Λεξικό Συνωνύμων. Λέξεις που αρχίζουν από ανβ-ανε

 

 

Από τις ρωμαίικες διαλέκτους στην κοινή νεοελληνική

 

συνώνυμα

 

λέξεις που αρχίζουν από ανβ-ανε

 

 

Δημήτρης Λιθοξόου

 

πρώτη δημοσίευση: 29.6.2020

αναθεώρηση: 27.7.2021

 

 


Η εργασία είναι διπλής κατεύθυνσης. Από τις διαλέκτους της ρωμαίικης γλώσσας (που κατά τη γνώμη μου λαθεμένα καταγράφονται σαν «ιδιώματα της νέας ελληνικής»), στα συνώνυμα της σύγχρονης εθνικής γλώσσας ή «κοινής νεοελληνικής» (ΚΝΕ). Αλλά και αντίστροφα, από τις λέξεις της ΚΝΕ στα διαλεκτικά συνώνυμα.

Η μελέτη αποσκοπεί στην καταγραφή του διαλεκτικού πλούτου της ρωμαίικης γλώσσας και στη συγκέντρωση υλικού για την ουσιαστική μελέτη της γλώσσας, πέρα από τα εθνικά στερεότυπα.

Στα λήμματα συνυπάρχουν λέξεις των ρωμαίικων διαλέκτων μαζί με λέξεις της «κοινής νεοελληνικής».

Στην «ορθογραφία» των διαλεκτικών λέξεων ακολουθώ κυρίως την πρόταση των λεξικογράφων. Ωστόσο τα διπλά σύμφωνα τα χρησιμοποιώ συνήθως όταν αυτά σημαίνουν και διαφορετική προφορά (όπως σε Κύπρο, Δωδεκάνησα, Κάτω Ιταλία, Ικαρία, Χίο).

Με σκούρο κόκκινο χρώμα σημειώνονται οι λέξεις-έννοιες, τα βασικά λήμματα, που συγκεντρώνουν δίπλα τους τα συνώνυμα. Έτσι δίπλα στο «αβγό», βρίσκουμε τα διαλεκτικά: αβγιό, αβγκό, αβγκόν, αβγκουό, αβγόν, αβγού, αβιγό, αβκό, αβκόν, αβό, αβουγό, αγκβό, αγκό, αγκουό, αγκουού, αγουό, αυγό, αυγόν, αφκό, αφκόν, βγο, βο, εβγό, οβγό, οβγόν, οβό, οβόν, ουό.

Με μπλε χρώμα σημειώνονται λέξεις-έννοιες της δημοτικής που τις βρίσκουμε και σαν βασικά λήμματα με κόκκινο χρώμα. Εδώ όμως δίπλα τους δεν έχουμε συνώνυμα, αλλά στοιχεία από την ιστορική-γεωγραφική εξάπλωση, δηλαδή από τη γλωσσογεωγραφία της λέξης.

Μέσα σε αγκύλη, δίπλα σε λέξεις της δημοτικής, βρίσκεται το όνομα ενός λεξικού και η χρονιά που εκδόθηκε. Αυτό διευκρινίζει το έτος πρώτης καταγραφής της λέξης (ή μια από τις χρονικά πρώτες καταγραφές) σε λεξικό της κοινής (για την εποχή εκείνη) γλώσσας. Για παράδειγμα το «αβανία [Germano 1622]» εξηγεί πως τη λέξη «αβανία» την πρωτοσυναντάμε στο «Vocabolario Italiano et Greco» του Girolamo Germano, που εκδόθηκε στη Ρώμη το 1622. Εκτός από τα γενικά λεξικά, σε ορισμένες περιπτώσεις αναφέρονται και κάποια ειδικά λεξικά [λ.χ. Γεννάδιος 1914, Κουκκίδης 1960].

Δίπλα σε κάποιες λέξεις, υπάρχει η συχν(ότητα) εμφ(άνισης) και ένας αριθμός, από το 2 ως το 7. Πρόκειται για τις λέξεις με τη συχνότερη παρουσία στη σύγχρονη γλώσσα. Σε αυτή την κλίμακα, κάθε αριθμός είναι δεκαπλάσιος περίπου από τον προηγούμενο. Λόγου χάρη η λέξη «αβγό» (με συχν. εμφ. 3), εμφανίζεται στις μέρες μας, σχεδόν δέκα φορές πιο συχνά από τη λέξη «άβγαλτος» (με συχν. εμφ. 2) και η λέξη «άβολα» (με συχν. εμφ. 4), δέκα φορές συχνότερα από την πρώτη λέξη και εκατό φορές συχνότερα από τη δεύτερη.

Όπου υπάρχει η ένδειξη δημοτική, σημαίνει πως η λέξη που προηγείται χαρακτηρίζεται στα λεξικά του περασμένου αιώνα, σαν λέξη της δημοτικής γλώσσας. Όπου υπάρχει η ένδειξη λόγιο σημαίνει πως η λέξη είναι λόγιο δάνειο, δεν έχει διασωθεί δηλαδή αγράμματα στο στόμα του λαού. Οι λόγιες λέξεις μπήκαν στη λαϊκή γλώσσα από το εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Οι περισσότερες από αυτές χαρακτηρίζονταν στα παλιά λεξικά σαν λέξεις της καθαρεύουσας.

Μετά τις διαλεκτικές λέξεις, ακολουθούν γεωγραφικές περιοχές ή οικισμοί. Πρόκειται για ονόματα τόπων που συναντιέται η διαλεκτική λέξη (της διπλανής εγγραφής). Έτσι για τη λέξη «αβασκαμός» βλέπουμε πως είναι (ή ήταν) σε χρήση σε: Αιτωλοακαρνανία, Αργολίδα, Αχαΐα, Βοιωτία, Ζάκυνθος, Λευκάδα, Μαγνησία, Μάνη, Παξοί, Σκόπελος, Φθιώτιδα. Αν δίπλα στον τόπο σημειώνεται αστερίσκος (*), όπως π.χ. Αδριανούπολη* ή Τραπεζούντα*, αυτό δηλώνει πως οι χριστιανοί Ρωμιοί του οικισμού εγκατέλειψαν τον τόπο τους μέχρι το 1923-1924.

Σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει μια μικρή ερμηνεία της λέξης ή η λατινική επιστημονική ονομασία της (για τη χλωρίδα και την πανίδα). Επίσης για ορισμένες βασικές λέξεις-έννοιες υπάρχουν εδώ αναφορές σε κάποιες συγκριτικές λίστες λεξικοστατιστικής ή γλωσσογεωγραφίας [Swadesh List, Buck List, Atlas Linguarum Europae].

Στο τέλος του λήμματος καταγράφονται τα συνώνυμα της κοινής που αντιστοιχούν στις διαλεκτικές λέξεις.

Η βιβλιογραφία υπάρχει στον ιστότοπο σε χωριστή ανάρτηση https://www.lithoksou.net/2020/11/lexiko-synonymon-eisagogi.html

 

ανβαίνου || Ιωάννινα, Λέσβος || ανεβαίνω

ανβατώ || Ήπειρος || πλειοδοτώ

ανβελόπ || Ζάκυνθος || φάκελος

ανβουκατβάζου || Ιωάννινα || ανεβοκατεβάζω

ανβουκατιβαίνου || Ιωάννινα || ανεβοκατεβαίνω

άνβους || Αιτωλοακαρνανία || άνιφτος

ανγγαρεία || Καλαβρία || αγγαρεία

ανγγαριά || Ουλαγάτς* || αγγαρεία

ανγγαρούντα || Καλαβρία || αγγαρειούλα

ανγγείο || Καλαβρία || δοχείο

άνγγελο (ο) || Καλαβρία || άγγελος

ανγγελόπουντο || Καλαβρία || αγγελάκι

άνγγελος || Κάρπαθος || άγγελος

ανγγελούκι || Καλαβρία || αγγελάκι

ανγγί || Απουλία || δοχείο

ανγγιό || Πιερία || δοχείο

άνγγιστο || Απουλία || ανέγγιχτος

άνγγιστο || Απουλία || ευέξαπτος

άνγγονας || Κως || εγγονός

ανγγονάτσι || Καλαβρία || εγγονάκι

ανγγόνισσα || Καλαβρία || εγγονή

ανγγονισσούντα || Καλαβρία || εγγονούλα

ανγγουνός || Πιερία, Χαλκιδική || εγγονός

ανγγουράι || Απουλία || αγγουράκι

ανγγουράτσι || Απουλία || αγγουράκι

ανγγούρι || Απουλία || αγγούρι

ανγγούρι || Καλαβρία || πεπόνι

ανγγουρουμάνα || Πιερία || αγγουρομάνα

ανγκαδιακός || Κύπρος || γκαρδιακός

ανγκαζάρω || Ζάκυνθος || αγκαζάρω

ανγκάθ || Πιερία || αγκάθι

ανγκάθθι || Κως || αγκάθι

ανγκαθίζου || Πιερία || αγκυλώνω

ανγκαθιρός || Πιερία || αγκαθερός

ανγκαίους || Πιερία || αποχωρητήριο

ανγκαλιά || Γρεβενά || δεμάτι

ανγκαλία || Απουλία, Καλαβρία || δεμάτι

ανγκαλιάζζω || Καλαβρία || αγκαλιάζω

ανγκάλλια (τα) || Κως || αγκαλιά

ανγκανιά || Κύπρος || γκάρισμα

ανγκανίζζω || Καλαβρία, Κάρπαθος, Κάσος, Κύπρος, Νίσυρος || γκαρίζω

ανγκάνισμα || Κάσος || γκάρισμα

ανγκάνισμαν || Κύπρος, Χίος || γκάρισμα

ανγκανίστρα || Κύπρος || γκάρισμα

ανγκανίτζω || Καλαβρία || γκαρίζω

ανγκαρδιακός || Κύπρος || γκαρδιακός

ανγκαρδντζακός || Αστυπάλαια || γκαρδιακός

ανγκαρίζου || Γρεβενά, Ίμβρος, Πιερία || γκαρίζω

ανγκαρξιά || Γρεβενά || γκάρισμα

ανγκάρσμα || Γρεβενά || γκάρισμα

ανγκαστρά || Γρεβενά || εγκυμοσύνη

ανγκαστρουμέν || Γρεβενά, Ίμβρος, Σουφλί || έγκυος

ανγκαστρώνου || Γρεβενά, Ιωάννινα, Πιερία || γκαστρώνω

ανγκέρα || Απουλία || αέρας

ανγκίδα || Πιερία || αγκίδα

ανγκιζόμ || Αξός* || ρόκα (φυτό)

ανγκινάρ || Πιερία || παρακλάδι

ανγκινάρα || Κάρπαθος || αγκινάρα

ανγκίνιος || Κάρπαθος || αχρησιμοποίητος

ανγκιούνη || Καλαβρία || γωνιά

άνγκισμα || Πιερία || αγκύλωμα

ανγκίτς || Πιερία || βιολέτα

ανγκλαή || Χάλκη || προικοσύμφωνο

ανγκλαντίζου || Σουφλί || εξηγώ

ανγκλαντίζου || Σουφλί || καταλαβαίνω

ανγκλησοπούντα || Καλαβρία || εκκλησάκι

ανγκλοπέγκουω || Καλαβρία || δένω

ανγκλούπι || Κως, Ρόδος, Σύμη || αγκλιά

ανγκναντίζω || Αξός* || καταλαβαίνω

ανγκνάρ || Πιερία || παρακλάδι

ανγκνατιρντίζω || Αξός* || εξηγώ

άνγκολο || Ζάκυνθος || γωνιά

ανγκόν || Γρεβενά, Πιερία || εγγόνι

ανγκονατίζζω || Καλαβρία || γονατίζω

ανγκονατίτζω || Καλαβρία || γονατίζω

ανγκόνι || Καλαβρία || εγγόνι

ανγκόρφι || Αστυπάλαια, Κάλυμνος, Κάσος, Καστελλόριζο, Κως, Ρόδος, Τήλος || γκόλφι

ανγκοτανίτζω || Απουλία || γονατίζω

άνγκουνας || Γρεβενά, Πιερία || αγκώνας

ανγκουνιά || Γρεβενά || γωνιά

ανγκουρόσπουρου || Πιερία || αγγουρόσπορος

ανγκούσα || Καστοριά, Πιερία || δύσπνοια

ανγκρανίζζω || Κάσος || γκαρίζω

ανγκράνισμα || Κάσος || γκάρισμα

ανγκρεμίζζω || Καλαβρία || γκρεμίζω

ανγκρέμισμα || Κίμωλος || γκρέμισμα

άνγκρεμμα || Καλαβρία || γκρεμός

ανγκρεμμίζζομαι || Καλαβρία || γκρεμίζομαι

ανγκρεμμίτζομαι || Καλαβρία || γκρεμίζομαι

ανγκρεμμίτζω || Καλαβρία || γκρεμίζω

ανγκρεμμό (ο) || Καλαβρία || γκρεμός

ανγκρεμνός || Φολέγανδρος || γκρεμός

ανγκρίζουμι || Πιερία || θυμώνω

ανγκρίφιν || Κως || αρπάγη

ανγκροπέω || Καλαβρία || δένω

ανγκυλώνου || Πιερία || αγκυλώνω

άνγκωνα (ο) || Καλαβρία || αγκώνας

άνγμα || Γρεβενά, Καστοριά, Λήμνος || άνοιγμα

ανγμένους || Καστοριά || ανοιγμένος

ανγουγέριψ || Ίμβρος || ψάξιμο

ανγουγυρεύου || Ίμβρος || ψάχνω

ανγουζντώ || Ίμβρος || ψάχνω

ανγουκλιώ || Αιτωλοακαρννία || ανοιγοκλείνω

ανγουστώ || Ίμβρος || ψάχνω

ανγουσφαλίζου || Ίμβρος || ανοιγοκλείνω

ανγουσφαλιώ || Ίμβρος || ανοιγοκλείνω

ανγουσφάλμα || Αδριανούπολη* || ανοιγοκλείσιμο

ανγουσφαλνώ || Κοζάνη || ανοιγοκλείνω

ανγουσφάλσμα || Αδριανούπολη*, Κοζάνη || ανοιγοκλείσιμο

ανγουσφαλώ || Ίμβρος || ανοιγοκλείνω

ανγούτι || Φάρασα* || ανόητος

ανδιξίμ || Θάσος || βαφτιστήρι

ανδιξιμνιός || Θάσος || βαφτισιμιός

ανδραβάνα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη || ανάγυρος

ανδράβανο [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη || ανάγυρος

ανδράβενα [Χελδράιχ 1926] || ανάγυρος

ανδραΐδα || Αργυρόκαστρο || αγκαθιά

ανδράινας [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανάγυρος

ανδράκλα [Βεντότης 1790] || δημοτική || αντράκλα

ανδράκλα [Χελδράιχ 1926] || Κρήτη || αγριοκουμαριά

άνδρακλας [Χελδράιχ 1926] || Κεφαλονιά || αγριοκουμαριά

άνδρακλας [Χελδράιχ 1926] || Κεφαλονιά || ράμνος

ανδράκλιν [Ηπίτης 1908] || Οινόη* || αντράκλα

άνδρακλος [Χελδράιχ 1926] || αγριοκουμαριά

ανδραμίδα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αντρομίδα

Ανδράς || Σουφλί || Ανδρέας

άνδραχλος [Χελδράιχ 1926] || αγριοκουμαριά

ανδράχτι || Μεσσηνία || αδράχτι

Ανδρέας || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || Ανδράς, Αντζία, Αντής, Αντιργιάς, Αντράς, Αντρέα, Αντρέας, Αντρία, Αντριάς, Αντρίας, Νδρηάς || Ανδρέας

ανδρεία || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || αγουράτε, αγουρέτα, αγουροσύνα, αγουρότα, αγουρότε, αγουρότη, αγρότα, αντράδα, αντρέ, αντρεία, αντρειά, αντρειαρκά, αντρειγιά, αντρεικιά, αντρεικοσύνη, αντρειοθκιά, αντρειοσύνη, αντρειότη, αντρειουσύν, αντρειτζιά, αντρειορκά, αντριά, αντριάδα, αντριγιά || ανδρεία

ανδρείος || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || αγουρωμένος, αντρείος, ασιλάνης, ασλάνης, ασλάνς || ανδρείος

ανδρειωμένος || λόγιο || ανδρειωμένος

ανδριά || Αιτωλοακαρνανία, Σάμος || ανομβρία

Ανδριάνα || Ανδριανή, Αντριάνα, Αντριανή || Ανδριάνα

Ανδριανή || Ανδριάνα

ανδρικλίδα || Θήρα || αντράκλα

ανδρισμός || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || αγουρότε, αντροσύνη || ανδρισμός

ανδρόινας || Σύμη || ανάγυρος

ανδρομίδα || Παλιά Αθήνα || χαλί

ανδρομίδα [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Ηλεία, Κύμη, Μεσσηνία || αντρομίδα

ανδρομίδι || Κάρυστος || αντρομίδα

Ανδρονίκη || λόγιο || Αντρόνα, Αντρώ || Ανδρονίκη

άνδρος || Πάρος || άνυδρος

άνδρους || Αιτωλοακαρνανία, Σάμος || άνυδρος

άνε || Κρήτη, Τσακωνιά || αν

άνε || Σινασός* || ναι

ανέ [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Ίμβρος, Κρήτη, Κύθηρα || αν

ανέα || Σκόπελος || ανέμη

ανεαίννω || Απουλία, Κάρπαθος, Κάσος, Κύπρος || ανεβαίνω

ανεαίνω || Κάρπαθος || ανεβαίνω

ανεακρυώννω || Κάρπαθος || βουρκώνω

ανεαλιάζω || Θήρα, Νάξος || αγαλλιάζω

ανεάλιαση || Νάξος || αγαλλίαση

ανεαλιώ || Κάρπαθος || αγαλλιάζω

ανεάντζω || Κάρπαθος || ανεβάζω

ανεαρίδα || Πάρος || νεράιδα

ανεασιά || Κάρπαθος || ανέβασμα

ανεασιά || Κάρπαθος || δυσπεψία

ανεασιά || Κάρπαθος || δύσπνοια

ανεαστός || Κάρπαθος || ένζυμος

ανεαστώ || Νίσυρος || υποβαστάζω

ανεατός || Κάρπαθος || ένζυμος

ανέατος || Νίσυρος || άζυμος

ανεαυτός || Κάρπαθος || εαυτός

ανέβα (η) || Ινέπολη*, Κερασούντα*, Σάντα* || ανέβασμα

ανέβα (το) [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Ίμβρος, Κερασούντα*, Κύπρος || ανέβασμα

ανέβα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανηφόρα

ανεβαβουλίζω || Θήρα || αναβλύζω

ανεβαβουρίζω || Θήρα || αναβλύζω

ανεβαζάρω || Μύκονος || ακριβαίνω

ανεβάζζω || Καλαβρία || ανεβάζω

ανεβάζου || Μάνη || ανεβάζω

ανεβάζω || & Αμοργός, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Θήρα, Ιθάκη, Κρήτη, Κύθηρα, Κύπρος, Κως, Λακωνία, Νάξος, Νίσυρος, Ρόδος, Χίος || ανεβάζω

ανεβάζω [Portius 1635] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || αναβάζω, ανεάντζω, ανεβάζου, ανεβάλω, ανεβάνου, αναβάζζω, ανεβάντζω, ανεβάτζω, ανεβέζω, ανηβάζω, ανιβάζου, ανιβάζω, ανιβαίζου, νάζζω, νεάζζω, νεβάζζω, νεβάζω, νεβατίζω, νιβάτζω, νιεβάζω || ανεβάζω

ανέβαθα || Κρήτη || ρηχά

ανέβαθος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη, Κύπρος || ρηχός

ανέβαθυς || Κρήτη || ρηχός

ανεβαίννου || Χίος || ανεβαίνω

ανεβαίννω || Καλαβρία, Κύπρος || ανεβαίνω

ανεβαίνου || Μάνη || ανεβαίνω

ανεβαίνω || & Αμοργός, , Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Θήρα, Ιθάκη, Ικαρία, Κάλυμνος, Κάρυστος, Κέα, Κέρκυρα, Κρήτη, Λακωνία, Λέρος, Λευκάδα, Μεσσηνία, Μήλος, Νάξος, Νίσυρος, Παξοί || ανεβαίνω

ανεβαίνω [Somavera 1709] || δημοτική || συχν. εμφ. 4 || Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | αναβαίννω, αναβαίνω, ανβαίνου, ανεαίννω, ανεαίνω, ανεβαίννου, ανεβαίννω, ανεβαίνου, ανηβαίνω, ανιβαίννου, ανιβαίννω, ανιβαίνω, ανιαίννω, ανιαίνω, ανιβαίνου, ανιβαίνω, αννεβαίννω, αντεβαίννω, αξεβαίννω, ενέννω, εννέννω, εντεβαίννω, απανιβαίνου, βγαίνω, μπαΐνου, ναβαίνω, νεβαίννω, νεβαίνω, νέννω, νιβαίνω, νιεβαίνω, ννένω, ντεβαίννω || ανεβαίνω

ανέβαλμα || Λακωνία || ραδιουργία

ανεβαλμός || Θράκη || αδιαφορία

ανεβάλουσα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κύθνος, Νάξος, Πάρος || πηγή

ανεβάλσα || Πάρος || πηγή

ανεβάλω || Λακωνία || ανεβάζω

ανεβάλω || Κως || μνημονεύω

ανεβάλω || Κρήτη || συκοφαντώ

ανεβάλωμα || Κρήτη || κακολογία

ανεβάλωμα || Κρήτη || ραδιουργία

ανεβαλώνω || Κρήτη || κακολογώ

ανεβαλώνω || Κρήτη || συκοφαντώ

ανεβαλωτής || Κρήτη || συκοφάντης

ανεβαμένο || Καλαβρία || ανεβασμένος

ανέβαν || Κύπρος || ανηφόρα

ανεβάνου || Μάνη || ανεβάζω

ανεβαντζάρω || Σίφνος || πλειοδοτώ

ανεβάντζω || Χίος || ανεβάζω

ανεβάνω || Αυδήμι* || μνημονεύω

ανεβάουσα || Νάξος || πηγή

ανεβαρεσιά || Κρήτη || εργατικότητα

ανεβαρσά || Κρήτη || κακολογία

ανέβαρτος || Κύπρος || άβαλτος

ανέβας || Ίμβρος, Σαμοθράκη || άσθμα

ανέβας || Ίμβρος || δύσπνοια

ανέβας || Μαγνησία || πρόοδος

ανέβας (το) || Κύπρος || ανηφόρα

ανεβασά || Κάρθστος, Νάξος || ανέβασμα

ανέβαση || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Οινόη*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανάβαση

ανέβαση || Κάλυμνος, Κορινθία, Κως, Λακωνία, Μάνη, Νάξος, Ρόδος, Σύρος || άσθμα

ανέβαση || Σύρος || πρόοδος

ανέβαση [Βλαστός 1931] || Καλαβρία, Κερασούντα*, Οινόη* || ανέβασμα

ανέβαση [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κορινθία || ανηφόρα

ανεβασία || Κερασούντα*, Χαλδία* || ανάβαση

ανεβασία || Μάνη, Χαλδία* || ανέβασμα

ανεβασιά [Βλαστός 1931] || Άνδρος, Βιθυνία*, Κάλυμνος, Κύπρος, Μάνη || ανέβασμα

ανεβασιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || Κύπρος || ανηφόρα

ανεβασίγια || Κερασούντα* || ανάβαση

ανεβασίγια || Κερασούντα* || ανέβασμα

ανεβασίδι || Ινέπολη* || ανηφόρα

ανέβασμα [Somavera 1709] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || αναασιά, ανάβαιμα, ανάβασμα, ανεασιά, ανέβα (η), ανέβα (το), ανέβαση, ανεβασιά, ανεβασία, ανεβασίγια, ανεβασμός, ανεβόλεμα, ανήασμα, ανηβασίγια, ανήβασμα, άνηβα, ανήβα, ανήβαιμαν, ανιβασά, ανιβατιά, ανιβάτσμα, νέβα, νέβασμα, νήβασμα || ανέβασμα

ανέβασμα [Βλαστός 1931] || Μήλος || ανηφόρα

ανέβασμα [Βλάχος 1659] || δημοτική || Κορινθία, Λακωνία || δύσπνοια

ανέβασμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || Πάρος || άσθμα

ανεβασμένος [Portius 1635] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || ανεβαμένο, ανεβαστός, ανηβασμένος, αντεβαμμένο, νεβασμένος || ανεβασμένος

ανεβασμός || Νάξος || σκαρφάλωμα

ανεβασμός [Somavera 1709] || δημοτική || Νάξος || ανέβασμα

ανεβασταγίλα || Ηλεία || ανυπομονησία

ανεβάσταγος || Αρκαδία, Αχαία, Ηλεία, Λακωνία, Μάνη || αβάσταχτος

ανεβάσταγος || Αρκαδία, Ηλεία, Μεσσηνία || ανυπόμονος

ανεβασταΐδα || Μύκονος || κηλεπίδεσμος

ανεβασταΐδι || Νάξος || υποστήριγμα

ανεβάσταμα || Κρήτη || ανασήκωμα

ανεβάσταμα || Κρήτη || βοήθεια

ανεβάσταξη || Κρήτη || συμπαράσταση

ανεβάσταος || Μάνη || αβάσταχτος

ανεβάσταος || Κως || αδύναμος

ανεβαστάω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || βαστώ

ανεβαστήρι [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναβατόριο

ανεβάστιγα [ΙΛΝΕ 1933] || δημοτική || ανυπόμονα

ανέβαστο || Καλαβρία || άζυμος

ανεβαστός || Όφις* || ζυμωτός

ανέβαστος || Άνδρος, Αυλωνάρι, Κονίστρες, Θήρα, Κρήτη, Νάξος, Σύρος || άζυμος

ανεβαστός [Βλαστός 1931] || δημοτική || ανεβασμένος

ανεβάστρα [Βλαστός 1931] || δημοτική || αναβατόριο

ανεβαστώ || Νάξος || υποβαστάζω

ανεβαστώ [Βλαστός 1931] || δημοτική || βαστώ

ανεβαστώ [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κρήτη || ανασηκώνω

ανεβατάρι || Μέγαρα || λουκουμάς

ανεβατέ || Τσακωνιά || ένζυμος

ανεβατζάριση || Νάξος || περίσσευμα

ανεβάτζο || Νάξος || συμφέρον

ανεβάτζω || Καλαβρία || ανεβάζω

ανεβατή || Αχαΐα || ένζυμος

ανεβατή || Ηλεία || καλαμποκόψωμο

ανεβατήρα || Κεφαλονιά || αναβατόριο

ανεβατήρας || Ζάκυνθος || αναβατόριο

ανεβάτης || Κως || αναβάτης

ανεβάτης || Σέριφος || βίδα

ανεβάτης [Βλαστός 1931] || αναβατόριο

ανεβάτης [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Τσεσμέ*, Χίος || άσθμα

ανεβάτης [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || δύσπνοια

ανεβατίζω || Αρκαδία, Μεσσηνία || ζυμώνω

ανεβατό || Αρκαδία, Ηλεία, Καλαβρία, Κρήτη, Μύκονος || ένζυμος

ανέβατο || Καλαβρία || άζυμος

ανεβατό [Βλαστός 1931] || Ζάκυνθος || ανηφόρα

ανεβατόρι [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αναβατόριο

ανεβατός || Αυλωνάρι, Θήρα, Κονίστρες || λουκουμάς

ανεβατός [Βεντότης 1790] || δημοτική || Κάλυμνος, Κάρυστος, Κρήτη || ένζυμος

ανέβατος [Βλάχος 1659] || δημοτική || Κύθηρα, Κύθνος, Λακωνία, Ρόδος, Σύμη || άζυμος

ανέβατου || Αδριανούπολη* || άζυμος

ανέβατους || Αδριανούπολη*, Αίνος*, Κοζάνη || άζυμος

ανέβγαλτος || Αρκαδία, Ηλεία, Προποντίδα*, Τσακήλι* || άπειρος

ανέβγαλτος [Βλάχος 1897] || δημοτική || Άνδρος, Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία, Κερασούντα*, Μέγαρα, Μεσσηνία, Μύκονος, Οινόη*, Σάντα*, Σύρος, Τραπεζούντα* || άβγαλτος

ανέβγαλτους || Αιτωλοακαρνανία, Ίμβρος, Πιερία, Φωκίδα || άβγαλτος

ανέβγαλτους || Αιτωλοακαρνανία || άξεστος

ανέβγαλτους || Χαλκιδική || άπειρος

ανέβγαρτος || Μάνη || άβγαλτος

ανέβγαστους || Λέσβος || αταξίδευτος

ανεβέζω || Λακωνία, Μάνη, Φούρνοι || ανεβάζω

ανέβηστο || Καλαβρία || άζυμος

ανέβητο || Καλαβρία || άζυμος

ανέβκαρτος || Κύπρος || άβγαλτος

ανέβλαβος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αβλαβής

ανέβλεμα || Κρήτη || ματιά

ανεβλοπίζω || Μύκονος || δυναμώνω

ανεβοκατεβάζου || Μάνη || ανεβοκατεβάζω

ανεβοκατεβάζω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανβουκατβάζου, ανεβοκατεβάζου || ανεβοκατεβάζω

ανεβοκατεβαίζου || Μάνη || ανεβοκατεβαίνω

ανεβοκατεβαίνου || Μάνη || ανεβοκατεβαίνω

ανεβοκατεβαίνω [Βεντότης 1790] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || ανβουκατιβαίνου, ανεβοκατεβαίζου, ανεβοκατεβάνου, ανεβοκατεβαίνου, ανεοκατεαίνω, ανιβουκατιβαίννου, ανιβουκατβαίνου, ανιοκατιαίνω || ανεβοκατεβαίνω

ανεβοκατεβάνου || Μάνη || ανεβοκατεβαίνω

ανεβοκατεβασίδι || Νάξος || ανεβοκατέβασμα

ανεβοκατέβασμα [Βεντότης 1790] || δημοτική || ανεβοκατεβασίδι, ανιβουκατέβασμα || ανεβοκατέβασμα

ανέβολα || Λακωνία, Μάνη || άβολα

ανεβολάζω || Νάξος || ανατριχιάζω

ανεβολάζω || Νάξος || στριφογυρίζω

ανεβόλεμα || Νάξος || ανέβασμα

ανεβόλεμα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κάλυμνος, Κρήτη, Νάξος || ανηφόρα

ανεβολεματίζω || Κρήτη || ανηφορίζω

ανεβολεματώ || Κρήτη || ανηφορίζω

ανεβόλετα || Λακωνία || άβολα

ανεβολεύω || Κρήτη || ανηφορίζω

ανεβόλι || Κρήτη || σάβανο

ανεβολιάζω || Κρήτη || σαβανώνω

ανεβολιάζω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανηφορίζω

ανεβόλιασμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανηφόρισμα

ανεβόλιασμα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανηφόρα

ανεβολιός [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αρουραίος

ανέβολος || Λακωνία, Μάνη || άβολος

ανεβόριγος || Σάντα* || αλίχνιστος

ανεβόστιο || Κάρπαθος || βοήθεια

ανεβουδίζω || Νάξος || βοηθώ

ανεβούηθηξη || Μύκονος || βοήθεια

ανεβουθιστής || Νάξος || βοηθός

ανεβουθώ || Νάξος || βοηθώ

ανέβουλα || Κρήτη || άθελα

ανεβουλάς || Κρήτη || άθελα

ανεβουλίς || Κρήτη || άθελα

ανεβουλιστά || Κρήτη || άθελα

ανέβουλος || Θήρα || ανόητος

ανεβούνωμα || Σύρος || βουνοκορφή

ανεβουρδώνω || Σίφνος || δυναμώνω

ανεβουτός || Μάνη || ένζυμος

ανεβράκωτος || Κύπρος || ξεβράκωτος

ανέβραχτος || Χαλδία* || άβρεχτος

ανεβρεχία || Τσακωνιά || ανομβρία

ανέβρεχο || Τσακωνιά || άβροχος

ανεβρία || Πάρος || ανομβρία

ανεβρίετος || Όφις* || άνοστος

ανεβρίοτος || Κοτύωρα*, Όφις*, Τραπεζούντα* || άνοστος

ανεβροχία || Χαβουτσί* || ανομβρία

ανεβροχιά [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Αμοργός, Ήπειρος, Κάρπαθος, Πάρος, Σίφνος || ανομβρία

ανεβρύζω || Κρήτη, Τσεσμέ*, Χίος || αναβλύζω

ανεβρυτά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναβρυτά

ανεβρυτός [Βλαστός 1931] || δημοτική || αναβρυτός || ανεβρυτός

ανεβρυτούρα || Χίος || πηγή

ανεβρώ || Χίος || αναβλύζω

ανεγαλιάζω || Άνδρος, Θήρα, Μήλος, Μύκονος, Σέριφος, Σύρος || αγαλλιάζω

ανεγάλιαση || Άνδρος || αγαλλίαση

ανεγαλιώ || Μύκονος || αγαλλιάζω

ανεγαλλιάζω || Χίος || αγαλλιάζω

ανεγάπετος || Σάντα* || ασυμπάθιστος

ανεγάρι || Ινέπολη*, Σαμψούντα*, Σινώπη* || κλειδί

ανεγάριν || Κερασούντα*, Οινόη* || κλειδί

ανεγαρίτσιν || Κερασούντα* || κλειδάκι

ανεγγάρευτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναγγάρευτος

ανεγγαστρία || Ζάκυνθος || ανεμογγάστρι

ανέγγια || Παξοί || ανέγγιχτα

ανέγγιαγα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανέγγιχτα

ανεγγιαγιά [Legrand 1882] || δημοτική || ανεγγιξιά

ανέγγιαγος || Ζάκυνθος || ανέγγιχτος

ανέγγιαγος || Κεφαλονιά || ευέξαπτος

ανέγγιαγος || Κεφαλονιά || μυγιάγγιχτος

ανέγγιαγος [Legrand 1882] || δημοτική || Μάνη || ανέγγιχτος

ανέγγιαος || Αρκαδία, Μάνη || ανέγγιχτος

ανέγγιαχτα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανέγγιχτα

ανέγγιαχτη || Μάνη || παρθένα

ανέγγιαχτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Πάργα || ανέγγιχτος

ανέγγιγος || Λακωνία, Μάνη || ευέξαπτος

ανέγγιγος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανέγγιχτος

ανέγγιγους || Ιωάννινα || ανέγγιχτος

ανέγγικτος [Σκαρλάτος 1835] || ανέγγιχτος

ανεγγίνιαγος || Κέρκυρα || ανέγγιχτος

ανεγγιξιά [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανεγγιαγιά || ανεγγιξιά

ανέγγιος || Νάξος, Παξοί || ανέγγιχτος

ανέγγιστος || Κερασούντα*, Νίσυρος, Τραπεζούντα* || ανέγγιχτος

ανέγγιχτα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || άγγιχτα, ανέγγια, ανέγγιαγα, ανέγγιαχτα || ανέγγιχτα

ανέγγιχτος || Κύθηρα || ευέξαπτος

ανέγγιχτος [Βλαστός 1931] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || άγγιαχτος, άγγιαχτους, άγγιουχτους, άγγιστος, άγγιχτε, άγγιχτος, άγγιχτους, αθίγγιος, άνγγιστο, ανέγγιαγος, ανέγγιαος, ανέγγιαχτος, ανέγγιγος, ανέγγικτος, ανέγγιγους, ανεγγίνιαγος, ανέγγιος, ανέγγιστος, ανέγγιχτους, ανέγκυκτος, ανεμάλαος, ανένγγιστο, ανέτζιγος, ανέτζιος, ανέτζιστος, ανέτζιχτε, ανέτζιχτος, ανίγγιος, ανίγγιστος, ανίτζιστος, άντζαχτε, άντζιστε, άντζιχτε, άτζαχτος, άτζιχτος, άτζιχτους || ανέγγιχτος

ανέγγιχτους || Σάμος || ανέγγιχτος

ανεγγρίζω || Χίος || εξαγριώνω

ανέγδερτος || Σάντα* || άγδαρτος

ανεγδίκιωτος || Κρήτη || ανεκδίκητος

ανεγέλαχτο || Κρήτη || περίγελος

ανεγελάω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || περιγελώ

ανεγέλιο || Βουρλά* || περίγελος

ανεγελώ [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Δαρδανέλια*, Κρήτη, Τσεσμέ* || περιγελώ

ανεγέρνω [Legrand 1882] || δημοτική || μισοξαπλώνω

ανεγιάτρευτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγιάτρευτος

ανεγκάζομαι || Θήρα, Μύκονος || αναγκάζομαι

ανεγκάζομαι || Χίος || εξαναγκάζομαι

ανεγκάζομαι || Κρήτη || θυμώνω

ανεγκάζομαι || Κάλυμνος || σφίγγομαι

ανεγκάζω || Κρήτη, Μύκονος || αναγκάζω

ανεγκαρδιώνω || Μύκονος || ενθαρρύνω

ανεγκαρίντζομαι || Κάρπαθος || ξερνώ

ανεγκάρισμα || Κάρπαθος || εμετός

ανέγκας || Λέσβος || βιασύνη

ανέγκας || Ίμβρος || συμβουλή

ανεγκασά || Κρήτη || θυμός

ανεγκασάρης || Κρήτη || οξύθυμος

ανέγκαση || Θήρα, Πάρος || ανάγκη

ανέγκαση || Πάρος || διάρροια

ανέγκαση || Βουρλά*, Θήρα || δυσκοιλιότητα

ανέγκαση || Κρήτη, Μύκονος || θυμός

ανέγκαση || Κάλυμνος || σφίξιμο

ανεγκασμένος || Μύκονος || αναγκασμένος

ανεγκασούρα || Νίσυρος || αγωνία

ανεγκασούρα || Νίσυρος || δυσκοιλιότητα

ανέγκαστα || Κοτύωρα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ακούραστα

ανέγκαστος || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ακούραστος

ανεγκαφάς || Βουρλά* || δυσκοιλιότητα

ανεγκαφάς || Καλλίπολη* || λαίμαργος

ανέγκιαος || Κέρκυρα || καινούριος

ανεγκλαβή || Βουρλά* || προικοσύμφωνο

ανεγκλήσιαστος || Σίφνος || ανεκκλησίαστος

ανεγκουνίαστος || Σάντα || ασπαργάνωτος

ανεγκουφίζω || Τσεσμέ* || σκάβω

ανεγκράτεια [Germano 1622] || δημοτική || ακράτεια

ανεγκράτητος [Portius 1635] || ακόλαστος

ανεγκράτητος [Portius 1635] || δημοτική || ακρατής

ανεγκρίζομαι || Σύρος || καυλώνω

ανέγκυκτος [Germano 1622] || ανέγγιχτος

ανεγλείφομαι || Θήρα || γλείφομαι

ανεγλείφομαι || Κρήτη, Κύθνος, Νάξος || ξερογλείφομαι

ανεγλείφω || Κάρπαθος, Κρήτη || γλείφω

ανέγλητος || Κρήτη || ανεξάντλητος

ανεγλιώ || Κρήτη || αντλώ

ανέγλυκος || Κάρπαθος || γλυκούτσικος

ανέγλυκος [Βλαστός 1931] || δημοτική || Κάρπαθος, Τήλος || άγλυκος

ανέγλυκους || Θράκη || άγλυκος

ανεγλύφομαι || Νάξος || λιγουρεύομαι

ανεγνιασά || Θήρα || ξεγνοιασιά

ανέγνιαστους || Αδριανούπολη*, Ιωάννινα || ξέγνοιαστος

ανέγνιος || Κάρπαθος, Κρήτη, Μύκονος || ξέγνοιαστος

ανέγνοια [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξέγνοιαστα

ανεγνοιασιά [Somavera 1709] || δημοτική || ξεγνοιασιά

ανέγνοιαστα [Somavera 1709] || δημοτική || ξέγνοιαστα

ανέγνοιαστος [Germano 1622] || δημοτική || Κάρπαθος, Κρήτη, Λευκάδα, Μεσσηνία, Παξοί || ξέγνοιαστος

ανεγνοιασύνη || Μάνη || ξεγνοιασιά

ανέγνοιος [Βλαστός 1931] || δημοτική || Μάνη || ξέγνοιαστος

ανέγνουμους || Αιτωλοακαρνανία, Ιωάννινα, Καστοριά, Κοζάνη, Φθιώτιδα || ανέγνωμος

ανέγνουμους || Αιτωλοακαρνανία, Ιωάννινα, Φθιώτιδα || ανόητος

ανέγνουμους || Ιωάννινα || απερίσκεπτος

ανέγνουρους || Αιτωλαοακαρνανία || αγνώριστος

ανέγνουρους || Αιτωλοακαρνανία || άγνωστος

ανεγνώθω || Κάρπαθος, Κρήτη || διαβάζω

ανέγνωμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Λακωνία || άθελα

ανέγνωμα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || άγνωμα || ανέγνωμα

ανεγνωμάτιστα || Σύρος || ασυμβούλευτα

ανεγνωμάτιστος || Σύρος || αμφισβητούμενος

ανεγνωμιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || αγνουμιά, αγνωμιά, ανιγνουμιά || ανεγνωμιά

ανεγνωμιά [Ηπίτης 1908] || Ήπειρος || ανοησία

ανέγνωμος [Deheque 1825] || δημοτική || άγνουμους, άγνωμος, ανέγνουμους || ανέγνωμος

ανέγνωμος [Legrand 1882] || δημοτική || Αρκαδία, Ήπειρος || ανόητος

ανεγνώνω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || διαβάζω

ανέγνωρα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγνώριστα

ανεγνωριά [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αγνωμοσύνη

ανεγνώριγα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγνώριστα

ανεγνώριγος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αρκαδία, Ηλεία, Μεσσηνία || αγνώριστος

ανεγνωριμιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || ξαναγνωριμιά

ανεγνώριμος || Κύθηρα || αχάριστος

ανεγνώριμος [Βλαστός 1931] || δημοτική || Αχαΐα, Κάρπαθος, Κρώμνη*, Νίσυρος, Παξοί, Τήλος || αγνώριστος

ανεγνώριμος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αρκαδία, Όφις*, Χαλδία* || άγνωστος

ανεγνώριος || Παξοί || αγνώριστος

ανεγνώριστα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγνώριστα

ανεγνώριστος || Κίμωλος || άτυχος

ανεγνώριστος [Βλαστός 1931] || δημοτική || Ηλεία, Ινέπολη*, Κερασούντα*, Κίμωλος, Κύμη, Κως, Μάνη, Νάξος, Οινόη*, Παξοί || αγνώριστος

ανέγνωρος [Βλάχος 1659] || Χίος || αχάριστος

ανέγνωρος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη, Λακωνία || άγνωστος

ανέγνωρος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αμαθής

ανέγνωρος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κάρπαθος, Κρήτη, Μάνη, Μεσσηνία || αγνώριστος

ανεγνωσάδα || Κάρπαθος || απερισκεψία

ανεγνώστης || Θήρα, Κάρπαθος, Κρήτη, Νάξος, Σαράντα Εκκλησιές*, Σύρος, Χίος || αναγνώστης

ανεγνώστης || Κρήτη || ψάλτης

ανέγνωστος || Λακωνία || άγνωστος

ανέγνωστος || Λακωνία || ανόητος

ανεγογυρεύγομαι || Κρήτη || φροντίζω

ανεγογυρεύγω || Κρήτη || ψάχνω

ανεγορά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || κατακραυγή

ανεγορά [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || κακολογία

ανεγορεύω [Ηπίτης 1908] || Κάρπαθος || θυμάμαι

ανεγορεύω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || κατακρίνω

ανεγόρεψη [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || κατάκριση

ανεγοριά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || κατάκριση

ανεγοριά [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || κακολογία

ανεγοριάρης [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || κακολόγος

ανεγοριάρης [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ραδιούργος

ανεγορώ [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || κακολογώ

ανέγου || Τσακωνιά || ανέχομαι

ανεγούλα || Άνδρος, Θήρα, Κρήτη, Μύκονος, Σμύρνη*, Σύρος, Σωζόπολη*, Χίος* || αναγούλα

ανεγουλιάζω || Άνδρος, Κρήτη, Σύρος || αναγουλιάζω

ανεγουλιάζω || Σύρος || μηρυκάζω

ανεγούλιασμα || Κρήτη || αναγούλα

ανεγουλιατό || Κρήτη || αναγούλα

ανεγουλιώ || Κρήτη, Σέριφος || αναγουλιάζω

ανεγουλιώ || Κίμωλος || μηρυκάζω

ανέγραφος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κύπρος, Σύμη || άγραφος

ανεγριά || Ρόδος || ανομβρία

ανεγρία || Κύπρος || ανομβρία

ανεγριεύγω || Νάξος || εξαγριώνομαι

ανεγριεύω || Νάξος || φοβίζω

ανεγρίκηχτος || Κρήτη || ανυπάκουος

ανεγρίκιστος || Οινόη*, Σάντα*, Τραπεζούντα* || ανόητος

ανέγρικος || Κύθνος || ανυπάκουος

ανεγρόνιστος || Σύμη || αγνώριστος

άνεγρος || Κύπρος || άνυδρος

ανέγρουνος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άγνωστος

ανεγύρητος || Ζάκυνθος || θάνατος

ανεγύριγος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Ήπειρος || αγύριστος

ανεγυρίδα || Κρήτη || παράκαμψη

ανεγυρίζω || Κάσος || αποφεύγω

ανεγυρίζω || Κρήτη || παρακάμπτω

ανεγυρίζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναστρέφω

ανεγυρίζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || περιστρέφομαι

ανεγυριστικά || Κρήτη || αλληγορικά

ανεγυριστικό || Κρήτη || υπονοούμενο

ανεγυριστικός || Κρήτη || αλληγορικός

ανεγύριστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγύριστος

ανεδακρύζω || Χίος || βουρκώνω

ανεδακρυώ || Χίος || βουρκώνω

ανεδιάδα || Κρήτη || θέα

ανεδιάζομαι || Κρήτη || διαισθάνομαι

ανεδιάζω || Κρήτη, Κύθηρα || αγναντεύω

ανεδιάζω || Κρήτη || αντικρίζω

ανεδιάζω || Κρήτη || εμφανίζομαι

ανεδιάζω || Νάξος || συγυρίζω

ανεδιάζω [Βλαστός 1931] || ατενίζω

ανεδιάζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || διακρίνω

ανεδιάζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σκέφτομαι

ανεδιαλάω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || διαλύω

ανεδιαλώ [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || διαλύω

ανέδιασμα || Νάξος || συγύρισμα

ανεδιερός || Κρήτη || αγναντερός

ανεδιξιμιός || Κρήτη || βαφτισιμιός

ανεδοσά || Νάξος, Πάρος || κλεισούρα

ανεδοσά || Νάξος, Πάρος || μούχλα

ανέδοση || Πάτμος || υγρασία

ανεδοσιά || Νίσυρος || δυσοσμία

ανεδοσιά || Πάρος || μούχλα

ανεδοσιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξαναφούντωμα

ανεδοσκιά || Νίσυρος || δυσοσμία

ανεδοσόβροχη [Βλαστός 1931] || κουφόβραση

ανεδοστσά || Αστυπάλαια || υγρασία

ανεδοτίζω || Χίος || αναδίνω

ανεδοτώ || Τσεσμέ* || υγραίνομαι

ανεδουλιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναδουλειά

ανέδουμα || Ίμβρος || υγρασία

ανεδριά || Πάρος, Ρόδος || ανομβρία

ανεδρία || Αυλωνάρι, Κονίστρες, Κύπρος, Κως, Χίος || ανομβρία

ανεδρομή || Πάρος || άνοδος

άνεδρος || Κύπρος, Κως, Ρόδος || άνυδρος

άνεδρος || Ρόδος || απότιστος

ανέδροσος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || υπόξηρος

ανέδρουλε || Τσακωνιά || ανίδρωτος

ανέδρουσους || Αιτωλοακαρνανία || άχαρος

ανέδρουτε || Τσακωνιά || ανίδρωτος

ανεδώνω || Πάρος || αναβλύζω

ανεέλασμα || Κάρπαθος || κοροϊδία

ανεέλαστος || Κάρπαθος || ακορόιδευτος

ανεέλιον || Κάρπαθος || κορόιδο

ανεελώ || Κάρπαθος, Κάσος, Καστελλόριζο, Κύπρος || περιγελώ

ανεεμόννω || Κάρπαθος || γεμίζω

ανεζητώ [Βλαστός 1931] || ανεζητώ

ανεζητώ [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ποθώ

ανεζητώ [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Θήρα, Κρήτη, Μύκονος, Νάξος || ψάχνω

Ανεζίνα || Κρήτη || Άννα

Ανεζίνη || Θήρα || Άννα

Ανεζινιά || Κρήτη || Άννα

ανεθάρετα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || απρόοπτα

ανεθάρετα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άτολμα

ανεθέλητα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άθελα

ανεθέλητος [Κοντόπουλος 1903] || δημοτική || ακούσιος

ανεθέλητος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναπάντεχος

ανεθεμάτι || Άνδρος || αναθεμάτισμα

ανεθεματίζω || Κρήτη, Σίφνος || αναθεματίζω

ανεθεμάτισμα || Τσεσμέ* || αναθεμάτισμα

ανεθθεματίντζω || Κάρπαθος || καταριέμαι

ανεθθιάλλω || Κάρπαθος || μνημονεύω

ανεθθιάλλωμα || Κάρπαθος || μνεία

ανεθιβάλω || Θήρα || διηγούμαι

ανεθιβάλω || Θήρα || μνημονεύω

ανεθιβάνω || Πάρος || αναπολώ

ανεθιβολεύγω || Κρήτη || θυμάμαι

ανεθιβολή || Θήρα || μνεία

άνεθο || Αργυρόκαστρο || αγριάνηθο

άνεθο [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άνηθο

άνεθον || Κύπρος || άνηθο

άνεθος || Κονίστρες, Κύμη || άγνεθος

άνεθος || Κάλυμνος || άνηθο

ανεθρέβγω || Νάξος || ανατρέφω

ανεθρέβω || Άνδρος, Κρήτη, Νάξος, Πάρος || ανατρέφω

ανεθρεμμένος || Κρήτη || αναθρεμμένος

ανεθρεφτός || Κρήτη || υιοθετημένος

ανεθρέφω || Ζάκυνθος, Κρήτη, Μύκονος, Νάξος || ανατρέφω

ανεθροφή || Κρήτη, Μύκονος || ανατροφή

ανεθυμούμαι || Νάξος || θυμάμαι

ανέθω || νδρος, Θήρα, Κύθνος, Μέγαρα, Μήλος Μύκονος, Σέριφος || γνέθω

ανειδίκευτος || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || αμελές || ανειδίκευτος

ανειδοποίητος || λόγιο || αμένυγος, αμένυχτος, αχαπάρος || ανειδοποίητος

ανείδωτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αθέατος

ανείξερος [Ηπίτης 1908] || δημοτική || ανήξερος

ανείπωτος [Βλαστός 1931] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αλέιτος, αλέιτους, άλεχτος, αξέφραστος || ανείπωτος

ανείρευτα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανονείρευτα

ανείρευτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανονείρευτος

ανεΐρνω || Κάρπαθος || κοχλάζω

ανείψι [Portius 1635] || ανίψι

ανεκαβαρία || Κάρπαθος || καβγάς

ανεκαβέρνω || Κάρπαθος || μαλώνω

ανέκαθεν || λόγιο || ανάρχην, αποέσπαλες, απουπαντές || ανέκαθεν

ανεκαθούμενος [Βλαστός 1931] || δημοτική || βρικόλακας

ανεκαιρώνω || Κρήτη || θυμάμαι

ανεκαιρώνω || Κρήτη || υπενθυμίζω

ανεκαλιέμαι || Νάξος || μοιρολογώ

ανεκαλιόν || Κύπρος || θρήνος

ανεκαλιούμαι || Κύπρος || θρηνώ

ανεκαμωσιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || νωθρότητα

ανέκαους || Αιτωλοακαρνανία || άκαυτος

ανεκαπνά || Κάρπαθος, Κάσος || καμινάδα

ανεκαπνέα || Κάρπαθος || καμινάδα

ανεκαπνιά || Κρήτη || αναπνοή

ανεκαπνιά || Θήρα, Κύθνος, Μύκονος, Νάξος || καπνιά

ανεκαπνιά || Σίφνος || καπνός

ανεκαπνιά || Κρήτη || τσιμουδιά

ανεκαπνιά [Ήμελλος & Πολυμέρου 1983] || Κάρπαθος || καμινάδα

ανέκαρα || Κρήτη, Κύθνος || δύναμη

ανεκαράδα || Νάξος || κεραυνός

ανέκαρδους || Θεσσαλία || απρόθυμος

ανεκαρκατεύγω || Κρήτη || ανακατεύω

ανεκαρκατουρεύγω || Κρήτη || ανακατεύω

ανεκαρόνω || Κύθνος, Νάξος || καίω

ανεκαρτούρα || Κρήτη || ανακάτεμα

ανεκαρώνω || Θήρα || προσανάβω

ανεκαρώνω [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Μύκονος, Νάξος || κατακαίω

ανέκατα || Θήρα, Κύθνος, Νάξος || ανάκατα

ανεκάτεμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κάρπαθος || ανακάτεμα

ανεκατερός || Νάξος || ανακατεμένος

ανεκατερός || Κάρπαθος || πολύχρωμος

ανεκατεύγω || Άνδρος, Νάξος, Τσεσμέ*, Χίος || ανακατεύω

ανεκατευτός || Σμύρνη || ανακατεμένος

ανεκατεύω || Άνδρος, Βουρλά*, Κρήτη, Μήλος, Σέριφος, Σύρος, Χίος || ανακατεύω

ανεκάτεψη || Κάρπαθος || ανακάτεμα

ανεκατόλακκος || Κύπρος || μαγγανοπήγαδο

ανέκατος [Βλαστός 1931] || αναγούλα

ανέκατος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Θήρα, Κρήτη, Κύθνος || ανακατεμένος

ανεκατουλεύγω || Κρήτη || ανακατεύω

ανεκατσιάρης || Κύπρος || σιχασιάρης

ανεκατσιώ || Κύπρος || σιχαίνομαι

ανεκατσουλομένος || Θήρα || αναμαλλιασμένος

ανεκατώβγω || Θήρα || ανακατεύω

ανεκατωγρζώ || Πάρος || αναποδογυρίζω

ανεκάτωμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανακάτεμα

ανεκατωμός [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Νάξος || ανακάτεμα

ανεκατώνομαι || Κρήτη || αναγουλιάζω

ανεκατώνομαι || Κρήτη || ταράζομαι

ανεκατώνουμαι [Βλαστός 1931] || αναγουλιάζω

ανεκατώνω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κρήτη, Πάρος, Σύρος || ανακατεύω

ανεκάτως || Πάρος || ανακάτεμα

ανεκάτωση || Κρήτη || ανακάτεμα

ανεκάτωση [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανακάτωση

ανεκατωσιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || Μεσσηνία || ανακάτεμα

ανεκατωσιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανακάτωση

ανεκατωσούρα [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Άνδρος, Κάρπαθος, Κρήτη, Μύκονος, Νάξος, Νίσυρος, Χίος || ανακατωσούρα

ανεκατωσούρης || Κάρπαθος, Νάξος, Χίος || ραδιούργος

ανεκάτωφλο || Θήρα || ανωφλοκάτωφλο

ανεκαψίδα || Θήρα || καούρα

ανεκδιήγητος || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || αμουλόητους || ανεκδιήγητος

ανεκδίκητος || λόγιο || αβδίκιωτος, αγδίκητος, αγδίκιωτος, αδίκιωτος, ανεγδίκιωτος || ανεκδίκητος

ανεκερκελώνω || Κρήτη || υποκινώ

ανεκερώνω || Κρήτη || αναγουλιάζω

ανεκεφαλιά || Κύπρος || ανοησία

ανεκεφαλιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || επιπολαιότητα

ανεκεφαλιά [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανοησία

ανεκέφαλος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || επιπόλαιος

ανεκέφαλος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανόητος

ανεκκλησιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αλειτουργιά

ανεκκλησίαστος || αγκλήσιαστος, αγκλήσιαστους, ακλήσαστους, ακλησίαστος, ακλήσιαστος, ακλήσιαστους, ανεγκλήσιαστος, ανεκλήσιαστος || ανεκκλησίαστος

ανεκλήσιαστος || Αρκαδία || ανεκκλησίαστος

ανεκοκαύκαλος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || επιπόλαιος

ανεκομπώνω || Σύρος || ανασκουμπώνω

ανέκοπα || Αρκαδία, Μάνη, Μεσσηνία, Τσακωνιά || ακούραστα

ανέκοπα || Θήρα || συνεχώς

ανεκοπή || Κάρπαθος || διακοπή

ανέκοπο || Τσακωνιά || ακόπιαστος

ανέκοπο || Τσακωνιά || ακούραστος

ανέκοπος || Αρκαδία, Αχαΐα, Κρήτη || άκοφτος

ανέκοπος [Βλαστός 1931] || ακόπιαστος

ανέκοπος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αδιάκοπος

ανέκοπος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη, Μάνη || ακούραστος

ανεκούκκουα || Κάρπαθος || ανακούρκουδα

ανεκουκλίντζω || Κάρπαθος || μνημονεύω

ανεκούκουα || Νίσυρος || ανακούρκουδα

ανεκουκουδρίζω || Θήρα || ανακουρκουδίζω

ανεκούκουρδα || Κέα || ανακούρκουδα

ανεκούκχουα || Νίσυρος || ανακούρκουδα

ανεκουλουρίδα || Κρήτη || παράκαμψη

ανέκουμα || Τήνος || σταμάτημα

ανεκούμπωμα || Νίσυρος || ανασκούμπωμα

ανεκουμπώννομαι || Νίσυρος || ανασκουμπώνομαι

ανεκουμπώννω || Απουλία, Κάρπαθος || ανασκουμπώνω

ανεκουμπώνομαι || Κάσος || ανασκουμπώνομαι

ανεκουμπώνω || Κάσο, Νίσυρος, Σύρος, Τήλος, Χίος || ανασκουμπώνω

ανεκούρκουα || Ικαρία, Κάρπαθος || ανακούρκουδα

ανεκούρκουβα || Κρήτη || ανακούρκουδα

ανεκουρκουβίζω || Κρήτη || ανακουρκουδίζω

ανεκουρκουβιστά || Κρήτη || ανακούρκουδα

ανεκούρκουδα || Θήρα, Κέα, Κρήτη, Μύκονος, Σμύρνη*, Σύρος, Τσεσμέ*, Χίος || ανακούρκουδα

ανεκουρκουδίζω || Κρήτη || ανακουρκουδίζω

ανεκούρκουτα || Προποντίδα* || ανακούρκουδα

ανεκούτραφας || Θήρα || κεφάλι

ανεκούτραφας || Θήρα || σβέρκος

ανεκουφίζω || Κρήτη || ανασηκώνω

ανεκουφίντζω || Κάρπαθος || ανασηκώνω

ανεκουφώ [Βλαστός 1931] || δημοτική || Κάρπαθος || ανασηκώνω

ανεκουφώ [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ελαφρώνω

ανεκπαίδευτος || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || απαίδευτος, απαίδιφτους # για ζώα: απαίδευτος, άπαιδος || ανεκπαίδευτος

ανεκράτηγος || Κέρκυρα || ασυγκράτητος

ανεκρεμαλιέμαι || Κάρπαθος || κρέμομαι

ανεκρεμαλίζομαι || Κάρπαθος || κρέμομαι

ανεκρέμαση || Κρήτη || ανομβρία

ανεκρεμμαλιέμαι || Κάρπαθος || κρεμιέμαι

ανεκρεμμαλίντζομαι || Κάρπαθος || κρεμιέμαι

ανεκρεμμαλιούμαι || Κάρπαθος || κρεμιέμαι

ανεκρεμώ || Ικαρία || κρεμιέμαι

ανεκρίζωτος || λόγιο || αγρίζευτος || ανεκρίζωτος

ανεκτέλι || Πάρος || προμετωπίδα

ανεκτικός || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || ακαταγύρευτος, αξισνόρστους, ασνέρστους, ασνόρστους || ανεκτικός

ανεκτίμητος || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || αξαγόραστος, αξαγόραστους, αξετίμητος, αξετίμωτος, αξιτίμουτους, αξιτίμτους, ατίμτους, αχτίμητος, αχτίμωτος || ανεκτίμητος

ανεκυκλίζω || Χίος || τυλιγαδιάζω

ανεκυκλίτζω || Απουλία || κουβαριάζω

ανεκυλίζω || Κρήτη || υποτροπιάζω

ανεκύλισμα || Κρήτη || υποτροπή

ανεκυλιώ || Κρήτη || υποτροπιάζω

ανέλα || Ζάκυνθος || κρίκος

ανελαγμός || Ανατολική Θράκη* || αλαλαγμός

ανελαδιά || Σύρος || αλαδιά

ανελαμπή || Θήρα, Κάρπαθος, Κρήτη, Μήλος, Νάξος, Σύρος, Τσεσμέ*, Χίος || αναλαμπή

ανελαμπή || Νάξος || λάμψη

ανελαμπή || Κάρπαθος, Νάξος || φλόγα

ανελαμπίδι || Κρήτη || προσάναμμα

ανελαμπίζω || Κύθνος || λαμπαδιάζω

ανελάντζω || Κάρπαθος || ξαναβλαστάνω

ανέλατος || Μέγαρα || γομαράγκαθο

ανελαφρώνω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ελαφρώνω

ανελάφρωτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναλάφρωτος

ανελάω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || καταστρέφω

ανελγώνω || Πάρος || λιώνω

ανελεήμονα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άσπλαχνα

ανελεήμονας [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άσπλαχνος

ανελέητος || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || αλεμόνητος || ανελέητος

ανέλειπα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || πλήρης

ανέλειπος [Βλαστός 1931] || δημοτική || πλήρης

ανελείχισμα || Νάξος || υγρασία

ανελείχω || Κρήτη, Νάξος || αναδίνω

ανελεμένος || Ρόδος || ολομόναχος

ανελέντο || Κύθηρα || αρνάκι

ανελέσω || Κρήτη || Κρήτη

ανελέτα || Νάξος, Χίος || σκουλαρίκι

ανελήβγκομαι || Κάρπαθος || εξαφανίζομαι

ανελήβγομαι || Πάρος || εξαφανίζομαι

ανελήβομαι || Μύκονος || εξαφανίζομαι

ανεληρίζω [Ηπίτης 1908] || Κάρπαθος || αυθαδιάζω

άνελιας || Ρόδος || σκουληκαντέρα

ανελιγαδιάζω || Κρήτη || τυλιγαδιάζω

ανέλιγος || Κρήτη || αρκετός

ανελιγώνω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναλιγώνω, ανελιγώνω || λιγώνω

ανελιγώνω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη, Σύρος || λιώνω

ανελιδιώ || Κάρπαθος || δακρύζω

ανελίζω [Ηπίτης 1908] || Κάρπαθος || ξετυλίγω

ανελίσφακο || Πάρος, Τήνος || φασκόμηλο

ανελίσφατο || Πάρος || φασκόμηλο

ανελισφατσιά || Πάρος || φασκομηλιά

ανέλιτε || Τσακωνιά || άλιωτος

ανελίφι || Κύπρος || αλιφάδι

ανελιώ || Κρήτη || ξετυλίγω

ανελιώ || Κρήτη || τυλιγαδιάζω

ανελίωμα || Νάξος || λιώσιμο

ανελιωμός || Νάξος || λιώσιμο

ανελιώνω || Θήρα, Λέρος || διαλύω

ανελιώνω || Κάρπαθος, Μύκονος, Χίος || λιώνω

ανελίωτος || Κάρπαθος || άλιωτος

ανελληρίζω [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Κάρπαθος || χλευάζω

ανέλλο [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άγκυρα

ανέλμα || Λέσβος || λιώσιμο

ανέλο || Ζάκυνθος || δαχτυλίδι

ανέλο || Κέρκυρα, Παξοί || κρίκος

ανέλο || Ζάκυνθος || σκουλαρίκι

ανέλπιδα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || απελπισμένα

ανέλπιδος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || απελπισμένος

ανελπισιά [Somavera 1709] || δημοτική || απελπισία

ανέλπιστα [Βλάχος 1659] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || ανάλπιστα, ανάρπιστα, ανεπόλπιστα, ανεπόρπιστα, ανέρπιστα, ανόλπιστα, ανόρπιστα || ανέλπιστα

ανέλπιστε || Τσακωνιά || ανέλπιστος

ανέλπιστος [Corona Preciosa 1527] || δημοτική || ανέλπιστε, ανέλπιστους, ανεπόλπιστος, ανέρπιστος, ανιπόρπιδος, ανιπόρπιστος, ανόλκιστε, ανόλπιστε, ανόλπιστος, ανόλπιστους, ανόρκιστε, ανόρπιστος || ανέλπιστος

ανέλπιστους || Καστοριά || ανέλπιστος

ανελσφακιά || Πάρος || φασκομηλιά

ανελσφάκο || Πάρος || φασκόμηλο

ανελσφατσά || Πάρος || φασκομηλιά

ανέλτους || Χαλκιδική || κοκαλιάρης

ανελυγκιάζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αηδιάζω

ανελυγκιάζω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αναγουλιάζω

ανελυγκιασιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αηδία

ανελύγκιασμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αηδία

ανελύγκιασμα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αναγούλα

ανελύγκιασμα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || λυγμός

ανελυγκιασμένος [Βλαστός 1931] || αηδιασμένος

ανελυγκιαστικός [Βλαστός 1931] || αναγουλιαστικός

ανελυγκιαστικός [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αηδιαστικός

ανελυγκιώ || Κάρπαθος || αναγουλιάζω

ανελυγκώ [Βλαστός 1931] || αναγουλιάζω

ανελυρίζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || περιγελώ

ανελύρισμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || περιγέλασμα

ανελυτής [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || καταστροφέας

ανελύω || Ινέπολη* || μουσκεύω

ανελώ || Κρήτη || ξετυλίγω

ανελώ [Βλαστός 1931] || δημοτική || Πάρος || λιώνω

ανελώ [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || καταστρέφω

ανέλωμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || καταστροφή

ανελωμός [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || εξέγερση

ανελώνομαι [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || εξεγείρομαι

ανέμ || Αδριανούπολη*, Αυδήμι*, Βελβεντός, Ευρυτανία, Ίμβρος, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Λαγκαδάς, Λάρισα, Λέσβος, Λευκάδα, Λουλέβουργας*, Νιγρίτα, Πάρος, Πιερία, Σάμος, Σαράντα Εκκλησιές*, Σκόπελος, Τρίκαλα, Τσακήλι*, Φθιώτιδα, Χαλκιδική || ανέμη

ανέμα || Βάτικα*, Σίλλη* || ανέμη

ανεμαεύγκω || Κάρπαθος || ξαναμαζεύω

ανεμάζωμα || Σύρος || συγύρισμα

ανεμάζωμα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || περισυλλογή

ανεμαζωμός || Κρήτη || συμμάζεμα

ανεμαζώνω || Κρήτη || τακτοποιώ

ανεμαζώνω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κρήτη || περισυλλέγω

ανεμαζωξάρης || Κρήτη || ξενομερίτης

ανεμάζωξη || Κρήτη || μάζωξη

ανεμαλαγιά || Χάλκη || ευκαιρία

ανεμάλαος || Νάξος || ανέγγιχτος

ανεμαλιάζω || Κρήτη, Σύρος || αναμαλλιάζω

ανεμαλιάρα || Κρήτη || αναμαλλιάρα

ανεμαλιάρα || Μύκονος || αναμαλλιασμένη

ανεμαλιάρης || Άνδρος || αχτένιστος

ανεμαλιάρης || Θήρα || ξεσκούφωτος

ανεμαλιαριά || Θήρα || αναμαλλιασμένη

ανεμαλιαρίζζομαι || Κως || ξεσκουφώνομαι

ανεμαλιαρισμένος || Κως || ξεσκούφωτος

ανεμαλιάρκος || Σαράντα Εκκλησιές* || ανεμαλιάρκος

ανεμαλίδα || Σωζόπολη* || δαμάλα

ανεμαλλαρζά || Κάλυμνος || αναμαλλιασμένη

ανεμαλλαριά || Χάλκη || αχτένιστη

ανεμαλλιάρης || Κάλυμνος, Κάρπαθος, Νίσυρος, Νάξος || αναμαλλιασμένος

ανεμαλλιάρης || Νίσυρος || αχτένιστος

ανεμάλλιαρος || Νίσυρος || αναμαλλιασμένος

ανεμαλώνι [Βλαστός 1931] || δημοτική || ηλιοστέφανο

ανεμάνθρωπος || Κρήτη || τιποτένιος

ανεμάνθρωπος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || επιπόλαιος

ανεμασιώ || Κάρπαθος || μηρυκάζω

ανεμασκιώ || Κάρπαθος || μηρυκάζω

ανεμασουλίζω || Θήρα || μηρυκάζω

ανεμασώ || Θήρα, Κάρπαθος, Κρήτη, Νάξος || μηρυκάζω

ανέματε || Τσακωνιά || αβόσκητος

ανεμβολίαστος || λόγιο || αβατσινάριστος, αβατσιάνιαστους, αβατσίννιαστους, αβατσίνουτους, αβατσούνιαστος, αβετσινάριστος, αματσίννιαστους || ανεμβολίαστος

ανέμελα [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || ανάμελα || ανέμελα

ανεμελιά [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αμελιά, αμελία, αμελίγια, αμιλιά, αναμελιά, αναμελία, αναμιλιά, ανιμελιά, ανιμιλιά || ανεμελιά

ανεμελιάρης || Κρήτη || ανέμελος

ανέμελος [Κοντόπουλος 1903] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || άμελος, ανάμελε, ανάμελες, αναμελής, αναμελητής, ανάμελλντος, ανάμελος, ανάμιλους, ανεμελιάρης, ανέμιλους, ανίμελλντος, ανίμελος || ανέμελος

ανεμεντζαρίντζω || Κάρπαθος || τακτοποιώ

ανεμεντζέρω || Κάρπαθος || τακτοποιώ

ανεμένω || Αρκαδία, Αχαΐα, Θήρα, Κάρπαθος, Κρήτη, Λακωνία, Μάνη, Νάξος || περιμένω

ανέμεσα || Κωνσταντινούπολη || ανάμεσα

ανεμεταξύ || Κρήτη || μεταξύ

ανεμέτρηγος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αμέτρητος

ανεμέτρητος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αμέτρητος

ανέμη || & Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κάλυμνος, Κορινθία, Κρήτη, Κως, Λευκάδα, Μεσσηνία, Μύκονος, Νάξος, Νίσυρος, Παξοί, Ρόδος, Χάλκη, Χίος || ανέμη

άνεμη || Ρόδος || ανωνίδα

ανέμη [Meursius 1614] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || ανέα, ανέμ, ανέμα, ανέμι, ανεμίδα, ανεμίδι, ανεμίδιν, ανεμοδούρα, ανεμοστάθη, άνιμη, ανίμι, ανι, ίδ, ανιμουδούρα, νίμι || ανέμη

ανέμι || Τσακωνιά || ανέμη

ανέμι [Βλαστός 1931] || άνεμος

ανέμι [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αεράκι

ανεμιαλιά || Ζάκυνθος, Κεφαλονιά || ανοησία

ανέμιαλος || Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κύπρος, Μήλος, Λευκάδα || άμυαλος

ανέμιαλους || Χαλκιδική || επιπόλαιος

ανεμίδα [Βλαστός 1931] || δημοτική || Κοτύωρα* || ανέμη

ανεμίδα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανεμίδι

ανεμίδι [Βλαστός 1931] || ανέμη

ανεμίδι [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Ζάκυνθος || αεράκι

ανεμίδι [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || όργανο υφαντικής: αναμίδα || ανεμίδι

ανεμίδιν [Ηπίτης 1908] || Οινόη* || ανέμη

ανεμίζζω || Καλαβρία || λιχνίζω

ανεμίζου || Χαλκιδική || σαλεύω

ανεμίζουμαι [Βλαστός 1931] || ανεμίζουμαι, ανιμίζουμι || ανεμίζομαι

ανεμίζω || Σωζόπολη* || βρίζω

ανεμίζω || Κρήτη || διαισθάνομαι

ανεμίζω || Κάλυμνος, Κύπρος || λιχνίζω

ανεμίζω || Κρήτη || προαισθάνομαι

ανεμίζω [Somavera 1709] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || ανεμίντζω, ανεμοπουλίζω, ανιμίζου, νεμίζω || ανεμίζω

ανεμικά [Ηπίτης 1908] || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Οινόη*, Σάντα*, Τραπεζούντα* || ρευματισμοί

ανεμική [Legrand 1882] || δημοτική || Κρήτη || ανεμοστρόβιλος

ανεμική [Βλαστός 1931] || Κρήτη || άνεμος

ανεμική [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αερικό

ανεμική [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κύθηρα, Κύπρος, Νάξος || θύελλα

ανεμικιόρος || Κρήτη || αχάριστος

ανεμικό [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Ζάκυνθος, Ήπειρος || αερικό

ανεμικόν || Κάρπαθος || θύελλα

ανεμικός [Βλαστός 1931] || ανεμισμένος

ανεμιλησά || Νάξος || μουγγαμάρα

ανέμιλους || Ίμβρος, Λήμνος, Σάμος, Τήνος || ανέμελος

ανέμιν || Κύπρος || άνεμος

ανεμίντζω || Κάρπαθος || ανεμίζω

ανέμιξ || Ίμβρος || εργατικότητα

ανέμισμα || Κέρκυρα || λίχνισμα

ανέμισμα || Παξοί || σπατάλη

ανέμισμαν || Κύπρος || λίχνισμα

ανεμισμένος [Βλαστός 1931] || ανεμικός || ανεμισμένος

ανεμιστήρι [Σκαρλάτος 1832] || δημοτική || βεντάλια

ανεμιστής [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κύπρος || λιχνιστής

ανεμίστρης || Κάρκυρα, Παξοί || σπάταλος

ανεμιτζή || Κύπρος || θύελλα

ανεμίτζω || Απουλία, Καλαβρία || λιχνίζω

ανεμκό || Κύμη || ερυσίπελας

ανέμμηστος || Κάρπαθος, Ρόδος || αφύτρωτος

ανεμμώ || Κάρπαθος || φυτρώνω

ανεμνιά || Πάρος || άπνοια

ανέμνιαλους || Σάμος || άμυαλος

άνεμο || Απουλία, Προποντίδα*, Τσακωνιά || άνεμος

ανεμοάμης || Κάρπαθος || κιρκινέζι

ανεμόαρτος [Ηπίτης 1908] || Κάρπαθος || ανεμοδαρμένος

ανεμοβασταΐδι || Πάρος || κηλεπίδεσμος

ανεμοβλοά || Κάρπαθος || ανεμοβλογιά

ανεμοβλογιά || & Ζάκυνθος, Μάνη, Πάργα, Χίος || ανεμοβλογιά

ανεμοβλογία || Μέγαρα || ανεμοβλογιά

ανεμοβλογιά [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || ανεμοβλοά, ανεμοβλογία, ανεμοβλόι, ανεμοφλογιά, ανιμουβλογιά, ανιμουβλουγιά, αραποβλογιά || ανεμοβλογιά

ανεμοβλόι || Μάνη || ανεμοβλογιά

ανεμόβογγο [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεμοβοή

ανεμοβοή [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεμόβογγο || ανεμοβοή

ανεμοβούρης || Κύπρος || επιπόλαιος

ανεμοβραχιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεμόβραχος

ανεμόβραχος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεμοβραχιά || ανεμόβραχος

ανεμόβρεχο || Πάργα || ανεμοβρόχι

ανεμοβροντάω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || κλάνω

ανεμοβροντίζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || κλάνω

ανεμοβροντώ [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || κλάνω

ανεμοβροσή || Κύπρος || ανεμοβρόχι

ανεμοβρόσιν || Κύπρος || ανεμοβρόχι

ανεμοβρόχ || Πάρος || ανεμοβρόχι

ανεμοβροχή [Βεντότης 1790] || δημοτική || Χίος || ανεμοβρόχι

ανεμοβρόχι [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || ανεμόβρεχο, ανεμοβροσή, ανεμοβρόσιν, ανεμοβρόχ, ανεμοβροχή, ανεμοβροχιά, ανεμόβροχο, ανεμόβροχον, ανιμόβριχου, ανιμόβρουχας, ανιμόβρουχου, ανιμουβρουχή, ανιμουβρόχ, ντουρλάπ, ντρουλάπ || ανεμοβρόχι

ανεμοβροχιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || ανεμοβρόχι

ανεμόβροχο [Legrand 1882] || δημοτική || Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Ήπειρος, Θήρα, Κεφαλονιά, Κρήτη, Λακωνία, Μάνη, Πάργα, Ρόδος, Σύρος || ανεμοβρόχι

ανεμόβροχον || Κάρπαθος, Ρόδος || ανεμοβρόχι

ανεμογαζού || Αρκαδία || αερικό

ανεμογαζού || Αίγινα, Αρκαδία || ανεμοστρόβιλος

ανεμογαζούδα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αερικό

ανεμογαζούρα || Αρκαδία || ανεμοστρόβιλος

ανεμογαμάκι [Απαλοδήμος 1988] || κιρκινέζι

ανεμογάμης [Somavera 1709] || δημοτική || Άνδρος, Ζάκυνθος, Κάλυμνος, Κάρυστος, Κύθηρα, Κρήτη, Κύπρος, Μέγαρα, Νίσυρος, Παξοί, Ρόδος || κιρκινέζι

ανεμογάμης [Απαλοδήμος 1988] || βραχοκιρκίνεζο

ανεμογάμι || Θεσπρωτία, Τσακωνιά || κιρκινέζι

ανεμόγαμος || Λακωνία || κιρκινέζι

ανεμογάμς || Σάντα* || κιρκινέζι

ανεμογγάστρι || & Αρκαδία, Βουρλά*, Ηλεία, Καστελλόριζο, Λευκάδα, Μεσσηνία, Πάργα, Τσακήλι* || ανεμογγάστρι

ανεμογγάστρι [Βλάχος 1897] || δημοτική || αερογγάστρι, ανεγγαστρία, ανεμαγγαστριά, ανεμογγαστριά, ανεμογγαστρία, ανεμογγαστρία, ανεμογγαστριγιά, ανεμογγάστριν, ανεμόγγαστρο, ανιμαγγάστρ, ανιμουγγάστρ, ανιμουγγαστριά, τουμπανάς || ανεμογγάστρι

ανεμογγαστρία || Ζάκυνθος, Μάνη || ανεμογγάστρι

ανεμογγαστριά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Λακωνία, Χιμάρα || ανεμογγάστρι

ανεμογγαστριά [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Πάργα || ανεμογγάστρι

ανεμογγαστριγιά || Κόνιτσα || ανεμογγάστρι

ανεμογγάστριν || Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κύπρος || ανεμογγάστρι

ανεμόγγαστρο || Σύρος, Τσεσμέ* || ανεμογγάστρι

ανεμογδάρτης [Βλαστός 1931] || αγιογδύτης

ανεμογιάννης [Απαλοδήμος 1988] || κιρκινέζι

ανεμογλέντι [Γεννάδιος 1914] || περδικάκι

ανεμογύρι [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεμοστρόβιλος

ανεμογυρίζω || Κύθνος || εξαφανίζω

ανεμογυρίζω || Κρήτη || σουλατσάρω

ανεμογύριστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αλλοπρόσαλος

ανεμόγυρος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κύπρος || ανεμοστρόβιλος

ανεμοδαρμένος [Ηπίτης 1908] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || ανεμόαρτος, ανεμόδαρτος, ανεμοδούρικος, ανεμοτάραχτος, ανεμοτράνταχτος || ανεμοδαρμένος

ανεμόδαρτος [Βλαστός 1931] || δημοτική || ανεμοδαρμένος

ανεμοδείκτης || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || ανεμοδείχτης, ανεμοδούρα, ανεμοδούρι, ανεμολόγος, ανεμολόος, ανεμόστροφο, ανεμούρι, ανιμουδούρα, μπαντερόλι, νιμοδούρα || ανεμοδείκτης

ανεμοδείχτης || Ζάκυνθος, Κρήτη || ανεμοδείκτης

ανεμοδέρνομαι [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αγεροσέρνομαι, αεροδέρνομαι, αεροσέρνομαι, ανεμοδέρομαι || ανεμοδέρνομαι

ανεμοδέρομαι || Θεσπρωτία || ανεμοδέρνομαι

ανεμοδουλειά [Legrand 1882] || δημοτική || ματαιοπονία

ανεμοδουλιά || Κάλυμνος || προχειροδουλειά

ανεμόδουλος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κάλυμνος || άστατος

ανεμοδούρα [Legrand 1882] || δημοτική || Ηλεία || ανέμη

ανεμοδούρα [Βλαστός 1931] || δημοτική || Ηλεία, Κύθηρα, Λακωνία || ανεμοδείκτης

ανεμοδούρα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άστατος

ανεμοδούρα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Βάτικα*, Λακωνία, Χαβουτσί* || ανεμοστρόβιλος

ανεμοδούρης || Κρήτη || τιποτένιος

ανεμοδούρης [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κύθηρα || άστατος

ανεμοδούρητος || Κέρκυρα || λιγόζωος

ανεμοδούρι [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανεμοδείκτης

ανεμοδούρι [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανεμοστρόβιλος

ανεμοδούρικος || Νίσυρος || ανεμοδαρμένος

ανεμοδόχος || Μύκονος || ίριδα (ουράνιο τόκο)

ανεμοζάλη [Meursius 1614] || δημοτική || Άνδρος, Ζάκυνθος, Νάξος, Χίος || θύελλα

ανεμοζάλη [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Μάνη || ανεμοστρόβιλος

ανεμοζαλισμένος [Λεξικό Δημητάκου 1933] || δημοτική || ανεμοζάλιστος || ανεμοζαλισμένος

ανεμοζάλιστος [Λεξικό Δημητάκου 1933] || δημοτική || ανεμοζαλισμένος

ανεμοθύελλα || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || βούρσμα || ανεμοθύελλα

ανεμοίραγος [Λεξικό Δημητάκου 1933] || δημοτική || Κέρκυρα, Κορινθία || αμοίραστος

ανεμοίραος || Κέρκυρα, Παξοί || αμοίραστος

ανέμοιρος || Κρήτη, Παξοί || άμοιρος

ανεμοκαίρι [Βλαστός 1931] || δημοτική || ανεμόκαιρος

ανεμοκαιριά [Βλαστός 1931] || δημοτική || ανεμόκαιρος

ανεμοκαιρός [Βλαστός 1931] || ανεμοκαιρία

ανεμόκαιρος [Βλαστός 1931] || δημοτική || ανεμοκαίρι, ανεμοκαιριά, ανεμοκαιρός, ανεμότσαιρε, ανεμοτσάταλε || ανεμόκαιρος

ανεμοκαίω [Λεξικό Δημητάκου 1933] || δημοτική || ματαιοπονώ

ανεμοκαλή || Τραπεζούντα* || αερικό

ανεμοκαλίτζα || Σάντα*, Χαλδία* || αερικό

ανεμόκαμα [Λεξικό Δημητάκου 1933] || δημοτική || νοτιοδυτικός

ανεμοκάμηλο [Λεξικό Δημητάκου 1933] || δημοτική || χαμελαίοντας

ανεμοκάπνιστος || Κεφαλονιά, Λακωνία || άφαντος

ανεμοκαύκαλος [Legrand 1882] || δημοτική || φαντασμένος

ανεμοκιόρης || Καστελλόριζο || αχάριστος

ανεμοκλάδι [Γεννάδιος 1914] || περδικάκι

ανεμοκλείδι [Γεννάδιος 1914] || περδικάκι

ανεμοκλείτι [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || περδικάκι

ανεμοκλείτι [Χελδράιχ 1926] || σπασόχορτο

ανεμόκνα || Τσακήλι* || αιώρα

ανεμοκόπελο || Κρήτη || παλιόπαιδο

ανεμοκόρης || Φούρνοι || αχάριστος

ανεμοκούν || Κοτύωρα*, Χαλδία* || ανεμόκουνια

ανεμόκουνα || Σύρος || αιώρα

ανεμοκούνα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αιώρα

ανεμοκουνάω [Λεξικό Δημητάκου 1933] || δημοτική || ανεμοκουνώ

ανεμοκούνι || Οινόη*, Σαμψούντα* || ανεμόκουνια

ανεμοκούνι [Ηπίτης 1908] || δημοτική || αιώρα

ανεμοκούνια || Ρόδος || ανεμόκουνια

ανεμοκούνια [Βλαστός 1931] || νάκα

ανεμοκούνια [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αιώρα

ανεμόκουνια [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || αιώρα

ανεμόκουνια [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || αλιμακούνι, αλιμεκούνι, αμανόκουννα, ανεμοκούν, ανεμοκούνι, ανεμοκούνια, ανεμοκούνιν, ανιμόκνα, ανιμόκνια, σανιωτή || ανεμόκουνια

ανεμοκούνιν || Κερασούντα*, Οινόη* || ανεμόκουνια

ανεμοκουνώ [Λεξικό Δημητάκου 1933] || δημοτική || ανεμοκουνάω, ανιμουκνώ || ανεμοκουνώ

ανεμοκυκλίζομαι || Κύθνος || εξαφανίζομαι

ανεμοκυκλίζομαι [Λεξικό Δημητάκου 1933] || δημοτική || στροβιλίζομαι

ανεμοκυκλίζου || Μάνη || σουλατσάρω

ανεμοκυκλογυριστός [Λεξικό Δημητάκου 1933] || δημοτική || στροβιλιζόμενος

ανεμοκυκλοπόδης [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη || γοργοπόδαρος

ανεμοκυκλοπόης [Ηπίτης 1908] || Κάρπαθος || γοργοπόδαρος

ανεμοκυλώ || Κρήτη || στροβιλίζω

ανεμόκωλος || Αρκαδία, Αχαΐα, Ιθάκη, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία || ανεμοστάτης

ανεμόκωλος || Σωζόπολη* || ανεμοστρόβιλος

ανεμολογάω [Λεξικό Δημητάκου 1933] || δημοτική || φλυαρώ

ανεμολόγος || Κρήτη || ανεμοδείκτης

ανεμολόγος || Ικαρία || καμινάδα

ανεμολόγος [Germano 1622] || φυσητήρι

ανεμολόγος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || φλύαρος

ανεμολογώ [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || φλυαρώ

ανεμολόος || Μύκονος || ανεμοδείκτης

ανεμολόος || Κάρπαθος || φλόκος

ανεμολός || Νίσυρος || καμινάδα

ανεμολός || Κάρπαθος || φλόκος

ανεμόλοχος || Αυλωνάρι, Κονίστρες || ανεμοστρόβιλος

ανεμομαδέματα || Ρόδος, Σύμη || ανεμομαζώματα

ανεμομάεμα || Ρόδος || ερυσίπελας

ανεμομαέματα || Κάλυμνος, Κως, Ρόδος || ανεμομαζώματα

ανεμομάζεμα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανεμομάζωμα

ανεμομαζέματα || Κύμη, Νίσυρος, Ρόδος || ανεμομαζώματα

ανεμομάζουμα || Μάνη || ανεμομάζωμα

ανεμομάζωμα [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || ανεμομάζεμα, ανεμομάζουμα || ανεμομάζωμα

ανεμομαζώματα || & Αμοργός, Αρκαδία, Αχαΐα, Δαρδανέλια*, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύμη, Κύπρος, Κως, Λακωνία, Μεσσηνία, Νάξος, Σαράντα Εκκλησιές*, Σκύρος, Τήλος, Χίος || ανεμομαζώματα

ανεμομαζώματα [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || ανεμομαδέματα, ανεμομαέματα, ανεμομαζέματα, ανεμομαζώμτα, ανιμουμαζώματα || ανεμομαζώματα

ανεμομαζώμτα || Κρήτη, Λακωνία || ανεμομαζώματα

ανεμομαζώνου || Μάνη || ανεμομαζώνω

ανεμομαζώνω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανεμομαζώνου || ανεμομαζώνω

ανεμομιλάω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || φλυαρώ

ανεμομιλητής [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || φλύαρος

ανεμομιλιά [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || φλυαρία

ανεμομιλώ [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || φλυαρώ

ανεμομπούλα || Ήπειρος || αναμπουμπούλα

ανεμομπουμπούλα || Κύθηρα || αναμπουμπούλα

ανεμόμυλας || Λακωνία, Μάνη || ανεμόμυλος

ανεμόμυλε || Τσακωνιά || ανεμόμυλος

ανεμομύλι || Κάρπαθος || ανεμόμυλος

ανεμόμυλος [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || αερόμυλεαναμόμυλος, ανεμόμυλας, ανεμόμυλε, ανεμομύλι, ανιμόμλους, ανιμόμπλους, αρμενάς, λιμόμουλο || ανεμόμυλος

ανεμοντζάλη || Χίος || θύελλα

ανεμοούρι || Κάρπαθος || ανεμοστρόβιλος

ανεμοούριν || Κάρπαθος || θύελλα

ανεμοπαρμένος || αγερόσουρτος, ανεμόπαρτος, ανιμουπαρμένους || ανεμοπαρμένος

ανεμόπαρτος [Λεξικό Δημητάκου 1933] || δημοτική || ανεμοπαρμένος

ανεμοπάτης || Ρόδος || γοργοπόδαρος

ανεμοπόας || Κύπρος || γοργοπόδαρος

ανεμοπόδαρος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Μάνη || γοργοπόδαρος

ανεμοπόδας [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη || γοργοπόδαρος

ανεμόποδας [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Άνδρος, Εύβοια, Κρήτη, Κως, Μύκονος, Νάξος, Ρόδος, Σέριφος, Σίφνος, Χίος || ανεμοστάτης

ανεμόποδας [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανεμοφράκτης

ανεμοπόδης [Βλαστός 1931] || δημοτική || Ήπειρος, Κερασούντα*, Μάνη, Τρίπολη* || γοργοπόδαρος

ανεμόποδο || Κάρυστος, Πάρος, Σίφνος || ανεμοστάτης

ανεμόποδος [Deheque 1825] || ανεμοστάτης

ανεμόποδος [Legrand 1882] || δημοτική || γοργοπόδαρος

ανεμοπόδτς || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || γοργοπόδαρος

ανεμόπουας || Κως || ανεμοστάτης

ανεμοπούλι || Κύθηρα || κιρκινέζι

ανεμοπούλι [ΙΛΝΕ 1980] || βραχοκιρκίνεζο

ανεμοπουλίζω || Κέρκυρα || ανεμίζω

ανεμοπουλλίτσι || Κως || αναμπουμπούλα

ανεμόπουλο || Κύθηρα || κιρκινέζι

ανεμοπύρ || Λευκάδα || ερυσίπελας

ανεμοπύρασμα || Τσακωνιά || ερυσίπελας

ανεμοπύρι || Αχαΐα, Ζάκυνθος, Κορινθία, Λακωνία || ερυσίπελας

ανεμοπύρι || Ηλείας || νοτιοδυτικός

ανεμοπύρι [Χελδράιχ 1926] || λαφόκλαδο

ανεμόπυρο || Αρκαδία, Ηλεία || ερυσίπελας

ανεμοπύρωμα [Somavera 1709] || δημοτική || Άνδρος, Αρκαδία, Βάτικα*, Βουρλά*, Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Καλλίπολη*, Κάρπαθος, Κάσος, Κέρκυρα, Κύθηρα, Λέρος, Λευκάδα, Μάνη, Μέγαρα, Μύκονος, Παξοί, Πάργα, Πάρος, Σαράντα Εκκλησιές*, Τρίγλια*, Τσακήλι*, Τσακωνιά, Χαβουτσί*, Χιμάρα || ερυσίπελας

ανεμοπύρωμα [Γεννάδιος 1914] || Κάσος || λαφόκλαδο

ανεμοπύρωμαν || Κερασούντα*, Κύπρος || ερυσίπελας

ανεμοραΐδα || Νάξος || νεράιδα

ανεμοριάρικος || Κόνιτσα || ειδικός

ανεμορίπισμα || Μάνη || ανεμορριπή

ανεμορούφλας || Λευκάδα || ανεμοστρόβιλος

ανεμορούφουλας [Βλάχος 1897] || δημοτική || Ζάκυνθος, Κεφαλονιά, Κρήτη, Λακωνία, Λευκάδα, Μεσσηνία || ανεμοστρόβιλος

ανεμορούφουλο || Ηλεία || ανεμοστρόβιλος

ανεμορπή || Κεφαλονιά || ανεμορριπή

ανεμορπή [Legrand 1882] || δημοτική || ανεμορριπή

ανεμορράχη [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεμόρραχη || ανεμορράχη

ανεμόρραχη [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεμορράχη

ανεμορριπή || λόγιο || αγρανεμία, αγρανεμίγια, αγροανεμία, αγρονιμία, αγρονιμίγια, ανεμορίπισμα, ανεμορπή || ανεμορριπή

ανεμορρούφουλος [Legrand 1882] || δημοτική || ανεμοστρόβιλος

άνεμος || & Αδριανούπολη*, Αίνος*, Αμοργός, Ανάφη, Άνδρος, Αργολίδα, Αρκαδία, Αχαΐα, Θεσπρωτία, Θήρα, Ικαρία, Ινέπολη*, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κάρυστος, Καστελλόριζο, Κέα, Κερασούντα*, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύθηρα, Κύθνος, Κύμη, Κύπρος, Λακωνία, Λευκάδα, Μάνη, Μεσσηνία, Μήλος, Νάξος, Νίσυρος, Οινόη*, Όφις*, Ρόδος, Σαμψούντα*, Σάντα*, Σινασός*, Σκύρος, Σύμη, Τραπεζούντα*, Φάρασα*, Χαλδία*, Χίος || άνεμος

άνεμος || Σινασός*, Στενήμαχος*, Τσακήλι* || διάβολος

άνεμος || Κοτύωρα* || ρευματισμοί

άνεμος [Corona Preciosa 1527] || δημοτική || συχν. εμφ. 4 || Swadesh List 163 | Atlas Linguarum Europae 11 | Buck List 1.72 | αγέρας, αγέρι, αγερικό, ανέμι, ανέμιν, ανεμική, άνεμο, άνιμο, άνιμος, άνιμου, άνιμους, άνομος, άνουμους, ξαερό, ταρός || άνεμος

ανεμοσάλεμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη || αεράκι

ανεμοσάλευμα [Legrand 1882] || αεράκι

ανεμόσαρκος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || άπαχος

ανεμοσβουλή || Μάνη || ανεμοστρόβιλος

ανεμόσκαλα [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || ανιμόσκαλα || ανεμόσκαλα

ανεμοσκέπη [Germano 1622] || δημοτική || ανεμοφράχτης

ανεμοσκονίζω || Κύθνος || σπαταλώ

ανεμοσκορπάω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανεμοσκορπίζω

ανεμοσκορπίζου || Μάνη || ανεμοσκορπίζω

ανεμοσκορπίζω [Βλάχος 1897] || δημοτική || αναμπλάννου, ανεμοσκορπάω, ανεμοσκορπίζου, ανεμοσκορπού, ανεμοσκορπώ || ανεμοσκορπίζω

ανεμοσκορπίζω [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || σπαταλώ

ανεμοσκορπισμένος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεμοσκόρπιστος, ανεμόφαντος, ανεμόχυτος || ανεμοσκορπισμένος

ανεμοσκόρπιστος [Legrand 1882] || δημοτική || ανεμοσκορπισμένος

ανεμοσκορπού || Μάνη || ανεμοσκορπίζω

ανεμοσκορπώ || Κύθνος || σπαταλώ

ανεμοσκορπώ [Somavera 1709] || δημοτική || Κύθνος || ανεμοσκορπίζω

ανεμόσουπα [Legrand 1882] || δημοτική || ψωμόσουπα

ανεμοσουρά || Κίμωλος || ανεμοστρόβιλος

ανεμοσούρα || Λευκάδα || ανεμοσούρι

ανεμοσούρι [Ηπίτης 1908] || Ήπειρος || ανεμοστοίβαγμα

ανεμοσούρι [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || δυνατός άνεμος με βοή: ανεμοσούρα, ανεμοσούρισμα, ανιμουσούρ || ανεμοσούρι

ανεμοσούρισμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Λακωνία || ανεμοσούρι

ανεμοσούρισμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Ήπειρος || ανεμοστοίβαγμα

ανεμοστάθη || Στενήμαχος* || ανέμη

ανεμοστάθς || Σαράντα Εκκλησιές*, Τσακήλι* || ανεμοστάτης

ανεμοσταλιά || Κάλυμνος || διάλειμμα

ανεμόσταλο [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεμοστάτης

ανεμόσταλος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Εύβοια, Μέγαρα || ανεμοστάτης

ανεμόσταμο || Κύμη || ανεμοστάτης

ανεμοστάτης || λόγιο || η βάση της Ανέμης: ανεμόκωλος, ανεμόποδας, ανεμόποδο, ανεμόποδος, ανεμόπουας, ανεμοστάθς, ανεμόσταλο, ανεμόσταλος, ανεμόσταμο, ανεμόστυλος, ανιμόκουλους, ανιμόσταλους, ανιμόσταμα, ανιμουστάθς, ανιμουστάτ, πεδάνεμο, πεντάνεμο, ποδάνεμον, ποδάνιμο, ποντάμεμο, ποντάνεμο || ανεμοστάτης

ανεμοστάτης [Legrand 1882] || δημοτική || ανεμοφράκτης

ανεμοστοίβαγμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || χιονιού: ανεμοσούρι, ανεμοσούρισμα, ανεμοστοίβασμα, ανεμοστοιβή, ανημουσιούρσμα, ανημουστίβασμα, ανιμουσούρ, ανιμουσούριγμα, ανιμουσούρσμα || ανεμοστοίβαγμα

ανεμοστοίβασμα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανεμοστοίβαγμα

ανεμοστοιβή [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανεμοστοίβαγμα

ανεμοστριφούλα || Λακωνία || ανεμοστρόβιλος

ανεμοστρίφουλας [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κύθνος, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία, Σύρος || ανεμοστρόβιλος

ανεμοστριφουλίζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεμοστροβιλίζω

ανεμοστρίφουλο || Κύθνος, Μάνη, Σίφνος || ανεμοστρόβιλος

ανεμοστρίφτουλας [Legrand 1882] || δημοτική || Κεφαλονιά || ανεμοστρόβιλος

ανεμοστρόβιλας || Ήπειρος, Κύθνος, Λευκάδα, Μύκονος || ανεμοστρόβιλος

ανεμοστροβιλίζομαι [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεμοτουρλιάζω || ανεμοστροβιλίζομαι

ανεμοστροβιλίζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεμοστριφουλίζω || ανεμοστροβιλίζω

ανεμοστρόβιλο (το) [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανεμοστρόβιλος

ανεμοστρόβιλος [Βλάχος 1659] || συχν. εμφ. 3 || αγερικό, αναφούρ, ανεμική, ανεμογαζού, ανεμογαζούρα, ανεμογύρι, ανεμόγυρος, ανεμοδούρα, ανεμοδούρι, ανεμοζάλη, ανεμόκωλος, ανεμόλοχος, ανεμοούρι, ανεμορούφλας, ανεμορούφουλας, ανεμορούφουλο, ανεμορρούφουλος, ανεμοσβουλή, ανεμοσουρά, ανεμοστριφούλα, ανεμοστρίφουλας, ανεμοστρίφουλο, ανεμοστρίφτουλας, ανεμοστρόβιλας, ανεμοστρόβιλο (το), ανεμοστρόβλας, ανεμοστρούβιλος, ανεμοστρόβουλε, ανεμοστρόιλον, ανεμοστρόιλος, ανεμοστρούφιλας, ανεμοστρούφιλος, ανεμοστρούφλο, ανεμοστρούφουλας, ανεμοστρούφουλο, ανεμοστρόφιλας, ανεμοστρόφιλε, ανεμοστροφιλιά, ανεμοστρόφιλλας, ανεμοστρόφιλλντος, ανεμοστρόφιλο, ανεμοστρόφιλος, ανεμοστρόφλας, ανεμοστρόφο, ανεμοστρόφος, ανεμοστροφούα, ανεμοταραχή, ανεμότζυκλος, ανεμότουρλα, ανεμότουρλο, ανεμοτσουράδα, ανεμούρα, ανεμούρι, ανεμόυρος, ανεμούστρουλλας, ανεμόχολος, ανερούφουλας, ανιμόστρουφους, ανιμοστρόφιντο, ανιμουδούρα, ανιμουρούφλας, ανιμουσβούρα, ανιμουσούρ, ανιμουσούρντσμα, ανιμουσουρστής, ανιμουστρέφλας, ανιμουστρόβιλους, ανιμουστρόβουλους, ανιμουστρόμιλους, ανιμουστρουμπούλα, ανιμουστρουπούλα, ανιμουστρόφλας, ανιμουστρόφλου, ανιμουστρόφλους, ανιμουστρόφους, ανιμουσφίδα, αρεφουλιά, καλοτσουράδα, μονοστρόφιντο, ρούφουλας, σούφιν, σούφνας, στρόβιλας || ανεμοστρόβιλος

ανεμοστρόβλας || Λευκάδα || ανεμοστρόβιλος

ανεμοστρόβουλε || Βάτικα*, Χαβουτσί* || ανεμοστρόβιλος

ανεμοστρόιλον || Κάρπαθος, Κως || ανεμοστρόβιλος

ανεμοστρόιλος || Κάρπαθος || ανεμοστρόβιλος

ανεμοστρούβιλος || Κύθνος || ανεμοστρόβιλος

ανεμοστρούφιλας [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεμοστρόβιλος

ανεμοστρούφιλος || Κεφαλονιά || ανεμοστρόβιλος

ανεμοστρούφλο || Πάρος || ανεμοστρόβιλος

ανεμοστρούφουλας || Αχαΐα, Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Λακωνία || ανεμοστρόβιλος

ανεμοστρούφουλο || Ζάκυνθος || ανεμοστρόβιλος

ανεμόστροφα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγύριστα

ανεμοστρόφημαν || Κύπρος || στρέβλωση

ανεμοστρόφιλας || Άνδρος, Αρκαδία, Κεφαλονιά, Κονίστρες, Μύκονος, Παλιά Αθήνα || ανεμοστρόβιλος

ανεμοστρόφιλε || Τσακωνιά || ανεμοστρόβιλος

ανεμοστροφιλιά || Νάξος || ανεμοστρόβιλος

ανεμοστρόφιλλας || Σύμη || ανεμοστρόβιλος

ανεμοστρόφιλλντος || Ρόδος || ανεμοστρόβιλος

ανεμοστρόφιλο || Αχαΐα, Βιθυνία*, Ήπειρος, Κορινθία, Κύμη, Νάξος || ανεμοστρόβιλος

ανεμοστρόφιλος [Legrand 1882] || δημοτική || Κέα, Κέρκυρα, Κρήτη, Κύθηρα, Κύθνος, Μύκονος, Νάξος, Φιλιππούπολη* || ανεμοστρόβιλος

ανεμοστρόφλας || Μύκονος || ανεμοστρόβιλος

ανεμοστρόφο || Χαβουτσί* || ανεμοστρόβιλος

ανεμόστροφο [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || ανεμοδείκτης

ανεμοστρόφος || Τσακήλι* || ανεμοστρόβιλος

ανεμόστροφος || Κύπρος || στρεβλός

ανεμοστροφούα || Χαβουτσί* || ανεμοστρόβιλος

ανεμοστροφώ || Κύπρος || στρεβλώνω

ανεμόστυλος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεμοστάτης

ανεμόστυλος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανεμοφράκτης

ανεμόσυρμα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανεμοσυρμή

ανεμοσυρματιά [Βλαστός 1931] || ανεμοσυρμή

ανεμοσυρμή [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξαφνικός και βίαιος άνεμος: ανεμόσυρμα, ανεμοσυρματιά, ανεμόσυρμο || ανεμοσυρμή

ανεμόσυρμο [Legrand 1882] || δημοτική || ανεμοσυρμή

ανεμοτάραξη || Νάξος || ζημιά

ανεμοτάραξη [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Μάνη, Ρόδος, Σύμη || θύελλα

ανεμοταραχή [Germano 1622] || ανεμοστρόβιλος

ανεμοτάραχτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανεμοδαρμένος

ανεμότζυκλος || Κύπρος || ανεμοστρόβιλος

ανεμότουρλα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεμοστρόβιλος

ανεμοτουρλάω || Αρκαδία || αναποδογυρίζω

ανεμοτούρλημα || Αρκαδία || αναποδογύρισμα

ανεμοτουρλιάζω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανεμοστροβιλίζομαι

ανεμότουρλο || Αρκαδία || ανεμοστρόβιλος

ανεμοτράνταχτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανεμοδαρμένος

ανεμότρατα [Βλάχος 1897] || δημοτική || ανιμότρατα || ανεμότρατα

ανεμότσαιρε || Τσακωνιά || ανεμόκαιρος

ανεμοτσάπουρο || Κρήτη || θύελλα

ανεμοτσάταλε || Τσακωνιά || ανεμόκαιρος

ανεμοτσόρης || Κάλυμνος || άστατος

ανεμοτσόρης || Κάλυμνος || αχάριστος

ανεμοτσουράδα || Μέγαρα || ανεμοστρόβιλος

ανεμοτσφίδα || Καλλίπολη* || θύελλα

ανεμούκου || Τσακωνιά || απορρίπτω

ανεμούρα [Germano 1622] || ανεμοστρόβιλος

ανεμούρα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Ηλεία, Πάργα || θύελλα

ανεμουρδώνω || Μύκονος || πασαλείβω

ανεμουρδώνω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || βολοδέρνω

ανεμουρδώνω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || λερώνω

ανεμούρι [Ηπίτης 1908] || Κάρπαθος || ανεμοστρόβιλος

ανεμούρι [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κέρκυρα, Παξοί || ανεμοδείκτης

ανεμουριά || Κάρπαθος || εξαφάνιση

ανεμουρία || Κάρπαθος || εξαφάνιση

ανεμουριασμένος || Καστελλόριζο || άφαντος

ανεμουρίζουμαι [Βλαστός 1931] || δημοτική || εξαφανίζομαι

ανεμουρίντζω || Κάρπαθος || διώχνω

ανέμουρο || Απουλία || ατροφικός

ανεμόυρος || Κύπρος || ανεμοστρόβιλος

ανεμούστακος || Κέρκυρα || αμούστακος

ανεμούστρουλλας || Κως || ανεμοστρόβιλος

ανεμοφανέρωτος || Πάρος || άφαντος

ανεμοφάντης [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αεραγωγός

ανεμοφαντίζω || Κρήτη || σπαταλώ

ανεμόφαντος || Κρήτη || ανεμοσκορπισμένος

ανεμόφαντος || Κάρπαθος || εξαφανισμένος

ανεμόφαντος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κάλυμνος || άφαντος

ανεμοφάντρα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αεραγωγός

ανεμοφλογιά || Θήρα || ανεμοβλογιά

ανεμοφράκτης || λόγιο || ανεμόποδας, ανεμοστάτης, ανεμόστυλος || ανεμοφράκτης

ανεμοφύλλι [Ηπίτης 1908] || δημοτική || περδικάκι

ανεμοφωλιά || Αίγινα, Άνδρος || αγριοφλησκούδι

ανεμόχαλο [Βλαστός 1931] || δημοτική || ηλιοστέφανο

ανεμοχολλιάζζομαι || Νίσυρος || εξαφανίζομαι

ανεμόχολος || Κρήτη, Σωζόπολη* || ανεμοστρόβιλος

ανεμόχορτο [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Αίγινα, Κως, Νάξος, Πάρος, Ρόδος || περδικάκι

ανεμόχορτον [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || περδικάκι

ανεμόχορτος || Κρήτη || περδικάκι

ανεμόχυτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεμοσκορπισμένος

ανέμπαιγμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || περιγέλασμα

ανεμπαίγνιδο || Κρήτη || περίγελος

ανεμπαίζω [Βλαστός 1931] || δημοτική || Αρκαδία, Κάρπαθος, Κρήτη, Λακωνία, Μεσσηνία || περιγελώ

ανεμπαίντζω || Κάρπαθος || περιγελώ

ανέμπαισμα || Κάρπαθος || κοροϊδία

ανέμπαισμα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || περιγέλασμα

ανεμπαιχτικά || Κάρπαθος || κοροϊδευτικά

ανεμπάλιγος || Σάντα* || αμπάλωτος

ανεμπάλωτος || Κερασούντα* || αμπάλωτος

ανεμπαμπούλα || Κρήτη, Μύκονος, Νάξος, Πάρος || αναμπουμπούλα

ανεμπαμπουλίκι || Άνδρος, Μύκονος, Σίφνος || αναμπουμπούλα

ανεμπάμπουλος || Κρήτη || ατημέλητος

ανεμπαμπουλούκι || Κρήτη || αναμπουμπούλα

ανέμπας || Ίμβρος || δύσπνοια

ανέμπαστο || Απουλία || αεικίνητος

ανεμπελάς || Κρήτη || μπελάς

ανεμπίστευτος [Germano 1622] || δημοτική || άπιστος

ανέμπιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || καχύποπτος

ανεμπιστοσύνη [Germano 1622] || απιστία

ανεμπιστοσύνη [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || καχυποψία

ανέμπλαση || Κάρπαθος || αφθονία

ανέμπλεμα || Κρήτη || ματιά

ανέμπληγος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || άπληστος

ανέμπληγος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αχόρταγος

ανέμπληγος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || λαίμαργος

ανεμπλήζω || Κύπρος || γεμίζω

ανεμπλητός || Κάρπαθος || άφθονος

ανεμπλιώ || Κρήτη || γεμίζω

ανέμπλωρα || Θήρα || ανάπλωρα

ανεμπλωρίζω || Θήρα || αναπλωρίζω

ανέμποδα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεμπόδιστα

ανεμπόδιγα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεμπόδιστα

ανεμπόδιγος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεμπόδιστος

ανεμπόδιστα [Βλάχος 1659] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αμπόδιστα, ανέμποδα, ανεμπόδιγα || ανεμπόδιστα

ανεμπόδιστε || Τσακωνιά || ανεμπόδιστος

ανεμπόδιστος [Portius 1635] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αμπόδτους, αμπόδιστος, ανάμποδος, ανεμπόδιγος, ανεμπόδιστε, ανέμποδος, ανιμπόδγους || ανεμπόδιστος

ανέμποδος [Βλαστός 1931] || δημοτική || Μάνη || ανεμπόδιστος

ανεμπόρετος [Germano 1622] || Κάλυμνος || ανήμπορος

ανεμπόρια || Πάργα || ανημποριά

ανέμπορος [Germano 1622] || δημοτική || Θεσπρωτία || ανήμπορος

ανεμπορτζιά || Κως || ανημποριά

ανεμπορτσιά || Κως || ανημποριά

ανεμπουδίζω || Νάξος || βοηθώ

ανεμπουθώ || Νάξος || βοηθώ

ανεμπουκώνομαι || Κρήτη || ανασκουμπώνομαι

ανεμπουκώνω || Κρήτη || ανασκουμπώνω

ανεμπουμπούλα || Άνδρος, Κρήτη, Μύκονος || αναμπουμπούλα

ανεμπουμπουλίκι || Άνδρος, Μύκονος || αναμπουμπούλα

ανεμπτσάνω || Κάρπαθος || αναπιάνω

ανέμπυαστος [Ηπίτης 1908] || δημοτική || άπυος

ανεμυαλιά [Legrand 1882] || δημοτική || Κεφαλονιά || επιπολαιότητα

ανέμυαλος [Somavera 1709] || δημοτική || Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κύπρος || επιπόλαιος

ανεμυγλάδιν || Κάρπαθος || βλαστάρι

ανεμυττίντζω || κατηγορώ

ανέν || Κύπρος || ανίσως

ανέν [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Ίμβρος || αν

ανένγγιστο || Απουλία, Καλαβρία || ανέγγιχτος

ανένδοτος || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || ακάντιστος, αμεταγάερτος || ανένδοτος

ανενθρόνιστος || λόγιο || αθρόνιαστος || ανενθρόνιστος

ανένιος || Κάλυμνος, Λέρος || ξέγνοιαστος

ανένιους || Λέσβος || ξέγνοιαστος

ανένιωστος || Νάξος, Πάρος || αναίσθητος

άνεννιας || Κύπρος || ξέγνοιαστος

ανέννιος || Κύπρος, Ρόδος || ξέγνοιαστος

ανέννοιας [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξέγνοιαστα

ανέννοιαστος [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Βιθυνία*, Καλλίπολη*, Κύπρος || ξέγνοιαστος

ανέννοιος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κως || ξέγνοιαστος

ανεννοιοσύνη [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξεγνοιασιά

ανένοια || Λουλέβουργας* || ξέγνοιαστα

ανένοιγος || Κορινθία || ανάνοιχτος

ανενόχλητα || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || ανόχληστα, ανόχλητα || ανενόχλητα

ανενόχλητος || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || ανόχληστος || ανενόχλητος

ανέντγος || Λευκάδα || βλαβερός

ανεντζητώ || Κάρπαθος || ψάχνω

ανεντιάζω || Χίος || αγναντεύω

ανεντράδα || Άνδρος || κληματαριά

ανεντρανίζζω || Νίσυρος || κοιτάζω

ανεντρανίζω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κάσος, Κρήτη, Χίος || ατενίζω

ανεντρανίντζω || Κάρπαθος || ανηφορίζω

ανεντράνιση [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ατένισμα

ανεντράνισμα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κάσος, Κρήτη || ατένισμα

ανέντραπους || Σιάτιστα || ξεδιάντροπος

ανεντριχιάντζω || Κάρπαθος || ανατριχιάζω

ανεντριχώννω || Κάρπαθος || σκαρφαλώνω

ανεντρομίδα || Αυδήμι* || αντρομίδα

ανέντροπα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξεδιάντοπα

ανεντροπία || Χαλδία* || ξεδιαντροπιά

ανεντροπιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξεδιαντροπιά

ανεντροπιάζομαι || Νάξος || ντρέπομαι

ανεντρόπιαστα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ξεδιάντοπα

ανεντρόπιαστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ξεδιάντροπος

ανέντροπος [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Κοτύωρα*, Οινόη* || ξεδιάντροπος

ανενυλλάιν || Κάρπαθος || βλαστάρι

ανεξαγόραστος [Βλάχος 1897] || δημοτική || αξαγόραστος || ανεξαγόραστος

ανεξαγόρευτος [Deheque 1825] || δημοτική || Ζάκυνθος, Ήπειρος, Θήρα, Κρήτη, Λακωνία, Σύμη || ανεξομολόγητος

ανεξάκουστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανήκουστος

ανεξακρίβωτος || λόγιο || αναλήθευτος || ανεξακρίβωτος

ανεξάκριστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αξάκριστος

ανεξάντλητος || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || αγονάτιστος, αγουνάτγους || ανεξάντλητος

ανεξαπέραστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αξεπέραστος

ανεξάρτητος || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | αλοντιάλε, ανόριστος || ανεξάρτητος

ανεξέρασμα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || εμετός

ανεξερεύνητος || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || ακτάλιφτους || ανεξερεύνητος

ανεξερνώ [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Άνδρος, Κρήτη || ξερνώ

ανέξερος || Κοτύωρα*, Σάντα*, Χαλδία* || ανήξερος

ανέξερτα || Κερασούντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανήξερα

ανέξερτος || Κοτύωρα*, Χαλδία* || ανήξερος

ανεξερώ [Ηπίτης 1908] || Οινόη* || ξερνώ

ανεξετασιάρης [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || περίεργος

ανεξέταστα || λόγιο || ακαταγύρευτα, ακαταΰρευτα, αξέταχτα, ξεταχτά || ανεξέταστα

ανεξέταστος || λόγιο || αξέταγος, αξέταστος, αξέταχτος, αξόμπλιαστος, αξόμπλιαστους || ανεξέταστος

ανεξήγητος || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || αδιάλιστος, αξήγητος || ανεξήγητος

ανεξικάκως || λόγιο || αξανάκακα || ανεξικάκως

ανέξοδα || λόγιο || ανέχαρτζα || ανέξοδα

ανεξόδαστος || Κερασούντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανέξοδος

ανεξόδευτος || λόγιο || ανέξοδος

ανεξόδευτος || Χαλδία* || αξόδευτος

ανεξόδιαστος [Portius 1635] || δημοτική || ανέξοδος

ανέξοδος || λόγιο || αξόδευτε,αξόδευτος, ανεξόδευτος, αξόδαστος, ανεξόδιαστος, αξόδευτος, άξουδους || ανέξοδος

ανεξομολόγητα || λόγιο || αξαγόρευτα, αξεμολόγητα || ανεξομολόγητα

ανεξομολόγητος || λόγιο || αναξαγόριφτους, ανεξαγόρευτος, αξαβούρευτος, αξαγόρευτος, αξαγόριφτους, αξαγούρευτος, αξαόρευτος, αξεμολόγητε, αξεμολόγητε, αξεμολόγητος, αξεμολόητος, αξηγόρευτος, αξημολόετος, αξημολόητος, αξηόρευτος, αξιμολόετος, αξιμολόητους, αξομολόγητος, αξιόρευτος, αξομολόετος || ανεξομολόγητος

ανεξουσίαστος || λόγιο || ανάφεντος, ανέφεντος, ανοικόκυρος || ανεξουσίαστος

ανεξόφλητος || λόγιο || αξόφλητος, απέβγαλτος || ανεξόφλητος

ανεξύπνητος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αξύπνητος

ανεξύπνητος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || θάνατος

ανέξυπνος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αξύπνητος

ανεοκατεαίνω || Κάρπαθος || ανεβοκατεβαίνω

ανεόλιασμα || Κάρπαθος || ανηφόρα

ανεοματά || Κάρπαθος || υγρασία

ανεοματέα || Κάρπαθος || υγρασία

ανεορά || Νάξος || διαπόμπευση

ανεορά || Νάξος || μετάνιωμα

ανεορά || Σίκινος || περίγελος

ανεορά [Ηπίτης 1908] || Νάξος || υπενθύμιση

ανεορά [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || κακολογία

ανεορεύγω || Θήρα, Κύθνος, Νάξος, Πάρος || υπενθυμίζω

ανεορεύγω || Θήρα || ψάχνω

ανεόρευτος || Κάλυμνος, Νίσυρος || αγύρευτος

ανεορεύτρα || Νάξος || ραδιούργα

ανεορεύω || Νάξος || κατηγορώ

ανεοριά [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || κακολογία

ανεορώ [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || κακολογώ

ανέοση || Κάρπαθος || υγρασία

ανεόστιο || Κάρπαθος || βοήθεια

ανεόστιον || Κάρπαθος || υποστήριγμα

ανεοστώ || Κάρπαθος || βαστώ

ανεοτίζω || Χίος || αναδίνω

ανεότιση || Χίος || υγρασία

ανεούλα || Νάξος || αναγούλα

ανεουλιάζω || Νίσυρος || αναγουλιάζω

ανεουλίαντζω || Κάρπαθος || ανηφορίζω

ανεούλιασμα || Κάρπαθος || ανηφόρισμα

ανεουλιώ || Κάρπαθος || αναγουλιάζω

ανεουριάζω || Θήρα || αναγουλιάζω

ανεουστώ || Κάρπαθος || βαστώ

ανεπά || Θήρα || ανάπαυση

ανεπάγγελτος || λόγιο || αρακατζής || ανεπάγγελτος

ανεπαγμένος || Πόντος* || αναπαυμένος

ανεπάζω || Κερασούντα* || αναπαύω

ανεπαή || Κρήτη || ανάπαυση

ανεπάημα || Κρήτη || ανάπαυση

ανεπαημένος || Κρήτη || αναπαυμένος

ανεπαϊμός || Κρήτη || ανάπαυση

ανεπάκουος || Αρκαδία || ανυπάκουος

ανεπαλαγιά || Νάξος || αδεξιότητα

ανεπάλαος || Νάξος || αδέξιος

ανεπάλαος || Νάξος || κουτός

ανεπαλιά || Κρήτη || υγρασία

ανεπαλιάζω || Μύκονος || μπαγιατεύω

ανεπαλιασμένος || Μύκονος || μπαγιάτικος

ανεπαλιώ || Κρήτη || μαλακώνω

ανεπαλιώ || Μύκονος || μπαγιατεύω

ανέπαλος || Κύπρος || μαλακός

ανέπαλος || Κύπρος || τεμπέλης

ανεπαμένος || Κρήτη, Νίσυρος || ήσυχος

ανεπαμός || Νίσυρος || ανάπαυση

ανεπανάληπτος || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || αδευτέριστος, αδευτέρωτος, αδιφτέρουτους, αεφτέρωτος, αλεφτέρωτος || ανεπανάληπτος

ανεπάντεχα [Deheque 1825] || δημοτική || Τσακωνιά || αναπάντεχα

ανεπάντεχος [Legrand 1882] || δημοτική || Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ήπειρος, Λακωνία, Μάνη, Προποντίδα*, Χίος || αναπάντεχος

ανεπαραδιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αφραγκία

ανεπαραδιάρης [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άφραγκος

ανεπατώ || Κάρπαθος || μιμούμαι

ανεπαύγκω || Κάρπαθος || αναπαύω

ανεπαύγομαι || Κρήτη || αναπαύομαι

ανεπαύγω || Κάρπαθος, Τσεσμέ* || αναπαύω

ανεπαύκουμαι || Κύπρος || αναπαύομαι

ανεπαύομαι || Μύκονος || αναπαύομαι

ανεπαύου || Αίνος* || αναπαύω

ανέπαυτο || Απουλία || αεικίνητος

ανεπαύω || Άνδρος, Κερασούντα*, Κίμωλος, Μύκονος, Νάξος, Νίσυρος, Σαράντα Εκκλησιές*, Σίφνος, Σύρος, Τήνος, Τσεσμέ* || αναπαύω

ανεπαχθής || άβαρος, απαραβάριτους || ανεπαχθής

ανέπαψ || Ίμβρος || ανάπαυση

ανέπαψη || Κίμωλος || ανάπαυση

ανεπείραγος || Αχαΐα, Κορινθία || απείραχτος

ανεπενιά || Προπονίδα* || αναπνοή

ανεπεξέργαστος || λόγιο || άργαστος || ανεπεξέργαστος

ανεπέρατος || Κάρπαθος || απέραστος

ανεπεταρίζω || Κρήτη || αναπεταρίζω

ανεπεταρίντζω || Κάρπαθος || αναπεταρίζω

ανεπετώ || Κάρπαθος || αναπεταρίζω

ανεπετώ || Μύκονος || εξαφανίζομαι

ανεπετώ || Κάρπαθος, Κίμωλος, Κρήτη, Κύθνος, Μύκονος, Σίφνος, Σύρος || πετώ

ανεπεύγω || Θήρα, Κρήτη || αναπαύω

ανεπήκουος || Κρήτη || ανυπάκουος

ανεπιά || Κως, Νίσυρος || αναπνοή

ανεπιάννω || Κάρπαθος || αναπιάνω

ανεπιάνω || Κρήτη || αναπιάνω

ανεπιάνω || Κρήτη || ανατρέφω

ανεπιάνω || Θήρα || μπαλώνω

ανέπιασμα || Λέσβος, Σάμος || προζύμι

ανέπιαστος || Μύκονος || φτωχός

ανεπίδεκτος || συχν. εμφ. 2 || αγναμάθης || ανεπίδεκτος

ανεπιδιόρθωτος || ακαινούργωτος || ανεπιδιόρθωτος

ανεπιθύμητος || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || μπαραμπάτης || ανεπιθύμητος

ανεπιλεύγομαι || Κρήτη || ασχολούμαι

ανεπίληπτος || λόγιο || ανάκουστος || ανεπίληπτος

ανεπινιά || Προπονίδα* || αναπνοή

ανεπίπλωτος || αγούρευτος || ανεπίπλωτος

ανεπισκεύαστος || λόγιο || απαλάγωτος || ανεπισκεύαστος

ανεπίστευτα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || απίστευτα

ανεπίστευτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || απίστευτος

ανεπίστρεπτος || λόγιο || αδιάγερτος || ανεπίστρεπτος

ανεπιτήδειος || λόγιο || αβόλετος, απασάρευτος || ανεπιτήδειος

ανεπιφύλακτα || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || θαρετικά || ανεπιφύλακτα

ανεπιφύλακτος || λόγιο || θαρετικός || ανεπιφύλακτος

ανεπίχριστος || λόγιο || άλφτους || ανεπίχριστος

ανέπλαγα || Κρήτη || πλάγια

ανέπλαγο || Κρήτη || πλαγιά

ανέπλεκος || Κάλυμνος || άπλεχτος

ανεπλιμώνω || Νάξος || χορταίνω

ανέπλυτος || Κρήτη || άπλυτος

ανέπλωρα || Κύθνος, Νίσυρος || ανάπλωρα

ανεπλωρίζω || Θήρα, Κύθνος, Μύκονος, Σύρος || αναπλωρίζω

ανεπνάω || Μυριόφυτο* || αναπνέω

ανεπνέα || Κάρπαθος || αναπνοή

ανεπνέω || συχν. εμφ. 4 || Κίμωλος, Κρήτη, Σύρος, Χίος || αναπνέω

ανεπνιά || Πάρος || άπνοια

ανεπνιά || Μύκονος, Νάξος, Σίφνος || μακροβούτι

ανεπνιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || Θήρα, Κως, Λευκάδα, Μύκονος, Σύρος, Τήλος, Χίος || αναπνοή

ανέπνιο || Πάρος || άπνοια

ανεποδαρά || Κρήτη || κλοτσιά

ανεποδιάζω || Κύθνος || αναποδιάζω

ανεποδιασμένος || Κύθνος || αναποδιασμένος

ανεπόλπιστα || Ζάκυνθος || ανέλπιστα

ανεπόλπιστα || Μέγαρα || ξαφνικά

ανεπόλπιστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη || ανέλπιστος

ανεπόρπιστα || Ζάκυνθος || ανέλπιστα

ανεποτάδα || Κύπρος || δίψα

ανεπουγκώνω || Χίος || ανασκουμπώνω

ανεπουμπούλλα || Κάρπαθος || αναμπουμπούλα

ανεπουμπουλλίκιν || Κάρπαθος || αναμπουμπούλα

ανεπούμπουλος [Ηπίτης 1908] || Κάρπαθος || ατημέλητος

ανεπρόκοβα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεπρόκοπα

ανεπρόκοβος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Ηλεία || ανεπρόκοπος

ανεπρόκοπα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεπρόκοβα, ανεπρόκοφτα, ανηπρόκοπα || ανεπρόκοπα

ανεπροκοπιά [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ακαριπιά, ανιπροκοπιά, ανιπρουκουψιά, απροκοπωσύνα, απροκοπωσύνη || ανεπροκοπιά

ανεπρόκοπο || Τσακωνιά || ανεπρόκοπος

ανεπρόκοπος [Deheque 1825] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αβλόητους, αβόδουτους, αδούρητος, ακάνιαστους, ακαόματος, ακαρέψ, ακατάντγους, ακατάντιγος, ακατούνευτος, άμορος, ανεπρόκοβος, ανεπρόκοπο, ανεπρόκοφτος, ανηπρόκοπο, ανηπρόκοπος, ανιμπρόκουπους, ανιπρόκοπο, ανιπρόκοπος, ανιπρόκουβους, ανιπρόκουπους, ανιπρόκουφτους, ανισούτιφτους, απρόκοπο, απρόκοπος, απρόκουβους, απρόκουφτους, απρόκοφτος, άτσερδος, αχαγίριφτους, αχαΐρευος, αχαΐρευτος, αχαΐρεφτος, αχαΐριβους, αχαΐροτος, μπακακάος, ντιργιαντές, ρεμπεσκές, χαϊρσίζς, χάιτας, χιρχιλές || ανεπρόκοπος

ανεπρόκοφτα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεπρόκοπα

ανεπρόκοφτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κάλυμνος || ανεπρόκοπος

ανερά || Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κως, Ρόδος, Χάλκη || νεράιδα

άνερα || Αργολίδα || απότιστα

ανεράα || Κάρπαθος, Κύπρος, Ρόδος, Χάλκη || νεράιδα

ανεράβγω || Θήρα, Νάξος || μπαλώνω

ανεράβω || Άνδρος, Κρήτη || μπαλώνω

ανεραγδιά || Πάρος || νεράιδα

ανεραγδιού || Πάρος || νεράιδα

ανεραγδού || Πάρος || νεράιδα

ανεραγός [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξωτικό

ανεράδα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αμοργός, Ινέπολη*, Κάσος, Κύπρος, Κως, Λέρος, Νίσυρος, Πάρος, Ρόδος, Σύμη, Τήλος, Φούρνοι || νεράιδα

ανεράδες || Αμοργός, Κάλυμνος, Κύπρος, Κως, Λέρος, Νίσυρος, Ρόδος, Τήλος || νεράιδες

ανεραδιάρης || Κρήτη || ονειροπαρμένος

ανεράδος || Νίσυρος || νεροχύτης

ανεραδού || Πάρος || νεράιδα

ανεράες || Κάλυμνος, Κάρπαθος, Νίσυρος, Ρόδος, Χάλκη || νεράιδες

ανεράζζι || Νίσυρος || νεράντζι

ανεραζζιά || Νίσυρος || νεραντζιά

ανεραϊδά || Πάρος || νεράιδα

ανεραΐδα || Θήρα, Κέα, Κίμωλος, Νάξος, Πάρος, Σύρος, Τσακωνιά || νεράιδα

ανεράιδα [Βλάχος 1897] || δημοτική || Αμοργός, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Θήρα, Ιθάκη, Ίος, Κέα, Κέρκυρα, Κίμωλος, Κρήτη, Κύθνος, Λακωνία, Λευκάδα, Μεσσηνία, Μήλος, Νάξος, Παλιά Αθήνα, Πάρος, Σέριφος, Σύμη, Σύρος || νεράιδα

ανεραϊδάρης || Κρήτη || ευέξαπτος

ανεραΐδες || Βιθυνία*, Κέα, Κίμωλος, Λακωνία, Μήλος, Νάξος || νεράιδες

ανεράιδες || Αμοργός, Άνδρος, Θήρα, Ιθάκη, Κέα, Κέρκυρα, Κίμωλος, Κρήτη, Λευκάδα, Μεσσηνία, Μήλος || νεράιδες

ανεράιδος || Κρήτη || ονειροπαρμένος

ανεραϊδού || Πάρος || νεράιδα

ανεραϊδοφυσημένος || Κρήτη || ονειροπαρμένος

ανεραντζά || Κρήτη, Πάρος || νεραντζιά

ανεράντζι || Κρήτη || νεράντζι

ανεράς || Κάρπαθος || ξωτικό

ανερασάδα || Κρήτη || αραίωση

ανερατζά || Κάρπαθος || νεραντζιά

ανερατζιά || Πάρος || νεραντζιά

ανερατζού || Πάρος || ίριδα (ουράνιο τόκο)

ανερατζού || Πάρος || νεράιδα

ανεραφή || Νάξος || μπάλωμα

ανεράφτω || Κρήτη || μπαλώνω

ανεράφτω || Κρήτη || ξαναράβω

ανεράφω || Κάρπαθος || ξαναράβω

ανεραψίδι || Κρήτη || μπάλωμα

ανεργάτευτε || Τσακωνιά || απονήρευτος

ανεργία || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || αβαραλίχι, αβαραλούγ, αβαραλούχ, αβαραλούκ, αδουλεψιά, αδουλιά, αϊλιακλίκ, αστοχία || ανεργία

άνεργκος || Κάρπαθος || άνεργος

άνεργος || λόγιο || συχν. εμφ. 4 || αβαράς, αδειανός, αδειασερός, άδιος, αδκιασάρης, αδκιασερός, άδουλος, άεργος, άναργος, άνεργκος, ανέρκαστος, αϊλάκης, αϊλιάξ, άιργους, άνιργους, άξαρκος || άνεργος

ανέργουτε || Τσακωνιά || ανόργωτος

ανέργωτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανόργωτος

ανερδία || Αυλωνάρι, Κονίστρες || ανομβρία

ανερήνευτος || Μέγαρα || ανήσυχος

ανερηνία || Μέγαρα || ανησυχία

ανερθέβγω || Νάξος || ανατρέφω

ανερθέφω || Νάξος || ανατρέφω

ανεριά || Θήρα || ανομβρία

ανεριάζομαι || Κρήτη || διαισθάνομαι

ανεριάζομαι || Κόνιτσα || ονειρεύομαι

ανεριγδού || Πάρος || νεράιδα

ανεριεύω || Χίος || αραιώνω

ανερίζω || Ικαρία || θρηνώ

ανέριμμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ριξιά

ανεριώννω || Χίος || αραιώνω

ανερκά || Κύπρος || ανομβρία

ανέρκαστος || Κύπρος || άνεργος

ανερκειά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || νωθρότητα

ανέρκεια [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || νωθρότητα

ανέρκητα || Κύπρος || αδρανώς

ανερκούκουδα || Θήρα || ανακούρκουδα

ανερόβραστος || Πάρος || νερόβραστος

ανερόδιαστος || Πάρος || ωχρός

ανερόιστος || Κάρπαθος || κιτρινιάρης

ανερολοώ || Θήρα || αερίζω

ανέροξα [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Λακωνία, Μάνη, Νάξος || ανόρεχτα

ανεροξία || Λακωνία || ανορεξιά

ανέροξος || Λακωνία, Νάξος || ανόρεχτος

άνερος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Τήλος || άνυδρος

ανερουγδού || Πάρος || νεράιδα

ανερούδα || Πάρος || νεράιδα

ανερούσα || Προποντίδα* || γοργόνα

ανερούσα [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Κύπρος, Νάξος || ρουφήχτρα

ανερούσα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || νεράιδα

ανερούσα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || άμπωτη

ανέρουτε || Τσακωνιά || ανέρωτος

ανέρουτους || Καρδίτσα || ανέρωτος

ανερούφα || Κάλυμνος || κρυολόγημα

ανερούφα [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Κάρπαθος, Κως, Μύκονος, Νίσυρος, Σύρος || ρουφήχτρα

ανερούφουλας || Μύκονος || ανεμοστρόβιλος

ανερουφώ || Κάρπαθος, Κρήτη || αναρροφώ

ανερούχος || Ρόδος, Χάλκη || νεροχύτης

ανερούχος || Ρόδος || υπόνομος

ανέρουχτα || Σουφλί || μουλωχτά

ανέρπιστα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κύπρος, Μήλος || ανέλπιστα

ανέρπιστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κάλυμνος, Κύπρος, Μάνη, Μήλος, Νάξος || ανέλπιστος

ανέρριχτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ριγμένος

ανερυούμαι || Κάρπαθος || ουρλιάζω

ανερώνω || Κρήτη || νερώνω

ανερωτάω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Μάνη || ξαναρωτώ

ανερώτετα || Τραπεζούντα* || αρώτητα

ανερώτηγα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία, Κορινθία, Μεσσηνία || αρώτητα

ανερώτηγος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αρώτητος

ανερώτημα || Κρήτη || ανάκριση

ανερώτημα [Legrand 1882] || δημοτική || Νίσυρος || ξαναρώτημα

ανερώτημα [Βλάχος 1897] || δημοτική || ερώτηση

ανερώτητα [Deheque 1825] || δημοτική || Ήπειρος, Κεφαλονιά, Μάνη, Παξοί, Τσακωνιά || αρώτητα

ανερώτητε || Τσακωνιά || αρώτητος

ανερώτητος [Βλάχος 1897] || δημοτική || Ήπειρος || αρώτητος

ανερώτιγος || Ήπειρος || αρώτητος

ανερώτιχτα || άνδρος, Θήρα, Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κρήτη || αρώτητα

ανερώτιχτος || Άνδρος, Πάρος || αρώτητος

ανέρωτος [Βλάχος 1897] || δημοτική || ανέρουτε, ανέρουτους || ανέρωτος

ανερωτώ || Κρήτη || ανακρίνω

ανερωτώ [Legrand 1882] || δημοτική || Θήρα || ρωτώ

ανερωτώ [Βλάχος 1897] || δημοτική || Αίγινα, Αστυπάλαια, Θήρα, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κρήτη, Λακωνία, Προποντίδα*, Τόδος, Σίφνος, Σύρος, Τσεσμέ*, Χίος || ξαναρωτώ

άνες || Μύκονος, Πάρος || ανάσα

ανέσα || Ιθάκη, Λακωνία, Λέσβος, Λευκάδα, Λήμνος, Σάμος, Σαράντα Εκκλησιές*, Χαλκιδική || ανάσα

ανεσάζω || Νάξος || φτιάχνω

ανεσαίνω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Άνδρος, Κάρπαθος, Κρήτη, Σύρος, Χίος || ανασαίνω

ανεσαμιά [Βλαστός 1931] || ανάσα

ανεσάσιμο || Νάξος || φτιάξιμο

ανέσασμα || Νάξος || επιδιόρθωση

ανεσασμός || Νάξος || ανάσα

ανέσαστος || Κύπρος || απροετοίμαστος

ανεσβγκοτός || Πάρος || δραστήριος

ανεσβέλω || Δαρδανέλια* || μνημονεύω

ανέσβουρος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || προσήνεμος

ανέσεια [Βλαστός 1931] || άνεση

ανέσεια [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανάπαυση

ανεσεματιά || Άνδρος || ανάσα

ανέσερμα || Πάρος || άντληση

ανεσέρνω || Βουρλά*, Μύκονος, Πάρος, Σύρος || ανασύρω

ανέσετος || Κερασούντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία || φτωχός

ανέση || Πάρος || ανάσα

άνεση || Βουρλά*, Κάρπαθος, Κύπρος, Λιβίσι*, Πάρος, Σύρος || ανάσα

άνεση || λόγιο || συχν. εμφ. 4 || ανάσαση, ανέσεια, ανεσιά, ανέσια, αράτι, βολή, βουλή, ρεπεπό, ρεποπό || άνεση

άνεση || Κρήτη || δύναμη

άνεση [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Θήρα, Κύπρος || ανάπαυση

ανεσήκωμα || Κρήτη || ανασήκωμα

ανεσήκωμα || Κάρπαθος || πανωσήκωμα

ανεσηκώννω || Κάρπαθος || ανασηκώνω

ανεσηκώνομαι || Βουρλά*, Κρήτη || ανασηκώνομαι

ανεσηκώνω || Θήρα || ξεσκεπάζω

ανεσηκώνω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Άνδρος, Βουρλά*,Θήρα, Κέα, Κρήτη, Νάξος, Σύρος, Χίος || ανασηκώνω

ανεσιά || Πάρος || άνεση

ανέσια || Καρδίτσα, Μαγνησία, Τσακήλι*, Τρίκαλα || άνεση

ανέσια || Αρκαδία, 'Ήπειρος, Φθιώτιδα || σιγά

ανεσίκα || Βουρλά* || μαμάκα

ανέσιμο || Μέγαρα || γνέσιμο

άνεσις || Νίσυρος || ευχάριστα

ανεσίφταγος || Αρκαδία, Μεσσηνία || λαίμαργος

ανεσκάφω || Κάρπαθος || ξανασκάβω

ανεσκελαρίζω || Πάρος || ανασκελίζω

ανεσκελίζω || Νάξος || δρασκελίζω

ανεσκέπαστος || Κρήτη || ασκέπαστος

ανεσκίλλω || Κάρπαθος || ανακατεύω

ανεσκόμπωμα || Κάρπαθος, Χίος || ανασκούμπωμα

ανεσκουμπώννομαι || Κάρπαθος || ανασκουμπώνομαι

ανεσκουμπώννω || Χίος || ανασκουμπώνω

ανεσκουμπώνομαι [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Μύκονος, Νάξος || ανασκουμπώνομαι

ανεσκουμπώνω || Άνδρος, Κάρπαθος, Κρήτη, Κύθνος || ανασκουμπώνω

ανεσκώνομαι || Μύκονος || ανασηκώνομαι

ανεσκώνω || Μύκονος || ανασηκώνω

ανέσου || Σάμος || θάρρος

ανεσούζουμος || Θεσπρωτία || άνοστος

ανεσούιν || Κάρπαθος || ξεφωνητό

ανεσουίντζω || Κάρπαθος || ξεφωνίζω

ανεσούμπαλος || Μύκονος, Νάξος, Σύρος || ατσούμπαλος

ανεσούμπουλα || Βουρλά*, Κωνσταντινούπολη || ασυνάρτητα

ανεσούμπουλος || Κωνσταντινούπολη || ασυνάρτητος

ανεσούμπουλος || Βουρλά* || ατσούμπαλος

ανέσουστους || Σάμος || ανάπηρος

ανέσουστους || Καρδίτσα || ασθενικός

ανέσουστους || Καστοριά, Λάρισα || άσωστος

ανέσουστους || Σκόπελος, Φθιώτιδα || ατέλειωτος

ανέσουστους || Καστοριά || ελλιπής

ανέσουστους || Κοζάνη || εφταμηνίτης

ανέσουστους || Αιτωλοακαρνανία || λαθεμένος

ανέσουτους || Σάμος || άσωτος

ανέσουτους || Μαγνησία || ατέλειωτος

ανέσουτους || Ιωάννινα, Πιερία || καχεκτικός

ανέσπαλμαν || Κερασούντα* Τραπεζούντα* || λησμονιά

ανεσπάλσιμον || Κερασούντα* || λησμονιά

ανεσπάλω || Κερασούντα*, Όφις* || ξεχνώ

ανέσπασμα || Κάρπαθος || ξερίζωμα

ανεσπαστή || Κάρπαθος || ξεριζωμένη

ανέσπερο [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || δειλινό

ανεσπία || Καλαβρία || ανιψιά

ανεσπίο || Καλαβρία || ανιψιός

ανεσποκαρδίζω || Θήρα || τρομάζω

ανεσπουγκώνω || Χίος || ανασκουμπώνω

ανεσπώ [Ηπίτης 1908] || Θήρα, Κάρπαθος, Κάσος, Κως, Χίος || ξεριζώνω

ανεσπωμαλιάζομαι || Μύκονος || μαλλιοτραβιέμαι

ανεσπωμαλιασμένος || Μύκονος || μαλλιοτραβηγμένος

ανεσπωμαλισμένος || Μύκονος || μαλλιοτραβηγμένος

ανεσσία || Απουλία || ανιψιά

ανεσσίο || Απουλία || ανιψιός

ανεσταίνω || Καστελλόριζο || ανατρέφω

Ανεστασά || Θήρα || Αναστασία

Ανεστάσης || Κρήτη || Αναστάσιος

ανεστασία || Κρήτη || ανάσταση

ανεστάτης [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || κηπουρός

άνεστε || Τσακωνιά || άγνεθος

ανεστέναγμα || Κρήτη || αναστεναγμός

ανεστεναγμός || Κρήτη, Νίσυρος || αναστεναγμός

ανεστεναγός || Κρήτη || αναστεναγμός

ανεστενάζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αμοργός, Άνδρος, Δαρδανέλια, Θήρα, Κάρπαθος, Κέα, Κρήτη, Κύθνος, Νάξος, Νίσυρος, Τσεσμέ* || αναστενάζω

ανεστέναμα || Κρήτη, Νίσυρος || αναστεναγμός

ανεστεναμό (το) || Νίσυρος || αναστεναγμός

ανεστένασμα || Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κρήτη || αναστεναγμός

ανεστενασμός || Νάξος || αναστεναγμός

ανεστενιάντζω || Κάρπαθος || αναστενάζω

ανεστένιασμα || Κάρπαθος || αναστεναγμός

ανεστερώ || Νίσυρος || καταλαβαίνω

ανέστευτος || Τραπεζούντα* || ανήστευτος

ανεστηλεύγω || Νάξος || τακτοποιώ

ανέστημα || Νίσυρος, Τήνος || ανάστημα

ανεστήνω || Πάρος || ανατρέφω

ανεστοιχειώνω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναρρώνω

ανεστόρηση || Κρήτη || αναπόληση

ανεστορίδι || Κρήτη || ενθύμιο

ανεστορίζω || Νάξος || βλέπω

ανεστορίζω || Κρήτη || υπενθυμίζω

ανεστοριούμαι || Κάρπαθος || διηγούμαι

ανεστορούμαι || Κάρπαθος || διηγούμαι

ανεστορούμαι || Κρήτη || θυμάμαι

ανεστορώ || Θήρα, Κύθνος, Νάξος || αναπολώ

ανεστορώ || Σέριφος || απαιτώ

ανεστορώ || Νάξος || διακρίνω

ανεστορώ || Θήρα, Κάλυμνος, Ρόδος || διηγούμαι

ανεστορώ || Αμοργός, Θήρα, Κάλυμνος || ψάχνω

άνεστος || Κονίστρες || άγνεθος

ανεστουκιένω || Κάρπαθος || μουδιάζω

ανεστουλούχισμα || Κρήτη || αναστεναγμός

ανεστουλούχισμα || Κρήτη || λυγμός

ανεστοχασιά || Κέρκυρα || απερισκεψία

ανεστόχαστος || Κέρκυρα, Κύθηρα || απερίσκεπτος

ανέστσελα || Πάρος || ανάσκελα

ανεστσελαρίζω || Μύκονος || ανασκελίζω

ανέσυρμα || Κάρπαθος, Πάρος || άντληση

ανεσυρμός || Κάρπαθος || άντληση

ανεσύρνω || Κάρπαθος, Κρήτη || αντλώ

ανεσύρνω [Βλαστός 1931] || δημοτική || Κάρπαθος, Κάσος, Νίσυρος, Χίος || ανασύρω

ανέσυρτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || συρόμενος

ανεσύρω || Σύρος || αντλώ

ανεσύρω [Βλαστός 1931] || δημοτική || ανασύρω

ανεσύσταγος || Κέρκυρα || ζωηρός

ανεσύσταος || Κέρκυρα || ζωηρός

ανεσφγκώνομαι || Πάρος || ανασκουμπώνομαι

ανεσφουγκώνω || Πάρος || ανασκουμπώνω

ανεσώννω || Κάρπαθος || συμπληρώνω

ανεσώνω || Μύκονος || συμπληρώνω

ανέσωστος || Πάργα || εφταμηνίτης

ανέσωστος [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Κέρκυρα, Παξοί, Πάργα || ατέλειωτος

ανέσωστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άσωστος

Ανέτα || Θήρα || Άννα

ανέταμα || Νάξος || ανηφόρα

ανετάραγος || Κέρκυρα || ατάραχος

ανεταράζομαι || Μύκονος || αναγουλιάζω

ανεταραλίδα || Μύκονος || αναγούλα

ανετάραος || Κέρκυρα || ατάραχος

ανετάσω || Κρήτη || ανατρέφω

ανετάσω || Κρήτη || νταντεύω

ανέτελε || Τσακωνιά || ανεύθυνος

ανετέλλω || Κάρπαθος || ανατέλλω

ανέτζεγος || Μέγαρα || μυγιάγγιχτος

ανέτζιγος || Κύμη || ανέγγιχτος

ανέτζιγος || Κύμη || καινούριος

ανέτζιγος || Μέγαρα || μυγιάγγιχτος

ανέτζιος || Νάξος || ανέγγιχτος

ανέτζιστος || Κύπρος, Κως || ανέγγιχτος

ανέτζιχτε || Τσακωνιά || ανέγγιχτος

ανέτζιχτος || Κάλυμνος || ανέγγιχτος

ανετζούμπαλος || Πάρος || ατσούμπαλος

ανετή [Ηπίτης 1903] || δημοτική || Νίσυρος || ευκαιρία

ανετθάριστος || Νίσυρος || ατέλειωτος

ανετικλίζω || Νάξος || γνέθω

ανέτιος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αφόρετος

ανετοίμαστος [Legrand 1882] || δημοτική || ανέτοιμος

ανέτοιμος || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || αδήγητος, αδιάρτωτος, ανετοίμαστος, αξέσαστους || ανέτοιμος

ανετολή || Αρκαδία, Αχαΐα, Καστελλόριζο, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύθνος, Νάξος, Προποντίδα*, Τσακωνιά, Χαβουτσί* || ανατολή

ανετόλη || Τσακωνιά || ανόητος

ανετολικός || Κρήτη || ανατολικός

Ανετολίτης || Νάξος || Ανατολίτης

ανετουμπανίζομαι || Νάξος || τραντάζομαι

ανετρέφω || Κρήτη, Μύκονος || ανατρέφω

ανέτρεχα || Πάρος || ανάποδα

ανέτριξη || Κρήτη || ανάσα

ανέτριχα || Πάρος || ανάποδα

ανέτριχα || Ρόδος || κόντρα

ανετριχιάζου || Πάρος || ανατριχιάζω

ανετριχιάζω [Somavera 1709] || Κίμωλος, Κρήτη, Νάξος || ανατριχιάζω

ανετριχιάντζω || Κάρπαθος || ανατριχιάζω

ανετριχιώ || Κρήτη, Μύκονος || ανατριχιάζω

ανετρομακιάντζω || Κάρπαθος || ανατριχιάζω

ανετρομαλίζομαι [Ηπίτης 1903] || δημοτική || Κάρπαθος || ριγώ

ανετρομαλλίντζω || Κάρπαθος || ανατριχιάζω

ανέτσα || Σύμη || ανάσα

ανετσαρώνω || Κρήτη || αναρρώνω

ανετσουλώνω || Κρήτη || αναζωογονούμαι

ανετσουλώνω || Κρήτη || αναρρώνω

ανετσούμπαλος || Νάξος, Σύρος || ατσούμπαλος

ανεττσίο || Απουλία || ανιψιός

ανεύγενος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγενής

ανεύθυνος || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || ανέτελε, χόζκους || ανεύθυνος

ανευλόγετος || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Οινόη*, Χαλδία* || αβλόγητος

ανευλόγητος [Βλάχος 1897] || δημοτική || αβλόγητος

ανευλόετος || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αβλόγητος

ανευλόετος || Κοτύωρα* || αδέξιος

ανευλόητος || Ινέπολη*, Κύπρος, Σάντα* || αβλόγητος

ανευνούχιστος || αμπλούχιστος, ανούχιος, ανούχιστος || ανευνούχιστος

ανεύραντος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || λυπηρός

ανεύρετος || λόγιο || άβρετος, άβριτος, άβριτους, άρεστε || ανεύρετος

ανεϋρεύγκω || Κάρπαθος || ψάχνω

ανεϋρεύγω || Κάσος || γυρεύω

ανεϋρία || Κάρπαθος || παράκαμψη

ανεϋρίδα || Νάξος || παράκαμψη

ανεϋρίζω || Νάξος || παρακάμπτω

ανεϋρίντζω || Κάρπαθος || παρακάμπτω

ανεϋριστικό || Κάρπαθος || υπονοούμενο

ανευχαρισιά || Κύπρος || αχαριστία

ανευχαρίστηγος || Αρκαδία || ανικανοποίητος

ανευχαριστησιά [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αχαριστία

ανευχαρίστητος [Βλάχος 1897] || δημοτική || Κρήτη || αχάριστος

ανευχαρίστητος [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || ανικανοποίητος

ανευχαριστιά [Germano 1622] || δημοτική || αχαριστία

ανευχάριστος [Germano 1622] || Κρήτη, Μάνη || αχάριστος

ανευχάριστος [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || δυσάρεστος

ανεφαγιά || Κεφαλονιά, Κύπρος || πείνα

ανεφαγιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη || ανορεξιά

ανεφαγιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ολιγοφαγία

ανεφαγκή || Τσακωνιά || υφαντής

ανέφαγος [Legrand 1882] || δημοτική || νηστικός

ανέφαγος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανόρεχτος

ανέφαγος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || λιγόφαγος

ανεφαΐα || Κύπρος || πείνα

ανεφαίνω || Κάρπαθος, Κάσος, Κύπρος || εμφανίζομαι

ανεφαίνω || Κάσος || φαίνομαι

ανεφακάς || Χίος || πρόστιμο

ανεφαλάκι || Μύκονος || συννεφάκι

ανεφαλάτος || Μύκονος || ανάλατος

ανεφαλιά || Κάλυμνος, Κρήτη || συννεφιά

ανέφαλο || Μύκονος || μπουχός

ανέφαλο || Αστυπάλαια, Κίμωλος, Κρήτη, Κως, Λέρος, Μύκονος, Νάξος, Νίσυρος, Πάρος, Ρόδος, Σύμη, Χάλκη || σύννεφο

ανέφαλον || Ρόδος, Σύμη || σύννεφο

ανέφαλος || Κάλυμνος || ανέφελος

ανέφαλος [Somavera 1709] || δημοτική || Κάλυμνος || ασυννέφιαστος

ανέφαμα || Νάξος || επανεμφάνιση

ανεφαμπουλιασμένος || Ικαρία || δύστροπος

ανεφανίσκω || Κύπρος || εμφανίζομαι

ανεφανός || Νάξος || καμινάδα

ανεφαντάρης || Κύπρος || αράχνη

ανεφαντάρης || Κύπρος || υφαντής

ανεφαντεύγω || Πάρος || υφαίνω

ανεφάντης [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || φεγγίτης

ανεφαντία || Κύπρος || αραχνιά

ανεφαντία || Κύπρος || υφάντρια

ανέφαντος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κύπρος || άφαντος

ανεφαντού || Ίος, Κάλυμνος, Νάξος, Πάρος, Φούρνοι || υφάντρια

ανέφαρα || Όφις*, Σούρμενα* || ανηφορικά

ανέφαρος || Κερασούντα*, Νικόπολη* || ανηφόρα

ανεφέλα || Κερασούντα* || ανώφελα

ανέφελα || Αχαΐα, Κύθηρα, Λακωνία, Ρόδος || ανώφελα

ανεφέλετα || Κοτύωρα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανώφελα

ανεφέλετος || Κάλυμνος, Κως || αδύνατος

ανεφέλετος || Κως, Χίος || ανίκανος

ανεφέλετος || Σύμη, Χίος || τεμπέλης

ανεφέλετος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Άνδρος, Κύπρος, Λέρος, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία*, Χίος || ανώφελος

ανεφέλευτα || Κοτύωρα*, Λευκάδα, Χαλδία* || ανώφελα

ανεφέλευτα || Κοτύωρα* || μάταια

ανεφέλευτος || Άνδρος, Κρήτη || ανώφελος

ανεφέλη [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κύπρος || σύννεφο

ανεφελής || Κερασούντα* || ανώφελος

ανέφελος || λόγιο || ανέφαλος || ανέφελος

ανέφελος || Κάλυμνος, Κέρκυρα, Κρήτη, Μάνη, Νάξος || ανώφελος

ανέφελος || Μάνη, Νίσυρος || καχεκτικός

ανεφέλτς || Κοτύωρα*, Χαλδία* || ανώφελος

ανεφελωσία || Σάντα* || αταξία

ανεφελωσύνα || Κερασούντα || ανωφελιά

ανεφελωσύνη || Κερασούντα || ανωφελιά

ανέφεντος || Κύπρος || ανεξουσίαστος

ανέφι || Νάξος || σύννεφο

ανέφια || Λιβίσι* || σύννεφα

ανεφιλέ || Κρήτη || μάταια

ανεφιλώ || Κάρπαθος || ξαναφιλώ

ανέφλ || Κομοτηνή || ανώφλι

ανέφλιο || Καστελλόριζο || ανώφλι

ανεφοβιά || Πωγώνι || τόλμη

ανεφοκάημα || Κρήτη || καύσωνας

ανεφόκαμα || Κρήτη || καύσωνας

ανεφόκαμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || κουφόβραση

ανεφοκάτεφλο || Νάξος || ανωφλοκάτωφλο

ανέφορα || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανηφορικά

ανεφορεκός || Κερασούντα* || ανηφορικός

ανεφορετός || Κερασούντα* || ανηφορικός

ανεφόρετος || Κάρπαθος || ανύποπτος

ανεφόρητος || Κάρπαθος || ανύποπτος

ανεφορίγια || Κερασούντα* || ανηφόρα

ανεφορίζω || Σάντα*, Χαλδία* || ανηφορίζω

ανεφορμώννω || Κάρπαθος || αναρρώνω

ανεφόρμωση || Κάρπαθος || υποστήριξη

ανέφορο || Καλαβρία || ανηφόρα

ανεφορόπον || Σάντα* || ανηφορίτσα

ανέφορος || Κερασούντα*, Κρώμνη*, Σάντα*, Σαράντα Εκκλησιές*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανηφόρα

ανεφουέρω || Κάρπαθος || αναρρώνω

ανεφουράς || Χίος || καμινάδα

ανεφούρι || Μύκονος || βιασύνη

ανεφούρι || Μύκονος || φασαρία

ανεφράζω || Νάξος || ξαναφράζω

ανέφραμα || Νάξος || φράξιμο

ανέφραστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || απερίγραπτος

ανεφρόκαος || Κέρκυρα || ανυπάκουος

ανέφροντα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αφρόντιστα

ανεφροντιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεφροντιά || αφροντισιά

ανεφρόντιγος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αφρόντιστος

ανεφρόντιστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αφρόντιστος

ανέφροντος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αφρόντιστος

ανεφρός || Κρήτη || νεφρό

ανέφσερο || Απουλία || ανήξερος

ανεφσίο || Απουλία || ανιψιός

ανεφταόρατος || Νάξος, Πάρος || άφαντος

ανεφταόρατος || Νάξος || εξαφανισμένος

ανέφταστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άφταστος

ανεφτερακίζω || Κρήτη || αναπεταρίζω

ανεφτεράκισμα || Κρήτη || αναφτερούγισμα

ανεφτερουγιάντζω || Κάρπαθος || αναπεταρίζω

ανεφτερούγισμα || Κρήτη || αναφτερούγισμα

ανεφυλλίζω || Χίος || αναφυλλιάζω

ανεφυσίδι || Κρήτη || παραφυάδα

ανεφφαλάκιν || Κάρπαθος || συννεφάκι

ανέφφαλον || Κάρπαθος || σύννεφο

ανεφφόκαμμα [Ηπίτης 1903] || Κάρπαθος || κουφόβραση

ανεφωνάρι || Κρήτη || σκούξιμο

ανεφωτία || Κύπρος || φεγγίτης

ανέχαλα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || νωθρά

ανέχαλος || Κοτύωρα* || άρρωστος

ανέχαλος || Κοτύωρα* || μισοψημένος

ανέχαλος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || νωθρός

ανεχάνημα || Κρήτη || λαχάνιασμα

ανεχανητό || Κρήτη || λαχάνιασμα

ανεχανιούμαι || Κρήτη || λαχανιάζω

ανεχαράζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Καλλίπολη*, Μύκονος, Νάξος || μηρυκάζω

ανεχάραμα || Κρήτη || μηρυκασμός

ανεχαράματα || Θήρα || χαράματα

ανεχάρασμα || Νάξος || μηρυκασμός

ανεχαράσω || Κρήτη, Χίος || μηρυκάζω

ανεχαράτσω || Κάρπαθος || μηρυκάζω

ανέχαρτζα || Κρήτη, Σάμος || ανέξοδα

ανέχαρτους || Σάμος || άχαρος

ανεχασκίζω || Θήρα || μνημονεύω

ανεχασκίζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη || χάσκω

ανεχασκίντζω || Κάρπαθος || χάσκω

ανεχασκώ || Κάρπαθος || χάσκω

ανέχεια || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || αμαλλιασίλα, ανεχιά || ανέχεια

ανεχεντζώνω || Κρήτη || εξαγριώνομαι

ανεχεντρώνω || Νάξος || αγριεύομαι

ανεχετζώνω || Νάξος || ανατριχιάζω

ανεχέτομα || Κάρπαθος || ρίγος

ανεχετόννω || Κάρπαθος || ριγώ

ανεχιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || ανέχεια

ανεχιασμάρα || Κάρπαθος || σιχαμάρα

ανεχιντρωμένος || Μύκονος || εξαγριωμένος

ανεχιντρώνομαι || Μύκονος || εξαγριώνομαι

ανεχιτόννω || Κάρπαθος || ριγώ

ανεχίτωμα [Ηπίτης 1903] || δημοτική || Κάρπαθος, Κρήτη || ρίγος

ανεχμίζω || Πάρος || ανατριχιάζω

ανεχοκλακώ || Κρήτη || κοχλάζω

ανέχολος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || άκακος

ανέχομαι || λόγιο || συχν. εμφ. 4 || αναγκολίζομαι, ανέγου || ανέχομαι

ανεχορταγιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κεφαλονιά || αχορτασιά

ανεχόρταγος [Βλάχος 1897] || δημοτική || Ηλεία, Κεφαλονιά, Κόνιτσα, Λακωνία, Πάρος || αχόρταγος

ανεχόρταος || Μάνη || αχόρταγος

ανεχορτασιά || Κέρκυρα || λαιμαργία

ανεχορτασιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κεφαλονιά || αχορτασιά

ανεχόρταστος [Βλάχος 1897] || δημοτική || αχόρταγος

ανέχος || Μέγαρα || φτωχός

ανεχουμίδα || Κρήτη || αναγούλα

ανεχουμίζω || Κρήτη || αναγουλιάζω

ανεχουμίζω || Κρήτη || ανακατεύω

ανεχουμίζω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || χυμάω

ανεχούμισμα || Κρήτη || ανακάτεμα

ανεχούρδεμα || Νάξος || ακαταστασία

ανεχουρδεμός || Νάξος || ακαταστασία

ανεχουρδευτής || Νάξος || ακατάστατος

ανεχούρδεψη || Νάξος || ακαταστασία

ανεχουρδίζω || Κρήτη || ανακατεύω

ανεχούρντια || Κάρπαθος || ανάκατα

ανεχούρντισμα || Κάρπαθος || ανακάτεμα

ανεχουχλίζω || Κρήτη || ραδιουργώ

ανεχουχλίντζω || Κάρπαθος || ανακινώ

ανεχρείαστος || Κέρκυρα || αχρείαστος

ανεχρόνιαγος || Αρκαδία || αχρόνιαστος

ανεχτήρ || Σίλατα*, Φερτέκι* || κλειδί

ανεχτίζω || Νάξος || ανοικοδομώ

ανεχτίντζω || Κάρπαθος || ανοικοδομώ

ανέχτισμα || Νάξος || ανοικοδόμηση

ανεχτομάτης || Οινόη* || ανοιχτομάτης

ανεχτός || Οινόη* || ανοιχτός

ανεχτοχέρης || Οινόη* || χουβαρντάς

ανεχτυπισμός || Νάξος || ταραχή

ανέχτυπος || Πάρος || καρδιοχτύπι

ανέχτυπος || Σίφνος || κρότος

ανεχτυπώ || Κύθνος, Νάξος || καρδιοχτυπώ

ανέχυμα || Άνδρος, Κάρπαθος, Κρήτη || όργωμα

ανέχυμα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || πρόσγαλα

ανεχυμίζομαι || Άνδρος || φρίττω

ανεχύμισμα || Νάξος || ανακάτεμα

ανεχύνω || Άνδρος, Κάρπαθος, Κρήτη || οργώνω

ανεχώνω || Νάξος || καταχωνιάζω

ανεχωρηγιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αδιαχώρητο

ανεχώρηγος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αδιανέμητος

ανεχώρηγος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αδιαχώρητος

ανεχώριστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αδιανέμητος

ανεχώριστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αδιαχώριστος

ανέψ || Αίνος*, Όφις*, Σάντα*, Σαράντα Εκκλησιές*, Τραπεζούντα*, Χαλδία*, Χαλδική* || ανίψι

ανεψά || Κοτύωρα* || ανιψιά

ανεψάκι [Somavera 1709]] || δημοτική || ανιψάκι

ανεψαριά || Λευκάδα || αψαριά

ανεψάτσι || Κονίστρες || ανιψάκι

ανέψετος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Σάντα*, Χαλδία* || άψητος

ανέψητος [Βλάχος 1897] || δημοτική || άψητος

ανέψι [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Αραβανί*, Αυλωνάρι, Κονίστρες, Νίσυρος, Οινόη*, Σινώπη* || ανίψι

ανέψια || Διδυμότειχο || ανίψια

ανεψιά [Βλάχος 1659] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || Αχαΐα || ανιψιά

ανεψιάκι [Somavera 1709] || ανιψάκι

ανεψίδι || Ήπειρος || ανιψάκι

ανεψίδι [Κοντόπουλος 1903] || δημοτική || Ζάκυνθος || ανίψι

ανέψιν || Κερασούντα*, Οινόη* || ανίψι

ανεψιόπλο || Σαράντα Εκκλησιές* || ανιψάκι

ανεψιός || Κύπρος, Σινασός* || ξάδερφος

ανεψίος [Corona Preciosa 1527] || Μέγαρα || ανιψιός

ανεψιός [Portius 1635] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || Αχαΐα, Νίσυρος, Τρίγλια* || ανιψιός

ανεψό || Αραβανί*, Κοτύωρα*, Τσακωνιά || ανιψιός

ανεψόπλο || Οινόη* || ανιψάκι

ανεψόπλον || Οινόη* || ανιψάκι

ανεψόπον || Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανιψάκι

ανεψόπουλον || Χαλδία* || ανιψάκι

ανεψός || Νίσυρος || ανιψιός

ανεψός || Κοτύωρα* || εγγονός

ανεψός || Αξός*, Αραβανί* || ξάδερφος

άνεψος || Όφις* || άψητος

άνεψος || Όφις* || μισοψημένος

ανεψούδι || Λακωνία || ανιψάκι

ανεψούλα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανιψούλα

ανεψούλης [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανιψούλης

ανέψυχα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άψυχα

ανεψύχηγα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σπάταλα

ανεψύχηγος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σπάταλος

ανεψύχητα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σπάταλα

ανεψύχητος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σπάταλος

ανεψύχιστα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σπάταλα

ανεψύχιστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σπάταλος

ανεψωτός || Σάντα* || μισοψημένος

ανεώννω || Κάρπαθος || υγραίνομαι

 

 

 

προς λέξεις που αρχίζουν από ανδ-ανε

 

αβαραλίχι || Φάρασα* || ανεργία

αβαραλούγ || Χαλδία* || ανεργία

αβαραλούκ || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανεργία

αβαραλούχ || Κοτύωρα*, Σάντα* || ανεργία

αβαράς [Κοντόπουλος 1903] || δημοτική || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Σάντα*, Σούρμενα*, Τραπεζούντα*, Φάρασα*, Χαλδία* || άνεργος

άβαρος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανεπαχθής

αβατσιάνιαστους || Κοζάνη || ανεμβολίαστος

αβατσινάριστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Παξοί || ανεμβολίαστος

αβατσίνιαστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Λακωνία || ανεμβολίαστος

αβατσίννιαστους || Λιβίσι* || ανεμβολίαστος

αβατσίνουτους || Αιτωλοακαρνανία, Χαλκιδική || ανεμβολίαστος

αβατσίνωτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Λακωνία || ανεμβολίαστος

αβατσούνιαστος || Τσακήλι* || ανεμβολίαστος

αβδίκιωτος || Μάνη || ανεκδίκητος

αβετσινάριστος || Νάξος || ανεμβολίαστος

αβλόητους || Λάρισα || ανεπρόκοπος

αβόδουτους || Μαγνησία || ανεπρόκοπος

αβόλετος [Βεντότης 1790] || δημοτική || Σινασός* || ανεπιτήδειος

άβρετος [Βλαστός 1931] || δημοτική || Τραπεζούντα* || ανεύρετος

άβριτος || Μέγαρα || ανεύρετος

άβριτους || Ιωάννινα || ανεύρετος

άγγιαχτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Αχαΐα, Ζάκυνθος, Κεφαλονιά, Λακωνία, Πάργα || ανέγγιχτος

άγγιαχτους || Φθιώτιδα || ανέγγιχτος

άγγικτος [Germano 1622] || ανέγγιχτος

άγγιουχτους || Άρτα || ανέγγιχτος

άγγιστος [Portius 1635] || Κάρπαθος, Κύπρος, Ρόδος, Σύμη || ανέγγιχτος

άγγιχτα || Αιτωλοακαρνανία, Ιωάννινα || ανέγγιχτα

άγγιχτε || Βάτικα* || ανέγγιχτος

άγγιχτος [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || Θήρα, Κρήτη, Κως, Νάξος, Σύρος || ανέγγιχτος

άγγιχτους || Αδριανούπολη*, Ιωάννινα, Λάρισα, Σάμος, Σκόπελος || ανέγγιχτος

αγδίκητος [Βλαστός 1931] || δημοτική || ανεκδίκητος

αγδίκιωτος [Βλαστός 1931] || δημοτική || Κρήτη, Μάνη, Πάργα || ανεκδίκητος

αγέρας [Βλαστός 1931] || άνεμος

αγέρι [Βλαστός 1931] || άνεμος

αγερικό || Φολέγανδρος, Χίος || ανεμοστρόβιλος

αγερικό [Βλαστός 1931] || άνεμος

αγεροσέρνομαι [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανεμοδέρνομαι

αγερόσουρτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεμοπαρμένος

αγκλήσιαστος || Αρκαδία || ανεκκλησίαστος

αγκλήσιαστους || Ίμβρος || ανεκκλησίαστος

αγναμάθης || Κοτύωρα* || ανεπίδεκτος

αγνουμιά || Κοζάνη || ανεγνωμιά

άγνουμους || Αδριανούπολη*, Μαγνησία, Μελένικο* || ανέγνωμος

άγνωμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανέγνωμα

αγνωμιά [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Ήπειρος || ανεγνωμιά

άγνωμος [Βεντότης 1790] || δημοτική || Ήπειρος, Σαράντα Εκκλησιές*, Κρήτη, Κοζάνη, Σαμψούντα*, Τραπεζούντα*, Σύρος, Τήνος || ανέγνωμος

αγονάτιστος [ΙΛΝΕ 1933] || δημοτική || Κερασούντα*, Τραπεζούντα* || ανεξάντλητος

αγουνάτγους || Αιτωλοακαρνανία || ανεξάντλητος

αγουράτε || Τραπεζούντα* || ανδρεία

αγουρέτα || Χαλδία* || ανδρεία

αγούρευτος || Κοτύωρα*, Χαλδία || ανεπίπλωτος

αγουροσύνα || Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανδρεία

αγουρότα || Νίκαια* || ανδρεία

αγουρότε || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανδρεία

αγουρότε || Κοτύωρα* || ανδρισμός

αγουρότη || Κερασούντα* || ανδρεία

αγουρωμένος || Τραπεζούντα* || ανδρείος

αγρανεμία || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανεμορριπή

αγρανεμίγια || Κερασούντα* || ανεμορριπή

αγρίζευτος || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανεκρίζωτος

αγροανεμία || Χαλδία* || ανεμορριπή

αγρονιμία || Χαλδία* || ανεμορριπή

αγρονιμίγια || Κερασούντα* || ανεμορριπή

αγρότα || Νίκαια* || ανδρεία

αδειανός [Βλαστός 1931] || άνεργος

αδειασερός [Βλαστός 1931] || άνεργος

αδειασερός [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άνεργος

αδευτέριστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεπανάληπτος

αδευτέρωτος [Somavera 1709] || δημοτική || Τήλος || ανεπανάληπτος

αδήγητος || Κύπρος || ανέτοιμος

αδιάγερτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεπίστρεπτος

αδιάλιστος [Somavera 1709] || ανεξήγητος

αδιάρτωτος || Ρόδος || ανέτοιμος

αδίκιωτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Λακωνία, Μάνη || ανεκδίκητος

άδιος || Σινασός* || άνεργος

αδιφτέρουτους || Αδριανούπολη*, Αιτωλοακαρνανία, Κομοτηνή || ανεπανάληπτος

αδκιασάρης || Κύπρος || άνεργος

αδκιασερός || Κύπρος || άνεργος

αδουλεψιά || Σύμη || ανεργία

αδουλιά || Κωνσταντινούπολη || ανεργία

άδουλος [Βλαστός 1931] || δημοτική || Αργολίδα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κάρπαθος, Κρήτη, Κύπρος, Μάνη || άνεργος

αδούλς || Σάμος || άνεργος

αδούρητος || Κεφαλονιά || ανεπρόκοπος

άεργος || Χαλδία* || άνεργος

αερογγάστρι || Μύκονος || ανεμογγάστρι

αεροδέρνομαι [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεμοδέρνομαι

αερόμυλε || Χαβουτσί* || ανεμόμυλος

αεροσέρνομαι [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεμοδέρνομαι

αεφτέρωτος || Κάλυμνος || ανεπανάληπτος

αθίγγιος || Μάνη || ανέγγιχτος

αθρόνιαστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανενθρόνιστος

αϊλάκης || Κωνσταντινούπολη, Σωζόπολη* || άνεργος

αϊλιακλίκ || Σουφλί || ανεργία

αϊλιάξ || Σέρρες, Σουφλί || άνεργος

άιργους || Σκόπελος || άνεργος

ακαινούργωτος || Τραπεζούντα* || ανεπιδιόρθωτος

ακάνιαστους || Σάμος || ανεπρόκοπος

ακάντιστος || Κρήτη || ανένδοτος

ακαόματος || Καστελλόριζο || ανεπρόκοπος

ακαρέψ || Καρδίτσα || ανεπρόκοπος

ακαριπιά || Καρδίτσα || ανεπροκοπιά

ακαταγύρευτα || Χίος || ανεξέταστα

ακαταγύρευτος || Χίος || ανεκτικός

ακατάντγους || Ιωάννινα || ανεπρόκοπος

ακατάντιγος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεπρόκοπος

ακαταΰρευτα || Χίος || ανεξέταστα

ακατούνευτος || Νίσυρος || ανεπρόκοπος

ακλήσαστους || Σάμος || ανεκκλησίαστος

ακλησίαστος || Αρκαδία || ανεκκλησίαστος

ακλήσιαστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Ήπειρος, Μέγαρα || ανεκκλησίαστος

ακλήσιαστους || Ιωάννινα || ανεκκλησίαστος

ακτάλιφτους || Κοζάνη || ανεξερεύνητος

αλέιτος || Νάξος || ανείπωτος

αλέιτους || Στενήμαχος* || ανείπωτος

αλεμόνητος || Κύπρος || ανελέητος

αλεφτέρωτος || Κάλυμνος || ανεπανάληπτος

άλεχτος [Βλαστός 1931] || ανείπωτος

αλιμακούνι || Σαμψούντα* || ανεμόκουνια

αλιμεκούνι || Σαμψούντα* || ανεμόκουνια

αλοντιάλε || Ζάκυνθος || ανεξάρτητος

άλφτους || Γρεβενά, Πιερία || ανεπίχριστος

αμαλλιασίλα || Ακαδία || ανέχεια

αμανόκουννα || Μάκρη* || ανεμόκουνια

αματσίννιαστους || Λιβίσι* || ανεμβολίαστος

αμελές || Κωνσταντινούπολη, Σκοπός* || ανειδίκευτος

αμελιά || Κάλυμνος || ανεμελιά

αμελία [Corona Preciosa 1527] || Κερασούντα*, Λακωνία || ανεμελιά

αμελίγια || Κερασούντα* || ανεμελιά

άμελος || Κερασούντα*, Όφις*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία*, Χίος || ανέμελος

αμένυγος || Κρώμνη*, Τραπεζούντα*, Χαλδία || ανειδοποίητος

αμένυχτος || Κρώμνη*, Τραπεζούντα* || ανειδοποίητος

αμεταγάερτος || Κρήτη || ανένδοτος

αμιλιά || Άνδρος || ανεμελιά

άμορος || Αρκαδία, Λακωνία, Μεσσηνία || ανεπρόκοπος

αμουλόητους || Γρεβενά, Φθιώτιδα || ανεκδιήγητος

αμπλούχιστος || Μάνη || ανευνούχιστος

αμπόδιστα [Βλάχος 1659] || δημοτική || ανεμπόδιστα

αμπόδιστος [Βεντότης 1790] || δημοτική || ανεμπόδιστος

αμπόδτους || Μακεδονία || ανεμπόδιστος

αναασιά || Κάρπαθος || ανέβασμα

αναβάζω [Βλάχος 1659] || ανεβάζω

ανάβαιμα || Σωζόπολη* || ανέβασμα

αναβαίννω || Απουλία || ανεβαίνω

αναβαίνω [Germano 1622] || Αξός*, Ήπειρος, Καλλίπολη*, Κύπρος, Κοτύωρα*, Σέριφος || ανεβαίνω

ανάβασμα [Βλάχος 1659] || ανέβασμα

αναβρυτός [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανεβρυτός

αναγκολίζομαι || Κύθηρα || ανέχομαι

ανάκουστος || Κέρκυρα || ανεπίληπτος

αναλήθευτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεξακρίβωτος

ανάλπιστα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανέλπιστα

ανάμελα [Germano 1622] || δημοτική || ανέμελα

ανάμελε || Τσακωνιά || ανέμελος

ανάμελες || Σκύρος || ανέμελος

αναμελής [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Μέγαρα, Χίος || ανέμελος

αναμελητής [Βλαστός 1931] || Χίος || ανέμελος

αναμελία || Κύμη, Λακωνία || ανεμελιά

αναμελιά [Germano 1622] || δημοτική || Αίγινα, Άνδρος, Βιθυνία*, Ηλεία, Κάλυμνος, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύμη, Μάνη, Πάρος, Σύμη, Χίος || ανεμελιά

ανάμελλντος || Ρόδος || ανέμελος

ανάμελος [Germano 1622] || δημοτική || Άνδρος, Αστυπάλαια, Ζάκυνθος, Κάλυμνος, Κύθηρα, Λακωνία, Μάνη, Πάρος, Ρόδος, Σύμη, Χίος || ανέμελος

αναμιλιά || Ήπειρος || ανεμελιά

ανάμιλους || Μάδυτος* || ανέμελος

αναμόμυλος || Κως || ανεμόμυλος

αναμπλάννου || Λιβίσι* || ανεμοσκορπίζω

ανάμποδος || Μάνη || ανεμπόδιστος

αναξαγόριφτους || Σκόπελος || ανεξομολόγητος

άναργος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Οινόη* || άνεργος

ανάρπιστα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανέλπιστα

ανάρχην || Τραπεζούντα* || ανέκαθεν

ανάσαση [Βλαστός 1931] || Κύθνος || άνεση

ανάφεντος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κύθηρα, Κύπρος, Μάνη, Μύκονος, Νάξος || ανεξουσίαστος

αναφούρ || Χαλκιδική || ανεμοστρόβιλος

αναχάπαρος || Κύπρος || ανειδοποίητος

 

ανήασμα || Καστελλόριζο || ανέβασμα

ανήβα || Σάντα* || ανέβασμα

άνηβα || Σκόπελος || ανέβασμα

ανηβάζω [Germano 1622] || δημοτική || Κοτύωρα* || ανεβάζω

ανήβαιμαν || Τραπεζούντα* || ανέβασμα

ανηβαίνω [Germano 1622] || δημοτική || Κοτύωρα*, Χίος || ανεβαίνω

ανηβασίγια || Κερασούντα* || ανέβασμα

ανήβασμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αϊβαλί*, Κέρκυρα || ανέβασμα

ανηβασμένος [Germano 1622] || ανεβασμένος

ανημουσιούρσμα [Ηπίτης 1903] || Αιτωλοακαρνανία || ανεμοστοίβαγμα

ανημουστίβασμα [Ηπίτης 1903] || Αιτωλοακαρνανία || ανεμοστοίβαγμα

ανηπρόκοπα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεπρόκοπα

ανηπρόκοπο || Βάτικα*, Χαβουτσί* || ανεπρόκοπος

ανηπρόκοπος [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || Κρήτη || ανεπρόκοπος

ανιαίννω || Χάλκη || ανεβαίνω

ανιαίνω || Καστελλόριζο, Χίος || ανεβαίνω

άνιαστος || Χίος || ανεβατός

ανιβάζου || Αλόννησος, Αυλωνάρι, Καρδίτσα, Καστοριά, Κονίστρες, Φθιώτιδα, Χαλκιδική || ανεβάζω

ανιβάζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Δέλβινο, Ζάκυνθος, Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Νάξος, Όφις*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία*, Χίος || ανεβάζω

ανιβαίζου || Αδριανούπολη*, Σάμος || ανεβάζω

ανιβαίννου || Καλαβρία || ανεβαίνω

ανιβαίννω || Χίος || ανεβαίνω

ανιβαίνου || Αυλωνάρι, Ευρυτανία, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Κονίστρες, Λέσβος, Νιγρίτα, Πιερία, Σέρρες, Σκόπελος, Λήμνος, Νιγρίτα, Χαλκιδική || ανεβαίνω

ανιβαίνω [Portius 1635] || Δέλβινο, Καστελλόριζο, Κερασούντα*, Κέρκυρα, Κύμη, Λευκάδα, Οινόη*, Όφις*, Σάντα*, Σύμη, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανεβαίνω

ανιβασά || Ίμβρος || ανέβασμα

ανιβατιά || Λιβίσι* || ανέβασμα

ανιβάτσμα || Φθιώτιδα || ανέβασμα

ανιβουκατβαίνου || Ίμβρος || ανεβοκατεβαίνω

ανιβουκατέβασμα || Λιβίσι*, Σάμος || ανεβοκατέβασμα

ανιβουκατιβαίννου || Λιβίσι* || ανεβοκατεβαίνω

ανίγγιος || Κύμη || ανέγγιχτος

ανίγγιστος || Κάρπαθος, Σύμη || ανέγγιχτος

ανιγνουμιά || Χαλκιδική || ανεγνωμιά

ανιμαγγάστρ || Λέσβος || ανεμογγάστρι

ανιμελιά || Κάρπαθος || ανεμελιά

ανίμελλντος || Ρόδος || ανέμελος

ανίμελος || Κάρπαθος || ανέμελος

άνιμη || Λιβίσι* || ανέμη

ανίμι || Καλαβρία || ανέμη

ανιμίδ [Ηπίτης 1903] || Αιτωλοακαρνανία || ανέμη

ανιμίζου || Αϊβαλί*, Ίμβρος, Κοζάνη, Λέσβος, Μοσχονήσι*, Χαλκιδική || ανεμίζω

ανιμίζουμι || Αϊβαλί*, Λέσβος, Μοσχονήσι* || ανεμίζομαι

ανιμιλιά || Λέσβος, Μάδυτος*, Σάμος*, Τήνος || ανεμελιά

άνιμο || Απουλία || άνεμος

ανιμόβριχου || Αιτωλοακαρνανία || ανεμοβρόχι

ανιμόβριχους || Σάμος || ανεμοβρόχι

ανιμόβρουχας || Λέσβος || ανεμοβρόχι

ανιμόβρουχου || Ιωάννινα, Σάμος || ανεμοβρόχι

ανιμόκνα || Θεσσαλονική, Σουφλί || ανεμόκουνια

ανιμόκνια || Σάμος || ανεμόκουνια

ανιμόκουλους || Αιτωλοακαρνανία || ανεμοστάτης

ανιμόμλους || Σάμος, Χαλκιδική || ανεμόμυλος

ανιμόμπλους || Χαλκιδική || ανεμόμυλος

άνιμος || Κρήτη, Νικόπολη* || άνεμος

ανιμόσκαλα || Σάμος || ανεμόσκαλα

ανιμόσταλους || Σάμος, Χαλκιδική || ανεμοστάτης

ανιμόσταμα || Λέσβος || ανεμοστάτης

ανιμόστρουφους || Πιερία || ανεμοστρόβιλος

ανιμοστρόφιντο || Καλαβρία || ανεμοστρόβιλος

ανιμότρατα || Σάμος || ανεμότρατα

άνιμου || Καλαβρία || άνεμος

ανιμουβλογιά || Αδριανούπολη* || ανεμοβλογιά

ανιμουβλουγιά || Σάμος, Σκόπελος || ανεμοβλογιά

ανιμουβρουχή || Κοζάνη || ανεμοβρόχι

ανιμουβρόχ || Σάμος, Σκόπελος || ανεμοβρόχι

ανιμουγγάστρ || Σάμος, Φθιώτιδα, Χαλκιδική || ανεμογγάστρι

ανιμουγγαστριά || Αιτωλοακαρνανία, Μαγνησία, Σκόπελος, Τρίκαλα, Φωκίδα || ανεμογγάστρι

ανιμουδούρα || Κοζάνη, Σκόπελος || ανέμη

ανιμουδούρα || Σάμος, Φωκίδα, Χαλκιδική || ανεμοδείκτης

ανιμουδούρα || Κοζάνη, Τρίκαλα, Χαλκιδική || ανεμοστρόβιλος

ανιμουκνώ || Ήπειρος || ανεμοκουνώ

ανιμουμαζώματα || Αδριανούπολη*, Αιτωλοακαρνανία, Βοιωτία, Γρεβενά, Ευρυτανία, Ημαθία, Ίμβρος, Ιωάννινα, Κοζάνη, Λιβίσι*, Σάμος, Μάδυτος*, Σέρρες, Σουφλί, Τρίκαλα, Φθιώτιδα || ανεμομαζώματα

ανιμουπαρμένους || Μαγνησία, Σάμος || ανεμοπαρμένος

ανιμουρούφλας || Αίνος* || ανεμοστρόβιλος

άνιμους || Αδριανούπολη*, Αιτωλοακαρνανία, Βελβεντός, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Καστοριά, Λάρισα, Λέσβος, Φωκίδα || άνεμος

ανιμουσβούρα || Πιερία || ανεμοστρόβιλος

ανιμουσούρ || Γρεβενά, Κοζάνη, Χαλκιδική || ανεμοσούρι

ανιμουσούρ || Ήπειρος, Θεσσαλία, Φθιώτιδα, Χαλκιδική || ανεμοστοίβαγμα

ανιμουσούρ || Κοζάνη, Χαλκιδική || ανεμοστρόβιλος

ανιμουσούριγμα || Κοζάνη, Σιάτιστα || ανεμοστοίβαγμα

ανιμουσούρντσμα || Ίμβρος || ανεμοστρόβιλος

ανιμουσούρσμα || Κοζάνη || ανεμοστοίβαγμα

ανιμουσουρστής || Ίμβρος || ανεμοστρόβιλος

ανιμουστάθς || Μελένικο* || ανεμοστάτης

ανιμουστάτ || Κομοτηνή || ανεμοστάτης

ανιμουστάτς || Βελβεντός, Κοζάνη, Σάμος || ανεμοστάτης

ανιμουστρέφλας || Σάμος || ανεμοστρόβιλος

ανιμουστρόβιλους || Πιερία || ανεμοστρόβιλος

ανιμουστρόβουλους || Καρδίτσα, Τρίκαλα || ανεμοστρόβιλος

ανιμουστρόμιλους || Πιερία || ανεμοστρόβιλος

ανιμουστρουμπούλα || Λέσβος || ανεμοστρόβιλος

ανιμουστρουπούλα || Λέσβος || ανεμοστρόβιλος

ανιμουστρόφλας || Αιτωλοακαρνανία, Ιωάννινα, Σάμος, Τήνος || ανεμοστρόβιλος

ανιμουστρόφλου || Βόρεια Εύβοια, Ιωάννινα || ανεμοστρόβιλος

ανιμουστρόφλους || Βόρεια Εύβοια, Ιωάννινα, Μαγνησία, Πιερία || ανεμοστρόβιλος

ανιμουστρόφους || Νιγρίτα, Πιερία || ανεμοστρόβιλος

ανιμουσφίδα || Ίμβρος || ανεμοστρόβιλος

ανιμπόδγους || Αιτωλοακαρνανία, Ιωάννινα || ανεμπόδιστος

ανιμπρόκουπους || Λάρισα, Μάδυτος* || ανεπρόκοπος

ανιοκατιαίνω || Καστελλόριζο || ανεβοκατεβαίνω

ανιπόρπιδος || Θήρα || ανέλπιστος

ανιπόρπιστος || Κάρπαθος || ανέλπιστος

ανιπροκοπιά || Σαράντα Εκκλησιές* || ανεπροκοπιά

ανιπρόκοπο || Βάτικα*, Χαβουτσί* || ανεπρόκοπος

ανιπρόκοπος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κρήτη, Σαράντα Εκκλησιές*, Τσακήλι* || ανεπρόκοπος

ανιπρόκουβους || Ίμβρος || ανεπρόκοπος

ανιπρόκουπους || Αδριανούπολη*, Βελβεντός, Καρδίτσα, Καστοριά, Σάμος, Σουφλί, Στενήμαχος*, Τρίκαλα, Χαλκιδική || ανεπρόκοπος

ανιπρόκουφτους || Λέσβος, Σάμος || ανεπρόκοπος

ανιπρουκουψιά || Ίμβρος || ανεπροκοπιά

άνιργους || Θάσος, Λέσβος || άνεργος

ανιριώνου || Λέσβος || ανεριώννω

ανισούτιφτους || Πιερία || ανεπρόκοπος

ανίτζιστος || Καστελλόριζο || ανέγγιχτος

αννεβαίννω || Απουλία || ανεβαίνω

ανοικόκυρος || Λακωνία, Ρόδος || ανεξουσίαστος

ανόλκιστε || Τσακωνιά || ανέλπιστος

ανόλπιστα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Ήπειρος, Κύθηρα, Λακωνία || ανέλπιστα

ανόλπιστε || Τσακωνιά || ανέλπιστος

ανόλπιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Άνδρος, Αρκαδία, Αχαΐα, Κορινθία, Λακωνία, Μάνη || ανέλπιστος

ανόλπιστους || Μακεδονία || ανέλπιστος

ανόλπστα || Ιωάννινα || ανέλπιστα

άνομος || Αξός*, Αραβανί*, Φερτέκι*, Ουλαγάτς*, Σίλλη*, Σινασός* || άνεμος

ανόριστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεξάρτητος

ανόρκιστε || Τσακωνιά || ανέλπιστος

ανόρπιστα [Somavera 1709] || δημοτική || Βουρλά*, Κέρκυρα, Κρήτη, Κύθηρα, Κύπρος, Λακωνία, Μάνη, Νάξος || ανέλπιστα

ανόρπιστος [Somavera 1709] || δημοτική || Καστελλόριζο, Κέρκυρα, Κρήτη, Κύθηρα, Κύπρος, Κως, Λακωνία, Μάνη, Ρόδος || ανέλπιστος

άνουμους || Σίλλη* || άνεμος

ανούχιος || Μάνη || ανευνούχιστος

ανούχιστος || Μάνη || ανευνούχιστος

ανόχληστα || Πάρος || ανενόχλητα

ανόχληστος || Πάρος || ανενόχλητος

ανόχλητα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανενόχλητα

ανόχλητος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανενόχλητος

αντεβαίννω || Απουλία || ανεβαίνω

αντεβαμμένο || Απουλία || ανεβασμένος

άντζαχτε || Τσακωνιά || ανέγγιχτος

Αντζία || Τσακωνιά || Ανδρέας

άντζιστε || Χαβουτσί* || ανέγγιχτος

άντζιχτε || Τσακωνιά, Χαβουτσί* || ανέγγιχτος

Αντής || Σίλλη* || Ανδρέας

Αντιργιάς || Αραβανί*, Σίλλη* || Ανδρέας

αντράδα || Σάμος || ανδρεία

Αντράς || Σουφλί || Ανδρέας

αντρέ || Ικαρία, Κρήτη || ανδρεία

Αντρέα || Χαβουτσί* || Ανδρέας

Αντρέας [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || Αυλωνάρι, Ικαρία, Κάλυμνος, Κονίστρες, Κορινθία, Κρήτη, Κύπρος, Λακωνία, Παξοί, Σέρρες || Ανδρέας

αντρεία || Κεφαλονιά, Μάνη, Μύκονος || ανδρεία

αντρειά [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Ιθάκη, Κρήτη, Κύπρος, Σύμη, Σωζόπολη* || ανδρεία

αντρειαρκά || Κύπρος || ανδρεία

αντρειγιά || Κρήτη || ανδρεία

αντρεικιά || Κύπρος || ανδρεία

αντρεικοσύνη || Κύπρος || ανδρεία

αντρειοθκιά || Κύπρος || ανδρεία

αντρειορκά || Κύπρος || ανδρεία

αντρείος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Buck List 16.52 || ανδρείος

αντρειοσύνη [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Ήπειρος, Κρήτη, Λακωνία || ανδρεία

αντρειότη [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Ζάκυνθος, Σίφνος || ανδρεία

αντρειουσύν || Αίνος* || ανδρεία

αντρειτζιά || Κύπρος || ανδρεία

Αντρία || Τσακωνιά || Ανδρέας

αντριά [Βλαστός 1931] || δημοτική || Κέρκυρα, Κρήτη, Κύπρος, Μεσσηνία, Χαλκιδική || ανδρεία

αντριάδα || Σάμος || ανδρεία

Αντριάνα [Βλαστός 1931] || συχν. εμφ. 3 || Ζάκυνθος, Ηλεία, Θήρα, Κορινθία || Ανδριάνα

Αντριανή || Ανδριάνα

Αντρίας || Ηλεία, Κέρκυρα, Καστοριά || Ανδρέας

Αντριάς [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Θήρα, Ιωάννινα, Κως, Νάξος, Σκόπελος || Ανδρέας

αντριγιά || Κρήτη || ανδρεία

Αντρόνα || Σάμος || Ανδρονίκη

αντροσύνη [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανδρισμός

Αντρώ || Βουρλά* || Ανδρονίκη

αξαβούρευτος || Κερασούντα*, Χαλδία* || ανεξομολόγητος

αξαγόραστος [Βεντότης 1790] || Ήπειρος || ανεξαγόραστος

αξαγόραστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανεκτίμητος

αξαγόραστους || Ιωάννινα || ανεκτίμητος

αξαγόρευτα [Βλάχος 1659] || ανεξομολόγητα

αξαγόρευτος [Germano 1622] || δημοτική || Λακωνία, Μάνη || ανεξομολόγητος

αξαγόριφτους || Αδριανούπολη*, Χαλκιδική || ανεξομολόγητος

αξαγούρευτος || Κερασούντα*, Χαλδία* || ανεξομολόγητος

αξανάκακα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεξικάκως

αξαόρευτος || Θήρα, Κάρπαθος || ανεξομολόγητος

άξαρκος || Κύπρος || άνεργος

αξεβαίννω || Κύπρος || ανεβαίνω

αξεμόγητε || Τσακωνιά || ανεξομολόγητος

αξεμολόγητα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεξομολόγητα

αξεμολόγητε || Χαβουτσί* || ανεξομολόγητος

αξεμολόγητος [Βλάχος 1897] || δημοτική || ανεξομολόγητος

αξεμολόητος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Άνδρος, Παξοί || ανεξομολόγητος

αξέσαστους || Λέσβος || ανέτοιμος

αξέταγος || Κερασούντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανεξέταστος

αξέταστος [Somavera 1709] || δημοτική || ανεξέταστος

αξέταχτα || Αρκαδία, Κύθηρα, Μάνη || ανεξέταστα

αξέταχτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Μάνη || ανεξέταστος

αξετίμητος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Αχαΐα, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κύθηρα, Πάργα || ανεκτίμητος

αξετίμωτος [Βλάχος 1897] || δημοτική || Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ήπειρος, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Λευκάδα, Μεσσηνία, Παξοί || ανεκτίμητος

αξέφραστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανείπωτος

αξήγητος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανεξήγητος

αξηγόρευτος [Somavera 1709] || Κρήτη, Κύπρος || ανεξομολόγητος

αξημολόετος || Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανεξομολόγητος

αξημολόητος || Κύπρος || ανεξομολόγητος

αξηόρευτος || Κύπρος || ανεξομολόγητος

αξιμολόετος || Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανεξομολόγητος

αξιμολόητους || Ιωάννινα || ανεξομολόγητος

αξιόρευτος || Χίος || ανεξομολόγητος

αξισνόρστους || Σάμος || ανεκτικός

αξιτίμουτους || Αίνος*, Αιτωλοακαρνανία || ανεκτίμητος

αξιτίμτους || Ιωάννινα || ανεκτίμητος

αξόδαστος || Οινόη || ανέξοδος

αξόδευτε || Τσακωνιά, Χαβουτσί* || ανέξοδος

αξόδευτος || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανέξοδος

αξομολόγητος [Germano 1622] || δημοτική || Βιθυνία*, Ήπειρος, Κονίστρες, Κρήτη, Οινόη*, Φωκίδα, Χίος || ανεξομολόγητος

αξομολόετος || Τραπεζούντα* || ανεξομολόγητος

αξομολόητος [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || Άνδρος, Κρήτη || ανεξομολόγητος

αξόμπλιαστος || Κρήτη || ανεξέταστος

αξόμπλιαστους || Λέσβος || ανεξέταστος

άξουδους || Σέρρες || ανέξοδος

αξόφλητος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανεξόφλητος

απαίδευτος [Βεντότης 1790] || δημοτική || ανεκπαίδευτος

απαίδιφτους || Λέσβος || ανεκπαίδευτος

άπαιδος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || για ζώα || ανεκπαίδευτος

απαλάγωτος || Κρώμνη*, Χαλδία* || ανεπισκεύαστος

απανιβαίνου || Καστοριά || ανεβαίνω

απαραβάριτους || Λέσβος || ανεπαχθής

απασάρευτος || Κοτύωρα* || ανεπιτήδειος

απέβγαλτος || Κερασούντα*, Χαλδία* || ανεξόφλητος

αποέσπαλες || Κρήτη || ανέκαθεν

απουπαντές || Αιτωλοακαρνανία || ανέκαθεν

απρόκοπο || Τσακωνιά || ανεπρόκοπος

απρόκοπος [Somavera 1709] || δημοτική || Οινόη* || ανεπρόκοπος

απροκοπωσύνα || Κερασούντα* || ανεπροκοπιά

απροκοπωσύνη || Κερασούντα* || ανεπροκοπιά

απρόκουβους || Ίμβρος, Σέρρες || ανεπρόκοπος

απρόκουφτους || Λέσβος, Σάμος || ανεπρόκοπος

απρόκοφτος [Βλαστός 1931] || δημοτική || Ινέπολη*, Κερασούντα*, Κοτύψρα*, Ρόδος, Σάντα*, Σινασός*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανεπρόκοπος

αρακατζής || Τρίγλια* || ανεπάγγελτος

αραποβλογιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || Ζάκυνθος, Κεφαλονιά, Πελοπόννησος || ανεμοβλογιά

αράτι || Δέλβινο || άνεση

άργαστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανεπεξέργαστος

άρεστε || Τσακωνιά || ανεύρετος

αρεφουλιά || Θήρα || ανεμοστρόβιλος

αρμενάς || Κάρπαθος || ανεμόμυλος

ασιλάνης || Κρήτη || ανδρείος

ασλάνης || Κρήτη || ανδρείος

ασλάνς || Λέσβος || ανδρείος

ασνέρστους || Σάμος || ανεκτικός

ασνόρστους || Ίμβρος || ανεκτικός

αστοχία || Πάρος || ανεργία

άτζαχτος || Αρκαδία, Μέγαρα || ανέγγιχτος

άτζιχτος || Άνδρος || ανέγγιχτος

άτζιχτους || Αϊβαλί || ανέγγιχτος

ατίμτους || Λέσβος || ανεκτίμητος

άτσερδος || Παλιά Αθήνα || ανεπρόκοπος

αχαγίριφτους || Ίμβρος || ανεπρόκοπος

αχαΐρευος || Μύκονος || ανεπρόκοπος

αχαΐρευτος || δημοτική || Κάλυμνος, Καστελλόριζο, Λέρος || ανεπρόκοπος

αχαΐρεφτος [Βλαστός 1931] || ανεπρόκοπος

αχαΐριβους || Τήνος || ανεπρόκοπος

αχαΐροτος || Ζάκυνθος || ανεπρόκοπος

αχτίμητος || Ζάκυνθος, Κάσος, Κεφαλονιά, Λακωνία, Μεσσηνία || ανεκτίμητος

αχτίμωτος || Αίγινα || ανεκτίμητος

βγαίνω || Κρήτη || ανεβαίνω

βολή [Βλαστός 1931] || Κάλυμνος, Κύθηρα || άνεση

βουλή || Χάλκη || άνεση

βούρσμα || Σιάτιστα || ανεμοθύελλα

ενέννω || Απουλία || ανεβαίνω

εννέννω || Απουλία || ανεβαίνω

εντεβαίννω || Απουλία || ανεβαίνω

θαρετικά || Μάνη || ανεπιφύλακτα

θαρετικός || Μάνη || ανεπιφύλακτος

καλοτσουράδα || Μέγαρα || ανεμοστρόβιλος

λιμόμουλο || Καλαβρία || ανεμόμυλος

μονοστρόφιντο || Καλαβρία || ανεμοστρόβιλος

μπαΐνου || Τσακωνιά || ανεβαίνω

μπακακάος || Κύθηρα || ανεπρόκοπος

μπαντερόλι [Σκαρλάτος 1874] || ανεμοδείκτης

μπαραμπάτης || Μέγαρα || ανεπιθύμητος

ναβαίνω || Χίος || ανεβαίνω

νάζζω || Ρόδος || ανεβάζω

Νδρηάς || Κίμωλος || Ανδρέας

νεάζζω || Ρόδος || ανεβάζω

νέβα || Σωζόπολη* || ανέβασμα

νεβάζζω || Καλαβρία, Νίσυρος || ανεβάζω

νεβάζω || Αστυπάλαια*, Βάτικα*, Κάλυμνος, Κως, Λέρος, Νίσυρος, Προποντίδα*, Ρόδος, Σαμψούντα*, Σίφνος, Σύμη, Σωζόπολη*, Χαβουτσί* || ανεβάζω

νεβαίννω || Καλαβρία, Κύπρος, Κως, Ρόδος, Τήλος || ανεβαίνω

νεβαίνω || Βάτικα*, Κάσος, Προποντίδα*, Σαράντα Εκκλησιές*, Σωζόπολη*, Τσακωνιά, Χαβουτσί* || ανεβαίνω

νέβασμα || Ρόδος || ανέβασμα

νεβασμένος || Ρόδος || ανεβασμένος

νεβατίζω || Βάτικα* || ανεβάζω

νεμίζω || Καστελλόριζο || ανεμίζω

νέννω || Απουλία, Ρόδος || ανεβαίνω

νήβασμα || Σύμη || ανέβασμα

νιβαίννω || Σύμη || ανεβαίνω

νιβαίνου || Μακεδονία || ανεβαίνω

νιβαίνω || Σαμψούντα*, Σύμη || ανεβαίνω

νιβάτζω || Σύμη || ανεβάζω

νιεβάζω || Κουβούκλια* || ανεβάζω

νιεβαίνω || Κουβούκλια* || ανεβαίνω

νίμι || Καλαβρία || ανέμη

νιμοδούρα || Νιγρίτα || ανεμοδείκτης

ννένω || Απουλία || ανεβαίνω

ντεβαίννω || Απουλία || ανεβαίνω

ντιργιαντές || Χαλκιδική || ανεπρόκοπος

ντουρλάπ || Πιερία || ανεμοβρόχι

ντούσια || Ιωάννινα || ανέσεις

ντρουλάπ || Πιερία || ανεμοβρόχι

ξαερό [Βλαστός 1931] || άνεμος

ξεταχτά || Κύθηρα || ανεξέταστα

πεδάνεμο || Καλαβρία || ανεμοστάτης

πεντάνεμο || Απουλία || ανεμοστάτης

ποδάνεμον || Καλαβρία || ανεμοστάτης

ποδάνιμο || Καλαβρία || ανεμοστάτης

ποντάμεμο || Απουλία || ανεμοστάτης

ποντάνεμο || Απουλία || ανεμοστάτης

ρεμπεσκές || δημοτική || ανεπρόκοπος

ρεπεπό || Κρήτη || άνεση

ρεποπό || Κρήτη || άνεση

ρούφουλας [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || Κέρκυρα || ανεμοστρόβιλος

σανιωτή || Χάλκη || ανεμόκουνια

σούφιν || Ίμβρος || ανεμοστρόβιλος

σούφνας || Ίμβρος || ανεμοστρόβιλος

στρόβιλας || Μύκονος || ανεμοστρόβιλος

ταρός || Κρήτη || άνεμος

τουμπανάς || Κρήτη || ανεμογγάστρι

χαϊρσίζς || Νιγρίτα || ανεπρόκοπος

χάιτας || Νιγρίτα || ανεπρόκοπος

χιρχιλές || Νιγρίτα || ανεπρόκοπος

χόζκους || Νιγρίτα || ανεύθυνος