης, πεταλάς, πεταλωτής, πιταλάς, πιταλουτής | nalbant | τούρκικο

ναμάζι [1957], ναμάζ < ναμάζ’ [1960a] | προσευχή, ιζάνι, μπαντέτι, ντοά, ντουά, προσεφκή, προυσιφχή | namaz | τούρκικο

νάμι [1960a], ναμ < ναμ’ [1960a], νάμη | καλό όνομα, φήμη (λόγιο) | nam | τούρκικο

ναμκιόρης < ναμκιόρης [1960a], ναμκιόρς < ναμκιόρ’ς [1960a], ναμικιόρης [2001b], ναμικιάρης, ναμικιόρ, ναμκιόρ | & νιαμκιόρς, αχάριστος, ανεμοκιόρης, ανεφκαρίστιτος, ανεφκάριστος, ανεφχαρίστετος, ανεφχαρίστιτος, ανεφχάριστος, ανιφχαρίστετος, αφκαρίστιγος, αφκαρίστιτος, αφχαρίστιτος, αφχάριστος, αχάριστε, αχάριστες, αχάριστους | nankör | τούρκικο

ναμκιορλίκ < ναμκιορλίκ’ [1960a], | & νιαμκιουρλoύκ, αχαριστία (λόγιο), ανεφχαρισιά, αφχαριστιά, αφχαριστία | nankörlük | τούρκικο

ναμλής [1960a] | διάσημος (λόγιο) | namlı | τούρκικο

ναμούς [1960a], ναμούσι [2001b] | τιμή, αξιοπρέπεια (λόγιο), ηθική (λόγιο) | namus | τούρκικο

ναμουσλής [1960a] | τίμιος, αξιοπρεπής (λόγιο), ηθικός | namuslu | τούρκικο

ναμουσούζης [1960a] | άτιμος, ανήθικος (λόγιο) | namussuz | τούρκικο

νανά [1688], νανέ [1960a] | φυτά του γένους Mentha (δυόσμος) | nane | τούρκικο

νανεσεκέρ [1960a] | πιοτό μέντας με ζάχαρι | nane şekeri | τούρκικο

ναντίρι [1960a] | σπάνιος (λόγιο) | nadir | τούρκικο

ναπολεόνιον [1957], ναπολεόνι [1961] | κάποια παλιά γαλλική μονέδα, αξίας είκοσι φράγκων | napoleone | ιταλικό

ναπολιτάνικος [1934] | του Ναπολιτάνου | Napoletano | ιταλικό

Ναπολιτάνος [1934] | από τη Νάπολη | Napoletano | ιταλικό

νάπος [1894], νάπα [1894] | & άπος, κούπα από ξύλο | nappo | ιταλικό

ναργιλές [1910], ναργελές [1934], ναργκελές [1957], ναργκιλές [1960a] | αργιλές, αργκιλές | nargile | τούρκικο

νάρδος [1635], νάρδον [1957] | το φυτό Valeriana Dioscoridis: άγριος ζαμπούκος, βαλεριάνη, βαλεριανή, μυριστική | nardus | λατινικό

νάρκι [1835] | διατίμηση (λόγιο) | narh | τούρκικο

νάτολα | κάμαρα σε ταράτσα | natole | βενετσιάνικο

νατούρα [1894] | φύση (λόγιο) | natura | ιταλικό

νατουράλε [2001c], νατουράλ [2001c] | φυσικός (λόγιο) | naturale | ιταλικό

ναφιλέ [1960a] | μάταια (λόγο) | nafile | τούρκικο

ναχιγές [1960a], ναχές [1960a] | διοικητική περιφέρεια (λόγιο) | nahiye | τούρκικο

νάχτι [1960a] | μετρητά (λόγιο) | nakit | τούρκικο

νε [1998] | ούτε | ne-ne | τούρκικο

νεαγκού [1894] | ούτε καν | neanco | ιταλικό

Νέβρης | βλ. Νοέβρης | November | λατινικό

νεγκότσιο [2003], νεγότσιο [2003], νεγότσια, | βλ. μαγαζί (αργαστήρι) | negozio | ιταλικό

νέγρης [1866a], νέγρος [1957] | βλ. μόρος (αράπης) | negro | ιταλικό

νέι [1835] | & νάι, φλογέρα, γαβάλ, θιαμπόλι, καβάλν, μαντούρα, μπαμπιόλι, μπαντούρα, νταρβίρα, ντουντούκι, παντούρα, σλιάβεργι, σλιαβρούδ, σουβλιάρι, σουράβλι, τζαμάρα, τσαφλιάρ, φιαμπόλι, φλουέρα, χαμπιόλι | ney | τούρκικο

νέισε [1996a], νέισι [1996a], νέισα | ας είναι | neyse | τούρκικο

νεμ < νεμ’ [1960a], νέμια | βλ. μπούντα (υγρασία) | nem | τούρκικο

νεμλεντίζω [1960a] | υγραίνομαι (λόγιο), νοτίζω, αναδίδω, αναδίνου, μιλιανίσκω, μουκιάζω, ναδόνω, νιμλιντίζου, νουτίζου, νουτίζουμι, νοτάω, νοτέβω | nemlenmek | τούρκικο

νέμπο [1894] | & έμπος, έμπος, έμβος, βλ. μπουράσκα (καταιγίδα) | nembo | ιταλικό

νένα [1894] | βλ. λάλα (παραμάνα) | nena | βενετσιάνικο

νενέ [1860] | βλ. μάρε (μάνα) | nënë | αλβανικό

νενέ < ναιναί [1709], νένα [1837], νενέ [1931] | γιαγιά, βαβά, βάβα, βάβου, βαβούλω, βάβω, γαγά, γιάγια, γιαγιάε, γιαγιάες, γιαγιές, ζαζά, ιαιά, καλή, καλομάνα, κιουρά, κυρά, κυρούλα, λαλά, μαδόνα, μάκω, μαμάνα, μαμή, μάμη, μάνα τρανή, μανάκου, μανή μανιά, μανιά, μανίτσα, μανίτσα, μανού, μπαμπίτσα, μπάμπου, μπάμπω, νανά, νιάνια, νινέ, νινιέ, νόνα | nene | τούρκικο

νεποτισμός [1894] | ευνοιοκρατία (λόγιο) | nepotismo | ιταλικό

νεραγκούλα [1910], νεράγκουλα [1923b] | φυτά του γένους Ranunculus: αβδελοχόρταρο, αβδελόχορτο, γκιρίτι, ρόγκολο | ranuncolo | ιταλικό

νεράντζιον [1614], ναράντζι [1635], νεράντζι [1709], νεράντσι [1860], νεράντζι [1910], νεράτζι | ο καρπός του δέντρου Citrus bigaradia: νεραντζιά, ανερατζά, λεραντζιά, νερατζά, νερατζιά | naranza | βενετσιάνικο

νερβόζος [2003] | νευρικός (λόγιο) | nervoso | βενετσιάνικο

νέσπουρα [1622], νέσπουρον [1894], νέσπολα | δέσπολα, μέσπιλο, μούσμουλο | nespola | ιταλικό

νεσπουριά [1622], νεσπουλέα [1966], νεσπολιά | μουσμουλιά | nespolo | ιταλικό

νετάρω [1894], νετέρω [1894], νετέρνω [1996b] | καθαρίζω / τελειώνω (λόγιο) | netar | βενετσιάνικο

νέτος [1910] | καθαρός | neto | βενετσιάνικο

νεφέρ < νεφέρ’ [1960a], νεφέρι [2001b] | φαντάρος / άτομο (λόγιο), πρόσωπο | nefer | τούρκικο

νεφές < νεφέσ’ [1960a], νεφέσι [1962b] | ανάσα, αναπνοή / ρουφηξιά, τζούρα (από τσιγάρο) | nefes | τούρκικο

νεφούσι [1957] | βλ. νουφούσι (ταυτότητα) | nüfus | τούρκικο

νέφτι [1835], νεφτ | τερεβινθέλαιο (λόγιο) | neft | τούρκικο

νιαμκιόρς < νιαμκιόρ’ς [2011] | βλ. ναμκιόρης (αχάριστος) | nankör | τούρκικο

νιαμκιουρλoύκ < νιαμκιουρλoύκ’ [2011] | βλ. ναμκιορλίκ (αχαριστία) | nankörlük | τούρκικο

νιβορός < νηβορός [1966], νουβρός < νουβ’ρός [1978], νουβρό, νουβουρός | οβορός, αυλή | obbor-i | αλβανικό

νιγέτι < νιγιέτι [1960a], νιγετ < νιγιέτ’ [1960a] | πρόθεση (λόγιο), σκοπός (λόγιο) | niyet | τούρκικο

νιέντε < νιέντε [1996b] | τίποτα, τίποτε | niente | ιταλικό

νιζάμης [1934], νιζάμς < νιζάμ(η)ς [1987b] νιζάμπς [2006] | χωροφύλακας (λόγιο) | nizami | τούρκικο

νιζάμι [1960a], νιζάμ < νιζάμ’ [1960a] | τάξη, ρύθμιση (λόγιο) | nizam | τούρκικο

νικέιζ < νικέηζ [1962c] | τσιγκούνης | nekes | τούρκικο

νινέ [1960a], νιάνια < νιάνια [1996a] | βλ. νενέ (γιαγιά) | nine | τούρκικο

νίνη [1966] | βλ. νενέ (μάνα) | nënë | αλβανικό

νινί < νιννί [1894], νινί [1910], νηνί [1910], | νήπιο (λόγιο) | ninin | βενετσιάνικο

νιοράντες < νιοράντες [2003] | αγράμματος, αμόρφωτος (λόγιο) | ignorante | βενετσιάνικο

νισάνι < νισάνι [1966], νισιάν < νισιάν [1972], νισάν < νισάν’ [1978], νισιάνι < νισιάνι [1996a], νισάν < νισάν’ [2003] | το σημάδι που έκανε ο τσοπάνης στο αυτί των γιδοπροβάτων του / στόχος (λόγιο), σκόπευση (λόγιο) / βέρα αρραβώνων | nişan | τούρκικο

νισαντίρι < νισαντήρι [1835], νισαντίρι < νισσαντήρι [1910], νισαντίρι [1934], νισαντίρ < νισαντίρ’ [1960a] | χλωριούχο αμμώνιο (λόγιο), λισαντίρι, λσαντίρ | nιşadιr | τούρκικο

νισάφι [1910], νισάφ < νισάφ’ [1978], νσαφ < ν’σαφ [2010] | & ανσάφ ή ισνάφι, έλεος | insaf | τούρκικο

νισεστές [1835], νισαστάς [1960a], νισιστές | άμυλο (λόγιο) | nişasta | τούρκικο

νιτερεσάδος [1996b], νιτερεσόδος [2001b] | συμφεροντολόγος (λόγιο) | interessato | ιταλικό

νιτερέσο [1931], νιτερέσι, νιτερέσιο | & ιντερέσο, συμφέρον (λόγιο) | interesse | λατινικό

νιτράδα [2001c] | εισόδημα (λόγιο), ιντράδα, εντράδα | entrata | ιταλικό

νιτρίγος [1996b] | ραδιούργος (λόγιο) | intrigo | ιταλικό

νιτσεράδα [1910] | μουσαμάς | incerada | βενετσιάνικο

νόβα [1894] | βλ. νοβιτά (είδηση) | nova | βενετσιάνικο

νοβάρω [1996b] | ανακαινίζω (λόγιο) | novare | ιταλικό

νοβέλο [2003] | εδαφονόμιο (λόγιο) | novelo | βενετσιάνικο

νόβερος | βλ. νούμερο (αριθμός) | novero | ιταλικό

νοβιτά [1894] | είδηση (λόγιο), νέο, χαμπέρι | novita | βενετσιάνικο

Νοέβρης [1622], Νοέμβρης [1622], Νοέμπρης [1934], Νοβέμπηρς < Νοβέbηρς [2001c] | Νοέμβριος (λόγιο), Βροχάρης, Νέβρης, Σποριάς, Σπορίτης | November | λατινικό

νοκούτι [1960a] | βλ. νάχτι (μετρητά) | nakit | τούρκικο

νοκτάς [1960a] | τελεία (λόγιο), σημείο (λόγιο) | nokta | τούρκικο

νομινάρω [2001c], νουμενάρω [2001c] | ονομάζω / ορίζω | nominare | ιταλικό

νομπέτι [1960a], νομπέτ < νομπέτ’ [1960a], νομπέτης | σκοπιά, βάρδια, καραούλι | nöbet | τούρκικο

νομπετσής < νομπεττσής [1960a] | σκοπός, φρουρός (λόγιο) | nöbetçi | τούρκικο

νόμπιλες [2003], νόμπιλε [2003], νόμπιλος | ευγενής (λόγιο) | nobile | ιταλικό

νομπιλιτά [2003] | αριστοκρατία (λόγιο) | nobilita | ιταλικό

νομπλιστικά < νομπληστικά [2001b] | ευγενικά | nobilesco | ιταλικό

νον [2003] | όχι | non | ιταλικό

νόνα < νόννα [1866], νόνα [1910] | βλ. νενέ (γιαγιά) | nonna | ιταλικό

νόνα < νόννα [1934], νόνα [1957] | μαμή | nonna | ιταλικό

νόνος [1910] | παππούς, νένης | nonno | ιταλικό

νοντάς [1960a], νουντάς < νουdάς [1962c], νουντάς < νουνdάς [1978] | οντάς, ουντάς, κάμαρα, δωμάτιο (λόγιο) | oda | τούρκικο

νόντσολος [2003], νότσολος | όντσολος, νεωκόρος (λόγιο) | nonzolo | βενετσιάνικο

νόρμα [1995] |   | norma | λατινικό

νόστρο [2003] | δικός μας | nostro | ιταλικό

νότα [1866a] | σημείο (λόγιο) | nota | λατινικό

νοτάριος [1614], νοτάρος [1709], νοδάρος [1934], νουδάρος [1996b], νόταρος, νοταριάς | συμβολαιογράφος (λόγιο) | notarius | λατινικό

νοτιφικάρω [1996b] | κοινοποιώ (λόγιο) | notificare | ιταλικό

νοτίφικο [1996b] | κοινοποίηση (λόγιο) | notifica | ιταλικό

νοτούρνο [1998] | μουσ. όρος | notturno | ιταλικό

νότσινος | καρυδένιος | nocino | ιταλικό

νουβέλα < νουβέλλα [1934], νουβέλα [1983a] | αφήγημα (λόγιο) | novella | ιταλικό

νούγια < νούγια [2001b] | ούγια | oya | τούρκικο

νουζίτσα [1894] | ζωνάρι από δέρμα | uzdica | σλάβικο

νούλα [1931] | μηδέν (λόγιο), μηδενικό (λόγιο) / τίποτα, τίποτε | nulla | ιταλικό

νουμεράρω | αριθμώ | numerare | ιταλικό

νούμερον [1614], νούμερο [1894] | αριθμός (λόγιο) | numero | ιταλικό

νουμιδή [1934] | φραγκόκοτα | numida | ιταλικό

νουνός [1709], νούνος [1790], νονός < νοννός [1894], νουνός < νουννός [1894] νονός [1910], νουνός [1910], νούνους | νονός | nonnus | λατινικό

νούντσιος [1894], νούτσιος [1957] | παπικός αντιπρόσωπος (λόγιο) | nunzio | ιταλικό

νούρι [1960a], νουρ | φως, φέγγος, λαμπρότητα | nur | τούρκικο

νούρκα [1835] | το ζώο Mustela lutreola: νυφίτσα | nurka | σλάβικο

νούσα [1966] | νύφη | nuse | αλβανικό

νουσκάς [1960a] | & μουσκάς, φυλαχτό για το μάτιασμα (μέσα έχει χαρτάκι με μαγικά λόγια) | nüsha | τούρκικο

νούτικος [1998] | αγόρευση (λόγιο) | nutuk | τούρκικο

νούφαρο < νούφαρα (τα) [1688], νούφαρον [1835], νούφαρ [1957], νούφαρο [1957] | φυτό | nufar | αραβικό

νουφούσι [1957], νουφούς < νουφούσ’ [1960a], νουφούζι [1996a] | & νεφούσι ή νοφούσι ή νοφούζι, δελτίο ταυτότητας (λόγιο) | nüfus | τούρκικο

νοφούσι [1960a], νοφούζι [1966], | βλ. νουφούσι (ταυτότητα) | nüfus | τούρκικο

νοφράγιο [1996b] | ναυάγιο (λόγιο) | naufrago | ιταλικό