Από τις ρωμαίικες διαλέκτους στην κοινή νεοελληνική
συνώνυμα
λέξεις που αρχίζουν από αντ-ανω
Δημήτρης Λιθοξόου
πρώτη δημοσίευση: 18.8.2020
αναθεώρηση: 27.7.2021
Η εργασία είναι διπλής κατεύθυνσης. Από τις διαλέκτους της
ρωμαίικης γλώσσας (που κατά τη γνώμη μου λαθεμένα καταγράφονται σαν «ιδιώματα
της νέας ελληνικής»), στα συνώνυμα της σύγχρονης εθνικής γλώσσας ή «κοινής
νεοελληνικής» (ΚΝΕ). Αλλά και αντίστροφα, από τις λέξεις της ΚΝΕ στα
διαλεκτικά συνώνυμα.
Η μελέτη αποσκοπεί στην καταγραφή του διαλεκτικού πλούτου της
ρωμαίικης γλώσσας και στη συγκέντρωση υλικού για την ουσιαστική μελέτη της
γλώσσας, πέρα από τα εθνικά στερεότυπα.
Στα λήμματα συνυπάρχουν λέξεις των ρωμαίικων διαλέκτων μαζί με λέξεις
της «κοινής νεοελληνικής».
Στην «ορθογραφία» των διαλεκτικών λέξεων ακολουθώ κυρίως
την πρόταση των λεξικογράφων. Ωστόσο τα διπλά σύμφωνα τα χρησιμοποιώ συνήθως
όταν αυτά σημαίνουν και διαφορετική προφορά (όπως σε Κύπρο, Δωδεκάνησα, Κάτω
Ιταλία, Ικαρία, Χίο).
Με σκούρο κόκκινο χρώμα σημειώνονται οι λέξεις-έννοιες, τα βασικά λήμματα, που
συγκεντρώνουν δίπλα τους τα συνώνυμα. Έτσι δίπλα στο «αβγό», βρίσκουμε τα
διαλεκτικά: αβγιό, αβγκό, αβγκόν, αβγκουό, αβγόν, αβγού, αβιγό, αβκό, αβκόν,
αβό, αβουγό, αγκβό, αγκό, αγκουό, αγκουού, αγουό, αυγό, αυγόν, αφκό, αφκόν,
βγο, βο, εβγό, οβγό, οβγόν, οβό, οβόν, ουό.
Με μπλε χρώμα
σημειώνονται λέξεις-έννοιες της δημοτικής που τις
βρίσκουμε και σαν βασικά λήμματα με κόκκινο χρώμα. Εδώ όμως δίπλα τους δεν έχουμε συνώνυμα, αλλά
στοιχεία από την ιστορική-γεωγραφική εξάπλωση, δηλαδή από τη γλωσσογεωγραφία
της λέξης.
Μέσα σε αγκύλη, δίπλα σε λέξεις της δημοτικής, βρίσκεται το
όνομα ενός λεξικού και η χρονιά που εκδόθηκε. Αυτό διευκρινίζει το έτος πρώτης
καταγραφής της λέξης (ή μια από τις χρονικά πρώτες καταγραφές) σε λεξικό της
κοινής (για την εποχή εκείνη) γλώσσας. Για παράδειγμα το «αβανία
[Germano 1622]» εξηγεί πως τη λέξη «αβανία» την πρωτοσυναντάμε στο «Vocabolario
Italiano et Greco» του Girolamo Germano, που εκδόθηκε στη Ρώμη το 1622.
Εκτός από τα γενικά λεξικά, σε ορισμένες περιπτώσεις αναφέρονται και κάποια
ειδικά λεξικά [λ.χ. Γεννάδιος 1914, Κουκκίδης 1960].
Δίπλα σε κάποιες λέξεις, υπάρχει η συχν(ότητα) εμφ(άνισης) και ένας αριθμός, από
το 2 ως το 7. Πρόκειται για τις
λέξεις με τη συχνότερη παρουσία στη σύγχρονη γλώσσα. Σε αυτή την κλίμακα, κάθε
αριθμός είναι δεκαπλάσιος περίπου από τον προηγούμενο. Λόγου χάρη η λέξη «αβγό»
(με συχν.
εμφ. 3), εμφανίζεται στις
μέρες μας, σχεδόν δέκα φορές πιο συχνά από τη λέξη «άβγαλτος» (με συχν. εμφ. 2) και η λέξη «άβολα»
(με συχν.
εμφ. 4), δέκα φορές συχνότερα
από την πρώτη λέξη και εκατό φορές συχνότερα από τη δεύτερη.
Όπου υπάρχει η ένδειξη δημοτική, σημαίνει πως η λέξη που προηγείται χαρακτηρίζεται
στα λεξικά του περασμένου αιώνα, σαν λέξη της δημοτικής γλώσσας. Όπου υπάρχει η
ένδειξη λόγιο
σημαίνει πως η λέξη είναι λόγιο δάνειο, δεν έχει διασωθεί δηλαδή αγράμματα στο
στόμα του λαού. Οι λόγιες λέξεις μπήκαν στη λαϊκή γλώσσα από το εθνικό
εκπαιδευτικό σύστημα. Οι περισσότερες από αυτές χαρακτηρίζονταν στα παλιά
λεξικά σαν λέξεις της καθαρεύουσας.
Μετά τις διαλεκτικές λέξεις,
ακολουθούν γεωγραφικές περιοχές ή οικισμοί. Πρόκειται
για ονόματα τόπων που συναντιέται η διαλεκτική λέξη (της διπλανής εγγραφής).
Έτσι για τη λέξη «αβασκαμός» βλέπουμε πως είναι (ή ήταν) σε χρήση σε: Αιτωλοακαρνανία,
Αργολίδα, Αχαΐα, Βοιωτία, Ζάκυνθος, Λευκάδα, Μαγνησία, Μάνη, Παξοί, Σκόπελος,
Φθιώτιδα.
Αν δίπλα στον τόπο σημειώνεται αστερίσκος (*), όπως π.χ. Αδριανούπολη* ή
Τραπεζούντα*, αυτό δηλώνει πως οι χριστιανοί Ρωμιοί του οικισμού εγκατέλειψαν
τον τόπο τους μέχρι το 1923-1924.
Σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει μια μικρή ερμηνεία της λέξης ή
η λατινική επιστημονική ονομασία της (για τη χλωρίδα και την πανίδα). Επίσης
για ορισμένες βασικές λέξεις-έννοιες υπάρχουν εδώ αναφορές σε κάποιες
συγκριτικές λίστες λεξικοστατιστικής ή γλωσσογεωγραφίας [Swadesh List, Buck List, Atlas Linguarum Europae].
Στο τέλος του λήμματος καταγράφονται τα συνώνυμα της κοινής
που αντιστοιχούν στις διαλεκτικές λέξεις.
Η βιβλιογραφία υπάρχει στον ιστότοπο σε χωριστή ανάρτηση https://www.lithoksou.net/2020/11/lexiko-synonymon-eisagogi.html
αντ || Σάμος || άντε
αντ || Νιγρίτα || όταν
αντά || Κοζάνη || όταν
άντα || Κύπρος || τι
άντα [Λεξικό Δημητράκου
1933] || δημοτική || αν
άντα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κύμη || ιδού
άντα [Λεξικό Δημητράκου
1933] || δημοτική || Γρεβενά, Ιωάννινα, Καστοριά, Κοζάνη, Κως,
Πωγώνι, Σουφλί || όταν
άντα [Λεξικό Δημητράκου
1933] || δημοτική || σαν
αντάα || Κως || μαζί
άνταας || Σαμοθράκη || άντρας
ανταβάνιαστους || Χαλκιδική || αταβάνωτος
ανταβάνουτους || Λάρισα,
Σκόπελος || αταβάνωτος
ανταγιάζου || Λέσβος || καταχνιάζω
ανταγιάντγους || Καρδίτσα || ανυπόφορος
ανταγιάντιστος [Βλαστός
1931] || δημοτική || Βουρλά*, Κρήτη, Κύθηρα, Μέγαρα, Πάρος, Σύρος || ανυπόφορος
ανταγιάντστους || Σάμος || ανυπόφορος
ανταγιάτστους || Αϊβαλί*, Λέσβος, Μοσχονήσι* || ανυπόφορος
ανταγλάως || Μέγαρα || λαίμαργα
ανταγωνίζομαι || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || ανταίνω,
αντιβγαίνω, αντικαλώ, αντιμισιούμαι, αντιπράζω, ντιμισιούμαι, κοντραστάρω || ανταγωνίζομαι
ανταγωνισμός || λόγιο || συχν. εμφ.
4 || ξεσυνορισιό,
συνορισιό || ανταγωνισμός
ανταδερφή || Εύβοια || κουνιάδα
ανταδερφός || Εύβοια || κουνιάδος
άνταζα || Πάργα || γάμπα
αντάζζω || Καλαβρία || αλλάζω
αντάης || Τσακήλι* || συνονόματος
αντάης || Σουφλί || φίλος
ανταίνω
[Βλαστός 1931] || ανταγωνίζομαι
ανταίνω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Λακωνία || μπλέκομαι
αντακάπο || Ζάκυνθος || ξανά
αντακώννω || Κύπρος || αρχίζω
ανταλαβιά || Μαγνησία || απροσεξία
αντάλαβους || Μαγνησία || απρόσεκτος
ανταλαλμός || Μύκονος || οχλοβοή
ανταλαλμός || Μύκονος || φασαρία
ανταλέτ || Μαΐστρος* || γλέντι
ανταλής
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || νησιώτης
αντάλια || Μάνη || ντάλα
ανταλιβέρι || Κως || δοσοληψία
ανταλιέτι || Πάργα || τιμωρία
ανταλλαγή || λόγιο || συχν. εμφ.
4 || άλαξ, αλαξίτσα,
άλλαμαν, αλλαξιά, τράμπα || ανταλλαγή
ανταλλαγμένος || λόγιο || αλαχτός || ανταλλαγμένος
ανταλλάζω || λόγιο || συχν. εμφ.
2 || απαλάγω, απαλάζω || ανταλλάζω
άνταλος || Κόνιτσα || δύσβατος
ανταλού || Μέγαρα || καυλιάρα
ανταλωμός
[Somavera 1709] || θάμπωμα
άνταμ || Σουφλί || άνθρωπος
αντάμα [Meursius 1614] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || Αιτωλοακαρνανία, Αλόννησος, Απουλία, Αρκαδία,
Αχαΐα, Βοιωτία, Γρεβενά, Ευρυτανία, Ζάκυνθος, Ηλεία, Ημαθία, Θεσπρωτία, Θήρα,
Ιωάννινα, Κάλυμνος, Καρδίτσα, Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Καστοριά, Κέα, Κέρκυρα,
Κεφαλονιά, Κοζάνη, Κορινθία, Κοτύωρα*, Κρήτη, Κύπρος, Κως, Λακωνία, Λέσβος,
Λευκάδα, Λιβίσι*, Μάνη, Μεσσηνία, Νίσυρος, Παξοί, Πάργα, Πιερία, Ρόδος, Σέρρες,
Σιάτιστα, Σκύρος, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Φωκίδα, Χάλκη, Χαλκιδική, Χίος || μαζί
ανταμακηλλής
[Κουκκίδης 1960] || Κωνσταντινούπολη
|| λογικός
ανταμακηλλίδικα
[Κουκκίδης 1960] || λογικά
αντάμε || Κύπρος || μαζί
ανταμείβου || Κάρυστος || ανταμείβω
ανταμείβω
[Βλάχος 1659] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || ανταμείβου, αντιμέβου, αντιμέβω,
αντιμεύγου, αντιμεύγω, αντιμοιδεύω, αντινεύγω, νταμείβω, ξαντιμέβω || ανταμείβω
αντάμειψη || Κρήτη || ανταμοιβή
αντάμη
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κεφαλονιά, Κρήτη, Πάρος || μαζί
αντάμης || Λευκάδα || μάγκας
αντάμης
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Ζάκυνθος,
Λευκάδα || θαρραλέος
ανταμιδή || Κύπρος || ποινή
ανταμικά || Λευκάδα || μάγκικα
ανταμικά [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || θαρραλέα
ανταμικά [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || μισιακά
ανταμικός [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || Αυλωνάρι, Κορινθία
|| μισιακός
αντάμικος
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || παλικαρίσιος
ανταμιντά || Φάρασα* || συχνά
ανταμκός || Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Καρδίτσα, Λευκάδα,
Μαγνησία, Πιερία, Σάμος, Τρίκαλα, Φθιώτιδα || μισιακός
αντάμκους || Αιτωλοακαρνανία ||
μισιακός
ανταμλίκ || Ίμβρος || ανθρωπιά
ανταμμένο || Απουλία, Καλαβρία
|| αλλαγμένος
ανταμοιβή || λόγιο || συχν. εμφ.
4 || αντάμειψη, αντίμειψη, αντίμεμα, αντιμοιδή || ανταμοιβή
ανταμόνω [Legrand 1882] || δημοτική || συναντώ
άνταμος || Θεσπρωτία || άσχημος
άνταμος || Παξοί || μεγαλόσωμος
ανταμοτί || Ζάκυνθος || μαζί
ανταμούκου || Τσακωνιά || συναντώ
αντάμουμα || Αιτωλοακαρνανία, Θεσσαλονίκη, Κοζάνη, Λάρισα,
Φθιώτιδα || συνάντηση
ανταμούμαι || Οινόη* || συναντιέμαι
αντάμους || Γρεβενά, Ευρυτανία, Φθιώτιδα || συνάντηση
αντάμουση || Τσακωνιά || συνάντηση
ανταμουσιά || Αιτωλοακαρνανία, Ιωάννινα || συνάντηση
ανταμουτέ || Τσακωνιά || συναντημένος
άνταμπα || Καστοριά || αδέξια
ανταμπάνιαστους || Χαλκιδική || άδαρτος
αντάμς || Χαλκιδική || αναξιόπιστος
αντάμς || Χαλκιδική || άνθρωπος
αντάμς || Λαγκαδάς || μάγκας
αντάμωμα [Βεντότης 1790] || δημοτική || Κάλυμνος, Κάρπαθος
|| συνάντηση
ανταμώννου || Λιβίσι* || συναντώ
ανταμώνομαι [Somavera 1709] || δημοτική || συναντιέμαι
ανταμώνου || Γρεβενά, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Κοζάνη, Λέσβος,
Μάνη, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Χαλκιδική || συναντώ
ανταμώνουμι || Ιωάννινα,
Πιερία, Τρίκαλα || συναντιέμαι
ανταμώνω [Βλάχος 1659] || δημοτική || Buck List 19.65 | Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 |
Αργολίδα, Βάτικα* Ζάκυνθος, Ηλεία, Κάρπαθος, Κοτύωρα*, Λακωνία, Νάξος, Ρόδος,
Χαβουτσί*, Χαλκιδική || συναντώ
ανταμώς || Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κύπρος, Λευκάδα || μαζί
αντάμωση [Βλάχος 1897] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || Ηλεία, Κάρπαθος, Νίσυρος, Ρόδος, Χαβουτσί* || συνάντηση
ανταμωτά
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || συναφώς
ανταμωτός
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || συναφής
ανταμωτός
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || συνδεδεμένος
αντάν || Χίος || αφότου
αντάν || Στενήμαχος* || αφού
αντάν || Κύπρος, Νίσυρος ||
όταν
αντάνα || Κάρπαθος || σειρά
αντάνα || Καλαβρία || σκλήθρα
αντανάκλαση || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || αναρόδι,
αντίγυαλον, αντιλαμπή, αντιλαρίδα, αντιλάρισμα || αντανάκλαση
αντάνο || Καλαβρία || σκλήθρα
αντάντ || Κύπρος || δηλαδή
ανταντώννομαι || Καλαβρία || ξεγελιέμαι
ανταντώννω || Καλαβρία || θαμπώνω
ανταντώννω || Καλαβρία || ξεγελώ
αντάου || Φωκίδα || συναντώ
ανταπάντηση || λόγιο || συχν. εμφ.
2 || αναστόμσμα, αντίκρυσμα || ανταπάντηση
ανταπαντώ || λόγιο || αντιπηλοούμαι || ανταπαντώ
ανταπαρκούς || Κάρπαθος || εξαρχής
ανταποδίδω || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || ανταποδίνω,
ανταποδώννω, ανταποδώνω, αντιμεύγου, αντιπλερώνω, αντιστρέφω, αντιχαρίζω,
απιβγάζου, απογρίζω, ξιαπουβγάζου, ξιπουβγάζου || ανταποδίδω
ανταποδίνω [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || ανταποδίδω
ανταπόδοση || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || χάρης ή δώρου: αντίκαλον, αντικανίσκιν, αντικάνισσιον, αντικάνισκον,
αντικάνισσον, αντίχαρ, αντιχάρ, αντίχαρη, αντιχάρη, αντιχάρητα, αντιχάρισμα,
απουγύρσμα, ξιπούβγασμα, τίκαλον || ανταπόδοση
ανταποδώννω || Κάλυμνος || ανταποδίδω
ανταποδώνω [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || ανταποδίδω
αντάρα || Θήρα, Κάρπαθος, Κρήτη,
Κως, Νίσυρος, Ρόδος, Σύμη || απόβαρο
αντάρα || Κύθηρα, Πόντος*, Σκόπελος, Τσακωνιά || θύελλα
αντάρα || Κοζάνη || θυμός
αντάρα || Κοζάνη || νευρίασμα
αντάρα || Κάρπαθος, Κοζάνη, Κύθνος,
Λευκάδα, Λακωνία, Νίσυρος, Χαλκιδική || συννεφιά
αντάρα || Μάδυτος*, Νίσυρος
|| σύννεφο
αντάρα [Βεντότης 1790] || δημοτική || Πόντος*, Τσακωνιά
|| θόρυβος
αντάρα [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Κέρκυρα, Κύθηρα, Μάνη, Πόντος* || βοή
αντάρα [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Αιτωλοακαρνανία, Αρκαδία, Άρτα, Αχαΐα,
Γρεβενά, Δέλβινο, Ηλεία, Θεσπρωτία, Ιθάκη, Ιωάννινα, Καλλίπολη*, Καρδίτσα,
Κάρπαθπος, Καστοριά, Κοζάνη, Κορινθία, Κρήτη, Κύμη, Λάρισα, Λακωνία, Λέσβος,
Λευκάδα, Μαΐστρος*, Μεσσηνία, Μήλος, Νιγρίτα, Οινόη*, Παξοί, Πάργα, Πιερία,
Σάμος, Σάντα*, Σέρρες, Σιάτιστα, Σουφλί, Τραπεζούντα*, Τρίκαλα, Τσακωνιά,
Φθιώτιδα, Χαλδία*, Χαλκιδική, Χίος || ομίχλη
αντάρα [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || Βουρλά*, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κεφαλονιά, Κύθηρα,
Λακωνία, Θήρα, Σκόπελος || φασαρία
ανταραχή || Τσακωνιά || θόρυβος
ανταραχή || Τσακωνιά || θύελλα
ανταραχή || Τσακωνιά || ομίχλη
ανταραχή || Κύθηρα, Σάμος || ταραχή
ανταραχίζομαι || Κύθηρα || συγχύζομαι
ανταραχίζομαι || Κύθηρα || ταράζομαι
ανταραχισμένος || Κύθηρα || συγχυσμένος
αντάραχο || Τσακωνιά || ήσυχος
ανταραχόμαι || Κύθηρα || συγχύζομαι
ανταραχώμαι || Κύθηρα || ταράζομαι
αντάρε || Ζάκυνθος || πάω
αντάρε || Μύκονος || πηγαιμός
ανταρεμένος
[Βλαστός 1931] || δημοτική || φουρτουνιασμένος
ανταρεύομαι || Λακωνία || καβγαδίζω
ανταρεύομαι
[Ηπίτης 1908] || δημοτική || Αρκαδία || θορυβώ
αντάρευτος || Σύρος || ακίνητος
ανταρεύω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || στασιάζω
ανταρεύω
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || θορυβώ
ανταρεύω
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || καταχνιάζω
ανταριά || Λέσβος || ομίχλη
ανταριάζομαι || Κέρκυρα || αγωνιώ
ανταριάζομαι [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || ζαλίζομαι
ανταριάζου || Λάρισα || θυμώνω
ανταριάζου || Τρίκαλα,
Φθιώτιδα, Χαλκιδική || καταχνιάζω
ανταριάζουμι || Κοζάνη, Χαλκιδική || θυμώνω
ανταριάζω
[Ηπίτης 1908] || δημοτική || Ήπειρος || καταχνιάζω
ανταριάζω
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Βουρλά* || θορυβώ
αντάριασμα || Παξοί || θόρυβος
ανταριασμένος || Κοζάνη || νευριασμένος
ανταριασμένος || Νίσυρος || συννεφιασμένος
ανταριασμένος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ομιχλώδης
ανταριασμένους || Κοζάνη || ομιχλώδης
ανταριασμένους || Λάρισα, Σκόπελος
|| συννεφιασμένος
ανταριασμός || Παξοί || θόρυβος
ανταριαστός || Λέσβος || αταίριαστος
ανταριεύουμι || Χαλκιδική || θυμώνω
ανταρίζω
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || θορυβώ
ανταρίζω
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || καταχνιάζω
ανταριμένους || Σκόπελος || συννεφιασμένος
άνταρο || Απουλία || έντερο
ανταρούδα || Νιγρίτα || ομίχλη
ανταρούλα || Μεσσηνία || ομίχλη
ανταρούσα || Αρκαδία, Κορινθία
|| ομίχλη
ανταρσιά || Κύπρος || νεροποντή
ανταρτεύω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || απειθώ
ανταρτζιά || Κύπρος || νεροποντή
αντάρτης || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || Βασικό
Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | ασής, ασίζης, ετεψίζης || αντάρτης
αντάρτι || Ρόδος || αδράχτι
αντάρτιν || Ρόδος || αδράχτι
άνταρτο || Καλαβρία || άγδαρτος
αντάς || Νίσυρος || γυναικωνίτης
αντάς || Κάρπαθος || δημαρχείο
αντάς || Δέλβινο || οντάς
αντάς || Ζάκυνθος || όταν
αντάς || Λέσβος, Θάσος || συνονόματος
αντάς || Θάσος || φίλος
άντας || Δέλβινο, Καστοριά, Κοζάνη, Πιερία || όταν
αντάσαρας || Κρήτη || κυρίως
αντάσης [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || σύντροφος
αντάσιν || Κύπρος || χαντάκι
αντάσορας || Κρήτη || κυρίως
αντάσορας || Κύπρος || μετά
αντάσσω || Καλαβρία, Απουλία
|| αλλάζω
αντατάρω || Ζάκυνθος || υπολογίζω
αντάτος || Κέρκυρα, Παξοί || ετοιμοθάνατος
αντάτος || Πάργα || φευγάτος
αντάτσαϊ || Κωνσταντινούπολη
|| φασκόμηλο
ανταύγεια || λόγιο || συχν. εμφ.
2 || αντιθωριά,
αντιλαψίδα || ανταύγεια
άνταφα
[Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || βάθη
ανταφιάννου || Μάκρη* || σαβανώνω
αντάφιν || Λιβίσι* || σάβανο
άνταφλα || Ηλεία, Ζάκυνθος, Μεσσηνία || αδέξια
άνταφλα || Αρκαδία || απρόσεκτα
άνταφλα || Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία, Ζάκυνθος, Κορινθία,
Λακωνία, Μεσσηνία || βιαστικά
άνταφλα
[Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || τυφλά
άνταφλος || Αρκαδία, Μεσσηνία
|| αδέξιος
άνταφλος || Αρκαδία, Μεσσηνία
|| απρόσεκτος
άνταφλος || Αρκαδία, Λακωνία
|| ξαφνικός
άνταφλος || Αρκαδία, Λακωνία || τυφλός
αντάφσω || Απουλία || αλλάζω
αντάφτστους || Σιάτιστα || άξεστος
αντάχια || Οινόη* || γρήγορα
αντβόλ || Σάμος || πατρόν
αντγάμος || Πάρος || πιστρόφια
αντγάρω || Λευκάδα || αντιμιλώ
αντγός || Λευκάδα || αποχωρητήριο
άντγους || Ιωάννινα, Φθιώτιδα || άντυτος
άντε || & Άνδρος, Αχαΐα,
Βάτικα*, Βουρλά*, Ηλεία, Θεσπρωτία, Ικαρία, Κουβούκλια*, Κρήτη, Λέρος,
Μεσσηνία, Μήλος, Νάξος, Χαβουτσί*, Χίος || άντε
άντε || Τσακωνιά || καρβέλι
άντε || Τσακωνιά || πρόσφορο
άντε || Τσακωνιά || ψωμί
άντε
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || συχν. εμφ.
5 || Βασικό
Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | α, άγε, άγι, άγια, άγια, άγιατε, άγκε, άγντι, άγομε, άδε,
άε, άεντε, άι, άιμε, άιντα, άιντε, άιντες, άιντι, άιντιε, άιντου, άιτ, άιτε,
άιντα, άιντε, άιντιο, άιντο, άιτ, άιτε, άμα, άμε, άμεν, άμεννε, άμεντε, άμι,
άμμε, άμο, άμον, άμονε, αντ, άντες, άντι, άντια, άντιε, άτε, άτι, έγε, έμα,
έντζε, ες, χα, χάγκε, χάδε, χάε, χάι, χάιντε, χάντε, χαντί, χάτε || άντε
αντεβαίννω || Απουλία || ανεβαίνω
αντεβαμμένο || Απουλία || ανεβασμένος
αντέδερο || Μέγαρα || αντίδωρο
αντεζί || Τσακωνιά || καφτάνι
αντέζι || Τσακωνιά || αντεράκι
αντεζία || Τσακωνιά || εντόσθια
αντειαστικό || συχν. εμφ.
4 || Απουλία || χρήσιμος
αντέκ || Λέσβος || έθιμο
αντέκι || Τσακωνιά || έθιμο
άντεκο || Απουλία || άδικο
αντέλα || Κρήτη || δαντέλα
αντελγάδ || Πάρος || τυλιγάδι
αντελγαδιά || Πάρος || τυλιγάδι
αντελένιος || Κοτύωρα* || δαντελένιος
αντέλη || Κοτύωρα* || δαντέλα
αντελικάτος || Αρκαδία || ντελικάτος
αντελλαρία || Κύπρος || πυροβολικό
αντελφάρες || Αραβανί* || αδερφές
αντελφή || Αραβανί* || αδερφή
αντελφό || Αραβανί*, Φερτέκι*
|| αδερφός
αντελφός || Αξός*, Αραβανί* ||
αδερφός
αντέμα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || μπλέξιμο
αντέμα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || συναπάντημα
άντεμα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || μπλέξιμο
άντεμα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || συναπάντημα
αντέμι [Λεξικό Δημητράκου
1933] || δημοτική || τρεχάλα
αντεμπίρω || Ζάκυνθος || εκτελώ
αντέμπο || Κύθηρα || παράλληλα
αντένα || Κύθηρα || δρασκελιά
αντένα [Germano
1622] || δημοτική || Ζάκυνθος, Ίμβρος, Κάσος, Κύθηρα, Κύπρος, Κωνσταντινούπολη, Μάνη, Σάμος,
Σκόπελος, Τσακωνιά || κεραία
αντενάτος || Ζάκυνθος || πρόγονος
αντέντα || Απουλία, Καλαβρία
|| βδέλλα
αντεπιχείρημα || λόγιο || συχν. εμφ.
2 || αντιπάτι || αντεπιχείρημα
αντέρ || Χαλδία* || έντερο
αντέρα || Ίμβρος, Κρήτη, Σάμος
|| έντερο
αντεράκι || αντέζι,
αντέρι, αντερίτσι, αντερούδιν, αντερουλάκι, αντερούλι, αντερουάκι, αντζιρόπκου,
αντιρίδ, ιντερόπον || αντεράκι
αντεράς || Οινόη* || λαίμαργος
άντερε || Τσακωνιά || έντερο
αντερέστο || Ζάκυνθος || ειδεμή
αντέρι || Τσακωνιά || αντεράκι
αντέρι || Αχαΐα, Κάρπαθος,
Κάλυμνος, Κεφαλονιά, Κύθηρα, Οινόη*, Σαμψούντα*, || έντερο
αντερί
[Βεντότης 1790] || δημοτική || Βάτικα*,
Βουρλά*, Ζάκυνθος, Κάλυμνος, Κρήτη, Κύθηρα, Κωνσταντινούπολη, Λακωνία, Λέρος,
Μάνη, Πάργα, Σαράντα Εκκλησιές*, Χαβουτσί* || καφτάνι
αντερία || Τσακωνιά || εντόσθια
αντεριά [Legrand 1882] || δημοτική || Κεφαλονιά,
Νάξος || εντόσθια
αντερικό || Κρήτη || εντόσθια
αντερίν || Κάλυμνος, Κύθηρα, Κύπρος || καφτάνι
αντέριν || Κάλυμνος, Κάρπαθος, Οινόη* || έντερο
αντεριόρε || Ζάκυνθος || πρόγονος
αντεριούμαι
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || διστάζω
αντεριούμαι
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || φοβάμαι
αντερίρω || Ζάκυνθος || κουβεντιάζω
αντερίτσι || Σωζόπολη* || αντεράκι
άντερο [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || Αμοργός, Απουλία, Αργολίδα, Αρκαδία, Αχαΐα,
Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Καλαβρία, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κάρυστος,
Καστελλόριζο, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κρήτη, Κύθηρα, Κύμη, Λακωνία, Μάνη,
Μέγαρα, Νάξος, Ρόδος, Σαμψούντα*, Σκύρος, Σμύρνη*, Σύμη, Σωζόπολη*, Χάλκη, Χίος || έντερο
αντεροβγάζω
[Βλαστός 1931] || δημοτική || ξεκοιλιάζω
αντεροβγάλτης
[Βλαστός 1931] || δημοτική || αντεροβγάρτης || αντεροβγάλτης
αντεροβγάρτης || Κρήτη || αντεροβγάλτης
αντεροκάδα || Αρκαδία || οισοφάγος
αντεροκήλη
[Somavera 1709] || σπάσμα || αντεροκήλη
αντερόκλιση || Λακωνία || πάγκρεας
αντεροκόβγκω || Κάρπαθος || τρομάζω
αντεροκομός || Παξοί || διάρροια
αντεροκόπημα || Κύθηρα || ξεκάρδισμα
αντεροκούκι || Καλαβρία || λώρος
αντεροκόφτω || Κύθηρα || ξεκαρδίζομαι
αντεροκόψιμο || Λακωνία || διάρροια
αντερολιώ || Κύπρος || λυπάμαι
αντερόλυσσα
[Βλαστός 1931] || δημοτική || σύφλογο || αντερόλυσσα
άντερον [Germano 1622] || Κύπρος,
Ρόδος || έντερο
αντεροσκούληκας || Κύθηρα || σκουληκαντέρα
αντεροσπώ || Κάρπαθος || τρομάζω
αντεροσύκωτα || Ρόδος || εντόσθια
αντεροσυκωτοφλέμονα || Πάρος || εντόσθια
αντεροσφάχτης || Ζάκυνθος, Κύπρος || κοιλόπονος
αντεροσφίχτης
[Λεξικό Δημητάκου 1933] || δημοτική || Κρήτη, Κύπρος, Μάνη || ζώνη
αντερουάκι || Ρόδος || αντεράκι
αντερούδιν || Κύπρος || αντεράκι
αντερούλα || Κύθηρα, Μάνη, Πάρος
|| έντερο
αντερουλάκι || Κρήτη, Κύθηρα || αντεράκι
αντερουλέα || Κύθηρα || εντόσθια
αντερουλέα || Κύθηρα || ναργιλές
αντερούλι || Κρήτη || αντεράκι
αντεροφάς || Πάρος || κοιλόπονος
αντεροφλέμονα || Νίσυρος || εντόσθια
αντερφάι || Απουλία || αδερφάκι
αντερφάκι || Απουλία || αδερφάκι
αντερφέντα || Απουλία || αδερφούλα
αντερφό || Απουλία || αδερφός
αντερφού || Καλαβρία || αδερφός
αντερωσιά [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Φωκίδα || εντόσθια
αντές || Κρήτη || οπωσδήποτε
αντές || Κύθηρα || όταν
άντες [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || Κρήτη || άντε
αντέσερο || Πάρος || καλπασμός
αντεσήκωμα || Αρκαδία || ανασήκωμα
αντεσηκώνομαι || Αρκαδία || ανασηκώνομαι
αντέσιμο [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || μπλέξιμο
αντέσιμο
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || συναπάντημα
αντέσως || Θήρα || ανίσως
αντέτ || Αδριανούπολη*, Αιτωλοακαρνανία, Αξός*, Άρτα,
Γρεβενά, Ίμβρος, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Κουβούκλια*, Λαγκαδάς,
Λάρισα, Λέσβος, Λήμνος, Μαγνησία, Μύκονος, Νιγρίτα, Πιερία, Σαμοθράκη, Σάμος,
Σκόπελος, Σουφλί, Τήνος, Τρίκαλα, Τσακήλι*, Φθιώτιδα, Χαλκιδική || έθιμο
αντετά || Κρήτη || εφαρμοστά
αντέτα || Λευκάδα || έθιμο
αντέτι [Βλαστός 1931] || δημοτική || Αχαΐα, Βάτικα*, Βουρλά*, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία,
Κάλυμνος, Κορινθία, Κρήτη, Κωνσταντινούπολη, Λακωνία, Μεσσηνία, Νάξος, Νίσυρος,
Πάργα, Πάρος, Σωζόπολη*, Χαβουτσί* || έθιμο
αντέτο || Κέρκυρα || έθιμο
αντέτς || Σιάτιστα || έθιμο
αντετσιπάδα || Κέρκυρα || προκαταβολή
αντετσιπάτο || Ζάκυνθος || προκαταβολικά
αντεφάτσι || Απουλία, Καλαβρία
|| αδερφάκι
αντέχου || Μάνη, Πιερία, Τσακωνιά
|| αντέχω
αντέχω
[Βλαστός 1931] || δημοτική || συχν. εμφ. 4 || αγαντάρου, αγαντάρω, αγαντέρνου, αγαντέρνω,
αγαντέρω, αγαντώ, αγιανιάνω, ακαρτερώ, ανάομαι, αντέχου, βαστάου, γαντάρω,
γαντέρνω, δυνάζομαι, νταβραντάου, νταγιαντίζω, νταγιαντίζω, νταγιαντίζω,
ταγιαντώ, φτουρώ || αντέχω
αντζά || Τσακωνιά || απέναντι
άντζα || Κερασούντα*, Όφις*, Σούρμενα* || αγκώνας
άντζα || Κουβούκλια* || ανίσως
άντζα || Αιτωλοακαρνανία,
Κάρπαθος, Φωκίδα || ιγνύα
άντζα || Κοτύωρα* || μόλις
άντζα [Germano 1622] || πόδι
άντζα [Meursius 1614] || δημοτική || Αδριανούπολη*, Αιτωλοακαρνανία, Αρκαδία,
Γρεβενά, Ηλεία, Ιωάννινα, Κεφαλονιά, Κορινθία, Λακωνία, Λέσβος, Λευκάδα, Φωκίδα || κνήμη
άντζα [Portius 1635] || δημοτική || Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Ζάκυνθος, Ηλεία,
Καρδίτσα, Καστοριά, Κεφαλονιά, Κέρκυρα, Κοζάνη, Μαγνησία, Μάνη, Μεσσηνία,
Παξοί, Πωγώνι, Σκόπελος, Τρίκαλα || γάμπα
άντζαγας || Χαλδία* || μόλις
αντζάκ || Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Καστοριά, Πωγώνι || ακριβώς
αντζάκ || Δέλβινο || μπράβο
άντζακ || Αραβανί*, Ουλαγάτς*
|| μόνο
άντζακ [Κουκκίδης 1960] || Αραβανί*, Αξός*, Κομοτηνή*, Κωνσταντινούπολη,
Ουλαγάτς*, Τραπεζούντα*, Φιλιππούπολη* || μόλις
άντζακα || Βουρλά* || μόλις
αντζάκι || Κρήτη || μόλις
άντζακι || Ήπειρος || μόλις
άντζακκι || Κύπρος || μόλις
άντζακκι || Κύπρος || μολονότι
άντζακκις || Κύπρος || μόλις
άντζακκις || Κύπρος || μολονότι
αντζακλείδα || Μάνη || ιγνύα
αντζαλίζου || Τσακωνιά || παραπατώ
αντζαμής || Κρήτη || ατζαμής
αντζαμοσύνη || Κρήτη || ατζαμοσύνη
άντζαν || Κοτύωρα*, Χαλδία*
|| μόλις
αντζανεμίζω || Κονίστρες, Κύμη || απαγκιάζω
αντζάνεμος
[Ηπίτης 1908] || Κύμη || απάνεμος
άντζαξ || Σάμος || μόλις
αντζάπης || Κάρπαθος || δυστυχισμένος
αντζαρδάρω || Κέρκυρα, Παξοί || ενθαρρύνω
αντζάρδο || Παξοί || θάρρος
αντζάρδο || Κέρκυρα || τόλμη
άντζαρος || Κύπρος || άντρακλας
άντζαχα || Καστελλόριζο || σπάνια
άντζαχτε || Τσακωνιά || ανέγγιχτος
άντζελε (ο) || Τσακωνιά || άγγελος
αντζέλι || Τσακωνιά || αγγελάκι
αντζελιασμένος || Κύπρος || πανέμορφος
αντζελικάτος || Χίος || πανέμορφος
αντζελικό || Τσακωνιά || αγγελικός
αντζελικόν || Κύπρος || οργή
αντζελικός || Χίος || αγγελικός
αντζελλώνω || Χίος || αγκυλώνω
αντζελλώνω || Κάρπαθος || ενοχλώ
άντζελο (ο) || Απουλία || άγγελος
αντζελοθώρημαν || Κύπρος || ψυχορράγημα
αντζελοθωρκά || Κύπρος || ψυχορράγημα
αντζελοθώρκασμαν || Κύπρος || ψυχορράγημα
αντζελοθωρκιάζω || Κύπρος || ψυχορραγώ
αντζελοθωρώ || Κύπρος || ψυχορραγώ
αντζελοκάμουτε || Τσακωνιά || πανέμορφος
αντζελοκαμωμένος || Κάλυμνος, Καστελλόριζο
|| πανέμορφος
αντζελοκάμωτος || Κύπρος || πανέμορφος
αντζελομάτης || Χίος || ομορφομάτης
αντζελομαχώ || Κάλυμνος || ψυχορραγώ
αντζελομίσιδος || Κύπρος || πανέμορφος
αντζελοπιάνομαι || Κάρπαθος || ψυχορραγώ
άντζελος || Αίγινα, Αμοργός, Κάρπαθος, Κάσος,
Καστελλόριζο, Κύπρος, Κως, Όφις*, Ρόδος, Χίος || άγγελος
αντζελοσιάζομαι || Κύπρος || σεληνιάζομαι
αντζελοσσάζουμαι || Κύπρος || τρομάζω
αντζελόσσασμαν || Κύπρος || τρόμος
αντζελοσσιάζουμαι || Κύπρος || τρομάζω
αντζελοσσιάζουμαι || Κύπρος || ψυχορραγώ
αντζελόσσιασμαν || Κύπρος || επιληψία
αντζελόσσιασμαν || Κύπρος || τρόμαγμα
αντζελόσσιασμαν || Κύπρος || τρόμος
αντζελόσσιασμαν || Κύπρος || ψυχορράγημα
αντζελοσσιασμένος || Κύπρος || τρομαγμένος
αντζελοστσιάζζομαι || Κως || τρομάζω
αντζελούδι || Τσακωνιά, Χαβουτσί*
|| αγγελούδι
αντζελούδιν || Κύπρος || αγγελούδι
αντζελούκου || Τσακωνιά || αγκυλώνω
αντζελούντι || Απουλία || αγγελάκι
αντζελούτσι || Απουλία || αγγελάκι
αντζελοχαδεμένος || Κύπρος || πανέμορφος
άντζεμπα || Κρήτη || άραγε
άντζεμπας || Κρήτη || άραγε
αντζένα || Κύπρος || κεραία
αντζενάρι || Κως || άγκινας
αντζεούκου || Τσακωνιά || αγκυλώνω
αντζέρω || Κάρπαθος || προσπερνώ
αντζεύω || Όφις* || μνημονεύω
αντζεύω || Φάρασα* || πονώ
αντζέω || Απουλία || ζεύω
αντζί || Σιάτιστα || αντί
άντζι || Ζάκυνθος || κνήμη
άντζι || Κέρκυρα, Παξοί || μάλιστα
αντζί (του) || Σιάτιστα || αντί
αντζί [Germano 1622] || πόδι
αντζί [Portius 1635] || δημοτική || Λακωνία,
Όφις*, Σεμένι*, Σούρμενα* || κνήμη
αντζί [Κουκκίδης 1960] || Μάνη || γάμπα
Αντζία || Τσακωνιά || Ανδρέας
άντζια || Χαλκιδική || γάμπα
αντζιάκ || Αιτωλοακαρνανία, Καρδίτσα, Καστοριά, Λαγκαδάς,
Μαγνησία, Τρίκαλα, Χαλκιδική || ακριβώς
αντζιάκ || Ιωάννινα || όμως
αντζιακούδς || Σουφλί || τσεκουράκι
αντζιάνος || Ζάκυνθος || προγενέστερος
αντζιάξ || Σουφλί || τσεκούρι
αντζίδα || Κονίστρες, Κύμη, Μεσσηνία, Σαμψούντα*,
Τσακωνιά || αγκίδα
αντζίδα || Σαμψούντα* || καρδερίνα
αντζίδα || Μεσσηνία || παρανυχίδα
αντζίδι || Τσακωνιά || αγκίδα
αντζίζζω || Χίος || αγγίζω
αντζίζω || Κύπρος, Χαβουτσί*
|| αγγίζω
αντζικίχου || Τσακωνιά || ενοχλώ
αντζικό || Τσακωνιά || αντρικός
άντζικρα || Χαβουτσί* || κατσαρολικά
άντζιμα || Τσακωνιά || άγγιγμα
αντζιμό || Τσακωνιά || άγγιγμα
αντζίν || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*,
Χαλδία* || κνήμη
αντζίν || Κοτύωρα*, Σάντα*,
Τραπεζούντα*, Χαλδία* || πόδι
αντζίνα || Αιτωλοακαρνανία ||
κνήμη
αντζίνα || Καστελλόριζο || σπίθα
αντζινάζι || Τσακωνιά || αγκινάρα
αντζινάζι || Τσακωνιά || αγριαγκινάρα
αντζιναλόφυλε || Τσακωνιά || αγκιναρόφυλλο
αντζινάρα || Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κως, Τσακωνιά || αγκινάρα
αντζίναρε || Τσακωνιά || αγκινάρα
αντζινάρι || Κρήτη, Τσακωνιά || αγριαγκινάρα
αντζίνιος || Κάρπαθος || αχρησιμοποίητος
αντζίννιος || Κως || αφόρετος
αντζίννιος || Κως || αχρησιμοποίητος
αντζιντζηλίντζω || Κάρπαθος || ζηλεύω
αντζιντζηλώ || Κάρπαθος || ζηλεύω
αντζίο || Όφις* || γκάιντα
αντζιόν || Κύπρος || δοχείο
αντζιρί || Σιάτιστα || καφτάνι
αντζιριούμι || Σιάτιστα || ντρέπομαι
αντζιρίτι || Κρήτη || τρέξιμο
αντζιριτώ || Κρήτη || τρέχω
αντζιρόπκου || Σιάτιστα || αντεράκι
άντζιρου || Σιάτιστα || έντερο
αντζίς || Σύρος, Καππαδοκία*
|| αντί
αντζίσι || Τσακωνιά || αγκίστρι
άντζισμαν || Κύπρος || άγγιγμα
άντζιστε || Χαβουτσί* || ανέγγιχτος
αντζιστρά || Κάρπαθος || αγκιστριά
αντζίστρα || Όφις* || αγκίστρι
αντζιστράγκαθθον || Κύπρος || οξυάκανθα
αντζίστρι || Αίγινα, Άνδρος, Καστελλόριζο, Κύμη, Τσακωνιά || αγκίστρι
αντζίστριν || Κύπρος || αγκίστρι
αντζιστρούκου || Τσακωνιά || αγκιστρώνω
αντζιστρωμένος || Κύπρος || αγκιστρωμένος
αντζιστρώνω || Κύπρος || αγκιστρώνω
άντζιτε || Βάτικα*, Χαβουτσί*
|| αφόρετος
αντζίχου || Τσακωνιά || αγγίζω
αντζιχτέ || Τσακωνιά || αγγιγμένος
άντζιχτε || Τσακωνιά, Χαβουτσί*
|| ανέγγιχτος
αντζλησία || Απουλία, Καλαβρία
|| εκκλησία
αντζό || Ρόδος || δοχείο
αντζόια
[Σκαρλάτος 1835] || αντζούγια
αντζονάτσι || Τσακωνιά || γκιόνης
άντζος || Κύπρος || άντρακλας
αντζούγα
[Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αντζούγια
αντζούγια
[Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || συχν. εμφ.
2 || αντζόια, αντζούγα, αντσούγα, αντσούγια, χαψί || αντζούγια
άντζουλα || Κέρκυρα || πόρπη
Αντζουλής || Κέρκυρα, Παξοί || Άγγελος
αντζουλοβαδκιά || Κύπρος || σκυλόβατος
αντζουλόβατος
[Γεννάδιος 1914] || Κύπρος || σκυλόβατος
αντζούν || Σαμψούντα* || πόδι
αντζούρ || Κοζάνη || ξυλάγγουρο
αντζούρι [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || Ηλεία, Κάρπαθος, Κύθηρα || ξυλάγγουρο
αντζουριά
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ξυλαγγουριά
αντζουτέ || Τσακωνιά || αντρειωμένος
αντζύαστος || Κάρπαθος || αζύγιστος
αντζύγ || Αδριανούπολη*, Αίνος* || απόβαρο
αντζύλι || Χίος || κεντρί
αντζυλλώνω || Χίος || αγκυλώνω
αντζύμωτος || Σίφνος || αζύμωτος
αντηγιά || Σίφνος || αντηλιά
αντηγκιά || Κως || αντηλιά
αντήγκιο || Καλαβρία || προσήλιος
αντήλα || Κύθηρα || αντηλιά
αντήλα || Κύθηρα || ορίζοντας
αντηλγκιά || Κως || αντηλιά
αντήλγκιο || Καλαβρία || προσήλιος
αντήλι [Λεξικό Δημητράκου
1933] || δημοτική || αντηλιά
αντηλιά
[Deheque 1825] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αντηγιά, αντηγκιά, αντήλα, αντηλγκιά, αντήλι,
αντηλιάδα, αντηλιαρίδα, αντήλιαρο, αντήλιο, αντήλιον, αντήλιου, αντήλιους,
αντηλλιά, αντήρα, αντινηλιά, αντλιά || αντηλιά
αντηλιάδα
[Βλαστός 1931] || δημοτική || Αχαΐα,
Βουρλά*, Ζάκυνθος, Μεσσηνία || αντηλιά
αντηλιαρίδα || Κρήτη || αντηλιά
αντήλιαρο || Κρήτη || αντηλιά
αντήλιαρο || Κρήτη || αντηρίδα
αντήλιο || Καλαβρία || προσήλιος
αντήλιο [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Μύκονος || αντηλιά
αντήλιον || Κάρπαθος, Κύπρος, Πόντος*, Σίλατα* || αντηλιά
αντήλιου || Αιτωλοακαρνανία, Σάμος
|| αντηλιά
αντήλιους || Μάδυτος* || αντηλιά
αντηλλιά || Κως || αντηλιά
αντήμερα || Κέρκυρα,
Κεφαλονιά, Κύπρος, Οινόη*, Σάντα* || επαύριον
αντήμερα
[Ηπίτης 1908] || δημοτική || Ήπειρος || αυθημερόν
αντήμερο || Παξοί, Πάρος || επαύριον
αντήμερον || Κάρπαθος,
Κερασούντα*, Κοτύωρα* || επαύριον
αντήμιρα || Ιωάννινα || επαύριον
αντημονάω || Καλαβρία || ξεχνώ
αντήννω || Απουλία || συναντώ
αντήρα || Κύθηρα || αντηλιά
αντηρειούμαι
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || διστάζω
αντηρειούμαι
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || φοβάμαι
αντηρεύομαι
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || φοβάμαι
αντήρημα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || ντροπή
αντήρηση [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || ντροπή
αντήρηση
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || φόβος
αντήρητα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη, Πάρος || άφοβα
αντηρίδα || λόγιο || αντήλιαρο || αντηρίδα
αντηρμένα || Καστοριά || ντροπαλά
αντήρς || Βελβεντός, Καστοριά
|| ντροπή
Αντής || Σίλλη* || Ανδρέας
αντησμονάω || Καλαβρία || ξεχνώ
αντησμόνημα || Καλαβρία || λησμονιά
αντησμονημένο || Καλαβρία || ξεχασμένος
αντήχηση || λόγιο || συχν. εμφ.
2 || άδολη,
αναλαή, αντηχιά, αντιβόεμαν, αντιφουνή, αντιφώνημα, αντίφωνο, απόγηου, απόφωνο || αντήχηση
αντηχιά || Κρήτη || αντήχηση
αντηχώ || λόγιο || αναβουΐζω, αγκιφωνού,
αντιβοώ, αντιδονώ, αντιονώ, αντιουνώ, αντιφωνάω, αντιφωνέγκω, αχολογώ, νταλώ,
ντιδονώ, ντιονίζω, ντιονώ || αντηχώ
αντί || Καλαβρία || αλλού
αντί || & Αίγινα,
Αίνος*, Αιτωλοακαρνανία, Άνδρος, Απουλία, Αρκαδία, Αυλωνάρι, Ζάκυνθος, Ηλεία,
Ιθάκη, Καλαβρία, Κερασούντα*, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κρήτη, Κύθηρα,
Κύθνος, Λέσβος, Μέγαρα, Μύκονος, Νάξος, Οινόη*, Όφις*, Παξοί, Ρόδος, Σάμος,
Σέριφος, Σινασός*, Τραπεζούντα*, Τσακωνιά, Χαλδία*, Χαλκιδική || αντί
αντί || Θεσπρωτία || απέναντι
αντί || Φάρασα || σαν
άντι || Αϊβαλί*, Ίμβρος, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Καστοριά,
Λήμνος, Νιγρίτα, Σάμος, Σέρρες, Σκόπελος, Σουφλί, Χαλκιδική || άντε
άντι || Φάρασα* || αντί
άντι || Απουλία || κατευθείαν
αντί (το)
[Somavera 1709] || δημοτική || το ξύλο του αργαλειού που πάνω του τυλίγεται το υφασμένο πανί: αγκί, αντζί,
αντίν, αντίνε (το), ντι, ταντί || αντί
αντί
[Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 5 || Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | αγκίς, αντζί,
αντζίς, άντι, αντίς, άντις, αντίστα, ατζ, ατίς, γιαντίς, τόπας || αντί
άντια || Νιγρίτα || άντε
άντια || Απουλία || κατευθείαν
αντιάζου || Λάρισα || αδειάζω
αντιάζου || Λάρισα || ευκαιρώ
αντίαμος || Κάρπαθος || πιστρόφια
αντιάτζω || Απουλία || αργώ
αντιάτης || Κύπρος || σκουπόξυλο
αντιατούριν || Κύπρος || μπαστούνι
αντιβαδιάζου || Γρεβενά || πλειοδοτώ
αντιβαδιάζω || Χίος || πλειοδοτώ
αντιβάδιασμα || Γρεβενά || πλειοδοσία
αντιβαδιστής [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || ενάντιος
αντίβαλμα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αντιλογία
αντιβάλω || Κερασούντα*, Νίσυρος
|| εναντιώνομαι
αντιβάνω || Κρήτη || συκοφαντώ
αντιβαράω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || επιτίθεμαι
αντίβαρο || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || αγιάρι,
αντιζύγι, αντόφορτον || αντίβαρο
αντιβαρσά || Κρήτη || συκοφαντία
αντιβαρώ
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || επιτίθεμαι
αντιβαστώ || Κύθηρα || υποβαστάζω
αντιβάτης [Βλαστός 1931] || Χίος || εχθρός
αντιβατιάζζω || Νίσυρος || πλειοδοτώ
αντιβάω || Νικόπολη* || εναντιώνομαι
αντιβγαίνω
[Βλαστός 1931] || δημοτική || ανταγωνίζομαι
αντιβέδερο || Κύθηρα || υπόψη
αντίβερε || Τσακωνιά || αντίδωρο
αντιβίγκλα || Κύθηρα || σκοπιά
αντιβόεμαν || Χαλδία* || αντήχηση
αντιβόθειο || Εύβοια || αλληλοβοήθεια
αντιβολή
[Βλαστός 1931] || δημοτική || απάντηση
αντιβόλι [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || Ζάκυνθος || πατρόν
αντιβουά || Μάνη || αντίλαλος
αντιβουή || Μάνη || αντίλαλος
αντιβουίζω [Βλαστός 1931] || δημοτική || Λακωνία, Μάνη, Μύκονος
|| αντιλαλώ
αντιβούισμα
[Βλαστός 1931] || δημοτική || Λακωνία,
Μάνη, Μύκονος || αντίλαλος
αντίβουο
[Βλαστός 1931] || δημοτική || Λακωνία || αντίλαλος
αντίβουος
[Βλαστός 1931] || δημοτική || αντίλαλος
αντιβούτσι || Κύπρος || μάγουλο
αντιβουώ [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αντιλαλώ
αντιβοώ || Καλαβρία, Χαλδία* || αντηχώ
αντιβοώ || Καλαβρία || αντιλαλώ
αντιβράντζω || Κάρπαθος || ξαναζεσταίνω
αντιγάερμα || Κρήτη || επιστροφή
αντιγαέρνω || Κρήτη || επιστρέφω
αντίγαμα || Άνδρος, Κάρυστος, Κύθνος,
Σίφνος || πιστρόφια
αντίγαμος
[Legrand 1882] || δημοτική || Άνδρος,
Αντικύθηρα*, Βουρλά*, Θήρα, Ικαρία, Κάρπαθος, Κάσος, Καστελλόριζο, Κρήτη,
Κύθηρα, Κύθνος, Κύπρος, Κως, Λακωνία, Λέρος, Μήλος, Μύκονος, Νίσυρος, Πάρος,
Ρόδος, Σέριφος, Σίφνος, Σύμη, Σύρος, Τήλος, Τρίγλια*, Χίος || πιστρόφια
αντίγαμους || Ίμβρος, Λιβίσι*, Σάμος || πιστρόφια
αντίγαμπρος || Χίος || παράνυφος
αντίγαμπρος [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Πάρος || κουμπάρος
αντιγιαγέρνω || Κρήτη || ξαναγυρίζω
αντιγιάερμα || Κρήτη || επιστροφή
αντιγιαέρνω || Κρήτη || επιστρέφω
αντιγιαέρνω || Κρήτη || ξαναγυρίζω
αντίγλωσσο || Κεφαλονιά || αντιλογία
αντιγλωσώ || Κρήτη || αντιμιλώ
αντιγναδιάζω || Πάρος || αντικρίζω
αντιγνωμία || λόγιο || αντιγνωμιά || αντιγνωμία
αντιγνωμιά
[Βλαστός 1931] || δημοτική || αντιγνωμία
αντίγραφο || λόγιο || συχν. εμφ.
4 || αμπότσο,
αντίξομπλο || αντίγραφο
αντιγράφω || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || αμποτσάρω,
αντισκώνου, αντισκώνω || αντιγράφω
αντιγριτσώνω || Κρήτη || αγριοκοιτάζω
αντίγυαλον || Κάρπαθος || αντανάκλαση
αντιγών || Λήμνος || αγκωνάρι
αντίδ || Καρδίτσα, Λήμνος, Χαλκιδική || αντίδι
αντιδααίνω || Κερασούντα* || ξαναπερνώ
αντιδαβαίνω || Κερασούντα*, Σάντα* || ξαναπερνώ
αντιδάνω || Κοτύωρα* || ξαναπερνώ
αντίδερε || Τσακωνιά || αντίδωρο
αντίδερο [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || Άνδρος, Αρκαδία, Αυλωνάρι, Ζάκυνθος, Ηλεία,
Ιθάκη, Κίμωλος, Κόνιτσα, Κορινθία, Κρήτη, Κύθνος, Κωνσταντινούπολη, Λακωνία,
Μέγαρα, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία, Μήλος, Νάξος, Νίσυρος, Παξοί, Πάργα, Ρόδος,
Σαράντα Εκκλησιές*, Σέριφος, Σίφνος, Σύμη, Σωζόπολη*, Τσακήλι*, Φωκίδα, Χίος || αντίδωρο
αντίδερον [Deheque 1825] || Ικαρία, Κύπρος, Ρόδος
|| αντίδωρο
αντίδερος || Καστελλόριζο, Κύθηρα
|| αντίδωρο
αντίδι
[Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || Cichorium endivia: αντίδ, πικραλίδα,
πικρομάρουλο, ρίτσα, σαλάτα, σγουρό ραδίκι || αντίδι
αντιδιαβαίνω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || συχνοπερνώ
αντιδικιά [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || δυστροπία
αντίδικο || Ρόδος || αντίδοτο
αντίδικος || λόγιο || συχν. εμφ.
2 || αβερσάριος || αντίδικος
αντίδικος || Κρήτη || δύστροπος
αντίδιν || Κύπρος || αντίδι
αντίδιου || Σαμοθράκη || αντίδωρο
αντίδιρου || Αϊβαλί*, Αιτωλοακαρνανία,
Βελβεντός, Γρεβενά, Ημαθία, Καστοριά, Κοζάνη, Λέσβος, Μαγνησία, Μοσχονήσι*,
Πιερία, Σάμος || αντίδωρο
αντίδιρους || Σάμος || αντίδωρο
αντιδονώ || Κερασούντα*, Κρήτη,
Όφις*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αντηχώ
αντιδοτάριν || Κύπρος || γιατροσόφι
αντίδοτο || λόγιο || συχν. εμφ.
4 || αντίδικο,
ρεμέδιο || αντίδοτο
αντίδουρου || Καρδίτσα, Πιερία || αντίδωρο
αντίδρο || Καππαδοκία* || αντίδωρο
αντιδρώ || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || αντιπράζω || αντιδρώ
αντίδωρο || λόγιο || συχν. εμφ.
2 || αγκίδερο,
αγκίδουρου, αναφουρά, ανιφορά, αντέδερο, αντίδερε, αντίδερο, αντίδερον,
αντίδερος, αντίδιου, αντίδιρου, αντίδιρους, αντίδουρου, αντίδωρον, αντίδωρος,
αντίβερε, αντίδερε, αντίντερο, αντίερο, αντίερον, αντίντερο, αντίντερος,
αντίρεδος, αντίτερο, αντίωρο, ανφορά, άρτε, λειτουργιά, λουτουργιά, νιφορά,
ντίδερον || αντίδωρο
αντίδωρον [Deheque 1825] || Οινόη*, Τραπεζούντα*
|| αντίδωρο
αντίδωρος || Καστελλόριζο, Μάνη
|| αντίδωρο
άντιε || Λακωνία || άντε
αντιέζω || Φάρασα* || θυμάμαι
αντίερο || Κάλυμνος, Κως, Νίσυρος, Ρόδος, Τήλος, Χάλκη || αντίδωρο
αντίερον || Ρόδος, Κάρπαθος, Κύπρος || αντίδωρο
αντιέτ || Σέρρες || έθιμο
αντιέω || Φάρασα* || θυμάμαι
αντίζαρβα || Κύπρος || αριστερά
αντίζερβα || Ήπειρος || αντίθετα
αντίζερβα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αντίξοοα
αντιζηλεύου || Μάνη || ζηλεύω
αντιζηλώννουμαι || Κύπρος || ζηλεύω
αντιζύγι
[Legrand 1882] || δημοτική || αντίβαρο
αντιζυγιάζω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αντισταθμίζω
αντιζυγιάζω
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ισοζυγίζω
αντιζύγιασμα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αντιστάθμισμα
αντίζω || Κουβούκλια* || θυμάμαι
αντίζω || Αξός*, Κουβούκλια*
|| μνημονεύω
αντίζω || Αρκαδία, Αχαΐα || συναντώ
αντίθεο || Τσακωνιά || διάβολος
αντιθεός || Ηλεία || διάβολος
αντίθεος || λόγιο || Άνδρος, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Κάρπαθος,
Κρήτη, Νάξος, Κέρκυρα, Κρήτη, Ρόδος, Χίος || διάβολος
αντίθετα || λόγιο || συχν. εμφ.
4 || αλλακτικά,
ανάζερβα, αντίζερβα || αντίθετα
αντίθετος || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | ανάζερβος || αντίθετος
αντιθέτως || λόγιο || συχν. εμφ.
4 || ανάτρεχα,
ανάτριχα, αντίς, άντσι || αντιθέτως
αντιθωράω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγναντεύω
αντιθωριά
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανταύγεια
αντιθωριά [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αντιφέγγισμα
αντιθωριάζω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγναντεύω
αντιθωρώ
[Βλαστός 1931] || αντικρίζω
αντιθωρώ [Λεξικό Δημητράκου
1933] || δημοτική || αγναντεύω
αντίκα || Κοτύωρα* || αναχρονιστικός
αντίκα || & Βουρλά*, Ζάκυνθος,
Θήρα, Κάρπαθος, Κρήτη, Κωνσταντινούπολη, Πάργα, Ρόδος, Φάρασα* || αντίκα
αντίκα || Ηλεία || σοβαρός
αντίκα
[Βλαστός 1931] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || αντικάς, αντικιτά, αττίκα || αντίκα
αντικαθιστώ || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || αλαγιάζου,
πιναλάζου || αντικαθιστώ
αντίκαιρα || Κύθνος || αντίχρονου
αντικαιρού || Κερασούντα* || αντίχρονου
αντίκαιρου || Οινόη* || αντίχρονου
αντικαίω || Κάρπαθος || ξανακαίω
αντίκαλλος || Κάρπαθος || απάντηση
αντίκαλον || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανταπόδοση
αντικαλώ
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανταγωνίζομαι
αντίκαμα || Κύθηρα || αλληλοβοήθεια
αντικάμαρα [Σκαρλάτος
1835] || δημοτική || Κέρκυρα,
Παξοί || χολ
αντικάματο || Κύθηρα || αλληλοβοήθεια
αντικάμερα || Ζάκυνθος || χολ
αντικανίσκιν || Κύπρος || ανταπόδοση
αντικάνισκον || Κύπρος || ανταπόδοση
αντικάνισσιον || Κύπρος || ανταπόδοση
αντικάνισσον || Κύπρος || ανταπόδοση
αντίκαντζης || Ρόδος || αντικέρ
αντικάρης || Κάλυμνος || πλοίαρχος
αντικάριος || Κέρκυρα || αρχαιολόγος
αντίκαρος || Αρκαδία || προτελευταίος
αντικάς || Φάρασα* || αντίκα
αντικατάσταση || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || αλάγιασμα, αλαγιασμός, άλαμα || αντικατάσταση
αντικατζής || Βουρλά* || αντικέρ
αντικατοπτρίζω || λόγιο || συχν. εμφ.
2 || γιαλίζου || αντικατοπτρίζω
αντικέρ || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || αντίκαντζης,
αντικατζής, αντικέρης || αντικέρ
αντικέρης
[Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αντικέρ
αντικέφαλα
[Βλαστός 1931] || δημοτική || αντίστροφα
αντικέφαλο
[Βλαστός 1931] || Παξοί || ινίο
αντικιάζω || Χίος || παρομοιάζω
αντικιάννου || Μάκρη* || συγκρίνω
αντικιάννουμου || Μάκρη* || συγκρίνομαι
αντίκιαστους || Λιβίσι* || ασύγκριτος
αντίκιο || Λακωνία || θυμός
αντίκιρια || Μάνη || απέναντι
αντικιριανός || Μάνη || αντικρινός
αντικιτά || Ζάκυνθος || αντίκα
αντίκλα || Ικαρία, Σάμος || ιγνύα
αντίκλα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Ικαρία, Κάλυμνος
|| κνήμη
αντίκλα [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || Ικαρία, Κάλυμνος, Σάμος || ποδάρι
αντικλάδι || Κέρκυρα || σταυροδρόμι
αντίκλαρο
[Χελδράιχ 1926] || μελιάς
αντίκλαρου || Ιωάννινα || ιξός
αντικλείδ || Όφις*,
Τραπεζούντα* || αντικλείδι
αντικλείδι
[Βεντότης 1790] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || αντικλείδ*, αντικλείδιν, αντίκλειδο,
αντίκλειδον, αντικλείιν, αντικλί, αντικλίν || αντικλείδι
αντικλειδίζω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || κουβαριάζω
αντικλείδιν || Κερασούντα*, Οινόη*, Ρόδος || αντικλείδι
αντίκλειδο [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Θήρα || αντικλείδι
αντίκλειδον
[Germano 1622] || αντικλείδι
αντικλείιν || αντικλείδι, Κάρπαθος
|| αντικλείδι
αντίκληνας || Νάξος || κνήμη
αντικλήνι
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αντικνήμιο
αντίκληνο || Νάξος || ιγνύα
αντικλί || αντικλείδι, Ρόδος
|| αντικλείδι
αντικλίν || Ρόδος || αντικλείδι
αντικνήμιο || λόγιο || αντικλήνι,
καλαμίδ || αντικνήμιο
αντικόβγκω || Κάρπαθος || διακόπτω
αντικόβγω || Κρήτη || διακόπτω
αντικόβγω || Χαβουτσί* || εμποδίζω
αντικόβω
[Γούλας 1961] || δημοτική || παρεμποδίζω
αντικόβω
[Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || επιβραδύνω
αντικόβω [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || Ηλεία, Πωγώνι || εμποδίζω
αντικόβω
[Λεξικό Πρωίας 19338] || δημοτική || Ηλεία,
Μεσσηνία || διακόπτω
αντικομός || Κρήτη || αντίτιμο
αντίκομος || Καλλίπολη* || ολόιδιος
αντικονγκιάζω || Κάρπαθος || αντιστηρίζω
αντικόντιν || Κάρπαθος || αντιστήριγμα
αντικόρη (ο) || Απουλία || διάβολος
αντίκος || Κέρκυρα || αναχρονιστικός
αντίκος || Ζάκυνθος || αρχαίος
αντίκος || Ζάκυνθος || παλιός
αντίκος || Κέρκυρα || συντηρητικός
άντικος || Τραπεζούντα* || κυρτός
αντικοτάω [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || κατηγορώ
αντικοττώ || Κάρπαθος || ενοχλώ
αντικοτώ [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αντιλαλώ
αντικοτώ [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || κατηγορώ
αντικούλουκο || Κέρκυρα || παραβλάσταρο
αντίκουμους || Λέσβος || όμοιος
αντικούμπι || Κρήτη || αποκούμπι
αντικουμπίζω || Κρήτη || στηρίζομαι
αντικουμπώ || Κρήτη || στηρίζομαι
αντικούνημα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || τράνταγμα
αντικούνημα
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || τραμπάλισμα
αντικουρώ || Κρήτη || ακουμπώ
αντικουτίζω || Κέρκυρα || αντιμετωπίζω
αντικούτικας
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Χίος || ινίο
αντικούτινας || Μάνη || ινίο
αντικούτσιν || Κύπρος || προκαταβολή
αντικόφκω || Κύπρος || διακόπτω
αντικόφτω
[Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || διακόπτω
αντικόφτω
[Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || επιβραδύνω
αντικόφτω
[Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || παρεμποδίζω
αντίκρ || Καστοριά || απέναντι
αντίκρα || Αδριανούπολη*, Ήπειρος, Κοζάνη, Πιερία, Σέρρες || απέναντι
αντικρατάω || Κέρκυρα || αναχαιτίζω
αντικρένου || Ιωάννινα || αντιλέγω
αντικρένου || Ιωάννινα || αντιμιλώ
αντικρένω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αντιλέγω
αντικρένω [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || αντιμιλώ
αντικρένω [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || απαντώ
αντίκρια || Ανάφη, Αστυπάλαια, Ζάκυνθος, Κάρπαθος,
Καρδίτσα, Κρήτη, Λακωνία, Λευκάδα, Μεσσηνία, Σέρρες, Τήλος, Φθιώτιδα || απέναντι
αντικριά [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || απάντηση
αντικρίζου || Αδριανούπολη*, Αυλωνάρι, Δαρδανέλια,
Κονίστρες, Μάνη, Σκοπός* || αντικρίζω
αντικρίζω
[Ηπίτης 1908] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αγκικζίζου, αγναντίζω, αναδιάζω, αναντιάννου,
ανεδιάζω, ανιντρανίζου, ανιντρανώ, αντιγναδιάζω, αντιθωρώ, αντικρίζου,
αντικρίντζω, αντικρύζω, αντικρώ, αντκιάζω, αντώννου
|| αντικρίζω
αντικρινός || λόγιο || αγκιζκινέ, αγναντινός,
αγνάντιος, αντικιριανός || αντικρινός
αντικρίντζω || Κάρπαθος || αντικρίζω
αντικριστά
[Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || συχν. εμφ.
2 || αγναδιαστά,
αγναντιαστά, αντικωτά, απαντετά || αντικριστά
αντικριστός
[Βλαστός 1931] || δημοτική || αγναντιαστός,
απαντετός || αντικριστός
αντίκρυ
[Somavera 1709] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || Αρκαδία, Βιθυνία*, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία,
Κάλυμνος, Κέα, Κερασούντα*, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κύθνος, Λέρος, Λευκάδα, Μέγαρα,
Νάξος, Παξοί, Σαράντα Εκκλησιές*, Σύμη, Σύρος, Τραπεζούντα* || απέναντι
άντικρυ [Βεντότης 1790] || δημοτική || Λακωνία || απέναντι
αντικρύ [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || Ζάκυνθος, Κύπρος, Λακωνία, Μέγαρα, τραπεζούντα* || απέναντι
αντικρύα || Οινόη* || αντιλογία
αντίκρυα [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || απέναντι
αντικρύζω || Κερασούντα*, Οινόη*, Σάντα*, Τραπεζούντα* || αντιλέγω
αντικρύζω [Βεντότης 1790] || δημοτική || αντικρίζω
αντικρύνω || Κοτύωρα* || χλιαραίνω
αντίκρυς || Κύπρος || απέναντι
άντικρυς || Κύπρος || απέναντι
αντίκρυσμα || Οινόη* || ανταπάντηση
αντικρυτά || Αχαΐα, Κρήτη || απέναντι
αντίκρυτα [Germano 1622] || δημοτική || Αργολίδα, Αρκαδία, Ζάκυνθος, Θεσπρωτία,
Κοζάνη, Κορινθία, Κρήτη, Μεσσηνία || απέναντι
αντικρυτάς || Αχαΐα || απέναντι
αντικρώ || Κύπρος, Φιλιππούπολη*
|| αντικρίζω
αντικύλισμα || Κάρπαθος || υποτροπή
αντικυλώ || Κάρπαθος || υποτροπιάζω
αντικωτά || Σαράντα Εκκλησιές* || αντικριστά
αντιλαδέρφια || Μάνη || ετεροθαλή
αντίλαλε || Τσακωνιά || θόρυβος
αντιλαλέα || Κύθηρα || αντίλαλος
αντιλάλημα [Germano 1622] || δημοτική || Θήρα, Μάνη || αντίλαλος
αντιλαλημός [Germano
1622] || αντίλαλος
αντιλάλησμα || Μάνη || αντίλαλος
αντιλαλητό [Βλαστός 1931] || δημοτική || αντίλαλος
αντιλαληχιά || Μάνη || αντίλαλος
αντιλαλία
[Germano 1622] || αντίλαλος
αντιλαλιά
[Somavera 1709] || δημοτική || Ζάκυνθος,
Θήρα, Κρήτη, Ρόδος, Σύρος || αντίλαλος
αντιλαλίζου || Μάνη || αντιλαλώ
αντιλαλίζω || Λακωνία || αντιλαλώ
αντιλαλιώ || Κρήτη || αντιλαλώ
αντίλαλος
[Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αγκίαλε, αγκίλαλε, αντιβουά, αντιβουή,
αντιβούισμα, αντίβουο, αντίβουος, αντιλαλέα, αντιλάλημα, αντιλάλησμα,
αντιλαλητό, αντιλαληχιά, αντιλαλιά, αντιλαλία, αντίλαλους, αντιλασιά,
αντιλασκιά, αντιλοή, αντίφωνο, αντλάλμα, απόηχο, απόφουνου, απόφουνους,
απόφωνε, απόφωνο, απόχουνο, απόχωμα, απόχωμο, απόχωνο, συντηχιά || αντίλαλος
αντιλαλού || Μάνη || αντιλαλώ
αντίλαλους || Αίνος*, Αιτωλοακαρνανία,
Σάμος, Φθιώτιδα || αντίλαλος
αντιλαλώ
[Germano 1622] || δημοτική || αγκιλαλώ,
αντιβουίζω, αντιβουώ, αντιβοώ, αντικοτώ, αντιλαλίζου, αντιλαλίζω, αντιλαλιώ,
αντιλαλού, αντιλασιώ, αντιλασκιώ, αντιλασσώ, αντιλαχιώ, αντιλαχώ, αντιλοβοώ,
αντριλαλώ, ελαντώ, ενταλώ, νταλώ, ντιλάλισμα, ντιλαλώ
|| αντιλαλώ
αντιλαμπή || Χίος || αντανάκλαση
αντιλαμπίζω
[Βλαστός 1931] || δημοτική || αντιφεγγίζω
αντίλαμπρα
[Somavera 1709] || δημοτική || Οινόη* || αντίπασχα
αντίλαμπρο || Άνδρος || αντίπασχα
αντίλαμπρου || Σάμος || αντίπασχα
αντιλάμπω
[Βλαστός 1931] || δημοτική || Κάρπαθος || αντιφεγγίζω
αντιλάρα || Ρόδος || αργαλειός
αντιλαρία || Κύθηρα || παλιατζούρα
αντιλαρία || Κύθηρα || παλιατζούρες
αντιλαρίδα || Κύθηρα || αντανάκλαση
αντιλαρίδα
[Βλαστός 1931] || δημοτική || φλογούλα
αντιλαρίζω
[Βλαστός 1931] || δημοτική || τρεμοφέγγω
αντιλάρισμα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αντανάκλαση
αντιλασιά || Κάρπαθος || αντίλαλος
αντιλασιώ || Κάρπαθος || αντιλαλώ
αντιλασκιά || Κάρπαθος || αντίλαλος
αντιλασκιώ || Κάρπαθος || αντιλαλώ
αντιλασσώ || Κάρπαθος || αντιλαλώ
αντιλαχιώ || Κάρπαθος || αντιλαλώ
αντιλαχώ || Κάρπαθος || αντιλαλώ
αντιλαψίδα || Κρήτη || αναλαμπή
αντιλαψίδα || Κρήτη || ανταύγεια
αντιλέγω || λόγιο || αθιβάνου, αντικρένου,
αντικρένω, αντιλέω, αντιλογάω, αντιρρού, αντιρώ, αντισταίνομαι, κουντραστάρω,
ντιτείνω || αντιλέγω
αντίλεμα || Μέγαρα || παράπονο
αντιλέττους || Φθιώτιδα || απαραίτητος
αντιλεύγω || Μέγαρα || παραπονιέμαι
αντιλέω || Κάρπαθος || αντιλέγω
αντίληψη || λόγιο || συχν. εμφ.
4 || αγρίκεμαν,
αγρίτσημαν, αδρίτσημαν, ανανόημα, εγρίκημαν, νόγα, νοητά || αντίληψη
αντιληψιά || Μεσσηνία || λιποθυμία
αντιληψιάζουμαι || Μεσσηνία || λιποθυμώ
αντιλίβγκομαι || Κάρπαθος || καταλαβαίνω
αντιλίβγομαι || Κάλυμνος || καταλαβαίνω
αντιλικάτους || Πιερία, Φθιώτιδα
|| ντελικάτος
αντιλίν || Κύπρος || αγκλιά
αντιλλιά || Κύπρος, Λιβίσι* || αγκλιά
αντιλοβοώ || Μύκονος || αντιλαλώ
αντιλογάω || Κέρκυρα, Παξοί || αντιλέγω
αντιλογητής
[Βλαστός 1931] || δημοτική || αντιμιλητής
αντιλογήτικος [Λεξικό
Πρωίας 1933] || δημοτική || αταίριαστος
αντιλογία || λόγιο || συχν. εμφ.
2 || αθηλογή,
αθιβολή, αληλογία, ανθηλογή, ανθιλογιά, ανθιλογία, αντίγλωσσο, αντικρύα,
αντιλογιά, αντίσκομα, απαθίβολο || αντιλογία
αντιλογιά
[Βλαστός 1931] || αντιλογία
αντιλόγιασμα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || εναντίωση
αντιλογιούμαι [Βλαστός
1931] || δημοτική || αντιμιλώ
αντιλογιούμαι [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || απαντώ
αντιλόγισμα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || συμβουλή
αντίλογος
[Somavera 1709] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αντίλοος || αντίλογος
αντιλογώ || Κύθηρα || αλλαξογνωμώ
αντιλογώ [Βλαστός 1931] || δημοτική || αντιμιλώ
αντιλογώ [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || απαντώ
αντιλοή || Κύθηρα || αντίλαλος
αντιλοητικός || Νάξος || αταίριαστος
αντιλοΐζομαι || Μάνη || παραλογίζομαι
αντιλοΐζω || Θήρα || διαφέρω
αντίλοος || Κάρπαθο, Κύπρος ||
αντίλογος
αντίλοος || Θήρα || αταίριαστος
αντίλοος || Θήρα || διαφορετικός
αντιλουγιόμι || Φθιώτιδα || απαντώ
αντίλουξα || Φθιώτιδα || ανάποδα
αντίμ || Τσακήλι* || βήμα
αντιμάμαλο || & Άνδρος, Ζάκυνθος,
Ήπειρος, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κάσος, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κίμωλος, Καστελλόριζο,
Κρήτη, Κύθηρα, Κύθνος, Λακωνία, Λευκάδα, Μάνη, Μύκονος, Νίσυρος, Πάργα, Σύμη,
Τήλος, Χίος || αντιμάμαλο
αντιμάμαλο
[Βλαστός 1931] || δημοτική || για
κύμα που χτυπά δυνατά κάπου και γυρίζει πίσω: αντιμάμαλος, αντιμάμμαλον,
αντμάμαλο || αντιμάμαλο
αντιμάμαλος || Μήλος, Σέριφος, Σύρος || αντιμάμαλο
αντιμάμμαλον || Κάρπαθος, Σύμη || αντιμάμαλο
αντιμάχι || Ρόδος || αντιστήριγμα
αντιμάχια || Κύθνος || έχθρα
αντίμαχος || Οινόη*, Πάρος, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αντίπαλος
αντίμαχος || Σωζόπολη* || ενάντιος
αντίμαχους || Βελβεντός, Γρεβενά, Ίμβρος, Λέσβος, Σάμος,
Φθιώτιδα || αντίπαλος
αντίμαχους || Κοζάνη || ενάντιος
αντιμαχώ
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || μισώ
αντιμέβου || Αίνος*, Μάνη || ανταμείβω
αντιμέβω
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κρήτη, Κύθηρα, Χίος || ανταμείβω
αντιμεθαβριανός
[Βλαστός 1931] || αντιμεθαυριανός
αντιμεθαβρινός
[Βλαστός 1931] || αντιμεθαυριανός
αντιμεθαυριανός
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αντιμεθαβριανός,
αντιμεθαβρινός || αντιμεθαυριανός
αντίμεθαυριο || Τσακήλι* || αντιμεθαύριο
αντιμεθαύριο
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || συχν. εμφ.
2 || αντίμεθαυριο, αντιπιθαρκού, αντιπιθάρκου, αντιπιθαύριον || αντιμεθαύριο
αντίμειψη || Κέρκυρα || ανταμοιβή
αντίμεμα
[Βλαστός 1931] || ανταμοιβή
αντίμεμα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αμοιβή
αντίμερα || Οινόη* || προχθές
αντίμερου || Λήμνος || αποφράδα
αντίμεσα || Λακωνία || ανάμεσα
αντιμέτρημα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σύγκριση
αντιμέτρημα
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αναμέτρηση
αντιμετριέμαι [Λεξικό Δημητράκου
1933] || δημοτική || συγκρίνομαι
αντιμετριούμαι [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || συγκρίνομαι
αντιμετριούμαι
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αναμετριέμαι
αντιμέτωπα || λόγιο || ανωπίσω || αντιμέτωπα
αντιμετωπίζω || λόγιο || συχν. εμφ.
4 || Βασικό
Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | αντικουτίζω, απαντώ || αντιμετωπίζω
αντιμετώπιση || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || κουτελομός || αντιμετώπιση
αντιμεύγου || Κονίστρες, Κύμη || ανταμείβω
αντιμεύγου || Κύμη || ανταποδίδω
αντιμεύγω
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κρήτη || ανταμείβω
αντίμεψη [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αμοιβή
αντίμι [Κουκκίδης 1960] || Κωνσταντινούπολη, Σωζόπολη* || βήμα
αντιμιά || Σάμος || συνάχι
αντίμια || Ίμβρος || αρχίδια
αντιμιλάω
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Αρκαδία,
Ηλεία || αντιμιλώ
αντιμίλημα
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αντιμιλιά,
αντιμιλία, αντιπολόημαν || αντιμίλημα
αντιμιλητής
[Βλαστός 1931] || δημοτική || αντιλογητής || αντιμιλητής
αντιμιλία || Κάρπαθος, Μάνη || αντιμίλημα
αντιμιλιά [Βλαστός
1931] || αντιμίλημα
αντιμιλού || Μάνη || αντιμιλώ
αντιμιλώ
[Βλαστός 1931] || δημοτική || αδροπολοούμαι,
αντγάρω, αντιγλωσώ, αντικρένου, αντικρένω, αντιλογιούμαι, αντιλογώ, αντιμιλάω,
αντιμιλού, αντιπολοούμαι, ντιμιλώ || αντιμιλώ
αντιμισιούμαι || Ρόδος || ανταγωνίζομαι
αντιμοιδεύω || Κρήτη || ανταμείβω
αντιμοιδή || Κρήτη || ανταμοιβή
αντιμούτσνους || Σκόπελος || αντιπρόσωπος
αντιμούτσουνος || Κάρπαθος, Κρήτη, Κύπρος || αντιπρόσωπος
αντίν (το) || Κάρπαθος,
Κερασούντα*, Κύπρος, Χίος || αντί
αντίναγμαν || Κύπρος || τίναγμα
αντινάλια || Χάλκη || σκοτούρες
αντίναμαν || Κύπρος || τίναγμα
αντιναμένος || Κύπρος || τιναγμένος
αντινάσσουμαι || Κύπρος || τινάζομαι
αντινάσσω || Κύπρος || σεληνιάζομαι
αντινάσσω || Κύπρος || τινάζω
αντιναχτός || Κύπρος || τιναγμένος
αντίνε (το) || Καλαβρία || αντί
αντινεύγω || Κρήτη || ανταμείβω
αντινηλιά || Νάξος, Σύμη || αντηλιά
αντίνομα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || παράνομα
αντίνομος
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || παράνομος
αντίντερο || Άνδρος, Βουρλά*, Θήρα, Κρήτη, Κύθηρα, Κύθνος,
Μάνη, Μύκονος, Νάξος, Πάρος, Σκύρος, Σύμη, Σύρος, Τήλος
|| αντίδωρο
αντίντερος || Αραβανί* || αντίδωρο
αντίντιρου || Κομοτηνή, Λέσβος
|| αντίδωρο
αντίνυφη || Χίος || παράνυφη
αντίνυφη || Τσεσμέ*, Χίος || παράνυφος
αντίξιμος || Κύθηρα || μήπως
αντίξοα || λόγιο || ανάζερβα,
αντίζερβα || αντίξοα
αντίξομπλο || Μέγαρα || αντίγραφο
αντίξοος || λόγιο || ανάζερβος || αντίξοος
αντίξυλο
[Βλαστός 1931] || αντίραβδο
αντίο || &
Αρκαδία, Βιθυνία*, Ζάκυνθος, Κρήτη, Νάξος, Σαράντα Εκκλησίες* || αντίο
άντιο || Απουλία || ίσιος
αντίο
[Βλαστός 1931] || δημοτική || συχν. εμφ. 5 || Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | αντίο,
ατίο || αντίο
αντιονώ || Κάρπαθος || αντηχώ
αντίου || Λέσβος || αντίο
άντιου || Σάμος || έντερο
αντιουνώ || Κάρπαθος || αντηχώ
άντιους || Ημαθία || άδειος
αντιπαθής || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || ανίσκιουτους || αντιπαθής
αντιπαθώ || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || αουρεύγομαι,
απονούμαι || αντιπαθώ
αντιπάλα || Σάντα || εχθρικώς
αντίπαλος || λόγιο || συχν. εμφ.
4 || αντίμαχος,
αντίμαχους, αντίστεκος, ασταμπής || αντίπαλος
αντιπαντρεύγκομαι || Κάρπαθος || ξαναπαντρεύομαι
αντιπαραβάλλω || λόγιο || συχν. εμφ.
2 || αγιαρλαντίζου || αντιπαραβάλλω
αντίπασχα
[Meursius 1614] || δημοτική || η Kυριακή του Θωμά: αντίλαμπρα, αντίλαμπρο, αντίλαμπρου || αντίπασχα
αντιπατάω || Αρκαδία || ποδοπατώ
αντιπάτης || Κάλυμνος, Κάρπαθος
|| εχθρός
αντιπάτης || Κάλυμνος || υπομόχλιο
αντιπάτι || Κάλυμνος || αντεπιχείρημα
αντιπάτι || Κρήτη || αντιστήριγμα
αντιπάτι || Κάλυμνος || πρόσκομμα
αντιπατού || Τσακωνιά || αντιστέκομαι
αντιπατώ || Κάρπαθος || αναρρώνω
αντιπατώ || Κάρπαθος || αντιστέκομαι
αντιπατώ || Σωζόπολη* || επιμένω
αντιπατώ
[Βλαστός 1931] || δημοτική || Κύθηρα || ποδοπατώ
αντίπερα [Βλάχος 1659] || δημοτική || Αργολίδα, Αχαΐα, Ήπειρος, Ηλεία, Κάλυμνος,
Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κύπρος, Μάνη || απέναντι
αντιπέρα [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || Κάρπαθος || απέναντι
αντίπεραν || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Τραπεζούντα* || απέναντι
αντιπεράνω || Κερασούντα* || ξαναπερνώ
αντιπεριόπεσι || Κύθηρα || αντιπρόπερσι
αντιπερνάω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξαναπερνώ
αντιπερνώ
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κερασούντα*, Οινόη*,
Χαλδία*, Χίος || ξαναπερνώ
αντιπερώ || Οινόη* || ξαναπερνώ
αντιπήδημα
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανάκρουση
αντιπηδώ
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανακρούω
αντιπηλοούμαι || Κάρπαθος || ανταπαντώ
αντιπιθαρκού || Κύπρος || αντιμεθαύριο
αντιπιθάρκου || Κύπρος || αντιμεθαύριο
αντιπιθαύριον || Κύπρος || αντιμεθαύριο
αντίπιρα || Αιτωλοακαρνανία, Πιερία, Τρίκαλα, Φθιώτιδα,
Φωκίδα || απέναντι
αντιπιρού || Αίνος* || απέναντι
αντίπιστος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άπιστος
αντιπλέκω || Οινόη* || ξεπλέκω
αντιπλέκω
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ξεμπλέκω
αντιπλέρωμα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || εκδίκηση
αντιπλερώνω
[Βλάχος 1659] || ανταποδίδω
αντιπλερώνω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || εκδικούμαι
αντίπλωρα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αντίπρωρα
αντίπλωρος [Βλαστός 1931] || δημοτική || αντίπρωρος
αντιποδάω || Ζάκυνθος || καλπάζω
αντιπόδι || Ζάκυνθος || καλπασμός
αντιπόδι || Κρήτη || τρικλοποδιά
αντιπόδι || Κρήτη || τροχάδην
αντιποδία || Κερασούντα* || αναποδιά
αντιποδίγια || Κερασούντα* || αναποδιά
αντιποδίζω || Ζάκυνθος || καλπάζω
αντιπολόημαν || Κύπρος || αντιμίλημα
αντιπολόημαν || Κύπρος || αυθάδεια
αντιπολοούμαι || Κύπρος || αντιμιλώ
αντιππηώ || Κάρπαθος || αναπηδώ
αντιπράζου || Γρεβενά || εναντιώνομαι
αντιπράζω
[Βλαστός 1931] || ανταγωνίζομαι
αντιπράζω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αντιδρώ
αντιπριόπερσι || Κύθηρα, Ρόδος || αντιπρόπερσι
αντιπριοπέρσινος || Ρόδος || αντιπροπέρσινος
αντίπροικα
[Ηπίτης 1908] || δημοτική || πάμφθηνα
αντίπροπερς || Τσακήλι* || αντιπρόπερσι
αντιπρόπερσι
[Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || αντιπεριόπεσι,
αντιπριόπερσι, αντίπροπερς, αντιπροπέρυσι || αντιπρόπερσι
αντιπροπέρσινος
[Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αντιπριοπέρσινος || αντιπροπέρσινος
αντιπροπέρυσι
[Ηπίτης 1908] || δημοτική || αντιπρόπερσι
αντιπροσωπεία || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || αμπασαρία || αντιπροσωπεία
αντιπροσωπία || Κάρπαθος || προσωπίδα
αντιπροσωπίδι
[Somavera 1709] || δημοτική || προσωπίδα
αντιπροσωπίν || Κάρπαθος || προσωπίδα
αντιπρόσωπο
[Μέγας 1975 || προσωπίδα
αντιπρόσωπος || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || αντιμούτσνους,
αντιμούτσουνος, ιντερβενιέντος || αντιπρόσωπος
αντίπρουρα || Σκόπελος || αντίπρωρα
αντίπρουχτι || Σάμος || αντιπροχθές
αντίπρουχτις || Σκόπελος || αντιπροχθές
αντίπροχθες [Somavera 1709] || δημοτική || Ρόδος || αντιπροχθές
αντιπροχθές
[Κοντόπουλος 1903] || δημοτική || αντίπρουχτες,
αντίπρουχτι, αντίπροχθες, αντιπροχικιές, αντίπροχτες, αντιπροχτές, αντίπροψες, προτσιπέρι || αντιπροχθές
αντιπροχθεσινός
[Legrand 1882] || δημοτική || αντιπροχτεσινός
αντιπροχικιές || Μάνη || αντιπροχθές
αντιπροχτές [Λεξικό
Πρωίας 1933] || δημοτική || Νάξος || αντιπροχθές
αντίπροχτες
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κύθηρα, Κύπρος,
Νίσυρος, Παξοί, Τσακήλι* || αντιπροχθές
αντιπροχτεσινός
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αντιπροχθεσινός || αντιπροχτεσινός
αντίπροψες
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κέρκυρα || αντιπροχθές
αντίπρωρα || λόγιο || αντίπλωρα, αντίπρουρα || αντίπρωρα
αντίπρωρος || λόγιο || αντίπλωρος || αντίπρωρος
αντίρα || Λαγκαδάς, Χαλκιδική || πατημασιά
αντίρα || Χαλκιδική || χνάρι
άντιρα || Καρδίτσα, Στενήμαχος*,
Φωκίδα, Χαλκιδική || έντερα
αντιράβδι
[Βλαστός 1931] || δημοτική || για να χτυπούν
τις ελιές και να πέφτουν: αντίραβδο, λιοράβδι, ραβδοκόπι || αντιράβδι
αντίραβδο
[Βλαστός 1931] || μέρος
του αργαλειού: αντίξυλο || αντίραβδο
αντίραβδο
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αντιράβδι
Αντιργιάς || Αραβανί*, Σίλλη* || Ανδρέας
αντιργούμαι || Κύμη || ντρέπομαι
αντίρεδος || Καστελλόριζο || αντίδωρο
αντιρέμι || Ίμβρος || ντρέπομαι
αντιρεύομαι || Θεσπρωτία || διστάζω
αντίρητα || Χάλκη || ασύστολα
αντιρί || Αϊβαλί*, Ιωάννινα,
Ημαθία, Ίμβρος, Κοζάνη, Λάρισα, Λέσβος, Μαγνησία, Μοσχονήσι*, Νιγρίτα, Πιερία,
Σάμος, Φωκίδα, Χαλκιδική || καφτάνι
αντιριά || Φθιώτιδα || εντόσθια
αντίριγμα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || παραβλάσταρο
αντιρίδ || Κοζάνη || αντεράκι
αντιρίδα || Χαλκιδική || σκουληκαντέρα
αντιριέμαι || Κύθηρα, Λακωνία ||
διστάζω
αντιριέμι || Σάμος, Τρίκαλα || διστάζω
αντιριέμι || Θάσος || ντρέπομαι
αντιρίζω || Θεσπρωτία || φυτρώνω
αντιρικάδα || Αιτωλοακαρνανία || οισοφάγος
αντίριμα
[Βλαστός 1931] || δημοτική || παραβλάσταρο
αντιρίμι [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || υποστήριγμα
αντιριόμαι || Κύθηρα || διστάζω
αντιριόμι || Καρδίτσα, Μαγνησία, Σάμος, Τρίκαλα || διστάζω
αντιριοσύνη || Μάνη || αντρειοσύνη
αντιριούμαι || Ζάκυνθος, Κύμη || εναντιώνομαι
αντιριούμι || Λάρισα, Πιερία, Σάμος, Χαλκιδική || διστάζω
αντιριούμι || Χαλκιδική || ιχνηλατώ
αντιριούμι || Άρτα, Βελβεντός, Γρεβενά, Καστοριά, Κοζάνη,
Πιερία, Χαλκιδική || ντρέπομαι
αντιριστά || Κύθηρα || φοβισμένα
αντιριωμένος || Μάνη || αντρειωμένος
αντιριώνου || Μάνη || αντρειεύω
άντιρου || Γρεβενά, Θάσος, Θεσσαλονίκη, Ίμβρος, Ιωάννινα,
Καρδίτσα, Κοζάνη, Λάρισα, Λέσβος, Νιγρίτα, Πιερία, Σέρρες, Τρίκαλα, Φθιώτιδα,
Χαλκιδική || έντερο
αντιρουκαίουμι || Σκόπελος || κορακιάζω
αντιρουκουμένους || Χαλκιδική || νηστικός
άντιρουν || Λιβίσι* || έντερο
αντιρουσφίχτς || Σάμος || ζωνάρι
αντιρουσφίχτς || Θάσος, Λέσβος, Σάμος || ζώνη
αντίρρηση || λόγιο || συχν. εμφ.
4 || αθιβουλή,
αίρεση || αντίρρηση
αντιρρησίας || λόγιο || συχν. εμφ.
2 || λουγάθκους || αντιρρησίας
αντιρρού || Μάνη || αντιλέγω
άντιρτε || Τσακωνιά || άγδαρτος
αντιρώ || Κάρπαθος || αντιλέγω
αντιρώνουμι || Αιτωλοακαρνανία ||
ανακλαδίζομαι
αντιρώνουμι || Φθιώτιδα || τεντώνομαι
αντίς || Κέρκυρα || αντιθέτως
άντις || Ρόδος || αντί
αντίς [Deheque 1825] || δημοτική || Αρκαδία, Αχαΐα, Ευρυτανία, Ζάκυνθος, Ηλεία,
Θεσπρωτία, Ιθάκη, Ιωάννινα, Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Καστοριά, Κέρκυρα,
Κεφαλονιά, Κοτύωρα*, Κρήτη, Κύθνος, Κύπρος, Κωνσταντινούπολη, Λακωνία, Λέρος,
Λέσβος, Λιβίσι*, Μάδυτος*, Μάνη, Μεσσηνία, Μήλος, Νάξος, Νιγρίτα, Νίσυρος,
Οινόη*, Παξοί, Ρόδος, Σάμος, Σαράντα Εκκλησιές*, Σέρρες, Σινασός*, Σκόπελος,
Σύμη, Σωζόπολη*, Τραπεζούντα*, Χαλδία*, Τρίγλια*, Τσακωνιά || αντί
αντισηκούρι || Κύθηρα || σφήνα
αντισηκώνομαι
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανασηκώνομαι
αντισηκώνω || Κύθηρα || ανασηκώνω
αντισήκωτος || Κύθηρα || ασήκωτος
αντισκάβω || Κύθηρα || διβολίζω
αντισκάρι || Κρήτη || αντιστήριγμα
αντισκάρι || Κρήτη || υπομόχλιο
αντισκαρώνω || Κρήτη || αντιστέκομαι
αντίσκαστους || Αιτωλοακαρνανία, Φθιώτιδα || ολόιδιος
αντισκάφι || Κύθηρα || διβόλισμα
αντισκάφισμα || Κύθηρα || διβόλισμα
αντισκαφτίζω || Κύθηρα || διβολίζω
αντισκάφτω || Κύθηρα || διβολίζω
αντισκόβγω || Κύθηρα, Μέγαρα || εμποδίζω
αντισκόβου || Μάνη || εμποδίζω
αντισκόβω || Λακωνία || αντιστέκομαι
αντισκόβω || Ζάκυνθος, Κεφαλονιά, Κύθηρα || εμποδίζω
αντισκόβω
[Legrand 1882] || δημοτική || Ζάκυνθος || διακόπτω
αντίσκομα [Βλαστός 1931] || Ζάκυνθος || εμπόδιο
αντίσκομα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αντιλογία
αντίσκοπος
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αντίφωνο
αντισκούλι || Κρήτη || αντιστήριγμα
αντίσκουλο || Κρήτη || αντιστήριγμα
αντισκούρι || Κρήτη || αντιστήριγμα
αντισκόφτω || Ζάκυνθος, Κύθηρα
|| εμποδίζω
αντισκόφτω
[Λεξικό Πρωίας 19338] || δημοτική || Ζάκυνθος || διακόπτω
αντισκώνου || Σάμος || αντιγράφω
αντισκώνω || Κέρκυρα, Παξοί || αντιγράφω
άντισμα || Γρεβενά || κακοτυχία
αντισόν || Χαλδία* || άνηθο
αντίσπακος || Κύθηρα || πικρός
αντίστα || Κερασούντα*, Χαλδία*
|| αντί
αντιστάθμισμα || λόγιο || αντιζύγιασμα || αντιστάθμισμα
αντισταίνομαι || Χίος || αντιλέγω
αντίσταυρα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κέρκυρα, Παξοί || σταυρωτά
αντίσταυρε || Τσακωνιά || διάβολος
αντίσταυρος || Κύθηρα, Μάνη || διάβολος
αντίσταφνος || Κάρπαθος || όμοιος
αντιστέκομαι
[Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || ανατσαρώνω, αντιπατού, αντιπατώ, αντισκαρώνω,
αντισκόβω, αντιστέκουμαι, αντιστένομαι, ντιστέννομαι, νυχεντρόννομαι || αντιστέκομαι
αντιστεκόμενος
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || συχν. εμφ.
2 || αντίστεκος || αντιστεκόμενος
αντίστεκος [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αντίπαλος
αντίστεκος
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αντιστεκόμενος
αντιστέκουμαι [Βλαστός
1931] || δημοτική || Ζάκυνθος || αντιστέκομαι
αντιστένομαι
[Germano 1622] || δημοτική || Κρήτη || αντιστέκομαι
αντιστήλι || Ζάκυνθος || υποστήριγμα
αντιστήριγμα || λόγιο || αντικόντιν,
αντιμάχι, αντιπάτι, αντισκάρι, αντισκούλι, αντίσκουλο, αντισκούρι, αντιστύλι,
αντίστυλο || αντιστήριγμα
αντιστηρίζομαι || λόγιο || αντιστυλώνομαι || αντιστηρίζομαι
αντιστηρίζω || λόγιο || αντικονγκιάζω,
αντιστυλώνου, αντιστυλώνω || αντιστηρίζω
αντιστήριξη || λόγιο || συχν. εμφ.
2 || αντιστύλωμα || αντιστήριξη
αντιστοιβάζω || Κρήτη || τραντάζομαι
αντιστοιβάσω || Κρήτη || τραντάζομαι
αντίστομος || Κύθηρα || στομωμένος
αντιστρέφομαι || Κύθηρα || εναντιώνομαι
αντιστρέφω || Κάρπαθος || ανταποδίδω
αντιστρέφω || λόγιο || συχν. εμφ.
2 || απογυρίζω || αντιστρέφω
αντίστροφα || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || ανάλμα,
αντικέφαλα, αξανάστροφα, αξινέ, ξανάστροφα || αντίστροφα
αντιστρόφι || Κέρκυρα || ασπροθύμαρο
αντίστροφος || λόγιο || συχν. εμφ.
2 || απογυριστικός || αντίστροφος
αντιστύλι
[Germano 1622] || δημοτική || Κρήτη,
Μάνη, Νίσυρος, Χίος || αντιστήριγμα
αντίστυλο [Λεξικό
Πρωίας 1933] || δημοτική || αντιστήριγμα
αντιστύλωμα
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αντιστήριξη
αντιστυλώνομαι
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αντιστηρίζομαι
αντιστυλώνου || Μάνη || αντιστηρίζω
αντιστυλώνω
[Somavera 1709] || δημοτική || Ζάκυνθος, Χίος || αντιστηρίζω
αντισφακιδιά || Κρήτη || φασκομηλιά
αντίσφακο || Αρκαδία || φασκόμηλο
αντισώνω || Κερασούντα* || συμπληρώνω
αντιτάσσομαι || λόγιο || συχν. εμφ.
2 || αντιφέρνομαι,
αντιφέρνουμαι || αντιτάσσομαι
αντιτερί || Κρήτη || καφτάνι
αντίτερο || Κρήτη, Μύκονος || αντίδωρο
αντίτζω || Απουλία || συναντώ
αντίτιμο || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || αντικομός || αντίτιμο
αντίτουπους || Καρδίτσα, Μαγνησία, Σκόπελος || ολόιδιος
αντιφασκίδι || Κρήτη || φασκόμηλο
αντιφεγγιά [Βλαστός
1931] || δημοτική || Κρήτη || αντιφέγγισμα
αντιφεγγιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || Ζάκυνθος || αστροφεγγιά
αντιφεγγίδα || Κρήτη || αναλαμπή
αντιφεγγίδα || Κρήτη || αστροφεγγιά
αντιφεγγίζω
[Βλαστός 1931] || δημοτική || αντιλαμπίζω,
αντιλάμπω, αντιφέγγου, αντιφέγγω, αντιφωτίζω, αντιφωτώ
|| αντιφεγγίζω
αντιφεγγιό || Κέρκυρα || αντιφέγγισμα
αντιφέγγισμα
[Βλαστός 1931] || δημοτική || αντιθωριά,
αντιφεγγιά, αντιφεγγιό, αντίφεγγο, αντιφλογιά, αντίφλογο || αντιφέγγισμα
αντίφεγγο [Βλαστός
1931] || δημοτική || αντιφέγγισμα
αντίφεγγος
[Βλαστός 1931] || δημοτική || φωτοβόλος
αντιφέγγου || Καρδίτσα || αντιφεγγίζω
αντιφέγγω [Βλαστός 1931] || δημοτική || Κάρπαθος || αντιφεγγίζω
αντιφέρκουμαι || Κερασούντα*, Χαλδία*
|| εναντιώνομαι
αντιφέρνομαι
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Πελοπόννησος || αντιτάσσομαι
αντιφέρνουμαι
[Βλαστός 1931] || αντιτάσσομαι
αντιφέρνω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || εχθρεύομαι
αντιφέρουμαι || Κερασούντα* || εναντιώνομαι
αντιφιλώ || Οινόη* || ξαναφιλώ
αντίφκιαστους || Αιτωλοακαρνανία ||
ολόιδιος
αντιφλογιά
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αντιφέγγισμα
αντίφλογο
[Βλαστός 1931] || δημοτική || αντιφέγγισμα
αντιφουνή || Απουλία || αντήχηση
αντίφτιαστος [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || ολόιδιος
αντιφύλαγμα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || προφύλαξη
αντιφύλαξη [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || προφύλαξη
αντιφωνάω || Καλαβρία || αντηχώ
αντιφωνέγκω || Καλαβρία || αντηχώ
αντιφώνημα || Καλαβρία || αντήχηση
αντίφωνο || Απουλία, καλαβρία
|| αντήχηση
αντίφωνο || Πάρος || αντίλαλος
αντίφωνο || λόγιο || αντίσκοπος || αντίφωνο
αντιφώτι || Κέρκυρα || φεγγίτης
αντιφωτίζω
[Βλαστός 1931] || δημοτική || αντιφεγγίζω
αντιφωτώ
[Βλαστός 1931] || δημοτική || αντιφεγγίζω
αντίχ || Λέσβος || ώστε
αντιχάλα || Κέρκυρα || διχάλα
αντιχάρ || Κοτύωρα*, Χαλδία*
|| ανταπόδοση
αντίχαρ || Σάμος, Τσακήλι*, Φθιώτιδα, Χαλκιδική || ανταπόδοση
αντιχαρά (η) || Κρήτη,
Κύθηρα, Λήμνος || πιστρόφια
αντίχαρα (η) || δημοτική || Δαρδανέλια*,
Ιωάννινα, Καλλίπολη*, Κάρυστος, Κέα, Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Κωνσταντινούπολη,
Νίσυρος, Οινόη*, Σίλλη*, Σινασός*, Τραπεζούντα*, Φιλιππούπολη*, Χαλδία*, Χίος || πιστρόφια
αντιχάραος || Σύμη || γρουσούζης
αντιχάρη || Νίσυρος, Οινόη* ||
ανταπόδοση
αντίχαρη [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κερασούντα*, Μάνη, Χαλδία* || ανταπόδοση
αντιχάρητα || Χίος || ανταπόδοση
αντιχαρίζω
[Βεντότης 1790] || δημοτική || Κερασούντα*,
Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανταποδίδω
αντιχάρισμα
[Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || Κάρπαθος || ανταπόδοση
αντιχάριτα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανταοπόδοση
αντίχειρας || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || Buck
List 4.342 | βάχτυλας, δαχλουμάναμ δάχτλας, δάχτυλας, δάχτυουας, μεγάλο δάχτυλο || αντίχειρας
αντίχιμ || Λέσβος || ώστε
αντίχολο || Ζάκυνθος || χολή
αντίχολος || Κρήτη || χολή
αντίχριστος
[Deheque 1825] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || Αχαΐα, Κάρπαθος, Κύπρος, Μάνη,
Νάξος, Ρόδος, Σέριφος, Χάλκη || διάβολος
αντίχρονου
[Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αντίκαιρου,
αντίκαιρου, αντικαιρού, αντιχρόνου || αντίχρονου
αντιχρόνου
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κύθηρα,
Μεσσηνία || αντίχρονου
αντιχρωματίζω
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αντιχρωμιάζω || αντιχρωματίζω
αντιχρωμιάζω
[Βλαστός 1931] || αντιχρωματίζω
αντιχτυπιέμαι
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ταλαιπωρούμαι
αντιψίχς || Ίμβρος || βρομόγλωσσος
αντίψυχα || Ρόδος || στήθη
αντιψύχι
[Βλαστός 1931] || δημοτική || έλεος
αντίψυχο || Μέγαρα || δεντρολίβανο
αντίωρο || Χίος || αντίδωρο
αντκιάζω || Λευκάδα || αντικρίζω
αντλάλμα || Αδριανούπολη* || αντίλαλος
άντληση || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || άγλισμα,
ανασυρμός, ανέσερμα, ανέσυρμα, ανεσυρμός, αξάγλισμα
|| άντληση
αντλιά || Ζάκυνθος || αγκλιά
αντλιά || Αιτωλοακαρνανία ||
αντηλιά
αντλία || λόγιο || συχν. εμφ.
4 || ντρούμπα || αντλία
αντλώ || λόγιο || συχν. εμφ.
2 || αγκλάω,
αγκλιάζζω, αγκλίζου, αγκλίζω, αγκλιώ, αγκλού, αγκλώ, αγλίζω, αγλιώ, αγλίω,
ανεγλιώ, ανεσύρνω, ανεσύρω, γκλιάζζω, γλιώ, ντρουμπέρνω, ξεγλιώ || αντλώ
αντμάμαλο || Πάρος || αντιμάμαλο
αντμιράμπιλε || Ζάκυνθος || αξιοθαύμαστος
αντό || Απουλία, Καλαβρία
|| αλλιώς
άντο || Απουλία, Καλαβρία
|| άλλος
αντοβήντα || Απουλία || εβδομήντα
αντόκοση || Φάρασα* || στέγη
αντολιασμένος || Νάξος || πεινασμένος
αντομά || Απουλία || εβδομάδα
αντομάντα || Απουλία || εβδομάδα
αντομήντα || Απουλία || εβδομήντα
αντονάκι || Καλαβρία || αηδονάκι
αντονάρω || Θήρα || φλερτάρω
αντόνι || Καλαβρία || αηδόνι
αντονικός || Τρίπολη* || κυρτός
αντοντάγρα || Κρήτη || δοντάγρα
αντοντάς || Κρήτη || δοντάς
αντόντι || Κρήτη || δόντι
αντόπκιος || Κύπρος || ντόπιος
αντόριαστους || Χαλκιδική || ατίθασος
αντορμού || Μάνη || τολμώ
αντοτάρω || Ζάκυνθος || παραδέχομαι
αντοτσιόνε || Ζάκυνθος || παραδοχή
αντού || Απουλία || αλλού
αντουβήντα || Απουλία || εβδομήντα
αντούβιανος || Λακωνία || ανάξιος
αντούβιανος || Αχαΐα, Ηλεία || άξεστος
αντούβιανος || Κορινθία || πεισματάρης
αντούβιανος || Αρκαδία, Αχαΐα || χοντροκομμένος
αντούβλιανα || Σάμος || λαίμαργα
αντούβλιανους || Αιτωλοακαρνανία ||
ανόητος
αντουλιούριν || Κύπρος || αγκλιά
αντούλλα || Κύπρος || αγκλιά
αντουλλιά || Κύπρος || αγκλιά
αντουλλίν || Κύπρος || αγκλιά
αντουμάνα || Χίος || ντομάτα
αντουμάτα || Απουλία || εβδομάδα
αντουμάτα || Χίος || ντομάτα
Αντουνία || Σουφλί || Αντωνία
άντουνιν || Μάκρη* || γιατί
αντούρα || Κέρκυρα || δυνατά
άντους || Σάμος || άντυτος
άντουτε || Τσακωνιά || αδιάλυτος
άντουτε || Τσακωνιά || αχτύπητος
αντούτσι || Τσακωνιά || ψωμάκι
αντούττε || Απουλία || αλλού
αντόφορτον || Κύπρος || αντίβαρο
αντοχή || λόγιο || συχν. εμφ.
4 || ανάοση,
νταντί, ντέμπερη || αντοχή
άντρα || Απουλία, Αραβανί*, Καλαβρία, Ουλαγάτς* || άντρας
άντρα || Απουλία, Καλαβρία || σύζυγος (ο)
αντράβαινα
[λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανάγυρος
αντραβάνα
[Βλαστός 1931] || ανάγυρος
αντραγασιά || Χαλκιδική || τσαρδί
αντραγάτς || Λήμνος, Σάμος, Σκόπελος || αγροφύλακας
αντραγκλίζουμι || Σκόπελος || ζαλίζομαι
αντράγουρας || Σαμψούντα* || αντρογυναίκα
αντράγουρος || Κοτύωρα*, Σάντα*, Χαλδία* || αντρογυναίκα
αντράδα || Σάμος || ανδρεία
αντραδέλφισα || Κερασούντα*, Κύπρος,
Οινόη*, Όφις*, Χαλδία* || κουνιάδα
αντράδελφος || Κύπρος, Οινόη*, Όφις*, Τρίπολη*, Τραπεζούντα*,
Χ λδία* || κουνιάδος
αντραδέλφσα || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || κουνιάδα
αντραδέρφ || Κοζάνη, Λάρισα, Λέσβος, Νιγρίτα, Πιερία,
Σέρρες, Σιάτιστα, Σκόπελος, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Χαλκιδική || κουνιάδα
αντραδερφή || Κύμη, Κύπρος, Ρόδος || κουνιάδα