Λεξικό Συνωνύμων. Λέξεις που αρχίζουν από αναμ-αναψ

 

 

Από τις ρωμαίικες διαλέκτους στην κοινή νεοελληνική

 

συνώνυμα

 

λέξεις που αρχίζουν από αναμ-αναψ

 

 

Δημήτρης Λιθοξόου

 

πρώτη δημοσίευση: 25.3.2020

αναθεώρηση: 27.7.2021

 

 


Η εργασία είναι διπλής κατεύθυνσης. Από τις διαλέκτους της ρωμαίικης γλώσσας (που κατά τη γνώμη μου λαθεμένα καταγράφονται σαν «ιδιώματα της νέας ελληνικής»), στα συνώνυμα της σύγχρονης εθνικής γλώσσας ή «κοινής νεοελληνικής» (ΚΝΕ). Αλλά και αντίστροφα, από τις λέξεις της ΚΝΕ στα διαλεκτικά συνώνυμα.

Η μελέτη αποσκοπεί στην καταγραφή του διαλεκτικού πλούτου της ρωμαίικης γλώσσας και στη συγκέντρωση υλικού για την ουσιαστική μελέτη της γλώσσας, πέρα από τα εθνικά στερεότυπα.

Στα λήμματα συνυπάρχουν λέξεις των ρωμαίικων διαλέκτων μαζί με λέξεις της «κοινής νεοελληνικής».

Στην «ορθογραφία» των διαλεκτικών λέξεων ακολουθώ κυρίως την πρόταση των λεξικογράφων. Ωστόσο τα διπλά σύμφωνα τα χρησιμοποιώ συνήθως όταν αυτά σημαίνουν και διαφορετική προφορά (όπως σε Κύπρο, Δωδεκάνησα, Κάτω Ιταλία, Ικαρία, Χίο).

Με σκούρο κόκκινο χρώμα σημειώνονται οι λέξεις-έννοιες, τα βασικά λήμματα, που συγκεντρώνουν δίπλα τους τα συνώνυμα. Έτσι δίπλα στο «αβγό», βρίσκουμε τα διαλεκτικά: αβγιό, αβγκό, αβγκόν, αβγκουό, αβγόν, αβγού, αβιγό, αβκό, αβκόν, αβό, αβουγό, αγκβό, αγκό, αγκουό, αγκουού, αγουό, αυγό, αυγόν, αφκό, αφκόν, βγο, βο, εβγό, οβγό, οβγόν, οβό, οβόν, ουό.

Με μπλε χρώμα σημειώνονται λέξεις-έννοιες της δημοτικής που τις βρίσκουμε και σαν βασικά λήμματα με κόκκινο χρώμα. Εδώ όμως δίπλα τους δεν έχουμε συνώνυμα, αλλά στοιχεία από την ιστορική-γεωγραφική εξάπλωση, δηλαδή από τη γλωσσογεωγραφία της λέξης.

Μέσα σε αγκύλη, δίπλα σε λέξεις της δημοτικής, βρίσκεται το όνομα ενός λεξικού και η χρονιά που εκδόθηκε. Αυτό διευκρινίζει το έτος πρώτης καταγραφής της λέξης (ή μια από τις χρονικά πρώτες καταγραφές) σε λεξικό της κοινής (για την εποχή εκείνη) γλώσσας. Για παράδειγμα το «αβανία [Germano 1622]» εξηγεί πως τη λέξη «αβανία» την πρωτοσυναντάμε στο «Vocabolario Italiano et Greco» του Girolamo Germano, που εκδόθηκε στη Ρώμη το 1622. Εκτός από τα γενικά λεξικά, σε ορισμένες περιπτώσεις αναφέρονται και κάποια ειδικά λεξικά [λ.χ. Γεννάδιος 1914, Κουκκίδης 1960].

Δίπλα σε κάποιες λέξεις, υπάρχει η συχν(ότητα) εμφ(άνισης) και ένας αριθμός, από το 2 ως το 7. Πρόκειται για τις λέξεις με τη συχνότερη παρουσία στη σύγχρονη γλώσσα. Σε αυτή την κλίμακα, κάθε αριθμός είναι δεκαπλάσιος περίπου από τον προηγούμενο. Λόγου χάρη η λέξη «αβγό» (με συχν. εμφ. 3), εμφανίζεται στις μέρες μας, σχεδόν δέκα φορές πιο συχνά από τη λέξη «άβγαλτος» (με συχν. εμφ. 2) και η λέξη «άβολα» (με συχν. εμφ. 4), δέκα φορές συχνότερα από την πρώτη λέξη και εκατό φορές συχνότερα από τη δεύτερη.

Όπου υπάρχει η ένδειξη δημοτική, σημαίνει πως η λέξη που προηγείται χαρακτηρίζεται στα λεξικά του περασμένου αιώνα, σαν λέξη της δημοτικής γλώσσας. Όπου υπάρχει η ένδειξη λόγιο σημαίνει πως η λέξη είναι λόγιο δάνειο, δεν έχει διασωθεί δηλαδή αγράμματα στο στόμα του λαού. Οι λόγιες λέξεις μπήκαν στη λαϊκή γλώσσα από το εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Οι περισσότερες από αυτές χαρακτηρίζονταν στα παλιά λεξικά σαν λέξεις της καθαρεύουσας.

Μετά τις διαλεκτικές λέξεις, ακολουθούν γεωγραφικές περιοχές ή οικισμοί. Πρόκειται για ονόματα τόπων που συναντιέται η διαλεκτική λέξη (της διπλανής εγγραφής). Έτσι για τη λέξη «αβασκαμός» βλέπουμε πως είναι (ή ήταν) σε χρήση σε: Αιτωλοακαρνανία, Αργολίδα, Αχαΐα, Βοιωτία, Ζάκυνθος, Λευκάδα, Μαγνησία, Μάνη, Παξοί, Σκόπελος, Φθιώτιδα. Αν δίπλα στον τόπο σημειώνεται αστερίσκος (*), όπως π.χ. Αδριανούπολη* ή Τραπεζούντα*, αυτό δηλώνει πως οι χριστιανοί Ρωμιοί του οικισμού εγκατέλειψαν τον τόπο τους μέχρι το 1923-1924.

Σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει μια μικρή ερμηνεία της λέξης ή η λατινική επιστημονική ονομασία της (για τη χλωρίδα και την πανίδα). Επίσης για ορισμένες βασικές λέξεις-έννοιες υπάρχουν εδώ αναφορές σε κάποιες συγκριτικές λίστες λεξικοστατιστικής ή γλωσσογεωγραφίας [Swadesh List, Buck List, Atlas Linguarum Europae].

Στο τέλος του λήμματος καταγράφονται τα συνώνυμα της κοινής που αντιστοιχούν στις διαλεκτικές λέξεις.

Η βιβλιογραφία υπάρχει στον ιστότοπο σε χωριστή ανάρτηση https://www.lithoksou.net/2020/11/lexiko-synonymon-eisagogi.html

 

ανάμ || Χαλκιδική || ανάμνηση

ανάμ || Καρδίτσα || υπόληψη

ανάμ || Κοζάνη, Πιερία, Χαλκιδική || φήμη

άναμα || Ιωάννινα || βάτεμα

άναμα || Κέρκυρα || έξαψη

άναμα || Μύκονος || καύλα

άναμα || Άνδρος, Βάτικα*, Ζάκυνθος, Ήπειρος, Κορινθία, Λακωνία, Μάνη, Σύμη || νάμα

ανάμα [Somavera 1709] || δημοτική || Άνδρος, Αρκαδία, Βελβεντός, Γρεβενά, Θεσπρωτία, Θήρα, Ίμβρος, Ιωάννινα, Κάλυμνος, Καρδίτσα, Κάρπαθος, Κάρυστος, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κρήτη, Κύθηρα, Λευκάδα, Μέγαρα, Μεσσηνία, Νάξος, Πιερία, Σάμος, Σαράντα Εκκλησιές*, Σκόπελος, Τρίκαλα, Τσακήλι*, Τσακωνιά, Φθιώτιδα, Χαλκιδική, Χίος || νάμα

αναμάζεμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || συμμάζεμα

αναμάζωμα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || περισυλλογή

αναμαζωμός || Κρήτη || συμμαζεμός

αναμαζώνου || Μάνη || συμμαζεύω

αναμαζώνω || Κρήτη, Κύθηρα || αποθησαυρίζω

αναμαζώνω || Κρήτη, Κύθηρα || μαζεύω

αναμαζώνω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || συμμαζεύω

αναμαζώνω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || περισυλλέγω

αναμάζωξη [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη || μάζωξη

αναμάιτιασμα || Μάνη || χλώμιασμα

αναμαλαγμένη [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || τσούλα

αναμαλάσω || Κρήτη || ψαχουλεύω

ανάμαλη [Βλαστός 1931] || ξεμαλιάρα

αναμαλιάζου || Μάνη || αναμαλλιάζω

αναμαλιάρα [Βλαστός 1931] || ξεμαλιάρα

αναμαλιαρέα || Κύθηρα || ξεμαλιάρα

αναμαλιαρίζω [Βλαστός 1931] || ξεμαλιάζω

αναμαλιασμένους || Σουφλί, Φθιώτιδα || αναμαλλιασμένος

αναμαλίδα || αναμαλίδα, Αρκαδία || χνούδι

αναμαλίδι || Σινασός* || δαμάλα

αναμαλίου || Τσακωνιά || ανατριχιάζω

αναμαλλιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναμάλλιασμα

αναμαλλιάζομαι [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αναχουρδίζω || αναμαλλιάζομαι

αναμαλλιάζω [Βλάχος 1897] || δημοτική || αναμαλιάζου, ανεμαλιάζω || αναμαλλιάζω

αναμαλλιάρα [Deheque 1825] || ανεμαλιάρα || αναμαλλιάρα

αναμαλλιάρα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Ηλεία || αναμαλλιασμένη

αναμαλλιάρης [Germano 1622] || δημοτική || Ζάκυνθος, Κύπρος, Λιβίσι*, Μάνη || αναμαλλιασμένος

αναμαλλιάρικος [Somavera 1709] || δημοτική || αναμαλλιασμένος

αναμαλλιαρκά || Κύπρος || αναμαλλιασμένη

αναμάλλιασμα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανακακιάρομα, αναμαλλιά || αναμάλλιασμα

αναμαλλιασμένη || αλιμανιάρα, αλμανάρα, αναμαλλιάρα, αναμαλλιαρκά, ανεμαλιάρα, ανεμαλιαριά, ανεμαλλαρζά, αξεμαλιαριά || αναμαλλιασμένη

αναμαλλιασμένος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αλμανάρς, ανακακιαρομένος, ανακούτρουλλος, αναμαλιασμένους, αναμαλλιάρης, αναμαλλιάρικος, ανάμαλλος, ανασκαγγιουιριασμένος, αναχούρδης, αναχουρδισμένος, ανεκατσουλομένος, ανεμαλιάρκος, ανεμαλλιάρης, ανεμάλλιαρος, ανιμαλιάρς, ανιμαλιασμένους, ανιμαλλιάρης, νανεμαλλιασμένος, νεμαλλιάρης, ξέξης, ξεσκούλης, ξεσκουλισμένος || αναμαλλιασμένος

ανάμαλλος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναμαλλιασμένος

άναμαν || Χαλδία* || άναμμα

αναμανικούμαι || Κερασούντα* || ανασκουμπώνομαι

αναμάρα || Ζάκυνθος, Ημαθία, Ήπειρος, Λευκάδα || έξαψη

αναμάρα || Κόνιτσα || ζέστη

αναμάρα || Κόνιτσα || πυρετός

αναμαρκιέμι || Μαΐστρος* || μηρυκάζω

αναμαρμαρώ [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || απολιθώνομαι

αναμαρμαρώνω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || απολιθώνομαι

αναμάρτετος || Χαλδία* || αναμάρτητος

αναμάρτητα [Somavera 1709] || δημοτική || ακριμάτιστα || αναμάρτητα

αναμάρτητος [Deheque 1825] || & Αμοργός, Αχαΐα, Κρήτη, Λακωνία || αναμάρτητος

αναμάρτητος [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || ακουτσούφλητος, ακριμάτιστος, ακριμάτστους, αναμάρτετος, ανημάρτετος, ανημάρτοτος || αναμάρτητος

αναμασάου || Ηλεία || μηρυκάζω

αναμασάω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Ζάκυνθος, Κορινθία || μηρυκάζω

αναμάσημα [Βεντότης 1790] || δημοτική || μηρυκασμός

αναμάσισμα [Βλάχος 1659] || Κρήτη || μηρυκασμός

αναμασιώ || Λέσβος || μηρυκάζω

αναμάσκαλα || Κρήτη, Κύθηρα, Κως, Τραπεζούντα* || παραμάσχαλα

αναμασουλίζω || Κρήτη || μηρυκάζω

αναμασώ [Germano 1622] || δημοτική || Μύκονος || μηρυκάζω

αναματέρι || Λακωνία || ναματερό

αναματερό [Βλαστός 1931] || Κάλυμνος || ναματερό

αναματίρ || Βελβεντός || ναματερό

αναματίρι || Αχαΐα, Κεφαλονιά || ναματερό

αναματιρό || Ιωάννινα || ναματερό

αναμειγνύω || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || αναμίγω, ανασμίγω || αναμειγνύω

ανάμεικτος || λόγιο || ανακατερός, μιγαδερός || ανάμεικτος

αναμέλ || Φθιώτιδα || μηνίγγι

αναμελά || Κάλυμνος || παραφυάδα

αναμέλα || Φθιώτιδα || αυτί

ανάμελα [Germano 1622] || δημοτική || ανέμελα

ανάμελε || Τσακωνιά || ανέμελος

ανάμελες || Σκύρος || ανέμελος

αναμελεύω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || τεμπελιάζω

αναμελής [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αμελής

αναμελής [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Μέγαρα, Χίος || ανέμελος

αναμελητής [Βλαστός 1931] || Χίος || ανέμελος

αναμελητής [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || τεμπέλης

αναμελία || Κύμη, Λακωνία || ανεμελιά

αναμελιά [Germano 1622] || δημοτική || Αίγινα, Άνδρος, Βιθυνία*, Ηλεία, Κάλυμνος, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύμη, Μάνη, Πάρος, Σύμη, Χίος || ανεμελιά

αναμελιώ || Κρήτη || αμελώ

ανάμελλντος || Ρόδος || ανέμελος

ανάμελος [Germano 1622] || δημοτική || Άνδρος, Αστυπάλαια, Ζάκυνθος, Κάλυμνος, Κύθηρα, Λακωνία, Μάνη, Πάρος, Ρόδος, Σύμη, Χίος || ανέμελος

αναμελώ [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αμελώ

αναμένους || Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη || αναμμένος

αναμένους || Τρίκαλα || διψασμένος

αναμένω || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Σαμψούντα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || περιμένω

ανάμερα || Κάλυμνος || αυθημερόν

ανάμερα [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Ήπειρος, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία || παράμερα

αναμεράω || Λευκάδα || τακτοποιώ

αναμεράω || Θεσπρωτία || φεύγω

αναμεράω [Ηπίτης 1908] || Ήπειρος || παραμερίζω

αναμεράω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || παραμερίζω

αναμεριάζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Μέγαρα || παραμερίζω

αναμεριαστός [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ατακτοποίητος

αναμερίζομαι [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || παραμερίζομαι

αναμερίζου || Μάνη || παραμερίζω

αναμερίζω || Λευκάδα || τακτοποιώ

αναμερίζω [Βλάχος 1897] || δημοτική || Κορινθία, Κρήτη, Μεσσηνία || παραμερίζω

αναμέριο || Λευκάδα || συγύρισμα

αναμέριο || Λευκάδα || τακτοποίηση

αναμέρισμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || τακτοποίηση

αναμερισμένος || Λευκάδα || συγυρισμένος

ανάμερος [Βλαστός 1931] || δημοτική || παράμερος

αναμερώ [Ηπίτης 1908] || Ήπειρος || παραμερίζω

ανάμεσα || & Αμοργός, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Κάλυμνος, Αργολίδα, Κοτύωρα*, Λευκάδα, Μεσσηνία, Νάξος, Ρόδος, Σίφνος, Σύρος || ανάμεσα

αναμεσά [Du Cange 1688] || Οινόη*, Σάντα* || ανάμεσα

ανάμεσα [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 5 || Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | αναμεσά, αναμεσής, αναμεσιακώς, αναμεσικώς, ανάμεσο, αναμεσό, αναμεσόν, ανάμεσον, αναμεσόντας, αναμεσού, αναμεσώς, ανάμισα, αναμισό, αναμισού, ανάμσα, ανάψα, ανέμεσα, αντίμεσα, απανάμεσα, απαναμεσά, απαναμεσόντας, απανάμισα, ναμεσό || ανάμεσα

αναμεσάδα || Κρήτη, Κύθηρα || ενδιάμεσο

αναμεσάδα || Κέρκυρα || ξέφωτο

αναμεσαριά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || πέρασμα

αναμεσής [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Αρκαδία, Ζάκυνθος, Κρήτη, Μάνη, Μεσσηνία, Μήλος, Οινόη*, Σύμη || ανάμεσα

αναμεσιακός || Κρήτη || ενδιάμεσος

αναμεσιακώς || Κρήτη || ανάμεσα

αναμεσικώς || Κρήτη || ανάμεσα

αναμεσό || Αχαΐα || ανάμεσα

ανάμεσο [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || Άνδρος, Δαρδανέλια*, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Καστοριά, Κοτύωρα*, Σεμένι*, Σίφνος, Σύμη, Σύρος, Τήνος || ανάμεσα

αναμεσόν || Ήπειρος, Κερασούντα*, Κύπρος, Ρόδος, Σύμη, Χαλδία*, Χίος || ανάμεσα

ανάμεσον || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Κύπρος || ανάμεσα

αναμεσόντας || Χαλδία* || ανάμεσα

ανάμεσος || Κερασούντα*, Κρήτη || ανάμεσα

ανάμεσος [Βλαστός 1931] || Μάνη || ενδιάμεσος

αναμεσού || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανάμεσα

ανάμεστα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || πλήρως

ανάμεστος [Κοντόπουλος 1903] || δημοτική || μεστός

αναμεστώνω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || μεστώνω

αναμεσώς || Αρκαδία, Κρήτη, Μεσσηνία || ανάμεσα

αναμεταξύ || Ζάκυνθος, Κύθηρα || εντωμεταξύ

αναμεταξύ [Βεντότης 1790] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || Κάρπαθος, Κάσος, Κύπρος || μεταξύ

αναμεταπιάνω || Κρήτη || συγυρίζω

αναμέτρηση || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || αντιμέτρημα || αναμέτρηση

αναμετριέμαι || λόγιο || αντιμετριούμαι || αναμετριέμαι

αναμετρώ || Μάνη || ζυγίζω

αναμετωρίζομαι [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αστειεύομαι

ανάμι || Πωγώνι || δυσφήμηση

ανάμι || Θεσπρωτία, Κάλυμνος || φήμη

αναμιάζω || Κρήτη || μοιάζω

αναμιγή || Κρήτη || αναταραχή

αναμιγή || Κύπρος || θόρυβος

αναμίγω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναμειγνύω

αναμικιόρης || Χίος || ασυμπάθιστος

αναμικιόρης || Βουρλά*, Κύθηρα, Λέρος || αχάριστος

αναμικιόρης || Χίος || δύστροπος

αναμικιόρης || Μύκονος, Πάρος || μοχθηρός

ανάμικρος || Μάνη || μικρούτσικος

αναμικχιόρης || Νίσυρος || αχάριστος

αναμιλιά || Ήπειρος || ανεμελιά

αναμιλλάδιν || Λιβίσι* || παραφυάδα

αναμιλλαόνω [Ηπίτης 1908] || Κάρπαθος || ξαναφυτρώνω

ανάμιλους || Μάδυτος* || ανέμελος

αναμιμένος || Κύπρος || αναστατωμένος

ανάμιρα || Αιτωλοακαρνανία, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Τρίκαλα, Φθιώτιδα || παράμερα

αναμιράου || Ιωάννινα || αποσύρομαι

αναμιράου || Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Τρίκαλα, Φθιώτιδα || παραμερίζω

αναμιράου || Ιωάννινα || συγυρίζω

αναμιρίζου || Καρδίτσα, Μαγνησία || παραμερίζω

ανάμιρους || Τρίκαλα, Φθιώτιδα || παράμερος

ανάμισα || Ευρυτανία, Θεσσαλονίκη, Καρδίτσα, Λάρισα, Φωκίδα || ανάμεσα

αναμισάω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || μισώ

ανάμισης || Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κάσος, Κρήτη, Κύπρος, Ρόδος, Χάλκη || ενάμισης

αναμισό || Μάδυτος* || ανάμεσα

αναμισού || Κομοτηνή || ανάμεσα

αναμίσου || Λιβίσι* || ξαναφυτρώνω

αναμίσου || Μάκρη* || φυτρώνω

αναμίσσου || Κύμη || κινούμαι

αναμιταξύ || Σάμος || μεταξύ

αναμιτσιόρης || Κως || αχάριστος

αναμιτσόρης || Κάλυμνος, Κως || αχάριστος

αναμιτσοριά || Κως || αχαριστία

αναμκιόρκους || Σάμος || δύστροπος

αναμκιόρς || Σάμος || δύστροπος

αναμκιουρλίκ || Σάμος || δυστροπία

άναμμα [Somavera 1709] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || άμμα, άναμαν, αναμός, αννάψιμο, άφτομα, άψιμο, άψιμον, νάψιμα, ννάψιμο || άναμμα

αναμμένος || & Αμοργός, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Θήρα, Ιθάκη, Κέα, Αργολίδα, Κεφαλονιά, Λακωνία, Λευκάδα, Μάνη, Μεσσηνία, Ρόδος, Χίος || αναμμένος

αναμμένος [Portius 1635] || συχν. εμφ. 2 || αμένος, αναμένους, αναφτέ, αναφτό, αναφτός, αναφτούμενος, απτούμενος, αφτίμενος, αφτομένος, αφτόμενος, αφτός, αφτούμενος, νναμένος, ναττό, ναφτό || αναμμένος

αναμνής || Κάλυμνος || κοκέτης

αναμνής || Κάλυμνος || φιλάρεσκος

ανάμνηση || λόγιο || συχν. εμφ. 4 || Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | αναθύμημα, αναθύμηση, αναθυμιά, ανάμ || ανάμνηση

αναμνιάζω || Κρήτη || μοιάζω

αναμνιάζω || Κάρπαθος || νοσταλγώ

αναμνιάζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη || θυμάμαι

αναμνιέμι || Αίνος* || μνημονεύομαι

αναμογάμης || Κάλυμνος || κιρκινέζι

αναμοκάτουμα || Κάλυμνος || ανάκατα

αναμόμυλος || Κως || ανεμόμυλος

αναμονή || λόγιο || συχν. εμφ. 4 || πολιμένομα || αναμονή

αναμόννω || Κύπρος || μετρώ

αναμόνου || Σκόπελος || ορκίζομαι

αναμοπάς || Κάλυμνος || πετροχελίδονο

αναμός || Αιτωλοακαρνανία || άναμμα

αναμός || Μαγνησία || βιασύνη

αναμός || Ήπειρος, Σκόπελος || καύλα

αναμός || Αιτωλοακαρνανία || καύσωνας

αναμού || Λιβίσι* || ξαναφυτρώνω

αναμουζάλ || Λαγκαδάς || θύελλα

αναμούζι || Πωγώνι || αξιοπρέπεια

αναμουιριάρης || Μάνη || είρωνας

αναμουμπούλα || Φθιώτιδα || αναμπουμπούλα

αναμουπάς || Κάλυμνος || πετροχελίδονο

αναμούρ || Μαγνησία || έξαψη

αναμούρ || Μαγνησία || προσβολή

αναμούρα || Κοζάνη || αναψοκοκκίνισμα

αναμούρα || Λάρισα || ανησυχία

αναμούρα || Καρδίτσα, Κοζάνη, Τρίκαλα, Χαλκιδική || έξαψη

αναμούρα || Κοζάνη, Λευκάδα || έρωτας

αναμούρα || Νιγρίτα || κάψα

αναμούρα || Πιερία || ξάναμμα

αναμουράτα || Λακωνία || ειρωνικά

αναμούρδαλος || Κρήτη || ακατάστατος

αναμούρδουλος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || βρομιάρης

αναμουρδώνω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || λερώνομαι

αναμουρεύομαι || Μάνη || ειρωνεύομαι

αναμουρεύομαι || Λακωνία, Μάνη || σιχαίνομαι

αναμουρία || Μάνη || ειρωνεία

αναμουριάζουμι || Λάρισα || ανησυχώ

αναμουριάζουμι || Τρίκαλα || εξάπτομαι

αναμουσία || Μάνη || γρουσουζιά

αναμουστουρλής || Μαγνησία || προσβεβλημένος

αναμουστουρλίκ || Μαγνησία || προσβολή

αναμούστρου || Μαγνησία || προσβολή

αναμούταλος || Κρήτη || αδέξιος

αναμουταλώ || Κύθηρα || ανακατεύω

αναμουτρίζω || Κέρκυρα || αυθαδιάζω

αναμούτρισμα || Κέρκυρα || αυθάδεια

αναμουτσιάζω || Μέγαρα || αναγουλιάζω

ανάμουττα || Κύπρος || ενάντια

ανάμπαιγμα || Μάνη || κοροϊδία

ανάμπαιγμα [Βλαστός 1931] || δημοτική || εμπαιγμός: ανέμπαιγμα || περιγέλασμα

αναμπαίζου || Αιτωλοακαρνανία, Αλόννησος, Εύβοια, Ιωάννινα, Μάνη, Σκόπελος, Τσακωνιά, Φθιώτιδα || περιγελώ

αναμπαίζω [Βλαστός 1931] || δημοτική || Αχαΐα, Βιθυνία*, Ζάκυνθος, Ήπειρος, Καστελλόριζο, Κορινθία, Κύπρος, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία || περιγελώ

ανάμπαιμα || Μάνη || κοροϊδία

ανάμπαιμα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || περιγέλασμα

αναμπαιξιάρης || Μάνη || περιγελαστής

αναμπαίξουλος || Λακωνία || περιγελαστής

ανάμπαισμα || Τσακωνιά || κοροϊδία

αναμπαισμένος || Ζάκυνθος || περίγελος

αναμπαίχτης [Βλαστός 1931] || δημοτική || περιγελαστής

αναμπαιχτικός [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || εμπαικτικός

αναμπαίχτρης || Βιθυνία || περιγελαστής

αναμπάλωμα || Κρήτη || μπάλωμα

αναμπαλώνω || Κρήτη || μπαλώνω

αναμπαμπούλα [Κοντόπουλος 1903] || δημοτική || Ηλεία, Κορινθία, Λέσβος, Νάξος, Μεσσηνία, Οινόη*, Τσακωνιά || αναμπουμπούλα

αναμπαμπουλιά || Λακωνία || αναμπουμπούλα

αναμπαμπουλίκι || Ζάκυνθος, Κεφαλονιά, Σύρος || αναμπουμπούλα

αναμπαμπούλλα || Νίσυρος || αναμπουμπούλα

αναμπαμπουλούκι || Κρήτη || αναμπουμπούλα

αναμπάρκους || Χαλκιδική || ξακουστός

αναμπάρς || Χαλκιδική || ξακουστός

αναμπάστωμα || Απουλία || στρίφωμα

αναμπατούρα || Πάρος || κατώφλι

αναμπέξαλα || Ηλεία || ανάλαφρα

ανάμπεσμα || Ζάκυνθος || νωθρός

αναμπεσμένος || Ζάκυνθος || νωθρός

αναμπιστεύομαι [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αρκαδία || εμπιστεύομαι

ανάμπλα [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Ιωάννινα || ανάπαυση

αναμπλαμένους || Λιβίσι* || διασκορπισμένος

αναμπλάννου || Λιβίσι* || ανεμοσκορπίζω

αναμπλάνου || Μάκρη* || σκορπίζω

αναμπλασμένος || Μάκρη* || σκορπισμένος

ανάμπλεμα || Μεσσηνία || λοξοκοίταγμα

ανάμπλεμα || Κρήτη || ματιά

ανάμπληστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άπληστος

ανάμπληστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αχόρταγος

αναμπλητά || Κάρπαθος || άφθονα

αναμποδάω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || εμποδίζω

αναμποδίζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || εμποδίζω

ανάμποδος || Μάνη || ανεμπόδιστος

αναμποδώ [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || εμποδίζω

αναμπουκάτου || Καλαβρία || ανάστροφα

αναμπούκωμα || Κρήτη || ανασκούμπωμα

αναμπουκώνομαι || Κρήτη || ανασκουμπώνομαι

αναμπουκώνω || Κρήτη || ανασκουμπώνω

αναμπουμπούλα || & Αχαΐα, Βουρλά*, Ηλεία, Ιθάκη, Κορινθία, Κύμη, Λακωνία, Μήλος || αναμπουμπούλα

αναμπουμπούλα [Κοντόπουλος 1903] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αλαμπαμπούλα, αλιμπουμπλίκ, αναμουμπούλα, αναμπαμπούλα, αναμπαμπουλιά, αναμπαμπουλίκι, αναμπαμπούλλα, αναμπαμπουλούκι, αναμπουμπουλίκι, αναμπουμπούλλα, αναμπουμπούρα, αναπαμπαούλα, αναπαμπούλα, αναπαμπουλίκι, αναπαμπούλλα, αναπάπουλα, αναπαπούλα, αναπαπουλία, αναπαπουλίγια, αναπαπουλίκιν, αναπαπουλλίκι, αναπαπουλλίτσι, αναποπουλλίκι, αναπουμπούλα, αναπουμπούλλα, αναπουπουλλίκι, αναπουπουλούκιν, ανεμομπούλα, ανεμομπουμπούλα, ανεμοπουλλίτσι, ανεμπαμπούλα, ανεμπαμπουλίκι, ανεμπαμπουλούκι, ανεμπουμπούλα, ανεμπουμπουλίκι, ανεπουμπούλλα, ανεπουμπουλλίκιν, ανιμπαμπούλα, ανιμπουμπλίκ, ανιμπουμπούλα, αραπούμπλιακο, αραπούμπλικο, αραπούπλιακο, αραπούπλικο || αναμπουμπούλα

αναμπουμπουλίκι || Ζάκυνθος, Κρήτη || αναμπουμπούλα

αναμπουμπούλλα || Νίσυρος || αναμπουμπούλα

αναμπουμπούρα || Ημαθία || αναμπουμπούλα

αναμπουσκώνου || Κονίστρες || ανασκουμπώνω

αναμπρόστημα || Μάνη || ξεμπρόστιασμα

ανάμς || Λέσβος, Νιγρίτα, Πάρος, Σάμος, Σκόπελος || ενάμισης

ανάμσα || Σίλλη* || ανάμεσα

αναμτσέβουμι || Αιδηψός || υποψιάζομαι

αναμύγι || Κρήτη || ξεσήκωμα

αναμυγισμός || Κρήτη || ξεσήκωμα

αναμυρμηγκίζω || Κύθηρα || μυρμηγκιάζω

αναμυρμηρίζω || Κύθηρα || μυρμηγκιάζω

αναμφίβολα || λόγιο || συχν. εμφ. 4 || αϊλιά || αναμφίβολα

ανάμωρα || Τσακωνιά || αδέξια

ανάμωρε || Τσακωνιά || αδέξιος

ανανάμενος || Τραπεζούντα* || απροσδόκητος

ανανάμονος || Χαλδία* || απροσδόκητος

ανανάριστα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη || ανανούριστα

ανανάριστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη || ανανούριστος

ανάνγκ || Γρεβενά || ανάγκη

ανάνγκ || Γρεβενά || χέσιμο

ανανγκάζου || Πιερία || συνδαυλίζω

ανανγκαίου || Πιερία || αποχωρητήριο

ανανγκιρός || Πιερία || αναγκαίος

άνανδρα || λόγιο || άκαρδα || άνανδρα

ανανέβατος || Λακωνία, Μάνη || άζυμος

ανανεώνω || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || καινουριώνω || ανανεώνω

ανανεώνω || Σάντα* || αναπιάνω

ανανήβ || Κοτύωρα*, Σαμψούντα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || άζυμος

ανανήβι || Οινόη*, Χαλδία* || άζυμος

ανανήβιν || Κερασούντα*, Οινόη* || άζυμος

ανανήλιος || Κύπρος || ανήλιος

ανανήλιος || Κύπρος || ηλιοτρόπιο

ανανθιβάνω || Κέρκυρα || αμφιβάλλω

ανανθρουπιά || Αδριανούπολη* || γαϊδουριά

ανανίδα [Χελδράιχ 1926] || Αρκαδία, Λακωνία, Λέσβος, Λήμνος, Μάνη, Μεσσηνία, Χαλκιδική || ανωνίδα

ανανιώνομαι [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || καταλαβαίνω

ανανιώνουμαι [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || καταλαβαίνω

ανανιώνω || Κύπρος || ξανανιώνω

ανάννοιχτος || Κύπρος || ανάνοιχτος

ανανογιέμαι [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Μύκονος || καταλαβαίνω

ανανογιέμαι [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Λακωνία, Μεσσηνία, Παξοί || σκέφτομαι

ανανογιόμαι || Λευκάδα || θυμάμαι

ανανογιόμαι || Κεφαλονιά || καταλαβαίνω

ανανογιούμαι || Ζάκυνθος || σκέφτομαι

ανανογιούμαι [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || καταλαβαίνω

ανανογούμαι || Κρήτη || θυμάμαι

ανανοέμαι || Παξοί || ξυπνώ

ανανόημα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αντίληψη

ανανόηση [Βλαστός 1931] || δημοτική || αντίληψη

ανανόητος || Λακωνία, Μάνη || αναίσθητος

ανανόητος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακατανόητος

ανάνοιγος || Λακωνία || κλειστός

ανανοίγω || Κύθηρα || διαστέλλομαι

ανάνοικτος || Άνδρος || ανάνοιχτος

ανάνοιχτος || μη ανοιγμένος: ανάννοιχτος, ανάνοικτος, ανάχτος, ανένοιγος, ανήννοιος, άννοιος, άννοιχτος, άνοιγος, άνοιχτος, άνοιχτους || ανάνοιχτος

ανάνοιχτος || Κύπρος || καινούριος

ανανοού || Τσακωνιά || σκέφτομαι

ανανοού || Μάνη || συμβουλεύω

ανανοούμαι || Κύθηρα || ξαναθυμάμαι

ανανοούμαι || Μάνη || συνέρχομαι

ανανοούμαί [Βλαστός 1931] || δημοτική || καταλαβαίνω

ανανούριστα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανανάριστα || ανανούριστα

ανανούριστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακούνιστος, ανανάριστος || ανανούριστος

ανανούς || Κάλυμνος || σύνεση

ανανούς [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || εξυπνάδα

ανάνσζ || Κοζάνη || αναπάντεχα

ανάνταλος || Χίος || άσχημος

ανάνταφλα || Αρκαδία, Μεσσηνία || αδέξια

ανάνταφλα || Μεσσηνία || βιαστικά

ανάνταφλη || Αρκαδία || ξανάστροφη

ανάνταφλος || Αρκαδία, Μεσσηνία || αδέξιος

ανάνταφλος || Κέρκυρα || ακατάστατος

ανάντελα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Θεσπρωτία || ανάποδα

ανάντελος || Κέρκυρα || δύστροπος

ανάντελος || Παξοί || τσαπατσούλης

ανάντελος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανάποδος

ανάντεμα || Μάνη || αγνάντεμα

αναντένω || Λακωνία || αγναντεύω

αναντεύου || Μάνη || αγναντεύω

αναντεύω || Λακωνία || αγναντεύω

αναντζαίο || Άνδρος, Θήρα, Κάλυμνος, Κως || αποχωρητήριο

ανάντζαλη || Κάρπαθος || πατημασιά

ανάντζη || Αίγινα, Τσακωνιά || ανάγκη

ανάντζη || Κύπρος || αποχωρητήριο

ανάντζη || Κως || χέσιμο

ανάντηχος [Βλαστός 1931] || δημοτική || αναπάντητος

ανάντια || Λακωνία, Λιβίσι* || απέναντι

ανάντια || Δέλβινο, Κάρπαθος, Κύπρος, Χάλκη || ενάντια

ανάντια || Κίμωλος || πάνω

ανάντιαβους || Λάρισα || αδιάβατος

αναντιάζζω || Χίος || αγναντεύω

αναντιάζου || Καρδίτσα || αγναντεύω

αναντιάζω || Λακωνία, Μάνη, Χίος || αγναντεύω

αναντιάννου || Λιβίσι* || αγναντεύω

αναντιάννου || Λιβίσι* || αντικρίζω

αναντιβάλω || Ζάκυνθος || διηγούμαι

ανάντιο || Αρκαδία, Κέρκυρα || αντίθετο

ανάντιο || Κέρκυρα || επιληψία

αναντίον || Καστελλόριζο || εναντίον

ανάντιος || Θήρα, Κάρπαθος, Κάσος, Κρήτη, Κύπρος, Μάνη, Μεσσηνία, Ρόδος || ενάντιος

ανάντιος || Πάρος || εχθρός

ανάντιους || Φθιώτιδα || ενάντιος

αναντιώννομαι || Κάρπαθος || εναντιώνομαι

αναντιώνομαι || Μάνη || εναντιώνομαι

ανάντολος || Χίος || ιδιότροπος

αναντραλίζω || Ζάκυνθος, Μύκονος || ατενίζω

αναντρανίζζω || Νίσυρος || κοιτάζω

αναντρανίζω || Κρήτη || ανασηκώνομαι

αναντρανίζω [Somavera 1709] || δημοτική || Κρήτη, Κύθηρα, Κύπρος, Μύκονος, Ρόδος || ατενίζω

αναντράνιση || Κρήτη || ανασήκωμα

αναντράνισμα || Κρήτη || ανασήκωμα

αναντράνισμα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κάσος, Πάτμος || ατένισμα

αναντρανιστά || Κρήτη || ευθυτενώς

αναντρανιστός || Κρήτη || ευθυτενής

άναντρη [Βλαστός 1931] || χήρα

ανάντριστος || Κοτύωρα* || ανύπαντρη

αναντριχάζω || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανατριχιάζω

αναντροπιάζω || απεχθάνομαι

αναντρουπιάζω || Κρήτη || αποστρέφομαι

ανάντυτος || Σύμη || άντυτος

ανάνφτους || Ιωάννινα, Λέσβος || άνιφτος

ανάξαγα || Κρήτη || απεριόριστα

αναξαγόριφτους || Σκόπελος || ανεξομολόγητος

αναξαίνου || Αιτωλοακαρνανία || ξαίνω

αναξαλείφομαι [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || εξαφανίζομαι

αναξαλίκι || Κρήτη || γκρίνια

αναξέραγμαν || Οινόη* || εμετός

αναξέρασμα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Καστελλόριζο || εμετός

αναξέρασμαν [Ηπίτης 1908] || Οινόη* || εμετός

αναξερατικόν || Καστελλόριζο || εμετικό

αναξερατό [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || εμετός

αναξερατός || Καστελλόριζο || εμετός

αναξερνάω || Μέγαρα || επανεμφανίζω

αναξερνώ || Κύπρος || αναδίνω

αναξερνώ [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Καστελλόριζο, Κρήτη, Κύπρος, Πάρος, Σύρος || ξερνώ

αναξερώ || Καστελλόριζο, Οινόη*, Σαμψούντα*, Χαλδία* || ξερνώ

αναξιά || Λέσβος || αναξιότητα

αναξιάδα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Ιωάννινα || ανικανότητα

αναξιόπιστος || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || αντάμς || αναξιόπιστος

ανάξιος [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || ανάξιους, ανάξος, αναφέλετος, αντούβιανος || ανάξιος

αναξιοσύνη [Germano 1622] || δημοτική || αναξιότητα

αναξιότητα || λόγιο || αναξιά, αναξιοσύνη, αναξιουσύν || αναξιότητα

ανάξιους || Καστοριά, Λέσβος || ανάξιος

αναξιουσύν || Σέρρες || αναξιότητα

αναξιρατικόν || Λιβίσι* || εμετικό

αναξιρατόν || Λιβίσι* || εμετός

αναξιρνού || Λιβίσι* || ξερνώ

αναξιρού || Λιβίσι* || ξερνώ

αναξλιά || Ίμβρος || αδεξιότητα

ανάξλους || Ίμβρος || αδέξιος

ανάξος || Θήρα, Νάξος || ανάξιος

ανάξουλος || Σάντα* || αξυλοκόπητος

αναξουλωτός || Σάντα || νωθρός

ανάξυλος || Κερασούντα* || αξυλοκόπητος

αναξυρίδα || Παξοί || βράκα

ανάογο || Τσακωνιά || ανάλλαχτος

ανάολα || Κύπρος || σύνορα

αναόλιν || Κάρπαθος || σάβανο

ανάομαι || Κάρπαθος || αντέχω

αναομή || Χάλκη || υγρασία

αναορεύκω || Κύπρος || μνημονεύω

αναόρευτος || Κύπρος || απροστάτευτος

αναός || Θράκη, Καστελλόριζο, Πάτμος || αυλάκι

ανάοση || Κάρπαθος || αντοχή

ανάοση || Κάλυμνος || δροσιά

ανάοση || Κάλυμνος, Κως, Ρόδος || υγρασία

αναοτώ || Χίος || υγραίνομαι

αναούδα || Λακωνία || ανωνίδα

αναούλα || Ιθάκη, Κάρπαθος, Κεφαλονιά, Κύπρος, Λιβίσι* || αναγούλα

ανάουλα || Άνδρος || άθελα

αναούλι || Κάρπαθος || σάβανο

αναουλιάζω || Ιθάκη, Κορινθία || αναγουλιάζω

αναουλιάρης || Κύπρος || λαίμαργος

αναούλιασμα || Καστελλόριζο || αναγούλα

αναούλιασμαν || Κύπρος || αναγούλα

αναουλιατός || Κύπρος || αναγούλα

αναουλιούμαι || Κύπρος || αναγουλιάζω

αναουλλιάζω || Κύπρος || αναγουλιάζω

αναούλλιασμαν || Κύπρος || αναγούλα

αναουλλιασμένος || Κύπρος || αναγουλιασμένος

αναουνιά || Καστελλόριζο || ανηφόρα

αναούχος || Κάλυμνος || υδρορροή

αναπά || Κύπρος || ανάπαυση

ανάπα || Σέρρες || χιονόμπαλα

ανάπαγμαν || Κερασούντα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανάπαυση

αναπαγμένος || Πόντος* || αναπαυμένος

αναπάγομαι || Κοτύωρα*, Οινόη* || αναπαύομαι

αναπάζω || Σάντα*, Χαλδία* || αναπαύω

αναπαή [Βλαστός 1931] || δημοτική || Αίγινα, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κρήτη, Κύθηρα, Κύπρος, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία, Τσακωνιά || ανάπαυση

αναπάημα || Μέγαρα || αγρανάπαυση

αναπαημένος || Κρήτη || αναπαυμένος

αναπαημός [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη || ανάπαυση

αναπαθιώ || Κρήτη || τσαλαπατώ

ανάπαθους || Κοζάνη || αμάθητος

αναπαίρνου || Μάνη || αναρρώνω

αναπαίρνω || Κύθηρα || αναρρώνω

αναπαίρνω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξαναπαίρνω

ανάπαλα || Κάρπαθος || απαλά

ανάπαλα || Αιτωλοακαρνανία || ήρεμα

ανάπαλα || Αιτωλοακαρνανία || σιγά

αναπαλιώ || Κρήτη || μαλακώνω

ανάπαλος || Κόνιτσα, Χίος || μαλακός

ανάπαλος [Βλαστός 1931] || δημοτική || Χίος || απαλός

ανάπαλους || Σκόπελος || απαλός

ανάπαμα || Κύμη || αγρανάπαυση

ανάπαμα || Μέγαρα || αγρανάπαυση

ανάπαμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αυλωνάρι, Ήπειρος, Κύμη, Σιάτιστα || ανάπαυση

ανάπαμαν || Χαλδία* || ανάπαυση

αναπαμένος || Κύπρος, Νίσυρος || ήσυχος

αναπαμένος [Germano 1622] || δημοτική || Κάλυμνος, Κοτύωρα*, Κύπρος, Μάνη, Πόντος* || αναπαυμένος

αναπαμένους || Λέσβος, Νιγρίτα, Χαλκιδική || αναπαυμένος

αναπαμό || Τσακωνιά || ανάπαυση

αναπαμός [Meursius 1614] || δημοτική || Ηλεία, Ήπειρος, Κάρπαθος, Κεφαλονιά, Κοζάνη, Κρήτη, Κύπρος, Λακωνία, Μαγνησία, Μεσσηνία, Νίσυρος, Παξοί, Σέρρες, Σκόπελος, Φθιώτιδα, Φωκίδα, Χαλκιδική || ανάπαυση

αναπαμπαούλα || Μάνη || αναμπουμπούλα

αναπαμπούλα || Λακωνία, Κύπρος || αναμπουμπούλα

αναπαμπουλίκι || Ικαρία || αναμπουμπούλα

αναπαμπούλλα || Νίσυρος || αναμπουμπούλα

αναπάμπουλλος || Κρήτη || ατσούμπαλος

αναπάντεχα [Βεντότης 1790] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || αμπάντεχα, ανάνσζ, αναπάντζιχα, ανεπάντεχα, ανιπάντζιχα, ανιπάντιχα, απάντεχα || αναπάντεχα

αναπάντεχο [Βλαστός 1931] || συχν. εμφ. 3 || ξαφνικό

αναπάντεχος [Βεντότης 1790] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || ακαρτέρευτε, ακαρτέρευτος, ακαρτέριφτους, αμπάντεχος, αναπάντζιχους, αναπάντιχους, ανθάτιτους, ανεθέλητος, ανεπάντεχος, ανιπάντεχος, ανιπάντιχους, ανιπάντιχτους, ανιπάντχτους, απάντεχος || αναπάντεχος

αναπάντζιχα || Σιάτιστα || αναπάντεχα

αναπάντζιχους || Σιάτιστα || αναπάντεχος

αναπάντητος || λόγιο || ανάντηχος, απολόοητος || αναπάντητος

αναπάομαι || Οινόη* || αναπαύομαι

αναπάουμαι || Σαμψούντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία || αναπαύομαι

αναπάπουλα || Λιβίσι* || αναμπουμπούλα

αναπαπούλα [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Κερασούντα*, Σινασός* || αναμπουμπούλα

αναπαπουλία || Κερασούντα*, Οινόη* || αναμπουμπούλα

αναπαπουλίγια || Κερασούντα* || αναμπουμπούλα

αναπαπουλίκιν || Καστελλόριζο || αναμπουμπούλα

αναπάπουλλα || Κύπρος || αναπαυτικά

αναπαπουλλίκι || Νίσυρος || αναμπουμπούλα

αναπαπουλλίτσι || Κως || αναμπουμπούλα

αναπαραδία || Ζάκυνθος, Κερασούντα* || αφραγκία

αναπαραδιά [Βλάχος 1897] || δημοτική || Αϊβαλί*, Βουρλά*, Ζάκυνθος, Θεσπρωτία,Κάσος, Κρήτη, Λέσβος*, Λήμνος, Μοσχονήσι* || αφραγκία

αναπαραδιάρης [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άφραγκος

αναπαραδίγια || Κερασούντα* || αφραγκία

αναπαρασταίνω [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αναπαριστάνω

αναπαρατζιά || Κάλυμνος || αφραγκία

αναπαρδώνω || Κύθηρα || αναρρώνω

αναπαριστάνω || λόγιο || αναπαρασταίνω || αναπαριστάνω

αναπαρούκου || Τσακωνιά || συγυρίζω

αναπάρουμα || Τσακωνιά || συγύρισμα

αναπαρουμός || Μάνη || ξεβοτάνισμα

αναπαρούνου || Μάνη || ξεβοτανίζω

ανάπαρτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αρπαγμένος

αναπάρωμα || Κύθηρα || θάψιμο

αναπαρώνω || Κύθηρα || θάβω

αναπαρώνω || Ηλεία || συγυρίζω

αναπάς || Κύπρος, Λιβίσι* || ανάπαυση

αναπάς || Κύπρος || αποχωρητήριο

αναπάς || Κάρπαθος || υπομονή

αναπαταχλή || Κρήτη || οχλαγωγία

αναπατημένη || Κρήτη || ξεπαρθενεμένη

αναπαύγομαι || Κάλυμνος || αναπαύομαι

αναπαύγω || Κέα, Μέγαρα || αναπαύω

αναπαύκομαι || Οινόη* || αναπαύομαι

αναπαύκουμαι || Κύπρος || αναπαύομαι

αναπαύκω || Κύπρος || αναπαύω

ανάπαυλα || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || αδκιάση, αδκιάσιν || ανάπαυλα

ανάπαυμαν || Κερασούντα* || ανάπαυση

αναπαυμένος [Deheque 1825] || δημοτική || αναπαγμένος, αναπαημένος, αναπαμένος, αναπαμένους, ανεπαγμένος, ανεπαημένος, ναπαμένος || αναπαυμένος

αναπαυμός || Χαλκιδική || ανάπαυση

αναπαύομαι [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αναπάγομαι, αναπάομαι, αναπάουμαι, αναπαύγομαι, αναπαύκομαι, αναπαύκουμαι, αναπέγομαι, αναπέουμαι, αναπεύουμι, ανεπαύγομαι, ανεπαύκουμαι, ανεπαύομαι, απαύγομαι, αποτονάω, αραπαύουμ, ναπαύγουμαι, ναπαύκουμαι, ναπεύουμι, νεπαύκουμαι, ποτονάω, σταυροχεριάζομαι || αναπαύομαι

αναπαύου || Τσακωνιά || αναπαύω

ανάπαυση || λόγιο || συχν. εμφ. 4 || ανάμπλα, αναπά, ανάπαγμαν, αναπαή, αναπαημός, ανάπαμα, ανάπαμαν, αναπαμό, αναπαμός, αναπάς, ανάπαυμαν, αναπαυμός, ανάπαψ, ανάπαψη, ανάπεψη, ανασαμός, ανάσασμα, ανασασμό, ανασασμός, ανασμονή, ανεπά, ανεπαή, ανεπαμός, ανέπαψ, ανέσεια, άνεση, ανιμπουσός, απικόρας, αποτόνημα, αποτονία, αραμέτι, θαραπαή, θαραπαΐλα, θαραπεύου, ναπαμός, νεπαμός, πικόρας, ρεπεπό, ρεποπό || ανάπαυση

αναπαυτά || Τσακωνιά || αναπαυτικά

αναπαυτικά || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || αναπάπουλλα, αναπαυτά, απαντιδερά || αναπαυτικά

αναπαυτικός || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || απαντιδερός, παντιδερός || αναπαυτικός

αναπαυτό || Οινόη* || αποχωρητήριο

αναπαύω [Germano 1622] || δημοτική || αναπάζω, αναπαύγω, αναπαύκω, αναπαύου, αναπάω, αναπέγω, αναπεύγω, αναπεύου, ανεπεύγω, αναπεύω, ανεπάζω, ανεπαύγκω, ανεπαύου, ανεπαύω, ανεπεύγω, ναπαύγιω, ναπαύγκιω, ναπαύγω, νεπάζω, νεπαύκω, νεπαύτω, νεπαύω || αναπαύω

ανάπαψ || Αιτωλοακαρνανία, Σκόπελος || ανάπαυση

ανάπαψη [Somavera 1709] || αποχωρητήριο

ανάπαψη [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || Αμοργός, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Θήρα, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Κρήτη, Μάνη, Μεσσηνία, Νάξος, Οινόη*, Σάντα*, Σινασός*, Σμύρνη*, Σύρος, Τραπεζούντα*, Τσακωνιά || ανάπαυση

αναπαψίματα || Ιωάννινα || κόλλυβα

αναπάω || Κύπρος || αναπαύω

αναπγεντσά || Λευκάδα || αναίδεια

αναπέγομαι || Οινόη* || αναπαύομαι

αναπέγω || Νικόπολη* || αναπαύω

αναπείλημα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || απειλή

αναπειλώ [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || απειλώ

αναπέουμαι || Οινόη*, Σάντα*, Τραπεζούντα* || αναπαύομαι

αναπέραστος || Κάρπαθος || απέραστος

αναπεταμένος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ιπτάμενος

αναπεταρίζω [Germano 1622] || δημοτική || αναπετώ, αναφτερακίζω, αναφτερακώ, αναφτερουγίζω, ανεπεταρίντζω, ανεπεταρίζω, ανεπετώ, ανεφτερακίζω, ανεφτερουγιάντζω, ανιφτιρακώ, ανιφτιρουγίζου, πεταρίζω || αναπεταρίζω

αναπεταρίκι [Σκαρλάτος 1935] || δημοτική || για πανωφόρι ριγμένο ανάρριχτα στον ώμο: αλακάπα, αλαμπατάγια, αλασκάγια, αναπιταρίκ, ανάρχα, ανιπιταρίκ, καλτανκανάτι || αναπεταρίκι

αναπέτασμαν || Λιβίσι* || βλεφάρισμα

αναπετώ || Καστελλόριζο, Τραπεζούντα* || πετώ

αναπετώ [Germano 1622] || Μάνη || αναπεταρίζω

αναπεύγω || Κρήτη || αναπαύω

αναπεύου || Ήπειρος, Λιβίσι*, Μαγνησία, Μάνη, Φθιώτιδα || αναπαύω

αναπεύουμι || Πιερία || αναπαύομαι

αναπεύω || Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία, Λακωνία, Κορινθία, Λευκάδα, Μάνη, Παλιά Αθήνα, Παξοί, Σωζόπολη* || αναπαύω

αναπεύω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || παρηγορώ

αναπέφτω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναγέρνω, αναπέφτω, ανεγέρνω || μισοξαπλώνω

ανάπεψη || Μάνη || ανάπαυση

αναπηδάω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || ξαναπηδώ

αναπηδήσεις || λόγιο || αναπηδήσεις βότσαλου στην επιφάνεια του νερού || αναπηδήσεις

αναπηδώ || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || αμπρισκελώ, αντιππηώ, αντριπηδώ || αναπηδώ

αναπηδώ [Βλαστός 1931] || ξεπηδώ

αναπηδώ [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξαναπηδώ

ανάπημα || Κρήτη || ζύμωμα

ανάπημα || Άνδρος, Κάρπαθος, Χίος || προζύμι

αναπηρία || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || ζαράλ, κατμέρ || αναπηρία

ανάπηρος || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | αμελμεντές, ανέσουστους, ζαβός, ζαγλός, ζαράλς, ντζουγλός, ζωγλός, παλλαρός, σακάτης, σακάτς || ανάπηρος

αναπιάζζω || Καλαβρία || ξαναπιάνω

αναπιάζου || Καρδίτσα, Τρίκαλα || αναπιάνω

αναπιάζω || Κεφαλονιά, Κορινθία, Λευκάδα || αναπιάνω

αναπιάννω || Καλαβρία || ξαναπιάνω

αναπιάνου || Άρτα, Βελβεντός, Βοιωτία, Γρεβενά, Ευρυτανία, Ιωάννινα, Καστοριά, Μαγνησία, Μάνη, Πιερία, Σιάτιστα, Σκόπελος, Σουφλί, Τσακωνιά, Φθιώτιδα || αναπιάνω

αναπιάνω || & Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κορινθία, Λακωνία, Μεσσηνία || αναπιάνω

αναπιάνω || Κρήτη || ανατρέφω

αναπιάνω || Κρήτη || ψαχουλεύω

αναπιάνω [Deheque 1825] || ξαναπιάνω

αναπιάνω [Ηπίτης 1908] || δημοτική || αναπιάνω το προζύμι: αναδεύω, αναδορώνω, ανανεώνω, αναπιάζου, αναπιάζω, αναπιάνου, αναπιένω, αναποτάνω, αναχερίζω, ανεμπτσάνω, ανεπιάννω, ανεπιάνω, ανιπιάνου || αναπιάνω

αναπιάνω [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Ήπειρος || γελοιοποιώ

αναπιάνω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || χλευάζω

ανάπιαση [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Ήπειρος || γελοιοποίηση

ανάπιαση [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξεκίνημα

ανάπιασμα || Μεσσηνία, Σάμος, Σκόπελος || προζύμι

ανάπιασμα [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Ήπειρος || γελοιοποίηση

ανάπιασμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξεκίνημα

ανάπιασμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || χλευασμός

αναπιασμένος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || χλευασμένος

αναπιαστής || Κρήτη || αρχάριος

αναπιάτζω || Καλαβρία || ξαναπιάνω

αναπιένω || Κέρκυρα || αναπιάνω

αναπινιάρικος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναρροφητικός

αναπίνου || Ίμβρος || αναπνέω

αναπίνω [Βλαστός 1931] || δημοτική || αναρροφώ

αναπιταρίζου || Αδριανούπολη*, Αίνος* || ανακλαδίζομαι

αναπιταρίκ || Αλόννησος || αναπεταρίκι

αναπιτού || Λιβίσι* || πετώ

ανάπιωμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναρρόφημα

ανάπλα || Κρήτη || κλινοσκέπασμα

ανάπλα || Λέσβος || πλάγια

ανάπλα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || κουβέρτα

ανάπλαα || Κέρκυρα || πλάγια

ανάπλαα (τα) || Κάρπαθος || πλαγιές

ανάπλαγα || Λέσβος || μακριά

ανάπλαγα || Αϊβαλί*, Αίνος*, Ίμβρος, Κέρκυρα, Κρήτη, Κύθηρα, Λακωνία, Λέσβος, Πάρος, Φθιώτιδα || πλάγια

ανάπλαγα || Καλλίπολη* || πρόποδες

ανάπλαγα (τα) || Κρήτη || πλαγιές

ανάπλαγο [Βλαστός 1931] || δημοτική || Κρήτη, Κύθηρα, Πάρος || πλαγιά

ανάπλαη (τα) || Κάρπαθος || πλαγιές

αναπλάνου || Μάκρη* || σκορπίζω

ανάπλαο || Κέρκυρα || πλαγιά

ανάπλαος || Κύπρος || στενός

αναπλάσκουμαι || Χαλδία* || πλάθομαι

ανάπλατος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανάπλαος || στενός

ανάπλεκος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άπλεχτος

ανάπλεκτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άπλεχτος

ανάπλη (τα) || Κάρπαθος || πλαγιές

ανάπλι [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || κλινοσκέπασμα

αναπλιάζου || Σκόπελος || ξεσηκώνομαι

ανάπλιασμα || Ίμβρος || απειλή

ανάπλιωρα || Κάρπαθος || ανάπλωρα

αναπλουρίζου || Αίνος* || αναπλωρίζω

αναπλυσάδα || Κοτύωρα*, Χαλδία* || απλυσιά

αναπλυσία || Τραπεζούντα*, Τρίπολη* || απλυσιά

ανάπλωρα [Βλαστός 1931] || δημοτική || ανάπλιωρα, ανέμπλωρα, ανέπλωρα || ανάπλωρα

αναπλωρίζω [Βλαστός 1931] || δημοτική || για καράβι: αναπλουρίζου, ανεμπλωρίζω, ανεπλωρίζω, ναπλωρίτζω || αναπλωρίζω

ανάπμα || Λέσβος, Τήνος || προζύμι

αναπνάου || Μαγνησία || αναπνέω

αναπνέ || Ικαρία, Κρήτη || αναπνοή

αναπνέ (η) || Φάρασα* || βρεγματικό

αναπνεά || Κρήτη || αναπνοή

αναπνέα || Κάρπαθος, Κύθηρα || αναπνοή

αναπνέγω || Κύθηρα || αναπνέω

αναπνεύου || Πιερία || αναπνέω

αναπνεύω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναπνέω

αναπνέω [Βλάχος 1659] || δημοτική || συχν. εμφ. 4 || Buck List 4.51a | αναπίνου, αναπνάου, αναπνέγω, αναπνεύου, αναπνεύω, αναπνιάζω, αναπνώ, αναφέρνω, αναχαίνω, ανεπνάω, ανεπνέω, ναπνεώ, νεπνέω, νεπνώ || αναπνέω

αναπνιά || Λιβίσι*, Ρόδος, Σύμη || μακροβούτι

αναπνιά [Germano 1622] || δημοτική || Αδριανούπολη*, Αίνος*, Κάρπαθος, Κάσος, Κρήτη, Κως, Λέσβος, Λιβίσι*, Νάξος, Ρόδος, Σίφνος, Χίος || αναπνοή

αναπνιάζω [Portius 1635] || δημοτική || αναπνέω

αναπνοά || Κεφαλονιά, Κορινθία, Λακωνία, Μάνη || αναπνοή

αναπνογά || Ήπειρος, Κεφαλονιά, Λευκάδα, Μεσσηνία || αναπνοή

αναπνοή [Corona Preciosa 1527] || δημοτική || συχν. εμφ. 4 || Buck List 4.51b | άζαλον, αλαπνιά, αναπνέ, αναπνέα, αναπνεά, αναπνιά, αναπνοά, αναπνογά, αναπνουά, αναπνουή, ανεκαπνιά, ανεπιά, ανεπενιά, ανεπινιά, ανεπνέα, ανεπνιά, ανιπνιά, απινοά, απνά, εμπουρία || αναπνοή

αναπνουά || Αίνος* || αναπνοή

αναπνουή || Ευρυτανία, Καστοριά, Χαλκιδική || αναπνοή

αναπνώ [Germano 1622] || Χίος || αναπνέω

ανάποα || Κάρπαθος || ανάποδα

ανάποδα || & Αδριανούπολη*, Αμοργός, Άνδρος, Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία, Θεσπρωτία, Κάρυστος, Κέα, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύμη, Λακωνία, Λευκάδα, Μάνη, Ρόδος, Σίφνος, Σκύρος, Σύρος, Χίος || ανάποδα

ανάποδα [Portius 1635] || δημοτική || συχν. εμφ. 4 || αλακάπα, αλακάπφα, αλαμούστρο, ανάβουλα, ανάζερβα, ανάντελα, ανάποα, ανάποντα, ανάποτα, ανάπουα, ανάπουδα, ανάπουτα, ανάπυδας, ανάστουφα, ανέτρεχα, ανέτριχα, αντίλουξα, αξανάκωλα, αξανάστρεφα, αξανάστρουφα, αξανάστροφα, αξινάστραφαμ αξινάστραφα, αξινάστρεφα, αξινίστρεφα, αξινόστραφα, απίκουπα, απίκπα, απούκουππα, άσβολα, ζαβά, ξανάστροφα || ανάποδα

αναποδαρά || Κρήτη || κλοτσιά

αναποδαριά || Κρήτη || κλοτσιά

ανάποδε || Τσακωνιά || ανάποδος

αναποδέα || Βάτικα* || αναποδιά

ανάποδη [Βλαστός 1931] || Βουρλά*, Ηλεία, Πάργα || ξανάστροφη

αναποδιά || & Αχαΐα, Κεφαλονιά, Κρήτη, Λακωνία, Λευκάδα || αναποδιά

αναποδία || Ζάκυνθος, Κερασούντα*, Κύθηρα, Λακωνία, Μάνη, Οινόη*, Σάντα*, Τσακωνιά, Χαβουτσί* || αναποδιά

αναποδία || Μάνη || ζημιά

αναποδιά [Portius 1635] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || αβολέσια, αβολιά, ανάδκιον, αναποδέα, αναποδία, αναπόδιαση, αναπόδιασμα, αναποδίγια, αναποδίλα, αναποδκιά, αναποϊγιά, αναποϊδία, αναπουδιά, ανιπουδιά, ανόδκιον, αντιποδία, αντιποδίγια, αξιλίκι, αξουλούκ, ασβολιά, βελεντούζα, ζαβιά || αναποδιά

αναποδιάζου || Τσακωνιά || αναποδιάζω

αναποδιάζω || & Άνδρος, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Ήπειρος, Κεφαλονιά, Σαράντα Εκκλησιές*, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κύθνος, Λακωνία, Λευκάδα, Μάνη, Νάξος, Σκύρος || αναποδιάζω

αναποδιάζω [Somavera 1709] || δημοτική || αναποδιάζου, αναποδιώ, αναποϊγιάζου, αναποϊδάζου, αναπουδιάζου, ανεποδιάζω, ανιπουδιάζου || αναποδιάζω

αναποδιάρη || Τσακωνιά || αναποδιάρης

αναποδιάρης [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αναποδιάρη || αναποδιάρης

αναπόδιαση [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναποδιά

αναπόδιασμα [Βεντότης 1790] || δημοτική || αναποδιά

αναποδιασμένος || Κρήτη || κακότυχος

αναποδιασμένος [Somavera 1709] || δημοτική || αναποδιαστέ, αναποϊδαστέ, αναπουδιασμένους, ανεποδιασμένος || αναποδιασμένος

αναποδιαστέ || Τσακωνιά || αναποδιασμένος

αναποδίγια || Κερασούντα* || αναποδιά

αναποδίζω [Κοντόπουλος 1903] || δημοτική || οπισθοχωρώ

αναποδίλα || Τσακωνιά || αναποδιά

αναποδίτης || Κύθηρα || κακότροπος

αναποδιώ || Σίφνος || αναποδιάζω

αναποδκιά || Κύπρος || αναποδιά

αναποδογέρνω || Κέρκυρα || αναποδογυρίζω

αναποδογιουζίζου || Τσακωνιά || αναποδογυρίζω

αναποδογιούζισμα || Τσακωνιά || αναποδογύρισμα

αναποδογιουρίζου || Τσακωνιά || αναποδογυρίζω

αναποδογιούρισμα || Τσακωνιά || αναποδογύρισμα

αναποδογύρης [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || κωλομπαράς

αναποδογυρίζου || Μάνη || αναποδογυρίζω

αναποδογυρίζω [Βεντότης 1790] || δημοτική || ακταρντίζου, αλιμπαρτάρω, αλμπουρίζω, αναγυρίζω, αναγυρνώ, ανακαλιούκου, ανακατωγυρίζω, ανακωλώνω, αναποδογέρνω, αναποδογιουζίζου, αναποδογιουρίζου, αναποδογυρίζου, αναποδογυρνάω, αναποδογυρνώ, αναποδοϋρίζω, αναπουδουγυρίζω, αναποϋρίντζω, αναστροφίζω, αναϋρνώ, ανεκατωγρζώ, ανεμοτουρλάω, ανιγυρίζου, ανωκατίζω, αξινοστραφκιάζω, απικουπάω, απογυρίζω, αποκπάω, αχταρντίζου, αχταρντίου, ναποδογυρίζω, ντεβιρντίζω, ντιβιρντίζου || αναποδογυρίζω

αναποδογυρισιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || αναποδογύρισμα

αναποδογύρισμα [Βλαστός 1931] || δημοτική || ανακώλωμα, αναποδογιούζισμα, αναποδογιούρισμα, αναποδογυρισιά, αναποδοΰρισμα, ανεμοτούρλημα || αναποδογύρισμα

αναποδογυρνάω [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αναποδογυρίζω

αναποδογυρνώ [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αναποδογυρνάω || αναποδογυρίζω

αναποδοΐλγγας || Λευκάδα || ρουφήχτρα

αναποδοκάραβο [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κέρκυρα || Άρκτος

ανάποδος || & Αμοργός, Αχαΐα, Κέρκυρα, Κρήτη, Κύπρος, Λέρος, Μάνη, Σαράντα Εκκλησιές* || ανάποδος

ανάποδος || Βουρλά*, Κρήτη, Μύκονος || δύστροπος

ανάποδος [Germano 1622] || δημοτική || ανάντελος, ανάποδε, ανάποντο, ανάποος, ανάποτο, ανάποτος, ανάπουδους, ανάπουντο, ανάπουτους, ανάφαντος, αννάποντο, ανξούζης, αξανάκωλος, αξανάστρεφος, αξανάστρεφτος, αξανάστρουφος, αξανάστροφος, αξινάστρεφος, αξινίστρεφος, αξινόστραφος, ζαβός, νάπουντο, ξανάστρουφος, ξανάστροφος || ανάποδος

αναποδοϋρίζω || Νάξος || αναποδογυρίζω

αναποδοΰρισμα || Νάξος || αναποδογύρισμα

αναποδοχεριά [Βλαστός 1931] || ξανάστροφη

αναποϊγιά || Μάνη || αναποδιά

αναποϊγιάζου || Μάνη || αναποδιάζω

αναποϊδάζου || Τσακωνιά || αναποδιάζω

αναποϊδαστέ || Τσακωνιά || αναποδιασμένος

αναποϊδία || Τσακωνιά || αναποδιά

αναποϊδιάρης || Μάνη || ζημιάρης

αναπόληση || λόγιο || αναθύμηση, ανεστόρηση || αναπόληση

αναπολόγητος || λόγιο || απολόητος || αναπολόγητος

αναπολώ || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || αδιαστουρώ, αθλουγιέμι, αναβάνω, αναθιβάνω, αναστοράω, αναστορώ, ανεθιβάνω, ανεστορώ, ανστουρώ, απανιβάζου, δαστουρώ, διαστουρώ, πανιβάζου || αναπολώ

αναπομένω || Κερασούντα* || μένω

ανάπονον || Κάρπαθος || παράπονο

ανάποντα || Απουλία || ανάποδα

αναποντιάτζω || Απουλία || λυγίζω

αναποντισία || Απουλία || ανοησία

ανάποντο || Απουλία || ανάποδος

ανάποος || Κύπρος, Κως, Νίσυρος, Χίος || ανάποδος

ανάποος || Κάρπαθος || ιδιότροπος

αναποπουλίκι || Σύμη || οχλοβοή

αναποπουλλίκι || Σύμη || αναμπουμπούλα

ανάποτα || Απουλία, Δέλβινο, Θεσπρωτία, Καλαβρία, Πωγώνι || ανάποδα

αναποτάνω [Ηπίτης 1908] || Ήπειρος || αναπιάνω

ανάποτο || Απουλία || ανάποδος

ανάποτος || Δέλβινο, Θεσπρωτία || ανάποδος

ανάπουα || Κάρπαθος || ανάποδα

αναπούγκουμαν || Λιβίσι* || ανασκούμπωμα

αναπούγκωμα || Ρόδος || ανασκούμπωμα

αναπουγκώννου || Λιβίσι* || ανασκουμπώνω

αναπουγκώννω || Κύπρος || ανασκουμπώνω

ανάπουδα || Αιτωλοακαρνανία, Ευρυτανία, Ιωάννινα, Κοζάνη, Σάμος, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Φωκίδα || ανάποδα

ανάπουδας || Κοζάνη || ανάποδα

αναπουδγινμένους || Φθιώτιδα || δύστροπος

αναπουδιά || Καστοριά, Σάμος, Σκόπελος, Τρίκαλα, Φθιώτιδα || αναποδιά

αναπουδιάζου || Αδριανούπολη*, Αίνος*, Αιτωλοακαρνανιά, Ιωάννινα, Κοζάνη, Μάδυτος*, Φθιώτιδα, Φωκίδα || αναποδιάζω

αναπουδιάρς || Αιτωλοακαρνανία || ιδιότροπος

αναπουδιασμένους || Σάμος, Φθιώτιδα || αναποδιασμένος

αναπουδιασμένους || Αιτωλοακαρνανία || ιδιότροπος

αναπουδουγυρίζω [Ηπίτης 1908] || Αιτωλοακαρνανιά, Σάμος || αναποδογυρίζω

ανάπουδους || Αδριανούπολη*, Βελβεντός, Ιωάννινα, Καστοριά, Κοζάνη, Λιβίσι*, Νιγρίτα, Πιερία, Σάμος, Σέρρες, Σκόπελος, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Χαλκιδική || ανάποδος

ανάπουδους || Σάμος || δύστροπος

ανάπουδους || Αιτωλοακαρνανία, Λαγκαδάς || ιδιότροπος

αναπουκάτου || Καλαβρία || ανάστροφα

αναπουλιά || Ζάκυνθος || αναδουλειά

αναπουλιό || Ζάκυνθος || αναδουλειά

αναπουμπούλα || Λακωνία, Μάνη || αναμπουμπούλα

αναπουμπούλλα || Νίσυρος || αναμπουμπούλα

ανάπουντο || Απουλία || ανάποδος

αναπουπουλλίκι || Νίσυρος, Σύμη || αναμπουμπούλα

αναπούπουλος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναφτερουγιασμένος

αναπουπουλούκιν || Λιβίσι* || αναμπουμπούλα

αναποϋρίντζω || Κάρπαθος || αναποδογυρίζω

ανάπουτα || Καρδίτσα || ανάποδα

αναπουτζίζω || Χαλδία* || χοροπηδώ

ανάπουτους || Άρτα, Καρδίτσα || ανάποδος

αναποφάσιστος || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || άβουλος || αναποφάσιστος

αναπόφερτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανυπόφορος

αναπόφευκτα || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || αβόλετα, αβόλιτα, αξέφευγα || αναπόφευκτα

αναπόφευκτος || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || αναπόφυγος, αξέφευγος || αναπόφευκτος

αναπόφυγος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναπόφευκτος

αναππαραδκιά || Κύπρος || αφραγκία

αναππαραθκιά || Κύπρος || αφραγκία

αναπραγιά || Πάρος || απειρία

αναπρόσωπον || Κάρπαθος || κατάφατσα

αναπτήρας || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || πυρόβολος || αναπτήρας

αναπτυγμένος || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || αναγιούμενος || αναπτυγμένος

αναπφηώ || Νίσυρος || ξαναπηδώ

αναρά || Ρόδος || νεράιδα

ανάρα || Απουλία || άραγε

ανάρα || Κρήτη || αχνά

ανάρα || Κάσος, Κερασούντα*, Κύπρος, Κως, Οινόη*, Τσεσμέ*, Χίος || κατάρα

άναρα || Τσεσμέ* || κατάρα

ανάρα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αηδία

αναράβω || Κρήτη || μπαλώνω

αναραγδά || Κεφαλονιά, Πάρος || νεράιδα

αναραγίδα [Somavera 1709] || ομορφονιά

αναραγίζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ραγίζω

αναράδα || Καλαβρία, Κερασούντα* || νεράιδα

αναράδες || Κως, Λέρος || νεράιδες

αναράδινα || Σαμψούντα* || νεράιδα

αναράες || Κύπρος || ανθότυρο

ανάραια [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη || αραιά

αναραΐδα || Τσακωνιά || νεράιδα

αναράιδα [Κοντόπουλος 1903] || δημοτική || Ιωάννινα, Κέρκυρα || νεράιδα

αναραϊδάζη || Τσακωνιά || νεραϊδάρης

αναραϊδάρη || Τσακωνιά || νεραϊδάρης

αναραϊδιάρη || Τσακωνιά || νεραϊδάρης

αναραϊδοπαρτέ || Τσακωνιά || νεραϊδοπαρμένος

αναραΐζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ραγίζω

ανάραιος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αραιός

αναρακός || Αρκαδία || ποδαρικό

ανάραμα || Κρήτη || μπάλωμα

αναράντζ || Τραπεζούντα* || νεράντζι

αναράντζιν || Τραπεζούντα* || νεράντζι

ανάραντζιν || Τραπεζούντα* || νεράντζι

αναραοπαρμένος || Κάρπαθος || νεραϊδοπαρμένος

αναράος || Κάρπαθος || ξωτικό

αναράς || Κάρπαθος || ξωτικό

ανάραφους || Ίμβρος || άραφτος

αναραφτερός || Κρήτη || μπαλωμένος

αναράφτω || Κρήτη || μπαλώνω

ανάραχα || Μάνη || κατάραχα

αναραχάζου || Φθιώτιδα || φρίττω

ανάραχο || Κρήτη, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία, Τσακωνιά || ριζικό

ανάραχο || Κύθηρα || φάντασμα

αναραχός || Μεσσηνία || ποδαρικό

αναραχός || Αρκαδία, Ηλεία, Λάστα, Μάνη, Μεσσηνία || ριζικό

ανάραχος || Αρκαδία || ριζικό

αναραψίδι || Κρήτη || μπάλωμα

άναργα || Ιωάννινα, Μαΐστρος* || αργά

άναργα || Άναργα, Λάρισα || σιγά

ανάργαστος [Ηπίτης 1908] || Ήπειρος || ακατέργαστος

ανάργαστους || Ιωάννινα || ακατέργαστος

αναργεύω || Κρήτη || απομακρύνομαι

ανάργηση || Λιβίσι* || διάρροια

ανάργητα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακαθυστέρητα

ανάργητος [Βλαστός 1931] || δημοτική || ακαθυστέρητος

ανάργια || Άρτα || αργά

αναργιουμάδα || Σάμος || χαραμάδα

ανάργκαστο || Καλαβρία || ανόργωτος

άναργος [Βλαστός 1931] || δημοτική || ακαθυστέρητος

άναργος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Οινόη* || άνεργος

αναργοταρίς || Θεσπρωτία || επίτηδες

άναργους || Άρτα, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Τρίκαλα || αργός

άναργους || Καστοριά, Λάρισα || βραδυκίνητος

άναργους || Ιωάννινα, Καρδίτσα, Στενήμαχος* || νωθρός

αναργουτάρω || Κύθηρα || αναδεύω

αναργυρία [ΙΛΝΕ 1939] || αφραγκία

ανάργυρος || Αρκαδία || άφραγκος

ανάργυρους || Ημαθία || ασημένιος

αναρδάλης [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Κάρπαθος || βρομιάρης

ανάρδαλος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || βρομιάρης

αναρέα || Βουρλά* || αραιά

ανάρεμα || Αραβανί* || ανάθεμα

ανάρεμα || Μάνη || ρέψιμο

αναρεματσίζω || Αραβανί* || αναθεματίζω

ανάρεξα || Κάρπαθος, Κρήτη || ανόρεχτα

ανάρεξος || Κάρπαθος || ανόρεχτος

αναρέομαι || Καστελλόριζο || ρεύομαι

αναρέουμαι || Ινέπολη* || ρεύομαι

αναρέουμου || Λιβίσι* || ρεύομαι

αναρέσα [Βλαστός 1931] || νεροστρόβιλος

αναρεσιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αηδία

αναρεσκιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αηδία

αναρεσκίζω || Κρήτη || δυσαρεστώ

αναρεστιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αηδία

αναρεύγουμου || Λιβίσι* || ρεύομαι

αναρεύομαι || Μάνη || ρεύομαι

αναρεχούμαι || Οινόη* || μηρυκάζω

αναρέψιμο || Μάνη || ρέψιμο

αναρή || Κύπρος || μυτζήθρα

αναρή [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κύπρος || ανθότυρο

ανάρητε || Τσακωνιά || ανάρμεχτος

ανάρηχα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ρηχά

αναρηχεύω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ρηχαίνω

ανάρηχος [Βλαστός 1931] || δημοτική || Αχαΐα, Κύθηρα || ρηχός

ανάρθηκας [Γεννάδιος 1914] || δημοτική || Κύπρος || νάρθηκας (φυτό)

ανάρια [Germano 1622] || δημοτική || Αιτωλοακαρνανία, Αρκαδία, Άρτα, Βουρλά*, Δέλβινο, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Κύθηρα, Κρήτη, Λακωνία, Λάρισα, Λέσβος, Λευκάδα, Λήμνος, Μάκρη*, Μεσσηνία, Μύκονος, Νιγρίτα, Πιερία, Σάμος, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Φωκίδα, Χαλκιδική, Χίος || αραιά

αναριάζω [Βλαστός 1931] || δημοτική || αραιώνω

αναριάρης [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || κόσκινο

ανάριασμα || Μάνη || μούδιασμα

αναριγίδα || Κύθηρα || ανατριχίλα

αναριένου || Μάνη || μουδιάζω

αναριεύου || Αίνος*, Αιτωλοακαρνανία, Εύβοια, Λέσβος, Σάμος, Σκύρος || αραιώνω

αναριεύω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Άνδρος, Αραβανί*, Αχαΐα, Βουρλά*, Κάρυστος, Καστελλόριζο, Λευκάδα, Μύκονος, Σύρος, Χίος || αραιώνω

αναριζώνω || Κρήτη || ανηφορίζω

αναρίζωτος || Τραπεζούντα* || άτεκνος

αναρίθμητα || λόγιο || αρίφνιτα || αναρίθμητα

αναρίθμητος || λόγιο || αδιαλόιστος || αναρίθμητος

ανάριμμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ριξιά

αναριοδόντης [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αραιοδόντης

αναριομάδα || Κέρκυρα || ξέφωτο

αναρίος || Οινόη* || γιορτή

ανάριος [Germano 1622] || δημοτική || Δέλβινο, Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κρήτη, Λευκάδα, Μεσσηνία, Μύκονος || αραιός

αναριοσύνη [Somavera 1709] || αραιότητα

ανάριους || Λέσβος, Λιβίσι* || αραιός

αναρίτσια || Κέρκυρα, Λευκάδα, Παξοί || ανατριχίλα

αναριτσιάζω || Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Λευκάδα, Παξοί || ανατριχιάζω

αναριτσιένω || Κέρκυρα, Παξοί || ανατριχιάζω

αναρίτσισμα || Κεφαλονιά || ανατριχίλα

αναριτσόνω || Ζάκυνθος || ανατριχιάζω

αναρίφνητα [Somavera 1709] || αμέτρητα

αναρίφνητος [Somavera 1709] || Κρήτη || αμέτρητος

ανάριχο || Λακωνία || ριζικό

αναριχτός [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || ριγμένος

ανάριχτος [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || ριγμένος

ανάριωμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αραίωση

αναριωμένος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αραιωμένος

αναριώνου || Αίνος* || αραιώνω

αναριώνω [Germano 1622] || δημοτική || Κέρκυρα || αραιώνω

αναριωσύνη [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αραιότητα

ανάρκα || Κύπρος || αραιά

αναρκαδόντης [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αραιοδόντης

ανάρκας || Λέσβος || νάρθηκας (φυτό)

αναρκοδόντας || Κύπρος || αραιοδόντης

αναρκομάα || Κύπρος || χαραμάδα

αναρκομάδα || Κύπρος || χαραμάδα

αναρκοόντας || Κύπρος || αραιοδόντης

ανάρκος || Κύπρος || αραιός

ανάρκωμαν || Κύπρος || αραίωση

αναρκωμένος || Κύπρος || αραιωμένος

αναρκώννω || Κύπρος || αραιώνω

ανάρμαστη || Κύπρος || ανύπαντρη

αναρμάτωτος [Βλάχος 1659] || δημοτική || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Σάντα*, Τραπεζούντα* || άοπλος

ανάρμεγα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανάρμεχτα

ανάρμεγος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Αχαΐα, Ηλεία, Θεσπρωτία, Κορινθία, Κρήτη, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία || ανάρμεχτος

ανάρμεκτος || Άνδρος || ανάρμεχτος

ανάρμεος || Κέρκυρα, Κύθνος, Κως, Μύκονος, Παξοί || ανάρμεχτος

ανάρμεστο || Καλαβρία || ανάρμεχτος

ανάρμεχτα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανάρμεγα || ανάρμεχτα

ανάρμεχτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || που δεν έχει αρμεχτεί: αλίμεφτος, άλμεχτος, ανάλμεχτος, ανάρητε, ανάρμεγος, ανάρμεκτος, ανάρμεος, ανάρμεστο, ανάρμιγους, ανάρμιους, ανάρμιχτους, ανάρμπεες, άρμεγος, άρμεθτο, άρμεκτος, άρμεος, άρμεστο, άρμεττο, άρμευτε, άρμεχτος, άρμιχτους || ανάρμεχτος

ανάρμιγους || Αιτωλοακαρνανία, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Χαλκιδική || ανάρμεχτος

ανάρμιους || Αιτωλοακαρνανία || ανάρμεχτος

ανάρμιχτους || Αιτωλοακαρνανία || ανάρμεχτος

ανάρμοστα || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || άπεικα || ανάρμοστα

ανάρμοστος || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || άπεικος || ανάρμοστος

ανάρμοστος || Κύπρος || ανύπαντρος

ανάρμπεες || Σκύρος || ανάρμεχτος

αναρόδι || Κύθηρα || αντανάκλαση

αναροξά || Άνδρος, Κως, Σύμη || ανορεξιά

ανάροξα || Άνδος, Λακωνία, Μάνη, Μήλος, Ρόδος, Σύμη || ανόρεχτα

αναροξιά || Σίφνος || ανορεξιά

αναροξία || Μάνη || ανορεξιά

ανάροξος || Λακωνία, Μάνη, Σύμη || ανόρεχτος

αναροπός || Κίμωλος || αραιός

αναρού || Μάνη || βοηθώ

αναρούσα || Σάμος || πλημμύρα

αναρούσα [Βλαστός 1931] || δημοτική || νεροστρόβιλος

αναρούσα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ρουφήχτρα

αναρουτιούμι || Κοζάνη || αναρωτιέμαι

αναρουτού || Λιβίσι* || ερευνώ

αναρουτού || Λιβίσι* || ξαναρωτώ

ανάρουφα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ρουφηχτά

αναρουφητό [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναφιλητό

αναρούφιασμα || Μάνη || αναρρόφημα

αναρουφιού || Μάνη || αναρροφώ

αναρούφισμα || Μάνη || αναρρόφημα

ανάρουφος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναρροφητικός

αναρουφώ || Αϊβαλί*, Λέσβος, Μοσχονήσι* || οδύρομαι

αναρουχάζου || Φθιώτιδα || ροχαλίζω

αναρουχιάζω || Λακωνία || αναστενάζω

αναροχάζω [Βλαστός 1931] || δημοτική || ροχαλίζω

αναρόχασμα [Βλαστός 1931] || δημοτική || ροχαλητό

ανάροχο || Λακωνία || ριζικό

αναρπαγμός [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άρπαγμα

αναρπαγμός [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || καβγάς

ανάρπαγος || μη αρπαγμένος: άβρατε || ανάρπαγος

ανάρπαγους || Καρδίτσα || ανάρπαστος

αναρπάζω || Κερασούντα*, Τραπεζούντα* || αρπάζω

ανάρπαστος || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || ανάρπαγους, ανάρπαχτος, άρπαστος || ανάρπαστος

ανάρπαστος || Κύπρος || συνεπαρμένος

ανάρπαχτος [Βλαστός 1931] || ανάρπαστος

ανάρπιστα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανέλπιστα

αναρραβώνιαστος || ακατάπιαστος, αραβώνιαστους || αναρραβώνιαστος

αναρρίχνω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ρίχνω

αναρριχτά || Μάνη || ανάρριχτα

ανάρριχτα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναριχτά, ανάρχα, ανάρχτα || ανάρριχτα

αναρριχτός [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ριγμένος

ανάρριχτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ριγμένος

αναρρούφουλας [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ρουφήχτρα

αναρρουφώ [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναρροφώ

αναρρόφημα || λόγιο || ανάπιωμα, αναρούφιασμα, αναρούφισμα || αναρρόφημα

αναρροφητικός || λόγιο || αναπινιάρικος, ανάρουφος || αναρροφητικός

αναρροφώ || λόγιο || αναβυζαίνω, αναπίνω, αναρουφιού, αναρρουφάω, αναρρουφώ, ανερουφώ, νερουφάσσω || αναρροφώ

αναρρύφουλας [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ρουφήχτρα

αναρρώνω || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || αναβαλώνω, αναγαβρώνω, αναδίνω, αναδώνω, αναζουπώνω, ανακαρώννω, ανακαρώνου, ανακαρώνω, ανακεφαλίζου, ανακεφαλίζω, ανακιφαλίζω, ανακουρώννω, αναλαβαίνου, αναλαβαίνω, αναλκόνουμι, αναλκόνω, αναπαίρνου, αναπαίρνω, αναπαρδώνω, ανασγουπώνω, ανασγρουπώνω, ανασοφάω, ανασοφίζω, ανασοφώ, ανατσαρώνω, ανατσουτσουρδώνω, ανατσουτσουρώνου, ανατσουτσουρώνω, αναφωλιάζω, αναχανδρώνω, ανεστοιχειώνω, ανετσαρώνω, ανετσουλώνω, ανεφορμώννω, ανεφουέρω, ανικαρώνου, ανιραγώνου, ανιτσμώ, ανιτσνώνου, αντιπατώ, απαρωστώ, νεκαρώννω, νετσουλώνω, νταβρανταίνω, νταβραντίζου, νταβραντίζω, νταβραντώ, ξαρωστώ, ξιαρουσταίνου, τζιαμπαλαντάου || αναρρώνω

ανάρρωση || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || ανακαρουλίδα, αναδωμός, ανατσουτσούρδισμα || ανάρρωση

ανάρτγους || Ιωάννινα, Καστοριά || νηστίσιμος

ανάρτετος || Κερασούντα* || νηστίσιμος

ανάρτευτε || Τσακωνιά || νηστίσιμος

ανάρτευτος || Κύθηρα || άνοστος

ανάρτζα || Κάλυμνος, Κύπρος || αραιά

ανάρτηκας || Κάλυμνος, Κως || νάρθηκας (φυτό)

ανάρτους || Γρεβενά, Βελβεντός, Κοζάνη, Σιάτιστα || νηστίσιμος

ανάρτυγος || Αρκαδία, Ηλεία, Λακωνία, Μεσσηνία, Όφις*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || νηστίσιμος

ανάρτυστος || Οινόη*, Όφις*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || νηστίσιμος

ανάρτυτε || Τσακωνιά || νηστίσιμος

ανάρτυτος || Κερασούντα*, Λακωνία, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || νηστίσιμος

αναρύνω || Κερασούντα*, Χαλδία* || αραιώνω

ανάρχα || Φθιώτιδα || αναπεταρίκι

ανάρχα || Φθιώτιδα || ανάρριχτα

αναρχεύω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αρχίζω

ανάρχην || Τραπεζούντα* || ανέκαθεν

αναρχινώ || Τρίπολη* || ξαναρχίζω

ανάρχτα || Φθιώτιδα || ανάρριχτα

αναρωθκιούμαι || Κύπρος || αναρωτιέμαι

αναρωιτιώμαι || Μάνη || αναρωτιέμαι

αναρώτα || Σκύρος || αρώτητα

αναρώτα || Σκόπελος || αυθαίρετα

αναρώτγα || Βόρεια Εύβοια || αρώτητα

αναρώτημα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξαναρώτημα

αναρώτημαν || Λιβίσι* || έρευνα

αναρώτηξη || Κρήτη || ανάκριση

αναρώτητα || Λακωνία, Μάνη || αρώτητα

αναρωτιέμαι [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || συχν. εμφ. 5 || αναρουτιούμι, αναρωθκιούμαι, αναρωιτιώμαι, αρουτιούμι, αρωτώμαι, θαμάζουμ || αναρωτιέμαι

αναρώτιχτος || Κρήτη || αρώτητος

αναρωτού || Μάνη || ρωτώ

αναρωτώ || Κρήτη || ανακρίνω

αναρωτώ [ΙΛΝΕ 1939] || ξαναρωτώ

αναρωτώ [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κύθηρα || ρωτώ

ανάσα || & Έβρος, Ζάκυνθος, Ιωάννινα, Κοζάνη, Κορινθία, Μαγνησία, Νίσυρος, Σέρρες, Φθιώτιδα || ανάσα

ανάσα [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || συχν. εμφ. 4 || Buck List 4.51b | ανασαή, ανασαμέα, ανασαμιά, ανασαμνιά, ανασαμός, ανασανιά, ανάσαση, ανάσασμα, ανάσασμαν, ανασασμό, ανασασμός, ανασεματιά, άναση, ανασιμιά, ανάσμα, άνασμα, ανάσμαν, ανασμονή, ανασοή, ανασονά, ανασουμιά, ανάσυρμα, ανάτσα, αναφορά, ανάχιο (η), άνες, ανέσα, ανεσασμός, ανεσεματιά, ανεσαμιά, ανέση, άνεση, ανέτριξη, ανέτσα, ανισαμιά, ανισαμνιά, άνιση, ανισιμιά, ανισιμνιά, ναφάς, ναφάσι, νεσασμός, νεφές, νεφέσι, νεφέσιν, σουλούκ || ανάσα

ανασαή || Μάνη || ανάσα

ανασαίνου || Αιτωλοακαρνανία, Αυλωνάρι, Βελβεντός, Ιωάννινα, Καστοριά, Κονίστρες, Λιβίσι*, Μαγνησία, Πιερία, Τσακωνιά, Φθιώτιδα || ανασαίνω

ανασαίνω [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || Swadesh List 99 | Buck List 4.51a | αλασαίνω, ανασαίνου, ανασάνω, ανασανίσκω, αναχιένου, ανεσαίνω, ανισαίνου, ανασιένω, λασαίνω, νασαίνου, νεσαίνω, νισαίνου || ανασαίνω

ανασακιάζουμι || Μαγνησία || σαλεύω

ανασάλεμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σάλεμα

ανασαλεύω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σαλεύω

ανασαμέα || Κύθηρα || ανάσα

ανασαμιά || Αίνος*, Καλλίπολη*, Κύθηρα, Λέσβος || ανάσα

ανασαμνιά || Θράκη || ανάσα

ανασαμός || Μεσσηνία || ανάπαυση

ανασαμός || Κέρκυρα, Κύθηρα, Λακωνία, Σινώπη* || ανάσα

ανασάν [Du Cange 1688] || γλυκάνισο

ανασανιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || Βόρεια Εύβοια || ανάσα

ανασανίσκω || Κύπρος || ανασαίνω

ανασαντά || Τσακωνιά || άβιαστα

ανασάνω || Κερασούντα*, Οινόη* || ανασαίνω

ανασάξιμο [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || επιδιόρθωση

ανασαρώνω || Παλιά Αθήνα || σκουπίζω

ανάσαση [Βλαστός 1931] || δημοτική || ανάσα

ανάσαση [Βλαστός 1931] || Κύθνος || άνεση

ανάσασμα [Βλάχος 1897] || δημοτική || Κρήτη, Μαΐστρος* || ανάσα

ανάσασμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κύθηρα || ανάπαυση

ανάσασμαν || Λιβίσι* || ανάσα

ανασασμό || Τσακωνιά || ανάπαυση

ανασασμό || Τσακωνιά || ανάσα

ανασασμός || Ιωάννινα, Λακωνία, Μεσσηνία || ανάπαυση

ανασασμός [Corona Preciosa 1527] || δημοτική || Αιτωλοακαρνανία, Αρκαδία, Αχαΐα, Βελβεντός, Ζάκυνθος, Κεφαλονιά, Κοζάνη, Κύθηρα, Κύμη, Λακωνία, Λέσβος, Λιβίσι*, Μαΐστρος*, Μεσσηνία, Σινασός*, Σκόπελος, Φωκίδα, Χαλκιδική || ανάσα

ανασάτ || Κοζάνη || αναφορά

ανασάτ || Κοζάνη || λογαριασμός

ανάσβολα || Ζάκυνθος, Κεφαλονιά || άβολα

ανασβολιά || Κεφαλονιά || αναβολιά

ανασβολιά || Κεφαλονιά || κουτουράδα

ανασβολιά [Ηπίτης 1908] || Ήπειρος || οπισθοδρόμηση

ανασβολιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || κακοτυχία

ανασβολιάζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || κακοτυχώ

ανάσβολος || Κεφαλονιά || άβολος

ανάσβολος || Κεφαλονιά || ανόητος

ανάσβολος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || κακότυχος

ανασβολωμένος || αποσβολωμένος || αποσβολωμένος

ανάσβουλα || Σάμος || άβολα

ανασβουλιά || Ήπειρος || αναβολιά

ανάσβουλους || Ίμβρος, Σάμος || άβολος

ανασγαλεύω || Ζάκυνθος || ψαχουλεύω

ανασγάντζωμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σκαρφάλωμα

ανασγαντζώνομαι [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σκαρφαλώνω

ανασγαντζώνω || Αρκαδία || ανατριχιάζω

ανασγαρλίζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σκαλίζω

ανασγκουλεύω || Κόνιτσα || ανακατεύω

ανασγκουμίζω || Πωγώνι || ανακατεύω

ανασγουπώνω || Λακωνία || αναρρώνω

ανασγουρλεύω || Αρκαδία, Ζάκυνθος, Ηλεία, Λευκάδα || ψαχουλεύω

ανασγουρλεύω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σκαλίζω

ανασγρουπώνω || Αρκαδία, Μεσσηνία || αναρρώνω

ανασγυρίζου || Σάμος || συγυρίζω

ανασγυρίζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || συγυρίζω

ανασγυρνώ [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || συγυρίζω

ανάσεισμα || Όφις* || σεισμός

ανάσελα || Αυλωνάρι, Κύμη || ανάσκελα

ανασελώνω || Κύμη || ανασκελώνομαι

ανασεματιά || Άνδρος || ανάσα

ανάσερμα || Κρήτη || επιστροφή

ανάσερμα || Σύρος || λυγμός

ανάσερμαν || Κύπρος || δύσπνοια

ανασέρνω || Κρήτη || επιστρέφω

ανασέρνω || Κύπρος || λαχανιάζω

ανασέρνω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Βουρλά*, Κρήτη, Κύθηρα, Μύκονος, Χίος || ανασύρω

άναση || Οονόη* || ανάσα

ανασήκουμαν || Λιβίσι* || ανασήκωμα

ανασηκουμός || Λιβίσι* || ανασήκωμα

ανασηκουτός || Λιβίσι* || ανασηκωτός

ανασήκωμα [Βλάχος 1659] || δημοτική || αναντράνιση, αναντράνισμα, ανασήκουμαν, ανασηκουμός, ανάσκωμα, ανασμαίνω, αναχαίρισμα, ανεβάσταμα, ανεσήκωμα, ανισήκουμα, αντεσήκωμα, νισήκουμα || ανασήκωμα

ανασηκωμένος [Somavera 1709] || ανακουφωτός, ανασηκωτός || ανασηκωμένος

ανασηκώννομαι || Καλαβρία || ανασηκώνομαι

ανασηκώννω || Καλαβρία || ανασηκώνω

ανασηκώνομαι [Portius 1635] || δημοτική || αναντρανίζω, ανασηκώννομαι, ανατσουτσουρώνουμι, ανεσηκώνομαι, ανασηκώνουμαι, ανεσκώνομαι, ανισκώνουμι, αντεσηκώνομαι, αντισηκώνομαι, κουφώ || ανασηκώνομαι

ανασηκώνου || Αυλωνάρι, Κονίστρες, Κύμη, Μάνη || ανασηκώνω

ανασηκώνουμαι [Βλαστός 1931] || ανασηκώνομαι

ανασηκώνω [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || ανακουφάω, ανακουφώ, ανασηκώννω, ανασηκώνου, ανασκώνου, ανασκώνω, ανατένου, αναχαιρίζου, ανεβαστώ, ανεκουφίζω, ανεκουφίντζω, ανεκουφώ, ανεσηκώννω, ανεσηκώνω, ανεσκώνω, ανισκώνου, αντισηκώνω, κροσηκώνω, νεβαστώ, νεκουφώ, νεσακκώ, νεσηκώνω || ανασηκώνω

ανασηκωτά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανακουφωτά, ανισκουτά || ανασηκωτά

ανασηκωτός || ανασηκωτός || ανασηκωτός

ανασηκωτός [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || ανασηκωμένος

ανασήκωτους || Λιβίσι* || ανυπόφορος

ανασιάζω || Κρήτη || επιδιορθώνω

ανασιένω || Λακωνία || ανασαίνω

ανασίζουμι || Κοζάνη || αναγουλιάζω

ανάσιλα || Καλαβρία || ανάσκελα

ανασιμιά || Λέσβος, Σκόπελος || ανάσα

ανασιχαίνομαι [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σιχαίνομαι

ανασιχαμός [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σιχαμάρα

ανασιχασιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σιχαμάρα

ανάσκα || Θεσπρωτία, Ιωάννινα || σιχαμάρα

ανασκαβνούρα || Κέρκυρα || χασμουρητό

ανασκάβου || Μάνη || σκάβω

ανασκαγγιουιριασμένος || Μάνη || αναμαλλιασμένος

ανασκαίνομαι || Δέλβινο, Θεσπρωτία || σιχαίνομαι

ανασκαίνουμι || Ιωάννινα, Κοζάνη, Σουφλί || σιχαίνομαι

ανασκαλέβω [Βλαστός 1931] || ανασκαλεύω

ανασκάλεμα [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || ανασκάλσμα || ανασκάλεμα

ανασκαλεύγω || Μέγαρα || ανακατεύω

ανασκαλεύου || Ιωάννινα, Σάμος || ανασκαλεύω

ανασκαλεύω [Κοντόπουλος 1903] || δημοτική || ανασκαλέβω, ανασκαλεύου, ανασκαλίζω, νεμεθέρνω, σκαλεύου || ανασκαλεύω

ανασκαλίζω [Βλαστός 1931] || δημοτική || ανασκαλεύω

ανασκάλσμα || Ιωάννινα || ανασκάλεμα

ανασκαλώνου || Λέσβος || σκαρφαλώνω

ανάσκαμα || Ιωάννινα || σιχαμάρα

ανασκαμένους || Σουφλί || σιχαμερός

ανασκαμνίζομαι [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κέρκυρα, Κεφαλονιά || χασμουριέμαι

ανασκαμνίζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || προσηκώνομαι

ανασκάμνισμα || Κέρκυρα || χασμουρητό

ανασκάμνισμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || προσήκωμα

ανασκαμνούρα || Κέρκυρα || χασμουρητό

ανασκαμουρητό || Μάνη || χασμουρητό

ανασκαμουριέμαι || Μάνη || χασμουριέμαι

ανάσκαντα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Θεσπρωτία || σιχαμερά

ανασκαντερός || Θεσπρωτία || σιχαμερός

ανασκαπαρδωμένος || Λακωνία || δυναμωμένος

ανασκαπαρδώνω || Λακωνία || δυναμώνω

ανασκάπτω || Κοτύωρα* || τυμβωρυχώ

ανασκαρδώνω || Βουρλά* || σκαρφαλώνω

ανασκασιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αηδία

ανάσκατος || Μέγαρα || αναθεματισμένος

ανασκαφίζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σκαλίζω

ανασκάφτω [Somavera 1709] || ξανασκάβω

ανασκεβάλιγμαν || Πόντος* || έρευνα

ανασκεβαλίζω || Σαμψούντα*, Κερασούντα*, Κοτύωρα* || ερευνώ

ανάσκελα || & Αμοργός, Αρκαδία, Θεσπρωτία, Θήρα, Κεφαλονιά, Κρήτη, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία, Νάξος, Ρόδος, Σύρος, Χαλδία*, Χίος || ανάσκελα

ανάσκελα [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || ανάγυρα, αναγυρτά, ανάγυρτα, ανάσελα, ανάσιλα, ανάσκελλα, ανασκελλάτα, ανάσκελλντα, ανασκέλου, ανασκελούρι, ανάσκελτα, ανασκελωτά, ανάσκιλα, ανάσκλα, ανάσσελα, ανάσσιλα, ανάσσουλα, ανάστσεα, ανάστσεβα, ανάστσεβουα, ανάστσελα, ανάστσεουα, ανάστσερα, ανάστσιλα, ανάταβρα, ανάτσελα, ανέστσελα, ντανταρά, πίστομα, τανάσκελα, τανασκελού, τανάσκιλα, τανάσκλα, τανάστσελα || ανάσκελα

ανασκελάζω || Κερασούντα*, Οινόη* || ανασκελώνω

ανασκελαρέ || Κρήτη || ύπτιο

ανασκελαρίζω || Κρήτη || ανασκελίζω

ανασκελαρίζω || Κρήτη || ανασκελώνομαι

ανασκελάτος || Σύμη || ανάσκελος

ανασκελέρνω || Κρήτη || ανασκελίζω

ανασκελιά || Καστελλόριζο || δρασκελιά

ανασκελιάζω || Θήρα || ανασκελώνω

ανασκέλιασμα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανασκέλωμα

ανασκελίζω || λόγιο || ανασκελαρίζω, ανασκελαρίζω, ανασκλώνου, αναστσελάρω, ανεσκελαρίζω, ανεστσελαρίζω, νεσκαλαρίζω || ανασκελίζω

ανασκελίζω [Βλάχος 1897] || δημοτική || Θήρα || ανασκελώνω

ανασκελίζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || δρασκελίζω

ανασκέλισμα || Θήρα || ανασκέλωμα

ανάσκελλα || Καστελλόριζο || ανάσκελα

ανασκελλάτα || Καστελλόριζο || ανάσκελα

ανασκελλίζω || Καστελλόριζο || δρασκελίζω

ανασκέλλισμα || Καστελλόριζο || δρασκέλισμα

ανάσκελλντα || Ρόδος || ανάσκελα

ανάσκελος [Portius 1635] || δημοτική || ανάγυρτος, ανασκελάτος, ανασκελωτός, ανάσκιλους, ανάστσιλους || ανάσκελος

ανασκέλου || Μάνη || ανάσκελα

ανασκέλουμα || Αιτωλοακαρνανία || ανασκέλωμα

ανασκελούμαι || Πόντος* || ανασκελώνομαι

ανασκελούρ || Μύκονος || ύπτιο

ανασκελούρι || Άνδρος || ανάσκελα

ανασκελούρι || Άνδρος || ύπτιο

ανάσκελτα || Ρόδος || ανάσκελα

ανασκέλωμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανασκέλιασμα, ανασκέλισμα, ανασκέλουμα, ανασκέλωμαν, ανασσέλωμαν, αναστσέλωμα, αναστσέουμα || ανασκέλωμα

ανασκέλωμαν || Κερασούντα*, Χαλδία* || ανασκέλωμα

ανασκελωμένος || ανασσελλωμένος || ανασκελωμένος

ανασκελώνομαι [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || πέφτω ανάσκελα: ανασελώνω, ανασκελαρίζω, ανασκελούμαι, ανασκελώνουμαι, ανασκιλώνουμι, ανασκλώνουμι, ανασσελώννομαι, ανασσιλώννομαι, νασκελώννω, νεσκελαρίζω, ξεχαχαλώνω || ανασκελώνομαι

ανασκελώνου || Μάνη || ανασκελώνω

ανασκελώνουμαι || Μεσσηνία || ανασκελώνομαι

ανασκελώνω || & Αχαΐα, Εύβοια, Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Παξοί, Τραπεζούντα, Χαλδία* || ανασκελώνω

ανασκελώνω [Βλάχος 1897] || δημοτική || ρίχνω ανάσκελα: ανασκελάζω, ανασκελιάζω, ανασκελίζω, ανασκελώνου, ανασκιλώνου, ανασκιλώνω, ανασκλώνου, ανασσελάω, αναστσεβώνω, αναστσελώνω, ανισκιλώνου || ανασκελώνω

ανασκελωτά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Πάρος || ανάσκελα

ανασκελωτός [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κερασούντα*, Σάντα* || ανάσκελος

ανασκεπάζω || Ζάκυνθος, Κρήτη, Χίος || ξεσκεπάζω

ανασκεράω || Θεσπρωτία || συγυρίζω

ανάσκιαγμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σκιάχτρο

ανασκιαγμός [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σκιάξιμο

ανάσκιαμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σκιάξιμο

ανασκιαμός [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σκιάξιμο

ανάσκιαξη [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σκιάξιμο

ανασκιασάρης [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σιχασιάρης

ανασκιασιά || Ήπειρος || σιχαμάρα

ανάσκιασμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σκιάξιμο

ανάσκιλα || Θεσπρωτία, Ίμβρος, Καστοριά, Σάμος, Σιάτιστα, Φθιώτιδα || ανάσκελα

ανασκιλίζου || Κοζάνη || δρασκελίζω

ανάσκιλους || Βελβεντός, Δαρδανέλια*, Ίμβρος || ανάσκελος

ανασκιλώνου || Κοζάνη, Λάρισα || ανασκελώνω

ανασκιλώνουμι || Αιτωλοακαρνανία, Σιάτιστα, Σκόπελος || ανασκελώνομαι

ανασκιλώνω || Θεσπρωτία || ανασκελώνω

ανασκιντάω || Κέρκυρα, Παξοί || επιπλήττω

ανασκιντάω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || βρίζω

ανασκίντημα || Κέρκυρα, Κεφαλονιά || επίπληξη

ανασκίντια || Κέρκυρα, Κεφαλονιά || επίπληξη

ανάσκιντος [Βλαστός 1931] || γλωσσάς

ανασκιντώ [Βλαστός 1931] || δημοτική || βρίζω

ανασκιράου || Ιωάννινα || συγυρίζω

ανασκιράω [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Δέλβινο, Πελοπόννησος || συγυρίζω

ανασκίρημα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || συγύρισμα

ανασκιρίζου || Σουφλί || συγυρίζω

ανασκιρίζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Πελοπόννησος || συγυρίζω

ανασκίρισμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κοζάνη || συγύρισμα

ανασκίρμα || Γρεβενά || συγύρισμα

ανασκιρνάω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || συγυρίζω

ανασκιρνώ [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Βελβεντός, Γρεβενά, Καστοριά, Κοζάνη, Σιάτιστα || συγυρίζω

ανασκίρσμα || Ιωάννινα, Κοζάνη || συγύρισμα

ανασκισιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σιχαμάρα

ανασκιωσύνη [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αηδία

ανασκιωσύνη [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σιχαμάρα

ανάσκλα || Βελβεντός, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Καστοριά, Λάρισα, Πιερία, Σουφλί, Τρίκαλα || ανάσκελα

ανασκλαμούρα || Κέρκυρα || χασμουρητό

ανασκλαμουρητό || Μάνη || χασμουρητό

ανασκλαμουριέμαι || Μάνη || χασμουριέμαι

ανασκλημουριέμαι || Λακωνία, Μάνη || χασμουριέμαι

ανασκλημουρίζομαι || Μάνη || χασμουριέμαι

ανασκλώνου || Φθιώτιδα || ανασκελίζω

ανασκλώνου || Καστοριά || ανασκελώνω

ανασκλώνουμι || Πιερία || ανασκελώνομαι

ανάσκομα || Κρήτη || ανάθεμα

ανασκομπώνομαι || Νάξος || ανασκουμπώνομαι

ανασκομπώνω || Μέγαρα || ανασκουμπώνω

ανασκούμπουμα || Κοζάνη, Χαλκιδική || ανασκούμπωμα

ανασκούμπουμαν || Λιβίσι* || ανασκούμπωμα

ανασκουμπουμένους || Χαλκιδική || ανασκουμπωμένος

ανασκούμπουρδα [Βλαστός 1931] || ανακούρκουδα

ανασκούμπουρδα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || οκλαδόν

ανασκούμπτζμα || Κοζάνη || ανασκούμπωμα

ανασκούμπωμα [Βεντότης 1790] || δημοτική || ανάκλιασμα, ανακούμπουμαν, ανακούμπωμαν, αναμπούκωμα, αναπούγκουμαν, αναπούγκωμα, ανασκούμπουμα, ανασκούμπουμαν, ανασκούμπτζμα, ανασκούμπωμαν, ανασπούγκωμα, ανασφούγκωμα, ανεκούμπωμα, ανεσκόμπωμα, ανισκούμπουμα, απομανίκωμαν, νεκούμπωμα, νεκούμπωμαν, νεπούγκωμα, νισκούμπουμα || ανασκούμπωμα

ανασκούμπωμαν || Κερασούντα* || ανασκούμπωμα

ανασκουμπωμένος [Βεντότης 1790] || δημοτική || αναβρακάτους, αναβρακάτος, ανασκουμπουμένους, ανασκουμπωτός, ανασφουγκωμένος || ανασκουμπωμένος

ανασκουμπώνμαι || Τσακήλι* || ανασκουμπώνομαι

ανασκουμπώννου || Λιβίσι* || ανασκουμπώνω

ανασκουμπώνομαι || & Βουρλά*, Θεσπρωτία, Κεφαλονιά, Λακωνία, Λευκάδα || ανασκουμπώνομαι

ανασκουμπώνομαι [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || ανακολίουμαι, αναμανικούμαι, αναμπουκώνομαι, ανασκομπώνομαι, ανασκουμπώνμαι, ανασκουμπώνουμαι, ανασκουμπώνουμι, ανεκουμπώννομαι, ανεκουμπώνομαι, ανεμπουκώνομαι, ανεσκουμπώννομαι, ανεσκουμπώνομαι, ανεσφγκώνομαι, ανικουμπώνουμι, ανισκουμπώνουμι, απομανικούμαι, ιππλομανικίζομαι, ναπιγκόννομαι, νεκομπώνουμ, νεκουμπώννομαι, νεκουμπώννουμαι, νεπουγκώννομαι, νεσκομπόνουμαι, νεσκουμπώννομαι, νισκουμπώνουμι || ανασκουμπώνομαι

ανασκουμπώνου || Μάνη, Σάμος || ανασκουμπώνω

ανασκουμπώνουμαι [Βλαστός 1931] || Ζάκυνθος, Μεσσηνία || ανασκουμπώνομαι

ανασκουμπώνουμι || Σάμος, Σιάτιστα, Φθιώτιδα, Χαλκιδική || ανασκουμπώνομαι

ανασκουμπώνω || & Βουρλά*, Θεσπρωτία, Κορινθία, Λευκάδα || ανασκουμπώνω

ανασκουμπώνω [Βεντότης 1790] || δημοτική || ανακλάζζω, ανακλάτζω, ανακλιάζου, ανακλίτζω, ανακομπώννω, ανακουμπώννου, ανακουμπώννω, ανακουμπώνου, ανακουμπώνω, αναμπουκώνω, αναμπουσκώνου, αναπουγκώννου, αναπουγκώννω, ανασκομπώνω, ανασκουμπώννου, ανασκουμπώνου, ανασουμπώννω, ανασπουγκώνω, ανασφουγκώνω, ανεκομπώνω, ανεκουμπώννω, ανεκουμπώνω, ανεμπουκώνω, ανεπουγκώνω, ανεσκουμπώννω, ανεσκουμπώνω, ανεσπουγκώνω, ανεσφουγκώνω, ανικουμπώνου, ανισκουμπώνου, ανιχιρίζου, αννεκουμπώννω, νακλάτζω, νακουμπώννω, ναπουγκώννω, νασκουμπώνω, νεκομπώνω, νεπουγκώννω, νισκουμπώνου, σκουμπώνω || ανασκουμπώνω

ανασκουμπωτός [Βλαστός 1931] || Μάνη || ανασκουμπωμένος

ανασκούφωτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κύπρος || ξεσκούφωτος

ανασκρμένους || Καστοριά || συγυρισμένος

ανασκυβάλιγμαν || Πόντος* || έρευνα

ανασκυβαλίζω || Κερασούντα* || ερευνώ

ανασκυβάλισμαν || Πόντος* || έρευνα

ανασκύρητος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακατάστατος

ανασκύριστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακατάστατος

ανασκυρμένους || Κοζάνη || συγυρισμένος

ανασκύρστους || Κοζάνη, Πιερία || ασυγύριστος

ανάσκωμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανασήκωμα

ανασκώνου || Ιωάννινα, Καστοριά || ανασηκώνω

ανασκώνω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αραβανί* || ανασηκώνω

ανάσμα || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Οινόη*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανάσα

άνασμα || Χαλδία* || ανάσα

άνασμα || Κεφαλονιά || άσθμα

ανασμαίνω || Κερασούντα*, Σάντα*, Χαλδία* || ανασαίνω

ανάσμαν || Κερασούντα*, Σαμψούντα* || ανάσα

ανασμίγω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναμειγνύω

ανασμίδι || Αρκαδία, Ηλεία, Λευκάδα || γουρουνάκι

ανασμονή || Κερασούντα*, Οινόη* || ανάσα

ανασμονή [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανάπαυση

ανασμούδα || Κεφαλονιά || γουρουνοπούλα

ανασμουλεύω || Θεσπρωτία || ιχνηλατώ

ανασοή || Κύθηρα, Μάνη || ανάσα

ανασόν || Ήπειρος*, Ίμβρος, Ιωάννινα, Προποντίδα*, Τραπεζούντα*, Φιλιππούπολη*, Χαλδία* || γλυκάνισο

ανασονά || Αξός* || ανάσα

ανασόνι [Σκαρλάτος 1835] || Βουρλά*, Κωνσταντινούπολη, Οινόη*, Προποντίδα*, Στενήμαχος* || γλυκάνισο

ανασόνιν || Οινόη* || γλυκάνισο

ανασοράπλα || Νίσυρος || σεντονάκι

ανασού || Μάνη || ανακινώ

ανασούζουμος || Θεσπρωτία || άνοστος

ανασουμιά || Κύθηρα || ανάσα

ανασούμπαλος || Κύθηρα || ατσούμπαλος

ανασούμπαρδος || Κύθηρα || ατσούμπαλος

ανασούμπουλα || Βουρλά* || ασυνάρτητα

ανασουμπώννω || Κύπρος || ανασκουμπώνω

ανασούπι || Κύθηρα || γρουσουζιά

ανασούπι || Ζάκυνθος || εμφάνιση

ανασούρνω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανασύρω

ανασούσουμος || Κύθηρα || άσχημος

ανασοφάω || Θεσπρωτία || ξαναθυμάμαι

ανασοφάω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναρρώνω

ανασοφίζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναρρώνω

ανασοφώ [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναρρώνω

ανάσπαγος || Κέρκυρα || άσπαστος

ανασπάζομαι [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ασπάζομαι

ανασπάζουμαι [Βλαστός 1931] || ασπάζομαι

ανάσπαλμα || Κοτύωρα* || λησμονιά

ανάσπαλμα || Κοτύωρα* || ξέχασμα

ανάσπαλμαν || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || λησμονιά

ανασπαλμένος || Κερασούντα*, Τραπεζούντα || ξεχασιάρης

ανασπαλμένος || Κοτύωρα* || ξεχασμένος

ανασπάλσιμον || Κερασούντα*, Χαλδία* || λησμονιά

ανασπαλτέας || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ξεχασιάρης

ανάσπαλτος || Κερασούντα* || αξέχαστος

ανασπάλω