Λέξεις που αρχίζουν από μπ

 

 

 

Λέξεις που αρχίζουν από μπ

 

Δημήτρη Λιθοξόου

2011-2012

 



Πηγές

 

 1527: Εισαγωγή νέα επιγραφομένη, ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΧΡΗΣΙΜΟΣ, ήγουν Στέφανος τίμιος, ώστε μαθείν, αναγινώσκειν, γράφειν, νοείν & λαλείν, την ιδιωτικήν, & την αττικήν γλώσσαν των γραικών. έτι δε και την γραμματικήν, & την ιδιωτικήν γλώσσαν των λατίνων μετά πάσης ευκολίας, & εν ολίγω χρόνω, και χωρίς διδασκάλου, πράγμα λίαν ωφέλιμον εις πάσαν τάξιν των ανθρώπων, συντεθειμένον και εις φως εκδοθέν παρά του επιτηδειοτάτου, και ευμηχανικού ανθρώπου Στεφάνου του εκ Σαβίου, του τυπωτού των ελληνικών, και των λατινικών γραμμάτων εν τη εκλαμπροτάτη πόλει των Ενετών, Venetiis MDXXVII.

 1614: Ioannis Meursi, glossarium graeco-barbarum - In quo præter vocabula quinque millia quadringenta, officia atque dignitates imperij Constantinop. tam in palatio, quàm ecclesia aut militia, explicantur, & illustrantur, Lugduni Batavorum, apud L. Elzevirium, 1614.

1622: Vocabolario Italiano et Greco nel Quale si contiene come le voci Italiane si dicano in Greco Volgare, composto dal P. Girolamo Germano della Compagnia di GIESV, in Roma, per l’Herede di Bartolomeo Zanneti, 1622.

1635: Simone Portio, Λεξικόν Λατινικόν, Ρωμαίκον και Ελληνικόν, εις το οποίον τα λατινικά λόγια συμφωνούναι τα Ρωμαίκα, και τα Ελληνικά. Εσμίχθηκε με τούτο στο τέλος του βιβλίου άλλον ένα λεξικόπουλον, εις το οποίον τα Ρωμαίκα λόγια κατ αλφάβητον βαλμένα γυρίζονται πρώτα ελληνικά και απέκει Λατινικά - Dictionarium latinum, graeco-barbarum, et litterale, in quo dictionibus latinis suae quoque graecae linguae vernaculae necnon etiam litteralis voces respondent. Accessit insuper aliud in calce operis dictionariolum, in quo prius ordine alphabetico dispositae vernaculae linguae graecae dictiones, graco-litterales, tum latinar redduntur, Parisiorum 1635.

1659: Θησαυρός της εγκυκλοπαιδικής βάσεως τετράγλωσσος μετά της των επιθέτων εκλογής, και διττού των λατινικών τε και Ιταλικών λέξεων πίνακος, εκ διαφόρων παλαιών τε και νεωτέρων λεξικών συλλεχθείς παρά Γερασίμου Βλάχου του Κρητός, Venetiis MDCLVIIII.

1688: Glossarium ad scriptores mediae et infimae Graecitatis,in quo graeca vocabula novatae significationis,aut usus rarioris,barbara,extica,ecclesiastica,liturgica,tactica,nomica,jatrica,botanica,chymica explicantur,eorum notiones & originationes reteguntur - E libris editis,ineditis veteribus monumentis - Accedit appendix ad glossarium mediae & infimae latinitatis, una cumbravi etymologico linguae gallicae ex utoque glossario, auctore Carlo Du Fresne, domino Du Cange, Lugduni.

1708: Joh. Mich. Langii D. , Philologiae Barbaro-Graecae, Typis &nImpensis Wilhelmi Kohlesii, Univs. Altdorf. Typogr., Noribergae 1709.

1709: Αλέξιος Σουμαβέραιος (Alessio da Somaverra), Θησαυρός της Ρωμαϊκής και της Φραγκικής γλώσσας ήγουν λεξικόν Ρωμαϊκόν και Φραγκικόν πλουσιώτατον, Παρίτζι (Parigi) MDCCIX.

1783: Λεξικό Ρωμαικόν απλούν περιέχον ρωμαικάς απλάς λέξεις με το πόθεν αυταί παράγονται, ήγουν από ποίαις γλώσσαις – εσυλλέχτηκεν εις το σχολείον (σεμινάριον) της Λαύρας της Αγίας Τριάδος, н. новикова 1783 года.

1790: Λεξικόν τρίγλωσσον της Γαλλικής, Ιταλικής και Ρωμαϊκής διαλέκτου, εις τόμους τρεις διηρημένον, συνερανισθέν παρά Γεωργίου Βεντότη, τόμος Γ' Ρωμαϊκο-Γαλλικο-Ιταλικός, Εν Βιέννη της Αουστρίας 1790.

1835: Λεξικόν της καθ' ημάς ελληνικής διαλέκτου, μεθηρμηνευμένης εις το αρχαίον ελληνικόν και το γαλλικόν μετά προσθήκης γεωγραφικού πίνακος των νεωτέρων και παλαιών ονομάτων, υπό Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου, εν Αθήναις, εκ του ιδιωτ. έργων τμήματος της Βασιλ. Τυπογραφίας, 1835.

1837: A Modern Greek and English Lexicon (to which prefixed an Epitome of Modern Greek Grammar), by the Rev. I. Lowndes, Inspector General of Schools in the Ionian Islands, Corfu 1837.

1840: Η Βαβυλωνία ή η κατά τόπους διαφθορά της ελληνικής γλώσσης, κωμωδία εις πράξεις πέντε, συγγραφείσα παρά Δ. Κ. Βυζαντίου (: Δημήτρης Κωνσταντινίδης Χατζή-Ασλάνης 1790-1853), έκδοσις δευτέρα, εν Αθήναις, εκ της τυπογραφίας Κωνστ. Καστόρχη, οδός Αιόλου, 1840

1857: Λεξικόν της καθ' ημάς ελληνικής διαλέκτου, μεθηρμηνευμένης εις το αρχαίον ελληνικόν και το γαλλικόν μετά προσθήκης γεωγραφικού πίνακος των νεωτέρων και παλαιών ονομάτων, έκδοσις δευτέρα επηυξημένη και διωρθωμένη, υπό Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου, Αθήνησι 1857.

1858: Ν. Κ. (Κονεμένος), Γλωσσάριον Ηπειρωτικής, περιοδικό Πανδώρα, Αθήναι 1858.

1859: Ν. Δ. (Νικόλαος Δραγούμης), Γλωσσάριον της καθ’ ημάς Ελληνικής, περιοδικό Πανδώρα, Αθήναι 1857-1859.

1860: Arnoldus Passow, Τραγούδια Ρωμαίκα Popularia Carmina Graeciae Recentioris, Lipsiae MDCCCLX.

1864: Συλλογή λέξεων, φράσεων και παροιμιών εν χρήσει παρά τοις σημερινής κατοίκοις της νήσου Κυθήρων, περιοδικό Πανδώρα, Αθήναι 1861-1864.

1866a: Γ. Γ. Παππαδοπούλου, Περί της ιταλικής επιρροής επί την δημοτικήν γλώσσαν των νεωτέρων Ελλήνων, περιοδικό Πανδώρα, Αθήναι 1866.

1866b: Συλλογή των κατά την Ήπειρον δημοτικών ασμάτων, υπό Γ. Χρ. Χασιώτου, εν Αθήναις 1866.

1872: Γλωσσάριον Λέσβιον, περιοδικό Πανδώρα, Αθήναι 1872.

1874a: Ηλία Τσιτσέλη, Γλωσσάριον Κεφαλληνίας, στα Νεοελληνικά Ανάλεκτα του περιοδικού Παρνασσός, τόμος δεύτερος, Αθήναι 1874.

1874b: Ι. Ν. Σταματέλος, Λευκάδια Διάλεκτος, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, σύγγραμμα περιοδικόν, τόμος Η’, εν Κωνσταντινουπόλει 1874.

1874c: Δημοσθένης Χαβιαράς, Συλλογή λέξεων και φράσεων εν χρήσει εν Σύμη, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, σύγγραμμα περιοδικόν, τόμος Η’, εν Κωνσταντινουπόλει 1874.

1874d: Ν. Γ. Πολίτης, Χιακή διάλεκτος - Γλωσσάριον, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, σύγγραμμα περιοδικόν, τόμος Η’, εν Κωνσταντινουπόλει 1874.

1874e: Σ. Μανασσεΐδης, Διάλεκτος Αίνου, Ίμβρου, Τενέδου - Λεξιλόγια, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, σύγγραμμα περιοδικόν, τόμος Η’, εν Κωνσταντινουπόλει 1874.

1874f: Ιωάννης Κ. Παγούνης, Ηπειρωτική Διάλεκτος - Γλωσσάριον, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, σύγγραμμα περιοδικόν, τόμος Η’, εν Κωνσταντινουπόλει 1874.

1876a: Anton Jeannaraki, Άσματα Κρήτης μετά διστίχων και παροιμιών, Leipzig 1876.

1876b: Θηραϊκής γης γλωσσολογικής ύλης, τεύχος Α’, ιδιωτικόν της θηραϊκής γλώσσης, υπό Νικολάου Πεταλά, Αθήνησι 1876.

1878a: Νέον λεξικόν Ελληνογαλλικόν υπό Κ. Βαρβάτη, Αθήνησι :παρά τω εκδότη Κ. Αντωνιάδη, 1878

1878b: Λεξικόν Ελληνοϊταλικόν, συνταχθέν υπό Μ. Π. Περίδου, Αθήναι 1878.

1884a: Βατταρισμοί ήτοι λεξιλόγιον της λειβησιανής διαλέκτου, υπό Μ. Ι. Μουσαίου, εν Αθήναις 1884.

1884b: Θ. Πούσιος, Συλλογή λέξεων, παραμυθιών, ασμάτων κτλ. του εν Ζαγορίω της Ηπείρου ελληνικού λαού, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, σύγγραμμα περιοδικόν, τόμος ΙΔ’, εν Κωνσταντινουπόλει 1884.

1884c: Ονοματολόγιον ναυτικόν, εν Αθήναις, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1884.

1887a: Αντωνίου Βάλληνδα, Πάρεργα φιλολογικά πονήματα, τεύχος Α’, εν Ερμουπόλει, τύποις Αδελφών Καμπάνη, 1887.

1887b: Περισυναγωγή γλωσσικής ύλης και εθίμων του ελληνικού λαού, ιδία δε του της Πελοποννήσου, υπό Π. Παπαζαφειρόπουλου, εν Πάτραις 1887.

1888a: Το χιακόν γλωσσάριον ήτοι η εν Χίω λαλουμένη γλώσσα, συνέγραψεν Α. Γ. Πασπάτης, εν Αθήναις 1888a.

1888b: Συλλογή λέξεων και διαφόρων δημοτικών ασμάτων της νήσου Νισύρου, υπό Γεωργίου Παπαδοπούλου, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, σύγγραμμα περιοδικόν, τόμος ΙΘ’, εν Κωνσταντινουπόλει 1888.

1891a: Τα Κυπριακά ήτοι γεωγραφία, ιστορία και γλώσσα της Κύπρου από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερον, υπό Αθανασίου Α. Σακελλαρίου, τόμος δεύτερος, Η εν Κύπρω γλώσσα, εν Αθήναις 1891.

1891b: Ήπειρος – Συλλογή, Κωνσταντίνου Βαρζώκα, Ζωγράφειος Αγών - Μνημεία της ελλ. αρχαιότητος ζώντα τω νυν ελληνικώ λαώ, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, εν Κωσταντινουπόλει 1891.

1891c: Νεοελληνικά ανάλεκτα της Ηπείρου, υπό Γεωργ. Δ. Ζηκίδου, Ζωγράφειος Αγών - Μνημεία της ελλ. αρχαιότητος ζώντα τω νυν ελληνικώ λαώ, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, εν Κωσταντινουπόλει 1891.

1891d: Εμ. Μανωλακάκη, Γλωσσική ύλη τη νήσου Καρπάθου, Ζωγράφειος Αγών - Μνημεία της ελλ. αρχαιότητος ζώντα τω νυν ελληνικώ λαώ, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, εν Κωσταντινουπόλει 1891.

1891e: Γεωργίου Παπαδοπούλου, Γλωσσική ύλη της νήσου Νισύρου, Ζωγράφειος Αγών - Μνημεία της ελλ. αρχαιότητος ζώντα τω νυν ελληνικώ λαώ, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, εν Κωσταντινουπόλει 1891.

1891f: Δημ. Πουλάκης, Λεξιλόγιον Ικαρίας, Κρήνης κλπ., Ζωγράφειος Αγών - Μνημεία της ελλ. αρχαιότητος ζώντα τω νυν ελληνικώ λαώ, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, εν Κωσταντινουπόλει 1891.

1892: Μελέτη περί του γλωσσικού ιδιώματος Βελβεντού και των περιχώρων αυτού, υπό Ευθ. Μπουντώνα, εν Αθήναις 1892.

1894: Gustav Meyer, Neugriechische Studien, Sitzungsberichte der Kais, Akademie der Wissenschaften in Wien, Philosophisch-Historische Classe, Wien 1894-1895.

1896a: Δ. Πουλάκη, Λεξικόν ιδία της Σικίνου και τινων άλλων τόπων, Ζωγράφειος Αγών - Μνημεία της ελλ. αρχαιότητος ζώντα τω νυν ελληνικώ λαώ, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, εν Κωσταντινουπόλει 1896.

1896b: Καρπαθιακά, περιέχοντα την τοπογραφίαν, ιστορίαν, αρχαιολογίαν, φυσικήν κατάστασιν, στατιστικήν, τοπωνυμίας της νήσου, ήθη και έθιμα, ιδιώματα της γλώσσης, λεξιλόγιον, δημοτικά άσματα και δημώδεις παροιμίας των κατοίκων αυτής, υπό Εμ. Μανωλακάκη, εν Αθήναις 1896.

1899: Ι. Σαραντίδου Αρχελάου, Η Σινασός ήτοι θέσις, ιστορία, ηθική και διανοητική κατάστασις, ήθη, έθιμα και γλώσσα της εν Καππαδοκία κωμοπόλεως Σινασού, εν Αθήναις 1899.

1903: Σπ. Αναγνώστου, Λεσβιακά ήτοι συλλογή λαογραφικών περί Λέσβου πραγματειών, εν Αθήναις 1903.

1905: Σταματίου Ψάλτου, Θρακικά ή μελέτη περί του γλωσσικού ιδιώματος της πόλεως Σαράντα Εκκλησιών, εν Αθήναις 1905.

1908: Φαίδωνος Ι Κουκουλέ, Οινουντιακά ή μελέτη περί της ιστορίας, των ηθών και των εθίμων και του γλωσσικού ιδιώματος του Δήμου Οινούντος της επαρχίας Λακεδαίμονος, εν Χανίοις 1908.

1909: Π. Αραβαντινού, Ηπειρωτικόν γλωσσάριον, εν Αθήναις 1909.

1910: Λεξικόν ελληνογαλλικόν (και γαλλοελληνικόν) της λαλουμένης Ελληνικής γλώσσης (ήτοι καθαρευούσης και δημώδους) - Dictionnaire grec-francais et francais-grec, υπό Αντωνίου Ηπίτη, 3 τόμοι, εν Αθήναις 1908-1910.

1914: Περί της συγχρόνου Σαμίας διαλέκτου, πραγματεία βραβευθείσα εν τω διαγωνισμώ του 1912 της εν Αθήναις Γλωσσικής Εταιρείας, υπό Νικολάου Ι. Ζαφειρίου, εν Αθήναις 1914.

1915: Ευαγγέλου Παπαχατζή, Δοκίμιον του γλωσσικού ιδιώματος Καρύστου και των πέριξ και τα εν τω ιδιώματι γραπτά ή άγραφα μνημεία, βραβευθέν εν τω διαγωνισμώ της εν Αθήναις Γλωσσικής Εταιρίας, εν Αθήναις 1915.

1918: Γερασίμου Σαλβάνου, Μελέτη περί του γλωσσικού ιδιώματος των εν Κερκύρα Αργυράδων, εν Αθήναις 1918.

1921: Δημητρίου Σάρρου, Παρατηρήσεις εις το Ηπειρωτικόν Γλωσσάριον του Π. Αραβαντινού, 1920.

1923a: Μιχαήλ Δέφνερ, Λεξικόν της Τσακώνικης Διαλέκτου, εν Αθήναις 1923.

1923b: Θ. Χελδράιχ, Τα δημώδη ονόματα των φυτών προσδιοριζόμενα επιστημονικώς, εκδιδόμενα δε υπό Σπ. Μηλιαράκη, Αθήναι 1923.

1925: Σπύρου Μουσούρη (Φώτου Γιοφύλλη), Συλλογή δημώδους γλωσσικού υλικού εκ της πόλεως Ιθάκης, Ιθάκη 1925.

1926a: Κ. Άμαντου, Συμβολή εις το Χιακόν γλωσσάριον, εν Αθήναις 1926.

1926b: Θ. Χελδράιχ, Τα δημώδη ονόματα των φυτών προσδιοριζόμενα επιστημονικώς, εκδιδόμενα δε υπό Σπ. Μηλιαράκη, Β’ έκδοσις επηυξημένη και βελτιωμένη, Αθήναι 1926.

1931: Πέτρου Βλαστού, Συνώνυμα και συγγενικά, τέχνες και σύνεργα, Αθήνα 1931.

1933: Δημητρίου Πασχάλη, Ανδριακόν Γλωσσάριον ή λέξεις και φράσεις του γλωσσικού ιδιώματος της κοινής εν Άνδρω λαλιάς, εν Αθήναις, τυπογραφείον ΕΣΤΙΑ, 1933.

1934: Λεξικόν της νέας ελληνικής γλώσσης, ορθογραφικόν και ερμηνευτικόν, συνταχθέν υπό επιτροπής φιλολόγων και επιστημόνων, επιμέλεια Γεωργίου Ζευγώλη, έκδοσις ΠΡΩΙΑ, Αθήναι 1933-1934.

1938: Ευφροσύνης Σιδηροπούλου, Λεξιλόγιον Κοτυώρων, Αρχείον Πόντου Σύγγραμμα Περιοδικόν, τόμοι 2-8, Αθήναι 1929-1938.

1941: Κων. Α. Άμαντος, Προσθήκαι εις το Χιακόν γλωσσάριον και το Χιακόν τοπωνυμικόν, Λεξικογραφικόν Δελτίον Ακαδημίας Αθηνών, τόμος Γ’, Αθήναι 1941.

1946: Φιλ. Τζομπάρη, Γλωσσάρι Στενιμάχου, Αρχείον του θρακικού λαογραφικού και γλωσσικού θησαυρού, τομ. ΙΒ', Αθήναι 1946

1957: Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν και εποπτικόν λεξικόν μετά πλήρους γλωσσικού, σημασιολογικού και ορθογραφικού λεξικού της ελληνικής γλώσσης, Μορφωτική Εταιρεία, Αθήναι 1957.

1960a: Κωνστ. Κουκκίδη, Λεξιλόγιον ελληνικών λέξεων παραγομένων εκ της τουρκικής, Αθήναι 1960.

1960b: Χρήστου Παπασταματίου-Μπαμπαλίτη, Ιδιωματικαί λέξεις Σουφλίου, Θρακικά Σύγγραμμα Περιοδικόν, αρ. 31, εν Αθήναις 1961.

1961: Επιτροπής φιλολόγων, Σύγχρονον ορθογραφικόν-ερμηνευτικόν λεξικόν της ελληνικής γλώσσης (καθαρευούσης-δημοτικής), επιμελητής ύλης Θεόκρ. Γούλας, Αθήναι 1961.

1962a: Θεολ. Βοσταντζόγλου, Αντιλεξικόν ή ονομαστικόν της νεοελληνικής γλώσσης, δευτέρα έκδοσις, Αθήναι.

1962b: Βρασίδα Καπετανάκη, Το λεξικό της πιάτσας (λαογραφικόν λεξικολογικόν απάνθισμα), έκδοσις Δευτέρα βελτιωμένη και επαυξημένη, Αθήνα 1962.

1962c: Χρίστου Γ. Γεωργίου, Το γλωσσικό ιδίωμα Γέρμα Καστοριά, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1962.

1963: Λεωνίδα Ζώη, Λεξικόν ιστορικόν και λαογραφικόν Ζακύνθου, τομ. Β’ λαογραφικόν, Αθήναι, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1963.

1964:Ευαγγέλου Αθ. Μπόγκα, Τα γλωσσικά ιδιώματα της Ηπείρου (Βορείου, Κεντρικής και Νοτίου), Α’ Γιαννιώτικο και άλλα λεξιλόγια, Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1964.

1966:Ευαγγέλου Αθ. Μπόγκα, Τα γλωσσικά ιδιώματα της Ηπείρου (Βορείου, Κεντρικής και Νοτίου), Β’ Γλωσσάρια Βορ. Ηπείρου, Θεσπρωτίας, Κόνιτσας κ.ά, Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1966.

1972: Νίκου Β. Κοσμά, Το γλωσσικό ιδίωμα του Λαγκαδά, Μακεδονικά, τόμος δωδέκατος, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1972.

1976: Μιλτιάδη Ι. Παπαϊωάννου, Το γλωσσάριο των Γρεβενών, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1976.

1978: Ανδρέας Στεφόπουλος, Το γλωσσάρι της Χρυσής Καστοριάς, Μακεδονικά, τόμος δέκατος όγδοος, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1978.

1981: Κώστα Ξεινού, Του νησιού μας η γλώσσα – γλωσσάρι της Ίμβρου, Θεσσαλονίκη 1981.

1982: Θανάση Παπαθανασόπουλου, Γλωσσάρι ρουμελιώτικης ντοπιολαλιάς, Αθήνα 1982.

1983a: Ν. Π. Ανδριώτη, Ετυμολογικό λεξικό της κοινής Νεοελληνικής, τρίτη έκδοση με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα, Θεσσαλονίκη 1983.

1983b: Ακακίας Κορδόση, Μιλήστε Μεσολογγίτικα, β’ έκδοση συμπληρωμένη, Αθήνα 1983.

1987a: Θανάση Κωστάκη, Λεξικό της τσακώνικης διαλέκτου, Ακαδημία Αθηνών, 3 τόμοι, Αθήνα 1986-1987.

1987b: Κώστα Μαυρομμάτη, Λεξικό τοπικών όρων και ιδιωματισμών Καναλιών Καρδίτσας, Θεσσαλονίκη 1987.

1988: Δ. Χ. Κοντονάτσιου, Η διάλεκτος της Λήμνου, εθνογλωσσολογική προσέγγιση, διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Σχολή Φιλοσοφική, Τμήμα Φιλολογίας, Θεσσαλονίκη 1988.

1992: Π. Χ. Δορμπαράκη, Το ιδίωμα της Δυτικής Κορινθίας – Γλωσσάριο, (σε συνέχειες στα περιοδικά Κορινθιακά, Αθήνα 19740-1979 και Κορινθιακή Ζωή, Κόρινθος, 1976-1980 και σαν παράρτημα στο βιβλίο των Π. Χ. Δορμπαράκη και Κασ. Πανουτσοπούλου, Η περιοχή της Ευρωστίνης Κορινθίας, Αθήνα 1992).

1995: Εμμανουήλ Κριαρά, Νέο ελληνικό λεξικό της σύγχρονης δημοτικής γλώσσας (γραπτής και προφορικής), Αθήνα 1995.

1996a: Απόστολου Δούκα Σαχίνη, Το καστοριανό γλωσσάρι, Καστοριά 1996.

1996b: Δημ. Λ. Κόμη (επιμέλεια), Κυθηραϊκό Λεξικό, Αθήνα 1996.

1998: Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 1998.

1999: Κυριάκου Δεληγιάννη, Κουβουκλιώτικα ένα μικρασιατικό γλωσσικό ιδίωμα, διδακτορική διατριβή, Αδελαΐδα Αυστραλίας 1999.

2001a: Πανταζή Κοντομίχη, Λεξικό του λευκαδίτικου ιδιώματος, Αθήνα 2001.

2001b: Αντώνιος Β. Ξανθινάκης, Λεξικό ερμηνευτικό και ετυμολογικό του δυτικοκρητικού γλωσσικού ιδιώματος, 2η έκδοση, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2001.

2001c: Νίκος Χρ. Αλιπράντης, Λεξικό των ιδιωμάτων και των εγγράφων της Πάρου, με τρεις μελέτες για τα ιδιώματα της Πάρου, Αθήνα 2001.

2002: Νίκος Γ. Τσικής, Γλωσσικά από το Πυργί της Χίου, Αθήνα 2002.

2003: Ερμιόνη Κοροσίδου-Καρρά, Τα ρομανικά (ιταλικά-γαλλικά) δάνεια στο σύγχρονο ιδίωμα της Ζακύνθου: λεξικολογικές επισημάνσεις (μορφολογία-σημασιολογία), διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 3003.

2006: Ευανθία Δούγα-Παπαδοπούλου & Χρήστος Τζιτζιλής, Το γλωσσικό ιδίωμα της ορεινής Πιερίας, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2006.

2008: Ρίκα Τζιαμπίρη-Στούπα, Ντοπιολαλιές (λέξεις και φράσεις από την τοπική διάλεκτο της περιοχής μας), Φιλοπρόοδος Σύλλογος Αγίου Κοσμά Γρεβενών «Ο Άγιος Αθανάσιος», Γρεβενά 2008.

2010: Χρήστος Παπαπαναγιώτου, Λεξιλόγιο και μορφολογική ανάλυση της γλωσσικής ποικιλίας του Νεοχωρίου Υπάτης, μεταπτυχιακή διατριβή, Πάτρα 2010.

2011: Γιώργος Αλβανός, Βασιλ'τσιώτ'κα λόγια - Λεξικό της ντοπιολαλιάς Βασιλικών Λέσβου: ετυμολογικό, ερμηνευτικό, λαογραφικό, Αθήνα 2011.

 

 

μπα || άμπα, όχι

μπα || ναι

μπα [1835] || λέγεται σε ξάφνιασμα

μπα [1876a] || τα μπαμπακερά πανιά

μπάβαρο, μπάμπαρο || σαλιάρα, μαγλίκα, μπρουστέλα, σαλιαρίστρα σαλίστρα

μπαβέλα, μπαδέλα || κάποιο αγγειό για μαγείρεμα

μπαβούλια [1926] || το φυτό Lathyrus aphaca, αγριοβαβούλι, αγριοκουτσολάθρι του φιδιού, αγριολάθουρα, αγριολαθούρι, λαμπίρι, πνιγιά, σκαλοφίλι

μπαγάγια || βλ. μπάμπαλα (αρχίδια)

μπαγαδιάζω || αρρωσταίνω από μπαγάδες (για άλογα, γαϊδούρια, μουλάρια)

μπαγαδώνω [1996] || χάνω δύναμη

μπαγάκια, μπαγάκια [1966] || βλ. μπαλαλίκι

μπαγάμια, μπαγάμια (τα) [1966] || τα αμύγδαλα

μπαγάνα [1988] || παγάνα

μπαγαποντάκος [1961] || βαγαποντάκος, κατεργαράκος

μπαγαπόνταρος [1961] || μεγάλος μπαγαπόντης

μπαγαπόντης [1961], μπαγαμπόντης [1998], μπαγαπόντος || βαγαπόντης, βαγαπόντς, βαγκαμπόντης, παγαπόντης, φαγαμπόντες, φαγαμπόντης φαγαπόντης, κατεργάρης

μπαγαποντιά, μπαγαμποντιά [1998], μπαγαμποντιά, μπαγαποντιά [1961], || βαγαποντιά, βαγκαμποντιά, παγαποντιά, φαγαμποντιά, φαγαποντιά, κατεργαριά

μπαγαπόντικος [1995] || βαγαπόντικος, βαγκαπόντικος, παγαπόντικος, κατεργάρικος

μπαγαπόντισσα [1995], μπαγαμπόντισσα [1998] || βαγαπόντισα, βαγκαπόντισα, παγαπόντισσα, κατεργάρα, κατεργάρισα

μπαγάς || αρρώστια της οπλής (λόγιο) των ζώων

μπαγάς [1835] || ταρταρούγα, καύκαλο, καβούκι, κακάρα, καμπούκ, καούκι, καρκάσι, καυκί, κάφκαλου

μπαγάσα [1709] || πουτάνα, γυρίστρα, καλντεριμιτζού, καλτάκα, καντουνιέρα, καρακαχπέ, καφπέ, καχπέ, κοκορίνα, κοκότα, κουβάν, κουκότα, κουρτεζάνα, μπασαράτα, ξιβιλίστρα, ξικολίστρα, μπαγιαντέρα, παρδαλή, παστρικιά, πολιτική, πολιτιτζή, πτάνα, ροσπού, ρουσπού, σουρτούκα, σπαστριτζή, τσιαμαρντόνα, τσούνα, φακλάνα, φρουστάδα | πονηρή, κατεργάρα

μπαγασάκος [1961] || πονηρούλης, κατεργαράκος

μπαγάσας [1709] || πούστης, αδερφή, γκρόβερ, γουσλάρακας, κνιάμινους, κουνιστός, κουνίστρα, λαμόρες, λουμπίνα, ντιγκιντάγκας, ντιντής, ροδέλα, σλίξαρς, συκιά, φλώρος, χουιλούς

μπαγάσας [1931] || πονηρός, αλεπού, αλπού, αλούπου, κατεργάρης, κουνάζους, κουρνάζης, κουρνάζος, μαργιόλος, μαριέλος, μαριόλος, μαριόλτς, μεκιαρές, πουνιρός

μπαγάσικο [1963], μπαγασούδικο [1963] || πονηρό, κατεργάρικο

μπαγδαντίζω [1910], μπαγδατίζω [1910] || φτιάχνω μπαγδαντί

μπαγί || παγίδι, παΐδι

μπάγι || μήπως

μπαγιά, μπάγια || πολύ, αρκετά

μπαγιάγκας, μπάιαγκας || αράχνη, αράχν, αράχιν, αράγνη, αράχνα, αράχλη, αράχλα, αράνα, άρανος, αϊφαντάκος, αϊφαντάκους, αλιφαντάκους, αλιφαντής, αλεφαντή, αλιφάνταρος, αλφαντής, ανιφαντάκος, ανιφαντάκους, ανιφάνταρος, ανιφαντής, ανφαντής, αζαγιά, καλίγαρος, κοροβελούδα, κουκλέντρα, λόγαρους, λούγαρους, λούγνη, μαρμάγκα, μαρμάνγκα, μερμάγκα, μαρμάγια, μπαούτα, νιφαντάκους, παζίνα, πάλιαγκας, πάνγκους, παρπάλιαγκας, ράχνη, ραχνά, ράχνα, ράχνια, ράχλα, ρανιατέλα, ρόγα, ρογαλίδα, ρόγαλος, ρόγαλους, ρογιά, ρόδιακας, ρόιδου, ρουγαλίδα, ρουγίδ, σφαλάγγι, σφάλαγκας, σφαλαγκούδι, σφάλιαγκας, τσάντσαρος, τσουλχάς, φαλαγκούνα, φισορογιά, χιρολάμπα

μπαγιακόκος || χαζός, αγαλιάς, αλαφροκάφκαλος, αλαφροκέφαλος, αλαφροκούκουλος, αλαφρομιαλούσης, αλαφρόμυαλος, αλαφρονούσης, αλαφροπαλάντζας, αλαφροπάμπορο, αλαφρουκάνταλου, αλαφρουκάνταρου, αλαφρουπαλάντζας, αλμπίμπς, άμιαλους, άμνιαλους, άμυαλος, ανάμιαλος, ανέμιαλος, ανέμιαλους, ανέμνιαλους, ανίμιαλος, αντούβιανος, απτάλας, απτάλης, απτάλς, αχαμάκης, αχμάκης, αχμάκος, αχμάξ, αχμάχς, αχουμάκης, βιβίτακας, γκανάς, γκάχας, γκζαδ, γκλάφας, ζντρουφ, ιαχουμάκης, ιμπετσίλες, κακαβάνης, κακαβάνς, κακούρης, κλάπας, κούγελο, κούγελο, κουγιάμπαλο, κουζβός, κουζμπός, κούτακας, κουτεντές, κουτζμπός, κούτιος, κούτκος, κουτός, κουτούζικο, κουτούκι, κουτούλιακας, κουτουριάρης, κουτουρός, κουτούφ, κούτρης, λιάλβαλης, λίλης, λούτος, λούτφος, μαγκαφάς, μαμαρίτος, μανός, μάπας, ματούφς, μέτσιος, μέχας, μιμίας, μπανταλός, μπαχαλός, μπερτόδος, μπνάκας, μπονς, μπουνιάξ, μπουνταλάς, μπούρμπαδος, μπουτσούκας, νάκους, νούκος, ντιβανέλς, ντιβανές, ντίλινας, ντιουντιός, ντουγάν, ντουμόης, ντούρλιας, ούργιος, ούρδα, ουριαμπές, ούρλιακας, παράνταλος, παρασάλακους, παρασάνταλος, παρλακάδι, πνάκας, ράντος, ρούλιος, σαψάλτς, σέμπιος, σεριφαλής, σέφτελος, σιαϊλός, σιατλός, σιαψάλης, σιαψάλς, σιμεντλικουέρας, σιοροκλεμές, σιουμπερδέκας, σιούντελο, σιούρδος, σιούρδους, σλιάφκας, στουκ, στούκος, τεβεκελής, τζούμανος, τσιαμάρς, τσίμπιος, τσούκος, τσουφλέκας, χαζούλιακας, χαϊντούτ, χαλιαχούτας, χαλιαχούτς, χαμχούιας, χαντός, χάπατο, χαρλαχάμς, χάφτας, χλιάρας, χούχλιους

μπαγιαμόλαδο, μπαγιαμόλαδο [1966] || λάδι από αμύγδαλα

μπαγιάνο || το διάβασμα

μπαγιαντάς < μπαγ’αντάς [1962c] || ξύλινο υποστήριγμα (λόγιο)

μπαγιαντέρα, μπαγιαντέρα [1934] || χορεύτρια | πουτάνα | μεταξωτό λουλουδάτο πανί

μπαγιάρω, μπαγιάρω [1888a] || κοροϊδεύω, αναγελάω, αναγελού, αναγελώ, αναγεού, αναγιλάου, αναγιλού, αναγιλώ, αναγιού, αναελάω, αναελώ, αναμπαίζω, ανεγελώ, ανεελώ, ανιγιλώ, ανιγιλώ, ανιελώ, γιαλάω, δουλεύω, δλέβου, ιργιλώ, καντουρέβω, κασμιρέβου, κατσικλαντίζου, κογιονάρου, κογιονάρω, κοϊνέρω, κορδίζω, κουγιονάρω, κουγιουναρίζω, κουρδίζω, κουρουϊδεύου, λαναρίζω, ναγελώ, ναελώ, νεγελώ, νεελώ, νελώ, νιελώ, ξεγελάω, ξεγελώ, ξιγιαλάου, ξιουρίζω, παίζω, περγελώ, περιγελώ, περιπαίζω, πιργελώ, πουργιλώ, σκανιάζου

μπαγιασό, μπαγιασό [1963] || ψάθινο καλό καπέλο

μπαγιάτεμα, μπαγιάτεμα [1961] || σίτεμα

μπαγιατεύω, μπαγιατεύω [1934], μπαγιατιάζου μπαγιατιάζω, μπαγιατιάζω [1910], μπαγιατίζω, μπαγιατίζω [1790], || είμαι ή γίνομαι μπαγιάτικος

μπαγιάτι, μπαγιάτι [1966] || παγωμένο

μπαγιάτικος, μπαγιάτικος [1790], μπαγιάτκος < μπαγιάτ’κος [1966], μπαγιάτκους < μπαγ’ατκους [1962c], μπαϊάτικος [1709], μπαϊάτκους < bαϊάτ’κους [1976] || όχι φρέσκος | παλιός, που έχει σιτέψει

μπαγιατλίκι, μπαγιατίλα, μπαγιατίλα [1931] || η μυρουδιά του μπαγιάτικου

μπαγιατοπάζαρο, μπαγιατοπάζαρο [1931] || τα παλιατζίδικα

μπαγιέτο [1934], μπαλιέτα [1884c] μπαλιέτα [1934], μπαλιέτο [1884c] μπαλιέτο [1910] || πλεχτή ζώνη που κρατά τη βάρκα στο καράβι

μπαγιοκλής, μπαγιοκλής [1962b] || παραλής, άβαρος, άβαρους, ζεγκίνης, λεφτάς, μπενεστάντες, παράλς

μπαγιόκο || παιδάκι | καβάντζα

μπαγιόκο, μπαγιόκο [1962b] || λεφτά, παραδάκι

μπαγιόκος || ψωμί από αλεύρι κριθαριού

μπαγιόκος, μπαγιότο || μικροκαμωμένος

μπαγιονέτα, μπαγιονέτα [1876a], μπαγιονέττα [1934] || ξιφολόγχη (λόγιο)

μπάγιος || γυρολόγος, γερολόγος, γιουρολόγος, γιρατζής, γιριστρής, γιρολόγους, γιρολόος, γιρουλόους, γιρουλός, γριστς, γρολόγος, γρολόος, γυριστής, ζιρολόγος, ιριστής, ιρολόος, κατσάνος, μπαΐος, πραγματευτής, πραματευτής, πραματιφτάις, πραματιφτής, πραματσούλης

μπαγιότα || θερμοφόρα (λόγιο)

μπαγιού, μπαγιού [1934] || ντουλάπι για το καλό δωμάτιο

μπάγιους || βλ. μπάρμπας

μπαγιτάρης [1960], μπαγτάρης < μπαγ’τάρης [1960], μπαγτάρς < μπαγ’τάρ’ς [1960], μπαϊτάρης [1960] || κτηνίατρος (λόγιο)

μπάγκα || τραπέζι, μάγκος, μάσα, μέσα, μπάγκα, πλασταριά, σινί, σνι, σουφρά, σουφράς, σοφράς, στολ, τάβλα, ταβλί, ταβουλί, ταλιόρα, ταούλι, τράπιζος, τράπιζους, χοντσά

μπάγκα [1934] || η «μάνα», ανάμεσα σε εκείνους που παίζουν χαρτιά

μπάγκαβους < bάgαβους [1976] || σταχτόμαυρος

μπαγκάδα || πανκάδα, μακρόστενο τραπέζι

μπαγκαδόρος [1934], μπανκαδόρος [1995] || αυτός που έχει τη μπάγκα (στα χαρτιά)

μπαγκάζια, μπαγάγια, μπαγάγια [1963], μπαγάζια (τα) [1962a], μπαγάζια, μπαγάλια, μπαγκάγια [1894], μπαγκάγια, μπαγκάζια (τα) [1983a], || αποσκευές (λόγιο)

μπαγκαλέτο, μπαγκαλέττο < bαgαλέττο [1918], μπακαλέτο, μπανγκαλέτο || άσπρο κουβερλί ή τραπεζομάντηλο

μπαγκάλι || λιόπανο

μπαγκάλι || τραπεζάκι

μπαγκανότα || κάτι το πολύ μεγάλο

μπαγκανότα || τα λεφτά, το παραδάκι

μπαγκάρι [1709], μπαγκάλι [1709] || παγκάρι

μπαγκατέλα [1963], μπαγατέλα μπαγατέλλα [1963] || ψιλοδουλειά του χτίστη ή του μαραγκού (για λίγα λεφτά)

μπαγκατέλα [1983a], μπαγκατέλλα [1934], μπακατέλα [1995], μπαχαντέλα, μπαχατέλα [1995], μπαχατέλλα [1962b] || παλιατζούρα, παλιόπραμα | γριά γυναίκα

μπαγκάτι [1966] || μικρό κοπάδι

μπαγκέρης [1659], μπαγκάρης [1635], μπαγκιέρης [1910], || τραπεζίτης, σαράφης | βλ. μπαγκαδόρος

μπάγκες (οι) [1931] || μέρη της σκεπής

μπαγκέτα [1934], μπακέτα || ραβδάκι του μαέστρου | μακρόστενη φρατζόλα ψωμί

μπαγκέτο || συρτάρι, γκιόζα, γκιόζι, κάντερα, παγκέτο, παράκλι, σίρμα, τσακμεντζέ, τσεκμετζές

μπαγκιάζω, μπαγκιάζου, μπαγκειάζου [1988], μπακιάζω || απαγκιάζω, απαγκιάζου, απαντζάζου, απατζάζου, απατζιάζου, απατζιάζω, απογκιάζου, παγκιάζω, πογκιάζω

μπαγκίρ-μπαγκίρ || σταγόνα-σταγόνα

μπαγκλάβι [1899] || μαγκλάβι, μαγκλάβιον, μαγκλάδιν, παγκλάβι, παγλάβι, ραβδί

μπάγκος [1635], μπάγγα [1659], μπάγγος [1963], μπάγγους [1964] μπάγκα [1622], μπάνκος [1934], || πάγκος

μπάγκος [1931] || ξέρα, ξέρη, θαλασσόπετρα

μπαγκούλι < bαgούλι [1918], μπακούλα || σκαμνί, θρονί, καρέγι, κολοκούμπι, κορμάλι, κουτσιούμπι, κούτσιρου, κουτσούρι, παγκάδι, παγκέτα, παγκούλι, σινάιν, σκαμνάκι, σκαμνάκ, σκαμνή, σκαμνίν, σκαμνούδι, σκαμνούρι, σκαμπέλο, σκαμπλί, σκέμλε, σκιάμνε, σκόλοφρον, στρουμπί, στρουμπλί, τσαερί, τσιουμπί

μπάγκουρος, μπάγκουρο || το δέντρο Olea europaea var oleaster, αγκριγιολιά, αγρέλ, αγρελά, αγρέλα, αγρέλας, αγρέλη, αγρέλι, αγρελίδι, αγρζολία, αγριαλιά, αγριγιά, αγριγκιά, αγριέλα, αγριέλι, αγριελίδα, αγριελίδι, αγριελιός, αγρίλι, αγριλιά, αγριλίδα, αγριλίδι, αγριλιός, αγριοελιά, αγριολέα, αγριολιά, αγριολίδι, αγροϊλέα, αγρολέα, αγρολέγια, αγρολιά, αγρολίδα, αγρουλέος, αγρουλιά, αγρουλίδα, αργαλέους, αργολιά, αργουιά, αργουλέος, αργούλεος, αργουλίδα, αργουλίδι, αρκολιά, ασγουρλίδα, γριλίδι, κοσίνη, κόστινος, τζιλνιά, φιλουριά

μπαγλαμαδάκι [1995] || υποκ. του μπαγλαμάς

μπαγλαμάς [1962b] || μικρός τζουράς, με τρία διπλά τέλια | το κορόιδο

μπαγλάρωμα [1931] || δέσιμο, σύλληψη (λόγιο)

μπαγλαρώνω [1931], μπαγλαρώνου || δένω, συλλαμβάνω (λόγιο)

μπαγντατί [1960], μπαγδαντί [1910], μπαγδατί [1910], μπαγκντατί [1988], μπαγλαντί < bαγλαdί [1978], μπαδατί < bαδατί [1972], μπαλταντί || ψευτότοιχος, μεσότοιχος, γιούκερ, καλαμωτή, μεσάντρα, μεσοτίχι, μεσοφούντι, μισάντρα, μισιά, μισουτίχ, μοροφίντο, νοφαΐτης, ντουσιμές, παρέ, πλουκαριά, τρεμέντζο, τσασμάς, τσατιμάς, τσατμάς, τσιατμάς, τσιατουμάς

μπαγξάνα [1926] || το φυτό Rosa Banksiana

μπαγολίνα [1963], μπαγουλίνα, μπαουλίνα || ραβδάκι από καλάμι | μπαστουνάκι για βόλτα

μπαγόρδα [1963], μπαγόδα, μπαγόρδο [1963], μπαόρδα || γλέντι, γλέγκι, γλέδι, γλένδι, γλεντ, γλέντιμα, γλέντιν, γλιέντ, εγλέντ, εγλέντι, εγλέντιν, ζαφέτ, ζγαφέτι, ζέφκι, ζιαφέντι, ζιαφέτ, ζιαφέτι, ιγλέντ, τσιμπούσι, τσουμπούσι, μπερδές, ντζιαφέτ, ραβαΐσι, ρεμπόμπο, σουμπέτι, τζιουμπούς

μπαγορδάντες [1963] || καλοφαγάς, γλόζους, γλούζους, γολιόζος, γολόζος, γουλόζο, γουλόζος, γουλόζους, γουλούζης, γουλούζος, πιτιτόζος,

μπαγορδιάζω, μπαγορδιάζω [1983b] || τρώω καλά

μπαγτζής [1960], μπαγτσής [1960] || αμπελουργός, αμπελάρης, αμπελάρς, αμπελάς, αμπελιάτς, αμπελικός, αμπελουργιός, αμπελουργκιός, αμπελουργκός, αμπελουρκός, αμπιλκός, αμπιλουργός

μπαδανάς [1910] || στόκος, στούκος

μπάδι, μπάδ || πηγάδι, ανακατόλακος, αραβανίκος, αρβανίκος, αρβανίκου, αρβανίκους, βρις, γεράνι, γουβίν, κάργιο, κοΐν, κουγί, κουΐ, κουΐν, κουπαόλακος, λακίν, μπγαδ, μπγαδάκ, μπγαδέλ, μπγαδούλ, μπγιάδ, μπγιάδι, μπναρ, μπότσος, νεκατόλακος, πγαδ, πεγάδ, πιάδι, πιάι, πιγάδος, πιγαδούλ, πλεφρό, πους, πούσι, πχάδ, σαρνίτσι, σιρτός, σουρτουπίγαδου, φλετρό

μπαδιέρα || τσίνορο, ματόκλαδο, ματοτσίνορο, ματοτσίνουρο, ματουτσίνουρου, τσίνουρο, τσίνουρου

μπαδογέλεκο || κάποιο σακάκι

μπαδουλιά || πατημασιά, αντίρα, έμποδο, ζαλέ, μάλαξη, ντίρα, ντορός, ντουρός, ουμπλιά, πατιά, πατιμαλιά, πατισιά, πατλιά, πατματιά, πατνιά, πατουμαλιά, πατουσέα, πατουσιά, πατσιά, ποδκιά, ποδόλα

μπάζα (τα) [1934], μπάζια || άχρηστα υλικά κατεδάφισης (λόγιο)

μπάζα [1910] || αθέμιτο κέρδος (λόγιο) | χαρτωσιά

μπαζάκα, μπαζούκα, μπαζουρέκα || βλ. μπάκα (κοιλιά)

μπαζακάζου || φουσκώνω από το πολύ φαΐ

μπαζάκας, μπαζακάης, μπατζάκας || κοιλαράς, βλ. μπαρκοκοίλης

μπαζάκασμα, μπαζάκιασμα || φούσκωμα από το πολύ φαΐ ή νερό

μπαζάρεμα [1709] || παζάρεμα

μπαζαρεμένος [1709] || παζαρεμένος

μπαζαρεύω [1709], μπαζαρεύγω [1709], μπαζαριάζω, μπαζαριάζω [1860] μπαζαρίζω [1709], || παζαρεύω, παζαρίζω

μπαζάρι [1709] || παζάρι, φόρος, αγορά

μπαζαριότης, μπαζαριότης [1709], μπαζαριώτης [1635], μπαζιργκιάνης [1960], μπαζιργκιάνης, μπαζιριάνς || μπεζεργένης, μπιζιργιάνης, παζαρτζής, παζαριότης, πραματευτής

μπαζάρισμα || τέντωμα

μπαζαρκάνα [1909] || σουρτούκα, αλανιάρα | τσατσά

μπαζάρω || φεύγω

μπαζάρω [1884c] || μποζάρω, τεντώνω, σφίγγω

μπαζερισμένος [1996] || κουρασμένος

μπαζέρνου [1988] || φορτώνω

μπαζέρνω [1996] || κουράζομαι | βαριέμαι

μπαζές [1835] || δίμιτο πανί

μπάζι, μπαζ || το πρώτο γκαζάκι (γυάλινο) ή βόλος στην αράδα του παιχνιδιού

μπαζίνα || μούσκεμα, βουτάκι, ζούπα, καφτσί, κλιτσίκι, κναβ, κναδ, λούζα, λούμαν, λούστρα, λούστρους, λούτσα, μλια, μλιουδ, μόσκεμα, μοσκίδι, μόσκιο, μούλια, μουσγούδ, μουσκίδι, μούσκιο, μούσκιομα, μπλιόγκους, μπλιόντα, μπλιούρι, μσγουδ, ντούνα, παπί, παπίδ, παπίδι, πατσί, πατσούρα, πιστίλ, πιστίλι, πιτούμι, πιτσίλι, πλιατσάρα, πλιμάδι, πλιόκα, πλιτάρ, πλουτούμ, σκλίδα, σούρωμα, στίπα, τούνα, τσίτσα, τσούπλα

μπαζίνα [1931], μπαζίλα [1964] || ψωμί από αλεύρι καλαμποκιού: μπομπότα, ανεβατή, μαμάτσα, μπουμπότα, ροκίσιο, σαγαμίτα, σομόνι, τζαλέτι | χυλός από αλεύρι καλαμποκιού τηγανισμένος με λάδι ή βούτυρο: πολέντα, μαμαλίγκα, κουρκούτι, κουρκούτα

μπαζλαμάτσα || νερουλό ζυμάρι

μπαζμπατεύου < bαζbατεύου [1978] || πασπατεύω

μπαζντγάρς, μπαζντγάρκους || ήσυχος

μπαζντόνουμι || αρρωσταίνω από μπάζντρα

μπάζντρα, μπαζντράς || αρρώστια των φυτών | κασίδα

μπαζντραβίτσα [1962c], μπαζντραβίκα, μπαζντραβίτς, μπαζντραβίτσα < bαζdραβίτσα [1976], μπαντραβίκα, μπαρδαβίτσα < bαρδαβίτσα [1972], μπαστραβίτσα || κρεατοελιά που βγαίνει στα χέρια | η μυρμηγκιά, γαρδαβίτσα, μαντραβίκα, μαντραβίτσα, μαρδαβίτσα, μασντραβίτσα, μερμιγκιά, μιρμιτζέλα, μουσντραβίτσα, ορνιθόκολος

μπαζντραβότανο || βότανο για τη γιατρειά της μπαζντραβίτσας

μπαζόκα || μαστίχα, μαστίχι, μαστίχιν, σακούζ

μπαζός [1887b] || ο πάτος αγγειού από ξύλο

μπάζου || τρώω γρήγορα

μπαζουμπαζί [1688] || σπόρος πεπονιού

μπαζούρι [1931] || παντζούρι, κατωφώτι < λυχνάρι

μπαζούρκουλα [1688] || σπόρος πράσου

μπαζουρλχάς [1688] || σπόρος μαρουλιού

μπάζω [1910], μπάζει [1874a] || βάζω μέσα | κονταίνω

μπάζωμα [1934] || το γέμισμα με μπάζα

μπαζώνω [1961] || γεμίζω με μπάζα

μπαζώνω [1887b] || φτιάχνω τον πάτο σε αγγειό από ξύλο

μπάηλας [1982] || λιποθυμιά

μπαήλεμα [1982] || αποβλάκωση (λόγιο)

μπαηλός [1982] || βλ. μπαγιακόκος

μπάθεζα, μπαθέζ [1926] || το φυτό silene inflata (silene), κουκάκι, κουκάκι, κουκιά, κουκί, κουκίτσα, κτίπαλο, λαγαντί, λαγουδοκούδουνο, νυχάκι, στρίφουλα, στρουθούλα, στρούθουλα, φουσκάκια, φουσκουδιά

μπάθρα, μπάθρ < bάθρι [1892], μπαθρί || κομμάτι μπάλωμα από τομάρι γουρουνιού (για τσαρούχια, σαμάρια)

μπαθρώνου || βουλώνω με λάσπη τις τρύπες στο ντουβάρι

μπαϊάδα || γη (χωράφι) με πέτρες και άμμο

μπαϊάκλα [1982] || παράλυση (λόγιο)

μπαϊακλός [1982] || παράλυτος (λόγιο)

μπαϊαμάδκους < bαιαμάδικους [1892] || στραβοκάνης, στραβοπόδης

μπάια-μπάια || σιγά-σιγά

μπαϊάτι [1709] || μπαγιάτικο ψωμί

μπαϊβάνικα || άλογο που πάει με γιοργάδισμα, με αραβανλίκι (στα πλάγια)

μπαίγνιο [1918], μπαίγνιο [1931] || περίγελος (λόγιο)

μπαΐδα || παγίδα, παγίδιν, παΐδα, παΐδιν,

μπαιζογελάω [1963], μπαιζογελώ || ξεγελάω | περιγελώ

μπαϊκούς || το πουλί Athene noctua, κουκουβάγια, κουκλουβάους, κουκουβάια, κουκουβάς, κούκουβας, κουκουγιάβλα, κουκουμάβλα, κουκουμάτσιο, κουκουμιάου, κουκουμιάφκα, κουκουνιάφκα, κουκουφάς, κουκούφας, κουκουφιάες, κουκουφκιάος, σκλόπα, χουχουγιάβα

μπαϊλάντζο [1709] || διακυβέρνηση (λόγιο)

μπαϊλάτον [1614] || η χώρα που κυβερνά ο μπάιλος

μπαϊλντίζω [1931], μπαγιλντίζου, μπαγιλντίζω [1960], μπαηλίζω [1982] μπαϊλδίζω [1910], μπαϊλίζου, μπαϊλίζω [1837], μπαϊλνάου < bαϊλνάου [1978], μπαϊλντίζου, μπαϊλντώ [1934] μπαϊλνώ < bαϊλνώ [1976], μπαϊλώ, μπαϊρντώ μπαλίζω [1887b] || αποκάμνω, αποκαίνω, αποκάμω, αποκάνω, απουκάμνου, απουκάμου, απουκάνου, ποκάμνου, ποκάμνω, ποκάνω

μπαΐλντισμα [1931], μπαϊλισιά, μπαηλισιά [1982] μπαήλισμα [1982], μπαΐλισμα [1837], μπαϊλσά < bαϊλσά [1978], μπαϊλσιά, μπαϊλτζμα, μπαϊλτζμάρα, μπαΐλτσα, μπαϊλτσμα < bαϊλτ’σμα [1976], || αποκάμωμα, αποκαμομάρα, απουκαμουσιά

μπαϊλντισμένος, μπαϊλντισμένους || αποκαμωμένος

μπάιλος [1709], μπάγουλος [1688], μπάιλας [1866a] μπαΐουλος [1614] || βάιλας, βάελας, άρχοντας | πρεσβευτής (λόγιο) | παρδαλός

μπαϊμάκης [1996] || αυτός που κουτσαίνει (από τη μέση)

μπαϊμπούρ || παλιόρουχο

μπαιν-μιξτ [1934] || μικτά λουτρά αντρών και γυναικών

μπάινο [1963] || σημαδούρα από φελλό στη θάλασσα, που πάνω της δένουν το σκοινί από το δίχτυ

μπαινοβγαίνω [1860], μπαιζοβγαίνω [1963] || συναναστρέφομαι (λόγιο)

μπαινοβγάλματα (τα) [1934] || τα πολλά σούρτα-φέρτα

μπαινοβγάνω [1864] || βάζω και βγάζω κάθε λίγο

μπαινοβγαρσά || η άδεια να μπαινοβγαίνεις κάπου

μπαινοδιαβαίνω || μπαίνω και περνώ

μπαΐνου < μπαΐνου [1923a] || βγαίνω, βγένου, βγίνω, βγκένω, βγκνου, βιένου, βκένω, γβένω, γκουένω, εβγένω, εβγίνω, εγβένω, εγκουένω, ιβγένω, ογβένω, ουένω, φκένω

μπαϊντός [1996] || τέλος

μπαίνω [1659] μπαίννω [1891a], μπαίνου < μπαίνου [1923a] || εισέρχομαι (λόγιο) | καταλαβαίνω

μπάϊους < bάιους [1892] || έτσι λένε από σεβασμό το γέρο

μπαϊραγασής || οπλαρχηγός (λόγιο), καπετάνιος

μπαϊράκι [1790], μπαϊράκ < bαϊράκ’ [1972], μπαργέρα μπαργερόλι, μπαργιάκ, μπαργιάκι [1960], μπαργιάκι, μπαριάκι, μπαριάκι [1966] || μπαντιέρα, μπαδιέρα, μπαδιέρα, μπανδέρα, μπαντέρα, μπαντιέρα, παντιέρα, φλάμπουρο, φλάμπουρου, φλάμπορος, φλάμπλο

μπαϊρακτάρης [1835], μπαϊρακτάρς < μπαϊρακτάρ’ς [1960 μπαργιαχτάρης, μπαϊραχτάρης [1931], μπαργιαχτάρης [1866b] || σημαιοφόρος (λόγιο)

μπαϊράμι [1790], μπαϊράμ, μπαργιάμι [1960], μπαργιάμι, μπαριάμ [1988], μπαριάμ || βαϊράμι, γιορτή των μουσουλμάνων μετά το ραμαζάνι

μπαϊρεύγω || ζητώ να γίνω ο πρώτος, η κεφαλή

μπαΐρι [1960], μαγίρ, μπαγίρα, μπαγίρι [1960], μπαΐρ < bαΐρ’ [1960], μπαΐρ < μπαΐρ’ [1960] || πλαγιά | νιάμα: γη που δεν τη σπέρνουν πια | χερσότοπος

μπαϊρίσια || πονηρή

μπαΐχου < μπαΐχου [1923a] || μπάζω, ανεβάζω

μπακ || όμως

μπάκα [1874a] || κοιλιά, αγαστέρα, αστέρα, αστέρας, βαστέρα, βούζα, γαστέρα, γαστέρας, γκάζγκα, κιουλιά, κιούλος, κλια, κούλιαρος, μπαζάκα, μπαζούκα, μπαζουρέκα, μπάμπα, μπζούκα, μπρουστούρα, προτσούλι, προυστούρα, σκεμπές, σκιμπές, στέρα, στσουλία, τέμπα, τσλιά, τσουλιά, τσουλία, ψέκα

μπάκα [1931] || η πρησμένη κοιλιά από αρρώστια της σπλήνας

μπάκα [1982] || μερί, μηρί, μπούτι

μπάκα [1982] || σπλήνα

μπακαβάς || χαρτόνι, γκαμπάθκο, καρτόν, καρτόνι, μουκαβάς, μακαβάς, μπουκαβάς, πενατζίιν, χαρτόν

μπακαβέλι [1966] || κακά βαμμένο πανί

μπακακάκι [1961], μπακακάκ < μπακακάκ’ [1964], μπακακάκος [1961], μπακακούδ, μπακακούλι, μπακακούλ < bακακούλλι [1892] || βατραχάκι, βαθρακάγι, βαθρακάκ, βαθρακάκι, βαθρακάτς, βαθρακάτσι, βαθρακόπλο, βαθρακούδι, βαθρακούλα, βαρθακούλα βαρτακούδιν, βατραχάκ, βατραχάτς, βατραχάτσι, βατραχόπουλο, βατραχούδι, βατραχούλα, βοθρακούδι, βορτακούδιν, βροθοκόπον, μποθρακλούδι, σφαρδακλάκι, φορτακλούδι

μπάκακας [1858], μπαθρακός, μπακακάς [1964], μπάκακας < bάκακας [1976], μπάκκακας < bάκκακας [1908], μπαμπακάς [1964], μπάμπακας [1964], μπαρδακάς, μπαρθακάς, μπαρθακλάς, μπαρντακός, μπαρτακάς, μπαρχιάκα, μπάτζιακας, μπάτσιακας || βάτραχος, αθρακλός, αφορδακός, αφορντακός, αφρακλός, βαθαακός, βαθράκ, βαθράκα, βάθρακα, βαθρακάς, βάθρακας, βαθράκι, βαθράκια, βαθρακλάς, βαθρακός, βάθρακος, βαθράτσι, βαρδακάς, βάρδακας, βαρθάκα, βάρθακα, βαρθακάς, βάρθακας, βαρθακός, βάρθουκλας, βαρντακλάς, βάρτακας, βαρτλάκα, βάρτλακα, βατράκα, βάτρακλος, βατρακός, βατράχ, βατράχα, βατράχι, βόδρακος, βόθρακας, βοθράκι, βοθρακός, βόθρακος, βορδακάς, βορδακλός, βορθάκα, βόρθακα, βορθακάος, βορθακάς, βορθακός, βόρθακος, βόρτακας, βορτάτσιν, βούθρακο, βουρδακάς, βουρθακάος, βουτράκιου, βπθράκα, βπρθάκι, βπτράχα, βραθάκι, βρίτικο, βροθάκα, βρόθακος, βρόσακου, βρότακου, βρόταχος, βρούθακο, βρούντακου, βρούσακο, βρούτακο, κακαράς, καρκάλι, κάρλακας, κούβακας, μαθράκα, μάθρακα, μαθρακάς, μαθράκια, μαθρακός, μπίθλακας, μποθράκι, μποθρακλάς, μπορτντακλάς, μπουθρακλάς, μπουρθακλάς, μπρούθακο, όδρακας, όδρακος, οδράτσιν, οθράτσιν, σβάρδακλας, σβάρθακλας, σποδακλάς, σπορδακάς, σπουδακλάς σπρόφακο, σφάρδακας, σφάρδακλας, σφαρδάκλι σφάρδακλος, φαδρακλός, φαρδακλός, φαρδουκλός, φάρντακα, φαρτάκι, φοθράκα, φορδακά, φορδάκα, φόρδακα, φορδακάς, φόρδακας, φορδακλά, φορδακλάς, φορδακλός, φορδακός, φόρδακος, φορθάκα, φορθακός, φορντακλός, φορταγκός, φουρδακλάς, φροθάκα

μπακακομάτα [1966] || αυτή που έχει μάτια πεταχτά σαν του μπάκακα (του βάτραχου)

μπακακούδ < bακακούδι [1892] || κάποιο κομμάτι από το κρέας του γουρουνιού

μπακαλαρόλαδο, μπακαλόλαδο || μουρουνέλαιο (λόγιο)

μπακάλης [1709], μπακάλ μπακάλς < μπακάλ’ς [1960], μπακάλτς < μπακάλ’τς [1962c] || παντοπώλης (λόγιο)

μπακαλιαράκια, μπακαλιαράκια [1963] || το φράκο (λόγιο)

μπακαλιαράτος, μπακκαλιαράτος [1963] || αυτός που τέλειωσε το Πανεπιστήμιο με καλό βαθμό

μπακαλιαρόπιτα, μπακαλαρόπιτα [1966], μπακαλόπιτα [1966] || πίτα με παστό μπακαλιάρο

μπακαλιάρος [1923a], μπακαλιάρος [1910], μπακαλάο < μπακαλάο [1923a], μπακαλάος [1835], μπακαλάρος [1878b], μπακαλάρους [1964], μπακαλάς [1790], μπακαλέος [1992], μπακαλιάρους < μπακαλ’αρους [1962c], μπακαλιόρος || όνομα ψαριών από τα γένη Gadiculus, Gadus, Melanogrammus, Merlangius, Merluccius, Trisopterus

μπακαλική [1934] || η δουλειά του μπακάλη

μπακάλικο [1931], μπακάλικον [1790] μπακαλιό μπακάλκου < μπακάλ’κου [1962c], || το μαγαζί του μπακάλη

μπακάλικος [1931], μπακαλίστικος [1961] || του μπακάλη | πρόχειρος (λόγιο), πρακτικός (λόγιο)

μπακάλιμα, μπακάλμα < bακάλ’μα [1976] || μπουσούλημα, αρκούδεμα, αρκούδεμαν, αρκούδισμα, αρκούδισμαν, αρκούδμα, αρκούρεμα, μπουσούλισμα

μπακαλιό < μπακαλειό [1964] || μπακάλικο

μπακάλισσα [1934], μπακάλαινα [1934] || η γυναίκα μπακάλης ή η γυναίκα του μπακάλη

μπακαλνώ < bακαλνώ [1976], μπακαλάου, μπακαλώ, μπακατώ || μπουσουλάω, αργκδίζου, αρκδιάζου αρκδίζου, αρκουδάζω, αρκουδεύω, αρκουδιάζω, αρκουδίζω, αρκουδίζω, αρκουδίνου, αρκουδώ, αρκουΐζω, αρκουντού, αρκουντώ, αρκουρώ, αρκουώ, μπισλώ, μπουσουλίζω, μπουσουλώ, ρκουδώ,

μπάκαλο || ποταμίσια πέτρα

μπακαλόγατος [1931] || ο γάτος που έχει ο μπακάλης στο μαγαζί του | το μπακαλόπαιδο, ο παραγιός του μπακάλη

μπακαλόπαιδο [1961], μπακαλόπαιδον [1910], μπακαλόπουλο [1961] || ο παραγιός του μπακάλη

μπακαλοτέφτερο [1998] || το τεφτέρι του μπακάλη (για τα βερεσέδια)

μπάκαλου < bάκαλου [1976] || η στρογγυλή πέτρα

μπακαλούμ [1840], μπακαλίμ, μπάκαλουμ [1996], μπακαλούμ < μπακαλούμ’ [1960], μπακαλούμου || ας δούμε (bakalum, από το ρήμα bakmak)

μπακαλόχαρτο [1998] || φτηνό χαρτί για τύλιγμα

μπακάμι [1709], μπακάμ < bακάμ’ [1976], μπαχάμι || αιματόξυλο, ματόξιλο, καμπεχιανό, κόκκινο ξύλο από τη Βραζιλία | η κόκκινη μπογιά για τα πασχαλινά αυγά | το ξυλοπάπουτσο

μπακάμι [1962b] || το σώσμα (για κρασί) | το κατακάθι

μπακάμισμα [1966] || το βάψιμο των κόκκινων αυγών για το Πάσχα

μπακανάκας [1963] || βλ. μπαρκοκοίλης

μπακανιάζω || αδυνατίζω, αδυναμιάζω, αδυναμώνω, αδυνατεύω

μπακανιάζω [1874a] || έχω κάνει μεγάλη κοιλιά

μπακανιάρης [1910] || βλ. μπαρκοκοίλης

μπακανιάρης, μπακανιάρης [1790] || άρρωστος (σπληνιάρης) και κιτρινιάρης

μπακανιάρικο [1884b], μπακανιάρκο, μπακανιάρκου < μπακανιάρ’κου [1964] || το παιδί που έχει κίτρινο πρόσωπο ή πρησμένη κοιλιά

μπακανιασμένος [1874a] || κιτρινιασμένος

μπακανίτης [1874a] || το κίτρινο (χαλασμένο) σύκο

μπακαράς [1931], μπακκαράς [1961] || κάποιο παιχνίδι με την τράπουλα

μπακαρόλα || χταποδιέρα (για το ψάρεμα χταποδιών)

μπακαρόνια, μπακαρούνια || μακαρόνια

μπάκας || βλ. μπαμπάκας

μπάκας || μήπως

μπάκας [1864], μπάκος [1961] || μπακανιάρης, άρρωστος (σπληνιάρης) και κιτρινιάρης

μπάκας [1874a] || βλ. μπαρκοκοίλης

μπάκας [1966] || βλ. μπαγιακόκος

μπακασούρ || ο σπόρος του κουκουναριού

μπακατάρης, μπακατάρς || ο βοσκός που έχει λίγα ζώα

μπακατάρκους < bακατάρ’κους [1976], μπακατιάρκους || κρέας, γάλα ή τυρί από γίδι ή πρόβατο που μεγαλώνει στο σπίτι

μπακατζίζου < μπακατζίζου [1923a] || βελάζω, βιλάζου, βελάζου, βλάζω, βιλιάζω, βιλιάζου, βλιάζω, βλιάζου, βιάζου, βελέχω, βελάω, αβελάω, μπελάζω, μπελιάζω, μπιλάζου, μπιλιάζου, μπλιάζου, μπελάζου, πελάζω, μελάζω, μιλιάζου

μπακάτι, μπακάτ < bακάτ’ [1976] || γίδι ή πρόβατο που μεγαλώνει στο σπίτι

μπακατίσιος, μπακατίσιος [1966] || ενδημικός (λόγιο)

μπακατσέλι, μπακατσέλ || βλ. μπακακάκι

μπακατσιές, μπακατσιές (οι) [1982] || οι κόμποι του ποδαριού

μπακαφίο || το πουλί Oriolus oriolus, βλόρκος, βλορκός, γλορκός, κιτρινοπούλα, κιτρινοπούλι, κλορκός, συκάς, συκαλάς, συκοφαγάς, συκοφάγος, φλορκός

μπακαφιός, μπακαφιός [1966] || κάποιο ψάρι

μπάκε [1982], μπάκαι [1992], μπάτσε, μπάτσαι [1992] || μήπως

μπακέτο, μπακέτου || πακέτο

μπακιά || οι μέρες μετά τη γιορτή (για το όνομα)

μπακιγιές, μπακηγιές [1960], μπακαγιάς, μπακαγιάς [1960], μπακή [1960] || υπόλοιπο χρέους (λόγιο)

μπακίνι || κομμάτι της γκαζόλαμπας

μπακίρα [1934], μπακήρα [1960], μπακίρες (οι) [1931], μπάκρα || μπακιρένιο αγγειό | μπακιρένιο νόμισμα (μπακίρες: γαζέτες, πενταροδεκάρες)

μπακιρένιος, μπακιρένιος [1878b], μπακαρένιους < bακαρένους [1976], μπακηρένιος [1960], μπακουρένιους || χάλκινος (λόγιο)

μπακιρής [1962a] || χαλκόχρους (λόγιο)

μπακίρι || κάποιο μακρόστενο πεπόνι με χρώμα μπακερένιο

μπακίρι [1790], μπακήρ [1962c], μπακίρ, μπακούρ, μπακούρι [1992], μπακρ, μπακρί [1790] || χαλκός (λόγιο) | το μπακιρένιο αγγειό

μπακίρια, μπακίρια (τα) [1962a], μπακίργια < bακίργια [1976] || αγγειά του σπιτιού φτιαγμένα από μπακίρι | τα λεφτά

μπακιρικό [1934], μπακιρικόν [1910] μπακιρικά (τα) [1931], μπακιρκά, μπακράκια || κάτι φτιαγμένο από μπακίρι | μπακιρικά: αγγειά φτιαγμένα από μπακίρι

μπακιρονούσης || βλ. μπαγιακόκος

μπακιρτζής [1878b], μπακηρτζής [1960] || χαλκιάς

μπακιρτζίδικο [1931], μπακιρτζήδικο [1934], μπακιρτζίδικον [1878b] || το εργαστήρι του μπακιρτζή

μπακίρωμα [1878b] || επιχάλκωση (λόγιο)

μπακιρώνω [1931], μπακιρόνω [1878b] || επιχαλκώνω (λόγιο)

μπάκκα [1934] || όταν το άθροισμα τριών χαρτιών στο μπακαρά είναι μηδέν

μπακλαβαδάκι [1998] || μικρό κομμάτι μπακλαβά

μπακλαβάς [1709], μπακλαβού, μπακλαΐ [1966], μπακλαή [1982] || γλυκό ταψιού με φύλλα ζυμαριού, τριμμένα καρύδια και σιρόπι

μπακλαβατζής || αυτός που φτιάχνει και πουλάει μπακλαβάδες

μπακλαβατζίδικο, μπακλαβατζίδικον [1878b] || το εργαστήρι του μπακλαβατζή

μπακλαβωτός [1995], μπακλαβαδωτός [1962a], μπακλαβουτός || ρομβοειδής (λόγιο)

μπακλάς || κάποιο αγριόχορτο

μπακλάς < bακλάς [1972], μπακλά (τα) [1709] || κουκί (και πιο πολύ το φρέσκο κουκί)

μπάκο || μετάξι, ιμπρισίμι, ιπέκ, μετάξ, μπρισίμ, μπρισίμι

μπακοκοίλης [1874a] || βλ. μπάκος

μπακόλας || λογάς, γκεβεζάδικος, γκεβεζάρης, γκεβεζές, γκιβιζές, γλοσάρης, γλοσέας, γλοσιάρης, γλουσάς, γλουσουκουπάνα, γλουσουκουπάνης, γλουσουκουπάνς, γλωσσάς, γλωσσοκοπάνας, γλωσσοκοπάνης, γλωσσοκοπάνος, καπάνι, κεβεζέας, κεβεζές, κεβιαζιάς, λαβατούρας, λάλος, λαφαζάνης, λαφαζάνς, λαφαζιάνης, λογαράς, λουγάς, μασλάτας, μουχαμπιτλής, μουχαμπιτσής, μπανταβάλς, μπουμπουτούρας, νεροτρουλίδα, νταρντάλας, ντιβετζής, ξουράφι, ξουρής, παπαρδέλας, παρφάρας, πολιομιλιδούσης, πολύλαλος, πολυλογάς, πολύλογος, πουλουλουγάς, σαλαβάτας, στοματάς, ταρτάρας, τρουλίδα, τσαμπάου, τσαμπουνιάρης, τσαρλατάνους, τσαρτσαλέους, τσιαπτσιάξ, φαρφαλιάρης, φαρφαράς, φαρφάρας, φαφλατάς, φαφλόδιους

μπακολέτσης [1966] || σκορπιός (Androctonus), ακράπ, ακράπι, ακρέπ, καβουροσκορπία, καράντουλα, κοντοτούρτς, μπιτσιλιάκος, μπιτσκάβουρας, μπιτσκάουρας, μπουτσιουκάβουρας, σγρκάμπα, σκάρπας, σκορπιάς, σκορπίδι, σκουρπίδ, σκράκους, σκραπούδι, σκρουπίδ, σκρουπιός χριτζιελόρος

μπάκολο-κουτούρλο [1966] || ανάκατα, ανέκατα, ανακάταλα, ανακατωτά, κουλουβάχατα

μπακονέρι [1982] || βαλτονέρι, βαλτόνερο

μπάκος || το ψάρι παλαμίδα

μπακοτίλια (τα), μπακουτίλια || μπαγκάζια | ψιλοπράματα, μικροπράματα | παλιατζούρες

μπακοτίλια, μπακοτίλια [1962b] || το κομπόδεμα, οι οικονομίες (λόγιο)

μπακούκος [1963] || κοντόχοντρος, γούτας, ζουμπακάδ, ζουμπακάς, ζουμπάς, κοντοστρούμπουλος, κουλουκούμπας, μπαντάκ, μπόγος, μπόγους, μπουμπόλας, μπουρσούκ, σίσκος, στούμπος,

μπακούλα [1966] || η μαζώχτρα, αυτή που μαζεύει τα απομεινάρια στα χωράφια ή τα αμπέλια

μπακουλεύω [1966] || μαζεύω τα απομεινάρια στα χωράφια ή τα αμπέλια

μπακούρι [1998], μπακούρ || ο παρθένος | ανύπαντρος | αυτός που δεν έχει γκόμενα

μπακρατσάς || αργός στο μυαλό και στα πόδια

μπακράτσι [1790], μπαγκράτς, μπαγράτσι, μπακράκι [1992], μπακράτς < μπακράτς’ [1960], μπακράτσα, || μπακιρένιος κουβάς, καρδάρα | μπακιρένια αγγειό με καπάκι για κουβάλημα μαγειρεμένου φαγητού | μικρό καζάνι

μπακράτσι [1996], μπακαρτσούδ, μπακράτσα [1982] μπακρατσάκι || το αγγειό που βάζει ο παπάς τον αγιασμό

μπακρίλα [1931] || γιάρι, σκουριά μπακιριού

μπάκρινα [1964], μπάκραινα [1964] || άσπρη προβατίνα με μαύρο κεφάλι

μπαλ || μέλι

μπαλ [1688] || το φυτό Cucumis sativus, αγγούρι, αγκούρ, δροσίτης, αμελέτητο, καστραβέτσι

μπάλα [1635], μπάλλα [1614] || βόλι | τόπι | δέμα, ντέγκι

μπάλα [1909], μπάλα < bάλα [1978] || κούτελο, αγκλέφαρους, αγκλιέφαρους, αγλιέφαρους, αγλιέφουρους γκλέφαρο, γκλέφαρου, γκλιέφαρους, γλάφαρος γλέφαρους, γλίφακας, καράπ, κουτέλα, κούτιας, κούτιλο, κούτιλου, κούτιλου, κουτούπι, μέτωπο, τσιακάτ, τσιακάτι, φρόντε

μπαλαγκάμι [1996], μπαλαγάμι [1996] || ροχάλα, γκρόχαλου, ρέχα, ρουχάλα, ρόχαλο, σάφλα, σάχλα, φλέμα, χαρμπόλα, χλεμπόνα, χλέπα

μπαλαδόρος || χορευταράς

μπαλαδόρος, μπαλιαδόρος || αυτός που παίζει καλή μπάλα

μπαλάδος || παλαβός, μουρλός, ζουρλός

μπαλαδούρος [1709] || αυτός που δένει μπάλες (δέματα)

μπαλαίνα [1835] || μπαλένα, φάλαινα (λόγιο)

μπαλάκι [1709] || μικρή μπάλα (τόπι)

μπαλακιάζω || κάνω

μπαλάκιναμ || κατάρα

μπαλάλα || νταρντάνα

μπάλαλα [1966] || η φλυαρία (λόγιο), τα πολλά λόγια που δεν νοιάζουν κανένα, μπαρμπάλιασμα, μπαραμπάρια, μπαχλάτισμα

μπαλαλάς, μπαλαλέας || κοντός

μπαλαλάω [1966], μπαλαλίζω [1866b] μπαμπαλάω [1983b], μπαχλατάω || μπαρμπαρίζω, μπαταλιάρω μπανταβαλίζου, λέω πολλά λόγια που δεν νοιάζουν κανένα

μπαλαλίκι [1966] || τα έπιπλα (λόγιο), μπαγάκια, μόμπιλε, μόμαλα, μόμιλα, μόμπιλα, μομπίλια, μοπιλτά

μπαλαμισδράλια (τα), μπαλλαμισδράλια [1910] || βόλια (μπάλες) και μισδράλια

μπαλαμιστράλι [1982], μπαλαμισδράλια (τα) [1931] || μυδράλιο

μπαλαμούτι [1934], μπαλαμούτ, μπαλαμουτιά, μπαλαμουτιά [1931], || ψέμα, κόλπο, ξεγέλασμα

μπαλαμούτι, μπαλαμούτιασμα || χούφτωμα γυναίκας

μπαλαμουτιάζω || ξεγελάω, κοροϊδεύω, παραμυθιάζω | χουφτώνω γυναίκα

μπαλαμούτσα, μπαλαμούτια || πατούσα, γκαλέτσι, επάτνα, μπάτσα, μπλαμούτσα, πατούνα, πατούχα, πλατύ

μπαλαμπάνι [1966] || πολύ ψηλό παιδί

μπαλαμπάνικος [1960], μπαλαμπάνς || άνταμος, λεχάρι, σαραντάπηχος, γιγαντόσωμος (λόγιο)

μπαλανσέ || βήματα χορού

μπαλάντα [1962a], μπαλλάντα [1934] || είδος παλιού γαλλικού τραγουδιού

μπαλαντέζα [1962a] || κομμάτι καλώδιο με φις στις δυο άκρες

μπαλαντέρ [1998] || χαρτί της τράπουλας

μπαλάντζα [1934], μπαλάντσα [1688] || παλάντζα, βεζενές, βεζινές, βεζνές, βιζινές, γαντάρ, ζιαρκά, ζυγαριά, καμπανός, καντάρ, καντάρι, μπελάντζα, μπελαντζί, παλάντσα, παλάτζα, πέζο, πελάτζα, σατέρ, σατέρι, στατέρ, στατέρι, τερεζή, τιαριαζή

μπαλαντζάρισμα || ζύγισμα, ζίασμα, παλαντζάρισμα, παλατζάρισμα

μπαλαντζάρω, μπαλοντζάρω || παλαντζάρω, παλατζάρω, ζυγίζω, ζυγιάζω

μπαλάντζας[1962b] || παλάντζας, παλάτζας, ανεμοδούρας

μπαλαντίνια (τα), μπαλαντίνες (οι) || μεγάλες νιφάδες χιονιού: μπαλόματα, μπαμπακούρες, μπαμπακούλες, σκαμπακίδες, στούπες, στούπφες, πιτρίκια, τουλουπίδες, τουλούπις

μπαλάντρα < μπαλάντρα [1923a] || ή κούτσουρε, χοντρό και πλατύ ξύλο απ’ όπου περνούσαν τα αδράχτια, στα παλιά λιοτρίβια

μπαλαντσές || χορός | καβγάς, τσακωμός

μπαλάντσο [1934] || ισολογισμός (λόγιο)

μπαλάξιος [1688], μπαλάσιον [1688], μπαλάσι [1894] || είδος ρουμπινιού

μπαλαόρντος [1963] || προμαχώνας (λόγιο)

μπαλαούρα || βαβούρα, χλαλοή, αντάρα

μπαλαούρι [1878b] || ναυτ. σχοινοθήκη (λόγιο)

μπαλαούρο [1934], μπαλαούρος [1934] || κρατητήριο (λόγιο)

μπαλαούρο [1963], μπαλαούρος [1966] || το μεγάλο δέμα

μπαλαουρτζής || ναύτης αποθηκάριος, κυτωρός (λόγιο)

μπαλαούστρος [1963], μπαλαούστρο || κουπαστή κάγκελου

μπαλαράς [1709] || μπαλωματάς

μπαλαρίνα || μάλλινο σάλι, εσάρπα

μπαλαρίνα [1934], μπαλλαρίνα [1934] || χορεύτρια μπαλέτου

μπαλαρίνος [1840], μπαλλαρίνος [1963] || χορευτής

μπαλαριστός, μπαλλαριστός [1894] || κάποιος χορός

μπαλαρμάδα || καταστροφή (λόγιο)

μπαλαρμάς [1910], μπαλλαρμάς [1910], μπαλαρμά < μπαλαρμά [1923a] || βόλι των παλιών τουφεκιών

μπαλαρτός [1988] || ή κεχαγιάδικος, κάποιος χορός

μπαλάρω [1931] || χορεύω

μπαλάρω [1931], μπαλέρνου [1988] || αμπαλάρω, πακετάρω

μπαλάση [1896a] || θεία, άμια, αμία, άμνια, αμπλά, άμπλα, άμπουλα, αμπούλα, θεια, θια, θιάκα, θιάκου, θιακούλα, θιάκω, θιάτσα, θίτσα, θκια, κάκου, κάκω, μαλέκω, μπίλκα, μπούλα, νιάνια, ντζία, τατσίνα, τέτα, τέτη, τζία, τζιτζίκου, τσάτσα, χάλα

μπαλάσις (οι) [1964] || κάποια ξινά λάχανα με μακρόστενα φύλλα

μπαλάσκα [1876a], μπαλλάσκα [1934] || παλάσκα, φυσιγγιοθήκη (λόγιο) | ο σάκος του κυνηγού | η τσάντα του μαθητή

μπαλασκέρμα [1963] || πλοίο φορτηγίδα (λόγιο)

μπαλασκόνια, μπαλασκόνια (τα) [1963] || βλ. μπάμπαλα (αρχίδια)

μπαλασκούνια (τα) [1896b] || κυνηγητικά εφόδια (λόγιο)

μπαλαστρόνι [1931] || κάποιο βλήμα από παλιό κανόνι

μπαλαστρόπι, μπαλλαστρόπι [1910] || τάπα κανονιού

μπαλαστρούτσος || ναυτ. διαστημόμετρο (λόγιο)

μπαλάτι [1966] || χοντρό παιδί

μπαλατίνια (τα) || χιονοθύελλα (λόγιο), ανεμοσούρι, ανεμοσούριαγμα, ανεμοσούριασμα, ανεμοσούριγμα, ανεμοσούρισμα, ανεμόχιονο, ανιμοσούριγμα, ανιμοσούρσμα, ανιμουσιούρ, ανιμουσιούρσμα, ανιμουσούουτζμα, ανιμουσούρ, ανιμουσούριγμα, ανιμουσούρσμα, ντρουλάπ, ντρουλάπι, σαμπακίδα, στουπέ, τφαν, τφάνι

μπάλατος || βλ. μπάταλος

μπαλάφα [1962b] || μπαρούφα, μπούρδα, παπαρδέλα

μπαλαφάρας [1962b] || σαχλός, παπαρδέλας, παρλαπίπας, σαχλάκιας, σαχλαμαράκιας, σαχλαμάρας, σαχλαμπούχλας, σάχλας

μπαλάφας || αγαθός, ααθός, αβαθός, αβαχός, αγάθας, αγαθέ, αγαθές, αγαθιάρης, αγαθόπουλος, αγκαθής, αγκαθός, βάθης, βαθός, γαθός

μπαλαχάρτα || δημόσιο έγγραφο (λόγιο)

μπαλγκάμ || λόγγος, αρμάνι, ζίγρα, ζίγρια, κουρί, λαγκονιά λογκάρι, λογκιά, λογκός, λόγκους, λόνγκους, ορμάν, ορμάνι, ουρμάν, ουρμάνι, ρμαν, ρμάνι, ρομάν, ρομάνι, ρουμάνι

μπαλεζές || κρέμα φτιαγμένη με ζάχαρη, νισεστέ, μαστίχα, κανέλα, αθόνερο και κοπανισμένα αμύγδαλα

μπαλένα [1894] || φάλαινα (λόγιο) | βλ. μπανέλα

μπαλέστρα [1622], μπαλίστρα [1837] || βαλίστρα

μπαλέστρα [1934] || εξάντας (λόγιο)

μπαλεστράκι [1709] || μικρή μπαλέστρα

μπαλεστράς [1709], μπαλιστράς [1837] || αυτός που φτιάχνει μπαλέστρες | τοξότης (λόγιο) ή δοξαράς (με μπαλέστρα)

μπαλεστριά, μπαλεστριά [1709] || ριξιά με μπαλέστρα

μπαλέτα || κάποιο μεγάλο μαχαίρι

μπαλέτο [1983a], μπαλλέτο [1934], μπαλέττο [1934] || χορόδραμα (λόγιο)

μπάλη || παλάμη, απαλάμη, απαλάμ

μπαλής [1876b] || διοικητής (λόγιο)

μπαλί || βόλι | μπαλάκι, μπαλίτσα

μπάλι || μικρό μπάλωμα ρούχου

μπαλιά, μπαλιά [1709], μπαλλιά [1709] μπαλλιά [1934] || η ριξιά της μπάλας | η ντουφεκιά

μπάλια, μπάλια [1931] || σάλια μπάλια < κουρέλι

μπάλια, μπάλια [1966] || ζώο με άσπρη βούλα (ή άσπρες βούλες) στη μούρη ή στο κούτελο

μπάλιαβους || σπανός, άτριχος, θεοξιούριστος, θεοξύριστος, κιοσές, μαδός, σπανίθρα, σπανομαρία

μπαλιάδα || άσπρο σημάδι

μπαλιάδα, μπαλιάρα || κομμάτι του χωραφιού όπου ο σπόρος δε φυτρώνει

μπαλιάζου, μπαλλιάζου [1964] || φτιάχνω μπάλες (δέματα)

μπαλιάζω || δεματιάζω

μπαλιάκου || γέρικη προβατίνα

μπαλιάσης || ζώο με άσπες βούλες

μπαλιατσάκι, μπαλιατσάκι [1982] || κανατάκι

μπαλιάτσας || καράφλας, γκουλιαβουκέφαλους, γουργούτας, γουτς, γουτσαρέλας, καραφλός, κελέκης, κελέσης, κούτλους, μαδαρός, μαδουκέφαλος, παπαλιάρης, φαλακρός, φαρακλός,

μπαλιγαδόρος [1963], μπαλιγάδος || καταφερτζής, καπάτσος, κολπατζής, μαλαγάνας, ματραγκούνας, μουραφετλής, ποστάκος

μπαλιγάρω [1963] || καταφέρνω να κάνω κοντρολάρω κάποιον

μπαλιέρα, μπαλιέρα [1910] || ναυτ. αρτάνη (λόγιο)

μπαλιέτα, μπαλιέτα [1963] || ή στρομάτσα, πλεχτό στρώμα από σκοινιά, για να μη χτυπάει το ένα καράβι στο άλλο.

μπάλιζα [1934], μπάλιτζα || το πουλί Fulica atra, αγριοπουλάδα, καρακούσι, λούφα, μαυρόκοτα, μαυροκοτί, μαυρόπουλος, νερόκοτα, φόλεγα

μπαλίζω [1659] || ντουφεκίζω, μοσκετάρω, μουσκετάρω, ντουφεκάω, ντουφεκώ, τουφεκάου, τουφεκάω, τουφεκίζω, τφεκάω, τφικάου, τφικώ

μπαλίκας < μπαλίκας [1964] || υποκ. του μπάλιος

μπαλίκου [1966] || ζώο με παρδαλό κεφάλι, η άσπρο σημάδι στη μούρη

μπαλίνια (τα), μπαλλίνια [1963] || σιδεράκια για κορσέδες

μπαλιόν < μπαλιόν’ [1964] || η άσπρη βούλα στο κούτελο ζώου

μπάλιος [1909], μπάλιος [1891c], μπάλιους < μπάλ’ους [1962c], μπάλιους < μπάλιους [1964], μπάλιους < bάλους [1976] || βαλιός, στικτός, παρδαλός | ζώο με άσπρες βούλες στο κορμί ή άσπρες τρίχες στο κούτελο

μπαλιός, μπάλιουρας, μπαλιούρας || παλιός, πάλιουρας, παλιούρας

μπαλκ || ψάρι

μπαλκακανονιέρα || καράβι με κανόνια

μπάλκαμπα (τα) || οι κολοκυθόσποροι

μπαλκαμπάκι [1835] || το φυτό Cucurbita maxima, κολοκύθα, αγκλιά, γκρατσούνα, ζαχαροκολόκθα, ζαχαρουκουλόκθα, καλκαμπάκ καλκαμπάκι, καμπάκα, κολόκα, κόλοκος, κολότζιν, κουλόκθα, κουλουκίθα, κρατούνα, μιντάτζ, νεροκολοκύθα, νεροκολόκυθο, σπούρδα, ταμπουράς, φλάσκα,

μπαλκονάδα || αράδα από μπαλκόνια

μπαλκονάκι [1995] || μικρό μπαλκόνι

μπαλκόνι [1866a], μπαλκόνιον [1837], μπαρκόνι [1894], μπαρκούνι [1894], μπαλκόνε, μπαλκόν || εξάτο, λοτζέτα, λοτζιέτα, παλκόνι, παλκόν

μπαλκονόπορτα [1962a] || η πόρτα του μπαλκονιού

μπαλμαγάνος [1894] || βλάκας (γενουάτικο barbaggion)

μπαλ-μασκέ [1998] || αποκριάτικος χορός (μασκαράδων)

μπαλμπάλω [1996] || πολυλογού, καρακαϊδόνα, κεβεζού, κόψου, λογού, μπαρμπούτου, στοματού, στουματού

μπαλντακίς [1963], μπαρντακίς [1963] || οι τέσσερις κολώνες που βαστάνε τον τρούλο μιας εκκλησίας

μπαλντίζα < bάλdιζα [1972], μπαλντούζου, μπάλτζα || κουνιάδα, κουνιάτα, γκουνιάδα, κυρά, κυράτσα | αντραδέλφισα, αντραδέρφισα, αντραδέλφσα, αντραέφσα, αντραδέρφ | γυναικάδερφη, γινεκαδερφή, γινεκαδέλφη, γινεκαδέλφισα, γινεκαδέλφσα, γνεκαδιρφή, γενεκαερφή,

μπαλντίρ || μακρύ

μπαλντίρια (τα) || τα πιασίματα της γυναίκας

μπαλντούρ < bαλdούρ’ [1972], μπαλντρ || γάμπα, άζα, άμπα, άντζα, αντζί, αντσί, άτζα, ατζί, ατλά, άτσα, ατσίνορας, γαμπούνι, γκάμπα, μπαμπίτσα, πούλπα

μπαλοάρδο, μπαλουάρδο || προμαχώνας (λόγιο)

μπάλομα || έκτρωση (λόγιο), αποβολή, απόβαλμα, απόβαλμαν, αποβάλοση, απόβαλση, αποβάλωμα, απόβαρμα, απόβαρμαν, απόβαρση, απόριξη, απόρξη, απουβουλή, ιπιβουλή, μπεμπάλωμα, μπιμπάλοση, πεμπάλομα, ποβολή, πουρίξ

μπαλόματα || βλ. μπαλαντίνια

μπαλοματσάδος || κατσίκι που τα χρώματα του μοιάζουν με μπαλώματα

μπαλονάκι || μικρό μπαλόνι

μπαλονάς [1709], μπαλουνάς [1709] || αυτός που δένει μπάλες (δεμάτια)

μπαλόνι, μπαλλόνι [1910], μπαλόν || λαστιχένια φούσκα

μπαλοπαιγνίδι [1659] || παιχνίδι με μπάλα

μπαλοπούλα [1709] || μπαλάκι

μπαλόρντες (οι) [1963] || χαζομάρες

μπαλόρντος [1963] || παράξενος | χαζός

μπάλος [1910], μπάλλος [1837] || χορός | κάποιος νησιώτικος χορός | χοροεσπερίδα (λόγιο)

μπάλος, μπάλλος [1891a] || παλούκι | λοστός

μπαλότα || βαρελότο, κλιδί, μπαρελότο, πατλαγκίτς, πατλάκ, πατλάκι, πλαταντζίκι, τρακατρούκα, χαλκούνι

μπαλότα [1614], μπαλλότα [1635], μπαλώτα [1783] || ψήφος (λόγιο)

μπαλοτάδος, μπαλλοτάδος [1963] || ψηφοφόρος (λόγιο)

μπαλοταδούρος [1709] || αυτός που μαζεύει τις μπαλότες (ψήφους)

μπαλοτάρισμα [1709] || ψηφοφορία (λόγιο)

μπαλοταρισμένος || ντουφεκισμένος, τουφεκισμένος

μπαλοταριστής [1659] || ψηφοφόρος (λόγιο)

μπαλοτάρομαι [1659] [1709] || κληρώνομαι (λόγιο)

μπαλοτάρω || δεματιάζω

μπαλοτάρω [1659], μπαλοτιάζω < μπαλλοτιάζειν [1614], μπαλλοτάρω [1963] || ψηφίζω (λόγιο)

μπαλοτάρω, μπαλοτέρνω || βλ. μπαλίζω

μπαλοτατζιόν, μπαλοτατζιόν [1659] || ψήφος (λόγιο)

μπαλοτατζιόνες (οι) || οι ντουφεκιές

μπαλοτατσιόνε, μπαλοτατσιόνε [1963], μπαλλοτατσιόνε [1963] || ψηφοφορία (λόγιο)

μπαλοτιά, μπαλοτιά [1931], μπαλουθιά, μπαλουθιά [1931], μπαλουτιά, μπαλουτιά [1840], μπαλοθιά, μπαλωθιά [1876a], μπαλοτέ || μπιστολιά, πιστολιά, ντουφεκιά, τουφεκιά

μπαλοτιά, μπαλωτιά [1962a], μπαλλωτιά [1934] || η μπαλιά

μπαλοτίδι || μπιστολίδι, πιστολίδι, ντουφεκίδι, τουφεκίδι

μπαλοτικά (τα) [1709] || τα λεφτά που πέρνει ο μπαλωματάς για τη δουλειά του

μπαλοτίνι || μπαλονάκι, μπαλίτσα | μικρή πατάτα

μπαλοτίνος, μπαλλοτίνος [1963] || ψηφοφόρος (λόγιο)

μπαλότο [1962a], μπαλλότον [1910], μπαλλότο [1934] || μπάλα (δέμα) | μασούρι, πλεξούδα

μπαλοτόντο || καβγάς, καυγάς, αμάχη, ανακάτωμα, ανθιλογή, αρμπεντές, άρπαγμα, γουργουλές, καβγάδισμα, καβκάς, κοντράστο, μάγκανο, μαλιά, μαλιφίτσι, μάλωμα, μαρούφα, μπαλαντές, μπαραφούζα, μπαραχούζα, μπατόστα, τραβάγια, τσακομάρα, τσακοσιά, τσακουμάρα, τσάκωμα, τσακωμός, τσαμπουκάς, χατάς,

μπαλούλα, μπαλλούλα [1963] || μικρή μπάλα

μπαλουξής || ψαράς, ψαράρης, ψαρεφτής, ψαρολόγος

μπαλουτιάζω [1931] || δεματιάζω

μπαλούτιασμα [1982] || δεμάτιασμα

μπαλουχανάς || ιχθυοπωλείο (λόγιο), μιρί, ψαράδικο, ψαροπουλιό, ψαροπάζαρο

μπάλσαμο [1860], μπάλσαμον [1835], μπάλσαμου < μπάλσαμου [1964], μπάλτσους < bάλτσους [1976], μπάρσαμο[1963], μπάλσαμος, μπάλτσαμο, μπάλτσαμου, μπάλτσουμα, μπάρσαμος, μπάρσαμου, μπάρτσαμο, μπάρτσαμος || βάλσαμο, αβάρσαμος, βάλσαμον, βάλσαμος, βάρσαμο, βάρσαμον, βάρσαμος, βάρσαμου, βάρσανον, βάρτσαμος βράτσαμον, πάρσαμος

μπαλσαμόχορτο, μπαλσαμόχουρτου < μπαλσαμόχουρτου [1964] || βαλσαμόχορτο

μπαλσάμωμα [1835], μπαλσάμουμα [1962c] || βαλσάμωμα

μπαλσαμώνω [1835], μπαλζαμώ, μπαλσαμόνου, μπαλσαμόνω [1857], μπαλσαμώνου [1962c], μπαλτσαμάρω μπαλτσαμόνου, μπαρτσαμόνω, μπαρτσαμάρω [1963] || βαλσαμώνω, αμπαλσαμόνω, βαλσαμώ, βαρσαμόνω, βρατσαμόνω, παρσαμόνω

μπαλταδάκι [1910] || τσεκουράκι

μπαλταδιά, μπαλταδιά [1931] || τσεκουριά

μπαλταδιάζω, μπαλταδιάζω [1931] || τσεκουρώνω

μπαλτάκι [1709] || βλ. μπαλταδάκι

μπαλτακίνος [1931] || θόλος (λόγιο)

μπαλταλίκι [1960] || η άδεια για μάζεμα ξύλων για τη φωτιά, από το λόγγο

μπαλτάς [1709], μπαλντάς [1963], μπαρντάς [1963] || τσεκούρι, λιάτα, μανάρα, μανάρι, μανιάρα, πελέκι, πιλέκα τσικούρ, τσικούρα, τσικουρέα, τσικουρί, τσικούρι, τσκούρα

μπαλτατζής [1790], μπαλταντζής [1709] || ξυλοκόπος (λόγιο) | αρματωμένος με μπαλτά

μπαλτατζίκ || ξύλο που κρατούσε την πάνω πέτρα του μύλου

μπαλτζές < bαλτζές [1976] || γλυκό που μοιάζει με πετιμέζι

μπαλτζής, μπαλής || μελισσοκόμος (λόγιο), μελισάς

μπαλτζίκι [1960], μπαλτζίκ < μπαλτζίκ’ [1960] || λάσπη, βούρκος

μπαλτίμ, μπαλντούρα || μερί, μηρί, μπούτι

μπαλτίμι [1982], μπαλντζούμι, μπαλντίμι [1992], μπαλντούμ < μπαλντούμ’ [1964], μπαλντούμι, μπαλτούμι, μπαλτούνι [1918], μπαρντούνι, μπαχτίμια, μπαχτήμια (τα) [1860] || πέτσινο λουρί που δένει το σαμάρι στα καπούλια ζώου, απισιλίνα, απιστιά, καπλοδέτα, κολάν, κολάνα, κολάνι, κουλάν, κουλάνι, κουσκούν, κουσκούνι, ουπιστιά, πιστιά

μπαλτιριτσιμπλάκης || καυγατζής

μπάλτιρος [1926], μπαλτιρόκο [1926] || το φυτό Rhamnus graeca (lycioides), κούτσουκας, λαντζιχέρι, λαντζοχεριά, λιτσιβέρι, μαβρογκαθιά, μαβροσπάλαθρος, μαύρη ασπαλάθρα, παούρι

μπαλτουνάρω || κουράζομαι

μπαλτσαμάδος || βαλσαμωμένος

μπάλτσαμος < μπάλτσαμος[1966], μπαλσάμικος || κάποιο πετρόψαρο με πολλά χρώματα

μπαλτσάνα || το σήκωμα των μανικιών

μπαλωλόημα || τα μπαλώματα σε ένα ρούχο

μπάλωμα [1622], μπάλλωμα [1878b], μπάλλουμαν [1884a], μπάλουμα || κομμάτι πανιού ή δέρματος που ράβεται πάνω στο χαλασμένο πανί ή δέρμα.

μπαλωματάδικο || το μαγαζί του μπαλαματά

μπαλωματάκι [1709], μπαλουματίτς || μικρό μπάλωμα

μπαλωματάρικος [1963] || παρδαλός

μπαλωματάς [1622], μπαλλουματάς [1884a], μπαλλωματάς [1878b], μπαλλωματής [1910], μπαλοματάρης [1614], μπαλωματάρης [1688] μπαλωματής [1709] || αυτός που η δουλειά του είναι να βάζει μπαλώματα

μπαλωματιά [1709] || το ράψιμο του μπαλώματος

μπαλωματού [1998], μπαλλωματού [1910] || αυτή που η δουλειά της είναι να βάζει μπαλώματα

μπαλωμένος [1622] || αυτός που φοράει ρούχα με μπαλώματα

μπαλώνω [1622], μπαλλόνω [1910], μπαλόνω [1837], μπαλλώνω [1934], μπαλλώννου [1884a] || ράβω μπάλωμα | επιδιορθώνω (λόγιο)

μπαλώσαινα < μπαλώσαινα [1923a] || η μπαλωματού

μπαλώση < μπαλώση [1923a] || ο μπαλωματάς

μπαλώτρια [1709], μπαλώτρα [1709], μπαλλώτρια [1878b] || η μπαλωματού

μπαμ [1995] || ο ήχος που κάνει το μπιστόλι, το ντουφέκι

μπάμια [1934], μπάμια [1835], μπάμπια [1923b], μπάμνια [1923a], μπαμέα || το φυτό Hibiscus esculentus

μπάμιας, μπάμιας [1962b] || νωθρός (λόγιο), λαπάς, χαλβάς

μπάμπα || βλ. μπάκα (κοιλιά)

μπαμπαγάκι || το μικρό μπαμπάι, ζουζουνάκι

μπαμπαγίτης [1960] || παλικάρι, λεβέντης

μπαμπαγιτλίκι [1960] || παλικαριά, λεβεντιά

μπαμπαδέλι [1934], μπαμπαδέλ μπαμπαδέλια (τα) [1884c] || καμπανέλι, σταμινάρι, ποδοδέτης (λόγιο), κολονάκι στο κατάστρωμα του πλοίου που πάνω του δένουν κάποια σκοινιά

μπαμπάδες (οι) [1884c] || ναυτ. στηρίγματα (μπαμπάδες του κορακιού, μπαμπάδες του μπομπρέσου, μπαμπάδες της γούμενας)

μπαμπαζιάνς || σωματώδης (λόγιο)

μπαμπάζουμ || ο μπαμπάς μου

μπαμπάι [1963] || το μικρό μαύρο ζουζούνι

μπαμπαϊδόνα || το κούφιο καρύδι

μπαμπάκα || η μπαμπακερή κλωστή

μπαμπακάδα [1931] || βαμβακάδα ( αρρώστια των φυτών)

μπαμπακάκια, μπαμπακάκια (τα) [1963] || μικρά μπαμπακερά πανιά για το λουστράρισμα των παπουτσιών

μπαμπακάς [1709] || βαμβακουργός (λόγιο)

μπαμπάκας [1835] || πατερούλης, μπαμπούλης, μπάκας

μπαμπακέλα || χιόνι, σιόνιν, σον, χιον, χον

μπαμπακένιος, μπαμπακένιος [1709] || βαμβακένιος

μπαμπακερινός [1790] || βαμβακερός

μπαμπακερός [1709] || βαμβακερός

μπαμπάκης || ο μεγάλος παπούς

μπαμπάκι [1622], μπαμπάτζι < μπαμπάτζι [1923a], μπαμπάκ < bαbάκ’ [1972], μπαμπάτσι, μπαμπάτς || βαμβάκι

μπαμπακιά [1896a] || το τρίτο όργωμα του χωραφιού

μπαμπακιά, μπαμπακιά [1709], μπαμπατζία < μπαμπατζία [1923b] || φυτά του γένους Gossypium, βαμβακιά

μπαμπακιά, μπαμπακία, μπαμπακούμενο || χωράφι με μπαμπάκι

μπαμπακιάζω || παπουδιάζω (τα χέρια στο νερό)

μπαμπακιάζω, μπαμπακιάζω [1709] || ασπρίζω, ασπρίζου, ασπρίντζω, ασπρίτζω, ασπριώ, σπρίζω

μπαμπάκιασμα || παπούδιασμα (των χεριών μέσα στο νερό)

μπαμπάκιασμα, μπαμπάκιασμα [1709] || άσπρισμα, άσπριγμαν άσπριμα, ασπρισιά, άσπρισμαν

μπαμπακιασμένος, μπαμπακιασμένος [1709] || ασπρισμένος

μπαμπακίδα || κάποιο φυτό (βοτάνι με άσπρα λουλούδια)

μπαμπακίζω [1896a] || σπέρνω μπαμπάκι

μπαμπακίσιος || βαμβακίσιος

μπαμπακισμένο [1896a] || χωράφι σπαρμένο με μπαμπάκι

μπαμπακιστός [1896a] || το σπάρσιμο του μπαμπακιού

μπαμπακίτης || αρρώστια των φυτών

μπαμπακίτικος [1709] || βαμβακένιος

μπαμπάκο || άσπρο

μπαμπακόγερος [1709] || ο ασπρομάλης γέρος

μπαμπακόγνεμα [1963] || μπαμπακερή κλωστή

μπαμπακοκάρυδο [1931], μπαμπακοκάρυδον [1709] || το βαβούλι, η κοζάδα του μπαμπακιού

μπαμπακόκωλος [1931] || φοβητσιάρης | καλομαθημένος

μπαμπακόλαδο || βαμβακέλαιο (λόγιο)

μπαμπακόπετρα [1931] || παμπακόπετρα, αμίαντος (λόγιο)

μπαμπακορόκα [1931] || ρόκα μπαμπακιού

μπαμπακόσπορον [1709] || μπαμπακερή σκούφια

μπαμπακόσπορος [1790], μπαμπακόσπορον [1709] || μπαμπακούρ, βαμβακόσπορος

μπαμπακοστηθάτη [1931], μπαμπακόστηθη [1962a] || περδικοστήθω, περδικόστηθη, ασπιδοστήθω, μπαμπακοστηθάτη

μπαμπακού [1962b], μπαμπακούρα [1962b] || πάπλωμα, γεργάν, γεργάνι, γιοργάν, γιοργάνι, γιουργάν, γιουργκάν γιργάν, γκιουρκάν, πάπλουμα, τισάκ,

μπαμπακούλα [1903] || μπαμπακερή κλωστή

μπαμπακούλας [1963] || κάποιο αγριόχορτο | αρρώστια που βγάζουν στο στόμα τα μωρά

μπαμπακούλι || κάποιο φυτό που τα λουλούδια του τα βάζουν για λουμίνια στα καντήλια

μπαμπακούλι || τα σκουπίδια που μαζεύονται πίσω από τις πόρτες και κάτω από τα κρεβάτια

μπαμπακούρ < bαbακούρ [1914] || βλ. μπαμπακόσπορος

μπαμπακούρα [1988], μπαμπακούλα || βλ. μπαλαντίνια

μπαμπάκους || ασπρομάλλης, ασπρόμαλος, ασπρόμαλους ασπρουμάλς, βαμπακέλα

μπαμπακουτσάπ || τσάπα για σκάψιμο στα μπαμπακοχώραφα

μπαμπακοφαδιομένο, μπαμπακοφαδιομένο [1963] || μπαμπακερό πανί

μπαμπακοφαδιομένο, μπαμπακοφαδιωμένο [1918] || πανί μισό από μπαμπάκι, μισό από λινάρι

μπαμπακοχώραφο [1962a] || χωράφι με μπαμπάκι

μπαμπακώνω [1963], μπαπακόνονου || γίνομαι άσπρος σαν το μπαμπάκι, από φόβο ή παγωνιά | γεμίζω με μπαμπάκι

μπαμπακωτός [1931] || στουπίτικος, σφουγγαροτός, σφουγγαρερός

μπάμπαλα (τα) || αρχίδι, ορχίδιν, αρχίδ, αρκίδιν, αρκίδι, αρτσίδιν, αρσίδι, αρσίιν, αχρίδι | αρχίδια, καζέλια, καραμπαλίκια, καλαμπαλίκια, κλαμπάνια, κουρδουμπούλια, λιόκια, λιμπά, λίμπα, λμπα, μπαγάγια, μπαλασκόνια, μπελεγρίνια, μπρίκια, μπουμπρέκια, μπουμπόλια, πελέδια, χαρχαγκέλια

μπάμπαλα (τα) [1963] || φύκια | ψιλοκομμένα χόρτα

μπάμπαλα (τα) [1966] || τα τσάκνα, προσάναμμα (λόγιο)

μπαμπαλαδόρος || σκουπιδιάρης

μπαμπάλεο || ο πολύ γέρος

μπαμπαλής [1934] || πολύ γέρος | σεβαστός γέρος που ξέρει πολλά

μπαμπαλιάρης, μπαμπαλιάρς || αυτός που χάνει τα λόγια του | αυτός που λέει πολλά λόγια

μπαμπαλίζ [1988] || μπαίνει μπάμπαλο (σκουπιδάκι) στο μάτι

μπαμπαλίζου || βοτανίζω, βοτανίζου, βουτανίζου, βουτανίνου

μπαμπαλίζω [1874b], μπαμπαλίζου < bαbαλίζου [1972] || μιλάω πολύ και λέω κουταμάρες

μπαμπαλίκ, μπαμπαλίτς || σκουπίδι | παλιάνθρωπος

μπαμπαλίκι [1960], μπαμπαλίκ || πατρότητα (λόγιο) | κάτι το πολύ παλιό

μπαμπαλικόνω || τρώω

μπαμπαλνάου < bαbαλνάου [1978] || αγκυλώνω το μάτι

μπάμπαλο || μουνί, αμτζίκ, απουριά, γκομπλίτσα, κίστε, κράνι, μνι, μουνή, μούνο, μούνος, μούνους, μουτζό, παπούρ, πουτί, πούτκα, πούτος, πράμα, πριτσιδόνι, σιστί, σκιστό, τρύπα, φουσίν, χάβαρο, χαβάρου, χαλόν, χίστος, χίστρο

μπάμπαλο [1874b] || βλ. μπαγιακόκος

μπάμπαλο [1909], μπάμπαλου < bάbαλου [1972], μπάμπαλου [1988], μπάπαλο || παλιόπραμα, κουρέλι, σκουπίδι | σκουπιδάκι που μπαίνει στο μάτι με τον αέρα

μπάμπαλο [1963] || μικρούτσικος, ανθρωπάκι | ξεμωραμένος, ξεκουτιάρης

μπάμπαλο, μπαμπαλίδ || κάποιο αγριόχορτο

μπάμπαλου [1962c] || κακία

μπαμπαλούδια (τα) || μικρά κομμάτια συκωταριάς | μπιχλιμπίδια

μπαμπαλούκης [1996] || πατερούλης, μπαμπάκας

μπαμπαλούτσα (η), μπαμπαλούτσια, μπαμπαλούτσια (τα) [1963] || κοχύλι

μπαμπάμ || κοντζάμ

μπαμπά-μαλί || αναντάμ-μπαμπαντάμ, αναντάμ-παπαντάμ

μπάμπαμπα [1963] || όχι

μπαμπανάτσα [1874b] || ψωμί από αλεύρι καλαμποκιού και μαγιά ρεβιθιού

μπαμπανέτσα || χορτόπιτα με αλεύρι καλαμποκιού και τυρί φέτα

μπαμπανούρα || το ακούμπισμα κάποιου με τα δυο δάχτυλα του χεριού

μπαμπαξά || μιλιά, κουβέντα

μπαμπαούλια, μπαμπαούλια (τα) [1874a] || κάνω μπαμπαούλια: κρύβομαι

μπαμπαούλοι (οι) || εικόνες

μπαμπαούνος || ο πολύ άσχημος

μπαμπαράς || άγουρο σύκο

μπαμπαρέλα || βλ. μπαζίνα (ψωμί από αλεύρι καλαμποκιού)

μπαμπαρίτσι [1963] || μπουμπουγέρι, το ζουζούνι Barbitistes vitis

μπαμπαρόλα || πεταλούδα

μπαμπάς [1709] || πατέρας, αφέντης, αφέντς, κιούρης, κύρης, πάγιες, πάης, πάπας, σιορπάτρης, τατάς, τετές, τζίρης

μπαμπάς [1888a] || η πάνω άκρη του μακά (στο μαγγανοπήγαδο)

μπαμπάς [1910] || αφράτο γλυκό με σιρόπι και σαντιγί

μπαμπάς [1962a] || δέστρα καραβιού

μπάμπας [1964] || βλ. μπάρμπας

μπαμπάς [1964], μπαμπάδες (οι) [1966] || μουσουλμάνος άγιος

μπαμπάς [1995], μπαμπάς < bαbάς [1978] μπαμπάδις (οι) [1964] || πάτερο, δοκάρι της σκεπής

μπαμπασάνι [1888a] || μπαμπακερός σκούφος για παιδιά

μπαμπατζάνης [1960] || ανοιχτόκαδρος, ανεχτόκαρδος, ανιχτοκάρδης, ανχτόκαρδους

μπαμπατζάνος, μπαμπατζιάνης μπαμπατζιάνς, μπαμπατζιάνγκους μπαμπατζιάμ || πολύ δυνατός | μεγαλόσωμος, γεροδεμένος

μπαμπατζάνου, μπαμπατζόνου || αντρογυναίκα, αντράγουρας, αντράγουρος, αντριογινέκα, αντριτσάνα, αντρογενέκα, αντρογίνεκο, αντροΐνέκα, αντρόνεκο, αντρουγινέκα, αντρουγίνικου, αντρουγνέκα, αντρούτσα, αντρούτσος,

μπαμπάτζους [1988] || καλικάντζαρος, ανασκελάς, γαντζονούρης, γκριτζούνι, καλιοντζής, καρκαντζάλι, καρκαντζέλι, καρκάντζελος, καρκάτζαλος, καρκάτζαλους, κατσιμπουχέρι, κατσπουδιάρς, κολοβελόνης, κουρκούτζιελος, κουρκούτζιν, παγανό, πάγανο, παρορίτης, πλανίταρος, σταχτιάς, σταχτοπόδης

μπαμπατζούσκα (τα) [1988] || οι καλικάντζαροι

μπαμπατισά [1903] || μπαμπακερή κλωστή από την Ευρώπη

μπαμπατούρα, μπαρμπατζούνα || μεγάλη φωτιά

μπαμπατσέλια (τα) || κομματάκια

μπαμπάτσικος [1884b] μπαμπάτσκος [1966], μπαμπάτσκους < bαbάτσ’κους [1978], μπαμπάτκος, μπαμπάτσικους, μπαρμπάτσκους, μπαμπατζάνκους || το παιδί που είναι πιο ψηλό από τα άλλα (στα ίδια χρόνια) | γεροδεμένος, μεγαλόσωμος, πολύ δυνατός

μπαμπαφίγος [1709] [1894], μπαμπαφίνγκος [1857], μπαμπαφίος [1874a] || παπαφίγκος, κάποιο πανί στο κατάρτι του καραβιού | και τούρκικο babafingo

μπαμπαφτίλα || ξεφτισμένα

μπαμπά-χακί, μπαμπάχακ || η προίκα που έδινε ο γαμπρός στον πεθερό για να πάρει τη νύφη

μπαμπαχιά, μπαμπαχιά [1874a] || ψίθυρος (λόγιο)

μπαμπερλέ || μικρό γενάκι

μπαμπέρνω || παίρνω

μπάμπες (οι) [1966] || κάποια αγκάθια

μπαμπέσης [1876a], μπαμπέσας [1931] || άπιστος (λόγιο), ύπουλος (λόγιο)

μπαμπεσιά, μπαμπεσιά [1876a] || απιστία (λόγιο), δολιότητα (λόγιο)

μπαμπέσικα || με μπαμπεσιά

μπαμπέσικος [1961] || το φέρσιμο του μπαμπέση

μπάμπζουλας || κοντοστούπης, κοντοπίθαρος

μπαμπιά, μπαμπιά [1963], μπατσαλμάς || αλώνι, αβγόνι, αγόνι, αλόν, αλόνιν, αόνι, αόνιν, αουόνι, όνι

μπαμπίκα < μπαμπλίκα [1964] || κουλούρι, σιμίτι

μπαμπιλόνια [1963], μπαμπλονία || ανακάτεμα, φασαρία, μπέρδεμα

μπαμπιλονία, μπαμπυλωνία [1963] || βαβυλωνία, χάβρα

μπαμπίνο || παιδί

μπαμπινόφυλλο, μπαμπινόφυλλα (τα) [1992] || αμπελόφυλλο, αμπελόφλο, αμπενόφιλο, αμπεόφιο αμπιλόφλου

μπαμπιόλι || φιαμπόλι, θιαμπόλι, χαμπιόλι, φλογέρα

μπαμπιστάνους || προτεστάντης

μπαμπίτκα || γεροντίστικα, γιρουντίστκα

μπαμπίτσα || βλ. μπαλντούρ

μπαμπίτσα [1992] || σακοράφα

μπαμπίτσα < bαbίτσα [1976] || η γιαγιά από μάνα (η μάνα της μάνας)

μπαμπίτσου || αγγειό ή κανάτα από πηλό

μπάμπκλας || Parnassious Mnemosyne: καντηλοσβήστης, καντιλοβρίστης, καντιλασβέστης, καντιλοσβέστης, σκοντιλασβέστης, λυχνοσβήστης, ψυχάρα, ψυχάρι

μπαμπλάτσκα || μαύρη μεγάλη κατσαρίδα

μπαμπλίζ || χιονίζει

μπαμπλίκα || αφράτο στρογγυλό κουλούρι

μπαμπλόμστους || πλουμιστός

μπαμπλούκου || φρατζόλα ψωμί

μπαμπνιάρς, μπαμπνιάρς [1988] || κιτρινιάρης

μπαμπόγερος [1709] || ο πολύ γέρος, ο μπαούς, ο μαμούνας

μπαμπόγρια [1931], μπαπμπόγρου < bαbόγρου [1972] || η πολύ γριά | παλιόγρια

μπαμπόρα || το χοντρό άντερο του γουρουνιού (το κάνουν λουκάνικο)

μπαμπότης [1963] || αυτός που αγοράζει πράματα (και φαΐ) από τα καράβια, για να τα πουλήσει

μπαμπότσα [1963] || καρικατούρα

μπαμπού [1934] || φυτά των τροπικών χορών, του γένους Bambusa

μπάμπου [1964] || ξύλο του νερόμυλου, που πάνω του ήταν η φτερωτή

μπάμπου < bάbου [1978] || η ρόκα του καλαμποκιού που δεν έχει πολλά σπυριά

μπαμπούγερας || πρασάγκουρας, κολοκυθοκόφτης, κρεμμυδοφάγος

μπαμπουγιάμα || μουνταρία

μπαμπούδια || φασόλια νερόβραστα

μπαμπουζάλη [1864], μπαμπούζαλη || η σκόνη και το χνούδι πάνω στα ρούχα | η σκόνη από τα άχυρα

μπαμπουίνα, μπαμπουήνα [1963] || ασχημομούρα, ασκημομούρα, ασκιμομούτσουνη, ασχιμομούτρα, ασκιμουμούρου

μπαμπουίνος [1995] || όνομα κάποιων πίθηκων

μπαμπουίνος, μπαμπουήνος [1963] || ασχημομούρης, ασιμομούρης, ασιμομούτσουνους ασκημομούρης, ασκιμομούρς, ασκιμομούτρης, ασκιμομούτσουνος, ασκιμουμούτσουνους

μπαμπούκα || καλό ψωμί που πουλάνε οι φούρνοι

μπαμπούκα, μπαμπούκ, μπαμπλούκ || πρόσφορο, αγιόψομο, αφράντα, βλουγιά, ευλογιά, ίψουμα, λειτουργιά, λουτρουγιά, μπουγατσούδα, ξτελ, προσφορά, σταβρί, σφράγιση, ύψωμα

μπαμπουκλί [1996] || χοντρό ρούχο που φορούσαν οι γυναίκες μέσα από τη φούστα | γιλεκάκι για γυναίκες

μπαμπούλα [1963] || αυτή που έχει το κεφάλι τυλιγμένο με μαύρο μαντίλι

μπαμπούλας [1910], μπάγουρος < bάγουρος [1905], μπαμπάγια, μπαμπάγος [1872], μπαμπάγους, μπαμπάη < μπαμπάη [1923a], μπαμπάης [1903], μπαμπάλα [1963], μπαμπάλης [1876a], μπαμπαλής, μπάμπαλος [1876b], μπαμπάουλας [1874a], μπαμπού [1963] μπαμπούλους [1903], μπαμπούσους [1903], μπάος || λέξη για να φοβίζουν τα παιδιά | θα έρθει ο ~

μπάμπουλας, μπαμπόλι, μπάμπρας, μπαμπούρα || σκαθάρι, ασκάθαρος, βάμπλας, βουζουκαρκάντζαλους, ζίνα, ζούνα, ζουζούνα, ζουζούνι, καλίγιρας, καρκαντζάλ, καρκαντζάλι, καρκάντζαλος, καρκάντζαλους, κόλαβρος, μαυρουκαρκάντζαλους, μιλουνάς, μπομπόλι, μπούμπαρος, μπούμπουλας, μπουμπουνάρι, μπούρμπουλας, μπούμπουρας, μπουρμπούλι, μπούρμπουνας, μπούρμπουρνας, μπρούμπουλας, πάμπουλας, σκάθαρος, σκατομπάμπουρας, σκατουμπάμπουλας,

μπαμπουλέτσκω < μπαμπουλέτσκω [1966] || παλιογυναίκα

μπαμπουλεύω [1996] || φροντίζω τη λεχώνα

μπαμπούλης [1995] || βλ. μπαμπάκας

μπαμπουλίζω, μπαμπαλίζου || κεκεδίζω, μασέφκω, σαψαλίζω, τατέφκω, τραυλίζω

μπαμπουλομένος || αυτός που σκεπάζει καλά το κεφάλι του (για το κρύο)

μπαμπουλωμένος [1963] || αυτός που κάνει με τη φωνή του το μπαμπούλα, για να τρομάξει τα παιδιά

μπαμπουλώνω [1995], μπαμπουλόνω [1910] || μπουμπουλόνω, τυλίγω με μαντίλι το κεφάλι (για να μην κρυώσω)

μπαμπούνα [1659] || πρήξιμο (αρρώστια) | φουσκάλα

μπαμπούνα, μπάμπκα [1996], μπαμπόνι || καρούμπαλο, γουρούδ, γρόμπαλο, γρούμπαλο, γρουμπούλ, γρουμπούλι, ζγκρούβαλ, ζγκρουβάλι, ζιούσκα, καρκατσούλα, κούζουνας, κουκουμίδα, κούκουρος, κούσκουνας, κουσκούνι, κρουμπούλι, μπρουζγκάρ, σιούσκας, σούμπα, τζιούμκα, τζιούμπα, τζουτζούκ, τζουτζούκα, τσιόγκος, τσιόκους, τσιούκα, τσιουκάρ, τσιούμα, τσόκανος, τσόκανος, τσούκα

μπαμπουνιάζω, μπαμπουνιάζω [1659], μπαμπουνώνω [1659] || πρήζομαι (από αρρώστια)

μπαμπουνιάζω, μπαμπουνιάζω [1992] || κιτρινίζω και πρήζομαι

μπαμπουνιασμένος, μπαμπουνιασμένος [1659] || πρησμένος

μπάμπουρας || γεμιστή πιπεριά

μπάμπουρας [1931], μπούμπουρας [1983a], μπάμπουλας [1995], μπάμπουλα ||  το ζουζούνι Vespa crabro, αγριομέλισα, βάβουλας, κοπρομέλισα, κούρκος

μπαμπουρί, μπαμπουρ || κατσαρόλα, τσουκάλι

μπαμπουριά || η φωλιά του μπάμπουρα

μπαμπουρίδα || κατσαρίδα, βλαντούσα, κουτσουκούτα, κουτσουκουτού, μουρμουρέσα, μπαμπλάτσκα, μπούμπουρας, μπούρμπουλας, φκαρίδα, φουκαρίδα

μπαμπουρίζω || βουίζω, βογάω, βογίζω, βοΐζου, βοΐζω, βόιζω, βοΐνου, βοΐντσω, βοΐτζω, βουγίζου, βουγίζω, βούζου, βουίζου, βουώ, σβουώ

μπαμπουρίζω || κάνω διαβολιές

μπαμπούσκα || μούρο

μπαμπούσκα, μπαρμπούσκα || αδύνατο παιδί (ή κατσίκι) με πρησμένη κοιλιά

μπαμπτσιά, μπάπτσα || αχλαδιά που τα φρούτα της ωριμάζουν το χινόπωρο

μπάμπω [1835], μπάμπου [1962c], μπάμπου < bάbου [1892] || βαβά, βάβα, βάβου, βαβούλω, βάβω | γριά, γαεργιά, γεργιά, γζιά, γιιά, γιργιά, γιργκιά, γιρζά, γιριά, γκριά, γκρία, γρα, γργκιά, γρέα γρεά, γρέβα, γρζα, γριά, γρία, γριντζά, γριού, γριτζά, γρντζιά, γρτζα, εγρέα, εεργιά, κιργιά ργα, ργκα | γιαγιά, γαγά, γιάγια, γιαγιάε, γιαγιάες, γιαγιές, ζαζά, ιαιά

μπαμπώλωμα [1963], μπαρμπούλιμα || το τύλιγμα του κεφαλιού με μαντίλι

μπαμτέλι, μπαμτέλ < bαμτέλ’ [1976] || αδιαφορία (λόγιο)

μπαμτερλελέ [1962a], μπαμ-τερλελέ [1931], μπαμ-ντερλελέ || γενάκι, γενάτσι, γινάκ, ενάκι

μπαμτσίνα [1926], μπαμπτσίνα [1982] || το φυτό Nerium oleander, αριοδάφνη, αροδάφνη, αρουδάφιν, αρουδάφν, δραφιά, ζουκούμ, ζακούμι, ζουχούμ, λεβόρ, πικροδάφνη, πρικοδάφνη, πικροφιλάδα, ροδοδάφνη, ροδόδενδρο, σέμα, σπάκα, σφάκα, ταφλάν, φιλάδα, φροκαλίδα, ψουράκα

μπα-να || μήπως

μπανάλ [1998] || τετριμμένος (λόγιο), κοινός (λόγιο)

μπανάνα [1934] || το φυτό Musa paradisiaca και ο καρπός του

μπανανιά, μπανανιά [1961], μπανανέα || το φυτό Musa paradisiaca

μπανανόφλουδα [1995] || η φλούδα της μπανάνας

μπανδατζή [1688] || το φυτό Ricinus communis: αγριοκαφεδιά, κίκι, κουρτούνι, κρότων, κροτονιά, κρουτούνι, κρουτουνιά, ρετσινολαδιά, τσαλάπα, χαμοκουκιά

μπανέλα [1931] || με αυτή στηρίζουν γιακάδες, σουτιέν και κορσέδες

μπανελιάζω, μπανελιάζω [1931] || βάζω μπανέλες

μπάνεμος, μπάνεμο [1963] || απάνεμος, απάνεμο, απάνουμους, πάνεμος

μπάνης [1963] || αλλήθωρος, αλιγκιόζης, αλίθορε, αλιθόρος, αλίθουρος, αλιφέγγης, αλόθορος, απανωβλέπης, άσκοπος, βίλης, γαϊδός, γαρίλης, γιαγκιόζ, γιαγκιόζης, γιαγκιόζς, γιαγκιόιζ, γκαβό, γκαβομάτης, γκαβόματος, γκαβομάτς, γκαβός, γκαβούακας, γκαγκαβό, γκαϊβός, γκαϊδομάτης, γκαϊδός, γκαϊδουμάτς, γκαϊντός, γκαλιούρης, καϊδομάτης, καϊδός, πανουγλέπς, πανωβλέπης, παραμάτης, ραϊλός, σγαϊδός, σγκαϊδός, σγκαϊντός

μπάνια, μπάνια [1966] || ψεύτικο φλουρί

μπανιαδιόρος || αυτός που κάνει μπάνιο στη θάλασσα

μπανιάδος, μπανιάδος [1963] || μπανιαρισμένος, λουσμένος

μπανιαρίζω, μπανιαρίζω [1961], μπανιάρω, μπανιάρω [1998] || κάνω μπάνιο, πλένω

μπανιάρισμα, μπανιάρισμα [1961] || το να κάνεις μπάνιο

μπάνι-γέρι || αλίμενος (λόγιο)

μπανιέρα, μπανιέρα [1961] || λεκάνη μπάνιου

μπανιερό, μπανιερό [1934] || μαγιό

μπανιζοκοζαριστής [1962b] || αυτός που βλέπει και σκέφτεται σωστά

μπανίζω [1934], μπανιάζω, μπανίζου || κρυφοκοιτάζω ερωτικά | βλέπω

μπάνικος [1931] || όμορφος

μπάνιο [1934], μπάνιο [1709], μπάνιου < μπάν’ου [1962c] || λουτρό

μπανιόκα, μπανιόκα [1962b], μπανιότα || φρατζόλα ψωμί

μπανιομαρία, μπανιομαρία [1963] || μπεν μαρί

μπανιός || το πουλί Bubo bubo, γούβης, γούβι, γούσης, γούσι, μπαρμπαγιάννης, μπούφος, μπούφους

μπανίσι || μπενίσι, καφτάνι

μπάνισμα [1934] || βλ. μπανιστήρι

μπανισμένη [1962b] || σημαδεμένη τράπουλα

μπανιστήρι [1961] || ερωτικό κρυφοκοίταγμα

μπανιστηρτζής [1998] || ηδονοβλεψίας (λόγιο)

μπανιστής [1961] || βλ. μπανιστηρτζής

μπάνκα [1835], μπάνκος [1835] || πάγκος, κάθισμα

μπάνκα [1934] || κάσα (σε παιχνίδι με χαρτιά)

μπάνκα [1934], μπάγκα [1635] μπάνκος [1963] || τράπεζα (λόγιο)

μπανκάδα [1963] || μακρόστενο τραπέζι-πάγκος

μπανκανότα [1995], μπαγκανότα [1934], μπανκονότα [1963] || παγκανότα, χαρτονόμισμα (λόγιο)

μπανκέρης [1995], μπανκιέρης [1963] || τραπεζίτης (λόγιο)

μπανκέτο [1963] || φαγοπότι και κουβέντα (ανάμεσα σε λόγιους)

μπάνκος < bάνκος [1918] || ο πάγκος με την πραμάτεια στο μαγαζί | το ταμείο (λόγιο)

μπανκουμί [1963] || άσπρο αφράτο ψωμί

μπανκουμίδι || παντεσπάνι

μπανόζι || πηχτά

μπανόζου || παλιόγρια

μπάνος [1688] || άρχοντας, άαχους, άρκοντας, άρκος, άρκουντας άρχο, άρχοντα, άρχος, άρχουντας, άρχους, νιάρχος,

μπανός [1982] || κάτι που είναι παγωμένο, κούργιαλο, κρούσταλο, κρούσταλλου, κρύσταλλο, μαργωμένο, μαρκομένο, μπουζ, μπούζι

μπάνου < μπάνου [1923a] || βγάζω, βγάζου, βγάντζω, βγάτζω, βγέζου βγέζω, εβγάτζω, ιβγάζου, ιβγάζω

μπάντα [1860] || πάντα, μεριά, πλευρά (λόγιο)

μπάντα [1866a] || ορχήστρα (λόγιο)

μπάντα [1910] || συμμορία (λόγιο)

μπάντα [1982] || κεντητό πανί που μπαίνει στον τοίχο, στην πλάτη του καναπέ ή του κρεβατιού

μπανταβαλίζου < μπαdαβαλίζου [1964] || βλ. μπαλαλάω

μπανταβάλς < μπαdαβάλ’ς [1964] || βλ. μπακόλας

μπανταβός || βλ. μπαγιακόκος

μπαντάκ || βλ. μπακούκος

μπάντα-λάτρα, μπάντρα λάντρα || πάντρα-λάτρα, πέρα για πέρα

μπαντάλι [1966] || ρημάδι

μπανταλιάζω, μπανταλιάζω [1966] || ρημάζω

μπανταλιάζω, μπανταλίζου || χαζεύω, παραμιλάω

μπαντάλκους < bαdάλ’κους [1972] || δυσκίνητος (λόγιος)

μπανταλομάρες, μπανταλουμάρις < μπαdαλουμάρις (οι) [1964] || κουταμάρες, χαζομάρες

μπανταλός < μπαdαλός [1964] || ελαφρόμυαλος, ζεβζέκης, μπουμπούνας, κουτός

μπανταμούχαβους || ο κοιμήσης

μπαντάνα [1998] || φουλάρι για τα μαλλιά των γυναικών

μπανταναμία || μακρύ παλτό

μπαντανάς [1931], μπατανάς [1961], μπαδανάς [1835], μπαντάνισμα || ασβέστωμα, αλαχτιά, ασβέστουμα, ασβέστουση, άσπρισμα, γαλαχτιά | ασβεστόνερο, ασβιστόνιρου

μπαντανώνω [1961], μπαδαναλίζω [1835], μπαντανιάζου, μπαντανίζω, μπατανίζω, || ασβεστώνω, αλαχτίζω, ασβιστόνου, ασπρίζου, ασπρίζω, ασπρίντζω, ασπρίτζω, ασπριώ, ασπρογιάζω, γαλαφτίζω, γαλαχτζώ, γαλαχτίζου, γαλαχτίζω, γαουαχτώ ουααχτίζω, σπρίζω

μπάντα-πάντα || που και που

μπαντάρισμα [1962a] || δέσιμο πληγή

μπανταρισμένος [1998] || τυλιγμένος με γάζες

μπαντάρω [1962a] || επιδένω (λόγιο)

μπαντάρω [1963] || απαντάρω, ακούω με προσοχή

μπαντατζούδος, μπαντάτζος || μασκαράς των Φώτων, με μουτσούνα ζώου

μπανταφούνι [1874d] || μικρό ξύλο για να κάνεις τρύπα στο χώμα και να φυτεύεις το σπόρο

μπαντβάλ < μπαd’βάλ’ [1964] || καβέστρο, κατόχι, το λουρί του τσαρουχά που έσφιγγε στο γόνατο του το τσαρούχι, όταν το έραβε

μπαντέμι [1960] || αμύγδαλο, αμίβνταλο, αμίγδαλου, αμίγκνταλο, αμίγλαδο, αμίδγαλο, αμίνταλο, αμίργαλο, μίγδαλου, μίδγαλο, μίδγαλου, μίργαλο, μύγδαλο, νίγδαλε

μπαντεμλίκι [1960] || περιβόλι με μυγδαλιές

μπαντεμτζής [1960] || αυτός που πουλάει αμύγδαλα ή έχει πολλές αμυγδαλιές, ο αμυγδαλάς

μπαντένι || προσκύνημα

μπαντερίζω [1709] || παντερίζω, ζουρλαίνω, μουρλαίνω

μπαντερόγα || κατσίκα που πάει μόνη της, πίσω από το κοπάδι

μπαντερόλι [1857], μπαντεριόλι || ανεμοδούρα ανεμεδούρα, ανεμίδι, ανεμίθρα, ανεμοδούρι, ανεμολόγος, ανεμολόος, ανεμολός, ανεμοούρι, ανεμοτούρα, ανεμούρι, ανιμιδούρα, ανιμουδούρα ανιμουτούρα, ασμαδούρα, παντσέλι, πινέλι, φουρφούρ

μπαντεροφόρος [1709], μπαδιερίτης || σημαιοφόρος (λόγιο), φλαμπουράρης, μπαϊραχτάρης

μπαντιά, μπαντιά [1960], μπάντια || μεγάλο λαγήνι, μεγάλη στάμνα με φαρδύ στόμα

μπαντιαβά, μπαδιαβά [1996], μπατχαβά, μπατιάβα || τσάμπα, τζάμπα

μπαντιακός || αυτός που κάνει ποδαρικό την πρωτοχρονιά

μπαντιάκου || κοντόχοντρη

μπαντιγερόλης || σκιάχτρο, αγροτέρ, αγροτερίδι, αφάντιασμα, ζούμπιρου, κουρκουλούκ, κουρκουλούκι, μουμούτς, ξιπαστίρι, ξίπαστρο, προγκιχτίρι, σκιαζάρι, σκιάζαρος, σκιάζουρας, σκιαζούρι, σκιάντζαρο, σκιάσμα, σκιάχτρου, σκιόριγμα, σκοπέλ, τζάμαλου, τζάμαλους, φοβέρα, φοβιστίρι φόβος, φοέρα

μπαντιδαριό < μπανdιδαρειό [1964] || η γειτονιά που ζούσαν οι μπαντίδοι

μπαντιδεύω [1983b], μπαντιδεύου < μπανdιδεύου [1964] || γυρίζω στους δρόμους σαν αλάνι, αλητεύω (λόγιο)

μπαντιδιά, μπαντιδιά [1983b] || πονηριά, κατεργαριά

μπαντίδος [1894], μπαντίδους < μπανdίδους [1964] || κουρσάρος, πνιγάρης, συμμορίτης (λόγιο) | νταής, παλικαράς

μπαντιέρα, μπαδιέρα, μπαδιέρα [1876a], μπανδέρα [1622], μπαντέρα [1709], μπαντιέρα [1659] || παντιέρα, φλάμπουρο, μπαϊράκι

μπαντίζει, παντίδει || βολεύει

μπαντίνα || χωράφι σε γούβα, που κρατάει νερά

μπαντίρω [1963] || εξορίζω (λόγιο)

μπάντο || εγκατάλειψη (λόγιο)

μπάντο [1963] || θέσπισμα (λόγιο)

μπαντονάρισμα [1962a] || το να παρατήσεις (από κακοκαιρία) την άγκυρα και την αλυσίδα στο βυθό

μπαντονάρω [1962a] || παρατάω (από κακοκαιρία) την άγκυρα και την αλυσίδα στο βυθό

μπάντος [1931] || φυγόδικος (λόγιο) | εξόριστος (λόγιο)

μπάντου [1910] || ναυτ. πάντη

μπαντουβάνα [1963] || καλοθρεμμένη κότα

μπαντουβάνης || καλοθρεμμένος κόκορας

μπαντούλι < μπαdούλι [1966] || καλύβι σκεπασμένο με λιθάρια που κλείνουν τα γεννησιάρικα αρνιά και κατσίκια

μπαντουνάδα || βόλτα, περίπατος (λόγιο)

μπαντούρα || κοχύλι, γαλάτς, καρκαλίνα, καρταλίνα, κουρουλιός, κόχιλας, κοχλίδι, πουρλίθρα, χουχλίδι, χουχλιός, χοχλίδι

μπαντούρα || προβατίνα

μπαντούρα [1934] || παντούρα, μαντούρα (φλογέρα από καλάμι)

μπαντουρόνω, μπαντουρίζω || ψοφώ, πεθαίνω

μπαντούρος || σιδερένιο στεφάνι του ανεμόμυλου

μπαντούσια (τα) [1966] || πασχαλινά ψωμάκια

μπαξεβάνης [1910], μπαξιβάνους, μπαχτσαβάνης, μπαχτσαβάνς < μπαχτσαβάν’ς [1988], μπαχτσεβάνης [1835], μπαχτσιαβάντς, μπαχτσιβάνους, μπαχτσιβάνς, μπαχτσιβαντζής || κηπουρός (λόγιο), περιβολάρης

μπαξεβανικά (τα) [1934], μπαχτσαβανκά (τα) < μπαχτσαβαν’κά [1988] || λαχανικά, περιβολικά

μπαξές [1910], μπαγτσές, μπακζές [1783], μπακτζές [1709], μπακτσές, μπαχτσέ [1860], μπαχτσές [1835], μπαχτσιάς, μπαχτσιές, μπαχτσιές [1996] || κήπος (λόγιο), περιβόλι

μπαξιλίκ || δενδροκαλλιέργεια (λόγιο)

μπαξίσι [1840], μπαξίς [1960], μπαξίς < bαξίσ’ [1972], μπατζίσι [1837], μπαχσίς, μπαχτζήσι [1840], μπαχτζίσι [1790], μπαχτσήσι [1860], μπαχτσίς, μπαχτσίσι [1835] || φιλοδώρημα (λόγιο)

μπάου-κάου || δεν ξέρει τίποτα, άσχετος (λόγιο)

μπαούκου < μπαούκου || βλ. μπαλώνω

μπαουλάδικο [1934], μπαουλάδικον [1910] || το εργαστήρι που φτιάχνει μπαούλα ή το μαγαζί που τα πουλάει

μπαουλάκι [1995] || μικρό μπαούλο

μπαουλάς [1910] || αυτός που φτιάχνει μπαούλα

μπαούλι || ζούδι, ζουζούνι, μαμούνι

μπαουλιάζω, μπαουλιάζω [1931] || βάζω μέσα στο μπαούλο

μπαούλιτσε || περπάτημα ψάχνοντας στα τυφλά

μπαούλο [1894] || αμπάρι, καναβέτα, καρσέλα, κασέλα, μπόουλο, σεντούκι, σεντούτζιν, σεπέτι, σετούκιν, σιντούκ, σιντούκι, σιντούτς, φορτσέρι, φορτσιέρι, φουρτσέρ, φουρτσέρι

μπαουλοντίβανο || και ντιβανομπάουλο, ντιβάνι που από κάτω είναι και μπαούλο

μπάουμα < μπάουμα [1923a] || βλ. μπάλωμα

μπαούς [1709] || βλ. μπαμπόγερος

μπαούτα || βλ. μπαγιάγκας

μπαούτα [1963] || πέπλος (λόγιο)

μπαούτα < bαούτα [1908] || το ακούμπισμα με το δάχτυλο της μύτης κάποιου (προσβολή)

μπαούτσα || άσχημα, άσκημα, άσιμα, άσκεμα, άσκμα, άστζιμα,

μπάπλιακους < bάπλιακους [1972] || και ψαροφαγάς, κάποιο πουλί

μπαπουκλιά [1903] || μπαμπακερή κλωστή

μπάπτσα < bάπτσα [1976] || το όνομα κάποιου αχλαδιού

μπαρ [1934] || ποτάδικο

μπάρα [1790], μπάρα < bάρα [1972] μπάρες (οι) [1931] || μέρος που κρατάει νερό | βάλτος | γούρνα | λάσπη, γλίνα

μπάρα [1876b], μπάρρα [1934], μπαράτς || αμπάρα, απεράτης, ασμπάρα, γκάγκαρο, γκάγκαρος, ζαμπί, ζεμπερέκ, ζεμπερέκι, ζιμπερέκι, ζιμπρέκ, ζουμπερέκι, κάγκαρο, καδινάτσο, καδινάτσος, καντινάτσο, καντινάτσος, καταπίδι, καταράχτης, κατενάτσος, κατινάτσο, κολιανίτσα, κολιάνιτσα, κολιάντζα, κολιάντσα, κολιάτζα, κολντεμίρι, κόλντιμιρ, κόλντουβαρ, κοντεμίρι, κουλιάντζα, κουλιάντσα, μαναβέλα, μαντάλ, μαντάλι, μάνταλο, μάνταλος, μάνταλου, μάνταλους, μπαριέρα, μπεράτης, μπλιτσούνι, μπράβα, παράτ, περάντης, περάντι, περάτης, πετάσι, πιράτ, πιράτι, πιράτς, ρομανίσιν, σαγιαδόρος, σαλιαδούρος, σαλταρέλο, σβέτα, σέρτης, σίδερο, σιρτς,, σουρμές, σούρτα, σούρτης, στάνγκα, συρτάρι, σύρτης, ταλιαδούρος, τρακάζ, τρακάτσι, τσακάλ, τσεμπερέκι, τσιβέτα

μπάρα [1963] || κορδέλα στην κάσα του πεθαμένου

μπάρα [1995] || οριζόντιο σιδερένιο δοκάρι

μπάρα [1996] || το ζεστό νερό της λίμνης

μπαράγκα [1934], μπαράκα [1614], μπαράκ < bαράκι [1892] || παράγκα, καλύβα

μπαράζι, μπαράζ [1998] || φράγμα πυρός (λόγιο) | κατσάδα, μάλωμα

μπαράζντιανη, μπαράζντιανη [1966] || κάποιο χόρτο

μπαράκι [1931] || μπασταρδάκι, μούλικο

μπαρακοπούλι || βλ. μπαράγκα

μπαραλιάζω, μπαραλιάζω [1859] || θερίζω καλαμπόκι

μπάρα-μπάρα || η μουρμούρα | τα πολλά λόγια

μπάρα-μπάρα [1966] || κοντά-κοντά, δίπλα-δίπλα

μπαραμπάρι || το τρέξιμο ανάμεσα σε παιδιά για το ποιο θα βγει πρώτος

μπαραμπάρια, μπαραμπάρια (τα) [1964] || βλ. μπάμπαλα

μπαραμπαρίζω [1910] || κάνω παρέα, πάω μαζί | κουβεντιάζω

μπαραμπαρίζω [1966] || κοροϊδεύω, περιγελώ

μπαραμπάτικος [1992] || λειψός, χαλασμένος

μπαραόντα [1963] || φασαρία

μπαραστάθης [1887a] || το δοκάρι στην κάσα της πόρτας και του παράθυρου

μπαραστίνω || τα βρίσκω (στα λεφτά) με το αφεντικό

μπαράτα || μεσολάβηση (λόγιο)

μπαράτι [1709], μπαράτιον [1614] || γραφτή προσταγή του βασιλιά

μπαράτο [1963] || ανταλλαγή (λόγιο)

μπαρατούρης [1688] || απατεώνας (λόγιο), καλπουζάνος, λοβιτουρατζής

μπαρατουρία [1688] || καλπουζανιά, λοβιτούρα

μπαραττίνα [1963] || μαριονέτα

μπαραφούζα, μπαραχούζα || βλ. μπαλοτόντο

μπαργιάκ || χοντρό κλαδί, πάνω από τη διχάλα του δέντρου

μπαργιαμπάντι, μπαργιαμπάντι [1966] || σπίτι ρημάδι

μπαργούμαν [1998] || καμπαρετζού

μπαρδάκα [1982] || βαρελάκι, βαγενάκι, βαγενάτζι, βαγενίτσα, βαγενόπουλο, βαλερόπον, βαρελάτσι, βαρελίκα, βαρελίτσα, βαρελντάκι, βαρελόπλο, βαρελόπον, βαρελοπούλα, βαρελόπουλο, βαρελούδι, βαρελούιν, βαριλάκ, βαριλούδι, βαριλουπούλα

μπαρδάκι [1709], μπαρντάκι [1876], μπαρδάκ < bαρδάκι [1892], μπαρντάκ < bαρdάκ’ [1972], μπαρτάκι, μπαρδάκα || ποτήρι, κούπα | κανάτι, στάμνα, νεμπότης

μπαρδακίνο [1963], μπαρδακί || ακριβό πανί που έμπαινε σαν ουρανός πάνω από τις εικόνες στις λιτανείες

μπαρδαλάγια, μπαρδαλάγια [1963] || βαρδαλάγια ή στρωμάτσες, ναυτική λέξη: παραβλήματα (λόγιο)

μπαρδαμάσκα [1963] || μπουλούκι θεατρίνων

μπαρδαμάσκος || ξιδιάς (για κρασί)

μπαρδανάρα [1874a] || ξετσίπωτη, πρόστυχη (λόγιο)

μπαρδάνε [1688] || το φυτό Lappa minor, άπα, αρκουδοβότανο, κολλητσίδα, πλατεά, πλατανομαντίλα, πλατανομαντιλίδα

μπαρδάσκα, μπαρδάσα, μπαρντάκι, μπαρτάκινο || αβράμηλο. αβράμλο, αβράμλου, αβράμπουλο, αβρόμιλο, αγράμπουλο, αγράμπουλό, βαρδάσα, βαρδάτσα, βράβιλο, γράβλου, δράβιλο, τζάνερο

μπαρδασκιά || το δέντρο Prunus insititia, αβραμηλιά, αγριοδαμασκηνιά, αγριοκορομηλιά, αγριοπουρνελιά, γροβολιά, κουμπουλιά, μπουρνελιά, πουρνελιά

μπαρδούκα < μπαρδούκα [1923a] || μπάρα, λάκκα με νερά

μπαρέζα, μπαρέζι || μαντήλι για το κεφάλι

μπαρέλα [1860] || βαρέλα, βαγένα, βαγιόνα, βαένα, βαλέρα

μπαρέλι [1860] || βαρέλι, βαγέν, βαγένι, βαγιόν βαγιόνι, βαγκέλ, βαέν, βαένη, βαένι, βαλέρ, βαλέρι, βαλέριν, βαρέλ, βαρέλιν

μπαρελότο [1963] || βλ. μπαλότα (βαρελότι)

μπάρεμου [1887b], μπάρε-μου [1876b], μπάρεμ [1983a], μπάρι [1960], μπάριμ [1962c], μπάριμ < bάριμ [1972] || τουλάχιστον (λόγιο)

μπαρέτα [1934], μπαρέτο [1934] || σκούφος των φραγκοπαπάδων

μπαρζέζ [1963] || βαρέζα, βαρέζι, λεπτό μάλλινο πανί

μπαρής || ειρηνικός (λόγιο), φιλικός (λόγιο)

μπαριάζου || δακρύζω, ακρίζω, βακρίζω. δακζίζουρ, δακλίντζω, δακρίζου, δακρίζουρ, δακρώ, δαμίντζω, ντακρίζω,

μπαριάκ || θύμωμα

μπαριαντάμ-σουράμ || μετά από πολύ καιρό

μπάριασμα || δάκρυσμα, δάκριγμαν, δάκριμα, δακρίομα, δάκρισμαν, δάκρομαν, δάρκομαν

μπαριέρα, μπαριέρα [1963] || βλ. μπάρα (αμπάρα)

μπάριζα || φορτηγίδα (λόγιο)

μπαρίζα [1996] || κάποιο πουλί της λίμνης

μπαρίζου || ψαχουλεύω στο σκοτάδι

μπαρίζω || ζεματάω, ζεματώ, ζεματίζω

μπαριντώ, μπαραντίζου || απαγκιάζω και ξαποσταίνω

μπαρίσι [1982] || συναλλαγή (λόγιο)

μπάρισμα [1966]’ μπαρίς < bαρίσ’ [1976], μπαρούσχια, μπαρούσχια (τα) [1996] || το φίλιωμα, το μόνοιασμα

μπαριστώ [1988], μπαριστίζω || φιλιώνω, μονοιάζω | συνδιαλλάσσομαι (λόγιο)

μπαρίτσα || στέρνα

μπάρκα [1860] || βάρκα

μπαρκάδος || φορτωμένος

μπαρκάζω || πικάρομαι, τσαντίζομαι

μπαρκαμάς || δημοσιότητα (λόγιο)

μπαρκάρισμα [1910] || επιβίβαση (λόγιο), σε καράβι

μπαρκαρόλα [1963] || βαρκαρόλα (τραγούδι)

μπαρκάρω [1910], μπαρκαρίζω [1860] μπαρκέρνω [1998] || ανεβαίνω σε καράβι (για ταξίδι)

μπαρκέττα [1963] || δρομόμετρο (λόγιο)

μπάρκο [1931], μπάρκος || καράβι με τρία κατάρτια | το φορτίο (λόγιο) που έχει ένα πλοίο

μπαρκοκοίλης [1966] || κοιλαράς, βζαράς, βουζαράς, βούζαρς, βούζας, βραγκάλας, γκάζγκας, κιλομπούρης, κούλιαρης, μπαζάκας, μπαζακάης, μπακανάκας, μπακανιάρης, μπάκας, μπατζάκας, μπζούκας, πρίγκιλας, πρίγκολας, πρίγκουλας, πρίντζιλος, πρίντζουλος, πρισκοκίλης, πρίτσολος, προκιλάς, προκίλης, σκεμπιάρης, τζιλάκης, τζιλιάρης φαρδοκίλης, φουσκιάρης

μπαρκομπέστια [1934] || βλ. μπάρκο (καράβι με τρία κατάρτια)

μπαρκρίμπιτ [1926] || το φυτό Teucrium polium, άγριος αμάρανθος, αμάραντο, δεσπινοβοτανιά, δεσπινοχόρτι, ζωχαδιακό καρακαλόχορτο, λαγοτσιμιθιά, λιβανάκι, λιβανόχορτο, λουτρόχορτο, νασλόχορτο, νουσλόχορτο, παναγιόχορτο, πόλιο του βουνού, πολιός, σκορπίδι, σκουρπίδι, σπλινοβότανο, της αγάπης το βοτάνι, της κυράς το χόρτο, της Παναγιάς το μοσκολίβανο

μπαρλακιάζω || παλαβώνω, λωλαίνομαι

μπαρλαφέστας [1874a] || φαφλατάς

μπαρλίβα || ζαλισμένη

μπαρλίβου || νύστα, γλάρα, καλιμάρα, νίσταμα, νισταμάρα, χαλίπα

μπαρμακλίκι || κάγκελο, ινφεριάδα, παρμάκι, παρμακλίδι, παρμακλίκι, περμακλίκι, ρεστέλο

μπάρμαν [1962a] || σερβιτόρος (λόγιο) σε μπαρ

μπάρμπα [1688] || το φυτό Anthyllis barba-jovis

μπάρμπα, μπάρμπους || πιγούνι, κατσάγνου, κατσιαούλ, κατσιαούλι, κατωσάγουνο, πουγούν, τσαγούλι, τσεγνιές,

μπαρμπαγιάνης || βλ. μπανιός,

μπαρμπαδούδι μπαρμπαδούδ, μπαρμπαλούδι, μπαρμπαλούδ || παιδί ντυμένο μεγάλος | κουκλίτσα (ανθρωπάκι)

μπαρμπακάς, μπαρμπακά || αυλή, αυλόγυρος, αδλή, αβλά, άβλα, αβλαγάς, αβλαγή, αβλαγιά, αβλαγιάς, αβλαγός, αβλαγού, αβλαή, αβλαού, αβλέα, αβλιά, αβλόγερος, αβλογίρι, αβλογίρισι, αβλογίρισμα, αβλόγιρο, αβλόγιρους, αβλόερο, αβλόιρας, αβλόιρος, αλοΐρ, αλοΐρισι, αυλόγυρος, αφοδιά, ναβλή, νεβλή, νόμπας, νουβουρός, νουβρό, νουβρός, οβορός, ουβουρός, περιάβλι, περίαβλος, σορτσάδα, χάβλου

μπαρμπαλεύω [1966] || κάνω πλιάτσικο

μπαρμπαλιάς [1934] || το αμόνι του τσαγκάρη

μπαρμπάλιασμα, μπαρμπάλιασμα [1996] || βλ. μπάλαλα

μπαρμπαλιός || βλ. μπάρμπας

μπαρμπαλόνω, μπαρμπαλοδένω || κουκουλώνω το κεφάλι με μαντίλι

μπαρμπάρ || μαζί

μπαρμπαράλευρο < bαρbαράλευρο [1918] || καλαμποκάλευρο, αραποσιτάλευρο

μπαρμπαρέβου || ψάχνω

μπαρμπαρέζικο [1963] || μπαμπαρέζικο φαΐ: νόστιμο αλλά βαρύ

μπαρμπαρέζικος || βερβερίνικος

Μπαρμπαρέζος [1963] || Βαυαρός ή Βαβαρός

μπαρμπαρέλα, μπαρμπαρέλλα < bαρbαρέλλα [1918], μπαρμπαρεά < bαρbαρεά [1918] || ψωμί από αλεύρι καλαμποκιού

μπαρμπαρεμένος || κουρεμένος

μπαρμπαρέσα [1884c] || παλαμάρι

μπαρμπαρέσα [1910], μπαρμπαρέσσα [1934] || αλυσίδα η σκοινί που η μια άκρη του είναι δεμένη στην κουβέρτα του καραβιού

Μπαρμπαριά [1709], Μπαρμπαρία [1688], Μπαρμπαρκά [1891a] || χώρες της Αφρικής που ζουν οι Βερβερίνοι

μπαρμπαριά, μπαρμπαρόνα || βλ. μπαμπατούρα

μπαρμπαρίζω [1884b], μπαρμπαρίζου < bαρbαρίζου [1921], μπαρμπαρίζου [1964], μπαρμπαλίζω [1966], μπαρμπαλνώ [1996], μπαρμπαλάου, μπαρδαλίζω || βλ. μπαλαλάω

μπαρμπαρό < bαρbαρό [1918], μπαρμπαρόσταρο < bαρbαρόσταρο [1918] || το φυτό Zea mays, ααπόσταου, αραποσίκι, αραποσίταρο, αραποσίταρου, αραποσιτέα, αραποσίτι, αραποσιτιά, αραπόσταρο, αραπουσίτ, αραπουσίταρου, αραπουστιά, αστάκι, βλαχόσταρο, γέννημα, καλαμβόκι, καλαμοσίταρο, καλαμπόκ, καλαμπόκι, καλαμπούκ, καλαμπούκι, καμπότζι, κοτός, κουκουνάρα, κουκουναριά, κουκουρούτσι, λαζούδι, λιανοκαλάμποκο, μισίρ, μισίρι, μισιριά, μισίρια, μοροσίτο, μπασιάκ μπασιάκι, ξενικοσίταρο, ραμπουσίτι, ραποσίταρο, ραποσίτι, σιταροπούλα, σίταρος

μπαρμπαρόζα [1918], μπαρμπαρόριζα || το φυτό Pelargonium roseum, αρπαρόριζα, αρμπιρόλα, αρμπανέλα, γκιουλάι, δενδρισάκι, μοσχομολόχα, σμύρνα

μπαρμπαρόκοτα || το πουλί Numida meleagris, κοχράνι, φραγκόκοτα, φαραόνα

μπαρμπαροσυκιά [1926], μπαρμπαροσκιά, μπαρμπαροσκιά [1874a] || το φυτό Opuntia ficus-indica, φραγκοσυκιά, αγριοσυκιά, αραποσικιά, αραποσουκία, αραποσουτσία, κλαψοσικιά, παπουτσοσικιά, παπουτσοσιτζιά, φαραοσικιά, φραγκουσκιά

μπαρμπαρόσυκο || φραγκόσυκο

μπαρμπαρούσα [1964] || άσπρο μπαμπακερό φέσι

μπαρμπαρούσα [1964] || τα μάγια (χορός και τραγούδια) από τους χωριάτες για να βρέξει και να ποτιστούν τα ξεραμένα χωράφια: μπερμπερούνα, μπιρμπιρίτσα, βερβερίτσα, βιρβιρίτσα, περπερίτσα, πιρπιρίτσα, ντουντουλίτσα, ντοντουλίτσα, τουρτουρίτσα, περπερούνα, πιρπιρούνα,

μπαρμπαρούσα [1996] || μαύρο καλπάκι των βοσκών με κόκκινο σταυρό

μπαρμπαρούσικα (τα) [1709] || η γλώσσα της Μπαρμπαριάς

μπαρμπαρούσικος [1709] || της Μπαρμπαριάς

μπαρμπαρούσος [1709] || αυτός που είναι από τη Μπαρμπαριά

μπάρμπας [1635], μπάρμπα [1860], μπάρμας [1876a] || θείος, θειος, θιόκας, λαλάς, λάλας, λάλης, λάλος, λάλους, λούβας, μπάγιους, μπάμας, μπαρμπαλιός, μπάρμπας, μπάσης, μπάτσης, νταής, πάρμπας, ταής

μπαρμπατσαλιά || λαχανόπιτα με αλεύρι καλαμποκιού

μπαρμπατσιόλα || πετσέτα για το φαΐ

μπαρμπατσιόλας || κουρεμένος γουλί, με την ψιλή

μπαρμπέρης [1622], μπαρμπέρις [1614], μπάρμπερος [1688], μπερμπέρης [1835], μπαρμπιέρης, μπαρμπιέρης [1866a], μπαρμπέρς < μπρμπέρ’ς [1964] || κουρέας (λόγιο)

μπαρμπεριάτικα, μπαρμπεριάτικα [1934] || η αμοιβή του μπαρμπέρη

μπαρμπερίδενα [1709] || κουρεύτρα, κομμώτρια (λόγιο)

μπαρμπερίζω [1709], μπαρμπερζώ μπαρμπερεύω [1963] || ξυρίζω ή κουρεύω

μπαρμπερίνος [1966] || αλτζερίνος, κλέφτης

μπαρμπεριό < μπαρμπερειό [1964], μπαρμπεριό [1931], μπαρμπερειό [1635], μπαρμπερείον [1622] μπαρμπερειόν [1709], μπαρμπέρικο [1934] μπαρμπερίο, μπερμπερειό [1878b] μπερμπερειό [1878b], || κουρείο (λόγιο)

μπαρμπέρισμα [1709] || ξύρισμα

μπαρμπερισμένος [1709] || ξυρισμένος

μπαρμπερίτικον [1709] || η αμοιβή του μπαρμπέρη

μπαρμπερίτικος [1709] || του μπαρμπέρη

μπαρμπερομάντιλον [1688] || η μαντίλα του μπαρμπέρη

μπαρμπέτα [1983b], μπαρμπέτες [1962a] || φαβορίτα

μπαρμπετούλες (οι) || αριά και κοντά γένια

μπάρμπολα || βλ. μπαρμπέτα

μπαρμπούλ || το παιδί που κάνει φασαρία

μπαρμπούλα, μπαρμπούλλα [1962c], μπαρμπούλα < bαρbούλα [1976] || και μπουρμπούλα, μαύρο μαντίλι που φοράνε οι γυναίκες στο κεφάλι | το δέσιμο του μαντηλιού στο κεφάλι, έτσι που να μένει έξω μόνο ένα μικρό κομμάτι από τη φάτσα

μπαρμπούλης [1995] || ο αγαπημένος μπάρμπας

μπαρμπουλίζουμι [1962c] || φορώ μαύρο μαντίλι στο κεφάλι

μπαρμπουλόνω [1891c] | μπαρμπουλώνω, μπαρμπουλώνουμι < bαρbουλώνουμι [1976], μπαρμπουλνιούμι, μπαρμπουλάζουμι || κουκουλώνω (πιο πολύ: κουκουλώνω καλά το κεφάλι μου με μπαρμπούλα)

μπαρμπουνάκι [1995] || μικρό μπαρμπούνι

μπαρμπουνάρα [1961] || μεγάλο μπαρμπούνι | παχουλή όμορφη γυναίκα

μπαρμπούνι [1688] || το πουλί Falco tinnunculus, αγεράι, αγερακάντι, αγέρακας, αγεράκι, αγεράτσι, αγιράκι, αγκιεράκι, αέρακας, αεράτσι, αερογάμης, αερογαμί, ανεμογάμης, ανεμοπούλι, αστοχογερακίνα, βάρβακας, βαρβάκι, βαρβακίνα, βραχοκιρκίνεζο, γελάκι, γεράι, γέρακας, γεράκι, γερακίνα, γερακόπουλο, γεράτσι, γίακας, γιάκι, γιαλάκι, γιαράκι, γιράκι, γιράτσι, έρακας, εράκι, καντηνέλι, κιρκινέζι, λούπης, νταμαρογέρακο, ξεφτέρι, περδικογέρακας, περδικογέρακο, περδικολόγος, πετρίτης, πετρογερακάκι, πετρογέρακας, πετρογέρακο, σαΐνι, σπιζιός, τσίφτης, τσιχλογέρακο, φαλκογέρακο, φαλκόνι, φάλκος, φιλαδέλφι, φιλάδελφος, χιλιάδελφος

μπαρμπούνι [1910], μπαρμούνι || τα ψάρια Mullus barbatus και Mullus surmuletus

μπαρμπούνο [1874a] || παχουλή όμορφη γυναίκα

μπαρμπουνοφάσουλο [1995], μπαρμπούνι || φασόλι με κόκκινο χρώμα

μπαρμπούτα || λουκάνικο από γουρούνι

μπαρμπούτα [1614], μπαρμπούτα < bαρbούτα [1908], μπαρβούτα [1688] || κράνος (λόγιο) | μάσκα μελισσά | μουτσούνα αποκριάτικη

μπαρμπουτατζής [1962b] || ζαράκιας

μπαρμπουτέα [1966] || φυτό του γένους Rosa, αγκριγιοροδαρά, αγριομοσκετιά, αγριομοσκιά, αγριοροδαριά, αγριοροδιά, αγριόροδο, αγριοτρανταφιλιά, αγριοτριανταφιλιά, αγριουτρανταφλιλιά αγροροδαριά, αρκοτανταφιλιά, βάτος, γκογκανιά, γκουγκανιά, μαμουκαλιά μοσκιά, μοσκομοσκιά, μοσχιά, μοσχομοσκιά, μουσκιά, μπαγξάνα, ροδανιά, ροδαρέ, ροδαριά, ροδερά, σκιλόροδο, τριανταφιλέα, τριανταφλιά, τριανταφυλλιά, τσιντζιφιά, τσουμπάλι

μπαρμπούτι [1961] || κυβοπαιξία (λόγιο), τα ζάρια

μπαρμπουτιέρα, μπαρμπουτιέρα [1962b] || το σπίτι που παίζουν μπαρμπούτι

μπαρμπούτου || βλ. μπαλμπάλω

μπαρμπούτσαλα || κουταμάρες, σαχλαμάρες

μπαρμπούτσι || στέκι με κακό όνομα

μπαρντακουβούλουμα || πορδοβούλομα, μικρούτσικο

μπαρντακούδα < bαρdακούδα [1972], μπαρντακούδ || σταμνάκι

μπαρντόλιας || αχαΐρευτος, αχαγίριφτους, αχαέρεφτος, αχαΐριφτους, αχαΐροτος

μπαρντόν [1998], μπαρδόν || παρντόν, παρδόν, με το συμπάθιο

μπαρόκ [1983a], μπαρόκο [1934] || ευρωπαϊκή τεχνοτροπία (λόγιο)

μπαροκέττο [1857] || κάποιο πανί του καραβιού

μπαρόκος || η βάση του λυχνοστάτη (λόγιο)

μπαρόλα [1840] || παρόλα, κουβέντα, λαλιά

μπαρολές [1963] || τρόπος πλεξίματος για κάλτσες

μπαρονέτ || άνθρωπος του βαρόνου

μπαρονιά || καλή συντροφιά

μπαρονιά, μπαρονιά [1963] || πονηριά, κατεργαριά

μπαρονιές (οι), μπαρουνιά [1964] || τα ψεύτικα λόγια

μπαρόνος [1790], μπαρώνες [1709], μπαρώνης [1709], μπαρούνος || βαρόνος

μπαρόνος [1963] || πονηρός, κατεργάρης

μπαρόντσολο [1983b] || ταμπάρο, μπέρτα

μπάρος [1966] || αμμούδα στον πάτο της θάλασσας ανάμεσα σε ξέρα ή φυκάδα (είναι καλό μέρος για ψάρεμα)

μπάρος [1874a] || τρύπα στον πάτο της θάλασσας

μπαρότα || κομμάτι στο αλετροπόδι

μπαροτή || αμπαρωμένη πόρτα

μπαρούδα, μπαρούντα < bαρούdα [1972], μπαρούλα || λακκούβα με νερό, γούρνα, λιμνούλα

μπαρουλίθρα || φουσκάλα στο δέρμα

μπαρούμα [1884c] || παλαμάρι

μπαρουνιά || η μεγάλη γαιοκτησία (λόγιο)

μπαρουνία [1614] [1688], μπαρωνία [1709] || βαρονία

μπαρούνος [1915] || κακός άνθρωπος

μπαρουξής [1931] || αυτός που φτιάχνει μπαρούτι

μπαρούς [1614] || βαρόνος

μπαρούτα [1982] || κούκλα

μπαρουτάδικο [1962a] || πυριτιδοποιείο (λόγιο)

μπαρουταποθήκη [1998] || πυριτιδαποθήκη (λόγιο)

μπαρούτι [1783], μπαρούτη [1934], μπαρούτ || πυρίτιδα (λόγιο)

μπαρουτιάζω, μπαρουτιάζω [1961] || θυμώνω

μπαρουτίλα [1931] || η μυρωδιά του μπαρουτιού

μπαρουτλής || παλιά μπιστόλα

μπαρουτόβολα (τα) [1910] || πολεμοφόδια (λόγιο)

μπαρουτοκαπνισμένος [1995] || αυτός που έχει πολεμήσει πολλές φορές

μπαρουτοκούρνιαχτο, μπαρουτοκούρνιαχτο [1982] || ζημιά

μπαρουτολάσπη [1934] || η βρομιά από μπαρούτη μέσα στο ντουφέκι

μπαρουτολόγος || κουτί για το μπαρούτι

μπαρουτόσκαγα (τα) [1910] || μπαρουτόβολα, σκαγιομπάρουτα

μπαρούτσα [1966] || μάλλινη μπέρτα

μπαρουτχανές [1931], μπαρουτχανάς [1960] || πυριτιδοποιείο (λόγιο)

μπαρούφα [1934] || μπούρδα, παπαρδέλα, μπαλάφα | καβγάς, τσακωμός

μπαρουφάντες || καυγατζής

μπαρούφας || αυτός που λέει μπαρούφες, μπούρδες

μπαρούχαβος [1966] || κιτρινιάρης, χλωμός (λόγιο)

μπαρούχια, μπαρούχια (τα) [1966] || κραμβολάχανα, κραμπολάχανα, καρμπολάχανα

μπαρπαρίζου [1903] || είμαι ίσια ή το ίδιο με κάποιον άλλο

μπαρπούλι [1891c] || πέπλο (λόγιο) της νύφης

μπαρσάκ || άντερο, άνταρο, άντερε, άντερον, άντιου, άντιρου, άντιρουν, γέντερο, έντερο, έντερο, ιντέρ, τάνταρο, τζιερ

μπαρτακαλέδια, μπαρτακαλέδια (τα) [1996] || παλιατζούρες | μικροπράματα

μπαρταορίζω [1891e] || υπερασπίζω (λόγιο)

μπαρτελάδος || παλαβός, ζουρλός

μπάρτζα [1966], μπάρτσα || γκρίζα ή μαύρη κατσίκα με κόκκινη μούρη

μπαρτζάκη [1963] || όνομα γίδας

μπαρτζάνα || φραμπαλάς, βολάν

μπάρτζιο [1964], μπάρτζου < bάρτζου || μαύρο κατσίκι με κόκκινη μούρη | κοκκινωπό γίδι

μπαρτζνάδ, μπαρτζνάρ, μπαρτζάκ || καλαμπόκι που δεν έκανε καρπό

μπαρτζνιά || κάποιο αγριόχορτο

μπαρτζολετάρω [1840] || χωρατεύω, αστειεύομαι (λόγιο)

μπαρτζουκάνουτους || ζώο με σταχτί σώμα και καφέ μούρη

μπάρτζους || μαύρο ζώο με κόκκινα μάγουλα

μπαρτίδα || παρτίδα

μπαρτούλα [1688] || τρίφυλλο

μπαρτσά || κομμάτι ψωμί

μπαρτσάκλι || χερούλι

μπαρτσαμάρισμα [1963] || βλ. μπαλσάμωμα

μπαρτσαμάρω [1963] || βαλσαμώνω

μπαρτσάμικος [1963] || βαλσάμικος, νόστιμος

μπάρτσαμο [1963], μπάρσαμο [1963] || το φυτό Tanacetum balsamita

μπαρτσαμόλαδο [1963] || λάδι από βάλσαμο

μπαρτσάνα [1963] || κράσπεδο (λόγιο) | στρίφωμα σε φόρεμα

μπαρτσαχείλας, μπατζαχείλας, μπασαχείλας || αυτός που έχει μεγάλα και πεταχτά χείλια

μπαρτσινέβελος || αφεντικός, αφεδκός, αφεντικό, αφέντικος, αφετκός, αφιγκός, αφιντικός, αφιντκός, φεντικός

μπαρτσολέτα [1931], μπαρζολέτα [1963], μπαρτζολέταις (οι) [1840], μπαρτσελέτα || χωρατό, αστείο (λόγιο)

μπαρτσόλι || το χέρι της πολυθρόνας

μπαρτσουλάρω || παλαβώνω

μπαρχάλα || δικράνι

μπαρχομό || σούρτα-φέρτα

μπαρώνας [1884b] || πονηρός

μπαρώνω [1878b], μπαρατώνω || αμπαρώνω, αμπαρόνου, αμπαρούκου, ασμπαρόνου, μανταλώνω, μανταλόνου

μπας [1876a], μπας-και [1874b] || μήπως

μπασά || φύσημα αέρα

μπάσα-βάσα || τα κουτσομπολιά

μπασαβιόλα, μπασαβιόλα [1931] || πασαβιόλα, κοντραμπάσο

μπασαδούρι || αμπασαδούρι, μικρός ξύλινος σύρτης για πόρτα ή παράθυρο

μπασάκι [1960], μπασάκ, μπασιάκ || το στάχυ που μένει στο χωράφι μετά το θερισμό | το σταφύλι που μένει στο αμπέλι μετά τον τρύγο (λέγεται και καμπανάρι) | οι ελιές που απομένουν στα δέντρα μετά το μάζεμα του καρπού

μπασάκι [1982] || ντιβάνι

μπασάλ [1688] || το κρεμμύδι

μπασαλής || κάποιο μαχαίρι

μπασαλιά || πασαλιά, μαχαιριά

μπασαλιάζω || γαμώ, αμώ, γαμίζω γαμού, μω,

μπασαλιάζω || μαχαιρώνω

μπασαμάκ || μονοπάτι

μπασαμάκι [1960], μπασαμάκ < μπασαμάκ’ [1960] || σκαλί, σκαλοπάτι

μπασαμάκια || μισές δουλειές

μπασαμπάσκο || μόρτικο, μάγκικο

μπασανάχια, μπασανάχια (τα) || τα ποδαριακά του αργαλειού

μπασαράτα || βλ. μπαγιαντέρα

μπασαριάζου, μπασαριάζου [1988] || λαπαδιάζω

μπασαρντάου < bασαρdάου [1978] || απαντώ κάποιον

μπασαρντίζω, μπασαρντώ, μπασαλντίζω, μπασαρντίζου || πετυχαίνω κάτι, τα καταφέρνω

μπασάς [1709], μπασίας [1614], μπασσάς [1790], μπασιάς, μπασιάς [1790] || πασάς

μπασάς [1964] || ψευτο-άρχοντας, το έλεγαν για να κοροϊδέψουν κάποιον με χωριάτικους τρόπους

μπασάς, μπασιάς, μπασάκος, μπασιάκος, μπασιάκους || ο άντρας της αδερφής, γαμπρός

μπασάτια (τα) || πράματα της κουζίνας

μπασγούνι || καρβέλι ψωμιού

μπασγουσάι, μπασκουσαγούδ || αγκράφα σε ζωνάρι

μπάση [1983a] || η μπασιά

μπάσης [1876a], μπας < μπας’ [1960] || η κεφαλή, ο πρώτος, η αρχή

μπάσθιες, μπάσθιαις [1876b] || στεναχώριες

μπάσι [1837] || κόστος ανταλλαγής χρημάτων, επικαταλλαγή (λόγιο)

μπάσι [1982] || καναπές | ντιβάνι | κρεβάτι

μπάσια (τα) [1891c] || καθίσματα, που είναι ολόγυρα στα δωμάτια ή σε κάποιες πλευρές

μπασιά [1934], μπασιά [1910], μπασία [1963], μπασά [1988] || εμπασιά, είσοδος (λόγιο)

μπασιά, μπασία || μουσαφίρηδες που έρχονται ξαφνικά

μπασιά, μπασιά [1884c] || μπούκα, το στόμα του λιμανιού

μπασιά, μπασιά [1931], μπασά [1983b] || πλημμυρίδα (λόγιο), φουσκονεριά

μπασιάδια (τα) || κακοφτιαγμένες ζωγραφιές

μπασιάκι, μπασιάκ || καλαμπόκι, βλ. μπαρμπαρό

μπασιαράτος [1884b] || αυτός που κάνει μια δουλειά καλά και γρήγορα

μπασιαρτίζω [1884b], μπασιαρτάω [1884b], μπασιαρντώ, μπασιαρντίζου || κάνω μια δουλειά σωστά και γρήγορα | τα καταφέρνω σε κάτι

μπασιάρτσμα, μπασιάρτζμα || επιτυχία (λόγιο)

μπασιάς || άρχοντας, αφέντης

μπασίδι [1964] || μπάσιμο, είσοδος (λόγιο)

μπάσιης [1996] || χαμηλό ντιβάνι που ήταν κοντά στο τζάκι

μπάσικη || πολύ καλή

μπασικλέφτης || πρωτοκλέφτης, αρχιληστής (λόγιο)

μπασιμέντον [1837] || κάποιο καράβι

μπάσιμο [1884c] || το μπάσιμο (εσοχή) της μπάντας του καραβιού

μπάσιμο [1931], μπάσιμον [1910] || είσοδος (λόγιο)

μπασιμπουζούκικος [1931] || τραμπούκικος, τσαμπουκαλίδικος

μπασιμπουζούκος [1931], μπασιμπουζούκης [1983a], μπας-μποζούκ [1910], μπασιβοζούκος [1910], μπασμπουζούκος || βασιβουζούκος, αρματολός του οθωμανικού στρατού, άτακτος (λόγιο)

μπασιούρου || γουρούνα, βουρούνα, γκρούνα, γρούνα, λούγκρα, λούτα, μουχτερή, μπούζα, μπουζάκα, μπουζίτσα, μρούνα, ουρούνα, σκρόφα, τσιόφα, τσιόχα

μπασιούρς || βρομιάρης, βόομκους, βρομέας, βρομιάρικος, βρόμικος, βρόμκους, βρομνιάρης, βρόμνικος, βρουμιάρκους, βρουμιάρς

μπασίρης [1982] || άξιος, άξε, άξιγιος, άξιε, αξιός, άξιος, άξιους, άξιους, άξος, άξους,

μπασίστας [1995] || αυτός που παίζει μπάσο μουσική

μπασκά || άλλος, άβου, άλε, άλερ, άλες άλο, άλου, άλους, άλτος, άος, άου, άουος, άγου

μπάσκα [1983b] || κομμάτι στη μέση φούστας, μπλούζας ή παντελονιού, σα φαρδύ βολάν

μπασκανία || αβάσκαμα, αβασκαμός, αβοσκαμός, αβασκοσίνη, αποσκαμός, βασκάνισμα, βάσκαμα, βασκαμός, βασκουσίν, βασκοσίνη, ματ, μάτι, μάτιασμα

μπάσκετ [1983a], μπάσκετ-μπολ [1995] || καλαθοσφαίριση (λόγιο)

μπασκέτα [1998] || το καλάθι του μπάσκετ

μπασκετμπολίστας [1995] || καλαθοσφαιριστής (λόγιο)

μπασκί || η πρέσα στο λιοτρίβι

μπασκί || ξύλο με σιδερένια μύτη, για να κάνεις τρύπες στο χώμα και να φυτεύεις τον καπνό

μπασκί [1982] || δέμα με καπνόφυλλα

μπασκιάζω, μπασκιάζω [1982] || φτιάχνω τα καπνόφυλλα θημωνιά

μπάσκιασμα, μπάσκιασμα [1982] || το σώριασμα των καπνόφυλλων

μπασκίνας [1998] μπασκίνα [1962b] || μπάτσος, αστυφύλακας (λόγιο), χωροφύλακας (λόγιο)

μπασκλάς [1998], μπασκλασαρία [1998], μπασκλάσα [1962b] || κατώτερος κοινωνικά (λόγιο)

μπασκού || μπαστούνι

μπασλαμάς, μπασλαμα || κάποια πίτα με φύλλο ζυμαριού

μπασλίκι [1931], μπασλήκι [1835], μπασλίκ || κεφαλαριά, καπιστράνα

μπάσμαν [1891a] || μυγόχεσμα

μπασμάς [1934], μπασουμάς [1960] || κάποιο μπαμπακερό ρούχο, το τσίτι | κάποιος καπνός τσιγάρου

μπασμάς [1982], μπασμάδες (οι) [1966] || ξερά πατικωμένα σύκα

μπασματζής [1960] || αυτός που πουλάει μπασμάδες (πανιά)

μπασματζίδικο [1960] || το μαγαζί του μπασματζή

μπασμένος [1931], μπαγμένους || σκεβρωμένος

μπασμός [1891e] || η μαλάγρα που ρίχνει ο ψαράς στη θάλασσα για να μαζευτούν τα ψάρια

μπάσνα < bάσινα [1892], μπάσινα [1894], μπάσνα < bάσνα [1976] || βλ. μπάστινα

μπάσνα < bάσνα [1978] || καλό και μεγάλο χωράφι από κληρονομιά

μπασνάδα, μπασνάρα || κομμάτι του χωραφιού που ο σπόρος δε φύτρωσε

μπάσο [1866a] || κοντραμπάσο | χαμηλός ήχος

μπασογάμπια [1934] || ναυτ. κάτω δόλων (λόγιο)

μπας-οντάς [1996] || το καλό δωμάτιο

μπάσος [1931], μπάσσος [1961] || βαθύφωνος (λόγιο)

μπάσος < μπάσος [1966] || βλ. μπάρμπας

μπάσος < μπάσος [1966] || σεβαστός άρχοντας

μπασούρα || κομμάτι στο μαλλί με άλλο χρώμα τρίχες

μπασούρα [1963] || το παραπανίσιο πανί, που κάνει για φάρδεμα του ρούχου

μπασούρι < μπασούρι [1923a] || βόδι με άσπρη βούλα στο κούτελο

μπασούρς, μπασούρα, μπασούρ || ζώο με μπασούρες στο μαλλί

μπασουρτή || κομμάτι κρέας που κάνει για λουκάνικα, από την κοιλιά του γουρουνιού

μπασπαρμάκ || το μεγάλο δάχτυλο, ο αντίχειρας (λόγιο)

μπας-ρεΐζης [1934] || ναύαρχος (λόγιο)

μπάσσιος [1884b], μπάσιος [1964], μπάσους < μπάσους [1964] || ο σεβαστός γέρος

μπάστα [1918] || ως εκεί, φτάνει, αρκετά

μπάστα [1931] || πιέτα ρούχου

μπάστακας || πέτρα-σημάδι σε παιδικά παιχνίδια | ακούνητος άθρωπος (που εμποδίζει)

μπαστακουνάδος || όρθιος

μπαστακούνι, μπατικούνι || ορθοστασία (λόγιο)

μπαστανάκλα [1894], μπαστανάγλα, μπαστουνάκλα [1963], μπατσινάκα || το φυτό Daucus carota, άγρια δαφκιά, ατσίγγανος, γρεμπελίνα, δαφκί, καρότο, κοκινόγλο, κοκινόριζο, παστανάκλα, σταφιλινίκος, σταφίλινος σταφιλίνος, σταφιλιόνι, χαβούτσι

μπαστάν-μπασά || πολύ καλά

μπαστάρδα [1709] || μούλα | καράβι που μοιάζει με γαλέρα

μπασταρδάκι [1709] || παιδί μπάσταρδο, μπασταρδέλι, μπαστάρδι, μπασταρδόπουλο, μπαστί, μπαστόπιασμα

μπασταρδέλι || βλ. μπασταρδάκι

μπασταρδεμένος [1659], μπασταρδευμένος [1790] || νοθογενής (λόγιο), νοθευμένος (λόγιο)

μπασταρδεύω [1635], μπασταρδιάζω, μπασταρδιάζω [1709] μπασταρδέβω [1931] || νοθεύω (λόγιο)

μπαστάρδι [1887b] || βλ. μπασταρδάκι

μπασταρδιά (τα) [1910] || ναυτ. παραριπίδια (λόγιο)

μπασταρδιά, μπαστάρδεμα [1709], μπαστάρδευμα [1790], μπαστάρδιμα || νόθευση (λόγιο), ανακάτεμα

μπαστάρδικο [1966] || αυτό που μένει περίσσεμα

μπαστάρδικος [1709] || μούλικος, μουλόσπαρμα

μπαστάρδοι (οι) [1888a] || ξύλα του μαγγανοπήγαδου

μπασταρδόπουλο, μπασταρδόπουλον [1709] || βλ. μπασταρδάκι

μπάσταρδος [1614], μπαστάρος [1783], μπάσταρδους < bάσταρδους [1914], μπαστάρδος || νόθος (λόγιο), μούλος

μπασταρδοσύνη [1659] || νοθογένεια (λόγιο), νοθεία (λόγιο)

μπασταρδού [1887b] || αυτή που γεννάει παιδί δίχως να έχει παντρευτεί (ή που δεν είναι του άντρα της)

μπαστέκα [1884c] || ναυτ. έντροχον (λόγιο)

μπαστελάμενος || δυνατός

μπάστι [1966] || στοίχημα

μπαστί < μπαστί [1964], μπαστί < bαστί [1978] || βλ. μπασταρδάκι

μπαστίζω [1931] || καστίζω (δουλειά του ράφτη)

μπαστίζω [1966] || πατώ, ζουπώ | εισβάλλω (λόγιο)

μπαστιμέντο [1790] || κάποιο καράβι

μπάστινα [1934], μπάστινα < bάσ’τινα [1921], μπάσταινα [1909], μπάστινα < μπάστινα [1964], μπαστίνα || τόση γη, όση μπορεί να οργώσει ένα ζευγάρι βόδια (μαζί με την καλύβα, το στάβλο, τον αχυρώνα) | η κληρονομιά αυτή της γης

μπάστιο || κρύωμα, πούντιασμα

μπαστιόνι || οχυρό (λόγιο)

μπαστιρντίζω [1960] || αφήνω να μπει μέσα

μπαστόκα || μεγάλο ψέμα

μπαστόπιασμα < μπαστόπιασμα [1966] || βλ. μπασταρδάκι

μπάστος || ντουλάπι μέσα στον τοίχο

μπάστος, μπάστο [1894] || μπάσταρδος

μπαστούνα [1934] || μεγάλο μπαστούνι

μπαστουνάδα || οχύρωση (λόγιο)

μπαστουνάρα [1961] || μεγάλο μπαστούνι

μπαστούνι [1790], μπαστούν || ραβδί, μαγκούρα

μπαστούνι [1884c] || ναυτ. δοράτιον (λόγιο)

μπαστούνι, μπαστούν || σωρός από άχυρα

μπαστουνιά [1910], μπαστουνιά [1931] || χτύπημα με μπαστούνι, ραβδιά

μπαστούνια, μπαστούνια (τα) [1709] || τα χαρτιά της τράπουλας

μπαστουνίζω [1931] || ραβδίζω, βεργίζω

μπαστουνόβλαχος [1961] || αγροίκος (λόγιο), χοντράνθρωπος

μπαστούρα, μπαστρά || λιμπούτζα, μπουζιακλιαστίρι, σιγκέρισμα (το σκοινί που δένουν το ένα μπροστά και το άλλο πίσω πόδι του ζώου για να μη φεύγει μακριά από κει που βόσκει)

μπαστούρι || σπάγγος, κορδόνι

μπαστούρομα || το δέσιμο της μπαστούρας

μπαστουρόνω || βάζω στο ζώο μπαστούρα στα πόδια

μπάστρα [1931], μπάστρα < bάστρα [1972] μπαστράς [1931], μπαστράς < bαστράς [1976] || περονόσπορος

μπαστραβγιάζου < bαστραβγάζου [1976], μπαστρώνουμι || για φυτό που αρρωσταίνει από μπάστρα (περονόσπορο)

μπάστρι < μπάστρι [1923a] || μπλάστρι

μπαστρόνω || δένω τη μπαστούρα στο γάιδαρο

μπας-τσαούσης || επιλοχίας (λόγιο)

μπάτ || γρήγορα, γλήγορα, αγλιούγουρα, αγλίγορα, αγλίγουρα, αγλίγουρας, αγλίορα, αγλίουρα, αγλίκουρα, αγλιούγρα, αγλούγουρα, αγρίγορα, αγρίγουρα, αγουργά, αλίγορα, αλίορα, αλίγορας, αλιούγρα, βοργά, βουργά, γκλίγκορα, γλίβορα, γλίβορι, γλίγουρα, γλίγορι, γλίγορις, γλίορα, γλιόρα, γλίορες, γλίορι, γλιόρι, γλίορις, γλίουρα, γλιούρα, γρίγορι, γρίγορις, γρίορα, γοργά, γοργό, γουργό, γουργού, εγλίγορα, εγλίορα, εγρίγορα, εγλίγορτα, εγλίορι, εγλίορις, εγρίορι, ελίγορα, λίγορα, λιγόρα, λίγουρα, λίορα, λίορες, λόρις, ογλίγορα, ογλίγορις, ογλίορα, ογλίορις, ογρίγορα, ογρίγορις, ολίγορα, ουγλίγορα, ουγλίουρα

μπάτα || αδερφή, αδαρφή, αδελφή, αδέρφη, αδεφή, αδιρφή, αδριφή, αελφή, αερφή, αντελφή, αντερφή, αρφή, δελφή, δερφή

μπάτα || βουρκονέρια

μπάτα || κομμάτι μέσα στο χωράφι που δε φύτρωσε ο σπόρος

μπάτα || παγίδα για πουλιά

μπάτα || φράχτης με κλαδιά (για τα ζώα)

μπατάγια || για λίγο

μπατάγια, μπατάγια [1961], μπατάγιο || μάχη, χτύπημα

μπαταγιάρω, μπαταγέρνω || κάνω φασαρία

μπαταγιόλο, μπαταγιόλο [1963] || ναυτ. ερκάνη (λόγιο)

μπαταδούρος [1874d] || μεγάλο ραβδί που στην άκρη ο κυνηγός έδενε ένα σπουργίτι για δόλωμα και το έβαζε κάτω από δίχτυ, για να μαζευτούν κι άλλα πουλιά και να τα πιάσει

μπαταδούρος [1931], μπατιδούρος, μπατιδούρο || ρόπτρο (λόγιο), σιδερένιο χτυπητήρι εξώπορτας

μπατάκ < μπατάκ’ [1988] || χρεοκοπημένος (λόγιο), μουφλούγς

μπατάκ < bατάκ’ [1976], μπαντάκ || απατεώνας (λόγιο), καλπουζάνος, λοβιτουρατζής

μπατάκα [1992] || το φυτό Solanum tuberosum, πατάτα

μπατάκι [1934], μπατάκ < μπατάκ’ [1962c], μπατόκ < bατόκ’ [1976], μπαντάκι, μπαντάκ || βούρκος, βόρκα, βόρκος, βούλικος, βούλκο, βούλκος, βούλουκο, βούρκα, βούρκο, βούρκο, βούρκον, βουρκός, βούρκους, βρούκα, βρούκο, φουρκό

μπατάκομα, μπαντάκουμα [1962c], μπαντάκουμα < bαdάκουμα [1976] || βούλιαγμα, βούλιαμα, βούλιασμα, σβούλιασμα

μπατακοτός, μπαντακουτός || βαθουλωτός, βαθλός, βαθλουτός, βαθουλοπός, βαθουλός, βαθουλπός

μπατακώνω [1960], μπαντακώνου [1962c], μπαντακώνου < bαdακώνου [1976], μπατκόνου || βαλτώνω, βαλτόνου | βουλιάζω

μπατάλ || χωράφι άσπαρτο, αφημένο

μπατάλα [1966] || η απούλητη πραμάτεια | η γεροντοκόρη

μπατάλα [1995], μπαντόλου < μπαντόλου [1976] || χοντρή κι ατσούμπαλη

μπαταλαμάς [1961] || παλιόπραμα, παλιατζούρα

μπαταλαρία [1962c] || παλιατζούρα, σαβούρα

μπαταλεύω [1910], μπαταλιέρνω, μπαταλιαίρνω [1960], μπαταλέβω [1931], μπαταλιάζω [1931] μπαταλιάρω, μπαταλιάρω [1960], μπαταλιάζου < μπαταλ’άζου [1962c], μπαταλιάζου < bαταλάζου [1978], || αχρηστεύω (λόγιο)

μπατάλης [1962a], μπάταλος [1960] μπαταλαμάς, μπάταλους || άχρηστος, άχριστους | άχαρος, άιχαρο, ανάχαρους άχαρε, άχαρο, άχιαρο, άχαρους

μπατάλι || κάποια αρρώστια

μπατάλι || κουδούνι για γίδια

μπαταλία [1688], μπατάγια [1876a] || μάχη

μπαταλιά, μπαταλιά [1931] || χοντροκοπιά

μπαταλιάρκου || το χαζό παιδί

μπαταλιάρω || βλ. μπαλαλάω

μπατάλιασμα, μπατάλιασμα [1931] || χοντροκοπιά

μπαταλιασμένος || κακομοίρης

μπαταλίκ < μπαταλίκ’ [1962c], μπαταλίκ < bαταλίκ’ [1978], μπαταλούκι [1996] || χωράφι άσπαρτο, αφημένο

μπαταλματζής [1835] || κληρονόμος (λόγιο)

μπάταλος, μπαταλιακός, μπατάλικος [1910], μπατάλκος, μπατάλκους < bατάλ’κους [1976], μπατάλκους < μπατάλ’κους [1962c], μπάταλους, μπατάλς || δυσκίνητος (λόγιο), ατσούμπαλος | άκομψος (λόγιο) | άχρηστος

μπαταμάς || χοντράνθρωπος

μπατάνι, μπατάν [1962c], μπατάν < bατάνι [1892] || νεροτριβή, δριστέλα, μαντάν, μαντάνι, νεροτριβιά, νεροτριβιό, νεροτρουβάδα, νεροτρουβή, νιροτριβή, νιρουτριβή, νιρουτρουβιά, ντρίστα, ντριστέλα, τρίστα, τριστέλα

μπατανία [1931], μπαντανία [1982], μπανταμία || πατανία, μαντανία, χοντρή μάλλινη υφαντή κουβέρτα της νεροτριβής

μπατανίζου || χτυπώ πανιά στο μπατάνι, στη νεροτριβή

μπατανόβουρτσα [1998] || βούρτσα για ασβέστωμα

μπαταντζής || αυτός που έχει το μπατάνι (τη νεροτριβή)

μπαταξής [1931], μπαταχτσής [1934], μπανταχτσής < bαdαχτσής [1976], μπατακτσής [1960], μπατακτζής [1910], μπατάκας [1960], μπατάκα [1960] μπανταξής [1966], μπαντάκας [1966], μπαντακτσής, μπατάκ || κακοπληρωτής (λόγιο)

μπαταξιλίκι, μπαταξηλίκι [1934], μπαταχτσηλίκι [1934], μπατακτζηλίκι [1910], μπατακτσιλίκι [1960], μπατακτσιλίκ < μπατακτσ’ιλικ’ [1962c], μπαταχτσιλίκ < μπαταχτσ’ιλικ’ [1962c], μπανταχτσιλίκ < bαdαχτσιλίκ’ [1976] || κακοπληρωμή (λόγιο), φέσι

μπαταράς || παγούρι

μπαταρέλα [1963] || γιούχα, αγιούχα, γιαχό, γιου, γιούσα, γιουχάισμα, γιουχαϊστό, γιουχαϊτό, γιουχάρισμα, γιουχάς, χούγια

μπατάρι [1709] || ντουλάπι, φωριαμός | αρμάρι τοίχου | ντουλάπι χωνεφτό

μπαταριά [1860], μπαταριά [1931], μπαταρία [1866a] || ομοβροντία (λόγιο)

μπαταρία [1934] || ηλεκτρική στήλη (λόγιο)

μπατάρισμα [1709], μπαταρισά [1983b] || αναποδογύρισμα, κραχ

μπαταρισμένος [1709] || αναποδογυρισμένος | αυτός που γέρνει μονόπατα

μπαταρόλος || άστατος, άστατους

μπατάρω [1709], μπαταίρνω [1876b], μπατάρου, μπατέρνου [1988], μπατέρνω [1894] μπαττάρω [1910] || βουλιάζω, αναποδογυρίζω, γέρνω μονόπατα

μπατάρω < bατάρω [1918], μπατέρνω || προσέχω, λογαριάζω, υπολογίζω (λόγιο)

μπατάτα || το φυτό Batata edulis, γλυκοπατάτα, γλικουπατάτα, γλικοπατάκα, πατατόνα

μπατατέλο [1963] || βάρκα καραβιού

μπατατούκα [1963], μπατατούκος || πατατούκα, χοντρό και κοντό αντρικό παλτό

μπατέλο || μεγάλη βάρκα

μπατέρα, μπατιέρα || σκαλωσιά

μπατέρω [1963] || χτυπώ με το κουπί στη μέση τα δίχτυα που ανεβαίνουν, για να μη φύγουν τα ψάρια

μπατζαβλός < μπαdζαβλός [1964] || κεκές, τραυλός

μπατζάδες (οι) [1931] || χώματα που κρατάνε νερό

μπατζάκι [1961], μπατζάκια, μπατζάκια [1931], μπατζάκ, μπατζιάκ || κάθε μια από τις δυο άκρες του παντελονιού ή του βρακιού | ποδάρι, αρίδα

μπατζακλίκι [1960] || το ρεβέρ του παντελονιού

μπατζανάκης [1931], μπατσανάκης [1910], μπατζανάκηδες [1931], μπατζανάξ < μπατζ’ανάξ [1962c], μπατζιανάξ, μπατζανάξ || σύγαμπρος

μπατζανάκισσα [1961], μπατζανάκαιναι [1961] || συνυφάδα

μπατζανέμι [1962b] || απάγκιασμα, απανεμιά, απαλεμιά, απάλεμο, παλεμιά

μπατζαξής < μπατζακ-σιζ’ς [1960] || κοντοπόδαρος | μικρομέγαλος

μπατζάρ [1988] || πειράζει

μπατζαριό, μπατζαργιό < μπατζαργειό [1964], μπατζαρειό < μπατζαρειό [1966], μπατζαργιό < bατζαργο [1976], μπαρτζαριό, μπατσαριό || μέρος της στρούγκας, όπου φτιάχνουν το τυρί και το βούτυρο, τυροκομείο (λόγιο)

μπατζαρόνω || σουφρώνω τα χείλια

μπατζαρόπιτα, μπατζαρόπτα || πίτα με μπάτζο, τσουκνίδες και κοπανισμένα καρύδια

μπατζάς [1960], μπατζάς < bατζάς [1976] μπατζιάς < bατζιάς [1972], μπατζιάς [1996], μπατζά, μπατζιά || καμινάδα, φουγάρο, τσιμινιέρα | το κομμάτι της καμινάδας που βγαίνει από τη σκεπή | o φεγγίτης

μπατζέλι, μπατζελάκ || κουτάβι, σκυλάκι, κιτίκα, κουλούκι, κουλούτζιν, κουνάζι, κουναράτσι, κουνάρζι, κουνάρι, κουούκι, κουτάβ, κουτάβα, κουτβέλ, κουτσάβ, κουτσαβέλι, κουτσέλι, κουτσέλι, κταβ, κταβέλ, κταβέλι, κτάβι, σκλαράκ, στσλαρέλ, φνελ, χτάβι

μπατζιλίκ < bατζιλίκ’ [1976] || η δουλειά του μπάτζιου

μπατζίνα || σκατά (τα), αθρωπέα, γκουσιέρα (τα) κακά (τα), κάκα (τα), κουράδα, κούσπα, κούτσουλος, μαγάρα, μαγαρισιά, μαγαρσιά, μούτι, σταλίκια | από κόψιμο, νερουλά: τσαρτσάλια, τσαρτσαλίδες, τσέρλα, τσερλιό, τσέρλο, τσίρλα, τσιρλιό, τσιούρλα

μπατζίνα [1961], μπατζίλα < bατζίλα [1976] || το λένε και λίπα, φαγητό από αλεύρι καλαμποκιού

μπάτζιος < μπάτζιος [1966] || βλ. μπατζανάκης

μπάτζιος, μπάτζους < μπάτζους [1962c], μπάτζους < bάτζους [1976], μπάντζιος || αυτός που φτιάχνει το μπάτζο (τυρί)

μπατζό, μπάτζιο, μπατσό, μπατσκιό, μπάτζιους || το μπατζαριό

μπατζόκουρους, μπατσόκουρου μπατσόξλου, μπατσουστέφανου || ξύλο που χτυπάνε το γάλα στο καδί, για να βγει το βούτυρο

μπάτζος μπάτζιος < μπάτζιος [1966] μπάτζιος [1962c], μπάτζος < μπάτζος [1966], μπάτζους < bάτζους [1976], μπάτσους || κάποιο τυρί (δίχως βούτυρο)

μπατζοτύρι, μπατζουτύρ < μπατζουτύρ’ [1964], μπατζουτύρ < bατζουτύρ’ [1976], μπατσουτίρ || το τυρί μπάτζος

μπατζούζ || ένα παιχνίδι

μπατζουκάδ, μπατσουκάδ || καδί για τον μπάτζο

μπατζούρα || μουντζούρα

μπατζουριάζω || μουτζουρώνω

μπατζουριασμένος || μουτζουρωμένος