Λεξικό Συνωνύμων. Λέξεις που αρχίζουν από αξ-αο

 

 

Από τις ρωμαίικες διαλέκτους στην κοινή νεοελληνική

 

συνώνυμα

 

λέξεις που αρχίζουν από αξ-αο

 

 

Δημήτρης Λιθοξόου

 

πρώτη δημοσίευση: 8.9.2020

αναθεώρηση: 27.7.2021

 

 


Η εργασία είναι διπλής κατεύθυνσης. Από τις διαλέκτους της ρωμαίικης γλώσσας (που κατά τη γνώμη μου λαθεμένα καταγράφονται σαν «ιδιώματα της νέας ελληνικής»), στα συνώνυμα της σύγχρονης εθνικής γλώσσας ή «κοινής νεοελληνικής» (ΚΝΕ). Αλλά και αντίστροφα, από τις λέξεις της ΚΝΕ στα διαλεκτικά συνώνυμα.

Η μελέτη αποσκοπεί στην καταγραφή του διαλεκτικού πλούτου της ρωμαίικης γλώσσας και στη συγκέντρωση υλικού για την ουσιαστική μελέτη της γλώσσας, πέρα από τα εθνικά στερεότυπα.

Στα λήμματα συνυπάρχουν λέξεις των ρωμαίικων διαλέκτων μαζί με λέξεις της «κοινής νεοελληνικής».

Στην «ορθογραφία» των διαλεκτικών λέξεων ακολουθώ κυρίως την πρόταση των λεξικογράφων. Ωστόσο τα διπλά σύμφωνα τα χρησιμοποιώ συνήθως όταν αυτά σημαίνουν και διαφορετική προφορά (όπως σε Κύπρο, Δωδεκάνησα, Κάτω Ιταλία, Ικαρία, Χίο).

Με σκούρο κόκκινο χρώμα σημειώνονται οι λέξεις-έννοιες, τα βασικά λήμματα, που συγκεντρώνουν δίπλα τους τα συνώνυμα. Έτσι δίπλα στο «αβγό», βρίσκουμε τα διαλεκτικά: αβγιό, αβγκό, αβγκόν, αβγκουό, αβγόν, αβγού, αβιγό, αβκό, αβκόν, αβό, αβουγό, αγκβό, αγκό, αγκουό, αγκουού, αγουό, αυγό, αυγόν, αφκό, αφκόν, βγο, βο, εβγό, οβγό, οβγόν, οβό, οβόν, ουό.

Με μπλε χρώμα σημειώνονται λέξεις-έννοιες της δημοτικής που τις βρίσκουμε και σαν βασικά λήμματα με κόκκινο χρώμα. Εδώ όμως δίπλα τους δεν έχουμε συνώνυμα, αλλά στοιχεία από την ιστορική-γεωγραφική εξάπλωση, δηλαδή από τη γλωσσογεωγραφία της λέξης.

Μέσα σε αγκύλη, δίπλα σε λέξεις της δημοτικής, βρίσκεται το όνομα ενός λεξικού και η χρονιά που εκδόθηκε. Αυτό διευκρινίζει το έτος πρώτης καταγραφής της λέξης (ή μια από τις χρονικά πρώτες καταγραφές) σε λεξικό της κοινής (για την εποχή εκείνη) γλώσσας. Για παράδειγμα το «αβανία [Germano 1622]» εξηγεί πως τη λέξη «αβανία» την πρωτοσυναντάμε στο «Vocabolario Italiano et Greco» του Girolamo Germano, που εκδόθηκε στη Ρώμη το 1622. Εκτός από τα γενικά λεξικά, σε ορισμένες περιπτώσεις αναφέρονται και κάποια ειδικά λεξικά [λ.χ. Γεννάδιος 1914, Κουκκίδης 1960].

Δίπλα σε κάποιες λέξεις, υπάρχει η συχν(ότητα) εμφ(άνισης) και ένας αριθμός, από το 2 ως το 7. Πρόκειται για τις λέξεις με τη συχνότερη παρουσία στη σύγχρονη γλώσσα. Σε αυτή την κλίμακα, κάθε αριθμός είναι δεκαπλάσιος περίπου από τον προηγούμενο. Λόγου χάρη η λέξη «αβγό» (με συχν. εμφ. 3), εμφανίζεται στις μέρες μας, σχεδόν δέκα φορές πιο συχνά από τη λέξη «άβγαλτος» (με συχν. εμφ. 2) και η λέξη «άβολα» (με συχν. εμφ. 4), δέκα φορές συχνότερα από την πρώτη λέξη και εκατό φορές συχνότερα από τη δεύτερη.

Όπου υπάρχει η ένδειξη δημοτική, σημαίνει πως η λέξη που προηγείται χαρακτηρίζεται στα λεξικά του περασμένου αιώνα, σαν λέξη της δημοτικής γλώσσας. Όπου υπάρχει η ένδειξη λόγιο σημαίνει πως η λέξη είναι λόγιο δάνειο, δεν έχει διασωθεί δηλαδή αγράμματα στο στόμα του λαού. Οι λόγιες λέξεις μπήκαν στη λαϊκή γλώσσα από το εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Οι περισσότερες από αυτές χαρακτηρίζονταν στα παλιά λεξικά σαν λέξεις της καθαρεύουσας.

Μετά τις διαλεκτικές λέξεις, ακολουθούν γεωγραφικές περιοχές ή οικισμοί. Πρόκειται για ονόματα τόπων που συναντιέται η διαλεκτική λέξη (της διπλανής εγγραφής). Έτσι για τη λέξη «αβασκαμός» βλέπουμε πως είναι (ή ήταν) σε χρήση σε: Αιτωλοακαρνανία, Αργολίδα, Αχαΐα, Βοιωτία, Ζάκυνθος, Λευκάδα, Μαγνησία, Μάνη, Παξοί, Σκόπελος, Φθιώτιδα. Αν δίπλα στον τόπο σημειώνεται αστερίσκος (*), όπως π.χ. Αδριανούπολη* ή Τραπεζούντα*, αυτό δηλώνει πως οι χριστιανοί Ρωμιοί του οικισμού εγκατέλειψαν τον τόπο τους μέχρι το 1923-1924.

Σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει μια μικρή ερμηνεία της λέξης ή η λατινική επιστημονική ονομασία της (για τη χλωρίδα και την πανίδα). Επίσης για ορισμένες βασικές λέξεις-έννοιες υπάρχουν εδώ αναφορές σε κάποιες συγκριτικές λίστες λεξικοστατιστικής ή γλωσσογεωγραφίας [Swadesh List, Buck List, Atlas Linguarum Europae].

Στο τέλος του λήμματος καταγράφονται τα συνώνυμα της κοινής που αντιστοιχούν στις διαλεκτικές λέξεις.

Η βιβλιογραφία υπάρχει στον ιστότοπο σε χωριστή ανάρτηση https://www.lithoksou.net/2020/11/lexiko-synonymon-eisagogi.html

 

 

αξ || Καλαβρία, Κύπρος || από

αξά || Αϊβαλί*, Κρήτη, Λέσβος, Μάκρη* || αξία

αξά || Λιβίσι* || δύναμη

άξα || Αίγινα, Κρήτη, Κύμη, Σάμος || άξια

αξάβουλα [Βλαστός 1931] || δημοτική || Ικαρία, Κρήτη || άθελα

αξάβουλα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άβουλα

αξαβούρευτος || Κερασούντα*, Χαλδία* || ανεξομολόγητος

αξάβουρους || Ίμβρος || βορινός

αξάγ || Ίμβρος, Λέσβος, Λήμνος, Πάρος, Τήνος || αλεστικά

αξαγή || Λέσβος || αλεστικά

αξάγητου || Λέσβος || χολ

αξάγι [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αλεστικά

αξαγιά || Θάσος, Λέσβος, Πάρος || αλεστικά

αξαγιάτικα || Κρήτη || αλεστικά

αξαγκαθιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Berberis cretica: βλάχικο σταφύλι, γλυκαγκαθιά, λουτζιά, λουτσιά, μπερβερίτσι, μυλκίνι, μυλκινιά, ξαγκαθιά, σαγκαθιά, οξαγκαθιά, παρβαρετσιά, τρικοκκιά || αξαγκαθιά

αξάγκλεγα || Κεφαλονιά || αχτένιστα

αξάγκλεγος || Κεφαλονιά || αχτένιστος

αξάγκλιαστος || Λευκάδα || αχτένιστος

αξάγκλιγος || Κεφαλονιά || αλανάριστος

αξάγκλιγος || Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κορινθία, Λευκάδα || αχτένιστος

αξάγκλιους || Αιτωλοακαρνανία, Εύβοια || αχτένιστος

αξαγκλισιά || Αχαΐα || αχτενισιά

αξάγκλιστε || Τσακωνιά || αχτένιστος

αξάγκλιστος || Αρκαδία, Μεσσηνία || αχτένιστος

αξάγκλιστους || Βοιωτία || αλανάριστος

αξάγκλιστους || Αιτωλοακαρνανία, Βοιωτία || αχτένιστος

αξάγκουνα || Λέσβος || πισθάγκωνα

αξάγκωνα [Somavera 1709] || δημοτική || Θήρα, Κύπρος, Κως, Νάξος, Νίσυρος, Ρόδος, Σύμη, Χάλκη, Χίος || πισθάγκωνα

αξαγκωνιάζω [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || δένω τα χέρια πισθάγκωνα: αξαγκωνίζω, εξαγκωνιάζω, ξαγκωνιάζω, ξαγκωνίζω || αξαγκωνιάζω

αξαγκωνίζω || Κύπρος || αξαγκωνιάζω

αξαγκωνίζω [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Κύπρος || Κύπρος

αξάγλιγους || Αιτωλοακαρνανία || αχτένιστος

αξάγλισμα [Βλάχος 1659] || άντληση

αξαγλιώ [Βλάχος 1659] || αντλώ

αξαγοράζω || Κύπρος || εξαγοράζω

αξαγόραστος [Βεντότης 1790] || Ήπειρος || ανεξαγόραστος

αξαγόραστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αχρέωτος

αξαγόραστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανεκτίμητος

αξαγόραστους || Ιωάννινα || ανεκτίμητος

αξαγόρευτα [Βλάχος 1659] || ανεξομολόγητα

αξαγόρευτος [Germano 1622] || δημοτική || Λακωνία, Μάνη || ανεξομολόγητος

αξαγόριφτους || Αδριανούπολη*, Χαλκιδική || ανεξομολόγητος

άξαγος || Όφις*, Σάντα*, Χαλδία* || αλανάριστος

αξαγουγές || Ίμβρος || τζεντζερέδια

αξαγουγή || Λήμνος || περιουσία

αξαγούρευτος || Κερασούντα*, Χαλδία* || ανεξομολόγητος

αξάδα || Αιτωλοακαρνανία, Λάρισα, Πιερία || αξιοσύνη

αξάδεια [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σχόλη

αξαδειάζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ευκαιρώ

αξαδέλφη [Germano 1622] || δημοτική || ξαδέρφη

αξάδελφη [Somavera 1709] || ξαδέρφη

αξαδέλφι [Somavera 1709] || ξαδέρφι

αξαδέλφια [Somavera 1709] || Δέλβινο || ξαδέρφια

αξάδελφος [Germano 1622] || Τρίγλια* || ξάδερφος

αξαδέρφ || Αδριανούπολη*, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Λέσβος, Νιγρίτα, Πιερία, Σάμος, Σιάτιστα, Τρίκαλα || ξαδέρφη

αξαδέρφ || Λέσβος || ξαδέρφι

αξαδερφάκι [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ξαδερφάκι

αξαδέρφη [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Δέλβινο, Νάξος, Σύρος || ξαδέρφη

αξαδέρφι [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξαδέρφι

αξαδέρφια [Somavera 1709] || Κοζάνη || ξαδέρφια

αξαδέρφισσα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ξαδέρφη

αξάδερφος [Somavera 1709] || δημοτική || Αίγινα, Δέλβινο, Κίμωλος, Κρήτη, Νάξος, Σύρος || ξάδερφος

αξαδιρφός || Πιερία, Σκόπελος, Τρίκαλα || ξάδερφος

αξάδιρφους || Αδριανούπολη*, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Λάρισα, Λέσβος, Λήμνος, Νιγρίτα, Πιερία, Σαμοθράκη, Σάμος, Σιάτιστα, Τρίκαλα || ξάδερφος

αξάδιφους || Σκόπελος || ξάδερφος

αξαερφάκι || Κάλυμνος || ξαδερφάκι

αξαέρφη || Χάλκη, Χίος || ξαδέρφη

αξαέρφιτσα || Κάρπαθος || ξαδέρφη

αξαέρφκια || Καστελλόριζο || ξαδέρφια

αξάερφος || Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κάσος, Καστελλόριζο, Νίσυρος, Σύμη, Χάλκη, Χίος || ξάδερφος

αξαζζούμενος || Νίσυρος || άξιος

αξαζόμενος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κρήτη, Κύπρος || άξιος

αξαζούμενος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Θήρα, Λακωνία, Νίσυρος || άξιος

αξάζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Θήρα, Κοτύωρα*, Κρήτη, Κύπρος || αξίζω

αξάζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || τακτοποιώ

αξαθκιάς || Κύπρος || ξανθός

αξάι [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αρκαδία, Αχαΐα, Βελβεντός, Γρεβενά, Ηλεία, Θήρα, Ιωάννινα, Κοζάνη, Κορινθία, Κρήτη, Λακωνία, Λάρισα, Μαγνησία, Μέγαρα, Μύκονος, Νάξος, Πάρος, Πιερία, Σάμος, Σκόπελος, Τρίκαλα || αλεστικά

αξάιν || Κάρπαθος, Κύπρος, Κως, Νίσυρος || αλεστικά

αξαίνου || Ιωάννινα, Σουφλί, Τσακωνιά, Φωκίδα || αυξάνω

αξαίνω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Κεφαλονιά, Κρήτη, Λευκάδα || αυξάνω

αξάιτου || Λέσβος || χαγιάτι

αξάκζιστε || Τσακωνιά || αξάκριστος

αξάκουσμα [Somavera 1709] || φήμη

αξακουσμένος || Κως || ξακουστός

αξακουσμένος [Somavera 1709] || φημισμένος

αξάκουστος [Somavera 1709] || φημισμένος

αξάκριγος || Αρκαδία || αξάκριστος

αξάκριστε || Τσακωνιά || αξάκριστος

αξάκριστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || δεν του κόπηκαν τα άκρα: ανεξάκριστος, αξάκζιστε, αξάκριγος, αξάκριστε || αξάκριστος

αξάλ || Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Καρδίτσα, Λάρισα || βουκέντρα

αξαλάφρωτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξαλαφρωμένος

αξαλάφρωτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αξελάφρωτος || αξαλάφρωτος

αξαλείβγω [Somavera 1709] || εξαλείφω

αξαλείβω [Somavera 1709] || εξαλείφω

αξάλειμα [Somavera 1709] || εξάλειψη

αξαλειμός [Somavera 1709] || εξάλειψη

αξαλής || Θήρα || άξιος

αξάλητε || Βάτικα*, Χαβουτσί* || άκαυτος

αξάλιστος || Αχαΐα, Κορινθία || ακλάδευτος

αξαμάρι || Κρήτη || μέτρο

αξαμάρι || Κάλυμνος, Κρήτη, Κως || πατρόν

αξαμάρι [Βλάχος 1659] || Θήρα, Κρήτη, Κως || μέτρηση

αξαμάριν || Κάλυμνος, Κάρπαθος || πατρόν

αξάμηνο [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || εξάμηνο

αξάμι || Κρήτη || ηλιοβασίλεμα

αξάμι [Κοκκίδης 1960] || Θεσπρωτία, Κρήτη, Κωνσταντινούπολη, Πάργα || σούρουπο

αξαμιάζω || Κύπρος || εξετάζω

αξαμιάζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κύπρος || μετρώ

αξαμίλα || Αρκαδία || ξάφνιασμα

αξαμινιάζω || Κύπρος || εξετάζω

άξαμνα || Αρκαδία, Εύβοια, Ηλεία, Μέγαρα, Μεσσηνία || ξαφνικά

αξάμναμας || Καλλίπολη* || λυκόφως

αξαμνιά || Αρκαδία, Μεσσηνία || ξαφνικό

αξαμνιάζω || Κύπρος || μετρώ

αξαμνικός || Μέγαρα || ξαφνικός

άξαμνος || Αρκαδία || ξαφνικός

αξάμνου || Μέγαρα || ξαφνικά

άξαμο || Κρήτη, Φούρνοι || μέτρο

άξαμο || Θήρα, Κάλυμνος, Κρήτη, Κως, Σύμη || πατρόν

άξαμο [Βλάχος 1659] || Κρήτη, Κως, Νίσυρος || μέτρηση

άξαμον || Κύπρος || μέτρηση

άξαμον || Ρόδος || πατρόν

άξαμος || Κάλυμνος || πατρόν

άξαμος [Germano 1622] || δημοτική || Κάλυμνος, Κύπρος, Χίος || μέτρηση

αξαμός [Βλαστός 1931] || δημοτική || μέτρηση

άξαμου || Σάμος || μέτρο

άξαμου || Σάμος || πατρόν

αξάμουμα || Κοζάνη || χούφτωμα

άξαμουν || Λιβίσι* || μέτρο

άξαμους || Λιβίσι* || μέτρο

αξαμποθιά || Νάξος || σπρωξιά

αξαμπώθω || Νάξος || σπρώχνω

αξαμτζιλίκι [Κοκκίδης 1960] || εσπερίδα

αξάμωμα [Somavera 1709] || μέτρηση

αξάμωμαν || Κύπρος || μέτρηση

αξαμωμένος [Germano 1622] || αξαμωμένος

αξαμώννου || Λιβίσι* || μετρώ

αξαμώννω || Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κύπρος || μετρώ

αξαμώνου || Κοζάνη || αγγίζω

αξαμώνου || Λαγκαδάς || εξαγριώνομαι

αξαμώνου || Σιάτιστα || κλέβω

αξαμώνου || Χαλκιδική || ορμώ

αξαμώνου || Κοζάνη || χαϊδεύω

αξαμώνου || Κοζάνη, Χαλκιδική || χουφτώνω

αξαμώνω || Χίος || δέρνω

αξαμώνω || Κύθηρα, Νάξος, Χίος || σκοπεύω

αξαμώνω [Portius 1635] || δημοτική || Καστελλόριζο, Νίσυρος || μετρώ

αξάμωτα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αμέτρητα

αξάμωτος [Somavera 1709] || μετρημένος

αξάμωτος [Βλαστός 1931] || δημοτική || άφταστος

αξάμωτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη || αμέτρητος

αξανά [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κύπρος || ξανά

αξαναζητώ || Κύπρος || ξαναζητώ

αξανάκακα || Ρόδος, Χίος || άκακα

αξανάκακα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεξικάκως

αξανακρινίσκω || Κύπρος || ξαναδικάζω

αξανάκωλα [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Κρήτη, Χίος || ανάποδα

αξανάκωλα [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Κάρπαθος || όπισθεν

αξανάκωλος || Κρήτη || ανάποδος

αξαναπαίρνω || Κύπρος || ξαναπαίρνω

αξαναπαρχής || Κύπρος || εξαρχής

αξαναπαρχής [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξαναρχής

αξανάπαρχος || Χίος || εξαρχής

αξανάποιτε || Τσακωνιά || άζυμος

αξαναπουλώ || Κύπρος || ξαναπουλώ

αξαναρωτώ || Κύπρος || ξαναρωτώ

αξανάστρεφα || Θήρα, Χίος || ανάποδα

αξανάστρεφη || Θήρα, Νίσυρος, Χίος || ξανάστροφη

αξανάστρεφος || Νίσυρος || ανάποδος

αξανάστρεφτος || Νίσυρος || ανάποδος

αξανάστρουφα || Κρήτη || ανάποδα

αξανάστρουφος || Κρήτη || ανάποδος

αξανάστροφα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Θήρα, Κρήτη, Κύπρος, Νίσυρος, Ρόδος, Χάλκη || ανάποδα

αξανάστροφα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αντίστροφα

αξανάστροφη || Λέρος, Χίος || ξανάστροφη

αξανάστροφος || Ρόδος, Χάλκη || ανάποδος

αξαναφέρνω || Κύπρος || ξαναφέρνω

αξανέμητος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αλίχνιστος

αξανεμιά [Germano 1622] || δημοτική || απάγκιο

αξανεμικός [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || απάνεμος

αξανέμισμα [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Κάρπαθος || λίχνισμα

αξανέμιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αλίχνιστος

αξάνεμος || Χίος || ζέφυρος

αξάνεμος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Μύκονος || απάνεμος

αξάνεος || Παξοί || αλανάριστος

αξαννοίουμαι || Κύπρος || ξανοίγομαι

αξαννοίω || Κύπρος || αγναντεύω

αξαννοίω || Κάρπαθος || κοιτάζω

αξανοίγω [Germano 1622] || κατασκοπεύω

αξανοίγω [Somavera 1709] || ξανοίγω

αξανοικτής [Germano 1622] || κατάσκοπος

αξάνοιχτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακοινώνητος

αξάνοιχτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || επιφυλακτικός

αξάνοιχτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || άπειρος

αξανοίω || Νάξος || βλέπω

αξανοίω || Νάξος || κοιτάζω

αξανοίω [Ηπίτης 1908] || Νάξος || ξανοίγω

αξάντια || Μαγνησία || απέναντι

άξαντος [Βλάχος 1897] || δημοτική || Αρκαδία, Κονίστρες, Κως, Σύμη || αλανάριστος

άξαντους || Βόρεια Εύβοια || αλανάριστος

αξαόραμα || Νάξος || εξομολόγηση

αξαοράρης || Κάρπαθος || εξομολογητής

αξαορεύγω || Νάξος || εξομολογώ

αξαόρευτος || Θήρα, Κάρπαθος || ανεξομολόγητος

αξαορεύω || Νάξος || εξομολογώ

αξαπίσω || Θήρα || ξοπίσω

αξάπλα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξάπλα

αξαπλωμός [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξάπλα

αξαπλώνω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξαπλώνω

αξαπλωτός [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξαπλωτός

αξαποδίτης || Χίος || διάβολος

αξαπόλημα [Somavera 1709] || αμόλημα

αξαπολημένος [Germano 1622] || αμολητός

αξαπολημός [Somavera 1709] || αμόλημα

αξαπόλητος [Somavera 1709] || αμολητός

αξαπόλυτε || Τσακωνιά || ασχόλαστος

αξαπολυτός [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αμολητός

αξαπολύω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αμολώ

αξαπολώ [Germano 1622] || Κύπρος, Χίος || αμολώ

αξαποσταίνω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξεκουράζομαι

αξαπόσταμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξεκούραση

αξαποσταμένος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξεκουρασμένος

αξαπόστατος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξεκουρασμένος

άξαππα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κύπρος || ξαφνικά

αξάρ || Ίμβρος || αλεστικά

αξαράχνιαστος [ΙΛΝΕ 1939] || αξεράχνιαστος, αξερώγιαστος || αξαράχνιαστος

αξαργητού [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αργά

άξαργιος || Ρόδος || εύκαιρος

αξαργιοτού || Κρήτη || επίτηδες

αξαργιτού || Κρήτη, Κως, Πάρος, Σκόπελος || επίτηδες

αξαργκιτού || Κάρπαθος || επίτηδες

άξαργος || Ρόδος || εύκαιρος

αξαργού || Κρήτη || επίτηδες

αξάργου [Legrand 1882] || δημοτική || Θήρα, Κρήτη || επίτηδες

αξαργουτού || Κρήτη || επίτηδες

αξαργτού || Πάρος || επίτηδες

αξάρθια || Θήρα || ξάρτια

αξάρι || Νίσυρος || αλεστικά

αξαριτού || Κρήτη || επίτηδες

άξαρκα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || μάταια

άξαρκος || Κύπρος || άνεργος

άξαρκος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || νωθρός

αξαρμαλάκιαστος || Μάνη || αξαρμύριστος

αξαρμάτωτα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αόπλως

αξαρμάτωτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αστόλιστος

αξαρμάτωτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κύπρος || άοπλος

αξαρμύριστος || αξαρμαλάκιαστος || αξαρμύριστος

αξάρτζια (η) || χασομέρι

αξάρτι || Θήρα || ξάρτι

αξάρτια [Germano 1622] || δημοτική || Κάρπαθος, Μύκονος || ξάρτια

αξαρτού || Κρήτη || επίτηδες

αξαρχής || Σάμος || εξαρχής

αξάς || Κάρπαθος, Κως, Νίσυρος, Ρόδος, Σάμος, Χίος || ξάδερφος

αξάς [Somavera 1709] || εξάδα

άξασπα || Κάλυμνος || ξαφνικά

αξαστεριά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξαστεριά

αξάστερος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξάστερος

αξαστέρωμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξαστεριά

αξαστερώνει [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξαστερώνει

αξαστερώνω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξαστερώνω

άξαστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κερασούντα*, Λακωνία, Οινόη*, Σαράντα Εκκλησιές*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αλανάριστος

αξάτα [Ήμελλος & Πολυμέρου 1983] || στάβλος

αξάτουν || Χίος || ταράτσα

αξάτους || Λέσβος || πλατύσκαλο

αξαύτου [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || επίτηδες

άξαφνα [Βεντότης 1790] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || Αιτωλοακαρνανία, Αρκαδία, Δέλβινο, Ευρυτανία, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κάλυμνος, Καππαδοκία*, Κάρπαθος, Κάρυστος, Καστελλόριζο, Κέα, Κρήτη, Κύθηρα, Λακωνία, Λέρος, Λέσβος, Λήμνος, Λιβίσι*, Μάνη, Νάξος, Νίσυρος, Οινόη*, Ρόδος, Νιγρίτα, Σωζόπολη*, Τρίγλια*, Τσακωνιά, Χάλκη, Χίος || ξαφνικά

άξαφνε || Τσακωνιά || ξαφνικός

αξαφνιά || Αιτωλοακαρνανία, Αρκαδία, Αχαΐα, Ιωάννινα, Κορινθία, Μεσσηνία || ξαφνικό

αξάφνια || Αρκαδία || ξαφνικό

αξαφνιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Ηλεία || ξάφνιασμα

αξαφνιάζω || Πελοπόννησος || ξαφνιάζω

αξαφνίζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξαφνιάζω

αξαφνικά [Βλάχος 1659] || δημοτική || Κάρπαθος, Κρήτη || ξαφνικά

αξαφνικό || Κάλυμνος || ξαφνικό

αξαφνικός [Βλάχος 1659] || δημοτική || Κάρπαθος || ξαφνικός

αξαφνικού [Germano 1622] || ξαφνικά

αξάφνισμα [Somavera 1709] || δημοτική || ξάφνιασμα

αξαφνισμός [Somavera 1709] || ξάφνιασμα

αξάφνιστα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άφοβα

αξάφνιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || άφοβος

άξαφνο [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Αρκαδία, Μάνη || ξαφνικό

άξαφνος [Βεντότης 1790] || δημοτική || Μάνη || ξαφνικός

αξάφνου [Meursius 1614] || δημοτική || Πάρος, Σύρος || ξαφνικά

αξάφριος || Παξοί || αξάφριστος

αξάφριστος [Βεντότης 1790] || δημοτική || αξάφριος, αξέφριστος, αξήφριστος || αξάφριστος

αξαφταίνω || Κύπρος || καίγομαι

άξαφτος || Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || απύρωτος

αξάφτω || Θήρα, Κύπρος || ανάβω

αξάφτω || Μύκονος, Χίος || αστράφτω

αξάφτω [Somavera 1709] || φλογίζω

αξάφτω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || εξάπτω

άξαχας || Μύκονος, Σύρος || τσακμακόπετρα

αξάχι || Μύκονος || τσακμακόπετρα

άξαχος [Ηπίτης 1908] || δημοτική || άστατος

άξαχος [Ηπίτης 1908] || δημοτική || επιπόλαιος

άξγους || Αιτωλοακαρνανία* || άξυστος

αξέ || Καλαβρία || από

άξε || Βάτικα*, Τσακωνιά* || άξιος

αξεβαίννω || Κύπρος || ανεβαίνω

αξεβαίννω || Κύπρος || βγαίνω

αξέβγαλτος [Βλαστός 1931] || άβγαλτος

αξέβγαλτος [Κοντόπουλος 1903] || δημοτική || άπειρος

αξέβγαλτους || Αιτωλοακαρνανία, Σέρρες || άβγαλτος

αξέβγαλτους || Καστοριά, Μαγνησία || άπειρος

αξέβγαρτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη, Χίος || άπειρος

αξεβοτάνιστος || Κονίστρες, Θήρα || αβοτάνιστος

αξεβουτύριστος || Κεφαλονιά || αξεβουτύρωτος

αξεβουτύρωτος [ΙΛΝΕ 939] || για γάλα ή τυρί: αξεβουτύριστος, αξηβουτύριστος || αξεβουτύρωτος

αξεβράκωτος || Κρήτη, Νίσυρος, Ρόδος, Σύρος || ξεβράκωτος

αξεβράκωτος || Κως || φραγκοφορεμένος

αξέβριστος || Άνδρος, Μήλος || άβριστος

αξέγκιουτε || Τσακωνιά || αξέντυτος

αξεγλύτωτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγλύτωτος

αξέγνια || Κάσος || ξέγνοιαστα

αξεγνιασά || Πάρος || ξεγνοιασιά

αξέγνιαστος || Ζάκυνθος || ξέγνοιαστος

αξέγνιος || Κρήτη, Κάσος || ξέγνοιαστος

αξεγνοιασιά [Somavera 1709] || Κύθηρα || ξεγνοιασιά

αξέγνοιαστα [Somavera 1709] || ξέγνοιαστα

αξέγνοιαστος [Germano 1622] || δημοτική || ξέγνοιαστος

αξεδήλωτος || Αρκαδία || απραγματοποίητος

αξεδιάλεχτος [Βλαστός 1931] || δημοτική || ακόκκιστος, ακότσιγος, αξεδιάλυτος, αξιδιάλχους || αξεδιάλεχτος

αξεδιάλυστε || Τσακωνιά || απραγματοποίητος

αξεδιάλυστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αξεμπέρδευτος

αξεδιάλυτα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ασαφώς

αξεδιάλυτε || Τσακωνιά || απραγματοποίητος

αξεδιάλυτος || Κορινθία || αξεδιάλεχτος

αξεδιάλυτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ασαφής

αξεδιάλυτος [Σκαρλάτος 1874] || δημοτική || αξεμπέρδευτος

αξεδιάντροπα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξεδιάντροπα

αξεδιαντροπιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξεδιαντροπιά

αξεδιάντροπος [Βεντότης 1790] || δημοτική || Ήπειρος || ξεδιάντροπος

αξεδίπλιαστος || Μάνη || αξεδίπλωτος

αξεδίπλωτος [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αξεδίπλιαστος || αξεδίπλωτος

αξεδίψαστος [Βλαστός 1931] || δημοτική || αξεΐψαστος || αξεδίψαστος

αξεδοσά || Πάρος || ψυχαγωγία

αξέζωστος [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || Κρήτη || άζωστος

αξεθύμαστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αξιθύμαστους || αξεθύμαστος

αξείκαστε || Τσακωνιά || αφρόντιστος

αξεΐψαστος || Κάλυμνος || αξεδίψαστος

αξεκαγιάρωτος || Βουρλά* || ξεδιάντροπος

αξεκάρσωτος || Νίσυρος || ξεκάλτσωτος

αξεκάρτσωτος || Κρήτη || ξεκάλτσωτος

αξεκάρφουτος || Μάνη || αξεκάρφωτος

αξεκάρφωτος [Βλαστός 1931] || δημοτική || αξεκάρφουτος || αξεκάρφωτος

αξεκλείδωτος || Νάξος || ξεκλείδωτος

αξεκλήρωτος || Κως || άφθονος

αξεκοκάλιαστος || Άνδρος || αξεκοκάλιστος

αξεκοκάλιστος [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αξεκοκάλιαστος, αξηκοκκάλιστος || αξεκοκάλιστος

αξεκόλητε || Τσακωνιά || αξεκόλλητος

αξεκόλλητος [Σκαρλάτος 1874] || δημοτική || αξεκόλητε, αξικόλητους, αξικόλλητος || αξεκόλλητος

αξεκούκουλος || Κρήτη || ακαπέλωτος

αξεκουκούλωτος || Κρήτη || ακαπέλωτος

αξεκούμπουτε || Τσακωνιά || αξεκούμπωτος

αξεκούμπωτος [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αξεκούμπουτε || αξεκούμπωτος

αξεκούνητος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακούνητος

αξεκούραα || Νίσυρος || ξεκούραστα

αξεκουραγιά || Νίσυρος || ξεκούραση

αξεκούραος || Νίσυρος || ξεκούραστος

αξελάκκιαστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αξελάκκωτος

αξελάκκιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αξελάκκωτος

αξελάκκωτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αξελάκκιαστος, αξελάκκιστος, αξελάκουτε, αξελάκουτος, αξιλάκουτος, αξιλάκουτους || αξελάκκωτος

αξελάκουτε || Τσακωνιά || αξελάκκωτος

αξελάκουτος || Μάνη || αξελάκκωτος

αξελάφρωτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αξαλάφρωτος

αξελέστατος || Λακωνία || ατημέλητος

αξελέστατος || Χίος || κρεμανταλάς

αξελιθάριστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αξελιθάριστος || αξελιθάριστος

αξελόγιαστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αξεμυάλιστος || αξελόγιαστος

άξεμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αύξηση

αξεμάιτιαστος || Μάνη || αξεμάτιαστος

αξεμαλιάρης || Θήρα, Κως || ξεσκούφωτος

αξεμαλιαριά || Θήρα || αναμαλλιασμένη

αξεμάτιαστος || αξεμάιτιαστος, αξεμέτρητος || αξεμάτιαστος

αξεμέτρητος || Μάνη || αξεμάτιαστος

αξεμόγητε || Τσακωνιά || ανεξομολόγητος

αξεμολόγητα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεξομολόγητα

αξεμολόγητε || Χαβουτσί* || ανεξομολόγητος

αξεμολόγητος [Βλάχος 1897] || δημοτική || ανεξομολόγητος

αξεμολόητος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Άνδρος, Παξοί || ανεξομολόγητος

αξεμούριστος || Κρήτη || ακατέργαστος

αξεμπέρδετος [Somavera 1709] || αξεμπέρδευτος

αξεμπέρδευτος [Somavera 1709] || δημοτική || αξεδιάλυστος, αξεδιάλυτος, αξεμπέρδετος, αξεμπέρδεφτος, αξεμπέρδωτος || αξεμπέρδευτος

αξεμπέρδεφτος [Βλαστός 1931] || αξεμπέρδευτος

αξεμπέρδωτος || Μάνη || αξεμπέρδευτος

αξεμυάλιστος [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αξελόγιαστος

αξεμύτιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακοινώνητος

αξεμώρατος || Νάξος || ξεμωραμένος

αξενάκουστα || Κως || ανήκουστα

αξενέμιστος || Χίος || αλίχνιστος

αξένευτος || Τραπεζούντα || οικείος

αξένιαγους || Σάμος || ξέγνοιαστος

αξένιαους || Σάμος || ξέγνοιαστος

αξένιαστους || Λιβίσι*, Σάμος, Σέρρες || ξέγνοιαστος

αξένιος || Χίος || ξέγνοιαστος

αξενίτευτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αξινίτιφτους || αξενίτευτος

αξέννιους || Λιβίσι* || ξέγνοιαστος

αξεννοιασιά [Somavera 1709] || ξεγνοιασιά

αξέννοιαστα [Somavera 1709] || Κως || ξέγνοιαστα

αξέννοιαστος [Germano 1622] || δημοτική || Κύπρος || ξέγνοιαστος

αξενογνιασά || Πάρος || αδιακρισία

αξενόγνιαστος || Πάρος || αδιάκριτος

αξενόγνοιαστος [Ηπίτης 1908] || Νάξος || ξέγνοιαστος

αξένου || Αιτωλοακαρνανία, Σουφλί || μεγαλώνω

αξέντυγος || αξέντυτος

αξέντυστος [Λεξικό Δημητράκου 1938] || δημοτική || αξέντυτος

αξέντυτος [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αξέγκιουτε, αξέντυγος, αξέντυστος, ξέντυτος || αξέντυτος

αξέντυτος [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || Ρόδος || ξεντυμένος

αξενύσταχτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || νυσταγμένος

αξενύχτιστος [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αξινύχτγους || αξενύχτιστος

αξεπάστρευρος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακάθαρτος

αξεπέραστος [Βλαστός 1931] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || ανεξαπέραστος, αξηπέραστος, απαράφταστους || αξεπέραστος

αξεπετασμός [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξεπέταγμα

αξεπλέρουτος || Κονίστρες || αξεπλήρωτος

αξεπλέρωτος [Βλαστός 1931] || δημοτική || αξεπλέρωτος

αξεπλήρωτος [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αξεπλέρουτος, αξεπλέρουτους, αξεπλέρωτος, αξεπλιέρουτος, αξεπλιέρωτος || αξεπλήρωτος

αξεπλιέρουτος || Μάνη || αξεπλήρωτος

αξεπλιέρωτος || Μάνη || αξεπλήρωτος

αξέπλυγος || Ζάκυνθος, Κέρκυρα || αξέπλυτος

αξέπλυτος [ΙΛΝΕ 1933] || αγιάκλυστος, αδάκλυγος, αδάκλυστος, αδκιάκλυστος, αξέπλυγος || αξέπλυτος

αξεπόλυτος || Νίσυρος, Φούρνοι, Χίος || ξυπόλυτος

αξεπορτιά || Κάρπαθος || αυλόπορτα

αξεπότσουτε || Τσακωνιά || αξεφόρτωτος

αξέρα || Αιτωλοακαρνανία || ξέρα

αξέραγος || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αξέραστος

αξέραστος [Βλάχος 1897] || αξέραγος || αξέραστος

αξεράχνιαστος || Νάξος || αξαράχνιαστος

αξερρίζωτος [Σκαρλάτος 1874] || δημοτική || αξιρίζουτους, αξιρίζωτος || αξερρίζωτος

αξερώγιαστος || Νάξος || αξαράχνιαστος

αξέσαστους || Λέσβος || ανέτοιμος

αξέσαστους || Λέσβος || απεριποίητος

αξεσήκωτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ξισήκουτους || αξεσήκωτος

αξέσιαστους || Ίμβρος || ατημέλητος

αξέσιστος || Κάλυμνος || αξέσχιστος

αξεσκέπαστος [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || αξεσκέπατος, αξισκέπαστους || αξεσκέπαστος

αξεσκέπατος [Λεξικό Δημητράκου 19383 || δημοτική || αξεσκέπαστος

αξεσκήπατος [Λεξικό Δημητράκου 1938] || δημοτική || ασκέπαστος

αξέσκιστος || Μάνη || αξέσχιστος

αξέσκιστος || Σίλλη || άπειρος

αξεσκόλιστος [Βλαστός 1931] || δημοτική || αδασκάλευτος

αξεσκόνιγος || Κεφαλονιά, Κορινθία || αξεσκόνιστος

αξεσκόνιστος [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || ακόμπετος, αξεσκόνιγος, αξισκόνιστος, αξισκόνστους || αξεσκόνιστος

αξεσκούφωτος || Νίσυρος || ξεσκούφωτος

άξεσπα || Νίσυρος, Τήλος, Χάλκη || ξαφνικά

αξεστάχυαστε || Τσακωνιά || αστάχυαστος

αξεστάχυαστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αξεστάχυαστος

άξεστος || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || αβάρβαρος, αβάρβαρους, αβροντολόγιστος, άβροτος, αγγάρ, αγγουρωτός, αγής, αγκρούβιανος, αγναφοπέτσι, αγναφόπετσο, άγνωθος, αγούρκους, αγραντολόγιστος, αγραντολόιστος, αγρέκιαστους, αγρίκα, αγρίκιστος, αγριλάντστους, αγρίξτους, αγριουτζιόμπανους, αγριουτζόμπανους, αγριουτσιόμπανους, αγριοχρίστιανος, αγριτσιόμπανους, αγρουτζιόμπανους, αγρουτζόμπανους, αγρόχαλτες, αγροχωρέτας, αγροχωρέτες, ακαμάτευτος, αλειτούργητος, αμαρίγκλουτους, αμπράζικος, ανααγρίκιστος, ανάβλαχος, ανέβγαλτους, ανίγρικους, αντάφτστους, αντούβιανος, αρζούβαλος, αρκουδογιάννης, αρκουδογιάννος, αρκουδογιόβανος, αρκουδάνθρωπος, αρκουδωτός, αρκωτός, αρμουλόιτους, αρνιαγούτς, αρούκατος, ατσουγκράνστους, αχιρλάντστους, βιλάνος, γιλαδιάς, γιουρούξ, ζοπποπέλεντρος, πέτσακας || άξεστος

αξέστρωτος || Κρήτη, Κως, Λέρος || ασαμάρωτος

αξέστρωτος [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || ξέστρωτος

αξέστρωτος [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || αξήστρωτους || αξέστρωτος

αξεσυνερισιά || Κέρκυρα || αφροντισιά

αξεσυνέριστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άκακος

αξεσυνέριστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακαταλόγιστος

αξέσχιστος [Somavera 1709] || δημοτική || αξέσιστος, αξέσκιστος || αξέσχιστος

αξέταγος || Κερασούντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανεξέταστος

αξετασιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || αβλεψία

αξετασιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ασκεψία

αξέταστος [Somavera 1709] || δημοτική || ανεξέταστος

αξέταχτα || Αρκαδία, Κύθηρα, Μάνη || ανεξέταστα

αξέταχτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Μάνη || ανεξέταστος

αξετελείωτος || Κρήτη || ατέλειωτος

αξετέλευτος || Κάλυμνος, Νίσυρος, Ρόδος || ατέλειωτος

αξετέλευτος || Κρήτη || ημιτελής

αξετέλιωτος || Κρήτη || ατέλειωτος

αξετίμητος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Αχαΐα, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κύθηρα, Πάργα || ανεκτίμητος

αξετίμωτος [Βλάχος 1897] || δημοτική || Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ήπειρος, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Λευκάδα, Μεσσηνία, Παξοί || ανεκτίμητος

αξετρούπωτος || Κορινθία || αξετρύπωτος

αξετρύπωτος [ΙΛΝΕ 1936] || δημοτική || αξετρούπωτος || αξετρύπωτος

αξετσίππωτη || Ρόδος || ξετσίπωτη

αξετσίπφωτος || Κάλυμνος, Νίσυρος || ξεδιάντροπος

αξετσίπωτη || Άνδρος, Κρήτη || ξετσίπωτη

αξετύλιγος || Κονίστρες || αξετύλιχτος

αξετύλικτος [Σκαρλάτος 1835] || αξετύλιχτος

αξετύλιχτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αξετύλιγος, αξετύλικτος, αξιτύλιχτους || αξετύλιχτος

αξεύγαλτος [Legrand 1882] || δημοτική || άπειρος

άξευρος || Ρόδος || ανήξερος

αξέφευγα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναπόφευκτα

αξέφευγος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναπόφευκτος

αξεφιτίλιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αξεφτίλιγος, αξεφτίλιστος || αξεφιτίλιστος

αξεφλούδιαστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αξεφλούδιστος

αξεφλούδιγος || Αρκαδία, Κορινθία || αξεφλούδιστος

αξεφλούδιστος [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || αγλούπιγος, αγλούπιστος, αγλούπιχτος, άγλυφος, άγλυφτος, άλεφτε, αξεφλούδιαστος, αξεφλούδιγος, αξεφλούιστος, αξιφλέδιαστους, αξιφλούδστους, ξιφλούδιαστους || αξεφλούδιστος

αξεφλούιστος || Κάλυμνος || αξεφλούδιστος

αξεφόρτωτος [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αξεπότσουτε || αξεφόρτωτος

αξεφούρνιος || Παξοί || αξεφούρνιστος

αξεφούρνιστος [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αξεφούρνιος, αξηφούρνιστος || αξεφούρνιστος

αξέφραους || Σάμος || ξέφραγος

αξέφραστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανείπωτος

αξέφριστος || Χίος || αξάφριστος

αξεφτίλιγος [ΙΛΝΕ 1939] || αξεφιτίλιστος

αξεφτίλιστος || Άνδρος || αξεφιτίλιστος

αξεφύλιγος || Κορινθία || αξεφύλλιστος

αξεφύλιστε || Τσακωνιά || αξεφύλλιστος

αξεφύλλιαστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αξεφύλλιστος

αξεφύλλιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αξεφύλιγος, αξεφύλιστε, αξεφύλλιαστος, αξιφύλγους, αξιφύλιαγους, αξιφύλιαους || αξεφύλλιστος

αξέχαντος || Σύμη || αξέχαστος

αξέχαστε || Χαβουτσί* || αξέχαστος

αξέχαστος [Σκαρλάτος 1874] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αλησμόνετος, αλησμόνηγος, αλησμόνητε, αλησμόνητος, ανάσπαλτος, αξέχαντος, αξέχαστε, αξήαντος, αξήαστος, αξήαστους, αξήχαστος || αξέχαστος

αξεχορτάριαστος [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || Χίος || αβοτάνιστος

αξέχουρα || Χαλκιδική || χωριστά

αξέχουτους || Σάμος || αξεχώνιαστος

αξέχουτους || Σάμος || άταφος

αξεχώνιαστος || δημοτική || αξέχουτους, αξέχωστος, αξέχωτος || αξεχώνιαστος

αξεχώριστος [Βλάχος 1659] || δημοτική || αξιχώριγος || αξεχώριστος

αξέχωστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Σαράντα Εκκλησιές*, Χίος || αξεχώνιαστος

αξέχωτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αξεχώνιαστος

αξεψύχητος [ΙΛΝΕ 1939] || αξεψύχιστος, αξηψύσητος || αξεψύχητος

αξεψύχιστος || Θήρα, Λακωνία, Νάξος || αξεψύχητος

αξήαντος || Σύμη || αξέχαστος

αξήαστος || Κύπρος, Λιβίσι* || αξέχαστος

αξήαστους || Λιβίσι* || αξέχαστος

αξηβουτύριστος || Σύμη || αξεβουτύρωτος

αξήγητος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανεξήγητος

αξηγόρευτος [Somavera 1709] || Κρήτη, Κύπρος || ανεξομολόγητος

αξηκοκκάλιστος || Σύμη || αξεκοκάλιστος

αξηλίκι [Κουκκίδης 1960] || ιδιοτροπία

άξημα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αύξηση

αξημέρουτα || Τσακωνιά || αξημέρωτα

αξημέρουτε || Τσακωνιά || αξημέρωτος

αξημέρουτο || Μάνη || αξημέρωτα

αξημέρουτος || Μάνη || αξημέρωτος

αξημέρωτα [Βλαστός 1931] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αλάληγο, αμέρωτα, ανήγιαστα, άνηλα, άνηλγκια, ανήλια, ανήλιαγα, άνηλια, ανήλλια, ανήλιαστα, άνηλλια, άνλα, αξημέρουτα, αξημέρουτο, αξμέρουτα, απάριωρα, αποδιαφώτιστα, αρόδιστα, αστερωπά, άφεχτα, αφώταγα, αφώτιγα, αφώτιστο, αχάραγα, αχάραγο, βουργά, νυχτίτσα, νυχτούλια, σύθαμπα, σύναυκα, σύνταχα || αξημέρωτα

αξημέρωτος || & Ήπειρος, Κερασούντα*, Κάρπαθος, Λακωνία, Σαμψούντα* || αξημέρωτος

αξημέρωτος [Βλαστός 1931] || δημοτική || αβάρεγος ή αβάρετος (ο ήλιος), αξημέρουτε, αξημέρουτος, αξμέουτους, αξμέρουτους || αξημέρωτος

αξημολόετος || Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανεξομολόγητος

αξημολόητος || Κύπρος || ανεξομολόγητος

αξηόρευτος || Κύπρος || ανεξομολόγητος

αξηπασιά [Somavera 1709] || αφοβιά

αξήπαστα [Somavera 1709] || άφοβα

αξήπαστος [Somavera 1709] || άφοβος

αξηπέραστος || Σύμη || αξεπέραστος

άξηππα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κύπρος || ξαφνικά

αξής || Καλλίπολη*, Κωνσταντινούπολη, Σουφλί || δύστροπος

αξής [Κουκκίδης 1960] || ιδιότροπος

αξήσκιστους || Λιβίσι* || άπειρος

αξήστρωτους || Λιβίσι* || αξέστρωτος

αξηφόρτωτος || Κόρινθία, Κύπρος, Σύμη || αξεφόρτωτος

αξηφούρνιστος || Κύπρος || αξεφούρνιστος

αξήφριστος || Σύμη || αξάφριστος

αξηχάννω || Κύπρος || ξεχνώ

αξήχαστος || Κύπρος || αξέχαστος

αξηψύσητος || Κύπρος || αξεψύχητος

αξιά || Ίμβρος, Καστελλόριζο, Κωνσταντινούπολη, Κως, Λέσβος, Μάδυτος*, Σαράντα Εκκλησιές*, Σύμη || αξία

αξιά || Μάδυτος* || ευτυχία

αξία || Τσακωνιά || αλλαξιά

αξία || λόγιο || συχν. εμφ. 4 || Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | άζζιο, ακχιά, άξια, αξιά, αξίγια, αξιγιότε, αξιότα, αξιότε, αξιότη, αξιουμάδα, άξιση, άξα || αξία

αξία || Τσακωνιά || τσουκνίδα

άξια || Ζάκυνθος, Κύθηρα || αξία

άξια [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || άξα || άξια

αξιά [Βλαστός 1931] || αξιοσύνη

αξιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Ίμβρος || δύναμη

αξιαγάπητος || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || αγαπέσιμος, αγαπήσιμος || αξιαγάπητος

αξιάγκλιστους || Καρδίτσα || αχτένιστος

αξιάδα [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Άρτα*, Βιθυνία*, Βοιωτία, Θεσπρωτία, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Λάρισα, Μαγνησία, Μεσσηνία, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Φιλιππούπολη* || αξιοσύνη

αξιαζητώ || Κύπρος || απαιτώ

αξιαζόμενος || Κύπρος || άξιος

αξιαζόμινους || Αίνος* || άξιος

αξιάζου || Ιωάννινα || αξίζω

αξιαζούμενος [Germano 1622] || δημοτική || Κρήτη, Μάνη, Λακωνία, Ρόδος || άξιος

αξιάζω [Germano 1622] || Ήπειρος, Κύπρος, Πάρος, Σινασός* || αξίζω

αξιάλ || Γρεβενά, Καρδίτσα, Κοζάνη, Λάρισα, Τρίκαλα || βουκέντρα

αξίαλο || Κάλυμνος || ξινόγαλα

αξίαλον || Κάρπαθος || ξινόγαλα

αξίαλος || Ρόδος || γιαούρτι

αξιάμ || Ιωάννινα || βράδυ

αξιάνοιχτους || Σέρρες || επιφυλακτικός

αξιαξόραστους || Λάρισα || πολύτιμος

Αξιάρχης || Δέλβινο || Νοέμβριος

αξιβουτάντστους || Νιγρίτα || αβοτάνιστος

αξιβράκουτους || Ίμβρος || ξεβράκωτος

αξιβράκουτους || Σάμος || πάμφτωχος

αξιγγοκέρι [Germano 1622] || ξιγκοκέρι

αξίγια || Κερασούντα*, Λήμνος || αξία

άξιγιος || Κερασούντα*, Τραπεζούντα* || άξιος

αξιγιότε || Κερασούντα* || αξία

αξιγιότε || Κερασούντα* || αξιοσύνη

αξιγιώνω || Κερασούντα* || αξιώνω

αξίγκ || Κοζάνη || ξίγκι

αξίγκεμα [Portius 1635] || κανάκευμα

αξιγκερός [Legrand 1882] || δημοτική || λιπαρός

αξιγκεύγομαι [Somavera 1709] || κολακεύομαι

αξιγκεύγω [Somavera 1709] || κολακεύω

αξιγκεύομαι [Somavera 1709] || κολακεύομαι

αξιγκεύομαι [Somavera 1709] || τραβιέμαι

αξιγκεύου || Σάμος || παχαίνω

αξιγκευτής [Portius 1635] || κόλακας

αξιγκεύω [Portius 1635] || κανακεύω

αξιγκεύω [Portius 1635] || τραβώ

αξιγκεύω [Somavera 1709] || κολακεύω

αξίγκι || Χίος || κήλη

αξίγκι [Germano 1622] || Κως, Νάξος, Πάρος, Ρόδος, Χίος || ξίγκι

αξίγκιν || Κάρπαθος, Νίσυρος, Ρόδος || ξίγκι

αξιγκόκωλος || Χίος || χοντρόκωλος

αξιγκώνου || Σάμος || παχαίνω

αξίδιαγους || Αιτωλοακαρνανία || αξίδιαστος

αξιδιάλυτε || Τσακωνιά || απραγματοποίητος

αξιδιάλχους || Λέσβος || αξεδιάλεχτος

αξίδιαστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αξίδιαγους, αξίδιαστους, αξίδουτους, αξίδωτος || αξίδιαστος

αξίδιαστους || Ιωάννινα || αξίδιαστος

αξίδουτους || Αιτωλοακαρνανία || αξίδιαστος

αξίδωτος || Τραπεζούντα* || αξίδιαστος

άξιε || Βάτικα*, Τσακωνιά*, Χαβουτσί* || άξιος

αξιέραστη || λόγιο || αρωταριά || αξιέραστη

αξίζζω || Κάσος || αξίζω

αξίζου || Καστοριά, Μάνη, Τσακβνιά, Χαβουτσί* || αξίζω

αξιζούμενος || Κέρκυρα || άξιος

αξίζω || & Αμοργός, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Θήρα, Ιθάκη, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κοτύωρα*, Κρήτη, Κύπρος, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία, Νάξος, Νίσυρος, Οινόη*, Τραπεζούντα*, Χαλδία*, Χίος || αξίζω

αξίζω [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 4 || αγρίζω, ακαλιάζω, αμερτάρω, αξάζω, αξιάζου, αξιάζω, αξίζζω, αξίζου, αξίντζω, αξίτζω, αχρήζω, αχρίζου, αχρίζω, βαλέρω, γιαρατίζω, εξάζω, μερτάρω, ξάζω, ξίζω, φελώ || αξίζω

αξίθαλος || Άνδρος || έξυπνος

αξιθύμαστους || Ιωάννινα || αξεθύμαστος

αξίκι || Καστελλόριζο || ελλιποβαρές

αξίκικους || Μάκρη* || λειψός

αξικόλητους || Λιβίσι* || αξεκόλλητος

αξικόλλητος || Καστελλόριζο, Κύπρος || αξεκόλλητος

αξίκους || Σάμος || λειψός

αξιλάκουτος || Κονίστρες || αξελάκκωτος

αξιλάκουτους || Αιτωλοακαρνανία || αξελάκκωτος

αξιλάξτους || Ίμβρος || επιπόλαιος

αξιλίθγους || Αιτωλοακαρνανία || αξελιθάριστος

αξιλίκι || Κωνσταντινούπολη || αναποδιά

αξιλίκι || Κωνσταντινούπολη || παραξενιά

άξιμα || Αιτωλοακαρνανία || μεγάλωμα

αξιμάρ || Σινασός* || αξίνα

αξιμολόετος || Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανεξομολόγητος

αξιμολόητους || Ιωάννινα || ανεξομολόγητος

αξιμπέρδιφτους || Ιωάννινα || αξεμπέρδευτος

αξιμπούλουους || Σάμος || ξεβούλωτος

αξίνα || & Ζάκυνθος, Ηλεία, Μάνη, Χαλκιδική || αξίνα

αξίνα [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || ανατζάχ, αξιμάρ, αξινάρι, αξινάριν, αξίνη, αξινογύρι, αξινορίν, αξινορύγι, αξνά, αξνάρ, αντσινάρι, ασσινάρι, αστιμάρι, αστουμάρι, αφσινάρι, ντσινάρι, ξινάρι, ξινάριν, ξινιάρι, ξινογύρι, σσινάρι, σφινάρι, τσινάρι, φσινάρι || αξίνα

αξινάκι [ΙΛΝΕ 1939] || υποκοριστικό της αξίνας: αξιναρόπον, αξινίτσα, αξνάτς, ξιναράκι || αξινάκι

αξινάρ || Κοτύωρα*, Όφις*, Σάντα*, Σαράντα Εκκλησιές*, Σίλατα*, Τραπεζούντα*, Φάρασα*, Χαλδία* || αξίνα

αξινάρα [Βεντότης 1790] || δημοτική || η μεγάλη αξίνα: αξινούρα, ξινάρα || αξινάρα

αξιναράζω || Χαλδία* || αξιναρίζω

αξιναράς [ΙΛΝΕ 1939] || αυτός που σκάβει με την αξίνα: αξιναρολόγος, αξινολόγος, ξιναράς, ξιναρολόγος, ξινοκόπος || αξιναράς

αξιναρέα || Κερασούντα*, Σάντα*, Χαλδία* || αξινιά

αξιναρέγια || Κερασούντα || αξινιά

αξινάρι [Βεντότης 1790] || δημοτική || Ηλεία, Θήρα, Κάλυμνος, Κύθηρα, Λευκάδα, Σινασός*, Χίος || αξίνα

αξιναρίζω [ΙΛΝΕ 1939] || σκάβω με την αξιναράζω, αξίνα: αξινίζω, αξινοκοπώ, ξναρίζω || αξιναρίζω

αξινάριν [Ηπίτης 1908] || Κερασούντα*, Οινόη*, Τραπεζούντα* || αξίνα

αξιναρίτζα || Κερασούντα*, Τραπεζούντα || τσαλαπετεινός

αξιναροκράτημα [Δημητράκος 1933] || δημοτική || το στειλιάρι της αξίνας: αξινοκράτημα, αξιναρόξυλο, αξιναροστέλ, αξιναροστέλιν, αξινόστελλντο, αξινόστελο || αξιναροκράτημα

αξιναρολόγος || Μεσσηνία || αξιναράς

αξιναρόξυλο || Ζάκυνθος, Νάξος || αξιναροκράτημα

αξιναρόπον || Κερασούντα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αξινάρα

αξιναροστέλ || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αξιναροκράτημα

αξιναροστέλιν || Κερασούντα* || αξιναροκράτημα

αξιναρού || Χαλδία* || γλωσσού

αξινάς || Κάλυμνος || μοσχόφυλλο

αξινάστραφα || Κύπρος || ανάποδα

αξινάστρεφα || Κύπρος, Χίος || ανάποδα

αξινάστρεφος || Κύπρος || ανάποδος

αξινέ || Κύπρος || αντίστροφα

αξινέ || Κύπρος || ενάντια

αξινέα || Αίγινα, Μάνη, Μεσσηνία || αξινιά

αξινέμιστ || Ίμβρος || χέρσα

αξινέμστους || Λέσβος || αλίχνιστος

αξίνη [Germano 1622] || Νάξος, Νίσυρος, Ρόδος, Χίος || αξίνα

αξινήθρα || Μύκονος || τσουκνίδα

αξινιά [ΙΛΝΕ 1939] || χτύπημα με την αξίνα: αξινέα, αξιναρέα, αξιναρέγια || αξινιά

αξινίζω || Κύθηρα, Νάξος || αξιναρίζω

αξινίστεφος || Σύμη || ιδιότροπος

αξίνιστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άξινος, αξίνστους, άξνος || αξίνιστος

αξινίστρεφα || Σύμη || ανάποδα

αξινίστρεφος || Σύμη || ανάποδος

αξινίτιφτους || Ιωάννινα || αξενίτευτος

αξινίτσα || Ρόδος || αξινάκι

αξινογύρι || Χίος || αξίνα

αξινογύρι [Germano 1622] || Χίος || τσάπα

αξινογύρι [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || κασμάς

αξινοκοπώ || Νάξος || αξιναρίζω

αξινοκράτημα [Δημητράκος 1933] || δημοτική || αξιναροκράτημα

αξινολόγος || Ηλεία, Μάνη || αξιναράς

αξινολόγος || Ηλεία || σκαφτιάς

αξινορίν || Κάρπαθος || αξίνα

αξινορύγι || Χίος || αξίνα

αξινορύγι [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || κασμάς

άξινος || Νάξος || αξίνιστος

αξινόστελλντο || Ρόδος || αξιναροκράτημα

αξινόστελο || Νίσυρος || αξιναροκράτημα

αξινόστραφα || Κύπρος || ανάποδα

αξινοστραφκιάζω || Κύπρος || αναποδογυρίζω

αξινόστραφος || Κύπρος || ανάποδος

αξινούρα || Ρόδος || αξινάρα

αξίνστους || Νιγρίτα || αξίνιστος

αξίντζω || Κάρπαθος, Χίος || αξίζω

αξινύχτγους || Αιτωλοακαρνανία || αξενύχτιστος

αξίνω || Δογάν Κιόι* || αυξάνω

αξιοζούμενος || Κεφαλονιά || άξιος

αξιοζούμενος || Κεφαλονιά || πολύτιμος

αξιοθαύμαστος || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || αντμιράμπιλε || αξιοθαύμαστος

αξιόν || Τήνος || άξονας

αξιονάρτσης || Κως || εξομολογητής

άξιονας || Μύκονος || άξονας

αξιόνι || Αχαΐα, Κύθηρα, Μύκονος, Χίος || άξονας

αξιοπρέπεια || λόγιο || συχν. εμφ. 4 || αναμούζι, ντιλιμάνι || αξιοπρέπεια

αξιοπρεπής || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || ναμουσλής || αξιοπρεπής

αξιόρευτος || Χίος || ανεξομολόγητος

αξιός || Βοιωτία, Ευρυτανία, Μεσσηνία || άξιος

άξιος || & Αδριανούπολη*, Αμοργός, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Θήρα, Κερασούντα*, Κίμωλος, Κοτύωρα*, Κρήτη, Κως, Λακωνία, Μήλος, Νικόπολη, Ρόδος, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία*, Χίος || άξιος

άξιος [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 4 || αγαθός, άκχιος, αξαζζούμενος, αξαζόμενος, αξαζούμενος, αξαλής, άξε, αξιαζόμενος, αξιαζόμινους, αξιαζούμενος, άξιγιος, άξιε, αξιζούμενος, αξιοζούμενος, αξιός, άξιους, αξιωμένος, άξκιος, άξος, άξους, ξαζζούμενος, ξαζούμενος || άξιος

αξιοσίχαντος || Μάνη || σιχαμερός

αξιοσύνη [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || ακχιάδα, ακχιότη, ακχιοσύνη, αξάδα, αξιά, αξιάδα, αξιγιότε, αξιότ, αξιότε, αξιότη, αξιότητα, αξιουμάρα, αξιουσύν, άξιση, αξιωμάρα, αξκιοσύνη, αξόητα, αξοότη, αξοσύνη, αξότη, αξουσύν || αξιοσύνη

αξιότ || Βοιωτία || αξιοσύνη

αξιότα || Χαλδία* || αξία

αξιότε || Κερασούντα* || αξία

αξιότε || Κερασούντα* || αξιοσύνη

αξιότη || Ηλεία || αξία

αξιότη || Αρκαδία, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύπρος, Κως, Λακωνία, Λιβίσι*, Σκύρος || αξιοσύνη

αξιότητα [Germano 1622] || Αρκαδία, Κρήτη || αξιοσύνη

αξιοτιμημένος || Κρήτη || αξιοτίμητος

αξιοτίμητος [Βλαστός 1931] || αξιοτιμημένος, αξοτιμημένος, αξοτίμητος || αξιοτίμητος

αξιούκου || Τσακωνιά || αξιώνω

αξιουμάδα || Λιβίσι* || αξία

αξιουμάρα || Αιτωλοακαρνανία, Βοιωτία || αξιοσύνη

αξιουμένους || Μάδυτος* || ευτυχισμένος

αξιούριστος || Κύπρος, Οινόη* || αξύριστος

αξιούρστους || Λέσβος || αξύριστος

άξιους || Ευρυτανία, Καστοριά, Πιερία || άξιος

αξιουσύν || Αδριανούπολη*, Ίμβρος || αξιοσύνη

άξιπα || Προποντίδα*, Χαβουτσί* || ξαφνικά

αξίππαστος || Κύπρος || ατάραχος

αξιρίζουτους || Ιωάννινα, Καρδίτσα || αξερρίζωτος

αξιρίζωτος || Κύπρος || αξερρίζωτος

άξιρους || Καστοριά || ανήξερος

άξιση || Κύπρος || αξία

άξιση || Κύπρος || αξιοσύνη

αξισκέπαστους || Λιβίσι* || αξεσκέπαστος

αξίσκιστους || Λιβίσι* || Λιβίσι*

αξισκόνιστος || Κύπρος, Σύμη || αξεσκόνιστος

αξισκόνστους || Λέσβος || αξεσκόνιστος

αξισνόρστους || Σάμος || ανεκτικός

άξιστε || Τσακωνιά || άπλυτος

άξιστους || Ίμβρος || αλανάριστος

άξιταν || Κύπρος || ατύχημα

αξίτζι || Νάξος, Χίος || ξίγκι

αξίτζω || Σίφνος || αξίζω

αξιτίμουτους || Αίνος*, Αιτωλοακαρνανία || ανεκτίμητος

αξιτίμτους || Ιωάννινα || ανεκτίμητος

αξιτύλιχτους || Λιβίσι* || αξετύλιχτος

αξιφλέδιαστους || Λιβίσι* || αξεφλούδιστος

αξιφλούδγους || Αιτωλοακαρνανία || αξεφλούδιστος

αξιφλούδστους || Σέρρες || αξεφλούδιστος

αξιφύλγους || Αιτωλοακαρνανία || αξεφύλλιστος

αξιφύλιαγους || Αιτωλοακαρνανία || αξεφύλλιστος

αξιφύλιαους || Αιτωλοακαρνανία || αξεφύλλιστος

αξιχόρτιστος || Κύπρος || αβοτάνιστος

αξιχώριγος || Σάντα* || αξεχώριστος

αξιωμάρα || Αρκαδία || αξιοσύνη

αξιωματούχος || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || αβιτζιάλης, αφφιτζιάλης, οφφιτσιαλέος || αξιωματούχος

αξιωμένος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || άξιος

αξιώννουμαι || Κύπρος || Κύπρος

αξιώννω || Κάρπαθος, Κύπρος || αξιώνω

αξιώνομαι [Germano 1622] || δημοτική || αξιώννουμαι, αξιώνουμι, αξώνομαι, αξώνουμαι, ξιούμαι, ξούμαι || αξιώνομαι

αξιώνου || Ίμβρος, Μάνη, Πιερία || αξιώνω

αξιώνουμι || Καστοριά, Χαλκιδική || αξιώνομαι

αξιώνω || & Βάτικα*, Ζάκυνθος, Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Όφις*, Πελοπόννησος, Σάντα*, Σινασός*, Τραπεζούντα*, Χαλδία*, Χαβουτσί* || αξιώνω

αξιώνω || Κρήτη || ταλαιπωρώ

αξιώνω [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || ακχιώνου, αξιγιώνω, αξιούκου, αξιώννω, αξιώνου, αξούκου, αξώνου, αξώνω, αφσιώ || αξιώνω

άξκιος || Ρόδος || άξιος

αξκιοσύνη || Ρόδος || αξιοσύνη

αξμέν || Σάμος || τσούλα

αξμέουτους || Σαμοθράκη || αξημέρωτος

αξμέρουτα || Σκόπελος || αξημέρωτα

αξμέρουτου || Θάσος || αγριελιά

αξμέρουτους || Σάμος || αξημέρωτος

άξμπαντα || Λέσβος || απότομα

αξνά || Πάρος || αξίνα

αξνάρ || Ευρυτανία, Λέσβος, Τήνος || αξίνα

αξνάτς || Πάρος || αξινάκι

αξνήθρα || Λέσβος || τσουκνίδα

άξνος || Σκύρος || αξίνιστος

αξοατάς [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || δοσοληψία

αξόβεργα || Κρήτη, Πάργα, Σύρος, Χίος || ξόβεργα

αξόδαστος || Οινόη || ανέξοδος

αξόδευτε || Τσακωνιά, Χαβουτσί* || ανέξοδος

αξόδευτος || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανέξοδος

αξόδευτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακατέλυτος, ανεξόδευτος, ανιξόδιφτους, αξόδεφτος, αξόδιαστος, αξόδιαστους, άξοδος || αξόδευτος

αξόδεφτος [Βλαστός 1931] || αξόδευτος

αξόδιαστος [Βεντότης 1790] || δημοτική || Ζάκυνθος, Παξοί || αξόδευτος

αξόδιαστους || Λιβίσι*, Σέρρες || αξόδευτος

άξοδος [Βλαστός 1931] || δημοτική || αξόδευτος

αξόητα || Κάλυμνος || αξιοσύνη

αξομολόγητος [Germano 1622] || δημοτική || Βιθυνία*, Ήπειρος, Κονίστρες, Κρήτη, Οινόη*, Φωκίδα, Χίος || ανεξομολόγητος

αξομολόετος || Τραπεζούντα* || ανεξομολόγητος

αξομολόητος [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || Άνδρος, Κρήτη || ανεξομολόγητος

αξόμπλιαστος || Κρήτη, Κύθνος, Λευκάδα, Σίφνος || ακατηγόρητος

αξόμπλιαστος || δημοτική || Άνδρος, Κάρπαθος, Λευκάδα, Σαράντα Εκκλησιές* || ακέντητος

αξόμπλιαστος || Κρήτη || ανεξέταστος

αξόμπλιαστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Βουρλά* || ακουτσομπόλευτος

αξόμπλιαστους || Φωκίδα || ακατηγόρητος

αξόμπλιαστους || Ιωάννινα || ακέντητος

αξόμπλιαστους || Λέσβος || ανεξέταστος

αξόν || Αδριανούπολη*, Αίνος*, Ίμβρος, Κοζάνη, Νιγρίτα, Πάρος, Χαλκιδική || άξονας

άξον || Κύπρος || εκτός

άξονας || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || Atlas Linguarum Europae 366 | Buck List 10.77 | αμόν, αξιόν, άξιονας, αξιόνι, αξόν, αξόνι, αξόνιν, άξουνας, αξώνι, ντιγκίλι, ντιγκλίκι, ξόνι || άξονας

αξόνι [Legrand 1882] || δημοτική || Θήρα, Ρόδος, Τσακήλι*, Χάλκη || άξονας

αξόνιν || Κύπρος, Ρόδος || άξονας

αξοότη || Κάλυμνος || αξιοσύνη

αξοπίσω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη || ξοπίσω

αξόρκιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αξόρτσιαστος || αξόρκιστος

αξόρκιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || διάβολος

αξόρτσιαστος || Κύπρος || αξόρκιστος

αξόρτωτος || Κύπρος || ανίκανος

άξος [Legrand 1882] || δημοτική || Άνδρος, Αστυπάλαια, Αυλωνάρι, Αχαΐα, Θήρα, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Καστοριά, Κονίστρες, Κρήτη, Κύμη, Κως, Λευκάδα, Μύκονος, Νάξος, Νίσυρος, Σκύρος, Σύμη, Χίος || άξιος

αξός [Ηπίτης 1908] || Κύμη, Ρόδος, Σύρος || ιξός

αξοσύνη || Άνδρος, Κάλυμνος, Νίσυρος || αξιοσύνη

αξότη || Κάλυμνος || αξιοσύνη

αξοτιμημένος || Κρήτη || αξιοτίμητος

αξοτίμητος || Κρήτη || αξιοτίμητος

αξούγγι [Du Cange 1688] || Σύμη || ξίγκι

αξούγκ || Ημαθία, Κοζάνη, Λάρισα, Νιγρίτα, Σέρρες, Σιάτιστα, Τρίκαλα, Χαλκιδική || ξίγκι

αξούγκι [Βεντότης 1790] || Σύμη || ξίγκι

αξουγκιά || Νιγρίτα || ξίγκι

αξουγκουκέρ || Σέρρες || ξιγκοκέρι

άξουδους || Σέρρες || ανέξοδος

αξούης [Κουκκίδης 1960] || ιδιότροπος

αξούκου || Τσακωνιά || αξιώνω

αξουλούκ || Κοτύωρα* || αναποδιά

αξουλούκ [Κουκκίδης 1960] || ιδιοτροπία

αξουμάρα || Αιτωλοακαρνανία || ικανότητα

άξουνας || Αιτωλοακαρνανία || άξονας

αξούνγκ || Γρεβενά, Καστοριά, Πιερία || ξίγκι

αξουνγκιά || Πιερία || ξίγκι

αξουράφιστος [Βεντότης 1790] || δημοτική || αξύριστος

αξουράφστους || Αίνος*, Ιωάννινα || αξύριστος

αξούργος || Οινόη* || αξύριστος

αξούργους || Άρτα, Ευρυτανία, Καρδίτσα, Σάμος, Φθιώτιδα || αξύριστος

αξούριαστους || Λέσβος || αξύριστος

αξούριγος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αργολίδα, Αρκαδία, Αχαΐα, Ήπειρος, Κέρκυρα, Κορινθία, Λακωνία, Μεσσηνία, Οινόη*, Όφις*, Τραπεζούντα* || αξύριστος

αξούριος || Ιθάκη, Μάνη, Παξοί || αξύριστος

αξούριους || Εύβοια || αξύριστος

αξουρισιά || Ήπειρος || αξυρισιά

αξούριστε || Τσακωνιά || αξύριστος

αξούριστος [Portius 1635] || δημοτική || Κύπρος, Κωνσταντινούπολη, Μάνη, Νάξος, Οινόη*, Τραπεζούντα* || αξύριστος

άξουρος || Αρκαδία, Αχαΐα, Εύβοια, Λακωνία, Μεσσηνία || αξύριστος

αξούρστους || Σάμος, Φθιώτιδα, Χαλκιδική || αξύριστος

άξους || Αϊβαλί*, Αιτωλοακαρνανία, Ευρυτανία, Λαγκαδάς, Λέσβος, Λήμνος, Σάμος, Σκόπελος, Σκύρος || άξιος

αξουσύν || Αϊβαλί*, Θάσος, Λέσβος, Σάμος, Σκόπελος || αξιοσύνη

άξουτε || Τσακωνιά || ατίναχτος

αξόφλητος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανεξόφλητος

άξπα || Λέσβος, Μάδυτος* || ξαφνικά

άξπαντα || Λέσβος || ξαφνικά

άξπανταν || Τσακήλι* || ξαφνικά

αξπόλτος || Πάρος, Σάμος || ξυπόλυτος

αξπόλτους || Ίμβρος, Λέσβος, Λουλέβουργας* || ξυπόλυτος

αξπόλτους || Λέσβος || πάμφτωχος

αξπουλσιά || Λέσβος || ξυπολυσιά

αξπουλτιά || Λουλέβουργας* || ξυπολυσιά

άξστους || Σιάτιστα || άξυστος

αξτά || Αϊβαλί*, Αίνος*, Αιτωλοακαρνανία, Καρδίτσα, Καστοριά, Κομοτηνή, Λέσβος, Λήμνος, Μαγνησία, Πιερία, Σάμος || ακουστά

αξτέρα || Αυδήμι* || σαύρα

αξτιάτκους || Λέσβος || αυγουστιάτικος

Αξτιάτς || Θάσος || Αύγουστος

αξτός || Αϊβαλί*, Τήνος || ακουστός

άξτος || Τσακήλι* || αλανάριστος

Αξτούγινα || Λέσβος || Χριστούγεννα

άξτους || Σιάτιστα || άγνωστος

άξτους || Μαγνησία || ανομολόγητος

Άξτους || Λέσβος, Λήμνος, Μάδυτος* || Αύγουστος

άξυγος || Όφις*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || άξυστος

αξύλιστος || Αρκαδία || άδαρτος

αξύλιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αξυλοκόπητος

αξυλοκόπητος || λόγιο || ανάξουλος, ανάξυλος, αξύλιστος || αξυλοκόπητος

άξυλος || Κερασούντα* || άδαρτος

άξυλος || Κερασούντα* || αξυλοκόπητος

αξύπαστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || μετριόφρων

αξύπαστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || σεμνός

αξύπνετος || Ινέπολη* || αξύπνητος

αξύπνηγος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Τραπεζούντα* || αξύπνητος

αξυπνησιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || θάνατος

αξύπνητος [Somavera 1709] || δημοτική || αγνέφιγος, αγνέφιστος, άγνεφος, ανεξύπνητος, ανέξυπνος, αξύπνετος, αξύπνηγος, αξύπνητους, αξύπνιος, αξύπνιστε, αξύπνιστος || αξύπνητος

αξύπνητους || Αίνος*, Λιβίσι* || αξύπνητος

αξύπνιος || Παξοί || αξύπνητος

αξύπνιστε || Τσακωνιά || αξύπνητος

αξύπνιστος || Τραπεζούντα* || αξύπνητος

αξυπολτιά || Σαράντα Εκκλησιές* || ξυπολυσιά

αξυπολτιά || Σαράντα Εκκλησιές* || φτώχεια

αξυπόλτος || Κουβούκλια*, Κοτύωρα*, Σαράντα Εκκλησιές* || ξυπόλυτος

αξυπόλτος || Σαράντα Εκκλησιές* || φτωχός

αξυπολυσιά [Somavera 1709] || δημοτική || Κρήτη, Ρόδος || ξυπολυσιά

αξυπόλυτος [Germano 1622] || δημοτική || Αμοργός, Κάρπαθος, Κεφαλονιά, Κρήτη, Λακωνία, Νάξος, Ρόδος, Σμύρνη*, Τραπεζούντα*, Χίος || ξυπόλυτος

αξυπόλυτους || Λιβίσι* || ξυπόλυτος

αξυπουλύζουμαι || Κουβούκλια* || ξυπολιέμαι

αξυράφιγος || Κορινθία, Τραπεζούντα*, Σάντα*, Χαλδία* || αξύριστος

αξυράφιστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κερασούντα*, Τραπεζούντα* || αξύριστος

αξύργους || Φωκίδα || αξύριστος

αξύριγος || Ηλεία, Κερασούντα*, Λακωνία, Τραπεζούντα*, Σάντα*, Χαλδία* || αξύριστος

αξυρισιά [Somavera 1709] || δημοτική || αξουρισιά || αξυρισιά

αξύριστος || & Κερασούντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αξύριστος

αξύριστος [Βλάχος 1659] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αμπαρμπέριγος, αμπαρμπέρευτος, αμπαρμπέριστος, αμπαρμπέρστους, αξιούριστος, αξιούρστους, αξουράφιστος, αξουράφστους, αξούργος, αξούργους, αξούριαστους, αξούριγος, αξούριος, αξούριους, αξούριστε, αξούριστος, άξουρος, αξούρστους, αξυράφιγος, αξυράφιστος, αξύργους, αξύριγος, αξύριστους, Λέσβος, απερπέριγος, απερπέριστος, απιρπέριστους || αξύριστος

αξύριστους || Λιβίσι* || αξύριστος

αξύρστους || Λέσβος || αξύριστος

αξύς || Ίμβρος || οξύθυμος

αξυσία || Τσακωνιά || απλυσιά

άξυστος [Somavera 1709] || δημοτική || άξγους, άξστους, άξυγος, άτσουτε || άξυστος

αξύστρητος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αξύστριτος

αξύστριστος [Σκαρλάτος 1874] || αξύστριστος

αξύστριτος [Legrand 1882] || δημοτική || αξύστρητος || αξύστριτος

αξύφαντος [ΙΛΝΕ 1939] || ανύφαντος

άξφους || Καρδίτσα || άνοστος

άξφους || Ιωάννινα, Μαγνησία || ξινός

αξφώνου || Καρδίτσα || βαρυστομαχιάζω

αξχωριανίτς || Αξός* || ξενομερίτης

αξώνι [Somavera 1709] || άξονας

αξώνομαι || Κρήτη, Νάξος || αξιώνομαι

αξώνου || Αϊβαλί, Κύμη, Λέσβος, Λήμνος, Σάμος || αξιώνω

αξώνουμαι || Ζάκυνθος || αξιώνομαι

αξώνω || Κρήτη || ταλαιπωρώ

αξώνω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Βάτικα*, Θήρα, Κρήτη, Χαβουτσί* || αξιώνω

αξώπορτα || Κάλυμνος, Κως, Σύμη || εξώπορτα

αό || Κάσος, Καστελλόριζο, Νάξος, Νίσυρος, Σίφνος, Σύμη, Χίος || από

άο || Νάξος || άλογο

αοάζω || Βάτικα* || αλλάζω

αόατε || Βάτικα* || ανάλλαχτος

άογα || Τσακωνιά || άλογα

αογάζαστε || Τσακωνιά || αλογάριαστος

αογάραστε || Βάτικα* || αλογάριαστος

αογάτσι || Βάτικα* || αλογάκι

αογινέ || Τσακωνιά || αλογίσιος

αογίσε || Τσακωνιά || αλογίσιος

άογο || Τσακωνιά || άλογο

αογόμουζα || Τσακωνιά || αλογόμυγα

αογότριχα || Βάτικα* || αλογότριχα

άογου || Βάτικα* || άλογο

αογούλι || Βάτικα* || αλογάκι

άογρος || Κύπρος || άχρωμος

άοικος || Λακωνία, Μάνη || ακατοίκητος

αοϊσμός || Νάξος || οιμωγή

αοκάτω || Κάσος || αποκάτω

αόκλημα || Κάρπαθος || αγιόκλημα

άολα || Κάρπαθος || άβολα

άολος || Κάρπαθος || άβολος

άολος || Κάρπαθος || ανόθευτος

άολος || Κως || διάβολος

άομα || Νίσυρος || κοτέτσι

αομάριαστος || Νάξος || αδεμάτιαστος

αομάς || Κως, Νίσυρος, Ρόδος || κοτέτσι

άομας || Νίσυρος || κοτέτσι

αομέσα || Κάρπαθος, Νίσυρος || απομέσα

αομπρός || Ικαρία, Κάσος, Νίσυρος, Σύμη || απομπρός

αομπρόσε || Χίος || απομπρός

αονή || Κάρπαθος || φωνή

αόνι || Κάρπαθος || αηδόνι

αοόμυα || Νάξος || αλογόμυγα

αοπά || Σέριφος || αποδώ

αοπάνω || Κάσος, Κρήτη, Νίσυρος, Παξοί, Σίφνος, Σύμη || αποπάνω

αοπέρα || Νάξος, Νίσυρος || απέναντι

αοπέρα || Νίσυρος || αποπέρα

αοπίσω || Κέρκυρα, Νίσυρος, Σίφνος, Σύμη || αποπίσω

άοπλος || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || αναρμάτωτος, αρμάτωτος, ξαρμάτωτος || άοπλος

αόπλως || λόγιο || αξαρμάτωτα || αόπλως

αοπόξω || Νάξος || απέξω

αοπορμό || Σίλλη* || πρωινό

αοπός (ο) || Καππαδοκία* || αλεπού

αοπού || Νίσυρος, Σύμη || πόθεν

αορά || Κάρπαθος || αγορά

αόρα || Κάρπαθος || νίκη

αόρα || Μύκονος || τώρα

αοραδκιά || Κύπρος || θαμνοκυπάρισσο

αοράζω || Κάρπαθος, Κύπρος, Νάξος, Χίος || αγοράζω

αοράντζω || Κάρπαθος || αγοράζω

αορασία || Κάρπαθος || αγορά

αορασμός || Κάρπαθος || αγορά

αορασμός || Νάξος || αγόρασμα

αοραστής || Κάρπαθος || αγοραστής

αοραστικός || Κύπρος || αγοραστός

αοραστός || Κάρπαθος || αγοραστός

αόρατα || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || άβλεπτα || αόρατα

αορατιά || Κύπρος || άρκευθος

αορατιά || Κύπρος || θαμνοκυπάρισσο

αόρατος || λόγιο || συχν. εμφ. 4 || άβλεπτος, αείδωτος, αθεόρατος, ακοίταγος, ακοίταχτος, άρατος || αόρατος

αόρατος || Κύπρος || άρκευθος

αόρατος [Γεννάδιος 1914] || Κύπρος || θαμνοκυπάρισσο

αοράφνα || Κύπρος || πικροδάφνη

αόργητος || Χίος || μειλίχιος

αόργουτους || Πιερία, Τρίκαλα || ανόργωτος

αορείτης [Ηπίτης 1908] || δημοτική || βουνίσιος

αόρη || Κρήτη || βουνά

αόρι || Κρήτη || αγόρι

αόρι (το) || Κάσος, Κρήτη || βουνό

αορίτης || Κάρπαθος, Κρήτη || βουνίσιος

αορίτικος || Κρήτη || βουνίσιος

άορος || Κάρπαθος || αγόρι

άορος || Κάρπαθος || άγουρος

αόρστους || Γρεβενά, Κοζάνη, Τρίκαλα || άτακτος

αορτάζω || Κίμωλος || γιορτάζω

αός || Κάρπαθος, Ρόδος, Χίος || αυλάκι

αός || Κάρπαθος, Χάλκη || νεροσωλήνας

άος || Ικαρία, Κρώμνη*, Όφις*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || άγιος

άος || Ανατολική Θράκη* || άλλος

αοσταρτζιά || Κως || άγρωστη

Άοστος || Αμοργός, Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κως || Αύγουστος

άοστρα || Αμοργός || άγρωστη

άοστρας || Αμοργός || άγρωστη

άοστρο || Κως || άγρωστη

άοστρος || Κάλυμνος, Κως || άγρωστη

αόσυκο || Κως || αβγόσυκο

αοσυτσιά || Κως || αβγοσυκιά

αότε || Τσακωνιά || άλλοτε

αότες || Νάξος || άλλοτε

αότες || Νάξος || άλλωστε

αού || Βάτικα* || αλλού

αού || Κάρπαθος, Καστελλόριζο || από

άου || Καππαδοκία* || άλλος

αουά || Βάτικα* || αλλά

αουάθι || Νάξος || αλάτι

αουάτσι || Βάτικα*, Νάξος || αλάτι

αουγντύτης || Κάρπαθος || αγιογδύτης

άουγο || Βάτικα* || άλογο

αουδέρω || Νάξος || περιποιούμαι

αούδουρας || Κύθνος, Νάξος, Πάρος, Σίφνος, Σύρος || αγούδουρας

αούιριασμα || Μάνη || ουρλιαχτό

αουκάτω || Κάρπαθος || αποκάτω

αουκής || Ρόδος || κυνηγός

άουλα || Κάρπαθος, Κύπρος || άθελα

αούλευτος || Κάρπαθος || αδούλευτος

αουλιάρης || Κύπρος || άβουλος

αουλιάρης || Κύπρος || λαίμαργος

αούλλα || Κάρπαθος || θηλιά

αούλλωτος || Κάρπαθος || ασφράγιστος

άουλος || Κύπρος || άβουλος

αουμάς || Κως, Νίσυρος, Ρόδος || κοτέτσι

αουμέσα || Κάρπαθος || απομέσα

αουμπίστρα || Κως || ακουμπιστήρι

αουμπρός || Κάρπαθος, Χίος || απομπρός

άουνα || Τσακωνιά || αλώνι

αουνεύγω || Νάξος || αλωνίζω

αουνίστρα || Κέρκυρα || στια

άουο || Νάξος || άλογο

άουος || Νάξος || άλλος

αουπάν || Αργολίδα, Γρεβενά, Ευρυτανία, Ήπειρος, Καστελλόριζο, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Φωκίδα || αποπάνω

αουπάνου || Αιτωλοακαρνανία, Αχαΐα, Ιωάννινα, Λευκάδα, Λιβίσι* || αποπάνω

αουπάνω || Ήπειρος, Κάρπαθος || αποπάνω

αουπέρα || Αρκαδία, Θάσος || απέναντι

αουπέρα || Κάρπαθος || αποπέρα

αουπίσω || Κάρπαθος || αποπίσω

αουπόξω || Κάρπαθος || απέξω

αουράζω || Καστελλόριζο || αγοράζω

αουρανιά || Ρόδος || βρυωνιά

αουράννου || Λιβίσι* || αγοράζω

αουραρπώ || Κάρπαθος || απάγω

αουράφνα || Νίσυρος || πικροδάφνη

αουρεύγομαι || Νάξος || αντιπαθώ

αούρι || Τρίγλια* || αγόρι

αουρία || Κάρπαθος, Κύπρος, Ρόδος || αγουρίδα

αουρίδα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Καστελλόριζο, Νάξος, Ρόδος || αγουρίδα

αουρίδης || Κάρπαθος || ερωτιδέας

αουρίδης [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κάρπαθος || έφηβος

αουρίδι || Νίσυρος || αγούδουρας

αουρίδι || Νάξος || αγουρίδα

αουρίστρας || Νίσυρος || αγούδουρας

αούριστρας || Νίσυρος || άγρωστη

αουρίτης || Κάρπαθος || ερωτιδέας

αουρίτης || Κάρπαθος, Τήλος || έφηβος

αουρίτικος || Κάρπαθος || βουνίσιος

αούρμαστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άγουρος

αουροδιωματάρης [ΙΛΝΕ 1933] || Κάρπαθος || ομορφονιός

αουρόλαδο || Κάρπαθος || αγουρόλαδο

αουροξύπνημα || Νίσυρος || αγουροξύπνημα

αουροξυπνημός || Νάξος || αγουροξύπνημα

αουροξύπνισμα || Νάξος || αγουροξύπνημα

αουροξυπνισμός || Νάξος || αγουροξύπνημα

αουροξυπνώ || Νίσυρος, Κάρπαθος || αγουροξυπνώ

αουροπηλογιά || Κάρπαθος || βρίσιμο

άουρος || Κάρπαθος, Κάσος, Κως, Νάξος, Ρόδος, Σύμη || αγόρι

άουρος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αίγινα, Κάρπαθος, Κάσος, Καστελλόριζο, Κύπρος, Κως, Νάξος, Νίσυρος, Ρόδος, Σύμη, Χάλκη || άγουρος

αουροτρώω || Κύπρος || αγουροτρώγω

αουροφάς || Νάξος, Ρόδος || αγουροφάγος

αουρωπός || Κάρπαθος, Νάξος || αγουρωπός

αουσίαστος || Νάξος || ασυμπάθιστος

αουσκιάτικα || Κύπρος || αυγουστιάτικα

άουστα || Βουρλά* || αυγουστιάτικα

αούστας [Γεννάδιος 1914] || δημοτική || άγρωστη

αουστιάτικος || Κίμωλος || αυγουστιάτικος

αουστιάτκος || Πάρος || αυγουστιάτικος

Άουστο || Απουλία || Αύγουστος

αουστοπουρνελγκιά || Ρόδος || κορομηλιά

αουστοπουρνελλιά || Ρόδος || δαμάσκηνο

αουστοπουρνέλλντα || Ρόδος || δαμασκηνιά

άουστος || Κρήτη, Σύμη || άλουστος

Άουστος || Άνδρος, Θήρα, Ικαρία, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κάρυστος, Καστελλόριζο, Κέρκυρα, Κύπρος, Κως, Μύκονος, Νάξος, Νίσυρος, Πάρος, Ρόδος, Σύμη, Χάλκη || Αύγουστος

άουστους || Σαμοθράκη || άρρωστος

άουστρα || Λέρος, Νάξος || άγρωστη

άουστρας || Αμοργός, Θήρα, Ίος, Πάρος || άγρωστη

Αούστρια || Καστελλόριζο || Αυστρία

αουστρίδα || Λέρος || άγρωστη

άουστρος || Κάλυμνος, Κως, Λέρος, Νάξος, Πάρος || άγρωστη

αούτε || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αυτή

αουτεντικάρω || Ζάκυνθος || επικυρώνω

αουτέντικο || Ζάκυνθος || αυθεντικό

αούτερε || Βάτικα* || αλλιώς

αουτζάς || Νάξος || αλατζάς

αουτοριτζάρω || Ζάκυνθος || εξουσιοδοτώ

αουτόρος || Ζάκυνθος || συγγραφέας

αούτος || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αυτός

αούτουρου || Βάτικα* || αλλιώς

αούτς || Λαγκαδάς || καρότο

αούχα || Κάλυμνος || γιουχάισμα

άουψους || Ιωάννινα || ωχρός

άουψτους || Σκόπελος || καταραμένος

αουώνι || Νάξος || αλώνι

αόψαστους || Ιωάννινα, Σάμος, Σκόπελος || ωχρός

αόψε || Νίσυρος, Σίφνος, Σύμη, Χίος || απόψε

αοψεσινός || Νίσυρος || αποψινός

αόψι || Σίλλη* || απόψε

αόψιαστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ωχρός

αόψιαστους || Ιωάννινα || ωχρός

αοψινός || Νίσυρος || αποψινός

άοψος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Χίος || ωχρός

 

 

 

προς λέξεις που αρχίζουν από αξ-αο

 

αβάρβαρος || Αρκαδία, Κορινθία, Λακωνία, Σύρος || άξεστος

αβάρβαρους || Σάμος || άξεστος

αβάρεγος || Ηλεία || αξημέρωτος

αβάρετος [Βλαστός 1931] || Αρκαδία, Ηλεία, Μάνη || αξημέρωτος

αβιτζιάλης || Κύπρος || αξιωματούχος

άβλεπτα [Βλάχος 1659] || αόρατα

άβλεπτος [Portius 1635] || αόρατος

αβροντολόγιστος || Άνδρος || άξεστος

άβροτος || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Σαμψούντα*, Χαλδία* || άξεστος

αγαθός || Λέσβος || άξιος

αγαπέσιμος || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αξιαγάπητος

αγαπήσιμος || Οινόη* || αξιαγάπητος

αγγάρ || Ίμβρος || άξεστος

αγγουρωτός || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || άξεστος

αγής || Κωνσταντινούπολη || άξεστος

αγιάκλυστος || Σινώπη* || αξέπλυτος

αγκρούβιανος || Αρκαδία || άξεστος

αγλούπιγος || Κοτύωρα*, Όφις*, Σάντα*, Χαλδία* || αξεφλούδιστος

αγλούπιστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αξεφλούδιστος

αγλούπιχτος || Κοτύωρα* || αξεφλούδιστος

άγλυφος || Τραπεζούντα* || αξεφλούδιστος

άγλυφτος || Λακωνία || αξεφλούδιστος

αγναφοπέτσι || Κρήτη || άξεστος

αγναφόπετσο || Κρήτη || άξεστος

αγνέφιγος || Κερασούντα*, Χαλδία* || αξύπνητος

αγνέφιστος || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αξύπνητος

άγνεφος || Σάντα*, Τραπεζούντα* || αξύπνητος

άγνωθος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || άξεστος

αγούρκους || Μαγνησία || άξεστος

αγραντολόγιστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Άνδρος || άξεστος

αγραντολόιστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άξεστος

αγρέκιαστους || Μαγνησία || άξεστος

αγρίζω || Κύπρος || αξίζω

αγρίκα || Βιθυνία || άξεστος

αγρίκιστος || Σινασός* || άξεστος

αγριλάντστους || Λέσβος || άξεστος

αγρίξτους || Λήμνος || άξεστος

αγριομπίστικος || Κεφαλονιά || άξεστος

αγριουτζιόμπανους || Τρίκαλα, Χαλκιδική || άξεστος

αγριουτζόμπανους || Λάρισα || άξεστος

αγριουτσιόμπανους || Μαγνησία || άξεστος

αγριοχρίστιανος || Ηλεία || άξεστος

αγριτσιόμπανους || Μαγνησία || άξεστος

αγρουτζιόμπανους || Θεσσαλονίκη, Κοζάνη, Σιάτιστα || άξεστος

αγρουτζόμπανους || Γρεβενά, Κοζάνη || άξεστος

αγρόχαλτες || Οινόη* || άξεστος

αγροχωρέτας || Κερασούντα* || άξεστος

αγροχωρέτες || Χαλδία* || άξεστος

αδάκλυγος || Σάντα* || αξέπλυτος

αδάκλυστος || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αξέπλυτος

αδκιάκλυστος || Κύπρος || αξέπλυτος

αείδωτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αρκαδία || αόρατος

άζζιο || Νίσυρος || αξία

αθεόρατος || Κύθνος || αόρατος

ακαλιάζω || Αραβανί* || αξίζω

ακαμάτευτος || Αξός* || άξεστος

ακατέλυτος || Σύρος || αξόδευτος

ακοίταγος || Ζάκυνθος || αόρατος

ακοίταχτος || Ζάκυνθος || αόρατος

ακόκκιστος [Γούλας 1961] || δημοτική || αξεδιάλεχτος

ακόμπετος || Κερασούντα* || αξεσκόνιστος

ακότσιγος || Όφις* || αξεδιάλεχτος

ακχιά || Μάνη || αξία

ακχιάδα || Μάνη || αξιοσύνη

άκχιος || Μάνη || άξιος

ακχιοσύνη || Μάνη || αξιοσύνη

ακχιότη || Μάνη || αξιοσύνη

ακχιώνομαι || Μάνη || αξιώνομαι

ακχιώνου || Μάνη || αξιώνω

αλάληγο || Ηλεία || αξημέρωτα

αλειτούργητος || Αρκαδία, Ηλεία || άξεστος

άλεφτε || Τσακωνιά || αξεφλούδιστος

αλησμόνετος [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Οινόη* || αξέχαστος

αλησμόνηγος || Ηλεία || αξέχαστος

αλησμόνητε || Τσακωνιά || αξέχαστος

αλησμόνητος [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Μάνη || αξέχαστος

αμαρίγκλουτους || Λέσβος || άξεστος

αμερτάρω || Ζάκυνθος || αξίζω

αμέρωτα || Λακωνία || αξημέρωτα

αμόν || Αδριανούπολη* || άξονας

αμπαρμπέρευτος || Ζάκυνθος || αξύριστος

αμπαρμπέριγος || Πελοπόννησος || αξύριστος

αμπαρμπέριστος [Somavera 1709] || δημοτική || Θήρα || αξύριστος

αμπαρμπέρστους || Κοζάνη || αξύριστος

αμπράζικος || Κορινθία || άξεστος

ανάβλαχος || Λακωνία || άξεστος

αναγρίκιστος || Σινασός* || άξεστος

αναμούζι || Πωγώνι || αξιοπρέπεια

ανάξουλος || Σάντα* || αξυλοκόπητος

ανάξυλος || Κερασούντα* || αξυλοκόπητος

αναρμάτωτος [Βλάχος 1659] || δημοτική || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Σάντα*, Τραπεζούντα* || άοπλος

ανάσπαλτος || Κερασούντα* || αξέχαστος

ανατζάχ || Σινασός* || αξίνα

ανέβγαλτους || Αιτωλοακαρνανία || άξεστος

ανεξάκριστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αξάκριστος

ανεξαπέραστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αξεπέραστος

ανεξόδευτος || Χαλδία* || αξόδευτος

ανεξύπνητος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αξύπνητος

ανέξυπνος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αξύπνητος

ανήγιαστα || Σίφνος || αξημέρωτα

άνηλα [Ηπίτης 1903] || δημοτική || Νάξος || αξημέρωτα

άνηλγκια || Ρόδος || αξημέρωτα

ανήλια || Κάρπαθος, Κως, Λέσβος, Νάξος, Ρόδος, Χάλκη || αξημέρωτα

άνηλια || Κάρπαθος, Ρόδος, Σύμη || αξημέρωτα

ανήλιαγα || Σάμος, Σκόπελος || αξημέρωτα

ανήλιαστα || Κύθνος, Μήλος, Σάμος, Σίφνος || αξημέρωτα

ανήλλια || Κως, Νίσυρος || αξημέρωτα

άνηλλια || Νίσυρος || αξημέρωτα

ανίγρικους || Νιγρίτα || άξεστος

ανιξόδιφτους || Ιωάννινα || αξόδευτος

άνλα || Πάρος || αξημέρωτα

αντάφτστους || Σιάτιστα || άξεστος

αντμιράμπιλε || Ζάκυνθος || αξιοθαύμαστος

αντούβιανος || Αχαΐα, Ηλεία || άξεστος

αντσινάρι || Απουλία || αξίνα

 

 

απαράφταστους || Χαλκιδική || αξεπέραστος

απάριωρα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αξημέρωτα

απερπέριγος || Τραπεζούντα || αξύριστος

απερπέριστος || Τραπεζούντα || αξύριστος

απιρπέριστους || Αδριανούπολη* || αξύριστος

αποδιαφώτιστα || Κρήτη || αξημέρωτα

άρατος || Κεφαλονιά || αόρατος

αρζούβαλος || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || άξεστος

αρκουδάνθρωπος [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || άξεστος

αρκουδογιάννης [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || άξεστος

αρκουδόγιαννος [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || άξεστος

αρκουδογιόβανος || Σωζόπολη* || άξεστος

αρκουδωτός || Σάντα*, Χαλδία* || άξεστος

αρκωτός || Σάντα*, Χαλδία* || άξεστος

αρμάτωτος [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Κερασούντα*, Τραπεζούντα* || άοπλος

αρμουλόιτους || Μαγνησία || άξεστος

αρνιαγούτς || Λέσβος || άξεστος

αρόδιστα || Θήρα, Κύθηρα || αξημέρωτα

αρούκατος || Αρκαδία || άξεστος

αρωταριά [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αξιέραστη

ασσινάρι || Απουλία || αξίνα

αστερωπά || Κρήτη || αξημέρωτα

αστιμάρι || Φάρασα* || αξίνα

αστουμάρι || Σινασός* || αξίνα

ατσουγκράνστους || Μαγνησία || άξεστος

άτσουτε || Τσακωνιά || άξυστος

άφεχτα || Νάξος || αξημέρωτα

αφσινάρι || Απουλία || αξίνα

αφσιώ || Απουλία || αξιώνω

αφφιτζιάλης || Κύπρος || αξιωματούχος

αφώταγα || Αρκαδία || αξημέρωτα

αφώτιγα || Αρκαδία || αξημέρωτα

αφώτιστο || Μάνη || αξημέρωτα

αχάραγα || Αιτωλοακαρνανία, Ίμβρος, Λέσβος || αξημέρωτα

αχάραγο || Ζάκυνθος, Ηλεία, Κεφαλονιά || αξημέρωτα

αχιρλάντστους || Αϊβαλί*, Μοσχονήσι* || άξεστος

αχρήζω [Somavera 1709] || αξίζω

αχρίζου || Ιωάννινα || αξίζω

αχρίζω || Άνδρος, Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Κύθηρα, Κύπρος || αξίζω

βαλέρω || Παξοί || αξίζω

βιλάνος || Κρήτη || άξεστος

βουργά || Μάνη || αξημέρωτα

γιαρατίζω || Καστελλόριζο || αξίζω

γιλαδιάς || Αιτωλοακαρνανία || άξεστος

γιουρούξ || Νιγρίτα || άξεστος

γλυκαγκαθιά [ΙΛΝΕ 1984] || αξαγκαθιά

εξαγκωνιάζω || Κύπρος || αξαγκωνιάζω

εξάζω || Κερασούντα*, Κρώμνη*, Χαλδία* || αξίζω

ζαγάρι [Λεξικό Δημητράκου 1938] || δημοτική || άξεστος

ζοπποπέλεντρος || Κύπρος || άξεστος

λουτζιά [Χελδράιχ 1926] || αξαγκαθιά

λουτσιά [Γεννάδιος 1914] || Κρήτη || αξαγκαθιά

μερτάρω || Ζάκυνθος || αξίζω

μπερβερίτσι [Γεννάδιος 1914] || Κύπρος || αξαγκαθιά

μυλκίνι [Χελδράιχ 1926] || αξαγκαθιά

μυλκινιά [Χελδράιχ 1926] || Πάρος || αξαγκαθιά

ναμουσλής [Κουκκίδης 1960] || αξιοπρεπής

ντάτσης || Θεσπρωτία || άξεστος

ντιγκίλι [Κουκκίδης 1960] || Σουφλί || άξονας

ντιγκλίκι || Κωνσταντινούπολη || άξονας

ντιλιμάν || Καστοριά || αξιοπρέπεια

ντουμπίνας || Καστοριά || άξεστος

ντριακότς || Πιερία || άξεστος

ντριασκότς || Πιερία || άξεστος

ντσινάρι || Απουλία || αξίνα

νυχατά || Ρόδος || αξημέρωτα

νυχτίτσα || Μαγνησία || αξημέρωτα

νυχτούλια || Αρκαδία || αξημέρωτα

ξαγκαθιά [Γεννάδιος 1914] || Κρήτη, Λακωνία || αξαγκαθιά

ξαγκωνιάζω || Ρόδος || αξαγκωνιάζω

ξαγκωνίζω || Θήρα, Κάρπαθος, Σύμη || αξαγκωνιάζω

ξαζζούμενος || Νίσυρος || άξιος

ξαζούμενος || Νάξος || άξιος

ξάζω || Κρήτη || αξίζω

ξαρμάτωτος [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || άοπλος

ξέντυτος || Ρόδος || αξέντυτος

ξίζω || Νάξος || αξίζω

ξινάρα || Αρκαδία, Κορινθία, Μάνη || αξινάρα

ξιναράκι || Κεφαλονιά || αξινάκι

ξιναράς || Μεσσηνία || αξιναράς

ξινάρι [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Αρκαδία, Κάλυμνος, Κορινθία, Λακωνία, Σύρος, Φάρασα* || αξίνα

ξινάριν || Κύπρος || αξίνα

ξιναρολόγος || Αρκαδία || αξιναράς

ξινιάρι || Αργολίδα, Αρκαδία, Κορινθία, Λακωνία || αξίνα

ξινογύρι || Ικαρία || αξίνα

ξινοκόπος || Σέριφος || αξιναράς

ξιούμαι || Οινόη* || αξιώνομαι

ξισήκουτους || Ιωάννινα || αξεσήκωτος

ξιφλούδιαστους || Ιωάννινα || αξεφλούδιστος

ξναρίζω || Άνδρος || αξιναρίζω

ξόνι || Ικαρία || άξονας

ξούμαι || Κερασούντα* || αξιώνομαι

οξαγκαθιά [Γεννάδιος 1914] || Κρήτη || αξαγκαθιά

οξάζω || Κρώμνη*, Όφις*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αξίζω

οφφιτσιαλέος || Κύπρος || αξιωματούχος

παρβαρετσιά [Γεννάδιος 1914] || Κύπρος || αξαγκαθιά

πέτσακας || Κρήτη || άξεστος

σαγκαθιά [Γεννάδιος 1914] || αξαγκαθιά

σσινάρι || Απουλία || αξίνα

σύθαμπα || Ίμβρος || αξημέρωτα

σύναυκα || Χάλκη || αξημέρωτα

σύνταχα || Ίμβρος || αξημέρωτα

σφινάρι || Απουλία || αξίνα

τρικοκκιά [Χελδράιχ 1926] || αξαγκαθιά

τσινάρι || Απουλία || αξίνα

φελώ || Χάλκη || αξίζω

φσινάρι || Απουλία || αξίνα