Λεξικό Συνωνύμων. Λέξεις που αρχίζουν από ακ

 

 

Από τις ρωμαίικες διαλέκτους στην κοινή νεοελληνική

 

συνώνυμα

 

λέξεις που αρχίζουν από ακ

 

 

Δημήτρης Λιθοξόου

 

πρώτη δημοσίευση: 9.12.2019

αναθεώρηση: 26.7.2021

 

 


Η εργασία είναι διπλής κατεύθυνσης. Από τις διαλέκτους της ρωμαίικης γλώσσας (που κατά τη γνώμη μου λαθεμένα καταγράφονται σαν «ιδιώματα της νέας ελληνικής»), στα συνώνυμα της σύγχρονης εθνικής γλώσσας ή «κοινής νεοελληνικής» (ΚΝΕ). Αλλά και αντίστροφα, από τις λέξεις της ΚΝΕ στα διαλεκτικά συνώνυμα.

Η μελέτη αποσκοπεί στην καταγραφή του διαλεκτικού πλούτου της ρωμαίικης γλώσσας και στη συγκέντρωση υλικού για την ουσιαστική μελέτη της γλώσσας, πέρα από τα εθνικά στερεότυπα.

Στα λήμματα συνυπάρχουν λέξεις των ρωμαίικων διαλέκτων μαζί με λέξεις της «κοινής νεοελληνικής».

Στην «ορθογραφία» των διαλεκτικών λέξεων ακολουθώ κυρίως την πρόταση των λεξικογράφων. Ωστόσο τα διπλά σύμφωνα τα χρησιμοποιώ συνήθως όταν αυτά σημαίνουν και διαφορετική προφορά (όπως σε Κύπρο, Δωδεκάνησα, Κάτω Ιταλία, Ικαρία, Χίο).

Με σκούρο κόκκινο χρώμα σημειώνονται οι λέξεις-έννοιες, τα βασικά λήμματα, που συγκεντρώνουν δίπλα τους τα συνώνυμα. Έτσι δίπλα στο «αβγό», βρίσκουμε τα διαλεκτικά: αβγιό, αβγκό, αβγκόν, αβγκουό, αβγόν, αβγού, αβιγό, αβκό, αβκόν, αβό, αβουγό, αγκβό, αγκό, αγκουό, αγκουού, αγουό, αυγό, αυγόν, αφκό, αφκόν, βγο, βο, εβγό, οβγό, οβγόν, οβό, οβόν, ουό.

Με μπλε χρώμα σημειώνονται λέξεις-έννοιες της δημοτικής που τις βρίσκουμε και σαν βασικά λήμματα με κόκκινο χρώμα. Εδώ όμως δίπλα τους δεν έχουμε συνώνυμα, αλλά στοιχεία από την ιστορική-γεωγραφική εξάπλωση, δηλαδή από τη γλωσσογεωγραφία της λέξης.

Μέσα σε αγκύλη, δίπλα σε λέξεις της δημοτικής, βρίσκεται το όνομα ενός λεξικού και η χρονιά που εκδόθηκε. Αυτό διευκρινίζει το έτος πρώτης καταγραφής της λέξης (ή μια από τις χρονικά πρώτες καταγραφές) σε λεξικό της κοινής (για την εποχή εκείνη) γλώσσας. Για παράδειγμα το «αβανία [Germano 1622]» εξηγεί πως τη λέξη «αβανία» την πρωτοσυναντάμε στο «Vocabolario Italiano et Greco» του Girolamo Germano, που εκδόθηκε στη Ρώμη το 1622. Εκτός από τα γενικά λεξικά, σε ορισμένες περιπτώσεις αναφέρονται και κάποια ειδικά λεξικά [λ.χ. Γεννάδιος 1914, Κουκκίδης 1960].

Δίπλα σε κάποιες λέξεις, υπάρχει η συχν(ότητα) εμφ(άνισης) και ένας αριθμός, από το 2 ως το 7. Πρόκειται για τις λέξεις με τη συχνότερη παρουσία στη σύγχρονη γλώσσα. Σε αυτή την κλίμακα, κάθε αριθμός είναι δεκαπλάσιος περίπου από τον προηγούμενο. Λόγου χάρη η λέξη «αβγό» (με συχν. εμφ. 3), εμφανίζεται στις μέρες μας, σχεδόν δέκα φορές πιο συχνά από τη λέξη «άβγαλτος» (με συχν. εμφ. 2) και η λέξη «άβολα» (με συχν. εμφ. 4), δέκα φορές συχνότερα από την πρώτη λέξη και εκατό φορές συχνότερα από τη δεύτερη.

Όπου υπάρχει η ένδειξη δημοτική, σημαίνει πως η λέξη που προηγείται χαρακτηρίζεται στα λεξικά του περασμένου αιώνα, σαν λέξη της δημοτικής γλώσσας. Όπου υπάρχει η ένδειξη λόγιο σημαίνει πως η λέξη είναι λόγιο δάνειο, δεν έχει διασωθεί δηλαδή αγράμματα στο στόμα του λαού. Οι λόγιες λέξεις μπήκαν στη λαϊκή γλώσσα από το εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Οι περισσότερες από αυτές χαρακτηρίζονταν στα παλιά λεξικά σαν λέξεις της καθαρεύουσας.

Μετά τις διαλεκτικές λέξεις, ακολουθούν γεωγραφικές περιοχές ή οικισμοί. Πρόκειται για ονόματα τόπων που συναντιέται η διαλεκτική λέξη (της διπλανής εγγραφής). Έτσι για τη λέξη «αβασκαμός» βλέπουμε πως είναι (ή ήταν) σε χρήση σε: Αιτωλοακαρνανία, Αργολίδα, Αχαΐα, Βοιωτία, Ζάκυνθος, Λευκάδα, Μαγνησία, Μάνη, Παξοί, Σκόπελος, Φθιώτιδα. Αν δίπλα στον τόπο σημειώνεται αστερίσκος (*), όπως π.χ. Αδριανούπολη* ή Τραπεζούντα*, αυτό δηλώνει πως οι χριστιανοί Ρωμιοί του οικισμού εγκατέλειψαν τον τόπο τους μέχρι το 1923-1924.

Σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει μια μικρή ερμηνεία της λέξης ή η λατινική επιστημονική ονομασία της (για τη χλωρίδα και την πανίδα). Επίσης για ορισμένες βασικές λέξεις-έννοιες υπάρχουν εδώ αναφορές σε κάποιες συγκριτικές λίστες λεξικοστατιστικής ή γλωσσογεωγραφίας [Swadesh List, Buck List, Atlas Linguarum Europae].

Στο τέλος του λήμματος καταγράφονται τα συνώνυμα της κοινής που αντιστοιχούν στις διαλεκτικές λέξεις.

Η βιβλιογραφία υπάρχει στον ιστότοπο σε χωριστή ανάρτηση https://www.lithoksou.net/2020/11/lexiko-synonymon-eisagogi.html

 

 

άκα || Άρτα, Ευρυτανία, Ιωάννινα, Καστελλόριζο, Καστοριά, Κύθηρα, Κως, Μάνη, Όφις*, Σιάτιστα, Τραπεζούντα*, Φθιώτιδα || όχι

ακάανος || Κάρπαθος || αγκάβανος

ακαβάληγος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακαβάλητος

ακαβάλητος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακαβάληγος, ακαβαλίκευτος, ακαβάλιστος, ακαβαλκίαστος, ακαβάλκιαχτος || ακαβάλητος

ακαβαλίκευτος [Somavera 1709] || δημοτική || ακαβάλητος

ακαβάλιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακαβάλητος

ακαβαλκίαστος || Σάντα* || ακαβάλητος

ακαβάλκιαστος || Σάντα*, Χαλδία* || ακαβάλητος

ακαβάλκιαχτος || Χαλδία* || ακαβάλητος

άκαβος || Χαλδία* || άκαυτος

ακαβούρδιστος [Ηπίτης 1908] || δημοτική || αγαβούρευτος, ακαβούρευτος, ακαβούρκιστε, ακαβούρντιστος, ακαούρντιστος || ακαβούρδιστος

ακαβούρευτος || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ακαβούρδιστος

ακαβούρκιστε || Τσακωνιά || ακαβούρδιστος

ακαβούρντιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακαβούρδιστος

ακαβράντστους || Νιγρίτα || αλύγιστος

ακαβράντστους || Νιγρίτα || ατσάκιστος

ακαγιάρωτος || Βουρλά* || αχαλίνωτος

ακάγκιουτε || Τσακωνιά || αβράδιαστος

άκαγος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Αρκαδία, Ηλεία, Κρήτη, Κύπρος, Οινόη* || άκαυτος

άκαγους || Αδριανούπολη*, Πιερία || άκαυτος

ακαδέρω || Ζάκυνθος || ανήκω

ακάδευτε || Τσακωνιά || ακλάδευτος

ακαδεχτοσύνα || Κερασούντα* || ακαταδεξιά

ακαδεχτοσύνη || Κερασούντα*, Κρήτη, Σύμη || ακαταδεξιά

ακαζάνιαστε || Τσακωνιά || ακαζάνιαστος

ακαζάνιαστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακαζάνιαστε, ακαζάνιαστους, ακαζάνουτους || ακαζάνιαστος

ακαζάνιαστους || Μακεδονία || ακαζάνιαστος

ακαζάνουτους || Μακεδονία || ακαζάνιαστος

ακαζάντιαστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακαζάντιστος

ακαζάντιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακαζάντιαστος, ακαζάντστους || ακαζάντιστος

ακαζάντστους || Κοζάνη || ακαζάντιστος

ακάζι || Μέγαρα || δύναμη

ακάθ || Λέσβος || αγκάθι

ακαθάργους || Αιτωλοακαρνανία || ακαθάριστος

ακαθάριγος || Κερασούντα*, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κοτύωρα*, Όφις*, Σαμψούντα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ακαθάριστος

ακαθάριος || Μάνη || ακαθάριστος

ακαθαρισία || Αρκαδία || ακαθαρσία

ακαθάριστο || Καλαβρία || ακαθάριστος

ακαθάριστος [Βεντότης 1790] || δημοτική || ακαθάργους, ακαθάριγος, ακαθάριος, ακαθάριστο, ακαθάριχτος, ακάθαρος, ακαθέριγος, ακαθέριστος, ακάθερος, ακασάριστο, ακρολόετος || ακαθάριστος

ακαθάριχτος || Κερασούντα* || ακαθάριστος

ακάθαρος || Μάνη || ακαθάριστος

ακαθαρσία || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || ακαθαρισία, απαστρία, απάστρια, απαστριά, απαστρίγια, απαστρίγια, απαστρίλα, αποστροσύνη, ατσαλιά || ακαθαρσία

ακάθαρτα || λόγιο || άπαστρα, απάστρευτα || ακάθαρτα

ακάθαρτε || Τσακωνιά || ακάθαρτος

ακάθαρτος || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || Buck List 15.88 | ακάθαρτε, ακαθέρτος, ακρολόετος, αξεπάστρευρος, απάστρευτε, απάστρευτος, απάστριφτους, άπαστρος, άπαστρους || ακάθαρτος

ακαθέριγος || Αυλωνάρι, Κονίστρες, Κορινθία || ακαθάριστος

ακαθέριστος [Σκαρλάτος 1835] || Αυλωνάρι, Κάρπαθος, Κονίστρες, Κως, Ρόδος, Σύμη || ακαθάριστος

ακάθερος || Αρκαδία || ακαθάριστος

ακαθέρτος || Πελοπόννησος || ακάθαρτος

ακάθετος || Ρόδος || ακάθιστος

ακάθετος || Ρόδος || ανίδεος

ακαθησιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || εργατικότητα

ακαθησιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ορθοστασία

ακάθθα || Κάρπαθος, Χάλκη || αγκάθι

ακάθθα || Χάλκη || ραχοκοκαλιά

ακαθθάκι || Καλαβρία || αγκαθάκι

ακάθθι || Καλαβρία || αγκάθι

ακαθθιά || Κάρπαθος || αγκάθι

ακάθθιν || Κύπρος || αγκάθι

άκαθθος || Ικαρία || αγκαθάρα

ακαθθοτόπιν || Ικαρία || αγκαθότοπος

ακαθθούκι || Καλαβρία || αγκαθάκι

ακαθθώννω || Καλαβρία || αγκαθώνω

ακαθιρός || Λέσβος || αγκαθερός

ακαθισιά [Somavera 1709] || δημοτική || ορθοστασία

ακάθιστος [Meursius 1614] || δημοτική || ακάθετος, ακατακάτστους, ακάτσουτους || ακάθιστος

ακαθοδήγητος || λόγιο || ακέφαλος, ακέφαλους, ανακέφαλος, ατσέφαλος || ακαθοδήγητος

ακαθυστέρητα || λόγιο || ανάργητα || ακαθυστέρητα

ακαθυστέρητος || λόγιο || ανάργητος, άναργος || ακαθυστέρητος

ακαθώνου || Λέσβος || αγκαθώνω

άκαιγος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || άκαυτος

ακαινούργωτος || Τραπεζούντα* || ανεπιδιόρθωτος

ακαΐπ || Σκόπελος || άφαντος

άκαιρα [Germano 1622] || δημοτική || άκιρα, αμέστωτα || άκαιρα

ακαίρια || Σέρρες || αργά

ακαιριά [Germano 1622] || δημοτική || Ήπειρος, Ανατολική Θράκη* || κακοκαιρία

ακαιρία [Somavera 1709] || Κάρπαθος || νηνεμία

άκαιρος || Οινόη* || αταίριαστος

άκαιρος [Germano 1622] || δημοτική || άκιρους, παράκαιρος || άκαιρος

άκακα || & Ζάκυνθος || άκακα

άκακα [Germano 1622] || δημοτική || ανάκακα, αξανάκακα, εξανάκακα, ξανάκακα || άκακα

ακακάβιαστους || Μακεδονία || ακεράτωτος

ακακάβουτους || Μακεδονία || ακεράτωτος

ακακάδευτος || Κερασούντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || άνοσος

άκακε || Τσακωνιά || άκακος

ακάκητα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακάκιωτα

ακακία [Χελδράιχ 1926] || το δέντρο Robinia pseudoacacia: ακακίγια, ακάτσια || ακακία

ακακιάρης [Du Cange 1688] || άκακος

ακακιάρουτος || & Μάνη || ακατσάρωτος

ακακίγια || Κερασούντα* || ακακία

ακάκιουτα || Σκόπελος || ακάκιωτα

ακάκιωτα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακάκητα, ακάκιουτα || ακάκιωτα

ακακολόγητος || λόγιο || αλεεντάριστος || ακακολόγητος

άκακος || Ρόδος || ανύποπτος

άκακος [Corona Preciosa 1527] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || άκακε, ακακιάρης, άκακους, αμπαμπάλτστους, ανάκακος, ανέχολος, αξεσυνέριστος, άχολος, απείραχτος || άκακος

άκακους || Καστοριά || άκακος

ακάκουτε || Τσακωνιά || άταφος

ακάκουτε || Τσακωνιά || άχωστος

ακαλάμιαστος [Γούλας 1961] || δημοτική || ακαλάμνιαστος || ακαλάμιαστος

ακαλάμνιαστος || Σαράντα Εκκλησιές* || ακαλάμιαστος

ακάλαμος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακαλάμωτος

ακαλάμουτους || Ίμβρος || ακαλάμωτος

ακαλάμωτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακάλαμος, ακαλάμουτους || ακαλάμωτος

ακαλάτζευτος || Κερασούντα*, Σάντα*, Χαλδία* || αμίλητος

ακαλάτζευτος || Κερασούντα*, Κρώμνη*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || υπερόπτης

ακαλαφάτετος || Κερασούντα* || ακαλαφάτιστος

ακαλαφάτητος || Κερασούντα* || ακαλαφάτιστος

ακαλαφάτιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακαλαφάτετος, ακαλαφάτητος, ακαλαφάτστος || ακαλαφάτιστος

ακαλαφάτστος || Λευκάδα || ακαλαφάτιστος

ακάλεστε || Τσακωνιά || ακάλεστος

ακάλεστος || & Αμοργός, Άνδρος, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Ιθάκη, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κάρυστος, Καστελλόριζο, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύθνος, Κύμη, Κύπρος, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία, Νάξος, Ρόδος, Τσακήλι*, Χίος || ακάλεστος

ακάλεστος [Βλάχος 1659] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || ακάλεστε, ακάλετος, ακάλιαστους, ακάλιστους, ακούγιστος, ακούγιστος || ακάλεστος

ακαλετζάριστος || Νάξος || ακέραστος

ακάλετος || Τραπεζούντα* || ακάλεστος

ακαλητέ || Τσακωνιά || κύλημα

ακαλητός || Κύπρος || αρκετός

ακάλι || Τσακωνιά || λειρί

ακάλιαγος || Αρκαδία || αταίριαστος

ακαλιάζω || Αραβανί* || αξίζω

ακάλιασμα || Λάρισα, Πιερία || κάλεσμα

ακαλιασμένους || Κοζάνη || καλεσμένος

ακάλιαστος ]ΙΛΝΕ 1933] || ακάλιαστος, ακάλιαστους || παράταιρος

ακάλιαστους || Ήπειρος, Κοζάνη, Πιερία, Σιάτιστα || ακάλεστος

ακάλιαστους || Ήπειρος || παράταιρος

ακαλίβωτος || Κερασούντα*, Κονίστρες, Κοτύωρα*, Σάντα*, Σαράντα Εκκλησιές*, Χαλδία* || απετάλωτος

ακαλιγκούτσια || Κέρκυρα || καλικούτσα

ακαλίγουτους || Ευρυτανία, Καρδίτσα, Τρίκαλα || απετάλωτος

ακαλίγωτος [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Ήπειρος || απετάλωτος

ακαλίκωτος || Κρήτη || ξεπαπούτσωτος

ακαλίκωτος || Κάρπαθος, Κρήτη || ξυπόλυτος

ακαλίου || Τσακωνιά || κυλώ

ακάλισμα || Νιγρίτα || κάλεσμα

ακαλισμένους || Λάρισα || καλεσμένος

ακαλιστουζία || Τσακωνιά || κύλημα

ακαλιστουρία || Τσακωνιά || κύλημα

ακάλιστους || Γρεβενά, Ευρυτανία, Καρδίτσα, Λήμνος || ακάλεστος

ακαλίωτος || Κοτύωρα* || ατημέλητος

ακαλλιέργητος || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || ακαλούργητος, ακαλούργιστος, ακάμεστε, άνιαστος || ακαλλιέργητος

ακαλλίκωτος || Κύπρος || απετάλωτος

ακαλνώ || Γρεβενά, Κοζάνη, Λάρισα, Νιγρίτα, Πιερία || καλώ

ακαλουπάθτους || Ιωάννινα || ταλαίπωρος

ακαλούπιαστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακαλούπουτους, ακαλούπωτος || ακαλούπιαστος

ακαλούπουτους || Κοζάνη || ακαλούπιαστος

ακαλούπωτος [Γούλας 1961] || δημοτική || αγάμητος

ακαλούπωτος [Γούλας 1961] || δημοτική || ακαλούπιαστος

ακαλούργητος || Θήρα, Κρήτη, Λακωνία, Χίος || ακαλλιέργητος

ακαλούργιστος || Ρόδος || ακαλλιέργητος

ακαλούργιστος || Κάρπαθος || ανόργωτος

ακαλούργιτος || Κρήτη || ανόργωτος

ακάλους || Ίμβρος, Μάδυτος* || λειρί

ακάλτζωτος || Κερασούντα*, Οινόη* || ξεκάλτσωτος

άκαλτσος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ξεκάλτσωτος

ακαλτσούνουτους || Σάμος || ξεκάλτσωτος

ακαλτστός || Πιερία || καλεσμένος

ακάλτσωτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ξεκάλτσωτος

ακαμάκη || Τσακωνιά || τεμπέλης

ακαμάκιαστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακαμάκωτος

ακαμάκισα || Τσακωνιά || τεμπέλα

ακαμάκωτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακαμάκιαστος || ακαμάκωτος

ακαμάριαστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακαμάρωτος

ακαμάρουτε || Τσακωνιά || ακαμάρωτος

ακαμάρωτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακαμάριαστος, ακαμάρουτε || ακαμάρωτος

ακαμασά || Αμοργός, Ίμβρος, Χίος || τεμπελιά

ακαμασία [Corona Preciosa 1527] || Μάδυτος* || τεμπελιά

ακαμασιά [Somavera 1709] || δημοτική || Ίμβρος, Κέρκυρα, Κεφαλονιά*, Μήλος, Μαγνησία || τεμπελιά

ακαμάτα || Θεσσαλονίκη || τεμπέλα

ακαμάταινα || Κερασούντα* || τεμπέλα

ακαμάτεμα || Χίος || μεσημέρι

ακαμάτεμα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || στάλιασμα

ακαμάτεμα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || τεμπελιά

ακαματερός || Λακωνία || τεμπέλης

ακαμάτες || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || τεμπέλης

ακαματεύγω || Κύθνος || τεμπελιάζω

ακαμάτευτο || Αξός* || ανόργωτος

ακαμάτευτος || Ηλεία, Κερασούντα*, Μάνη, Νάξος, Λακωνία, Όφις*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανόργωτος

ακαμάτευτος || Αξός* || άξεστος

ακαματεύω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || σταλιάζω

ακαματεύω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Χίος || τεμπελιάζω

ακαμάτη || Τσακωνιά || τεμπέλης

ακαμάτης [Corona Preciosa 1527] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || Αμοργός, Αρκαδία, Αχαΐα, Βουρλά*, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Θήρα, Ιθάκη, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κερασούντα*, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κρήτη, Κρώμνη*, Κύθνος, Κύμη, Λακωνία, Λέρος, Μάνη, Μέγαρα, Μεσσηνία, Νάξος, Νίσυρος, Οινόη*, Τραπεζούντα*, Πάργα, Ρόδος, Σινασός*, Σκύρος, Σμύρνη*, Σύμη, Χίος || τεμπέλης

ακαματιά [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Αττική || τεμπελιά

ακαματιάζω || Κέρκυρα || τεμπελιάζω

ακαμάτικος || Νίσυρος || ακάρπιστος

ακαμάτικος [Βλάχος 1897] || δημοτική || τεμπέλικος

ακαμάτισσα [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Σκύρος || τεμπέλα

ακαμάτιτσα || Κάρπαθος || τεμπέλα

ακαμάτος || Τραπεζούντα* || ακατέργαστος

ακάματος || Τραπεζούντα* || ακατέργαστος

ακάματος || Ηλεία, Λακωνία || ανόργωτος

ακαματοσιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || τεμπελιά

ακαματόσκλου || Ίμβρος || τεμπέλης

ακαματόσκλου || Ίμβρος || τεμπελόσκυλο

ακαματοσύνη [Βλάχος 1659] || δημοτική || Ζάκυνθος, Κάρπαθος, Κέρκυρα, Μάνη || τεμπελιά

ακάματους || Χαλκιδική || δροσερός

ακαμάτρα [Germano 1622] || δημοτική || Αδριανούπολη*, Αίνος*, Αιτωλοακαρνανία, Αμοργός, Αρκαδία, Αχαΐα, Βιθυνία*, Ζάκυνθος, Ηλεία, Ιθάκη, Ιωάννινα, Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κέα, Κερασούντα*, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κοτύωρα*, Κρήτη, Κύμη, Λακωνία, Λάρισα, Λευκάδα, Μάκρη*, Μάνη, Μεσσηνία, Μήλος, Νάξος, Νίσυρος, Ρόδος, Σαράντα Εκκλησιές*, Σέρρες, Σίφνος, Σκύρος, Σμύρνη*, Φθιώτιδα, Χαλκιδική, Χίος || τεμπέλα

ακαμάτρης || Κύθηρα || τεμπέλης

ακαμάτρια [Germano 1622] || Κάρπαθος, Σκύρος, Χίος || τεμπέλα

ακαμάτρος || Ινέπολη* || τεμπέλης

ακαμάτς || Γρεβενά, Ευρυτανία, Ίμβρος, Κοτύωρα*, Λέσβος, Λευκάδα, Μάδυτος*, Σέρρες, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Φωκίδα, Χαλκιδική || τεμπέλης

ακαμάτσα || Χαλδία* || τεμπέλα

ακαμάτσης || Αραβανί* || τεμπέλης

ακαματσιά || Λακωνία || τεμπελιά

ακαματσουλιά || Κεφαλονιά || τεμπελιά

ακαματωσιά [ΙΛΝΕ 1933] || τεμπελιά

ακαματωσύνη || Ζάκυνθος, Κως || τεμπελιά

ακάμεστε || Τσακωνιά || ακαλλιέργητος

ακαμίνευτος || λόγιο || ακαμίνιαστος || ακαμίνευτος

ακαμίνιαστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Εύβοια || ακαμίνευτος

ακάμουτα || Σάμος || άφτιαχτα

ακάμουτος || Μάνη || ατέλειωτος

ακάμουτους || Αδριανούπολη* || άγουρος

ακάμουτους || Αιτωλοακαρνανία, Καβακλί*, Καρδίτσα, Σέρρες, Τρίκαλα, Χαλκιδική || ανόργωτος

ακάμουτους || Γρεβενά, Καρδίτσα, Κοζάνη, Πιερία, Σέρρες, Σκόπελος, Χαλκιδική || ατέλειωτος

ακαμπάνιστος [Βλάχος 1659] || Κρήτη || αζύγιστος

ακαμπέτ || Κοζάνη, Χαλκιδική || πράγματι

ακαμπέτ || Κοζάνη, Νιγρίτα || τελικά

άκαμπετ [Κουκκίδης 1960] || επιτέλους

ακάμπουτος || Μάνη || άυπνος

ακαμωσά || Βουρλά* || τεμπελιά

ακαμωσεύω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || τεμπελιάζω

ακαμωσιά [Somavera 1709] || δημοτική || Αρκαδία, Παξοί, Τσεσμέ*, Χίος || τεμπελιά

ακάμωτα [Βλάχος 1659] || δημοτική || άφτιαχτα

ακάμωτο || Αραβανί* || αγίνωτος

ακάμωτος || Βουρλά*, Κρήτη, Λευκάδα, Μεσσηνία, Νίσυρος, Σωζόπολη* || αγίνωτος

ακάμωτος || Βουρλά*, Κρήτη, Σύρος || άγουρος

ακάμωτος || Κρήτη, Νάξος || ανόργωτος

ακάμωτος [Portius 1635] || δημοτική || Κάρπαθος, Κύπρος, Κρήτη, Λευκάδα, Μύκονος, Νάξος, Ρόδος, Σινασός*, Σύμη || ατέλειωτος

ακανάκευτος [Somavera 1709] || δημοτική || ακανάκιφτους || ακανάκευτος

ακανακεψιά [Somavera 1709] || αχαϊδεψιά

ακανάκιφτους || Αδριανούπολη* || ακανάκευτος

ακανεί || Χίος || αρκεί

ακανετά [Portius 1635] || αρκετά

ακανετός [Βλάχος 1659] || Κύπρος || αρκετός

ακανής || Νιγρίτα || ανίκανος

άκανθα || λόγιο || το φυτό Acanthus spinosus ή Acanthus mollis: άκανθα, αμπερινές, αμπίρινας, απέρανος, απερίνα, απερουνιά, απίρανος, απίρινα, απιρινέ, απόρακας, απούρανος, απούραντος, απρινιά, απύρηνα, γάτα, γδάγκαθου, γιδάγκαθο, ματρούνα, μουντρίνα, μουτζούνα, μουτρίνα, μουτρούνα, μουτσούνα, τσουλαδίτσα, τσουλακίδα || άκανθα

ακάνιαστους || Σάμος || ανεπρόκοπος

ακανίσκευτος || Κέρκυρα || αδωροδόκητος

ακαννητός || Κύπρος || αρκετός

ακανούνιστο || Καλαβρία || ακοίταχτος

ακανούνιστο || Καλαβρία || απογυμνωμένος

ακάντζωτος || Οινόη* || αγάντζωτος

ακαντί || Σέρρες || ακριβώς

ακάντιστος || Κρήτη || αμετάπειστος

ακάντιστος || Κρήτη || ανένδοτος

άκαντος || Κάρπαθος || άτακτος

ακανώ [Germano 1622] || Κύπρος, Χίος || φτάνω

ακαό || Απουλία || εκατό

ακαόματος || Καστελλόριζο || ανεπρόκοπος

ακαόμωτος || Καστελλόριζο || άγουρος

άκαος || Σαμψούντα*, Σάντα* || απύρωτος

άκαος [Κοντόπουλος 1903] || δημοτική || Κονίστρες, Κρήτη, Κύπρος, Μάνη, Νίσυρος, Ρόδος, Σαμψούντα*, Σάντα* || άκαυτος

ακαούρντιστος || Κάρπαθος, Καστελλόριζο || ακαβούρδιστος

άκαους || Αιτωλοακαρνανία, Σκόπελος || άκαυτος

ακαπάκιαστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Μάνη || ακαπάκωτος

ακαπάκουτους || Αδριανούπολη*, Ίμβρος || ακαπάκωτος

ακαπάκωτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακαπάκιαστος, ακαπάκουτους, απούματε || ακαπάκωτος

ακαπαξιά || Ίμβρος || απερισκεψία

ακαπάξτους || Ίμβρος || απερίσκεπτος

ακαπάριαστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακαπάρωτος

ακαπάριαστους || Μακεδονία || ακαπάρωτος

ακαπάρουτος || Μάνη || ακαπάρωτος

ακαπάρωτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακαπάριαστος, ακαπάριαστους, ακαπάρουτος || ακαπάρωτος

ακάπελος [Βλαστός 1931] || ακαπέλωτος

ακαπέλωτη || Βουρλά* || ανύπαντρη

ακαπέλωτος [Γούλας 1961] || δημοτική || ακάπελος, αξεκούκουλος, αξεκουκούλωτος || ακαπέλωτος

ακάπη || Απουλία || αγάπη

ακαπητό || Απουλία || γκόμενος

ακαπίστρουτα || Αδριανούπολη || αχαλίνωτα

ακαπίστρουτους || Αδριανούπολη*, Αϊβαλί*, Αίνος*, Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Ίμβρος, Καρδίτσα, Λέσβος, Μοσχονήσι*, Νιγρίτα, Σέρρες, Τρίκαλα || αχαλίνωτος

ακαπίστρουτους || Ευρυτανία || ξεδιάντροπος

ακαπίστρουτους || Αϊβαλί*, Λέσβος, Μοσχονήσι* || φλύαρος

ακαπίστρωτα || Σκοπός* || αχαλίνωτα

ακαπίστρωτος [Germano 1622] || δημοτική || Κύθηρα, Νίσυρος || αχαλίνωτος

ακαπλαμάτιστος [ΙΛΝΕ 1933] || ακαπλαμάτιστους || ακαπλαμάτιστος

ακαπλαμάτιστους || Μακεδονία || ακαπλαμάτιστος

ακαπλάντιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακαπλάτιγος, ασεντόνιαστος || ακαπλάντιστος

ακαπλάτιγος || Μεσσηνία || ακαπλάντιστος

ακάπνιγος || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Όφις*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ακάπνιστος

ακάπνιστος [Somavera 1709] || δημοτική || ακάπνιστους || ακάπνιστος

ακάπνιστους || Ίμβρος || ακάπνιστος

άκαπνος || Ηλεία || απόλεμος

ακαπώ || Απουλία, Καλαβρία || αγαπώ

ακαράκωτος || Σάντα*, Κοτύωρα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αμαντάλωτος

ακάρατε || Τσακωνιά || αγύρευτος

άκαρδα || Κερασούντα*, Χίος || απρόθυμα

άκαρδα [Βλάχος 1659] || δημοτική || άνανδρα

άκαρδα [Λεξικό Πρωίας 1931] || δημοτική || Κοζάνη || άσπλαχνα

άκαρδε || Τσακωνιά || άκαρδος

ακάρδιουτους || Μακεδονία || άτολμος

άκαρδος || Κρήτη || ανίσχυρος

άκαρδος || Κερασούντα*, Οινόη*, Σαμψούντα*, Σάντα* || απρόθυμος

άκαρδος || Εύβοια || δειλός

άκαρδος [Portius 1635] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || άκαρδε, άκαρντος, άκαρτος, ανάκαρδος || άκαρδος

ακαρδοσύνη || Κρήτη || δειλία

άκαρδους || Κοζάνη || απρόθυμος

ακαρέτ [Κουκκίδης 1960] || εισόδημα

ακαρέτι [Κουκκίδης 1960] || Βουρλά*, Πάργα || εισόδημα

ακαρέψ || Καρδίτσα || ανεπρόκοπος

ακαριζνά || Πιερία || απέναντι

ακαριζνά || Πιερία || κόντρα

ακαρίζου || Λέσβος || γκαρίζω

ακαρίκιαστος || Νάξος || απάγωτος

ακαριπιά || Καρδίτσα || ανεπροκοπιά

ακάρκιστε || Τσακωνιά || ακάρπιστος

ακαρνάκια || Μάνη || καλικούτσα

ακαρνάσης || Κρήτη || φίλος

άκαρντα || Ρόδος || άσπλαχνα

ακαρντάσης || Κρήτη || φίλος

ακαρντάσης [Κουκκίδης 1960] || σύντροφος

ακαρντασιλίκι || Κρήτη || φιλία

ακαρντάχης || Κρήτη || συνέταιρος

ακαρντάχης || Κρήτη || φίλος

άκαρντος || Κάρπαθος, Κως, Ρόδος || άκαρδος

ακαρόνι || Σίφνος || ασφόδελος

ακαρπερή || Κύπρος || καρπερή

ακάρπερος || Κύπρος || ακάρπιστος

ακάρπερος || Κύπρος || άκαρπος

ακάρπετος || Τραπεζούντα* || ακάρπιστος

ακαρπία || λόγιο || ακαρπιά, ακριβιά || ακαρπία

ακαρπιά [Somavera 1709] || δημοτική || Αιτωλοακαρνανία, Αχαΐα, Κρήτη, Τήνος || ακαρπία

ακάρπιστε || Τσακωνιά || ακάρπιστος

ακάρπιστος [Ηπίτης 1908] || δημοτική || ακάρκιστε, ακάρπερος, ακάρπετος, ακάρπιστε, ακάρπστους, ακάρπωτος || ακάρπιστος

άκαρπο || Καλαβρία, Τσακωνιά || άκαρπος

άκαρπος || Ήπειρος || άτεκνος

άκαρπος [Germano 1622] || δημοτική || ακαμάτικος, ακάρπερος, άκαρπο, άκαρπους || άκαρπος

άκαρπους || Καστοριά, Πιερία || άκαρπος

άκαρπους || Πιερία || στείρος

ακάρπστους || Πιερία, Χαλκιδική || ακάρπιστος

ακάρπωτος || Χαλδία* || ακάρπιστος

ακαρτέργους || Αιτωλοακαρνανία || ανυπόμονος

ακαρτέρευτα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αναπάντεχα

ακαρτέρευτε || Τσακωνιά || αναπάντεχος

ακαρτέρευτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αναπάντεχος

ακαρτέρητα [Somavera 1709] || δημοτική || ανυπόμονα

ακαρτέρητος [Somavera 1709] || δημοτική || ανυπόμονος

ακαρτέριφτους || Λάρισα || αναπάντεχος

ακαρτεροσύνη || Κέρκυρα || προσμονή

ακαρτερού || Μάνη || περιμένω

ακαρτέρτους || Ιωάννινα, Κοζάνη || ανυπόμονος

ακαρτερώ [Portius 1635] || αντέχω

ακαρτερώ [Somavera 1709] || δημοτική || Ζάκυνθος || περιμένω

άκαρτος || Κύπρος || άκαρδος

ακάρτσωτος || Νάξος || ξεκάλτσωτος

ακαρύκευτος || λόγιο || άρτυτος || ακαρύκευτος

άκαρφον || Κύπρος || αγριοτριφύλλι

ακάρφουτε || Τσακωνιά || ακάρφωτος

ακάρφουτος || Κονίστρες || ακάρφωτος

ακάρφωτος [Κοντόπουλος 1903] || δημοτική || ακάρφουτε, ακάρφουτος || ακάρφωτος

ακασάριστο || Καλαβρία || ακαθάριστος

ακάτ || Τσακωνιά, Χαλκιδική || κάτω

ακάτ || Ίμβρος || κουράγιο

ακατάβατα || Κοζάνη || ακατέβατα

ακαταβόλευτε || άχωστος

ακατάγνωτα || Κύπρος || αθώα

ακατάγνωτα || Κύπρος || ακαταδίκαστα

ακατάγνωτος || Κύπρος || αθώος

ακαταγύρευτα || Χίος || ανεξέταστα

ακαταγύρευτος || Χίος || ανεκτικός

ακαταγύρευτος || Χίος || ολιγαρκής

ακατάδεκτος || λόγιο || άδεχτος, ακατάδετθε, ακατάδεχτε, ακατάδεχτος, ακατάδιχτους, ακόπιαστους, απεέντιστος || ακατάδεκτος

ακαταδεξία [Βεντότης 1790] || Εύβοια, Ζάκυνθος, Κερασούντα*, Μάνη, Μεσσηνία || ακαταδεξιά

ακαταδεξιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || ακαταδεξίγια, ακαταδεξία, ακαδεχτοσύνα, ακαδεχτοσύνη, ακαταδιξιά, ακαταεξιά || ακαταδεξιά

ακαταδεξίγια || Κερασούντα* || ακαταδεξιά

ακατάδετθε || Τσακωνιά || ακατάδεκτος

ακατάδεχτε || Τσακωνιά || ακατάδεκτος

ακατάδεχτος [Germano 1622] || δημοτική || Κοτύωρα* || ακατάδεκτος

ακαταδίκαστα [Βλάχος 1659] || λόγιο || ακατάγνωτα, ακατάχνωτα || ακαταδίκαστα

ακαταδιξιά || Ίμβρος || ακαταδεξιά

ακατάδιχτους || Σιάτιστα, Χιμάρα* || ακατάδεκτος

ακαταεξιά || Κάλυμνος || ακαταδεξία

ακατακάθετος || Οινόη* || ακατακάθιστος

ακατακάθιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακατακάθετος, ακατακάθστους || ακατακάθιστος

ακατακάθστους || Νιγρίτα, Χαλκιδική || ακατακάθιστος

ακατακάθστους || Θάσος || ανήσυχος

ακατακάτστους || Χαλκιδική || κόρτζα

ακαταλάβαστος [Βλαστός 1931] || Ηλεία, Θήρα || ακατανόητος

ακαταλάβητος || Μάνη || ακατανόητος

ακαταλαβίστικα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || ανίγρικα, καρακουσκά || ακατανόητα

ακαταλαβίστικος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακαταλάβαστος, ακαταλάβητος, ακαταλάβιστος || ακατανόητος

ακαταλάβιστος || Λακωνία || ακατανόητος

ακαταλάγιαστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κονίστρες, Κρήτη, Κως, Νίσυρος, Χάλκη || ανήσυχος

ακαταλάλητος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακατηγόρητος

ακαταλόγιστος || λόγιο || ακαταλόιστος, αξεσυνέριστος || ακαταλόγιστος

ακαταλόιστος || Κάλυμνος || ακαταλόγιστος

ακατάλυτος || Εύβοια, Κρήτη, Κύπρος, Νάξος, Σαμψούντα*, Χίος || ανθεκτικός

ακατάμωτους || Μάκρη* || ανοικοκύρευτος

ακατάνιφτος || Οινόη* || άνιφτος

ακατανόητα || λόγιο || άγρικα, ακαταλαβίστικα, ανίγρικα, καρακουσκά || ακατανόητα

ακατανόητος || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || αγρίκιστος, αγρίκιτος, ακαταλάβαστος, ακαταλάβητος, ακαταλάβιστος, αλαμπουρνέζικος, αλαμπουρνέζος, ανανόητος || ακατανόητος

ακατανόμαστος || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || αμολόητος || ακατανόμαστος

ακατάνταχτος || Οινόη* || αδέξιος

ακατάντγους || Ιωάννινα || ανεπρόκοπος

ακατάντιαχος || Οινόη* || ακατάστατος

ακατάντιγος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεπρόκοπος

ακατάπαυτα || λόγιο || άπαυτα || ακατάπαυτα

ακατάπιαστος || Κονίστρες || ανύπαντρος

ακατάπιαστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αναρραβώνιαστος

ακατάπιοτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακατάποτος

ακατάποτος || λόγιο || ακατάπιοτος || ακατάποτος

ακατάραφος || Κύπρος || ξηλωμένος

ακατάρραφτος || Κύπρος || ξηλωμένος

ακαταστάλαχτος [Βλαστός 1931] || δημοτική || αλαγάριστος, αλαγάρστους, αλαμπικάριστος || ακαταστάλαχτος

ακαταστασία || λόγιο || αδαρμσιά, αδιαρμσά, αδιαρμσιά, ακαταστασίγια, αλάμουμα, ανατσολόιση, αναχαβδαλία, ανεχούρδεμα, ανεχουρδεμός, ανεχούρδεψη, ανικάτους, αρτζιβούρτσι, ασυμαζωξιά, αστασία, ασυμαζωξιά, ασυστασία, ντεζόρντινο, σβαρνιά, ταφάν || ακαταστασία

ακαταστασίγια || Κερασούντα* || ακαταστασία

ακατάστατα || άστατα || ακατάστατα

ακατάστατε || Τσακωνιά || ακατάστατος

ακατάστατος || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || αγιάρεμιστος, αγιάρμιστος, αδιανόμητος, αδάρμστους, αδιάρμιστος, αδιάρμστους, αδιάρτωτος, ακατάντιαχος, ακατάστατε, ακατάστατους, ακατούνευτος, αλάτζαβους, αμπράζικος, αναμούρδαλος, ανάνταφλος, ανασκύρητος, ανασκύριστος, ανατσολοϊσμένος, αναχάβδαλος, αναχάνδαλος, αναχούρδικος, ανεχουρδευτής, απασώρευτος, άπαυτος, αρούκατος, αρτζιβούρτης, άστατος, ασύστατος, σβαρνιάρης || ακατάστατος

ακατάστατους || Καστοριά || ακατάστατος

ακατάταγος || Κρήτη || άτακτος

ακαταΰρευτα || Χίος || ανεξέταστα

ακαταΰρευτος || Χίος || ολιγαρκής

ακατάχνωτα || Κύπρος || αθώα

ακατάχνωτα || Κύπρος || ακαταδίκαστα

ακατάχνωτος || Κύπρος || αθώος

ακαταχώνιαστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακατάχωστος

ακαταχώνιαστους || Σέρρες || αχόρταγος

ακαταχώριστος || λόγιο || απέραστος || ακαταχώριστος

ακατάχωστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακαταχώνιαστος, ακατάχωτος || ακατάχωστος

ακατάχωτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακατάχωστος

ακατέβαστα [ΙΛΝΕ 1933] || ακατέβατα

ακατέβαστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κερασούντα*, Οινόη*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ακατέβατος

ακατέβατα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || ακατέβαστα, ακατάβατα, ακατήβατα || ακατέβατα

ακατέβατος [Βλαστός 1931] || δημοτική || ακατέβαστος, ακατέβατους, ακατήβαστος, ακατήβατος || ακατέβατος

ακατέβατους || Καστοριά, Σέρρες || ακατέβατος

ακατεδάφιστος || λόγιο || αβρόντατε || ακατεδάφιστος

ακατέλητος || Θήρα || ατελείωτος

ακατέλτους || Αϊβαλί*, Λέσβος || ανθεκτικός

ακατέλυτος || Άνδρος, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Ρόδος, Χίος || ανθεκτικός

ακατέλυτος || Σύρος || αξόδευτος

ακατένιγος || Κοτύωρα*, Σάντα*, Χαλδία* || άπλυτος

ακατένιστος || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || άπλυτος

ακατέργαστος || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || άδουλος, άδουλους, ακάματος, ακαμάτος, ανάργαστος, ανάργαστους, αξεμούριστος, απίλωτος, άργαστος || ακατέργαστος

ακατεχιά || Πάρος || απειρία

ακατεχιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || αμάθεια

ακάτεχο || Τσακωνιά || ανίδεος

ακάτεχος || Χίος || ανύποπτος

ακάτεχος || Αχαΐα || φτωχός

ακάτεχος [Βλαστός 1931] || δημοτική || Κρήτη || άπειρος

ακάτεχος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Αργολίδα, Αχαΐα, Κάρπαθος, Κέρκυρα, Κρήτη, Κύθηρα, Μεσσηνία || ανίδεος

ακατζούκα || Σινασός* || τσουκάλι

ακατήβαστος || Κερασούντα*, Κονίστρες, Χαλδία* || ακατέβατος

ακατήβατα || Κονίστρες || ακατέβατα

ακατήβατος || Σύμη || ακατέβατος

ακατηγόρητος || λόγιο || ακαταλάλητος, αξόμπλιαστος, αξόμπλιαστους || ακατηγόρητος

ακάτθι || Απουλία, Καλαβρία, Σύμη || αγκάθι

ακάτθιν || Σύμη || αγκάθι

ακατθούκι || Καλαβρία || αγκαθάκι

ακάτι || Απουλία || αγκάθι

ακάτι || Αρκαδία, Μεσσηνία || δύναμη

ακατίταγος || Κρήτη || άτακτος

ακατνήσους || Πιερία || κατώτερος

ακατνός || Πιερία || κατώτερος

ακατό || Απουλία || εκατό

ακατοίκητος [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || ακατοίκιστος, ακάτοικος, άνοικος, άοικος || ακατοίκητος

ακατοίκιστος || Καστοριά, Κοζάνη || ακατοίκητος

ακάτοικος [Germano 1622] || δημοτική || ακατοίκητος

ακατόπι || Κέρκυρα || μετά

ακατόρθωτος || λόγιο || αβόλετος, αβόλιτους, αβούλετος, αβούλιτους, αμπόρετος, ανηβόλετος, ανημπόρετος || ακατόρθωτος

ακατούνευτος || Νάξος, Νίσυρος || ακατάστατος

ακατούνευτος || Νίσυρος || ανεπρόκοπος

ακατούνευτος || Αυδήμι* || ανίκανος

ακατούργους || Αιτωλοακαρνανία, Σάμος, Φθιώτιδα || ακατούρητος

ακατούρετος || Κερασούντα*, Τραπεζούντα* || ακατούρητος

ακατούρηγος || Κεφαλονιά, Κορινθία || ακατούρητος

ακατούρηος || Μάνη || ακατούρητος

ακατούρητος [Γούλας 1961] || δημοτική || ακατούργους, ακατούρετος, ακατούρηγος, ακατούρηος, ακατούρτους || ακατούρητος

ακατούρτους || Πιερία, Χαλκιδική || ακατούρητος

ακατούσε || Τσακωνιά || αποκάτω

ακατουστή || Ίμβρος || εκατοστή

ακατράμωτος [Βλάχος 1897] || δημοτική || ακατράνουτους, ακατράνωτος || ακατράμωτος

ακατράνουτους || Μακεδονία || ακατράμωτος

ακατράνωτος || Κερασούντα* || ακατράμωτος

ακάτσα || Πάρος || σιγά

ακάτσαρας || Ρόδος || λαδανιά

ακατσαριά || Ρόδος || λαδανιά

ακατσάρουτος || & Μάνη || ακατσάρωτος

ακατσάρωτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακακιάρουτος, ακατσάρουτος || ακατσάρωτος

ακάτσατε || Τσακωνιά || αβασίλευτος

ακάτσια || Ζάκυνθος, Κεφαλονιά || ακακία

ακάτσιστος || Κάλυμνος || ατσάκιστος

ακάτσιτε || Τσακωνιά || αδάγκωτος

ακάτσουτε || Τσακωνιά || αστρίφωτος

ακάτσουτε || Τσακωνιά || ατσάκιστος

ακάτσουτους || Καστοριά || ακάθιστος

ακαττάκι || Απουλία || αγκαθάκι

ακάττι || Απουλία, Σύμη || αγκάθι

άκαττος || Σύμη || ραχοκοκαλιά

ακαττούντι || Απουλία || αγκαθάκι

ακάτχι || Καλαβρία || αγκάθι

ακάτω || Νίσυρος || κάτω

άκαυγος || Κρήτη || άκαυτος

ακαυκαλιά || Χίος || ανοησία

ακαύκαλος [Somavera 1709] || δημοτική || Χίος || ανόητος

άκαυτος || & Ηλεία, Κερασούντα*, Οινόη*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || άκαυτος

άκαυτος || Κερασούντα*, Οινόη*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || απύρωτος

άκαυτος [Somavera 1709] || δημοτική || άδατε, άκαβος, άκαγος, άκαγους, άκαιγος, άκαος, άκαους, άκαυγος, άκαφος, ανέκαους, ανήκαος, αξάλητε || άκαυτος

ακαφάλτστους || Θάσος || απρογευμάτιστος

ακαφάρτιστος || Κάλυμνος || απρογευμάτιστος

ακαφόρτι || Σύρος, Φωκίδα || ακουαφόρτε

άκαφος || Κερασούντα*, Όφις*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || άκαυτος

άκαφος || Κερασούντα*, Όφις*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || απύρωτος

άκαφρα || Κύπρος || αγριοτριφύλλι

ακάφφι || Καλαβρία || αγκάθι

ακαψάλγους || Αιτωλοακαρνανία || ακαψάλιστος

ακαψάλιστε || Τσακωνιά || ακαψάλιστος

ακαψάλιστος [Ηπίτης 1908] || δημοτική || ακαψάλγους, ακαψάλιστε, ακαψάλστους || ακαψάλιστος

ακαψάλστους || Αιτωλοακαρνανία, Χαλκιδική || ακαψάλιστος

ακβάντους || Ίμβρος || ακουβάλητος

ακβιστάρω || Ζάκυνθος || αποκτώ

ακγή || Λέσβος || ακοή

ακγή || Μάδυτος* || αυτί

ακγή || Αϊβαλί* || φήμη

ακγόμαι || Πάρος || ακούγομαι

ακδά || Αιδηψός || εκεί

ακδών || Ίμβρος || κυδώνι

ακεί || Θεσπρωτία, Κοτύωρα* || εκεί

ακεικάζου || Τσακωνιά || καταλαβαίνω

ακείνος || Κοτύωρα* || εκείνος

ακείραχτε || Τσακωνιά || απείραχτος

ακέιριος || Μάνη || ακέραιος

ακελάδητος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακελάιδητος

ακελάιδητος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακελάδητος || ακελάιδητος

ακέλοβος || Χίος || ανοικοκύρευτος

ακεμπρελέευτος || Κερασούντα*, Χαλδία || ακόπριστος

ακενετός [Portius 1635] || ικανός

ακέντητος [Βεντότης 1790] || δημοτική || αδιατσέντιστος, αξόμπλιαστος, αξόμπλιαστους, απλούμιστος, άπλουμος, απλούμπιστος, απλούμστους, απούνιστε || ακέντητος

ακέντριστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κορινθία, Λακωνία || αμπόλιαστος

ακέντρωτος [Βεντότης 1790] || δημοτική || αμπόλιαστος

άκερα || Τήνος || ανώφελα

ακέραγους || Αιτωλοακαρνανία || ακέραστος

ακέραιος || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || ακέιριος, ακέριος || ακέραιος

ακεραμίδωτος [Βλαστός 1931] || δημοτική || ακεράμωτος || ακεραμίδωτος

ακεράμωτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακεραμίδωτος

ακέραους || Αιτωλοακαρνανία || ακέραστος

ακέραστος [Somavera 1709] || δημοτική || ακαλετζάριστος, ακέραγους, ακέραους, αντρατάριστος, ατρατάριστος, ατσέραστος || ακέραστος

ακερατιά || Ρόδος || κουτσουπιά

ακερατιά || Ρόδος || χαρουπιά

ακέρατο || Καλαβρία || ακέρατος

ακέρατος || λόγιο || ακέρατο || ακέρατος

ακεράτωτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || μη κερατάς: ακακάβιαστους, ακακάβουτους || ακεράτωτος

ακέρδετος [Germano 1622] || δημοτική || ακέρδιστος

ακέρδευτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακέρδιστος

ακέρδητο || Καππαδοκία* || ακέρδιστος

ακέρδητος || Κονίστρες || ακέρδιστος

ακέρδιστος [Βεντότης 1790] || δημοτική || ακέρδετος, ακέρδευτος, ακέρδητο, ακέρδητος, ανικέρδιτους || ακέρδιστος

άκερδος || αγιαφόρετος, αδιαφόρετος, αδιαφόριτους, αδκιαφόρευτος, αποδαφορωμένος || άκερδος

ακερδώς || λόγιο || αγιαφόρετα, αδαφόρευτα, αδιαφόρετα, αδιαφόρευτα, αδιαφόριτα || ακερδώς

ακέριος || Σύμη || γιγάντιος

ακέριος [Γούλας 1961] || δημοτική || Ζάκυνθος, Μεσσηνία || ακέραιος

ακέριος [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || Ηλεία, Κεφαλονιά || ολόκληρος

ακέριους || Άρτα, Ευρυτανία, Ημαθία, Ίμβρος, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Νιγρίτα, Σέρρες, Σιάτιστα, Σκόπελος, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Χαλκιδική || ολόκληρος

άκερο || Καλαβρία || ολόκληρος

άκερρο || Καλαβρία || ολόκληρος

ακεττού || Απουλία || κισσός

ακέφαλα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || επιπόλαια

ακεφαλιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || Κορινθία, Κρήτη || ανοησία

ακεφαλίλα || Αρκαδία, Μεσσηνία || ανοησία

ακέφαλντος || Ρόδος || άμυαλος

ακέφαλος || Αρκαδία, Κερασούντα*, Κρήτη, Λακωνία, Σάντα* || ακαθοδήγητος

ακέφαλος || Κερασούντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || άτακτος

ακέφαλος [Βλαστός 1931] || Αρκαδία, Κρήτη, Κύθηρα, Λακωνία || ανόητος

ακέφαλος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || επιπόλαιος

ακεφαλοσύνα || Κερασούντα* || επιπολαιότητα

ακεφαλοσύνη || Κερασούντα* || επιπολαιότητα

ακέφαλους || Αιτωλοακαρνανία || ακαθοδήγητος

ακέφαλους || Αϊβαλί*, Μοσχονήσι* || ανόητος

ακεφιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || ακκεφκιά, αναγκήδιαση, αναγκήδιασμα, αναγκηδιασμός || ακεφιά

άκεφος [Βλαστός 1931] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || άκιφους, ανάκαρδους, ζαϊφλαντισμένος  || άκεφος

ακζιβά || Τσακωνιά || ακριβά

ακζιβαίνου || Τσακωνιά || ακριβαίνω

ακζιβό || Τσακωνιά || ακριβός

ακζιβοπού || Τσακωνιά || ακριβοπουλώ

ακζιβούσικο || Τσακωνιά || ακριβούτσικο

ακζίδα || Τσακωνιά || ακρίδα

ακζίζου || Τσακωνιά || αποτραβιέμαι

ακζίιδα || Τσακωνιά || ακρίβεια

ακζινέ || Τσακωνιά || ακριανός

άκζιτε || Τσακωνιά || αμίλητος

ακήευτος || Κάρπαθος || ανυπόφορος

ακηλίδωτος || λόγιο || αμούντζωτος || ακηλίδωτος

ακήρυκτος || λόγιο || αδιαλάλητος || ακήρυκτος

ακία || Κάρπαθος, Ρόδος || αγκίδα

ακία || Κάρπαθος || ψαροκόκαλο

άκιαπα || Ρόδος || άραγε

άκιαρρο || Καλαβρία || ολόκληρος

άκιατε || Τσακωνιά || άπιαστος

ακιάφγους || Αιτωλοακαρνανία || αθειάφιστος

ακιάφστους || Τρίκαλα || αθειάφιστος

ακίδα || Κερασούντα*, Πάρος, Ρόδος, Χαλδία* || αγκίδα

ακίδα || Κερασούντα*, Οινόη*, Τραπεζούντα* || άκρη

ακίδα || Πάρος || κουνάβι

ακίζου || Τσακωνιά || αλατίζω

ακικίδα [Germano 1622] || πρινοκόκκι

ακικίδι [Somavera 1709] || πρινοκόκκι

άκικρε || Τσακωνιά || άπικρος

ακίκρουτε || Τσακωνιά || απίκραντος

ακίλ || Σαράντα Εκκλησιές* || ανοησία

ακίλ || Σκοπός*, Τσακήλι* || γνώση

ακίλ || Αραβανί*, Ουλαγάτς*, Σαράντα Εκκλησιές*, Σκοπός* || μυαλό

ακίλ [Κουκκίδης 1960] || Μάδυτος* || νιονιό

ακιλή || Αξός*, Ουλαγάτς* || έξυπνος

ακιλής || Κουβούκλια*, Κωνσταντινούπολη || έξυπνος

ακιλής [Κουκκίδης 1960] || Μάδυτος* || μυαλωμένος

ακίλι [Κουκκίδης 1960] || Όφις*, Τσακήλι* || νιονιό

ακιλσίζης || Κωνσταντινούπολη || άμυαλος

ακιλσίζς || Κουβούκλια* || ανόητος

άκιμπετ || Καλλίπολη* || ωστόσο

ακιμπέτ [Κουκκίδης 1960] || επιτέλους

ακιμπέτι || Αρκαδία || ωστόσο

ακινάκης || Κύπρος || μάγκας

ακίνητος || λόγιο || συχν. εμφ. 4 || ακούνηγος, ακούνηστος, ακούννητος, ακούντους, αντάρευτος || ακίνητος

ακινιάζω || Θήρα, Κάλυμνος, Κως || ωριμάζω

ακίνιος || Λέρος || αχρησιμοποίητος

άκινιος || Αστυπάλαια, Θήρα, Κάλυμνος, Λέρος, Σύμη || ώριμος

ακινιοφάς || Κάλυμνος || ωριμοφάγης

ακίνστους || Σουφλί || μοναχοφάης

ακιντές || Κρήτη || γλύκισμα

ακιντές || Καλλίπολη*, Κρήτη, Κωνσταντινούπολη*, Τσακήλι* || καραμέλα

άκιογος || Ηλεία || ατέλειωτος

άκιουφτε || Τσακωνιά || ακοίμητος

άκιρα || Αιτωλοακαρνανία || άκαιρα

άκιρζα || Κάλυμνος || άκρη

ακιρζανός || Κάλυμνος || ακριανός

ακιριά || Ιωάννινα || κακοκαιρία

ακιρίζουμι || Σέρρες || αργώ

ακίριος || Σύρος || ολόκληρος

ακιριοσφυρίζου || Μάνη || σιγοσφυρίζω

ακίριους || Αδριανούπολη* || ολόκληρος

άκιρου || Λήμνος || μεσάνυχτα

άκιρους || Αιτωλοακαρνανία, Σκιάθος || άκαιρος

ακισαρέ || Ικαρία || λαδανιά

ακισαριά || Ικαρία || λαδανιά

ακίσαρος || Καστελλόριζο || ελαφρόπετρα

ακίσαρος || Κρήτη || λαδανιά

ακίσαρος || Κρήτη || λάδανο

ακισήρα || Κως, Νίσυρος || ελαφρόπετρα

ακίσηρας || Πάρος || ελαφρόπετρα

άκισμα || Τσακωνιά || αλάτισμα

ακισός || Κως, Ρόδος || κισσός

ακίσσαρος || Κως || ελαφρόπετρα

ακίσσηρας || Κως || ελαφρόπετρα

ακισταδόρος || Παξοί || γαιοκτήμονας

ακισταδόρος || Κέρκυρα || κατακτητής

ακιστάδος || Κέρκυρα, Παξοί || αποκτημένος

ακισταμάγρα || Τσακωνιά || κούραση

ακισταμάρα || Τσακωνιά || κούραση

ακιστάρω || Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Παξοί || αποκτώ

ακιστάτε || Τσακωνιά || κουρασμένος

ακιστέ || Τσακωνιά || αλατισμένος

άκιστε || Τσακωνιά || ανάλατος

άκιστε || Τσακωνιά || άπιστος

ακίστο || Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Παξοί || απόκτημα

ακίστος || Παξοί || αποκτημένος

ακίτσαρος || Λέρος || ελαφρόπετρα

ακιφαλιά || Σάμος || ανοησία

άκιφους || Καρδίτσα || άκεφος

ακίχου || Τσακωνιά || αλατίζω

άκκαμαν || Κύπρος || δάγκωμα

ακκαματιά || Κύπρος || δαγκωματιά

ακκαμμαδκιά || Κύπρος || δαγκωματιά

ακκαμμένος || Κύπρος || δαγκωμένος

ακκανιάρης || Κύπρος || δαγκωνιάρης

ακκαννούρα || Κύπρος || δαγκάνα

ακκαννούριν || Κύπρος || δαγκάνα

ακκάννω || Κύπρος || δαγκώνω

ακκαντέω || Απουλία || κρυφοκοιτάζω

ακκαττέω || Καλαβρία || κρυφοκοιτάζω

ακκέριος || Ρόδος, Σύμη, Τήλος || ολόκληρος

ακκέριους || Λιβίσι* || ολόκληρος

ακκεττού || Απουλία || κισσός

ακκεφκιά || Κύπρος || ακεφιά

ακκιάζζω || Κως || αδειάζω

ακκιάζζω || Κως || ευκαιρώ

ακκιανός || Κως || άδειος

ακκιανός || Κως || εύκαιρος

ακκίδα || Σύμη || αγκίδα

ακκιπέτιν || Κύπρος || ακριβώς

ακκιπέττι || Κύπρος || τελικά

ακκιπέττι || Κύπρος || ωστόσο

ακκνασμένος || Χάλκη || ώριμος

ακκουμπιστούρι || Απουλία || ακουμπιστήρι

ακκουμπίτζω || Απουλία || ακουμπώ

ακκουμπώ || Απουλία || ακουμπώ

άκκρια || Χάλκη || άκρη

ακκώ || Κάρπαθος || δαγκώνω

ακλαβανή [Somavera 1709] || καταπακτή

ακλαβή || Λέσβος || προικοσύμφωνο

ακλάγκαθου || Θεσσαλονίκη || παρανυχίδα

ακλάδεθτο || Καλαβρία || ακλάδευτος

ακλάδεστο || Καλαβρία || ακλάδευτος

ακλάδεττο || Καλαβρία || ακλάδευτος

ακλάδευτε || Τσακωνιά || ακλάδευτος

ακλάδευτος [Somavera 1709] || δημοτική || ακάδευτε, ακλάδεθτο, ακλάδεστο, ακλάδεττο, ακλάδευτε, ακλάδιφτους, άκλαδος, ακλαδούρα, ακλαδούρι, άκλαδους, ακλάευτος, ακλάντευτο, ακλάρευτο, άκλαος, ακλάρστους, αξάλιστος || ακλάδευτος

ακλάδιφτους || Σάμος || ακλάδευτος

άκλαδος || Αρκαδία, Εύβοια, Κεφαλονιά, Κύθνος, Λακωνία, Σέριφος || ακλάδευτος

άκλαδος || Νάξος || άτεκνος

ακλαδούρα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακλάδευτος

ακλαδούρι [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακλάδευτος

άκλαδους || Θεσσαλία || ακλάδευτος

ακλάδουτους || Μακεδονία || άτεκνος

ακλάδωτος [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || ακλάρωτος || ακλάδωτος

ακλάευτος || Κάλυμνος || ακλάδευτος

ακλαίαυτος || Σύμη || άκλαυτος

ακλαίνιστος || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || άκλαυτος

άκλαμο || Καλαβρία || ούγια

ακλάντευτο || Αραβανί* || ακλάδευτος

ακλάντιστους || Κομοτηνή || καινούριος

άκλαος || Κάρπαθος || ακλάδευτος

ακλάρευτο || Αραβανί* || ακλάδευτος

ακλαριά || Κίμωλος || δυστυχία

ακλάρστους || Γρεβενά, Καστοριά, Χαλκιδική || ακλάδευτος

ακλάρωτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακλάδωτος

άκλαστος [ΙΛΝΕ 1933] || άκλαστους || άκλαστος

άκλαστους || Ευρυτανία || άκλαστος

άκλαυστος [Βλάχος 1659] || Κερασούντα* || άκλαυτος

άκλαυτος || & Αρκαδία, Ηλεία, Κοτύωρα*, Μάνη, Ρόδος || άκλαυτος

άκλαυτος [Βεντότης 1790] || δημοτική || άβατε, ακλαίαυτος, ακλαίνιστος, άκλαυστος, άκλαυτους, άκλαψτος || άκλαυτος

άκλαυτους || Καστοριά || άκλαυτος

άκλαψτος || Κερασούντα* || άκλαυτος

ακλεζάζου || Τσακωνιά || ξεκληρίζω

ακλεζία || Τσακωνιά || ατεκνία

ακλεζίτα || Τσακωνιά || άτεκνος

ακλεζίτση || Τσακωνιά || άτεκνη

ακλείδουτε || Τσακωνιά || ακλείδωτος

ακλείδουτους || Καστοριά || ακλείδωτος

ακλείδωτος [Somavera 1709] || δημοτική || ακλείδουτε, ακλείδουτους, ακλείωτος || ακλείδωτος

άκλειστο || Καλαβρία || άκλειστος

άκλειστος [Βεντότης 1790] || δημοτική || άκλειστο || άκλειστος

ακλείωτος || Κάλυμνος || ακλείδωτος

άκλερε || Τσακωνιά || άτεκνη

άκλερε || Τσακωνιά || άτεκνος

ακλερζάζου || Τσακωνιά || ξεκληρίζομαι

ακλερζίτα || Τσακωνιά || άτεκνος

άκλερη || Θήρα, Κάρπαθος, Κρήτη, Λευκάδα, Μύκονος, Νίσυρος, Πάργα || άτεκνη

ακλερία || Κάρπαθος, Τσακωνιά || ατεκνία

ακλέρια || Παξοί || ατεκνία

ακλέρια || Ιωάννινα, Κέρκυρα, Παξοί || δυστυχία

ακλέρια [Βλαστός 1931] || ξεκληρισμός

ακλεριά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κέρκυρα || ατεκνία

ακλεριάζου || Τσακωνιά || ξεκληρίζω

ακλεριάζω || Λακωνία || ξεκληρίζομαι

ακλεριάζω || Κέρκυρα || ξεκληρίζω

ακλεριάζω || Παξοί || ρημάζω

ακλερίτα || Τσακωνιά || άτεκνος

ακλερίτης [Μέγας 1975] || Αρκαδία, Κεφαλονιά, Λακωνία || άτεκνος

ακλερίτισα || Κεφαλονιά, Λευκάδα || άτεκνη

άκλερος || Κερασούντα*, Κρήτη, Κύθνος, Μεσσηνία, Παξοί || άτεκνος

άκλερος || Κέρκυρα, Κύπρος, Πόντος* || φτωχός

άκλερος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Κύπρος, Λακωνία || άκληρος

ακλήδονας || Θήρα || κλήδονας

άκληρ || Καστοριά, Σάμος, Τσακήλι* || άτεκνη

άκληρε || Τσακωνιά || άτεκνη

άκληρη [Μέγας 1975] || Αργολίδα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κορινθία, Μάκρη*, Μέγαρα, Πάργα, Σίκινος, Σινασός* || άτεκνη

ακληρία || Κάρπαθος || ατεκνία

ακληριά [Γούλας 1961] || δημοτική || Εύβοια, Λακωνία || ατεκνία

ακληρίζω || Αρκαδία || ξεκληρίζομαι

ακληρίλα || Αρκαδία, Μεσσηνία || ατεκνία

ακληρίτακας || Λακωνία || άτεκνος

ακληρίτης || Κεφαλονιά, Μεσσηνία || άτεκνος

ακληρίτισα || Κεφαλονιά || άτεκνη

άκληρος [Βλάχος 1897] || δημοτική || από περιουσία: άκλερος, άκληρους || άκληρος

άκληρος [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || Αρκαδία, Αχαΐα, Θήρα, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία, Σινασός* || άτεκνος

άκληρους || Ευρυτανία, Ήπειρος || άκληρος

άκληρους || Ίμβρος, Καρδίτσα, Κοζάνη, Λιβίσι*, Σάμος, Σκόπελος, Τρίκαλα, Φθιώτιδα || άτεκνος

ακλησά || Λέσβος, Λήμνος, Σάμος, Σκόπελος || εκκλησία

ακλησάριγος || Κορινθία || ακοσκίνιστος

ακλήσαστους || Σάμος || ανεκκλησίαστος

ακλησιά || Ίμβρος, Λέσβος, Στενήμαχος*, Χαλκιδική || εκκλησία

ακλησία || Απουλία || εκκλησία

ακλησίαστος || Αρκαδία || ανεκκλησίαστος

ακλήσιαστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Ήπειρος, Μέγαρα || ανεκκλησίαστος

ακλήσιαστους || Ιωάννινα || ανεκκλησίαστος

ακλθώ || Πάρος || ακολουθώ

ακλίδι || Σαμψούντα* || κλούβιο

ακλίδιν || Κερασούντα* || κλούβιο

άκλιερος || Σινώπη* || άτεκνος

άκλιτος || Σαμψούντα* || αλύγιστος

ακλίτσαβους || Φθιώτιδα || αδέξιος

ακλόθ || Κοτύωρα* || ύστερο

ακλόθεμαν || Χαλδία* || παρακολούθηση

ακλόθιν || Κερασούντα* || ύστερο

άκλοθο || Τσακήλι* || ύστερο

ακλοθώ || Ινέπολη*, Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Σαμψούντα*, Χαλδία* || ακολουθώ

ακλοροβώ || Κύπρος || ακούω

άκλοστρος || Κάρπαθος || άγρωστη

ακλούθ || Σάμος || ύστερο

ακλουθάου || Αιτωλοακαρνανία || ακολουθώ

ακλουθάω || Αρκαδία, Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κύθηρα || ακολουθώ

ακλούθεμαν || Χαλδία* || παρακολούθηση

ακλούθημα || Αιτωλοακαρνανία || βοήθεια

ακλούθημα [Somavera 1709] || Κέρκυρα, Σίφνος || ακολούθημα

ακλουθημένος [Somavera 1709] || ακολουθημένος

ακλούθι || Αργολίδα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Ηπείρος, Μεσσηνία || ύστερο

ακλούθισμα [Somavera 1709] || ακολούθημα

ακλουθισμένος [Germano 1622] || ακολουθημένος

ακλούθμα || Θράκη, Μύκονος || ακολούθημα

ακλούθμα || Αιτωλοακαρνανία || παρακολούθηση

άκλουθο [Βλαστός 1931] || δημοτική || Κύθηρα, Κως, Λακωνία, Σωζόπολη* || ύστερο

άκλουθον [Σκαρλάτος 1835] || ύστερο

ακλουθού || Λιβίσι*, Μάνη || ακολουθώ

ακλούθου || Παξοί || ξοπίσω

άκλουθου || Αδριανούπολη*, Θεσσαλονίκη, Καρδίτσα, Κοζάνη, Λάρισα, Μαγνησία, Πιερία, Σουφλί, Τρίκαλα, Χαλκιδική || ύστερο

άκλουθους || Αδριανούπολη || άκλωστος

ακλουθώ [Germano 1622] || Άνδρος, Θήρα, Ίμβρος, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Καστοριά, Κερασούντα*, Κοζάνη, Κρήτη, Κρώμνη*, Κύθηρα, Κύπρος, Κως, Λήμνος, Νάξος, Νίσυρος, Πιερία, Σάμος, Σάντα*, Σιάτιστα, Σινασός*, Χαλδία*, Χαλκιδική || ακολουθώ

ακλούμπι || Νάξος || αγκλιά

ακλουμπώ || Νάξος || κολυμπώ

ακλούριαστους || Μακεδονία || ακουλούριαστος

άκλουστος || Μάνη || άκλωστος

άκλουστους || Ημαθία, Κοζάνη || αμουνούχιστος

άκλουστρος || Κάρπαθος || άγρωστη

άκλουστρος || Κάρπαθος || άκλωστος

άκλωθος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Σαράντα Εκκλησιές* || άκλωστος

ακλώσευτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακλώσητος

ακλώσητος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακλώσευτος, ακλώσιαστος, ακλώσιγος, ακλώσιστος || ακλώσητος

ακλώσιαστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακλώσητος

ακλώσιγος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακλώσητος

ακλώσιστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακλώσητος

άκλωστο || Καλαβρία || άκλωστος

άκλωστος || Πόντος* || ισχυρογνώμων

άκλωστος [Somavera 1709] || δημοτική || άκλουθους, άκλουστος, άκλουστρος, άκλωθος, άκλωστο || άκλωστος

ακμάκ || Ουλαγάτς* || κουτός

ακμανταρσά || Ίμβρος || κακοδιοίκηση

ακμανταρσιά || Ίμβρος || ατζαμοσύνη

ακμανταρσιά || Λήμνος, Σαμοθράκη || κακοδιοίκηση

ακμαντάρτσους || Ίμβρος || ατζαμής

ακμάξ || Σουφλί || κουτός

ακματζιάς || Νιγρίτα || γεράκι

ακμέρκιαστα || Ίμβρος || απερίσκεπτα

ακμέρκιαστα || Ίμβρος || ατελώνιστα

ακμέρκιαστους || Ίμβρος || απερίσκεπτος

ακμέρκιαστους || Ίμβρος || ατελώνιστος

ακμιρκιασιά || Ίμβρος || φλυαρία

ακμπάγω || Τσακήλι* || ακουμπώ

ακμπάου || Αιτωλοακαρνανία, Φθιώτιδα || ακουμπώ

ακμπέτ || Πάργα, Σάμος || τελικά

ακμπέτ || Αιτωλοακαρνανία || ωστόσο

ακμπίζου || Θάσος || ακουμπώ

ακμπίστρα || Αιτωλοακαρνανία, Λευκάδα || ακουμπιστήρι

ακμπώ || Αϊβαλί*, Θάσος, Λέσβος, Λήμνος, Σάμος, Στενήμαχος* || ακουμπώ

ακνά || Κρήτη || αχνά

ακνά || Καρδίτσα, Μαγνησία || χένα

ακνάς || Μαγνησία, Ρόδος, Σκόπελος || χένα

άκναστος || Ρόδος || άγουρος

ακνάτος || Καστελλόριζο, Κεφαλονιά, Λευκάδα || αμιγής

ακνάτος [Βλαστός 1931] || Κάρπαθος || ώριμος

άκνεος || Αμοργός, Θήρα, Κάλυμνος, Σύμη || ώριμος

ακνεύουμ || Ίμβρος || τεμπελιάζω

άκνευτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακούραστος

ακνήτους || Σέρρες || ακυνήγητος

ακνιά || Ίμβρος || εργατικότητα

ακνία || Ρόδος || ακρίδα

ακνία || Κάρπαθος || τσουκνίδα

ακνιάζζω || Κως, Νίσυρος || ωριμάζω

ακνιάζω || Θήρα, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Πάρος || ωριμάζω

άκνιαστος || Θήρα, Θράκη || άγουρος

άκνιαστος || Νίσυρος || ανώριμος

ακνίδα || Ρόδος || ακρίδα

ακνίδα [Βλαστός 1931] || Κρήτη || τσουκνίδα

άκνιος [Βλαστός 1931] || Αμοργός, Θήρα, Κάλυμνος, Κως, Νίσυρος, Πάρος, Πάτμος, Σύμη || ώριμος

άκνιος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || εργατικός

ακνιοφάς || Αμοργός, Κάλυμνος || ωριμοφάγης

ακνιώ || Χίος || διστάζω

ακννιοφάας || Κως || ωριμοφάγης

ακνός || Λήμνος || βραδυπόρος

ακνός || Κεφαλονιά, Χαλκιδική || τεμπέλης

ακνουνσιά || Ίμβρος || ακοινωνησία

ακό || Τσακωνιά || ασκός

άκο || Κρήτη || όχι

ακοά || Χίος || ακόμα

ακόβγκω || Κάρπαθος || απογαλακτίζω

ακογή || Κερασούντα*, Χαλδία* || ακοή

ακοδεσπένευτος || Σάντα* || ανοικοκύρευτος

ακοδή || Σαμψούντα* || ακοή

ακόζω || Ουλαγάτς* || ακούω

ακοή || λόγιο || Buck List 15.43 | ακγή, ακογή, ακοδή, ακουά, ακουάρ, ακουάριν, ακουγιάριν, άκουγμα, ακουή, ακούη, ακούημα, άκουμα, άκουσμαν, κούση || ακοή

ακοή || Καλαβρία, Κρήτη, Μέγαρα, Νάξος, Ρόδος || αυτί

ακοή || Κερασούντα*, Όφις*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || μηνίγγι

ακοή || Κύπρος, Ρόδος, Σύμη || φήμη

ακόη || Ικαρία, Χίος || ακόμα

άκοθτο || Καλαβρία || άκοφτος

ακοΐδι || Ήπειρος || αυτί

ακοίμηγος || Κερασούντα* || ακοίμητος

ακοιμησιά [Βλάχος 1659] || δημοτική || Ιωάννινα || αϋπνία

ακοίμητα [Βλάχος 1659] || δημοτική || ακοίμιστα || ακοίμητα

ακοίμητος [Βλάχος 1659] || δημοτική || άκιουφτε, ακοίμηγος, ακοίμιστος, ακοίμηχτος, άκοιμος, ακοίμτους, άνυπνος, ανύπνωτος, ατσοίμηγος, ατσοίμητος || ακοίμητος

ακοίμηχτος || Κερασούντα* || ακοίμητος

ακοιμιά [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αϋπνία

ακοίμιστα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακοίμητα

ακοίμιστος [Βλάχος 1897] || δημοτική || Ζάκυνθος, Θύρα, Κερασούντα*, Κύπρος, Σάντα*, Τραπεζούντα* || ακοίμητος

άκοιμος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακοίμητος

ακοίμτους || Λέσβος || ακοίμητος

ακοΐν || Κερασούντα*, Χαλδία* || μηνίγγι

ακοινωνησία [Βεντότης 1790] || ακνουνσιά || ακοινωνησία

ακοινώνητε || Τσακωνιά || αμετάλαβος

ακοινώνητος [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || μη κοινωνικός: αγειτόνευτος, αγειτονίαστος, αειτόνευτος, ακοινώντους, άκοσμος, ακουνούνστστους, ακουνούστιουτους, ακουσμαντάμουτους, ακριάρκους, άκριτος, αλούτερος, αμίλχτους, άμπλαχτος, άμπλαχτους, αξάνοιχτος, αξεμύτιστος, άπραος, άπριος, αράβολος, ασγκόλτους, ασμπόρστους, ασυγκόλλητος, ασυγκούρτιστος, ασυνάστρεγος, ασυνάστρεφτος, ασυνάστριγους, ασυναύλιαστος, ασυντρόφιαστος, ακανούνιστο, ατσοινώνητε, ατσοινώνητος, μονόχνοτος || ακοινώνητος

ακοινώνητος [Somavera 1709] || δημοτική || Κρήτη, Ρόδος || αμετάλαβος

ακοινώνιγος || Κερασούντα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αμετάλαβος

ακοινώνιστος || Τραπεζούντα* || αμετάλαβος

ακοινώνστους || Κοζάνη || αμετάλαβος

ακοινώντους || Λάρισα || ακοινώνητος

ακοίταγος || Κεφαλονιά || ακοίταχτος

ακοίταγος || Ζάκυνθος || αόρατος

ακοιταξιά [Βλαστός 1931] || αβλεψία

ακοίταστος || Νίσυρος || ακούρνιαχτος

ακοίταχτος || Ζάκυνθος || αόρατος

ακοίταχτος || Κορινθία || πανέμορφος

ακοίταχτος [Βλαστός 1931] || δημοτική || ακανούνιστο, ακοίταγος, ακοίταχτους || ακοίταχτος

ακοίταχτους || Θράκη, Ήπειρος, Μακεδονία, Σάμος || ακοίταχτος

ακόκαλους || Αιτωλοακαρνανία, Ευρυτανία, Σάμος || ακόκκαλος

ακόκεθτο || Καλαβρία || αχώνευτος

ακόκεστο || Καλαβρία || αχώνευτος

ακόκεττο || Καλαβρία || αχώνευτος

ακόκκαλος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακόκαλους || ακόκκαλος

ακοκκίνιγος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ακοκκίνιστος

ακοκκίνιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακοκκίνιγος || ακοκκίνιστος

ακόκκιστος [Γούλας 1961] || δημοτική || αξεδιάλεχτος

ακοκκολόγιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακοκκολόιστος || ακοκκολόγιστος

ακοκκολόιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακοκκολόγιστος

ακόλα || Γρεβενά, Θεσσαλονίκη, Καστοριά, Κοζάνη, Λαγκαδάς, Νιγρίτα, Πιερία, Σέρρες, Σιάτιστα, Τρίκαλα, Χαλκιδική || κόλλα

ακολάντριστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Καλλίπολη* || αμεταχείριστος

ακόλαστος || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || ανεγκράτητος || ακόλαστος

ακολάτριστος || Σύμη || ανοικονόμητος

ακολάτσιος || Κεφαλονιά || ακολάτσιστος

ακολάτσιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακολάτσιος, ακουλάτσιστους || ακολάτσιστος

ακόλιγος || Σάντα* || ακόλλητος

ακόλιστος || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ακόλλητος

ακολλάριγος || Κεφαλονιά, Κερασούντα*, Σαράντα Εκκλησιές* || ακολλάριστος

ακολλησιά [Γεννάδιος 1914] || ακόνυζα

ακόλλητος [Somavera 1709] || δημοτική || ακόλιγος, ακόλιστος, ακόλτους || ακόλλητος

ακόλμα || Γρεβενά, Καστοριά, Νιγρίτα, Τρίκαλα || κόλλημα

ακολούθημα [Somavera 1709] || ακλούθημα, ακλούθισμα, ακλούθμα, ακολούθισμα, κλούθημα || ακολούθημα

ακολουθημένος [Germano 1622] || ακλουθημένος, ακλουθισμένος, κουλουσημμένο || ακολουθημένος

ακολουθητά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || συνεχώς

ακολούθι || Κρήτη || ύστερο

ακολουθίζω [Βλάχος 1659] || ακολουθώ

ακολούθισμα [Somavera 1709] || ακολούθημα

ακόλουθο [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη, Μάνη, Σύρος || ύστερο

ακολουθού || Μάνη, Τσακωνιά || ακολουθώ

ακολουθώ [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 4 || Buck List 10.52 | Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | αγκλουθάω, αγκλουθού, αγκλουθώ, ακλθώ, ακλοθώ, ακλουθάου, ακλουθάω, ακλουθού, ακλουθώ, ακολουθίζω, ακολουθού, γκολντώ, εκουλουτώ, ικουλουσώ, ικουλουτώ, κλουθάου, κλουθώ, κολουθώ, κουθάου, κουθάω, κουλθώ, κουλουζώ, κουλουθάου, κουλουθώ, κουλουντώ, κουλουπώ, κουλουσώ, κουλουτώ  || ακολουθώ

ακόλτους || Γρεβενά, Καστοριά || ακόλλητος

ακόμ || Ευρυτανία, Λέσβος, Τήνος, Φάρασα* || ακόμα

ακόμα || & Αδριανούπολη*, Αιτωλοακαρνανία, Αμοργός, Άνδρος, Αρκαδία, Αχαΐα, Ευρυτανία, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Θήρα, Ιθάκη, Ικαρία, Ιωάννινα, Κάλυμνος, Κέα, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κίμωλος, Κοζάνη, Κορινθία, Κρήτη, Κύπρος, Κως, Λακωνία, Λάρισα, Λέσβος, Μαλακοπή*, Μάνη, Μεσσηνία, Μήλος, Νάξος, Νίσυρος, Παξοί, Ρόδος, Σέρρες, Σιάτιστα, Σκύρος, Σύμη, Χάλκη, Χαλκιδική, Χίος || ακόμα

ακόμα [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 6 || Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | ακοά, ακόη, ακόμ, ακομάν, ακόμαν, ακόμανας, ακόμανον, ακόμας, ακόμε, ακόμεν, ακόμενον, ακομή, ακόμη, ακόμην, ακόμηνα, ακομήνε, ακόμηνο, ακόμης, ακόμια, ακόμμα, ακόμου, ακόνη, άκονη, ακούμ, ακούμα, ακουμήγια, ακουμιά, άνκα, κόη, κομ, κόμα, κόμαν, κομή, κόμη, κόμια, κόμνια, κον || ακόμα

ακομάθιαστος || Κρήτη || ακομμάτιαστος

ακομάκιαστε || Τσακωνιά || ακομμάτιαστος

ακομάν || Κοτύωρα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ακόμα

ακόμαν || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Οινόη*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ακόμα

ακόμανας || Σαμψούντα* || ακόμα

ακόμανον || Σαμψούντα*, Χαλδία* || ακόμα

ακόμας || Κρήτη, Πιερία, Σκιάθος || ακόμα

ακομάταγος || Χαλδία* || ακομμάτιαστος

ακομάταστος || Κερασούντα*, Οινόη*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ακομμάτιαστος

ακομάταχτος || Κερασούντα* || ακομμάτιαστος

ακοματίαστος || Σάντα* || ακομμάτιαστος

ακόμε [Βλάχος 1659] || Όφις* || ακόμα

ακόμεν || Όφις*, Τραπεζούντα* || ακόμα

ακόμενον || Κερασούντα* || ακόμα

ακομή || Καλαβρία, Κρήτη || ακόμα

ακομή || Κύπρος || δαγκωματιά

ακόμη [Corona Preciosa 1527] || δημοτική || συχν. εμφ. 6 || Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | & Αμοργός, Άνδρος, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Ιθάκη, Ικαρία, Καλαβρία, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κέα, Κερασούντα*, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κύθηρα, Κύθνος, Κρήτη, Κύπρος, Κως, Λακωνία, Λέρος, Μεσσηνία, Μήλος, Νάξος, Νίσυρος, Οινόη*, Ρόδος, Σύρος, Τσακωνιά, Χάλκη, Χίος  || ακόμα

ακόμην || Κερασούντα*, Οινόη* || ακόμα

ακόμηνα || Τραπεζούντα* || ακόμα

ακομήνε || Καλαβρία || ακόμα

ακόμηνο || Όφις* || ακόμα

ακόμης || Κρήτη || ακόμα

ακόμια || Κως, Νάξος, Σύμη || ακόμα

ακόμμα || Χίος || ακόμα

ακομμάτιαστος [Ηπίτης 1908] || δημοτική || ακομάθιαστος, ακομάκιαστε, ακομάταγος, ακομάταστος, ακομάταχτος, ακοματίαστος, ακουμάταχτος || ακομμάτιαστος

ακόμοιρος || Κως || αμοιρος

ακόμοιρος || Κως || κακομοίρης

ακόμου || Φάρασα* || ακόμα

ακομπανιαμέντο || & Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Κρήτη, Παξοί || ακομπανιαμέντο

ακομπανιαμέντο [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακομπανιασμέντο, ακοπανιαμέντο, κομπανιαμέντο || ακομπανιαμέντο

ακομπανιάρου || Μάδυτος* || συνοδεύω

ακομπανιάρω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κύθηρα, Λευκάδα || συνοδεύω

ακομπανιασμέντο || Λευκάδα || ακομπανιαμέντο

ακόμπεμαν || Κερασούντα* || ξεσκόνισμα

ακόμπετος || Κερασούντα* || αξεσκόνιστος

ακόμπιαστος || Ζάκυνθος || εύγλωττος

άκομπος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακουμπόδιαστους || άκομπος

ακόμπουτος || Κονίστρες || ξεκούμπωτος

ακομπώ || Κερασούντα* || ξεσκονίζω

ακόμπωτος [Somavera 1709] || Κερασούντα*, Κρήτη, Τραπεζούντα* || ξεκούμπωτος

άκομψος [Βεντότης 1790] || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || αγγουρόλθους, άπλανος || άκομψος

ακόν || Αϊβαλί*, Αξός*, Άρτα, Γρεβενά, Ευρυτανία, Ίμβρος, Καρδίτσα, Καστοριά, Λέσβος, Πιερία, Σάμος, Σάντα*, Σαράντα Εκκλησιές*, Σέρρες, Σούρμενα*, Τραπεζούντα*, Φθιώτιδα, Χαλδία*, Χαλκιδική || ακόνι

ακόνα || Καστελλόριζο, Λέσβος, Λήμνος, Μάκρη* || εικόνα

ακόνα [Βλαστός 1931] || δημοτική || Αιτωλοακαρνανία, Ηλεία, Καλαβρία, Κρήτη, Μάνη, Μεσσηνία, Νάξος || ακόνι

ακονάκ || Λευκάδα || ακονάκι

ακονάκι [Βλαστός 1931] || η άποδη σαύρα Anguis graeca: ακονάκ, ακονάτσι, ακόνι, κονάκ, κονάκι, κουνάκ || ακονάκι

ακονάκιαστα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακόνευτα

ακονάκιαστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακόνευτος

ακόναμα || Τσακωνιά || ακόνισμα

ακονάου || Ηλεία, Ήπειρος || ακονίζω

ακονάς || Προποντίδα* || ακονιστής

ακονάστρα || Οινόη* || ακόνι

ακονατέ || Τσακωνιά || ακονισμένος

ακόνατε || Τσακωνιά || ατρόχιστος

ακονάτσι || Τσακωνιά || ακονάκι

ακονάτσι || Μέγαρα || βουβωνοκήλη

ακονάω || Αχαΐα, Βουρλά*, Ζάκυνθος, Κοριθία, Πάρος || ακονίζω

ακόνεμαν || Κερασούντα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ακόνισμα

ακόνετος || Χαλδία* || ατρόχιστος

ακονεύγκω || Κάρπαθος || ζητιανεύω

ακονεύγω [Βλάχος 1659] || καταλύω

ακόνευτα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακονάκιαστα || ακόνευτα

ακόνευτος [Somavera 1709] || δημοτική || ακονάκιαστος || ακόνευτος

ακονεύω [Germano 1622] || κονεύω

ακονζά || Πάρος || ακόνυζα

ακόνζα || Λήμνος || ακόνυζα

ακονζιά || Μύκονος || ακόνυζα

ακόνη || Τσακωνιά || ακόμα

άκονη || Τσακωνιά || ακόμα

ακόνη [Βεντότης 1790] || Κάρπαθος || ακόνι

ακόνι || Τσακωνιά || ακονάκι

ακόνι || & Αρκαδία, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κρήτη, Λακωνία, Λευκάδα, Μάνη, Μεσσηνία, Σωζόπολη*, Τσακωνιά || ακόνι

ακόνι [Germano 1622] || δημοτική || Atlas Linguarum Europae 350 | ακόν, ακόνα, ακονάστρα, ακόνη, ακονιά, ακόνιν, ακονιστέρ, ακονιστέριν, ακονίστρα, ακούνι, ακουνιά, κόνι, λιλάδι || ακόνι

ακονιά || Αχαΐα || ακόνι

ακονιά || Μάνη || γρανιτόπετρα

ακονιά [Βλαστός 1931] || ακόνι

ακονίγω || Κερασούντα* || ακονίζω

ακονίζζω || Καλαβρία || ακονίζω

ακονίζου || Αϊβαλί*, Καστοριά, Μάνη || ακονίζω

ακονίζω [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || ακονάου, ακονάω, ακονίγω, ακονίζζω, ακονίζου, ακονίντζω, ακονίτζω, ακονιώ, ακονού, ακονώ, ακουνάου, ακουνίζου, ακουνού, ακουνώ, κονίζζω, κονίτζω, κονίζω, κονιώ, κονώ, παρακονού  || ακονίζω

ακόνιμα || Καλαβρία, Τσακωνιά || ακόνισμα

ακόνιμα || Κύθηρα || εικόνισμα

ακονιμένο || Καλαβρία || ακονισμένος

ακονιμμένο || Απουλία || ακονισμένος

ακόνιν || Κάρπαθος, Κερασούντα*, Κύπρος, Λιβίσι*, Οινόη*, Ρόδος, Τρίπολη* || ακόνι

ακόνιν || Κύπρος, Λιβίσι*, Οινόη* || ακόνι

ακονίντζω || Κάρπαθος || ακονίζω

ακόνισμα || Καστελλόριζο, Κύθηρα || εικόνισμα

ακόνισμα [Corona Preciosa 1527] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || ακόναμα, ακόνεμαν, ακόνιμα, ακόνισμαν, ακόνμα, ακόνσμα, ακόντζμα, κόνισμα || ακόνισμα

ακόνισμαν || Κύπρος*, Τραπεζούντα* || ακόνισμα

ακόνισμαν || Μάκρη* || εικόνισμα

ακονισμένος [Germano 1622] || ακονατέ, ακονιμένο, ακονιμμένο, ακόντστους, ακουντζμένους || ακονισμένος

ακονιστέρ || Χαλδία* || ακόνι

ακονιστέριν || Κερασούντα* || ακόνι

ακονιστής [Somavera 1709] || δημοτική || ακονάς, ακουιστής || ακονιστής

ακόνιστος [Βεντότης 1790] || δημοτική || Άνδρος, Βιθυνία*, Σαράντα Εκκλησιές*, Κρήτη, Κύπρος, Τραπεζούντα* || ατρόχιστος

ακονίστρα || Κερασούντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ακόνι

ακονίτζω || Απουλία, Καλαβρία || ακονίζω

ακόνιτο [Somavera 1709] || δημοτική || ποντικοφάρμακο

ακονιώ || Κύπρος || ακονίζω

ακόνμα || Γρεβενά, Καστοριά, Σέρρες || ακόνισμα

ακοννυζιά || Κως || ακόνυζα

ακονόπετρα [Βλαστός 1931] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αγζάκονε, αγιριακόνα, αγριάκονε, αδράκονο, αδρόπετρα, ακονόροτσος, ακουνιόπιτρα, ακουνιά, ακουνόπιτρα, δρακόνα || ακονόπετρα

ακονόροτσος || Κύπρος || ακονόπετρα

ακονού || Τσακωνιά || ακονίζω

ακονπέζω || Ικαρία || ελπίζω

ακόνσμα || Αϊβαλί*, Λήμνος || ακόνισμα

ακόνσμα || Λέσβος, Λήμνος, Σαμοθράκη || εικόνισμα

ακόνστους || Κομοτηνή || ατρόχιστος

ακόντ || Ήπειρος || κοντάρι

ακοντάρω || Κύθηρα || βοηθώ

ακοντάρω || Λευκάδα || λογαριάζω

ακόντευτος [Somavera 1709] || δημοτική || απλησίαστος

ακόντζμα || Καστοριά, Λάρισα, Νιγρίτα || ακόνισμα

ακόντι || Κέρκυρα || κουπί

ακόντι [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || κοντάρι

ακόντιο || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || νταρδούνη || ακόντιο

ακόντκας || Λευκάδα || ινίο

ακοντκός || Λευκάδα || ινίο

ακόντκος || Λευκάδα || φίλος

ακόντο || Ζάκυνθος || απέναντι

ακόντο || Κέρκυρα, Κως, Παξοί || έναντι

ακόντο || Κύθηρα, Πάργα || λογαριασμός

ακόντος || Καστοριά || ατρόχιστος

ακόντρα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αντίπρωρα

ακόντσμα || Γρεβενά, Κοζάνη, Τρίκαλα || εικόνισμα

ακόντστους || Γρεβενά || ακονισμένος

ακονυζά || Βουρλά*, Κάλυμνος, Κύθνος || ακόνυζα

ακόνυζα [Χελδράιχ 1926] || φυτά του γένους Inula : αγκονυζά, αγριοκονυτσιά, αγριοσκάρφι, αγρούζα, ακολλησιά, ακονζά, ακόνζα, ακονζιά, ακονυζά, ακονυζέ, ακονυζζά, ακοννυζιά, ακονυζιά, ακονυζιός, ακονυζός, ακόνυζος, ακόνυντζα, ακόνυντσα, ακουνζά, αψυλήθρα, βρομίτσα, γκρεμόχορτο, γρούζα, δενδρολίβανος, κολησιά, κόνζα, κόνυζα, κονυζός, κονυζόχορτο, κόνυντζα, κόνυτζα, κονύτσα, κρεμνόχορτο, κρεμόχορτο, κρούζα, μαρακόνυζα, νεροκολησιά, σαρκοτρόφι, ψυλήθρα, ψύληθρο, ψύλιστρο, ψυλλίστρα, ψυλόχορτο || ακόνυζα

ακονυζέ || Ικαρία, Κρήτη || ακόνυζα

ακονυζζά || Κάλυμνος, Λέρος || ακόνυζα

ακονυζζιά || Κως || ακόνυζα

ακονυζιά || Κέα, Μύκονος, Ρόδος, Σέριφος, Τήνος || ακόνυζα

ακονυζιός || Κύθνος || ακόνυζα

ακονυζός || Κύθνος, Μέγαρα || ακόνυζα

ακόνυζος || Άδρος || ακόνυζα

ακόνυντζα || Κάρπαθος || ακόνυζα

ακόνυντσα || Κάρπαθος || ακόνυζα

ακονυχίδα || παρανυχίδα

ακονώ || Κάρπαθος || ζητιανεύω

ακονώ [Βεντότης 1790] || Άνδρος, Βουρλά*, Κωνσταντινούπολη*, Κερασούντα*, Οινόη*, Όφις*, Σάντα*, Σμύρνη*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ακονίζω

άκοπα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αρκαδία, Αχαΐα, Θεσπρωτία, Κρήτη, Κύπρος, Μάνη || ακούραστα

άκοπα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αχαΐα, Θεσπρωτία, Καστοριά, Κέρκυρα, Λευκάδα, Παξοί || συνεχώς

άκοπα [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || Κύπρος || ακόπιαστα

ακοπανιά || Κεφαλονιά || μονοκοπανιά

ακοπανιαμέντο || Παξοί || ακομπανιαμέντο

ακοπάνιγος || Πελοπόννησος, Όφις*, Σάντα*, Χαλδία* || ακοπάνιστος

ακοπάνιστε || Τσακωνιά || ακοπάνιστος

ακοπάνιστος || Αχαΐα, Ρόδος || αμουνούχιστος

ακοπάνιστος [Somavera 1709] || δημοτική || ακοπάνιγος, ακοπάνιστε, ακοπίαστος, ακουπάνιγος, ακουπάνιστος, ακουπάνιχτος, αστούμπστους || ακοπάνιστος

ακόπανος || Λακωνία, Μάνη || αμουνούχιστος

ακόπετος || Τραπεζούντα* || άκοφτος

ακόπιαστα [Somavera 1709] || δημοτική || άκοπα, άκουπα, ακόψαστα || ακόπιαστα

ακοπίαστος || Κίμωλος, Τραπεζούντα* || ακόπιαστος

ακόπιαστος || Βουρλά* || απρόσκλητος

ακόπιαστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || άκοπο, άκοπος, ακουπίαστους, άκουπους, ακόψαστος, ανέκοπο, ανέκοπος || ακόπιαστος

ακόπιαστους || Θεσσαλονίκη, Κοζάνη || ακατάδεκτος

ακοπιρζά || Κάλυμνος || κοπριά

ακόπο || Ρόδος || αποκεί

άκοπο || Τσακωνιά || ακόπιαστος

άκοπο || Καλαβρία || άκοφτος

ακόπον || Ρόδος || μετά

άκοπος [Somavera 1709] || Ρόδος || ανάγυρος

άκοπος [Βλάχος 1897] || δημοτική || ξεκούραστος

άκοπος [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || ακόπιαστος

άκοπος [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || Ηλεία, Κάλυμνος, Μάνη, Ρόδος || άκοφτος

ακόπουκος || Χίος || ακούραστος

ακόπριαστος [Somavera 1709] || ακόπριστος

ακόπριγος || Αρκαδία || ακόπριστος

ακόπριγους || Αιτωλοακαρνανία || ακόπριστος

ακοπρίζω || Ικαρία || τεμπελιάζω

ακόπριστος [Deheque 1825] || δημοτική || αβούνιαστος, ακεμπρελέευτος, ακόπριαστος, ακόπριγος, ακόπριγους, άκοπρος, ακόπροτος, ακρόκιστε, ακρόπιστο, ακόπριστους, άναστος, ανάτευτος, ανίαστος || ακόπριστος

ακόπριστους || Τρίκαλα, Χαλκιδική || ακόπριστος

άκοπρος || Κύπρος || ακόπριστος

ακόπροτος || Τραπεζούντα* || ακόπριστος

άκοπτα [Βλάχος 1659] || ατμήτως

άκοπτος [Βλάχος 1659] || άτμητος

ακόραστες || Σκύρος || ακούραστος

ακόρβατε || Τσακωνιά || αγριόβατος

ακόρβατε || Τσακωνιά || σκυλόβατος

ακορδάρω || Κύθηρα || βοηθώ

ακορδάρω || Κύθηρα || καυλώνω

ακορδάρω || Κέρκυρα, Παξοί || συμφωνώ

ακορδίασμαν || Κύπρος || συμφωνία

ακόρδιστος [Portius 1635] || δημοτική || Θήρα || ακούρδιστος

ακόρδιφτους || Μακεδονία || ακούρδιστος

ακόρδο || Παξοί || συμφωνία

ακορμπέριστος || Νάξος || ασύμφωνος

ακορνιάχτιγος || Μάνη || ασκόνιστος

ακορνιάχτιστος || Καστοριά || ασκόνιστος

ακορνιζάριστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακορνίζωτος, ακορνίτζωτος || ακορνιζάριστος

ακορνίζωτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακορνιζάριστος

ακορνίτζωτος || Οινόη* || ακορνιζάριστος

ακορντάρω || Ζάκυνθος || συμφωνώ

ακόρντο || Ζάκυνθος || συγχορδία

ακόρντο || συχν. εμφ. 2 || Κύθηρα || συμφωνία

ακόρντο || Ζάκυνθος || σύμφωνος

ακόρντο [Γούλας 1961] || δημοτική || συγχωρδία

ακορόιδευτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανεέλαστος, απεργέλαστος, απεριγέλαστος, απιργέλαστους || ακορόιδευτος

ακόρπωτα [Meursius 1614] || απλήγωτα

ακόρτζα || Σάμος || γκορτσιά

ακορτζέρομαι || Ζάκυνθος || καταλαβαίνω

ακορτζέρουμαι || Ζάκυνθος || καταλαβαίνω

ακορφολόγητε || Τσακωνιά || ακορφολόγητος

ακορφολόγητος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακορφολόγητε, ακορφολόγτος, ακορφολόητος, ακουρφουλόιγους, ακουρφουλόιτους || ακορφολόγητος

ακορφολόγτος || Λευκάδα || ακορφολόγητος

ακορφολόητος || Μεσσηνία || ακορφολόγητος

ακόσευτος || Κρώμνη*, Τραπεζούντα* || άζευκτος

ακόσιστος [Somavera 1709] || Ήπειρος || αθέριστος

ακοσκίνγος || Τραπεζούντα* || ακοσκίνιστος

ακοσκίνγους || Αιτωλοακαρνανία || ακοσκίνιστος

ακοσκίνητος [Βεντότης 1790] || δημοτική || ακοσκίνιστος

ακοσκίνιγος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κερασούντα*, Κρήτη, Λακωνία, Όφις*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ακοσκίνιστος

ακοσκίνιος || Λακωνία, Μάνη || ακοσκίνιστος

ακοσκίνιστα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακρισάριστα || ακοσκίνιστα

ακοσκίνιστος [Somavera 1709] || δημοτική || αδερμόνιστε, αδιρμόνστους, αδρεμόνιστε, αδριμόνστους, ακλησάριγος, ακοσκίνγος, ακοσκίνγους, ακοσκίνητος, ακοσκίνιγος, ακοσκίνιος, ακοσσίνιστο, ακοσσίνιστος, ακοστσίνιστε, ακρησάριστος, ακρισάριστος, ακρισάρωτος, ακοσκίνιστος, ακουσκίντστους, αριμόνστους || ακοσκίνιστος

ακόσμητος || λόγιο || απλούμιγος, απλούμιστος || ακόσμητος

άκοσμος || Κέρκυρα || ακοινώνητος

ακοσσίνιστο || Καλαβρία || ακοσκίνιστος

ακοσσίνιστος || Κάλυμνος, Καστελλόριζο, Κύπρος || ακοσκίνιστος

ακοστάρισμα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κρήτη, Λακωνία || πλεύρισμα

ακοστάριστος [ΙΛΝΕ 1933] || ακοστολόγητος

ακοστάριστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || απλεύριστος

ακοστάρω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Ζάκυνθος, Κρήτη, Λακωνία, Πάργα || πλευρίζω

άκοστο || Καλαβρία || άκοφτος

ακοστολόγητος || λόγιο || ακοστάριστος || ακοστολόγητος

ακοστσίνιστε || Τσακωνιά || ακοσκίνιστος

ακοτζέρομαι || Ζάκυνθος || καταλαβαίνω

άκοτος [ΙΛΝΕ 1933] || άτολμος

ακοτσακίαστος || Σάντα*, Χαλδία* || ξεκούμπωτος

ακότσιγος || Όφις* || αξεδιάλεχτος

ακοτσίλιαστος || Κορινθία || ακουτσούλητος

ακοτσομπόλευτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Μάνη || ακουτσομπόλευτος

άκοττος || Κως || άτολμος

ακού || Μαγνησία, Μάνη, Πιερία, Σάμος, Σκόπελος, Χαβουτσί* || ακούω

ακουά || Κεφαλονιά, Μάνη || ακοή

ακουά || Κεφαλονιά || αυτί

ακουάλητος || Καστελλόριζο || ακουβάλητος

ακουάρ || Κερασούντα* || ακοή

ακουάριν || Κερασούντα* || ακοή

ακουαφόρτε [Βλαστός 1931] || δημοτική || ακαφόρτι, ασημόνερο || ακουαφόρτε

ακουβάζαστε || Τσακωνιά || ακουβάριαστος

ακουβάλετος || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ακουβάλητος

ακουβάληος || Μάνη || ακουβάλητος

ακουβάλητε || Τσακωνιά || ακουβάλητος

ακουβάλητος [Somavera 1709] || δημοτική || ακβάντους, ακουβάληος, ακουάλητος, ακουβάλετος, ακουβάλητε, ακουβάλιστος, ακουβάλτους || ακουβάλητος

ακουβάλιστος [Βεντότης 1790] || Κρήτη || ακουβάλητος

ακουβάλτους || Γρεβενά, Καστοριά || ακουβάλητος

ακουβάραγος || Χαλδία* || ακουβάριαστος

ακουβάραστος || Χαλδία* || ακουβάριαστος

ακουβάριαστε || Τσακωνιά || ακουβάριαστος

ακουβαρίαστος || Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ακουβάριαστος

ακουβάριαστος [Γούλας 1961] || δημοτική || ακουβάζαστε, ακουβάραγος, ακουβάραστος, ακουβάριαστε, ακουβαρίαστος || ακουβάριαστος

ακουβέγκιαστε || Τσακωνιά || ακουβέντιαστος

ακουβέδιαστος || Θήρα || ακουβέντιαστος

ακουβέδιαστος || Κρήτη || ακουτσομπόλευτος

ακουβέντιαστος || Αρκαδία || ακουτσομπόλευτος

ακουβέντιαστος [Γούλας 1961] || δημοτική || ακουβέγκιαστε, ακουβέδιαστος || ακουβέντιαστος

άκουβους || Αιτωλοκαρνανία || άκοφτος

ακουγή || Κύπρος, Χίος || φήμη

ακουγιάριν || Κερασούντα* || ακοή

ακούγιστος || Κερασούντα* || ακάλεστος

ακούγιστος || Κερασούντα || απρόσκλητος

ακούγκου || Καλαβρία || ακούω

άκουγμα || Πιερία || ακοή

ακούγομαι [Somavera 1709] || δημοτική || συχν. εμφ. 4 || αγρικιέμαι, ακγόμαι, ακούουμι, ακουσκούμαι, ακουστίομαι || ακούγομαι

ακούγου || Αϊβαλί*, Ίμβρος, Καστοριά, Κοζάνη, Λέσβος, Λήμνος, Λουλέβουργας*, Μάδυτος*, Χαλκιδική || ακούω

ακούγω || Κρήτη || αισθάνομαι

ακούγω [Somavera 1709] || Ανατολική Θράκη*, Κοτύωρα*, Κρήτη, Σαράντα Εκκλησιές*, Σμύρνη*, Τήνος, Τραπεζούντα*, Χαβουτσί*, Χαλδία*, Χίος || ακούω

ακούζα || Κύθηρα || καταγγελία

άκουζα || Ζάκυνθος || κατηγορία

ακουζαδόρος || Κύθηρα || εισαγγελέας

ακουζάδος || Ζάκυνθος || κατηγορούμενος

ακουζάρισμα || Παξοί || κατηγορία

ακουζάρισμα || Παξοί || μήνυση

ακουζάρω || Κύθηρα || καταγγέλλω

ακουζάρω || Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Παξοί || κατηγορώ

ακουζάρω || Ζάκυνθος, Παξοί || μηνύω

ακουζάρω || Λευκάδα || συμβουλεύω

ακουζάτορας || Κέρκυρα || μηνυτής

ακουζατόρος || Κέρκυρα, Παξοί || εισαγγελέας

ακουή || Καλαβρία, Μύκονος, Τσακωνιά || αυτί

ακουή || Αυλωνάρι, Θήρα, Κάρπαθος, Κάρυστος, Κύπρος, Νάξος || φήμη

ακούη || Ρόδος, Σάντα* || ακοή

ακουή [Βεντότης 1790] || δημοτική || Δέλβινο, Ζάκυνθος, Καλαβρία, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κοζάνη, Λιβίσι*, Μύκονος, Οινόη*, Ρόδος, Σίφνος, Σύμη || ακοή

ακούημα || Πιερία || ακοή

ακουήτης || Κύπρος || ξακουστός

ακουιντότο || Ζάκυνθος || υδραγωγείο

ακουΐστα || Ζάκυνθος || απόκτημα

ακουΐστα || Παξοί || ψώνια

ακουιστής || Ρόδος || ακονιστής

ακουΐστο || Ζάκυνθος || απόκτημα

ακούιστος || Κερασούντα* || ακάλεστος

ακούιφτους || Σαμοθράκη || ακούρευτος

ακουκούλιαστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Νάξος || ακουκούλωτος

ακουκούλωτος || Βουρλά* || αστεφάνωτος

ακουκούλωτος [Somavera 1709] || δημοτική || ακουκούλιαστος || ακουκούλωτος

ακούκουτσος || άκουννος || ακούκουτσος

ακουκούτσωτος || Ήπειρος || πάμφτωχος

ακούκχιστος || Νίσυρος || ανάλατος

ακουλάνευτος || Κερασούντα*, Τραπεζούντα* || αχρησιμοποίητος

ακουλάντιστος [ΙΛΝΕ 1933] || καινούριος

ακουλάντριστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κωνσταντινούπολη || αμεταχείριστος

ακουλάντριστους [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Σάμος || ατίθασος

ακουλάου || Καρδίτσα || κολλώ

ακουλάτσιστους || Αιτωλοακαρνανία || ακολάτσιστος

ακουλιούμπιστε || Τσακωνιά || άπλυτος

ακουλλού || Αραβανί* || έξυπνος

ακουλμένους || Καστοριά, Χαλκιδική || κολλημένος

ακουλνάου || Νιγρίτα, Τρίκαλα || κολλώ

ακουλνώ || Γρεβενά, Καστοριά, Κοζάνη, Λαγκαδάς, Λάρισα, Νιγρίτα, Πιερία, Σιάτιστα, Σουφλί, Στενήμαχος*, Χαλκιδική || κολλώ

ακουλούθι || Ηλεία || ύστερο

ακουλουκούρτστους || Γρεβενά, Σιάτιστα || ακούρευτος

ακουλούμιαστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ασυσσώρευτος

ακουλούριαστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακλούριαστους || ακουλούριαστος

ακούλους || Σέρρες || κολλητός

ακουλτά || Γρεβενά, Ευρυτανία, Κοζάνη || κολλητά

ακουλτός || Γρεβενά, Καστοριά, Κοζάνη, Νιγρίτα, Πιερία, Χαλκιδική || κολλητός

ακουλτσίδα || Χαλκιδική || κολιτσίδα

ακούμ || Αραβανί*, Ουλαγάτς*, Σίλλη* || ακόμα

ακούμα || Φερτέκι* || ακόμα

άκουμα || Πιερία || ακοή

άκουμα || Αραβανί* || άκουσμα

ακουμαντάζιστε || Τσακωνιά || ακουμαντάριστος

ακουμανταρίκλα || Αρκαδία || κακοδιοίκηση

ακουμανταρίλα || Αρκαδία || κακοδιοίκηση

ακουμαντάριστε || Τσακωνιά || ακουμαντάριστος

ακουμαντάριστος || ακουμαντάζιστε, ακουμαντάριστε, ακουμαντάρστους, ακουμαντάρτστους, ακουμάντιαστους || ακουμαντάριστος

ακουμαντάρστους || Ίμβρος || ακουμαντάριστος

ακουμαντάρτστους || Μαγνησία, Χαλκιδική || ακουμαντάριστος

ακουμάντιαστους || Σάμος || ακουμαντάριστος

ακουμάταχτος || Κερασούντα* || ακομμάτιαστος

ακουμένη [Γεννάδιος 1914] || Κύπρος || μαυραγκαθιά

ακουμήγια || Αίνος* || ακόμα

ακούμι || Κως, Σύμη || λουκουμάς

ακουμιά || Αίνος* || ακόμα

ακουμουλίαστος || Σάντα*, Χαλδία* || ασυσσώρευτος

ακούμπ || Σάμος || στήριγμα

ακούμπα [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || ενεχυροδανειστήριο

ακουμπάγος || Χαλδία* || ξεκούμπωτος

ακουμπάου || Ηλεία, Μεσσηνία, Νιγρίτα || ακουμπώ

ακουμπασάριστος || Χίος || ασυλλόγιστος

ακουμπάστος || Οινόη*, Χαλδία* || ξεκούμπωτος

ακουμπάω [Ηπίτης 1908] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Κεφαλονιά, Κορινθία, Μεσσηνία || ακουμπώ

ακουμπέτ || Γρεβενά || εντούτοις

ακουμπέτ || Καστοριά || παραλίγο

ακουμπέτ || Γρεβενά, Θεσσαλονίκη, Ίμβρος, Λιβίσι*, Μαγνησία, Πάρος, Πιερία, Χαλκιδική || τελικά

άκουμπετ || Ίμβρος || τελικά

ακουμπέτι || Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία, Λακωνία, Μεσσηνία, Νάξος, Πάρος, Τσακωνιά || τελικά

ακουμπέτι || Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία, Κορινθία || ωστόσο

ακουμπέτι [Κουκκίδης 1960] || Ηλεία || επιτέλους

ακούμπημα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || ακουμπιά, ακούμπιγμαν, ακούμπισμα, ακούμπισμαν, ακούμπμα, ακούμπσμα, αποκούμπισμα || ακούμπημα

ακουμπητά [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || Ζάκυνθος, Μάνη || ακουμπιστά

ακουμπητός [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || ακουμπιστός

ακουμπιά || Πωγώνι || ακούμπημα

ακουμπίαγος || Χαλδία* || ξεκούμπωτος

ακουμπιάζω || Ηλεία || φράζω

ακουμπίαστος || Οινόη*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλ